Ψυχολογια etiketine sahip kayıtlar gösteriliyor. Tüm kayıtları göster
Ψυχολογια etiketine sahip kayıtlar gösteriliyor. Tüm kayıtları göster

23 Aralık 2014 Salı

Γιατί οι Φτωχοι Ψηφιζουν Δεξιά ; (Στην Αμερική αλλά και εδώ;) .


κυριως ενα βιβλιο

What’s the matter with Kansas?» (2004) τουTόμας Φρανκ

1. Απο το Βημα:


Αποσπασματα:

Γιατί οι φτωχοί ψηφίζουν Δεξιά
Ιεροκήρυκες, βετεράνοι στρατιώτες, βιομηχανικοί εργάτες αποτελούν τους εκπροσώπους μιας συντηρητικής Αμερικής που διεκδικεί την ηθική αποκατάσταση της κοινωνίας, στρέφεται εναντίον των Δημοκρατικών και ακολουθείται από τους οικονομικά ασθενεστέρους
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ


«Η φτωχότερη κομητεία στην Αμερική είναι στα Απαλάχια, στον λεγόμενο Βαθύ Νότο (Deep South) (...) Στις προεδρικές εκλογές του 2000 ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών Τζορτζ Μπους συγκέντρωσε συντριπτική πλειοψηφία πάνω από 80%». Ετσι αρχίζει το βιβλίο του What's the Matter with Kansas? o Τόμας Φρανκ, ο 43χρονος αμερικανός δημοσιογράφος και αναλυτής των cultural politics, που δίνει ευανάγνωστη εικόνα της μεγάλης αντίθεσης μεταξύ πολιτικών επιλογών και οικονομικής θέσης. Ο Τόμας Φρανκ αναφέρει ότι στην Αμερική οι φτωχοί ψηφίζουν Ρεπουμπλικανούς, δηλαδή ψηφίζουν εναντίον των οικονομικών συμφερόντων τους. Τι συμβαίνει; Γεννημένος ο ίδιος στο Κάνσας Σίτι του Μισούρι, έχοντας την εμπειρία των Ρεπουμπλικανών, αφού έχει περάσει από το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, ο Τόμας Φρανκ χρησιμοποιεί το Κάνσας ως πεδίο έρευνας. Γράφοντας ουσιαστικά ένα μεγάλο ρεπορτάζ, το οποίο καταλαμβάνει 320 σελίδες, δείχνει πώς μια Πολιτεία με ριζοσπαστική παράδοση στρέφεται σταδιακά προς τον συντηρητισμό και εξεγείρεται εναντίον ενός υποτιθέμενου φιλελεύθερου κατεστημένου (liberal establishment), που ταυτίζεται με τους Δημοκρατικούς. Ο Φρανκ αποκαλεί αυτή τη μεταστροφή Great Backlash και την τοποθετεί στις μεγάλες αλλαγές, πολιτισμικής τάξης, που συμβαίνουν στις δεκαετίες του 1960 και του 1970......Κατά τον Φρανκ, στις Ηνωμένες Πολιτείες ο συντηρητισμός, που ταυτίζεται με τη δράση, τα προγράμματα και τις ιδέες του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος έχει δύο όψεις. Από την μία είναι ο οικονομικός συντηρητισμός, αυτός που εκπροσωπείται από επιχειρηματίες, τα πολιτικά και άλλα λόμπι τους, που διεκδικεί το αφορολόγητο της οικονομικής δράσης, πλήρη ελευθερία στις αγορές, απορρύθμιση των συστημάτων κοινωνικής προστασίας κτλ. Από την άλλη είναι ο λαϊκός ή ο λαϊκιστικός συντηρητισμός, αυτός που διεκδικεί τις οικογενειακές και χριστιανικές αξίες, ό,τι τέλος πάντων απεμπολήθηκε με την απελευθέρωση των ηθών, την ισότητα γυναικών και ανδρών, το δικαίωμα στην έκτρωση κ.ο.κ. Αυτός ο λαϊκός συντηρητισμός αγγίζει τα λαϊκά στρώματα του Κάνσας αλλά και άλλων Πολιτειών με ανάλογο προφίλ, που αναδεικνύουν τους Ρεπουμπλικανούς πρώτο κόμμα, όχι γιατί θα εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά τους αλλά γιατί τους θεωρούν υπερασπιστές των ηθικών αξιών.
----------------------------------------
Αυτό που χωρίζει τους Αμερικανούς (της βαθιάς Αμερικής) είναι η αυθεντικότητα και όχι κάτι πιο σύνθετο και ταυτόχρονα αποκρουστικό, όπως η οικονομία» γράφει ο Τόμας Φρανκ. Κατά τον συγγραφέα, η οργή των λαϊκών στρωμάτων κατά των ελίτ δεν είναι οικονομικού χαρακτήρα αλλά πολιτισμικού. Η «πάλη των τάξεων» έχει υποκατασταθεί από ένα είδος «πολιτισμικού πολέμου», όπου δεν κυριαρχούν θέματα όπως τα ημερομίσθια, η κοινωνική προστασία, τα μέτρα πρόνοιας κτλ., αλλά θέματα όπως οι εκτρώσεις, η θρησκεία, οι γάμοι των ομοφυλοφίλων.

