Μαρκήσιος ντε Σαντ – Ζυστίν ή οι δυστυχίες της αρετής
Αποδείξαμε ότι οι μοναχικές αποκλίνουσες ηδονές είναι εξίσου απολαυστικές με τις άλλες και, μάλιστα, πολύ πιο εξασφαλισμένες. Επομένως, η απόλαυση, αν την εξετάσουμε ανεξάρτητα από το αντικείμενο που μας χρησιμεύει, όχι μόνον απέχει πολύ απ’ οτιδήποτε μπορεί να αρέσει στο αντικείμενο, αλλά είναι και αντίθετη προς τις δικές του ηδονές. Προχωρώ ένα βήμα παραπέρα: η απόλαυση μπορεί να αντληθεί κατ’ εξοχήν μέσω της πρόκλησης πόνου στον άλλο, μέσω της κακομεταχείρισής του και της υποβολής του σε μαρτύρια – μη σου φαίνεται παράξενο-, με μόνο σκοπό την αύξηση της ηδονής του αφέντη που προστάζει τέτοιες πρακτικές. Ας προσπαθήσουμε τώρα να το αποδείξουμε. [σ. 272]
Μπορεί σήμερα να διαβαστεί το έργο του ντε Σαντ και με ποιους τρόπους μας αφορά; Είναι δυνατόν η ανάγνωσή του να μας προσφέρει μια πλήρη εικόνα του κόσμου την εποχή κατά την οποία γράφτηκε; Συνομιλεί καθόλου με την σύγχρονη συγκυρία ή αποτελεί απλώς ένα μνημειωμένο έργο αναφοράς; Τι είδους αναγνωστικό ενδιαφέρον και τι πνευματικό νόημα μπορεί να έχει η ιστορία της Ιουστίνης, μιας νεαρής γυναίκας που εκτίθεται ανυπεράσπιστη στην κοινωνία, γίνεται υποχείριο εκμετάλλευσης και εξευτελισμών και καταλήγει σ’ ένα μοναστήρι όπου υφίσταται πάσης φύσεως βιασμούς, σεξουαλικά βασανιστήρια και ψυχολογικές ταπεινώσεις, που υποβάλλεται σε κάθε είδους διαστροφές και «διαστροφές»; Κι όμως, είναι ακριβώς σήμερα όπου η Ιουστίνη είναι ανοιχτή σε πολλαπλές αναγνώσεις. Μπορεί λοιπόν ο αναγνώστης…
…να διαβάσει το βιβλίο ως οργανικό μέρος του προ- και νεωτερικού διαλόγου για την ανθρώπινη φύση· ενός διαλόγου που μέχρι σήμερα ταλανίζει την ερμηνεία του κακού· να διχαστεί ανάμεσα στο κατά Χομπς έμφυτο του κακού στην ανθρώπινη φύση και στην ακριβώς αντίθετη θέση του Ρουσσώ. Να ανοίξει τα μάτια του απέναντι στο φοβερό ενδεχόμενο της επιλογής του κακού από αμέτρητους ανθρώπους, στην οποία σήμερα συνεχίζουμε να εθελοτυφλούμε. Να συλλογιστεί πάνω στα μη- όρια της ανθρώπινης φύσης και στην απόλυτη σχετικότητα θεμελιωδών εννοιών όπως η αρετή, η απόκλιση, η διαστροφή, ο έρωτας, η ευχαρίστηση, η υποταγή. Να τεθεί στο μέσο της διαμάχης ανάμεσα στην επικράτηση του ενστίκτου ή του ορθού λόγου, στην υπηρέτηση του πάθους ή την υπηρεσία του ιδανικού, ανάμεσα στις δυο αντιδιαμετρικά αντίθετες στάσεις ζωής, ανάμεσα στην αρετή και την ακολασία, την εγκαρτέρηση και την έκλυση.
Να το διαβάσει ως κείμενο που βρίσκεται στον αντίποδα της θρησκείας, που συνάμα την παρωδεί με ανελέητο τρόπο, ακόμα και με την ίδια την μορφή της γραφής: ως ένα χριστιανικό μαρτυρολόγιο (το μοναστήρι ως τόπος, οι βασανιστές ως διάβολοι, τα μαρτύρια ως δοκιμασία, οι εξαντλητικές περιγραφές τους ως θεμελίωση της διδασκαλίας) αλλά και ως μια ειρωνική αγιολογία της Ζυστίν που ακριβώς λόγω της καρτερίας και της καθαρότητάς της παρά την υποταγή της εμπνέει για ιδιαίτερη λατρεία – άλλη μια ομοιότητα με την αγιογραφίες των μαρτύρων των περισσότερων θρησκειών. Και πάνω απ’ όλα ως καυστική κριτική για την υποτίμηση και τον εξευτελισμό του σώματος στην χριστιανική κοσμοθεωρία αλλά και τον μισογυνισμό της χριστιανικής εκκλησίας.
