πεζα etiketine sahip kayıtlar gösteriliyor. Tüm kayıtları göster
πεζα etiketine sahip kayıtlar gösteriliyor. Tüm kayıtları göster

2 Şubat 2015 Pazartesi

Στο Αίθριο του Πανδοχείου, 152. Ζήσης Σαρίκας/αναδημοσιευση

Στο Αίθριο του Πανδοχείου, 152. Ζήσης Σαρίκας

 

Στο Αίθριο του Πανδοχείου, 152. Ζήσης Σαρίκας

ζήσης σαρίκας_Περί γραφής
Θα μας συνοδεύσετε ως την θύρα του τελευταίου σας βιβλίου;
­Το τελευταίο μου βιβλίο μου ονομάζεται «Ανθρώπινες σκιές». Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Πανοπτικόν». Είναι δύο ρεαλιστικές/ψυχογραφικές νουβέλες διανθισμένες με λίγα σχόλια του αφηγητή. Κι αυτό επειδή μου είναι αδύνατο να απαλλαχτώ από τις συνήθειες του δοκιμίου και του διδακτισμού και επειδή απεχθάνομαι τη ρηχή ηθογραφία, με τον άκρατο συναισθηματισμό, την κοινοτοπία, την επιπολαιότητα, την ωραιοποίηση του παρελθόντος και τη νοσταλγία της. Είναι οι ιστορίες δύο συγγενικών οικογενειών στην πορεία του εικοστού αιώνα. Η μια διαδραματίζεται κυρίως στην πόλη και η άλλη κυρίως στο χωριό.
Θα μπορούσαμε να έχουμε μια μικρή παρουσίαση – εισαγωγή στο κάθε σας βιβλίο χωριστά ή για όσα κρίνετε (είτε σε μορφή επιγραμματικής παρουσίασης, είτε γράφοντας για το πότε, πώς, υπό ποιες συνθήκες και ποιους πόθους συνεγράφησαν);
Μύθοι της τεχνολογίας. Το πρώτο μου βιβλίο(1)_Το πρώτο μου βιβλίο, πριν από αρκετά χρόνια, λεγόταν «Μύθοι της τεχνολογίας». Είναι μια συλλογή αφορισμών που ανήκουν στο χώρο του δοκιμίου και δη του φιλοσοφικο-πολιτικού. Το βιβλίο αυτό είναι εξαντλημένο από χρόνια. Το δεύτερο βιβλίο μου, με μεγάλο χρονικό κενό ανάμεσα, είναι τα «Ψίχουλα». Πρόκειται επίσης για συλλογή αφορισμών και αναπάντητων αποριών, που έχουν όμως περισσότερο συναισθηματικό χαρακτήρα και βρίσκονται πιο κοντά στη λογοτεχνία χωρίς να είναι εντελώς τέτοια. Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Πανοπτικόν». Ακολούθησε μια εκτενής πραγματεία πάνω στο έργο του Φρίντριχ Νίτσε «Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα» με τον τίτλο «Το όραμα του υπεράνθρωπου. Μια ερμηνεία του έργου του Νίτσε ‘Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα’». Είναι φιλοσοφική πραγματεία που φιλοδοξεί να δώσει κάποια νήματα στον αναγνώστη ώστε να μπορέσει αυτός, αν όχι να βγει, τουλάχιστον να κινηθεί κάπως μέσα στον λαβύρινθο του πολυδιαβασμένου, γοητευτικού και συνάμα απόκρυφου αυτού έργου. Προέκυψε από το σοκ που υπέστην ο ίδιος όταν πρωτοδιάβασα τον Ζαρατούστρα και δεν έβγαζα άκρη. Το βιβλίο έχει εκδοθεί δύο φορές και πρόκειται να επανεκδοθεί πολύ σύντομα από τις εκδόσεις «Πανοπτικόν», που φιλοξενούν και τις μεταφράσεις μου των έργων του Νίτσε.
b133310 - 2008Τρίτο βιβλίο μου είναι το «Μακριά απ’ τον κόσμο», συλλογή αφορισμών στο στυλ του βιβλίου «Ψίχουλα». Πιο κοντά στη λογοτεχνία δηλαδή. Είναι επίσης εξαντλημένο, αλλά ελπίζω να μπορέσω να το ξαναβγάλω σύντομα, και πάλι στο «Πανοπτικόν». Τέλος, έχω προς έκδοση μια νουβέλα στο στυλ των «Ανθρώπινων σκιών», που θα ονομαστεί μάλλον «Κυριακή ρεπό». Ευελπιστώ ότι θα βγει εντός του 2014. Πάντως, θα προτιμούσα να γράφω φιλοσοφικο-πολιτικά δοκίμια. Και θα μπορούσα να έχω πλουσιότερο συγγραφικό έργο αν δεν εμπόδιζαν η τεμπελιά μου, η αίσθηση της ματαιότητας, το πολύ μικρό αναγνωστικό κοινό της χώρας και η αδυναμία εύρεσης εκδότη, καθότι από δημόσιες σχέσεις… ασ’ τα να πάνε (συνειδητά). Έχω και πικρή πείρα απ’ αυτούς, επειδή αρκετοί με εξαπάτησαν ή με κατάκλεψαν όλα αυτά τα χρόνια…
b185423 - 2012Ποιος είναι ο προσφιλέστερός σας τρόπος συγγραφής; Πώς και πού παγιδεύετε τις ιδέες σας;
Ιδέες έχω μπόλικες, τις βρίσκω δίχως κόπο. Παγιδεύομαι όταν είναι να τις εκφράσω, είτε επειδή ζορίζομαι είτε επειδή τεμπελιάζω. Συν τοις άλλοις, έχω και διάσπαση προσοχής…
Εργάζεστε με συγκεκριμένο τρόπο; Ακολουθείτε κάποια ειδική διαδικασία ή τελετουργία; Επιλέγετε συγκεκριμένη μουσική κατά την γραφή ή την ανάγνωση; Γενικότερες μουσικές προτιμήσεις;
Όχι, ούτε τα καταλαβαίνω αυτά. Μουσική μαζί με ανάγνωση ή γραφή δεν ταιριάζουν. Παρακάτω εξηγώ γιατί απεχθάνομαι την «υπόκρουση» εν γένει…. Ακούω, αλλά σε άτακτα χρονικά διαστήματα, απρογραμμάτιστα, πολλά είδη μουσικής…
b133314 - 2008Έχετε γράψει σε τόπους εκτός του γραφείου σας/σπιτιού σας;
Μόνο σημειώσεις, τις οποίες κατόπιν χάνω ή δεν καταλαβαίνω τι λένε, καθώς είναι βιαστικές και τσαπατσούλικες. Και η μνήμη δεν είναι μάντης…
Αν είχατε σήμερα την πρόταση να γράψετε μια μονογραφία – παρουσίαση κάποιου προσώπου της λογοτεχνίας ή γενικότερα ποιο θα επιλέγατε;
­Τον Ιησού Χριστό. Με ενδιαφέρουν όμως μόνον τα ατελέσφορα ή μηδενιστικά στοιχεία του…Μέσα στη ματαιότητα και τον μηδενισμό νιώθω όπως το ψάρι μέσα στο νερό…
Γράψατε ποτέ ποίηση – κι αν όχι, για ποιο λόγο;
unnamed`Φυσικά έγραψα και γράφω. Φέτος δημοσίευσα ήδη (με ψευδώνυμο) καμιά δεκαπενταριά ποιήματα… αλλά τα έχασα και δεν μπορώ να τα ξαναβρώ (τι είχες, Γιάννη, τι είχα πάντα…) και μου φαίνεται πως ήταν και καλά…
Περί ανάγνωσης
Αγαπημένοι σας παλαιότεροι και σύγχρονοι συγγραφείς.
Είναι πολλοί. Από την αρχαιότητα έως σήμερα. Φιλόσοφοι, θεωρητικοί εν γένει, λογοτέχνες. Τι σημασία έχουν τα ονόματα, αφού θα λησμονήσω πολλά και μετά θα στενοχωρηθώ που δεν τα μνημόνευσα;
b165775Αγαπημένα σας παλαιότερα και σύγχρονα βιβλία
Ό,τι έγραψα και πριν..
Αγαπημένα σας διηγήματα.
Το ίδιο.
Σας έχει γοητεύσει κάποιος σύγχρονος νέος έλληνας λογοτέχνης;
Όχι, αλλά δεν τους παρακολουθώ και πολύ.
Αγαπημένος ή/και ζηλευτός λογοτεχνικός χαρακτήρας.
Ο πρίγκιπας Μίσκιν. Φιοντόρ και πασών των Ρωσιών…
b161283Αγαπημένο σας ελληνικό λογοτεχνικό περιοδικό, «ενεργό» ή μη; Κάποιες λέξεις για τον λόγο της προτίμησης;
­­­Θα αναφέρω μόνον ένα, που δεν είναι αμιγώς λογοτεχνικό: τις «Σημειώσεις». Υπήρξαν και υπάρχουν όμως και άλλα αξιοπρεπή.
Διαβάζετε λογοτεχνικές παρουσιάσεις και κριτικές; Έντυπες ή ηλεκτρονικές; Κάποια ιδιαίτερη προτίμηση στις μεν ή (και) στις δε;
­­Πολύ σπάνια. Ουδεμία προτίμηση.
Θα μας γράψετε κάποια ανάγνωση σε αστικό ή υπεραστικό μεταφορικό μέσο που θυμάστε ιδιαίτερα;  [μέσο – διαδρομή – βιβλίο – λόγος μνήμης]
b102575Δεν μπορώ να διαβάσω τίποτε μέσα στα λεωφορεία και τα τρένα. Πώς να συγκεντρωθείς ή να απολαύσεις ένα κείμενο με όλα αυτά που ακούς και βλέπεις γύρω σου; Δεν μπορώ να αποσπαστώ απ’ αυτά, με τρώνε η περιέργεια και η ακατανίκητη τάση μου για σχολιασμό, καλαμπούρι και χλεύη…
Περί μετάφρασης
Διακονείτε το κοπιώδες έργο της μετάφρασης. Εργάζεστε με συγκεκριμένο τρόπο; Τι είδους σχέση συνδέει τον μεταφραστή και τον συγγραφέα που ο πρώτος μεταφράζει;
­Απαντώ στο δεύτερο σκέλος της ερώτησης. Αν εκτιμάς τον σb145283υγγραφέα, παρά την άβυσσο που μπορεί να σε χωρίζει απ’ αυτόν, αν τον νιώθεις σαν «αδελφή ψυχή» ή, ακόμη καλύτερα, σαν δάσκαλό σου, τότε θα κάνεις καλύτερα τη δουλειά σου… Γι’ αυτό ποτέ δεν έκανα τίποτα για αμιγώς βιοποριστικούς λόγους – έπρεπε να υπάρχει συμπάθεια – με μια φιλοσοφική έννοια του όρου…
Από τις μεταφράσεις σας ποια σας δυσκόλεψε περισσότερο και ποια σας πρόσφερε τις μεγαλύτερες ηδονές;
­Όλες ήταν «φαρμάκι». Καναδυό θα ήθελα να τις ξαναδουλέψω. Για πάρα πολλές άκουσα καλά λόγια, αν αυτό εννοείτε «ηδονές». Η κύρια ευχαρίστηση μιας μετάφρασης έρχεται όταν επιτέλους την τελειώνεις.
b126296Από τα βιβλία που μεταφράσατε υπάρχουν κάποια στα οποία επιθυμείτε να κάνετε ιδιαίτερη αναφορά ή να συστήσετε στους αναγνώστες;
­­­Έχω μεταφράσει αρχαίους (με ψευδώνυμο), Νίτσε (όλα τα έργα του), Στίρνερ, Μπακούνιν, και τους φιλόσοφους της Σχολής της Φραγκφούρτης (Χορκχάιμερ, Αντόρνο, Μαρκούζε, Χάμπερμας). Επίσης, Φουκώ, Μποντριγιάρ, Ντελέζ, Μπράντλιτζερ…Τέσσερα βιβλία του Καστοριάδη. Και λίγα λογοτεχνικά, κάποια απ’ αυτά με ψευδώνυμο, π.χ. τον Δον Κιχώτη του Θερβάντες και την Αισθηματική αγωγή του Φλωμπέρ… Σταματώ εδώ για να μη γεμίσω τη σελίδα…Μπορεί να τα δει κανείς στην ιστοσελίδα biblionet.gr. Μετέφραζα πάντα μόνο βιβλία που επέλεγα ο ίδιος. Ελάχιστες δουλειές έκανα κατά παραγγελίαν. Όλα μου τα μεταφρασμένα βιβλία, εκτός των λογοτεχνικών, είναι πολύ δύσκολα. Χρειάζονται κόπο, υπομονή, επαναλήψεις και υπόβαθρο – και παρεμφερείς αναγνώσεις. Στους αναγνώστες συστήνω να μην τα παίρνουν μαζί τους στις εκδρομές και να μην προσπαθούν να τα διαβάσουν στο κρεβάτι ή αραγμένοι στον καναπέ. Αυτοί θα τα αδικήσουν και εκείνα θα τους εκθέσουν.