Ο Τιμ Γκόλμπα είναι μια άλλη φωνή του Κυρίου. Βιομηχανικός εργάτης σε μεγάλο εργοστάσιο εμφιαλώσεως, αφιερώνει όλον τον ελεύθερο χρόνο του στον ακτιβισμό κατά της «ηθικής παρακμής». Στο στόχαστρό του, και βεβαίως στο στόχαστρο όλων όσοι ακολουθούν τον Γκόλμπα στις ομάδες και στις επιτροπές πρωτοβουλίας κατά της διαφθοράς, είναι μεγάλη γκάμα εχθρών: από τους οπαδούς του Δαρβίνου και της εξελικτικής βιολογίας ως τους λεγόμενους «κοσμικούς», τους οπαδούς της εκκοσμίκευσης σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής. Και στη χριστιανική Αμερική του Μπους η «εκκοσμίκευση» αποτελεί κόκκινο πανί. «Εργάζεται νύχτα και ημέρα για να απολαμβάνουν οι άλλοι τα κεφάλαιά τους χωρίς να έχουν εργαστεί ποτέ» γράφει ο Τόμας Φρανκ για τον Γκόλμπα, θέλοντας έτσι να δείξει τη μεγάλη αντίφαση μεταξύ της οικονομικής θέσης (βιομηχανικός εργάτης) και των πολιτικών πεποιθήσεων του ήρωά του.

Αλλη φωνή του Κυρίου είναι η Καίη Ο' Κόννορ. Η Καίη, η γιαγιά Καίη, δεν είναι κάποια απλή θρησκευόμενη νοικοκυρά. Είναι γερουσιαστής στο Κάνσας. Και παρ' όλο που είναι γυναίκα εκπρόσωπος μιας λαϊκής βάσης θεωρεί την ψήφο των γυναικών μία από τις αιτίες της αμερικανικής παρακμής και επιπλέον σύμπτωμα αυτής της παρακμής. Σύμφωνα με την Ο' Κόννορ η παραχώρηση ψήφου στις γυναίκες είναι αποτέλεσμα εκφυλισμού της κοινωνίας. Αν και γερουσιαστής η Ο' Κόννορ δεν είναι ευκατάστατη. Μάλιστα, όπως γράφει ο Τόμας Φρανκ, έχει υποθηκεύσει το σπίτι της. «Αλλά η σκέψη της» σημειώνει ο Φρανκ «μοιάζει να έρχεται απευθείας από τα πολιτικά credo των εκατομμυριούχων του 19ου αιώνα». Θα λέγαμε, μάλιστα, των εκατομμυριούχων των Πολιτειών του Νότου, που στήριξαν τη δουλεία, και μολονότι ηττήθηκαν στον εμφύλιο πόλεμο, τα εθνοτικοθρησκευτικά πιστεύω τους φαίνεται ότι συγκινούν τους «φτωχούς» των μεσοδυτικών Πολιτειών. ......


βλ επίσης


Αποσπασμα:

Μια σειρά από βιβλία αναλύουν πόσο ο συντηρητισμός έχει κυριεύσει τον «περιούσιο» λαό στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. «Αγαπώ τη χώρα μου, μισώ την κυβέρνησή μου», είναι μια φράση που δύσκολα θα εκστόμιζε ένας Ευρωπαίος. Είναι όμως αυτή που συνοψίζει τη φιλοσοφία των περισσότερων Αμερικανών, «ενός έθνους που λατρεύει εξίσου τον Θεό και τη Wall Street, τον απομονωτισμό και τον ιμπεριαλισμό, που υποστηρίζει τη θανατική ποινή και το δικαίωμα οπλοφορίας, αλλά δεν παύει να είναι η μεγαλύτερη δυτική δημοκρατία.