Η συγκίνηση της λαγνείας δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα είδος δόνησης που παράγεται στην ψυχή μας μέσω των παλμών τους οποίους η φαντασία προκαλεί στις αισθήσεις μας με την ανάμνηση του αντικειμένου της λαγνείας…Έτσι, η λαγνεία μας, αυτό το ανεξήγητο γαργαλητό που μας οδηγεί σε παρεκτροπές, που μας μεταφέρει στην ψηλότερη κορυφή ευτυχία; όπου μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος, μπορεί να προκληθεί με δύο τρόπους. Είτε όταν αντιληφθούμε ότι το αντικείμενο που χρησιμοποιούμε διαθέτει πραγματικά ή στη φαντασία μας το είδος της ομορφιάς που μας ευφραίνει περισσότερο, είτε όταν δούμε αυτό το αντικείμενο να βιώνει την ισχυρότερη δυνατή αίσθηση. Κι όμως, αίσθηση πιο ζωηρή από τον πόνο δεν υπάρχει. Οι εντυπώσεις που προκαλεί ο πόνος είναι βέβαιες, δεν είναι καθόλου παραπλανητικές όπως οι εντυπώσεις της ηδονής, που μονίμως τις υποκρίνονται …[σ. 273]
Να αντιληφθεί τους τρόπους με τους οποίους διαμορφώνεται ο ερωτισμός και οι πρότυπες συμπεριφορές του· να δει ξεκάθαρα την σκοτεινή δίοδο που συνδέει τον ερωτισμό με την βία αλλά και το ενδεχόμενο της αδυναμίας της απόλαυσης της σάρκας εξαιτίας των αιωνόβιων απαγορεύσεων και καταπιέσεων. Να αποδεχτεί, ανεξάρτητα από την δική του θέση, την σεξουαλικότητα ως μια απόλυτη αλήθεια σε κάθε άνθρωπο· να αντιληφθεί το ανθρώπινο σώμα ως τόπο όπου δεν χωρεί ο ορθός λόγος και οι ηθικές επιταγές.
Να συλλογιστεί πάνω στην φιλοσοφία του Ντε Σαντ ως απόλυτη κατάφαση της προσωπικής ηδονής του κάθε ανθρώπου, μιας ηδονής που δεν γνωρίζει άλλη ηθική από την δική της και δεν λογοδοτεί πουθενά, προτείνοντας ακόμα – σε αντίθεση με ό,τι συχνά φαίνεται και παρά τις εμφανείς αντιφάσεις– ακόμα και την πλήρη ισότητα και αμοιβαιότητα ανάμεσα στην επικράτηση των ατομικών επιθυμιών. Να επεκτείνει την παραπάνω φιλοσοφική παραδοχή ως μόνη και απόλυτη προϋπόθεση πλήρους ελευθερίας, που αγνοεί κάθε είδους κοινωνικό θεσμό και κάθε μορφή εξουσίας και καταναγκασμού, ως το ενδεχόμενο της ανυπακοής σε κάθε εκτός σώματος επιταγή.
Να το διαβάσει ως ανάγνωσμα που επανήλθε στα ελευθέρια τέλη της δεκαετίας του ’60, όπου η σεξουαλική απελευθέρωση είτε στους δρόμους του επαναστατημένου Παρισιού, είτε στα κοινόβια των απανταχού χίππις και ψυχεδελιστών αναζητούσε ανάλογα έργα. Να αναζητήσει τα κείμενα των διανοητών που την ίδια εποχή αλλά και προγενέστερα θεωρητικοποίησαν τα διονυσιασμένα πάθη και τις μύριες παρεκτροπές τους, από τον Φουκό και τον Λακάν, μέχρι τον Μπλανσό και τον Μπατάιγ, τον Κλοσόφσκι και τον Ονφρέ.