b29172Μπορείτε να μας μιλήσετε και για τα υπόλοιπα βιβλία που μεταφράσατε (ή όσα επιθυμείτε); Για την μεταφραστική τους εμπειρία, τις ηδονές, τις απομαγεύσεις τους.
Απαντώ στο τελευταίο. Η απομάγευση είναι δύο ειδών: α) όταν διαπιστώνεις, καθώς προχωράς το βιβλίο, ότι δεν είναι και τόσο σπουδαίο όσο νόμιζες στην αρχή, είτε εν συνόλω είτε στις λεπτομέρειές του και β) όταν πέφτεις σε κομμάτια παντελώς ακατανόητα και αναρωτιέσαι «για ποιο λόγο; Καλά κυλούσε μέχρι τώρα…). Σημειώνω ότι τα σκοτεινά πράγματα με απωθούν. Μου αρέσει η διαύγεια και η σαφήνεια (όσο κι αν λένε μερικοί, και μάλιστα σοβαροί, όχι γελοίοι, ότι σε μια εποχή ολοκληρωτικής διάβρωσης και ισοπέδωσης της γλώσσας, πρέπει να γράφουμε «απόκρυφα» ακριβώς για να αντιταχθούμε στη διαδικασία αυτή…)
b29210Εργάζεστε με συγκεκριμένο τρόπο; Ακολουθείτε κάποια ειδική διαδικασία ή τελετουργία; Επιλέγετε συγκεκριμένη μουσική κατά την ανάγνωση και την μετάφραση; Γενικότερες μουσικές προτιμήσεις;
­Τι συγκεκριμένο τρόπο; Ατελείωτες ώρες σε ένα γραφείο, με πέντε βιβλία και τρία λεξικά ανοιχτά και μια οθόνη αναμμένη. Παλιότερα δίναμε χειρόγραφα, πάκα ολόκληρα… Αποτέλεσμα: αυχενικό σύνδρομο, πόνοι στη μέση, στις ωμοπλάτες και στους καρπούς, πονοκέφαλοι και μείωση της όρασης. Σουγιάς κολοκοτρωνέικος… Και παράδες γιοκ… Οι μουσικές μάς μάραναν… Απορώ πως παραμένω ευσταλής και πως δεν έχω δέκα βαθμούς μυωπία ή πρεσβυωπία. Ήμουν τυχερός… Όσον αφορά στην «τελετουργία» και τη «διαδικασία», κάθε είδος «υπόκρουσης» ή «επένδυσης» με εκνευρίζει. Για να πω ένα σχετικό παράδειγμα: πάρτε π.χ. ένα ποίημα επενδυμένο με μουσική ή με εικόνες ή βιντεοποιημένο. Είναι σαν να ομολογεί ο δημιουργός του: φοβάμαι πως έφτιαξα κάτι άθλιο ή έστω μέτριο, αλλά με το περιτύλιγμα ίσως τρώγεται… Το περιτύλιγμα όμως εγώ δεν το τρώω, το πετάω…
dqexatomos_thumb_Υπάρχουν συγκεκριμένοι συγγραφείς με τη μετάφραση των οποίων θα επιθυμούσατε να αναμετρηθείτε;
Θεός φυλάξοι! Όχι άλλο!
Τις περισσότερες φορές ο μεταφραστής τίθεται στο περιθώριο. Τα φώτα στρέφονται αποκλειστικά στον συγγραφέα, ενώ σπάνια οι κριτικές αναφέρονται στο έργο του. Για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό και τι θα προτείνατε ώστε να έχει τη θέση που του αρμόζει;
Ο δημιουργός προέχει. Ο μεταφραστής μεταφέρει απλώς τις ιδέες και τα λόγια ενός ξένου σε μια άλλη γλώσσα. Είναι δημιουργός «γιαλαντζί». Ωστόσο, υπάρχουν μεταφράσεις που «αναδεικνύουν» και, σπανιότατα, «βελτιώνουν» το πρωτότυπο. Για να το καταλάβει αυτό κανείς βέβαια, πρέπει να γνωρίζει άριστα και τις δύο γλώσσες. Πάντως, αν είσαι καλός μεταφραστής, οι αναγνώστες αργά ή γρήγορα το αναγνωρίζουν… Και, να σημειώσω, κανένας μεταφραστής δεν μπόρεσε ποτέ να αποφύγει πλήρως τις αβλεψίες, τα λάθη και τις παρανοήσεις… Οι παγίδες είναι αναρίθμητες…
b114317Από την άλλη οι επιμελητές και διορθωτές τίθενται σε ακόμα μεγαλύτερη «αφάνεια». Τι προβλήματα παρουσιάζει η συνεργασία μαζί τους και ποια θα ήταν η ιδανικότερη μορφή της;
Τα τελευταία χρόνια ένας πολύ στενός φίλος και συνεργάτης κοιτά τα τελικά κείμενά μου και κάνει παρατηρήσεις. Ελάχιστους επαγγελματίες του είδους γνώρισα, διότι, απλούστατα, οι υπάρχοντες δεν μπορούσαν να διορθώσουν τα βιβλία μου… Αφού δεν σκάμπαζαν γρυ!… Όσοι προσπάθησαν, επειδή τους έβαλαν οι εκδότες, βλαστήμησαν την ώρα και τη στιγμή. Θυμάμαι κάποιον δυστυχή που πήγε να μου κάνει παρατηρήσεις «επί της ουσίας», ενώ οι γνώσεις του ήταν το πολύ πρωτοετούς φοιτητή… Ναι, αλλά το κείμενο ήταν Αντόρνο! Ούτε εγώ καταλάβαινα καλά καλά τι έλεγε…Δεν είμαι σνομπ, αλλά όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα, τον τρων οι κότες…
b14347Σας ακολούθησαν ποτέ ήρωες των βιβλίων που μεταφράσατε; Μάθατε τα νέα τους;
Οι ήρωες της συντριπτικής πλειονότητας των βιβλίων μου είναι αφηρημένες έννοιες. Δεν μ’ αφήνουν στιγμή ήσυχο, με βασανίζουν ακατάπαυτα. Αυτές περιμένουν νέα από μένα. Π.χ. τι είναι Διαφωτισμός; Τι σημαίνει ελευθερία; Έχει περιεχόμενο ή όχι η λέξη «αλλοτρίωση»; Εδώ σε θέλω, κάβουρα, να περπατάς στα κάρβουνα…
Περί αδιακρισίας
Ποιες είναι οι σπουδές σας; Διαπιστώνετε κάποια εμφανή απορρόφησή τους στη γραφή σας (π.χ στην θεματολογία ή τον τρόπο προσέγγισης);
­b149686Σπούδασα νεοελληνική φιλολογία και κατόπιν φιλοσοφία στο ΑΠΘ. Μέτρια πράγματα και ελάχιστη συμμετοχή εκ μέρους μου… Οι καθηγητές τότε ήταν είτε συντηρητικοί και βαρετοί είτε φίλαυτοι φιγουρατζήδες – συνήθως «αριστεροί». Η δεύτερη κατηγορία ήταν πιο αντιπαθής, διότι εκείνοι οι ανεκδιήγητοι φαφλατάδες δεν διάβαζαν τίποτα – ήταν επικίνδυνα άσχετοι. Σήμερα, οι νεότεροι καθηγητές είναι πολύ καλύτεροι, αλλά και πάλι επιπλέουν και προβάλλονται οι αναιδείς και αγράμματοι ρήτορες…
Κατ’ ουσίαν είμαι αυτοδίδακτος. Τρέχαμε, με τον καλύτερο φίλο μου και έναν άλλο (και οι δύο καθηγητές πανεπιστημίου σήμερα), σε όλες τις βιβλιοθήκες, μαζεύαμε όλα τα ξένα βιβλία από τα βιβλιοπωλεία και παραγγέλναμε και άλλα από βιβλιοπωλεία του εξωτερικού. Με μανία, και χωρίς να τα διαβάζουμε όλα ή εξ ολοκλήρου… Είχαμε πολύ μεγάλη περιέργεια και γι’ αυτό βγήκαμε «ψυλλιασμένοι». Ωστόσο, μου έλειψε η μαθητεία. Είναι μεγάλο πράγμα… Σπουδαίο να σε καθοδηγεί κάποιος και να δουλεύεις μαζί του. Γι’ αυτό μου έλειψε πολύ και η διδασκαλία, επειδή, καταπώς λένε, είμαι καλός δάσκαλος…. Διδασκαλία σε μετεφηβικό επίπεδο εννοώ, όχι για νιάνιαρα… – Η γραφή μου είναι ελεύθερη, αν και με έλκει πολύ η συστηματικότητα. Η τελευταία όμως απαιτεί χρόνο και πού να βρεθεί αυτός με τις χρονοβόρες δουλειές που κάνω; Τι ωραίο, να σε ευνοούν οι συνθήκες και να έχεις την άνεση να κάνεις μια σοβαρή μελέτη! Η θεματολογία μου πάντως είναι «απέραντη», με την έννοια ότι τα ενδιαφέροντά μου ήταν και είναι πολλά και ποικίλα.
b114297Πώς βιοπορίζεστε;
Οι κύριες δουλειές που έκανα τριάντα ολόκληρα χρόνια (όχι συγχρόνως!) ήταν καθηγητής σε φροντιστήριο, μεταφραστής και διευθυντής εκδόσεων. Τώρα είμαι άνεργος ή, αλλιώς, «συνταξιούχος χωρίς σύνταξη». Ελπίζω η δαρβινική έννοια της “survival of the fittest” να αντισταθμιστεί ή και να εξουδετερωθεί από την κροποτκινική έννοια της “mutual aid”. Αλλιώς την έχουμε άσχημα…
Τι διαβάζετε, τι γράφετε και τι μεταφράζετε αυτό τον καιρό;
Όπως πάντα, διαβάζω ετερόκλητα πράγματα. Γράφω ή ξαναγράφω ένα σωρό πράγματα μαζί, αλλά όχι με πολύ φανατισμό. Και δοκιμιακά και λογοτεχνικά. Συνήθως δεν τα ολοκληρώνω και μένουν στο συρτάρι. Αυτή τη στιγμή μπορεί να έχω και πέντε βιβλία κατά νουν. Από μεταφράσεις θα ήθελα μόνο να ολοκληρώσω τα άπαντα του Νίτσε, που τα εκδίδω τώρα στις εκδόσεις «Πανοπτικόν» και έχουν μείνει δύο τόμοι.
b29224Παρακολουθείτε σύγχρονο κινηματογράφο ή θέατρο; Σας γοήτευσε ή σας ενέπνευσε κάποιος σκηνοθέτης, ταινία, θεατρική σκηνή;
Παρακολουθώ πού και πού κινηματογράφο και θέατρο, παλιό και σύγχρονο. Περισσότερο τον πρώτο. Αρκετά έργα μου αρέσουν αλλά έχει και απίστευτη σαβούρα. Όσον αφορά στο θέατρο, μου τη βαράν στα νεύρα κυρίως οι «εκ των ενόντων» μονόλογοι που είναι της μόδας σήμερα… Ένας ηθοποιός διαβάζει κάτι… Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, αν αυτό είναι θέατρο, εγώ είμαι ο πάπας… – Δεν νομίζω ότι υπάρχει κάποιος ή κάτι συγκεκριμένο που να με ενέπνευσε, αλλά με γοήτευσαν πολλά…
Αν κάποιος σας χάριζε την αιώνια νιότη με αντίτιμb6220ο την απώλεια της συγγραφικής, της μεταφραστικής ή της αναγνωστικής σας ιδιότητας, θα δεχόσασταν τη συναλλαγή;
­­­Η προσφορά σας δεν με αγγίζει, διότι η αιώνια νιότη ή μάλλον οι συνεχείς παλινδρομήσεις προς την εφηβική και προεφηβική ηλικία είναι αναπόδραστος όρος της ύπαρξής μου.
Κάποια ερώτηση που θα θέλατε να σας κάνουμε μα σας απογοητεύσαμε; Απαντήστε την!
Όχι, καμιά. Ας μην το παρακάνουμε…