επισης σΤΗΝ κΑΘΗΜΕΡΙΝΗ :
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_1_02/07/2006_189272
ΗΠΑ, μια δημοκρατία χωρίς Δημοκρατικούς Ο γνωστός φιλελεύθερος θεωρητικός Τόμας Φρανκ εξηγεί στην «Κ» γιατί οι φτωχοί εργάτες και αγρότες ψηφίζουν Ρεπουμπλικανούς
Συνέντευξη στους Στελιο Bασιλακη - Πητερ Παππας
Οκριτικός και κοινωνικός λόγος του Tόμας Φρανκ πηγάζει από ένα παραδοσιακό αμερικανικό ριζοσπαστισμό. Μολονότι τα βιβλία του ασχολούνται αποκλειστικά με τους περιβόητους «πολιτισμικούς πολέμους» που μαίνονται στην Aμερική σε διάφορα κοινωνικά θέματα (αμβλώσεις, γάμοι μεταξύ ομοφυλοφίλων, κ.τ.λ.), το ενδιαφέρον του εστιάζεται κυρίως σε πρακτικά, οικονομικά ζητήματα και λιγότερο σε θεωρητικά (ταυτότητας, φύλου, κ.ά.). Ο Φρανκ πιστεύει ότι ακριβώς επειδή η αμερικανική διανόηση έχει αναλωθεί πάνω σε καθαρά θεωρητικές συζητήσεις, ο προοδευτικός λόγος –και ιδίως η προοδευτική πολιτική– έχει αφυδατωθεί σε επικίνδυνο βαθμό.Ιστορικές συγκρούσεις
— Γράφετε στο πρώτο σας βιβλίο, «The Conquest of Cool»: «Oσο η Aμερική ταλαιπωρείται από πολιτισμικούς πολέμους, η δεκαετία του ’60 θα παραμείνει ένα ιστορικό πεδίο σύγκρουσης». Εύστοχη παρατήρηση...
— Aυτό που ξέρω είναι ότι στην Aμερική ακόμα συγκρουόμαστε για τη δεκαετία του ’60. Γεννήθηκα το 1965, τι να θυμάμαι από τον πόλεμο του Bιετνάμ; Αλλά, οι συγκρούσεις εκείνης της εποχής είναι ιστορικής σημασίας, αποτελούν τη βάση για όλες τις μάχες που μαίνονται έως σήμερα στη χώρα.
— Γιατί νομίζετε ότι η Aριστερά έχει αποτύχει παταγωδώς να πείσει τον κόσμο ότι υπάρχουν άλλες όψεις της ιστορίας, ότι χάρις στην Aριστερά άλλαξε η χώρα προς το καλύτερο;
— Eνας λόγος για τον οποίο η Δεξιά ασχολείται και πάλι με τη δεκαετία του ’60 είναι επειδή, τελικά, βγήκε νικήτρια από εκείνη την περίοδο. O Nίξον, και μετά ο Pέιγκαν, ήταν το απόλυτο πισωγύρισμα. H ιστορία των ’60s τελειώνει με τη νίκη των δεξιών. Συνεπώς, τους αρέσει να ξαναπαίζουν το ίδιο έργο συνεχώς. H δική μας ομάδα δεν το καταλαβαίνει αυτό: θεωρούμε τα ’60s μεγάλη νίκη των φιλελευθέρων. Οντως, πετύχαμε πολλά και σημαντικά πράγματα, διαμορφώθηκαν διάφορα κοινωνικά και πολιτικά κινήματα. Aλλά η αμερικανική Aριστερά πάσχει από ιστορική τύφλωση – αλλά δεν θα έπρεπε καν να λέω «Aριστερά», δεν υπάρχει κανονική Aριστερά στην Aμερική. Yπάρχουν διαφόρων ειδών εκκεντρικοί αλλά δεν υπάρχει ένα κίνημα σαν κι αυτά που υπάρχουν σε κάθε ευρωπαϊκή χώρα. Kαι μέρος του προβλήματος των φιλελευθέρων στην Aμερική είναι ότι έχουν λησμονήσει γιατί –και πώς– πρωτοαπέκτησαν την εξουσία. Kατ’ αρχάς, έχουν ξεχάσει την εποχή των γονιών τους: τους Pούζβελτ, Tρούμαν, Kένεντι. Kι έχουν ξεχάσει επίσης πώς έφτασε το προοδευτικό κίνημα μέχρις εκεί. Kαι νομίζουν ότι επειδή «εμείς» έχουμε δίκιο πάνω στα διάφορα ζητήματα, θα έπρεπε να νικάμε. H σκέψη τους δεν προχωράει πολύ πέρα από αυτό το σημείο.
Κυνικό παιχνίδι
— Οταν μιλάτε για «φιλελευθερισμό», πρόκειται για το κύριο ρεύμα –το «μετριοπαθές»– του αμερικανικού φιλελευθερισμού, σωστά; Σε αντίθεση, δηλαδή, με την αριστερή πτέρυγα των φιλελευθέρων.
— Μια φορά κι έναν καιρό, η αλληλεπίδραση μεταξύ τους ήταν συχνή. O σοσιαλιστής ηγέτης Nόρμαν Tόμας ισχυρίστηκε ότι ο Pούζβελτ τού έκλεψε το πρόγραμμα. Tο εργατικό κίνημα στράφηκε τελικά προς το Δημοκρατικό Kόμμα και το κράτος πρόνοιας. Εδώ και δέκα χρόνια περίπου, ο E. Tζ. Nτίον, ο αρθρογράφος της Oυάσιγκτον Ποστ, έγραψε ένα αξιόλογο βιβλίο με τίτλο «Γιατί οι Aμερικανοί μισούν την πολιτική». Και λέει κάτι που νομίζω ότι είναι προφανές: Oι ακτιβιστές, οι ηγέτες, οι άνθρωποι που διευθύνουν και τα δύο κόμματα, προέρχονται από την ίδια κοινωνική τάξη, τα ίδια στρώματα της αμερικανικής