Να το διαβάσει ως απόλυτα καλλιγραφημένο λογοτέχνημα, αναζητώντας εντός του και τους κανόνες της ερωτικής λογοτεχνίας, της ψυχολογίας, του γοτθικού μυθιστορήματος ή του μυθιστορήματος τρόμου, της φιλοσοφικής πραγματείας, της πολιτικής καταγγελίας, της πορνογραφίας, της αισθησιακής αισθητικής. Να το απολαύσει ως εξαιρετικό λογοτέχνημα, που τηρεί μια σειρά τεχνικών ώστε να ελκύει διαρκώς το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Να το διαβάσει ως δική του αναγνωστική, ψυχολογική και συνειδησιακή δοκιμασία, δοκιμάζοντας τις αντοχές του απέναντι στα ίδια τα γραφόμενα αλλά και στην απόλαυση των περιγραφομένων από τους ίδιους τους φορείς.
Να το διασχίσει ως μια ιστορία του σώματος, των παθών της σάρκας και των βασάνων που υφίσταται σε όλη την ανθρώπινη Ιστορία. Ή ως μια απροκάλυπτη πρόκληση στα ήθη και στα πρέποντα, ακόμα και ως εγχειρίδιο πάνω στο ακρότατο είδος ηδονής, εκείνο που αφορά την καταστροφή της ίδιας της ζωής και την τελετουργία του θανάτου. Να συμπαθήσει την Ιουστίνη ως υποκείμενο απόλυτης ψυχικής αντίστασης σε κάθε είδους βιασμό και εξαχρείωση, ακόμα και όταν – ή κυρίως όταν – η άρνηση της υποταγής της ακριβώς αυξάνει τους βασανισμούς και την κακομεταχείριση.
Να επιστρέψει στην περίοδο που γράφτηκε και να το διαβάσει ως ένα μνημείο λόγου μιας εποχής όπου η Ιστορία ετοιμαζόταν να αλλάξει οριστικά την οπίσθια πορεία της, ως ένα λογοτέχνημα που γράφτηκε λίγο πριν την Γαλλική Επανάσταση, υπονοώντας εκείνα που την προκάλεσαν και προοιωνίζοντας εκείνα που θα αλλάξουν. Να μην αγνοήσει την εντός του έργου αντανάκλαση του συγγραφέα, ως ένα κάτοπτρο των δικών του διώξεων, εξευτελισμών και φυλακίσεων που αποτέλεσαν το τίμημα του ελεύθερου λόγου του και της επιθυμία για συνέπεια λόγων και πράξεων· ως το ύστατο μέσο έκφρασης της αλήθειας ενός συγγραφέα που έζησε κυνηγημένος, καταδικασμένος σε θάνατο, έγκλειστος σε άσυλα, μισητός τοις πάσι.
Η Ζυστίν/Ιουστίνη αποτελεί την τελική εκδοχή ενός έργου που άρχισε να γράφεται το 1787 στην Βαστίλη και ολοκληρώθηκε ως Νέα Ιουστίνη το 1791. Η έκδοση του βιβλίου οδήγησε οδηγώντας τον συγγραφέα ξανά στη φυλακή και το βιβλίο στην καταστροφή. Η έκδοση περιλαμβάνει τις γκραβούρες του 1797.
«Σας ξαναρωτώ: είμαστε μήπως κύριοι των γούστων μας; Δεν οφείλουμε να υποκύπτουμε στις ορέξεις που μας έχει δώσει η φύση, όπως το περήφανο κεφάλι της βαλανιδιάς λυγίζει στη μανία της θύελλας; Αν η φύση προσβαλλόταν από αυτά τα γούστα, δεν θα μας τα ενέπνεε. Είναι αδύνατον να μας έχει δώσει ένα συναίσθημα φτιαγμένο για να την προσβάλλει. Και με την ίδια απόλυτη βεβαιότητα μπορούμε να αφεθούμε στα πάθη μας, όποια κι αν είναι, όσο βίαια κι αν είναι, σίγουροι ότι κάθε ατυχής αντίκτυπός τους ανήκει αναπόφευκτα στα σχέδια της φύσης, της οποίας δεν είμαστε παρά άβουλα όργανα. Και τι μας αφορούν οι επιπτώσεις; Όταν κάνεις κάτι και θέλεις να το χαρείς, δεν τίθεται ζήτημα επιπτώσεων» [σ. 274 – 275]
Εκδ. Νεφέλη [Ερωτική λογοτεχνία], 2011, μτφ. Δημήτρης Γκινοσάτης, 544 σελ. [Μarquis de Sade, Justineou les Malheurs de la vertu, 1791]
Hiç yorum yok:
Yorum Gönder