11 Aralık 2014 Perşembe

εγώ δηλαδή ενας αλλος


του  Πέτρου  Θεοδωρίδη



, Εγώ δηλαδή ένας άλλος,
δεν είμαι παρά ένα σημαδάκι ,
μια αιχμηρή ακρούλα σ αυτό το τεράστιο πλάσμα του εαυτού
κολυμπώ μες την αλλοτητα μου,
βουλιάζω μέσα στις δίνες του μυαλού μου: όταν ονειρεύομαι ,αναδύονται θρυμματισμένες μνήμες ,αισθάνομαι ξανά τις μυρωδιές τις γεύσεις πού ένιωθα μικρός ::να είσαι παιδί επτά χρόνων κοκαλιάρικο και να κοιτάς αστέρια ένα βράδυ, μεσα στα χόρτα τόσο ψηλά τόσο μεγάλα-ακούρευτα χόρτα να είσαι τόσο μικρός και ο κήπος να σου φαίνεται μεγάλος και τα αστέρια πολλά ,παρά πολλά: τρεις χιλιάδες ακριβώς.
Κι εγώ ριγούσα από ευχαρίστηση χωμένος μες τη θαλπωρή του χόρτου και τη μυρωδιά του χώματος, μυρίζοντας εκείνη τη θεσπέσια νυχτιά , τα αστέρια-μικρές τρυπίτσες στον ουράνιο θόλο πού αφήνουνε να φανεί λίγη από τη λάμψη του αληθινού θεού- μήπως τότε η πιο παλιά ήξερα η μάλλον ένιωθα πραγματικά την αλήθεια ΄; λίμναζα ευτυχισμένος μες τις ανομάτιστες ακόμα επιθυμίες σαν αδαής νάρκισσος πού δεν είδε ακόμα το πρόσωπο του στα νερά της λίμνης .

Και όλη η μετέπειτα επιθυμία, δεν ήταν παρά το πένθος για εκείνη τη στιγμή, πού δεν ξέρω αν έζησα η ονειρεύτηκα ή μήπως τώρα αναπλάθω σαν μαγικό πεδίο αναφοράς :ου-τόπο πού να συντηρεί τον μύθο μιας χαμένης ευτυχίας ,νοσταλγίας,: αρνήθηκα την ενηλικίωση μου εξαρχής- αρνούμαι είπα να παραιτηθώ από αυτό το –υποτιθέμενο-βίωμα ευτυχίας πού ακόμα και τώρα φαίνεται τόσο ζωντανό σαν να έγινε χθες και πλέει μέσα στο μυαλό μου σαν ένα ευτυχισμένο καρυδότσουφλο-ακυβέρνητο μάταιο ,αυθόρμητο και ειλικρινές, ορθάνοιχτο,….


Γιατί αργότερα περιπλέχθηκα σε μαιάνδρους και στριφνά περάσματα, ενώ οι επιθυμίες μου ήταν τόσο φωτεινά απλές;

5 Aralık 2014 Cuma

Σα να σε πεταξανε απ τον παραδεισο διχως να σου εξηγησουνε το λόγο .

και  η απολυτη σιωπή εχει την... σημασια της.Σε κανει να νιωθεις αορατος . Σα να σε πεταξανε  απ τον παραδεισο διχως να σου εξηγησουνε το λόγο .Σαν καταδικη χωρις αιτιολογηση ,οπως στη Δικη του Καφκα . Η Πυλη κλεινει - εσυ  μενεις απεξω- και ξερεις οτι αυτή η Πυλη προοριζοταν μονο για σενα . Ο Μόνος λόγος για τον οποιο ανοιξε ηταν για α τη δεις  να κλεινεται μπροστα σου.