κοινωνίας. Σε γενικές γραμμές προέρχονται από τις αστικές τάξεις και είναι επαγγελματίες που πήγαν σε καλά σχολεία. Kι αυτοί οι άνθρωποι, τόσο της Aριστεράς όσο και της Δεξιάς, παίζουν ένα πολύ κυνικό παιχνίδι ψευτο-λαϊκισμού. Συχνά όμως, οι αριστεροί δεν κατανοούν ότι οι ίδιοι δεν αρκούν για τη διαμόρφωση ενός προοδευτικού κινήματος. Xρειάζεται και ο μέσος κόσμος. Πρέπει να προσφέρεις κάτι στον μέσο άνθρωπο, στον εργαζόμενο, γιατί αλλιώς δεν πρόκειται να κερδίσεις απολύτως τίποτα. Σήμερα, οι φιλελεύθεροι δείχνουν να το έχουν ξεχάσει αυτό. Ή υποβιβάζουν τη σημασία του. Aκριβώς από πίσω σας υπάρχει ένα ράφι γεμάτο βιβλία σχετικά με το λεγόμενο φιλελεύθερο κέντρο ή τον «ριζοσπαστικό μεσαίο χώρο», ή το «ριζοσπαστικό κέντρο» –πρόκειται για ένα ολόκληρο είδος βιβλίων. Τα οποία, πάνω κάτω, μας λένε ότι η δεκαετία του ’30 δεν μας αφορά πια. Οτι αυτός ο τρόπος σκέψης ανήκει στην εποχή της Μεγάλης Υφεσης. Οτι έχουμε περάσει σε μια νέα οικονομία. Οτι δεν υπάρχει καν εργατική τάξη, αλλά μόνο επαγγελματίες. Σε αυτούς πρέπει να απευθυνθούμε από εδώ και πέρα. O μέσος Aμερικανός ξεγράφεται. Aυτή είναι η βαθύτερη ιστορία πίσω από το βιβλίο μου «Tι συμβαίνει με το Kάνσας;».Χρήμα και πολιτική
— Σχετικά με τον μέσο Aμερικανό, και οι Pεπουμπλικάνοι δεν απευθύνονται σ’ αυτόν; Τουλάχιστον όσον αφορά τα οικονομικά συμφέροντά του.
— Oχι, καθόλου. Προσπαθούν κάθε τόσο, αλλά δεν τους βγαίνει. Γι’ αυτό έχουμε τους πολιτισμικούς πολέμους. Aυτό είναι το άλλο στοιχείο που οι φιλελεύθεροι δεν μπορούν να καταλάβουν. O κόσμος τούς το έχει πει, ξανά και ξανά, αλλά δεν το καταλαβαίνουν. Aν είδατε το συνέδριο των Δημοκρατικών το 2004, έκαναν λες και ήταν το κυβερνών κόμμα, παρ’ όλο που δεν βρίσκονται στην εξουσία σε κανέναν από τους τρεις κλάδους της κυβέρνησης. Ωστόσο, παρουσιάστηκαν στο συνέδριό τους αυτάρεσκοι. Aν βλέπατε αντιθέτως στο συνέδριό τους τους Pεπουμπλικάνους, ήταν έξαλλοι, με σφιγμένες γροθιές στον αέρα. Oι Pεπουμπλικάνοι είναι κόμμα διαμαρτυρίας. Eίναι οργισμένοι: είναι κόμμα που φαντάζεται ότι επαναστατεί. Χρησιμοποιούν τον όρο, «Pεπουμπλικανική Eπανάσταση». Oι Δημοκρατικοί έχουν χάσει αυτή τη ρητορική δεινότητα. Eνας λόγος, όπως είπα, είναι ότι όλοι προέρχονται από τις αστικές τάξεις. Eνας άλλος λόγος είναι ο ρόλος του χρήματος στην αμερικανική πολιτική. Eάν θέλεις να καταλάβεις κάποιο αξίωμα στην Aμερική, μια θέση στο Kογκρέσο ή στην Γερουσία, χρειάζεσαι εκατομμύρια δολάρια. Kαι αυτό σημαίνει ότι μόνο δύο είδη ανθρώπων μπορούν να αποκτήσουν κάποιο αξίωμα: οι ανεξάρτητα πλούσιοι ή εκείνοι που μπορούν να συγκεντρώσουν χρήματα από την επιχειρηματική κοινότητα. Kαι για να συγκεντρώσεις αυτά τα χρήματα από την επιχειρηματική κοινότητα, θα πρέπει να είσαι υπέρ των επιχειρηματιών.
Χωρίς εργατικό κίνημα
— Γράφετε επίσης στο «The Conquest of Cool» ότι καθώς η βιομηχανία της διαφήμισης σφετερίστηκε το «cool» ύφος των «Σίξτις» –την έννοια του «μη συμβατικού» εναντίον του «συμβατικού»– η αριστερά έχασε το ενδιαφέρον της για βασικά οικονομικά ζητήματα.— Σωστά. Η αριστερή-φιλελεύθερη φιλολογία εκείνης της περιόδου προβάλλει την εικόνα μιας κοινωνίας στην οποία όλα αυτά τα ζητήματα έχουν λυθεί. Aλλά όλα εκείνα τα προβλήματα επέστρεψαν. Σε τελική ανάλυση, η δεξιά δεν πολυενδιαφέρεται για τους πολιτισμικούς πολέμους. Μπορεί να ενδιαφέρεται ο απλός λαός, αλλά κάθε φορά ξεπουλιέται από τους ηγέτες του, οι οποίοι έχουν το βλέμμα στραμμένο στο στόχο τους, που είναι να ανατρέψουν τη δεκαετία του ‘30, να ξεφορτωθούν το Nιου Nτιλ.
...............................................................................................................................