10 Ekim 2014 Cuma

Γιωργου Β. Ριτζούλη. Το Φθινόπωρο της Θεσσαλονίκης





ΓΙΩΡΓΟΣ Β. ΡΙΤΖΟΥΛΗΣ
Το φθινόπωρο της Θεσσαλονίκης **
I
Έχει ξεπέσει λοιπόν η Θεσσαλονίκη, το ομολογούν πολλοί, ανάμεσά τους υπάρχουν δυστυχώς και αξιόπιστοι παρατηρητές. Γερνάει άσχημα και επικίνδυνα, έγινε συνώνυμο των πιό συντηρητικών αντανακλαστικών ενώ μόλις πριν λίγα χρόνια έσφυζε από ενέργεια, ζεί καπελωμένη από τα ζειμπέκικα, το εθνικιστικό παραλήρημα και τον ασυγκράτητο τοπικισμό των δημοκρατικά εκλεγμένων της ή όσων θα έπρεπε κανονικά να είναι οι κήρυκες του «αγαπάτε αλλήλους» (βλ. έρευνα της Καθημερινής, 19 Φεβρουαρίου 2006, επιμέλεια Δ. Ρηγόπουλου). Και με ποιό θάρρος ν’ αντιλέγει κανείς, όταν διαπιστώσεις όπως αυτές, δεν έχουν μείνει προνόμια για οπαδούς της κοινωνικής ανατροπής ή για ριζοσπάστες κριτικούς του πολιτισμικού γίγνεσθαι, αλλά διατυπώνονται σε περίοπτη θέση εφημερίδων που εκπροσωπούν έγκυρα συντηρητικές πολιτικές και κοινωνικές κατευθύνσεις ; Δεν είναι απαραίτητη κάποια ειδική ικανότητα παρατήρησης και κρίσης, αρκεί η όραση, η ακοή και η κοινή λογική για το σαφές συμπέρασμα.
Είναι όμως τα πράγματα όπως φαίνονται; Πρόκειται για φαινόμενο ιδιαίτερο και αξιοπερίεργο, μοναδικό στη χώρα; Συνέβη άραγε, απλά και μόνον επειδή κάποιοι νίκησαν και καπελώνουν τους ηττημένους; Μήπως πάλι, για τη συμφορά αυτή φταίνε μόνον οι τοπικές ή άλλες ειδικές συνθήκες (ανεργία, αποβιομηχάνιση, Βαλκανικές αναστατώσεις, αχόρταγοι Αθηναίοι); Στο γραπτό αυτό διατυπώνονται, με τον έμμεσο τρόπο της τεθλασμένης, δύο πράγματα: Πρώτον, ότι το τοπικό είναι το εθνικό σε έντονη έξαρση παροξυσμού, τόση ώστε να φαίνεται γελοιογραφικό. Δεύτερον, ότι εκτός των άλλων, η σημερινή κατάσταση, για όσους δεν αισθάνονται μέσα της ευτυχείς, είναι ένα θλιβερό αυτογκόλ και είναι αδιανόητη χωρίς αυτή τη λεπτομέρεια.
Άς αρχίσω με κάτι που θα φαίνεται σκάνδαλο στα μάτια των αθηναιομάχων, άν το διακρίνουν: Ο μεγάλος εραστής και υμνητής της σημερινής Θεσσαλονίκης είναι κατά ειρωνικό τρόπο ένας καλλιτέχνης από τη Νότια Ελλάδα, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος. Φροντίζει να την έχει σε όλες σχεδόν τις ταινίες του, και όχι ως απλό σκηνικό, τη βρίσκει όμορφη, πολύ όμορφη, και άν αυτή είναι η κρίση του, ίσως είναι πράγματι όμορφη. Αλλά την ομορφιά και το νόημα τα βρίσκει αλλού, όχι σε αλαζονικές φαντασιώσεις και σε μεγάλες ιδέες, μόνο με επιφύλαξη και πολύ προσεκτικά σε ότι έρχεται από το παρελθόν, αλλά ούτε και τόσο πολύ στα θρυλούμενα περί ερωτισμού της πόλης του Θερμαικού. Για τον σκηνοθέτη η ομορφιά της και το εσωτερικό της νόημα συντίθεται κυρίως από ομίχλη, νερό και χιόνι, από το λιμάνι και τα βρεγμένα πλακόστρωτα, από ταπεινές συνοικίες παλιές και νέες, αλλά προπάντων από τη ζωή των ανθρώπων στο πέρασμά τους από αυτό τον τόπο. Συντίθεται από όσα μένουν άφθαρτα, λάμπουν και ιριδίζουν μέσα στον σωρό των ερειπίων που συσσωρεύει αδιάκοπα η Ιστορία και αυτό που αποκαλείται πρόοδος. Καθώς έρχονται οι νεώτερες ταινίες, ο σκηνοθέτης ψάχνει για ομορφιά και νόημα στο ρημαγμένο βιομηχανικό τοπίο, στην μαραζωμένη αγορά, στους παλιούς και νέους πλάνητες, φυγάδες ή πολίτες του κόσμου, κυνηγημένους ή νοσταλγούς που επιστρέφουν, σε παιδιά των φαναριών, σε μεσήλικες που έζησαν και γνώρισαν την πόλη και μετά χάνονται στις πέντε ηπείρους, σε γέροντες που δεν θέλουν να πεθάνουν αλλού, σε τελετές χαράς ή πένθους, εδώ στη Θεσσαλονίκη του 21ου αιώνα.
Η άποψη που ενυπάρχει στις ταινίες αυτές δεν δείχνει καμμιά αφασία και ξεπεσμό της Θεσσαλονίκης, αλλά με τον τρόπο του Walter Benjamin, υποδηλώνει μόνον ποιητικά αυτή την καταστροφή που συνεπάγεται η Ιστορία, όπως για κάθε πόλη και κάθε τόπο. Η αφασία και ο ξεπεσμός έρχονται όταν μια τοπική κοινωνία, και κυρίως οι εξέχουσες μερίδες της, με εξασθενημένη μέσα τους τη συλλογική αυτογνωσία και τη φιλοτιμία, ερμηνεύουν αυτή την καταστροφή με θεωρίες συνωμοσίας (η κακιά Αθήνα, οι κακοί Σκοπιανοί, οι κακοί Αμερικάνοι, και πάει λέγοντας). Η συνταγή είναι παλιά: Προκειμένου να περνάς για άρχοντας στους μίζερους καιρούς, βολική είναι και η παρακμή, άν φωνάζεις ότι φταίνε γι’ αυτήν οι «έξω από εδώ».
Η πρώτη συνέπεια και σύμπτωμα για μια πόλη σε κατάσταση εθελούσιας αφασίας είναι να λησμονεί το φυσικό και κοινωνικό σώμα της, να ζεί μόνο με τα νοσηρά όνειρά της. Όμως, πάντοτε και τώρα, όπως το βλέμμα της που διαπερνά τον ορίζοντα του Νότου είναι ο Θερμαϊκός, έτσι και το φυσικό σώμα της Θεσσαλονίκης, ό,τι αλλοιώς λέγεταιενδοχώρα, είναι φτιαγμένο προπάντων από γλυκό νερό, είναι υγρά βουνά και δάση, ποτισμένες πεδιάδες, ποτάμια, λίμνες, ομίχλη, χιόνια, θερμά νερά που αναβλύζουν αχνίζοντας μέσα σε κατάφυτες χαράδρες και πέφτουν σε ποτάμια μισοπαγωμένα. Νερά που τρέχουν, υγρασία και ομίχλες, όπως στις ταινίες του Αγγελόπουλου. Ή όπως στην παιδική ζωή, σε τόσο μακρυνές δεκαετίες, όπως εκείνες του 1950 και του 1960. Βλέποντας κάποιες από τις ταινίες αυτές, εύκολα συλλογίζεσαι εκείνα τα μικτά φυσικά πράγματα που ενώνουν τη γή και το υγρό στοιχείο, τα ποτάμια, τα υγρά δασωμένα βουνά, τις λίμνες, προπάντων τις λίμνες, και πιό πολύ τώρα στον καιρό του κινδύνου ή της απώλειάς τους.Νερά που τρέχουν από τον Χορτιάτη, πάγοι συσσωρευμένοι ανάμεσα σε οξιές και καστανιές, και λίγο-πολύ κοντά στηνπόλη, η Δοιράνη, η Βεγορίτιδα, η Βόλβη, η Κορώνεια (από το γειτονικό άλλοτε ψαροχώρι τη λένε και λίμνη του ΑγίουΒασιλείου), αυτή προπάντων, που κινδυνεύει πιό πολύ και είναι η πρώτη που χάνεται. Η Ίος, η Σίκινος, η Σέριφος, ηΜήλος...
Σα να βγαίνει μέσα από βαθύ πηγάδι όπου είναι φυλακισμένη, έρχεται στο μυαλό η ιδέα ότι υπάρχει κάπου ξεχασμένη μια μυθολογία της ενδοχώρας, μια μαγική γεωγραφία του Βορρά. Περιμένει να την αφήσουν να έλθει και αυτή δειλά-δειλά, με χαμηλωμένα μάτια, να ζητήσει μια ταπεινή θέση, κοντά αλλά λίγο πιό πίσω από τον ένδοξο μύθο του Αιγαίου. Και το θέμα δεν είναι ποιό απόσταγμα μένει από τους μύθους, τις ιστορίες ή την ποίηση. Ούτε είναι ανάγκη να δοθεί μεγαλύτερη απ’ όση πρέπει σημασία σε κάποιες σαρκαστικές αντιστροφές που θ' άρεζαν σε μερικούς φανατικούς Σαλονικιούς: Άς πούμε, ιστορίες για ζωντανές λεκάνες νερού ανάμεσα σε βουνά, αντί για ξερά νησιά-βουνά μέσα στη θάλασσα, διηγήσεις για ομίχλες περίπου κεντροευρωπαικές αντί για ηλιοφάνεια περίπου βορειοαφρικανική, για τον παγερό χειμωνιάτικο Βαρδάρη που αρχίζει ήδη να ετοιμάζει ζουμερά φρούτα αντί για το δροσερό καλοκαιρινό μελτέμι πού φέρνει μυρμήγκια τους τουρίστες. Άχαρο να μεταφερθεί η διαμάχη Βορρά - Νότου στο πεδίο των μύθων, άλλωστε όλοι οι μύθοι είναι συμπληρωματικοί όπως τα πάζλ, όμως η αλήθεια για την κάποια υπεροψία που πότε-πότε συνόδευε τους μύθους του Νότου, είναι ότι δεν εγγυάται πάντοτε την χάρη. Αλλά πάλι, αξίζει να αναρωτηθεί κανείς, άν άραγε η εξαφάνιση μιάς ολόκληρης λίμνης από τον χάρτη είναι γεγονός λιγότερο συνταρακτικό από την καταβύθιση ενός νησιού, και μάλιστα όταν για την πρώτη θα ήταν σίγουρα υπεύθυνη η ανθρώπινη βλακεία, ενώ για τη δεύτερη, μάλλον θα έφταιγε κάποιο ηφαίστειο.
Μια πόλη σε κατάσταση αφασίας, εκτός από το φυσικό, λησμονεί και το κοινωνικό της σώμα, πράγμα που χρεώνει στην πνευματικά καλλιεργημένη μερίδα του πληθυσμού της έλλειμμα αυτογνωσίας με την κυριολεκτική έννοια (άν και θα ήταν καλύτερο να αποφεύγαμε εντελώς τα πομπώδη).
Στο σημείο αυτό, το γραπτό θα εγκαταλείψει τον τρόπο της τεθλασμένης για να ισχυρισθεί ευθέως το εξής: Ό,τι θεωρείται σήμερα ξεπεσμός ή αφασία της Θεσσαλονίκης (είπαμε, πρόκειται για ακραία κορύφωση καταστάσεωνεθνικής κλίμακας), στην πραγματικότητα δηλώνει ανεπάρκειες των σημερινών πενηντάρηδων, των ανθρώπων που ήμασταν μικρά παιδιά το 1960, έφηβοι ή μετέφηβοι το 1970, της αποκαλούμενης με τον εδώ και πολύ καιρό όχι και τόσοαθώο τίτλο, γενιά του Πολυτεχνείου.
Η Δικτατορία ήταν ιστορική τομή, αλλά τόσο αυτή, όσο και οι καθυστερημένες συνέπειες του περιβόητου 1968, μαζί με τα λοιπά πολιτικά που αναφέρονται συνήθως, επηρέασαν μόνο μια μειοψηφία της γενιάς αυτής. Εκτός από αυτό, η θρυλική εκείνη αριστερίζουσα πολιτική στάση ήταν μια στάση της βραχείας διάρκειας. Είχε σχηματικότητα αλλά όχι σαφήνεια, ήταν εγκεφαλική αλλά με λίγη καρδιά, συχνά υπερφίαλη, επιδειξιομανής.
Η γενιά αυτή, και αναφερόμαστε ειδικά σ’ εκείνη τη μερίδα της, στον κύκλο ανθρώπων με την επιφανειακή αριστερίζουσα πολιτικοποίηση, απώθησε ό,τι δεν μπορούσε να εξηγηθεί με το πνεύμα του καιρού εκείνου, δηλαδή του Ψυχρού Πολέμου και των κλειστών συνόρων. Απώθησε, άς πούμε, την ιστορική διαπίστωση ότι μερικά από τα εξέχοντα παιδιά της πόλης στη νεωτερική της φάση είχαν παράξενα ονόματα, όπως Αβραάμ Μπεναρόγιας, Μουσταφά Κεμάλ, Ναζίμ Χικμέτ. Απώθησε, όταν δεν αγνοούσε τα γεγονότα, ότι ακόμη και πρόσωπα που είχαν γίνει τραγούδια και μύθοι ως συνέπεια ιστορικών δραμάτων της πόλης, δεν ήταν γεννήματα του σκληρού αστικού πυρήνα της, αλλά είχαν εισβάλει από ταπεινά προάστεια της ενδοχώρας, όπως λόγου χάριν ο Τάσος Τούσης των ημερών του 1936, ο απεργός νεκρός που ενέπνευσε τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου. Το μεσοπολεμικό παρελθόν της Θεσσαλονίκης, όταν αστυνομικοί διοικητές, προαγωγοί και συμμορίες κάθε είδους συμβίωναν σαν σφιχτοτυλιγμένο κουβάρι, εμείς το αντικρύζαμε ως προέκταση του τοπικού φολκλόρ της "ερωτικής" και ολίγον αμαρτωλής πόλης και όχι ως αυτό που πραγματικά υπήρξε, σκληρότητα που συνέτριβε σώματα και ψυχές, παρόλο που η ευαισθησία της παλιότερης γενιάς, με ανάμεικτη την ηδονική φαντασίωση και τον φόβο, είχε προειδοποιήσει ότι εκείνης της πόλης, που κοιμόταν κάτω από φώτα κόκκινα, μοναχά της έπρεπε το καράβι και ήταν καλύτερα να μή τολμήσεις να τη δείς ποτέ απ' τη στεριά.