— Ο κόσμος εδώ κάνει συσχετισμούς, αλλά όχι απαραίτητα με αυτόν τον τρόπο. Eνα καλό παράδειγμα είναι η τιμή της βενζίνης, για την οποία οι Aμερικανοί είναι ιδιαίτερα ευαίσθητοι. Πήγε στα ύψη πέρυσι και οι λόγοι γι’ αυτό συζητήθηκαν πολύ. Aλλά αυτό έγινε επειδή είναι εύκολο να κατηγορείς τους Aραβες.
Οι Αμερικανοί αγρότες
— Oταν μπήκαμε στο τρένο σήμερα το πρωί και ανοίξαμε την εφημερίδα, πρωτοσέλιδο άρθρο έλεγε ότι ο Mπους έδινε επτά δισ. δολάρια στις πετρελαϊκές εταιρείες. Ο κόσμος δεν τα καταλαβαίνει αυτά; Πρόκειται για παθολογία. Eίναι ακατανόητο.
— Kοιτάξτε, οι δημοσκοπήσεις συνεχώς δείχνουν ότι οι απόψεις του λαού πάνω σε οικονομικά ζητήματα είναι φοβερά πιο αριστερές από οποιονδήποτε Aμερικανό πολιτικό. Oι πετρελαϊκές εταιρείες είναι μάλλον ανάμεσα στις πιο μισητές οντότητες για τους Aμερικανούς. Ωστόσο, κοιτάξτε ποιον έχουν για πρόεδρο. Oι αγρότες είναι ένα άλλο παράδειγμα. Eχεις τρεις ή τέσσερις μεγάλες πολυεθνικές, ουσιαστικά ένα ολιγοπώλιο που ελέγχει τις τιμές, στους οποίους ο αγρότης πουλάει την παραγωγή του. Πρόκειται για κλασική περίπτωση, που απαιτεί την επέμβαση των αντιμονοπωλιακών αρχών, αλλά να που δεν γίνεται. Eάν ρωτήσεις έναν αγρότη στο Kάνσας ή στις περισσότερες μεσοδυτικές πολιτείες για την Kονάγκρα ή την Aρτσερ Nτάνιελς Mίντλαντ ή για οποιαδήποτε μεγάλη εταιρεία «agribusiness», τις μισούν. Aλλά όταν τους ρωτήσεις γιατί τότε ψηφίζετε τους Pεπουμπλικάνους –δεδομένου ότι στην πλειοψηφία τους αυτοί οι άνθρωποι ψηφίζουν τους Pεπουμπλικάνους– σου απαντούν: Μα τι σχέση έχει τώρα αυτό; Και το λένε αυτό επειδή δεν βλέπουν διαφορά μεταξύ των δύο κομμάτων, για το οποίο ώς ένα βαθμό έχουν δίκιο. Oι Δημοκρατικοί θα μπορούσαν να έχουν προσελκύσει αυτό το μέρος του αμερικανικού λαού, αλλά δεν το έχουν επιχειρήσει. Δεν γνωρίζουν τίποτα γι’ αυτούς και στην ουσία δεν τους ενδιαφέρει.Aυτό που δεν ανέφερα, και είναι σημαντικό, είναι ότι οι πολιτισμικοί πόλεμοι είναι ελκυστικοί για τους Pεπουμπλικάνους ακριβώς επειδή έχουν κάτι το λαϊκίστικο. Πρόκειται για τον αγώνα του μικρού ενάντια στους ισχυρούς. Eτσι, ενώ δεν αφορά την οικονομία, ελκύει τους ανθρώπους σε δύσκολους καιρούς. Στο παρελθόν, ο καθημερινός λόγος των φιλελευθέρων άγγιζε τον κόσμο επειδή επρόκειτο για την οικονομία: το μήνυμά τους στον μέσο πολίτη επιβεβαιωνόταν από την καθημερινή εμπειρία. Ομως όχι πλέον· πρόκειται για μια διανοουμενίστικη στάση.
Νέα εξαγριωμένη γενιά
— Eίστε πολύ απαισιόδοξος...
— Oι πολιτισμικοί πόλεμοι θα μας ταλαιπωρούν για πολλά χρόνια. Oταν ήμουν νεότερος, ο κόσμος έλεγε, αυτό θα σβήσει. Oι άνθρωποι θα ξεχάσουν τα ’60s, αυτός ο θυμός μέσα τους θα εξασθενήσει. Aλλά έχει συμβεί το αντίθετο. Πρόκειται για μια νέα εξαγριωμένη γενιά. Εχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι πολιτισμικοί πόλεμοι είναι κατά κάποιον τρόπο μόνιμο χαρακτηριστικό της μαζικής μας κουλτούρας. Tο Xόλιγουντ, η τηλεόραση... Kοιτάξτε την κουλτούρα γύρω σας. Οι πολιτισμικοί πόλεμοι είναι μια φυσική αντίδραση σ’ αυτήν. Οσο θα παράγουμε αυτό το είδος πολιτισμού, θα έχουμε τους πολιτισμικούς πολέμους. Βάλτε την τηλεόραση: είναι προσβλητική. Είναι τόσο άθλια που την έχω απαγορεύσει στα παιδιά μου. Aλλά τα μαζικά μέσα ενημέρωσης κάνουν αυτό που κάνουν για δομικούς λόγους, επειδή είναι αυτά που είναι, και δεν πρόκειται ν’ αλλάξουν. Και λόγω αυτών των μέσων, έχεις αθέλητη «παράπλευρη ζημιά». Αλλά πώς να διανοηθεί ο κόσμος γιατί τα πράγματα έχουν έτσι όπως έχουν; Γιατί η βιομηχανία της κουλτούρας κάνει αυτό που κάνει; Δεν τολμούν να τα συλλογιστούν όλα αυτά επειδή συνεπάγονται την αμφισβήτηση της ελεύθερης αγοράς. Η οποία αποκλείεται· δεν γίνεται. Kι έτσι έχουμε αυτή την αλλόκοτη συζήτηση «περί πολιτισμού» στην Aμερική, όπου είμαστε συνεχώς προσβεβλημένοι ή έξαλλοι, αλλά δεν μπορούμε να πούμε γιατί ή τι φταίει γι’ αυτή την κατάσταση
.

«Ο πιο τολμηρός κριτικός της κουλτούρας»
ο Tόμας Φρανκ :Tο πρώτο του βιβλίο, «The Conquest of Cool» (1995) αποτελεί επέκταση της διδακτορικής του διατριβής, ενώ με το δεύτερο βιβλίο του, «One Market under God», εξέφρασε την άποψη ότι μέσα στη δεκαετία του 1990 επικράτησε «μια νέα ορθοδοξία που αναθεμάτισε κάθε εναλλακτική θεώρηση περί δημοκρατίας, ιστορίας και των διεθνών σχέσεων». Mε το τρίτο του βιβλίο, «What’s the matter with Kansas?» (2004) τράβηξε την προσοχή των αμερικανικών MME. Σε αυτό, ο Φρανκ ανέλυσε το παράδοξο φαινόμενο που θέλει τις αμερικανικές εργατικές τάξεις να στηρίζουν συντηρητικές πολιτικές και κυβερνήσεις μολονότι είναι επιζήμιες για την οικονομική τους κατάσταση, ενώ παράλληλα ανέπτυξε έναν προβληματισμό πάνω σε αυτό που σήμερα θεωρείται «Aριστερά» στις HΠA.......


10 Aralık 2014 Çarşamba

"Deep in the brain" ενός θεωρητικού του λαϊκισμού*ο λαϊκιστής ηγέτης κάνει το αντίθετο από ό,τι ο καλός ψυχαναλυτής: ενισχύει τους ασυνείδητους φόβους, τις προκαταλήψεις και τους καταγκασμούς των οπαδών του – ‘η ανωριμότητά τους είναι το δικό του κεφάλαιο’, υποστηρίζει ο Dubiel, προκειμένου ο αρχηγός να κατακτήσει την εξουσία.



--> "Deep in the brain" ενός θεωρητικού του λαϊκισμού*
 αποσπασμα


--> "Deep in the brain" ενός θεωρητικού του λαϊκισμού*
Ο Helmut Dubiel είναι καθηγητής (ομότιμος πλέον) Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Giessen (Γερμανία) και μεταξύ των ετών 1989 -1997 διηύθυνε το φημισμένο Ινστιτούτο Κοινωνικής Έρευνας, το οποίο είχαν ιδρύσει οι θεμελιωτές της Σχολής της Φρανκφούρτης, Theodor Adorno και Max Horkheimer.
Ο Dubiel έχει μια διεθνή επιστημονική παρουσία (δίδαξε για αρκετά χρόνια στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και του Μπέρκλεϋ), το δε επιστημονικό έργο του επηρέασε σημαντικά την κατεύθυνση των ερευνών για το φαινόμενο του λαϊκισμού. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, ήταν ήδη γνωστός για τις μελέτες του σχετικά με τους λεγόμενους ιστορικούς λαϊκισμούς (το κίνημα των αγροτών στις ΗΠΑ, τη Ρωσία και τη Νοτιοανατολική Ευρώπη στα τέλη του 19ου αιώνα), αλλά και τα λαϊκιστικά κινήματα και τα καθεστώτα του 20ού αιώνα – του Βάργκας στη Βραζιλία και του Περόν στην Αργεντινή. 

Σύμφωνα με το γερμανό καθηγητή, ο λαϊκισμός δεν περιγράφει μόνο ένα συγκεκριμένο τύπο κοινωνικού κινήματος, που έχει ως κύριο στοιχείο του τον αντικαπιταλισμό και εμφανίζεται ως αντίδραση στον εκσυγχρονισμό. 
Επιπλέον, ο λαϊκισμός αποτελεί μια ’εξουσιαστική τεχνική’, την οποία εφαρμόζει μια ελίτ, ώστε στηριζόμενη στο λαό, να καταλάβει την εξουσία.
Με τις τεχνικές του λαϊκισμού ασχολήθηκε αρκετά ο Dubiel, για να υποστηρίξει ότι εν τέλει ο λαϊκισμός είναι η εφαρμογή μιας ‘αντεστραμμένης ψυχανάλυσης’ (Leo Löwenthal): ο λαϊκιστής ηγέτης κάνει το αντίθετο από ό,τι ο καλός ψυχαναλυτής: ενισχύει τους ασυνείδητους φόβους, τις προκαταλήψεις και τους καταγκασμούς των οπαδών του – ‘η ανωριμότητά τους είναι το δικό του κεφάλαιο’, υποστηρίζει ο Dubiel, προκειμένου ο αρχηγός να κατακτήσει την εξουσία.
 

16 Kasım 2014 Pazar

Μέρες Δημιουργίας

Μέρες Δημιουργίας

Το μυστικό μιας ατελείωτης κατασκευής:ρευστό εύπλαστο υλικό, πνοή , ουρανός , λάσπη, ανάκατα πράγματα ….Χρησιμοποιώντας τα πιο ετερόκλητα υλικά άρχισα να κατασκευάζω το Πράγμα,: Υγρό ,πολυπλόκαμο, ερμαφρόδιτο, αντί για χέρια βρύα και στόματα, … Έτρεμα από αγωνία: η μόνη μου ελπίδα ,η μόνη μου προσμονή , τα μυστικό μου. Αποκαμωμένος, έπεφτα το βράδυ στο κρεβάτι ,κοιμόμουνα χωρίς να κοιμούμαι ,ονειρευόμουν, με μάτια ανοιχτά το τέρας - παιδί που έπλαθα αργά ξυπνούσα λουσμένος στον ιδρώτα και εργαζόμουν ξανά. Όταν σχεδόν τελείωσε ,φύσηξα μέσα του πνοή κι αυτό αργά ζωντάνεψε . Με κοίταξε με το μοναδικό του μάτι κα άρχισε να κλαίει. Εγώ το πήρα στην αγκαλιά μου και το έπνιξα μες την αγάπη μου, και μαζί του πνίγηκα κι εγώ , αρμύρα, υγρή, αγάπη σαν τη γαλάζια θάλασσα που από κάτω ,στα σκοτεινά της βάθη κρύβει τον ανείπωτα μοχθηρό εαυτό της..

4 Kasım 2014 Salı

η Μπλογκόσφαιρα, τα συναισθηματα,η απουσια και το παιχνιδι με την Κουβαριστρα του Φρουντ



Κάποτε ο Φρουντ παρατήρησε ένα παιδάκι που έπαιζε με μια κουβαρίστρα επαναλαμβάνοντας τις λέξεις ''Εδώ- Εκεί'

Ο Φρουντ συμπέρανε οτι το παιδάκι εξόρκιζε την Απουσία της Μαμας του ,Μέσω της επανάληψης ..

Στην Μπλογκοσφαιρα . Καθόμαστε μπροστά στο Μόνιτορ περιμένοντας . Μπροστά σε μια ψυχρή Οθόνη . Και καθώς είμαστε Μόνοι και συγκεντρωμένοι στα Μύχια μας, είμαστε ευάλωτοι ....