Στην πραγματικότητα, παρά τις συνθηματολογίες, απωθούσαμε και όσα σημαντικά είχαν συμβεί μόλις μιά-δυό δεκαετίες προηγουμένως, τα χαρακτηριστικά τοπικά γεγονότα της Κατοχής και του Εμφυλίου, ιστορικά συμβάντα ιδιόμορφα όπως η υπόθεση Πόλκ, ή πηγαίνοντας λίγο πιό πίσω, γεγονότα όπως το πογκρόμ στον συνοικισμό του Κάμπελ. Προπάντων όμως, δεν θελήσαμε να χωνέψουμε τη διαπίστωση ότι η μεταπολεμική μορφή της πόλης πλάσθηκε μέσα στους φούρνους του Άουσβιτς. Το αποτέλεσμα ήταν ότι η γενιά αυτή έζησε τη νεότητά της χάνοντας την αίσθηση αυτού που δια-δραματίζεται στον χώρο της πόλης, δεν δοκίμασε τη γεύση της πραγματικής ιστορίας της. Ακόμη και το είδος τοπικής κοινωνίας που αχνοφαινόταν πίσω από αμφιλεγόμενα γεγονότα των παιδικών μας χρόνων, με σκοτεινούς ή τραγικούς ήρωες, όπως το ανεξιχνίαστο δίδυμο Δράκος του δάσους Σέιχ-Σού/Αριστείδης Παγκρατίδης, η γενιά μας δεν ήθελε να το αντικρύσει καταπρόσωπο. Τα εξωθεσμικά μακρυά χέρια του μετεμφυλιακού Κράτους, πού τόσο πρόσφατη ήταν η δράση τους (η Συμμορία της Καρφίτσας στην υπόθεση Λαμπράκη ήταν το πιό γκροτέσκο δείγμα), λογαριάζονταν μόνον ως εξωγενή εμφυτεύματα του κράτους της Δεξιάς, σύμφωνα με την προσφιλή ερμηνευτική γραμμή της Αριστεράς. Κανείς από τη γενιά μας δεν υποπτευόταν τότε, σε πόσο αδύναμη θέση, ιστορικά και πληθυσμικά, είχε καταλήξει στη μεταπολεμική, μονοεθνική πλέον Θεσσαλονίκη, ό,τι συνήθως αποκαλείται φιλελεύθερος δημοκρατικός κόσμος (όσοι προτιμούν, άς βάλουν άφοβα τη λέξη «αστικός» στη θέση της λέξης «φιλελεύθερος»).
Υπήρχε μόνο μια προφανής σταθερά, ομολογημένη ή ανομολόγητη: Το ψυχροπολεμικό, μετεμφυλιακό οχυρό. Αλλά όταν ξαφνικά έπεσε το σιδερένιο τείχος, γιγαντώθηκε η υποψία ότι τα πράγματα δεν ήταν τόσο παγωμένα όσο υπέθεταν. Για όσους βολεύονταν με την ασφάλεια ενός οχυρού, ολόκληρη η Θεσσαλονίκη, και μαζί της το σύνολο του Βορειοελλαδικού χώρου, φάνταζε τότε για λίγο με κενό, με τρύπα στον χάρτη, που απειλούσαν να καλύψουν οι μικροί γείτονες με τις σημαίες τους. Ήταν βέβαια μια μαγική εικόνα, μια φαντασμαγορία που κάποιοι επιτήδειοι φρόντισαν να εκπέμψουν με όλες τις κεραίες και όλα τα μεγάφωνα, αλλά η αυταπάτη αυτή προκάλεσε μεγάλο πανικό και πολλή ζημιά. Ένας διορατικός και ανοιχτός στο μέλλον αντίλογος θα μπορούσε να είναι ότι η Θεσσαλονίκη έγινε επιτέλους μια από τις απολήξεις της Κεντρικής Ευρώπης στη Μεσόγειο, μια Τεργέστη του Αιγαίου. Ασφαλώς Βυζαντινή, όπως Αψβούργεια η άλλη, πόλη του μεταιχμίου, έστω και όχι τόσο ακραία όπως το Ιταλικό λιμάνι της Αδριατικής, όπου οι λόφοι οι αντίστοιχοι με τους δικούς μας του δάσους Σέιχ-Σου βρίσκονται στην επικράτεια της Σλοβενίας. Όμως μαζί με την απώλεια της ιστορικής αίσθησης, είχε χαθεί η απλή αλήθεια ότι ο κόσμος του Ψυχρού Πολέμου και των κλειστών συνόρων ήταν μόνο μιά βραχύβια ιστορική παρένθεση και τώρα πάει, επανερχόμαστε στα συνήθη. Μια άλλη προοπτική, εκτός από το οχυρό, ήταν το 1993 αδιανόητη και δυστυχώς, ακόμη και εμβληματικές προσωπικότητες αντέδρασαν με τραγική μυωπία. Είχε χαθεί επίσης η αλήθεια ότι ήταν μόνον βραχύβιες ιστορικές παρενθέσεις η μονοεθνική σύνθεση του πληθυσμού και η λειτουργία της πόλης ως πεδίου εξωθεσμικού ελέγχου, που αντιστοιχεί σε Κράτη εκτάκτου ανάγκης.
Άν αυτό ήταν μόνον ένα σοκ και πέρασε (που δεν περνά τόσο απλά), υπάρχουν άλλα πιό ανθεκτικά κατάλοιπα απόκάποιους τρόπους σκέψης των ψυχροπολεμικών χρόνων, όταν η πολιτικοποιημένη, λόγια και με τα κοινά ασχολούμενημερίδα της γενιάς μας διαμορφωνόταν: Ήταν και τότε, όπως και τώρα, πολύ δημοφιλής εκείνη η συμβατική σοφία πουισχυρίζεται ότι «όλα είναι σκατά» γύρω μας. ¨Οποιος έχει τέτοια γνώμη για τον ευρύτερο κύκλο όπου ανήκει, συχνάπαραχωρεί στον εαυτό του την ελευθερία να πράττει όχι κατά συνείδηση, αλλά ακολουθώντας μια άλλη συμβατική σοφία,που απαντά στην πρώτη με την ευδαιμονιστική κραυγή μάχης: «Ό,τι φάμε κι ό,τι πιούμε...».
Ένας μελλοντικός παρατηρητής μάλλον δεν θα προσέξει τις ιστορικές και κοινωνιολογικές πτυχές της περιπέτειας αυτής της γενιάς, όμως άν ψάξει, θα βρεί πολλά σημάδια στη λογοτεχνία που παρήγαγε η λόγια μερίδα της. Συνήθης η επίδειξη, η απόλαυση του βραχύβιου και η πρόθυμη υπακοή στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα, μια κοσμική λατρεία του Zeitgeist με υπέρτατη εντολή την political correctness, σπάνια η ταπεινότητα και κάποιος μετριοπαθής ασκητισμός, δυσεύρετη η προσωπική, αυτεξούσια στάση, η συνείδηση ότι η πάλη με το εκάστοτε πνεύμα της εποχής είναι μιά από τις προυποθέσεις του νεωτερικού ήθους. Καλή ή λιγότερο καλή η πεζογραφική και ποιητική παραγωγή αυτής της γενιάς, και παρά τις αξιοσημείωτες εξαιρέσεις (αυτές, ως συνήθως, επιβεβαιώνουν τον κανόνα), μοιάζει συχνά ν’ αρχίζει από το μηδέν κι από λευκή σελίδα, να λέει αυτό που θέλουν ν’ ακούσουν οι συνομήλικοι ακροατές, να μιλά μόνον για ό,τι εκλαμβάνεται ως προφανές και όπως επιτάσσει το προφανές. Άς μη μας διαφύγει όμως, ότι τούτη ηπολιτική ορθότητα δεν είναι «δυτικοφιλελεύθερης» κοπής, είναι αλά Ελληνικά· σκλαβώνει με τα δικά της αντιθετικάαξιώματα και είναι βαρειές οι αλυσίδες.
Δεν είναι ώρα να εξαντλήσουμε αυτό το θέμα. Ωστόσο αξίζει να αναρωτηθούμε μήπως οι πιο πολλοί λογοτεχνικοί εκπρόσωποι αυτής της γενιάς, καθώς παραδίδονταν σε κάποια φάση της εξέλιξής τους στη στάση που σκιαγραφήθηκε πρίν, διέκοπταν και κάθε εσωτερική σχέση, συνθετική ή αντιθετική, με την προηγούμενη συγγραφική γενιά της πόλης (ή μάλλον με τις προηγούμενες), με όλη την ποικιλομορφία των κατευθύνσεών της, από αυτές που ταξινομήθηκαν ως«συμβολιστική ποίηση» και «εσωτερικός μονόλογος», μέχρι την κοινωνική ευαισθησία της λεγόμενης «ποίησης της ήττας». Αντί για έντονες σχέσεις που διαρκούν, με χειραγωγήσεις και με παραναγνώσεις, αντί για την αγωνία της επίδρασης και την πάλη του εφήβου - επιγόνου με τον νεκρό ή ζώντα πρόγονο, δηλαδή όσα κατά τον Harold Bloom αποτελούν τις κινητήριες δυνάμεις της δημιουργικής λογοτεχνίας, φαίνεται ότι στην περίπτωσή μας, παρά τιςσυμβατικές χειρονομίες σεβασμού, η σχέση περιγράφεται καλά άν την αποκαλέσουμε ούτε ζεστή ούτε κρύα. Όσο καινα επικαλείται κανείς ως ερμηνεία το περιβόητο χάσμα των γενεών, αξίζει να σκεφθεί μήπως τυχόν έχουμε μπροστά μαςκαι πάλι απώθηση, καταφυγή στον γενναίο κόσμο του εφήμερου, ίσως και μια δόση αδιαφορίας για ό,τι δεν ταιριάζει με την άμεση και εύκολα αφομοιώσιμη εμπειρία του επιγόνου. Ασφαλώς όμως, η διακοπή της συνθετικής ή αντιθετικήςλογοτεχνικής συνέχειας είναι ισχυρή ένδειξη ότι υπάρχει πράγματι έλλειμμα αυτογνωσίας, ότι τα δρώμενα της πόλης στην πρόσφατη ιστορία της περιμένουν ακόμη τη συνειδητή πρόσληψη και τη φαντασιακή επεξεργασία τους.
Είπαμε στην αρχή, ότι σε τελευταία ανάλυση, το τοπικό δεν είναι ξένο προς το εθνικό. Ίσως δεν είναι αβάσιμη η αίσθηση που έχουν ορισμένοι κριτικοί, ότι ένα μεγάλο μέρος της Ελληνικής λογοτεχνίας γενικά, αυτής που παρήγαγε η λεγόμενη γενιά του Πολυτεχνείου, και κυρίως το πεζογραφικό σκέλος της, έχει ως χαρακτηριστικό την «πλήρη κυριαρχία του εγώ, του πρώτου προσώπου, του ιδιωτικού βιώματος, που όχι σπάνια προσπαθεί να φανεί πολιτική ή ιδεολογική επιλογή». Και φθάνοντας στις νεώτερες ηλικίες, σε συγγραφείς που άρχισαν να γράφουν μετά το 1980, παρά τις εξαιρέσεις και διαφορές ύφους, δεν διακρίνεται πιά χρονικό ή γεωγραφικό στίγμα, ακόμη λιγότερο διακρίνονται διαφορές χαρακτήρων, κοινωνικές, ηλικίας, τρόπου ζωής, ήθους (βλ. Δημοσθένης Κούρτοβικ, ΗμεδαπήΕξορία 1991, ιδιαίτερα το άρθρο Ελληνική πεζογραφία 1974-1988). Από τις παλαιές λογοτεχνικές γενικεύσεις και ομοιομορφίες της «ελληνικότητας» και των «αγώνων της Αριστεράς», φτάσαμε στη νέα ισοπέδωση: Τώρα η λογοτεχνίασχεδιάζει ομαδικά πορτρέτα που δείχνουν μόνον το περίγραμμα των απεικονιζόμενων ανθρώπων ή κλείνεται στην κρεββατοκάμαρα και απεικονίζει τους ήρωες σε συνθήκες χαμηλού φωτισμού.
II
Άς τελειώσει εδώ η παρέκβαση περί λογοτεχνίας, για να επιστρέψουμε στην περιπέτεια των ιδεών και των νοοτροπιών. Δίπλα στο «ανήσυχο» τμήμα της γενιάς μου, ο κόσμος που θα αποκαλούσαμε πολιτικά συντηρητικός παρήγαγε μια άλλη μερίδα των σημερινών πενηντάρηδων, ακόμη πιο πεζή και ωφελιμιστική, η οποία, άν και η δραστηριότητά της άρχισε αθόρυβα, εκτός από άλλες αυτονόητες ικανότητές της, αποδείχθηκε κατά παράδοξο τρόπο πραγματική μανιακή της πολιτικής, της επικοινωνίας και της «κοινωνικής δράσης». Πολύ σύντομα είχε τη δύναμη να θέσει τους όρους του παιχνιδιού και να καθιερώσει τους κώδικες επικοινωνίας. Φυσικά οι ασυγκράτητοι υπερκινητικοί αριστερίζοντες δήλωσαν γρήγορα αποδοχή των όρων για να μείνουν στο παιχνίδι. Άλλωστε δεν υπήρχε και καμμιά αγεφύρωτη αντίθεση στο πεδίο των αξιών. Ποιός όμως τους χρειάζεται εκείνους τώρα, στην εποχή των «κουμπάρων»;
Έλλειμμα στην αυτογνωσία ακόμη και των πιό προβληματισμένων μερίδων της γενιάς αυτής, σημαίνει και άλλες παρανοήσεις: Άν και άλλα υποδηλώνουν τα νοσταλγικά στερεότυπα, ο κόσμος εκείνος, όσοι ήταν παιδιά το ‘60, έφηβοι ή μετέφηβοι το ‘70, δεν ήταν μονολιθικός. Μέσα του αντιπροσωπεύονταν πολλές ψυχές της πόλης: Υπήρχαν τα παιδιά των πρό του πολέμου αυτοχθόνων Θεσσαλονικιών, από το Κέντρο ή τις Ανατολικές συνοικίες, λιγότερο ή περισσότερο ευημερούντων. Όμως μέσα σ’ αυτή την ευημερία ήταν καλά κρυμμένη και μια κληρονομένη σκιά ιστορικήςανεπάρκειας, το ελλειμματικό αυτεξούσιο που λέγαμε, ερχόμενη ίσως από την παλιά τριμερή πολυεθνική διάρθρωση της πόλης, στην οποία το Ελληνικό στοιχείο μειονεκτούσε. Υπήρχαν οι γόνοι των παλαιών προσφύγων από τις αρχές του αιώνα, τώρα πιά λίγο ή πολύ ενσωματωμένων ώστε να μή ξεχωρίζουν πολύ από την πρώτη ομάδα, πολυπληθείς και ερχόμενοι από την περίμετρο ή από το κέντρο της πόλης. Υπήρχαν οι περίοικες φυλές της Δύσης, αναπτυσσόμενες στο ταπεινό περιθώριο, γέννημα της μετεμφυλιακής μεγάλης εσωτερικής μετανάστευσης των λαών, δηλαδή μιας προσφυγιάς πιό πρόσφατης. Κόσμος ξεριζωμένος, που έψαχνε να βρεί χώμα να ριζώσει. Κοντά τους ήταν και οι πιό ταπεινοί εισβολείς της στιγμής από τα προάστεια και τη γειτονική ή μακρυνή ενδοχώρα, για τη δουλειά ή το σχολείο, όσοι πέρασαν πολλές φορές κάτω από τη μυλόπετρα για να γίνουν πραγματικοί Θεσσαλονικείς, ώσπου στο τέλος τίποτε δεν απόμεινε απ’ αυτούς ως ιδιαίτερη στάση. Οι μετανάστες και οι «αλλοδαποί» ήταν πάντοτε πολλοί και ταιριαστοί σ’ όλόκληρη την πόλη, σαν ψάρια μέσα στο νερό. Ωστόσο υπήρχε ένα χάσμα πιό βαθύ από τα πολλά μικρότερα, αυτό που χώριζε τότε, όπως και τώρα, την πόλη σε Ανατολική και Δυτική Όχθη, στη γή των πατρίκιων και στη γή των πληβείων.
Μια που μιλήσαμε για την εσωτερική ανθρωπολογία και τις «φυλές» μέσα στο χαρμάνι της μεταπολεμικής Θεσσαλονίκης, άς μήν αποφύγουμε μια ματιά μέσα στο πιθάρι όπου συνεχίζεται η ζύμωση κι άς μου συγχωρηθεί μια κάποια συναισθηματική τοπογραφία.
Άν κάθε πόλη εκτός από την επίσημη κεντρική πλατεία της, έχει και ένα ανεπίσημο, κρυφό κέντρο, πιό ανθεκτικό απέναντι στην καταστροφική δύναμη του χρόνου, για τη μεταπολεμική Θεσσαλονίκη η πλατεία Αριστοτέλους είναι προφανώς το επίσημο, αλλά το Βαρδάρι είναι το κρυφό κέντρο. Βαρδάρι, όχι αποκλειστικά και μόνον η πλατεία, αλλά ολόκληρη η γύρω περιοχή στα όρια της ιστορικής Θεσσαλονίκης, εντός - εκτός των τειχών, εκεί που έρχονται σε επαφή η Ανατολική και Δυτική Όχθη της πόλης του 20ου αιώνα, αρχή των οδών Εγνατίας, Λαγκαδά και Μοναστηρίου, κεντρικές - απόκεντρες γειτονιές, από τους Αγίους Αποστόλους και τη Ληταία Πύλη ώς τη Ραμόνα, τον Σταθμό, την εμπορική περιοχή των Φράγκων και το λιμάνι.
Η περιοχή και οι δρόμοι της ήταν τότε όπως και τώρα χώρος δύσκολος, σε πρώτη όψη φανέρωνε το μίζερο ως και απωθητικό πρόσωπό της. Σκιές του απωθημένου παρελθόντος, φαντάσματα ανθρώπων και καταστάσεων που πέρασαν και χάθηκαν, βάραιναν το αστικό τοπίο όσο πουθενά αλλού στην πόλη αυτή. Από την ευάλωτη δυτική πλευρά των περιτειχισμάτων της πόλης και τους παλαιοχριστιανικούς και μουσουλμανικούς τόπους τελευταίας ανάπαυσης, μέχρι τα παλαιά νοσογόνα έλη της Μπάρας και ό,τι κακόφημο ορθώθηκε στη συνέχεια πάνω στο σαπρό έδαφός τους, τόπος εμπορίου πραγμάτων, κορμιών και ψυχών, αλλά και τα καταφύγια μετά την πυρκαιά του ’17 για τους φτωχούς Εβραίους εργάτες (για τους «ευκατάστατους» αλλοθρήσκους και ομοθρήσκους, στη συνοικία της Ραμόνας ζούσαν οι προς αποφυγήν «κομμουνιστές», κι αυτό το καταφύγιό τους έμελλε να είναι για τους πιό πολλούς το τελευταίο, πριν φορέσουν στο πέτο το κίτρινο αστέρι του θανάτου). Αλλά τώρα, εύκολα διακρινόταν μέσα στο γκρίζο σκηνικό που άφησε η Ιστορία, το ελκυστικό πρόσωπο της νέας ζωής, σαν μια μικρή επανόρθωση για το μεγάλο ανεπανόρθωτο που είχε συμβεί στην πόλη αυτή. Το έβλεπες πριν απ’ όλα σε πολλά νέα παιδιά, κορίτσια και αγόρια που μεγάλωναν εκεί γύρω, μπορούσες εύκολα να διακρίνεις στα πρόσωπά τους ό,τι καλό πρόσφερε η πόλη για να συναντήσεις την εποχή εκείνη. Ήταν τόπος όπου ανάμεσα σε μάντρες παλιών ανταλλακτικών, συνεργεία αυτοκινήτων, χωματόδρομους και σκονισμένα ξύλινα χαμόσπιτα, άνθιζε μιά εφηβεία συνήθως συγκρατημένη και γεμάτη προσμονή, μερικές φορές φιλόδοξη, σε λίγες περιπτώσεις οργισμένη ως και αυτοκαταστροφική. Στο Κέντρο και στις Ανατολικές Συνοικίες έπρεπε τότε να ψάξεις πολύ προσεκτικά κάτω από την επιφάνεια, πρίν μπορέσεις να ανακαλύψεις τα διαμάντια μέσα στις σκόνες της αργόσυρτης μετεμφυλιακής εποχής που δεν έλεγε να τελειώσει, ενώ αντίθετα, στα Βορειοδυτικά εύκολα ξεχώριζες ποιός είναι ποιός και τι κουβαλά στο σακί του.
Άς μη μας μαγεύει όμως η γοητεία του τέλους των sixties και της αρχής των seventies: Ήταν εποχή σκληρού διπολισμού, κοινωνικού και πολιτικού, εσωτερικού και διεθνούς, ήλθε ως επιστέγασμα και η Δικτατορία. Οι έφηβοι και μετέφηβοι της Δυτικής ή της Ανατολικής Όχθης σταθήκαμε πολύ τυχεροί σε σύγκριση με τους γονείς μας, επειδή μεγαλώσαμε στη γωνιά μιας Ευρώπης απαλλαγμένης πλέον από μεγάλους πολέμους, ήμασταν όμως πάντοτε στριμωγμένοι ασφυκτικά σ’ έναν ανοίκειο, αφιλόξενο ιστορικό χρόνο και χώρο. Με την πρώτη ευκαιρία ξεφεύγαμε τρέχοντας από όποια πόρτα άνοιγε μπροστά μας. Που θα μας οδηγούσε, σε ποιές εξορίες, δεν είχαμε τότε τον καιρό να αναρωτηθούμε. Φυσικά όσοι είχαμε γεννηθεί στη λάθος όχθη της πόλης ή στα περίχωρα των πληβείων, επιθυμούσαμε διακαώς ν’ αλλάξουμε όχθη (και αρκετοί θα το πετυχαίναμε αργότερα, για να πάρουν άλλοι τη θέση μας). Ήδη όμως είχε φθάσει και μας είχε πιάσει από το μανίκι αυτό που ονομάσθηκε πολιτικοποίηση, όπως τη γνωρίσαμε λίγοι ή πολλοί της γενιάς μας: Πολυτεχνείο και Μεταπολίτευση. Όλα όσα ξέραμε και είχαμε καταλάβει προηγουμένως, όποιοι είχαμε τυχόν καταλάβει, οι παλιές αλήθειες, φαίνονταν ν’ αλλάζουν εδώ κάτω με ορμή, όπως είπε κάποιος που δραπέτευσε με φορτηγό από τη σωστή Όχθη, την Ανατολική, έχοντας όμως τότε ακόμη πάνω του και λίγο από το άρωμα των ταπεινών προαστείων. Αρκετοί της Ανατολικής Όχθης, αλλά όχι μόνον αυτοί, έπεσαν με τα μούτρα νεοφώτιστοι και ορμητικοί, είτε στην πολιτική του εφήμερου και του βραχύβιου, που μοιραίο ήταν να καταλήξει πέντε - δέκα χρόνια μετά στην απάθεια του βιοπορισμού, είτε στην λεγόμενη προσωπική απελευθέρωση και σε κυνήγια των ποικιλόμορφων «ευκαιριών» που προσφέρονται στη ζωή, δηλαδή πιό γρήγορα στην απάθεια. Ήταν η ώρα, που μαζί με την πολιτικοποιημένη ευφορία έφθαναν στο απόγειο οι μεγάλες ατομικές και συλλογικές προσδοκίες.
Τελικά τα πράγματα πήγαν στραβά για πολλούς, είτε προέρχονταν από την Ανατολική, είτε από τη Δυτική Όχθη του χάσματος, όσο και άν υπερέβαλλαν εαυτούς, όσο και άν έρριχναν μαύρη πέτρα πίσω στις Αρκαδίες τους, γελώντας ή κλαίγοντας. Ήταν εύκολο να πάνε στραβά, αφού οι πιό πολλοί και πολλές αυτής της γενιάς, παιδιά του ‘60 και έφηβοι ή μετέφηβοι του ‘70, μετά από τη χρονολογία αυτή δεν είχαμε από πουθενά να πιαστούμε, εκτός από τον βιοπορισμό και από ψευδαισθήσεις. Φυσικά η πτώση άρχισε από το ύψος της κορυφής. Πολλοί όμως μπόρεσαν να τη συνειδητοποιήσουν μόνον όταν η ζημιά είχε προ πολλού ολοκληρωθεί και το χώνεμα μιας καθημερινότητας χωρίς αναπληρώσεις άρχισε να ενοχλεί και τα πιό γερά στομάχια. Μπορούσαν να αναζητήσουν φάρμακα, ή μάλλον παυσίπονα, πίσω στη μαγική χρονολογία 1970, σύνορο ανάμεσα στην εποχή του παραδείσου και στην εποχή της εξορίας, επειδή τα χρόνια και οι δεκαετίες περνούσαν, αλλά παρόλο που είχαμε υπερπηδήσει το χάσμα και είχαμε γίνει καλοί καταναλωτές με αξιοπρεπή καρριέρα, όμορφο σπίτι, εξοχικό και αυτοκίνητο, κατά βάθος δεν είχε βρεθεί κάτι άλλο να μας στηρίζει, εκτός από τον παράδεισο που είχε χαθεί.
Γυρίζοντας πάλι στη συζήτηση εκείνη του 2004, που πυροδοτήθηκε από το ερώτημα «Έχουν οι αριστεροί πατρίδα;» (Νίκος Ξυδάκης στην Καθημερινή), η υπερβατική έξοδος από το αδιέξοδο βρίσκεται εκεί που γράφει ότι πατρίδα είναι έννοια που έχει να κάνει πιό πολύ με τον χρόνο παρά με τόν τόπο, πραγματική πατρίδα είναι μόνον τα παιδικά κι εφηβικά μας χρόνια. Άν είναι έτσι, για όσες και όσους ζήσαμε στη Θεσσαλονίκη παιδιά το 1960, έφηβοι ή μετέφηβοι το 1970,σήμερα στον 21ο αιώνα στην πόλη αυτή, στη χώρα τούτη, πατρίδα είναι δύσκολο, μάλλον αδύνατο να υπάρξει, και όποιος ρωτά γιατί, άν ψάξει, θα βρεί την απάντηση, πλανάται στον αέρα.
Προέκυψε λοιπόν στη γενιά μας πολλή νοσταλγία, δυστυχώς και νοσταλγία πραγμάτων που δεν υπήρξαν: Μιας συνεκτικής και αλληλέγγυας κοινωνίας που ποτέ δεν είδαμε, μιας εποχής εθνικά υπερήφανης, που ασφαλώς δεν ήταν, μιας καθολικής δημοκρατικής αντίθεσης στη δικτατορία, που είναι βολικό άλλοθι, μιας αξιοπρεπούς φτώχειας που είναι παραμύθι, μιας νεότητας που υποτίθεται ότι πάσχιζε να απελευθερωθεί (γενεαλογικά, οικονομικά, πολιτικά, σύμφωνα με ορισμένους ακόμη και ερωτικά ή σεξουαλικά), θέμα που σηκώνει πολύ μεγάλη συζήτηση και εγκυμονεί απρόβλεπτα συμπεράσματα. Λες και όσο λιγότερη ήταν η νοσταλγία για τις ιδιωτικές στιγμές ευδαιμονίας και πλήρωσης, που πράγματι είχαμε ζήσει, τόσο περισσότερη ήταν η νοσταλγία για κάποια φαντασιακά κοινωνικά και δημόσια αγαθά του παρελθόντος, αυτά που ποτέ δεν βιώσαμε, αφού ήταν και είναι ανύπαρκτα. Ο κύκλος των εννοιών που διεκδικούν (με τον τρόπο του ερασιτέχνη) ψυχαναλυτική εγκυρότητα, από την απώθηση έφθασε στο στερητικό τραύμα και κλείνει με την ψευδή αναπλήρωση. Σ’ έναν παράδεισο της πολιτικής όπως η χώρα τούτη, δεν ήταν δυνατό να λείψει και μια διαστροφική νοσταλγία του τακτοποιημένου διπολικού κόσμου της ψυχροπολεμικής περιόδου, που ήταν τόσο τακτοποιημένος, ώστε τα τάνκς χόρευαν στη Βουδαπέστη και οι βόμβες ναπάλμ θέρμαιναν τους βάλτους του Βιετνάμ.
Η αποτυχία και οι μακροχρόνια ανεκπλήρωτες φιλοδοξίες όταν δεν ομολογούνται, φέρνουν πρώτα παρανόηση του παρελθόντος, μετά περιχαράκωση και επιθετικότητα προς τους άλλους, πρός όσους είναι ή θεωρούνται οι απ’ έξω. Συμβαίνει και στις καλύτερες πόλεις, αλλά συνήθως δεν τις αποκαλούν συμπρωτεύουσες και λίγες έχουν ονειρευτεί ρόλους μητρόπολης των Βαλκανίων για να ξυπνήσουν τόσο επαρχιακές όσο ποτέ. Όσο πιό βαρειά η απογοήτευση, τόσο πιό βαρειές οι σκέψεις. Ο λαϊκοφασισμός δεν χρειάζεται τόσο τους πιστούς οπαδούς, όσο τις συνένοχες σκέψειςανθρώπων κατά τα άλλα τοποθετημένων τυπικά σε όλο το πολιτικό φάσμα. Υπάρχει και η επιτήδεια πολιτική που ενδιαφέρεται μόνον για τη βραχεία διάρκεια, γνωρίζει πολύ καλά αυτό το ψυχολογικό σύνδρομο και προσπαθεί να το αξιοποιεί προς όφελός της. Παλιά τέχνη, πολύ εξελιγμένη, πολύ μυωπική.
Με τη σειρά της, η περιχαράκωση χειροτερεύει τον εσωτερικό μαρασμό και μέσα σε φαύλο κύκλο, ο ξεπεσμός αντί να περιορισθεί θα εντείνεται. Μετά θα έλθει η ώρα να γίνει η σύγκρουση εσωτερική, να αναδυθούν και εκδηλωθούν τα φανερά και κρυμμένα ανταγωνιστικά κέντρα και ίσως το δράμα να κορυφωθεί, με τους θεατές να στρέφονται από την αποστασιοποίηση στη μέθεξη. Μπορεί, για μιά φορά ακόμη, ν’ αλλάξουν όλα εδώ κάτω με ορμή, ή άν το προτιμούν οι νοσταλγοί της ρόκ της γενιάς μου, να πέσει πολύ δυνατή βροχή, μια εξαγνιστική νεροποντή.
Μερικοί βιαστικοί παραπονούμαστε ότι τότε, όταν φθάσει εκείνη η ώρα, η γενιά μας, τα παιδιά του ‘60 και οι έφηβοι ή μετέφηβοι του ’70, θα είμαστε ήδη πολύ γέροι. Ή δεν θα ζούμε. Αλλά, μήπως και αυτή η βραδυπορία της επανόρθωσης, συχνά τόσο υπερβολική σαν να έρχεται καβάλα στο σάλιαγκα, πάντα αδιάφορη για τις ζωές και επιθυμίες των ανθρώπων, εκείνο που είπαμε στην αρχή δεν υπενθυμίζει και επιβεβαιώνει, τη διαρκή καταστροφή και ερήμωση που φέρνει η Ιστορία και αυτό που αποκαλείται πρόοδος ;
Κι έτσι, τι απομένει;
Wer spricht von Siegen?
überstehn ist alles.
Ποιός μιλάει για νίκη;
Ν’ αντέχεις είναι το πάν.
Rainer Maria Rilke, Requiem für Wolf Graf von Kalckreuth
------------------------------------------
*
Το κειμενο Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Σημειώσεις (τεύχος 66)..
Η αναδημοσιευση εδώ εγινε με την αδεια του συγγραφέα .
*Oι Φώτο :Η Κορώνεια..Κάποτε...