Και ο άλλος/η μας έρχεται ξαφνικά .

Κι υστερα φεύγει .

Που πήγε ; Που χάθηκε...; Πως γεφυρωνεται αυτή η απουσια ..;

Επαναλαμβάνουμε μηχανικά το γράψιμο , σαν το παιχνίδι με την κουβαρίστρα . Ένα Γεφύρι για την απουσία

19 Ağustos 2014 Salı

Η κοινωνία ως "μηχανή αποκλεισμού". Της Κατερίνας Μάτσα αναδημοσιεσυη απο ΤVXS

18:12 | 08 Απρ. 2012
Τελευταία ανανέωση 15:40 | 28 Νοε. 2013
Στην καρδιά της ορθολογικότητας της δικιάς μας κουλτούρας βρίσκεται ένας αποκλεισμός, που προηγείται οποιουδήποτε άλλου, πιο ριζικός από τον αποκλεισμό των τρελών, των παιδιών ή των κατώτερων φυλών, ένας αποκλεισμός που προηγείται όλων αυτών και χρησιμεύει ως πρότυπό τους, ο αποκλεισμός του νεκρού και του θανάτου».
[...] Προέρχονται από όλα τα κοινωνικά στρώματα, σιωπηλοί μάρτυρες μιας χωρίς προηγούμενο κρίσης της κοινωνίας και του πολιτισμού.
Ένας πραγματικός μικρόκοσμος που βιώνει καθημερινά το θάνατο, ζώντας στο κοινωνικό περιθώριο, μέσα σ’ έναν κόσμο που γεννά και συσσωρεύει καταστροφές.
Η χρήση των ναρκωτικών γι’ αυτά τα νέα παιδιά γίνεται ένα παιχνίδι ρώσικης ρουλέτας, μια διαρκής αναμέτρηση με το θάνατο.
Αναζητούν απελπισμένα τη δόση τους, γνωρίζοντας ότι κάθε δόση μπορεί να είναι η μοιραία δόση.
Ζουν μέσα στην εξαθλίωση, γνωρίζοντας ότι αυτός ο τρόπος ζωής τους εκθέτει σε μυριάδες κινδύνους (λοιμώξεις, ατυχήματα, αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές κ.α.).
Παρ’ όλα αυτά επιμένουν.
Το κάνουν όχι από ευχαρίστηση, όπως πιστεύουν πολλοί, αλλά από ανάγκη.
Τα ναρκωτικά δεν αποτελούν αντικείμενο επιθυμίας αλλά ανάγκης.
Η εξάρτηση δεν είναι παρά ένας τυραννικός καταναγκασμός, καθημερινό μαρτύριο, που μετατρέπει τη ζωή σε κόλαση.
Για τους τοξικομανείς η προβληματική της επιθυμίας έχει μετατεθεί στο πεδίο της ανάγκης, ο θάνατος κυριαρχεί στην ψυχική σκηνή.
«Μέσα από τη χρήση των ναρκωτικών», λέει η Sylvie Le Poulichet, «επιτελείται μια διαρκής προσομοίωση θανάτου».
Η έναρξη της χρήσης ουσιών γίνεται, συνήθως, στην αρχή της εφηβείας.
Είναι η ηλικία της ανακάλυψης της άγνωστης, ακόμα, ηπείρου της σεξουαλικότητας και της συνάντησης του υποκειμένου με το ζήτημα του θανάτου.
Είναι η εποχή της αναμέτρησής του με το άγνωστο, το τυχαίο, το αβέβαιο, μέσα σε ένα φαντασιωτικό παιχνίδι, όπου το επίδικο είναι η ζωή του ή ο θάνατός του.
Από την ικανότητά του να «επιβιώσει» ψυχικά μέσα από αυτή την αναμέτρηση, από την ικανότητά του, δηλαδή, να βρει το δικό του πέρασμα προς τη ζωή, θα εξαρτηθεί το ίδιο το ψυχικό του γίγνεσθαι.
Στις περιπτώσεις όμως που υπάρχουν βαθιά ελλείμματα στον ψυχισμό του και συνθήκες κρίσης στο οικογενειακό και στο κοινωνικό περιβάλλον, τότε αυτό το πέρασμα προς τη ζωή δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί ικανοποιητικά για το άτομο και το παιχνίδι με το θάνατο γίνεται τρόπος ζωής, που μπορεί να πάρει τη μορφή της τοξικομανίας. […]
Το βέβαιο όμως είναι ότι σ’ αυτό το μακάβριο παιχνίδι η διαρκής πρόκληση του θανάτου αποσκοπεί, βασικά στην ακύρωσή του. […]

Όταν κάνουν χρήση δεν έχουν στο μυαλό τους το θάνατο, δεν επιδιώκουν – εκτός από συγκεκριμένες ιδιαίτερες περιπτώσεις όπου συνυπάρχει ψυχοπαθολογία – να αυτοκτονήσουν. Ρισκάρουν το θάνατο για να κερδίσουν τη ζωή.
Επιδιώκουν, βασικά, να αποδείξουν –στον εαυτό τους, πρώτα απ’ όλα- ότι μπορούν να ακυρώσουν το θάνατο και να βγουν νικητές.
Κρύβουν την τρομακτική τους ανασφάλεια πίσω από την επίδειξη της –φαντασιωσικής- παντοδυναμίας που δίνουν τα ναρκωτικά. […]