23 Haziran 2014 Pazartesi

ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΧΑΜΕΝΟΥ ΡΟΔΙΟΥ





ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΧΑΜΕΝΟΥ ΡΟΔΙΟΥ

του Πέτρου Θεοδωρίδη

Κάθε μέρα μόλις ξυπνώ, θυμάμαι την ιστορία του χαμένου ροδιού.
. Ηταν ένα ρόδι περίεργο,μισανοιχτο ,έχασκε σαν στόμα παιδιού και μέσα φαίνονταν πρόσωπα χρυσά και κόκκινα σαν αίμα,ανασαινε θαρρείς, μικρό και χρυσοκκόκινο ,όμορφο και πάντα ολόδροσο σαν μα κόπηκε τώρα από τον κήπο της Εδέμ. Και το ρόδι μιλούσε κιόλας ,γλώσσα παράξενη ,γαργαριστή. Όλο ρο και λάβδα. Και κάθε τόσο επαναλάμβανε λέξεις και φράσεις που μοιάζανε σαν σπασμένες ή σαν να τις τράβηξε κανείς από το ουράνιο στερέωμα κι αυτές - αστέρια Που πέφτουν ή κομήτες- μοναχικές σπίθες σε ένα μαύρο δίχως νόημα κενό λαμπύριζαν, ή μοιάζανε με δάκρυα χελώνας τεράστιας αναποδογυρισμένης στην αμμουδιά το βράδυ Οταν δεν έχεις τι να πρωτοθυμηθείς ,όταν το παρελθόν σου μοιάζει με κομμάτια που περιφέρονται στο πουθενά , σαν ένας άλλος άνθρωπος –ολοζώντανος –ένα φάντασμα του εαυτού σου ,ένα υπόκωφο αντίγραφο ,μια ανεμώνη ,όταν ο εαυτό σου περιφέρεται στους ολοσκοτεινους διαδρόμους ενός λαβυρίνθου που δεν τελειώνει πουθενά ,όταν ο εαυτός σου από το σώμα βγαίνει και σου μιλά ,οι λέξεις τότε μοιάζουν να βγαίνουν από αυτό το ροδι . μικρά πετράδια ,γευστικά που η αξία τους βρίσκεται στη ψύχα ,στο μέσον, καταμεσής της λέξης .
Αυτό το ρόδι κατρακυλούσε, χοροδοπηδούσε ,έπαιζε στο δωμάτιό μου.
Το νιωθα σαν παιδί μου κι όταν κάποτε έλεγε …μπα..μπα …και άλλα ασυνάρτητα , , λες και ήτανε ποτέ δυνατό να έχουνε τα ρόδια μπαμπά έναν άνθρωπο. Η όταν κάποτε έλεγε τραγουδιστά π.χ. ‘’Ρωφίλη’’, εγώ θυμόμουν τα ‘’ρω’’ του ‘ερωτα, και αναρωτιόμουνα πως γίνεται τα ρόδια να γράφουν ποίηση .
Ένα πρωί το ρόδι χάθηκε. Πιθανό να κατρακύλησε στη σκάλα από την μισάνοιχτη εξώπορτα .Πιθανό να ήθελε να γνωρίσει τον κόσμο.
Τώρα μάλλον θα κείτεται σάπιο στην άκρη ενός βρώμικου δρόμου.
Όμως το ρόδι άφησε τη ζωντανή σκιά του στο τραπέζι της κουζίνας μου κι αυτό κάθε πρωί μου τραγουδάει , με σπασμένες λέξεις που δεν οδηγούν πουθενά.
Αυτή η σκιά του ροδιού ,χαμένο ρόδι, μια τρύπα στη μέση του τίποτε μου λέει: σ αγαπώ κάθε βράδυ . Την αγαπώ τη σκιά . Αυτή μου ψιθυρίζει λόγια μυστικά κάθε βράδυ, τονίζοντας αντί τα ‘’ρω’’ τα ‘’σι’’. Λέει Σσσσι….σιιι….. Κι αυτά τα λόγια κι άλλα πολλά που δεν τα γράφω.
. Για σας μπορεί να μη σημαίνουν τίποτε, για μένα όμως σημαίνουνε πολλά . Σημαίνουνε το μυστικό του σύμπαντος ,που δεν μπορεί κανείς να το προφέρει ,γιατί ο κόσμος όλος θα χαθεί.
Μονάχα ένα ρόδι που χάθηκε μπορεί να αφήσει τη σκιά του να κάνει σιιιι……..σσι…. Κι αυτό το σσς .. είναι ένα βάλσαμο , το βράδυ ,και με οδηγεί σ΄ύπνο γλυκό σα να πετώ στ΄ουράνια…..

29 Mayıs 2014 Perşembe

Μωρίς Μπλανσό, η Στιγμή του Θανάτου Μου/ αναδημοσιευση κριτικής απο το ιστολογιο critique.gr

 

Τον Ιούνιο του 1944, ο Γάλλος συγγραφέας και δοκιμιογράφος Μωρίς Μπλανσό, ήρθε αντιμέτωπος με το εκτελεστικό απόσπασμα. Η στιγμή του θανάτου του, όμως, ματαιώθηκε. Έζησε (ή ίσως, επέζησε;) και προϊόν αυτής της εμπειρίας του είναι το σύντομο αφήγημα Η Στιγμή του Θανάτου Μου (L' instant de ma mort - στα ελληνικά σε μετάφραση Βαγγέλη Μπιτσώρη, εκδόσεις Άγρα, σειρά Ο Άτακτος Λαγός).
Η πιο κοντινή επαφή που μπορούμε να έχουμε με τον θάνατο, όσο είμαστε εν ζωή, είναι βέβαια ο θάνατος του άλλου. Άρα, πως μπορεί να γράψει κανείς για τον θάνατό του; Η εμπειρία του Μπλανσό, έχοντας υπάρξει μια ματαίωση του συμβάντος, αλλά όχι βέβαια ακύρωσή του, το διατηρεί σε μια διαρκή εκκρεμότητα: «δεν πέθανα τότε, αλλά θα πεθάνω σίγουρα αργότερα».
Το κείμενο εγείρει το ζήτημα του μάρτυρα-επιζώντα: εκείνου που είναι testis και superstes, που είναι μάρτυρας της επιβίωσής του. Για το θέμα αυτό είχε μιλήσει ο Ζακ Ντεριντά, στο κείμενο της ομιλίας του με θέμα «Μαρτυρία και Μετάφραση: Επιβιώνοντας Ποιητικά» (εκδόσεις Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών, μετάφραση Βαγγέλη Μπιτσώρη, 1995) με αφορμή το έργο του ποιητή Πάουλ Τσέλαν «Του Κανενός το Ρόδο». Ο Τσέλαν, μην αντέχοντας ότι επιβίωσε του Ολοκαυτώματος, αυτοκτόνησε αρκετά χρόνια μετά (1970), αφήνοντάς πίσω του ένα πολύ σημαντικό έργο.
Στο δοκίμιό του, «Demeure: Μυθοπλασία και μαρτυρία» (συνοδεύει την αγγλική έκδοση του κειμένου του Μπλανσό, The instant of my death), ο Ντεριντά προσφέρει μια πολύ ενδιαφέρουσα ανάγνωση του κειμένου, μιλώντας για την «αυτοθανατογραφία». Η γαλλική λέξη demeure, από το ρήμα demeurer που σημαίνει ταυτόχρονα ζω αλλά και παραμένω, προσφέρει την ιδανική περιγραφή αυτής της οριακής εμπειρίας. Εντούτοις, διαβάζουμε: «Θυμάμαι έναν νέο άνδρα – άνδρα ακόμη νέο- που τον εμπόδισε να πεθάνει ο ίδιος ο θάνατος—και ίσως το λάθος της αδικίας». Ποιος είναι αυτός που θυμάται, αυτό το «εγώ θυμάμαι»; Ο διπλός ρόλος του επιζώντα-μάρτυρα αποκτά εδώ όχι δύο ξέχωρες φωνές αλλά μία - κάτω από την αιγίδα της μυθοπλασίας.
Όταν η προσωπική μαρτυρία μετατρέπεται σε μυθοπλασία, ζημιώνεται κάποια από τις δύο; Όχι, μας απαντά ο Ντεριντά. Ουσιαστικά, αυτή που μαρτυρά είναι η αφήγηση για εκείνο που συνέβη μόνο μια φορά και είναι αναντικατάστατο. Ο Μπλανσό ίσως εδώ να μπορεί να κατηγορηθεί για «κατάχρηση της μυθοπλασίας», κατάχρηση του είδους όπου ο συγγραφέας είναι υπεύθυνος για αυτό που συμβαίνει στον αφηγητή ή στους χαρακτήρες της αφήγησης, χωρίς να λογοδοτεί για την αλήθεια των όσων λέει. Εδώ, όμως, πρόκειται για μαρτυρία και ως γνωστόν, όταν κάποιος είναι μάρτυρας σε ένα δικαστήριο, απαγορεύεται διά νόμου να πει ψέματα.
Αυτοί οι περιορισμοί δεν υπάρχουν στη μυθοπλασία. Εξάλλου, ο Μπλανσό δεν λέει ψέματα. Μιλά για ένα πραγματικό γεγονός, η εγκυρότητα του οποίου μπορεί να διασταυρωθεί ιστορικά. Απλώς επιλέγει να μιλήσει από τον ρόλο του αφηγητή ή και τον ρόλο του συγγραφέα. Ο Τσελάν είχε πει ότι «κανείς δεν μαρτυρεί για τον μάρτυρα», αλλά με αυτή του την κίνηση, ο Μπλανσό καθιστά τον αναγνώστη δικό του μάρτυρα, έναν τόπο όπου η αφήγησή του θα φιλοξενηθεί.
Πρόκειται για μια μεταστροφή - όχι διαστρέβλωση. Για ένα τέχνασμα που κάνει το κείμενο να μην είναι «ούτε καθαρή μυθοπλασία αλλά ούτε και καθαρή αυτοβιογραφική μαρτυρία», όπως υποστηρίζει ο μεταφραστής του κειμένου στα ελληνικά, Βαγγέλης Μπιτσώρης, στο επίμετρό του. Αν και ο τίτλος προετοιμάζει για την περιγραφή της -ουσιαστικά αδύνατης να υπάρξει- στιγμής του θανάτου του αφηγητή, ο αναγνώστης τελικά έρχεται αντιμέτωπος με την εμπειρία του θανάτου ενός άλλου, κάποιου που είναι στην ενθύμηση του αφηγητή, έως την τελευταία γραμμή: "Είμαι ζωντανός. Όχι, είσαι νεκρός", λέει ο Μπλανσό στον εαυτό του, ο αφηγητής στον ήρωά του, ο συγγραφέας στον αφηγητή του.
Πρόκειται για τη "μη βιωμένη εμπειρία" (unexperienced experience) στην οποία αναφέρεται ο Ντεριντά στο δοκίμιό του - ο ήρωας του Μπλανσό (ο ίδιος) διαπιστώνει ότι είναι ήδη νεκρός τη στιγμή που περιμένει να ακούσει το πυρ - η εκτέλεση που επίκειται, σαν δαμόκλειος σπάθη, και έρχεται, τον έχει ήδη αποκόψει από την πραγματική ζωή, ως εμπειρία και μόνο: "Εφεξής ήταν δεμένος με τον θάνατο, μέσω μιας υφέρπουσας φιλίας". Αυτή ακριβώς τη σχέση θέλει να αποτυπώσει με το αφήγημά του - ή μάλλον, ακριβώς την αδυναμία αυτής της σχέσης.
Ο Simon Critchley, καθηγητής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Έσσεξ και μελετητής του έργου του Μπλανσό, στο βιβλίο του Very little… almost nothing: Death, Philosophy, Literature (Ελάχιστο…σχεδόν τίποτα: Θάνατος, Φιλοσοφία, Λογοτεχνία) προσφέρει μια ιδιαίτερα οξυδερκή ανάγνωση αυτής της πλευράς του Μπλανσό και συγκεκριμένα, πραγματεύεται το κατά πόσο τελικά μπορεί να υπάρξει αυτοθανατογραφία. Ο Critchley υποστηρίζει ότι ο θάνατος αντιστέκεται στην αναπαράσταση και μιλά για το ρητορικό σχήμα της προσωποποιίας (όπως έχει εισαχθεί από τον Πολ ντε Μαν στο γνωστό κείμενό του Autobiography as De-facement από το The Rhetoric of Romanticism, 1984) το οποίο ως γλωσσικός τρόπος, δεν είναι "το πράγμα το ίδιο, αλλά η αναπαράστασή του" και άρα, επιτρέπει να φτάσει στα αυτιά μας μια φωνή "που έρχεται από τον τάφο".  Αυτό, σύμφωνα με τον Critchley, εξηγεί γιατί η αυτοθανατογραφία συνιστά σκάνδαλο και γιατί μια τέτοια διάθεση μπορεί να βρει έκφραση μόνο μέσα στη λογοτεχνία (που μπορεί να πει τα πάντα) και όχι στη φιλοσοφία, η οποία, όπως λέει, μπορεί να βοηθήσει στην αποδοχή του θανάτου.
Ίσως, λοιπόν, θα έπρεπε να δεχτούμε την άποψη του ντε Μαν που λέει ότι στον βαθμό που κάθε κείμενο είναι αυτοβιογραφικό, ως προς τον τρόπο με τον οποίο το κατανοούμε, και να δούμε το αφήγημα του Μπλανσό ως μια άσκηση μυθοπλασίας βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα.
Και να ακούσουμε τη φωνή του Ντεριντά, που έρχεται πλέον από τον τάφο, καθώς ασκούμαστε ο καθένας στη δική του μυθοπλασία: «Όχι, ποτέ δεν έμαθα-να-ζω. Καθόλου, εν τοιαύτη περιπτώσει! Μαθαίνεις να ζεις, αυτό θα έπρεπε να σημαίνει ότι μαθαίνεις να πεθάνεις, να λαμβάνεις υπ’ όψιν, για να την αποδεχθείς, την απόλυτη θνητότητα (χωρίς σωτηρία, ούτε ανάσταση, ούτε λύτρωση – ούτε για τον εαυτό σου ούτε για τον άλλον)».

Αρχοντή Κόρκα

arhondikorka@critique.gr
-------------------------------------------------------------------------

βλ και

  1. Αυτοθανατογραφία: με αφορμή τη Στιγμή του Θανάτου Μου

    www.critique.gr/index.php?&page...id... - Προσωρινά αποθηκευμένη
    Τον Ιούνιο του 1944, ο Γάλλος συγγραφέας και δοκιμιογράφος Μωρίς Μπλανσό, ήρθε αντιμέτωπος με το εκτελεστικό απόσπασμα. Η στιγμή του θανάτου του, ...
  2. ΜΩΡΙΣ ΜΠΛΑΝΣΟ Σιωπηλός και "άφαντος" έως τον θάνατο

    www.greek-language.gr/.../content.html?... - Προσωρινά αποθηκευμένη
    Ένας μεγάλος της γαλλικής λογοτεχνίας και κριτικής, ο Μωρίς Μπλανσό, ... Άγρα κυκλοφορούν στα ελληνικά τα βιβλία του "Η στιγμή του θανάτου μου" (2000, μτφ. ...
  3. Η ΣΤΙΓΜΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΜΟΥ - ΜΟΡΙΣ ΜΠΛΑΝΣΟ, MAURICE ...

    www.promith.gr/.../product_info.php?... - Προσωρινά αποθηκευμένη
    12 Μάιος 2011 – ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ : Η ΣΤΙΓΜΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΜΟΥ - ΜΟΡΙΣ ΜΠΛΑΝΣΟ, MAURICE BLANCHOT - Η ΣΤΙΓΜΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΜΟΥ - ΜΟΡΙΣ ...
  4. Ενας άτακτος και βιβλιόφιλος λαγός | Νέες εκδόσεις | Agelioforos.gr

    www.agelioforos.gr/default.asp?pid... - Προσωρινά αποθηκευμένη
    28 Μάιος 2011 – Ο αναγνώστης μπορεί, λοιπόν, να διαβάσει τα «Η στιγμή του θανάτου μου» του Μορίς Μπλανσό (μετάφραση - επίμετρο: Βαγγέλης Μπιτσώρης), ...
  5. ΜΠΛΑΝΣΟ ΜΩΡΙΣ: Η ΣΤΙΓΜΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΜΟΥ - IANOS Αλυσίδα Πολιτισμού

    www.ianos.gr/index.asp?park=bk... - Προσωρινά αποθηκευμένη
    IANOS Αλυσίδα Πολιτισμού. Ο ΙΑΝΟS είναι από τις πιο πρωτοποριακές και επιτυχημένες επιχειρήσεις στον χώρο του βιβλίου και του πολιτισμού γενικότερα.
  6. ΜΠΛΑΝΣΟ ΜΩΡΙΣ - Η ΣΤΙΓΜΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΜΟΥ - 0 - plus4u

    www.plus4u.gr/showitem.php?ID...t... - Προσωρινά αποθηκευμένη
    ... και δη η πνευματική διαθήκη του συγγραφέα Μπλανσό εν είδει αυτοβιογραφίας. ... ΜΠΛΑΝΣΟ ΜΩΡΙΣ Η ΣΤΙΓΜΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΜΟΥ, Διαγραφή από τη λίστα Last View ...