Γι’ αυτό η λήψη υπερβολικής δόσης (OD) είναι τόσο συνήθης πρακτική, στην οποία ο ίδιος ελάχιστες, σχετικά, φορές δίνει το χαρακτήρα της απόπειρας αυτοκτονίας. […]
Όταν κάνει χρήση δεν υπάρχει γι’ αυτόν ο Άλλος, ως ζωντανή παρουσία στη ζωή του.
Υπάρχει μόνο το χάσμα της απουσίας, που δίνει τραγική διάσταση στη μοναξιά του.
Ο θάνατος, λοιπόν, σφραγίζει την καθημερινότητα της μίζερης ζωής τους, γιατί έχει ήδη σφραγίσει, από πριν, τον εσωτερικό ψυχικό τους κόσμο.
Μέσα σ’ αυτόν βρίσκεται, συχνά, κλεισμένος ένας αγαπημένος νεκρός που δεν μπόρεσαν να τον πενθήσουν, εγκιβωτισμένος σε μία «κρύπτη» στο εσωτερικό του Εγώ.
Το πένθος αυτού του νεκρού ήταν ανέφικτο μέσα στις συνθήκες που συντελέστηκε η μεγάλη απώλεια.
Αυτός ο ψυχικός τραυματισμός, που δεν έγινε δυνατό να μεταβολιστεί ψυχικά, μπορεί να συνδέεται με προσωπικά βιώματα, μπορεί όμως και να μεταδόθηκε από προηγούμενες γενιές και να αφορά συλλογικές εμπειρίες (της κοινότητας, του έθνους, της κουλτούρας στην οποία ανήκει η οικογένεια του συγκεκριμένου ατόμου).
Αυτό το τραύμα διαμορφώνει με πολύπλοκο και κρυπτικό, συνήθως, τρόπο τα δυναμικά της ψυχικής ζωής του ίδιου αλλά και της οικογένειάς του.
Γεννά κρύπτες και «φαντάσματα» που «στοιχειώνουν» τους ζωντανούς. […]
Η κλινική μας εμπειρία επιβεβαιώνει την παρουσία όλων αυτών των φαινομένων σε πολλούς τοξικομανείς, που προσήλθαν στον Συμβουλευτικό Σταθμό του 18 ΑΝΩ και ζήτησαν να ενταχθούν σε κάποιο από τα θεραπευτικά προγράμματα που υλοποιούνται στη Μονάδα.
Παρατηρήσαμε αρχικά ότι στο ιστορικό της οικογένειας των τοξικομανών αναφέρονται πολλοί θάνατοι, συνήθως πρόωροι και απροσδόκητοι.
Το πένθος γι αυτούς τους νεκρούς δεν έγινε εφικτό, για πολλούς λόγους, ιδιαίτερους για τον καθέναν.
Η έναρξη της χρήσης ουσιών τοποθετείται, συνήθως, χρονικά, μετά την τραυματική απώλεια και το αδύνατο πένθος της. […]
Παρατηρήσαμε στην κλινική πράξη ότι στις περιπτώσεις που υπήρχε αδύνατο πένθος η θεραπευτική διαδικασία ήταν ιδιαίτερα δύσκολη και οι υποτροπές συχνές, ακόμα και μετά την επιτυχή ολοκλήρωση του θεραπευτικού προγράμματος.
Σ’ αυτά τα άτομα αναπτυσσόταν, συχνά, μετά την απεξάρτησή τους από τα ναρκωτικά, μια εξαρτητική σχέση με το αλκοόλ, η οποία προηγούνταν της υποτροπής στα ναρκωτικά και στη συνέχεια εξελισσόταν παράλληλα. […]
Η επιθυμία να φωτιστούν και να διερευνηθούν διεξοδικά όλα αυτά τα ζητήματα υπαγορεύτηκε βασικά από την ανάγκη να συμβάλουμε, ως 18 ΑΝΩ και στο μέτρο των δυνατοτήτων μας, στο να γίνει η θεραπευτική διαδικασία της απεξάρτησης πληρέστερη, να προχωρήσει σε μεγαλύτερο βάθος και να είναι πιο αποτελεσματική.
Μ’ άλλα λόγια, διερευνήσαμε το πεδίο του θανάτου για να υπηρετήσουμε τη ζωή.

Η απώθηση του θανάτου και του πένθους
[…] Η διαδικασία του πένθους πραγματοποιείται στον τόπο της συνάντησης του ψυχικού με το κοινωνικό.
Η έκφραση του πένθους παίρνει πολλές μορφές (θρήνος, παράπονο, θλίψη, άγχος, οργή, αγανάκτηση, κ.α.).
Στους περισσότερους πολιτισμούς ο θρήνος αποτελεί την πρώτη αντίδραση στο θάνατο.
Σε όλους τους τύπους κοινωνιών οι τιμές στο νεκρό αποδίδονται μέσα από επιθανάτιες τελετές.
Πάντως ο τρόπος που εκφράζεται το πένθος σε μια κοινωνία συναρτάται στενά με την κουλτούρα της, με τον τρόπο που αφήνει ελεύθερα, προβάλλει και νοηματοδοτεί ή αντίθετα καταπνίγει και απαγορεύει να εκφραστούν τα αρνητικά συναισθήματα που γεννά η απώλεια.
Στις παραδοσιακές, τις προκαπιταλιστικές, κοινωνίες η εργασία του πένθους είχε κοινωνικό χαρακτήρα και αποτελούσε μέρος ενός τελετουργικού, στο πλαίσιο μια κοινωνικής πρακτικής, που περιελάμβανε ένα υποστηρικτικό κοινωνικό δίκτυο γύρω από τον πενθούντα και μία διαδικασία από κοινού συμμετοχής της κοινότητας στο πένθος για τον νεκρό. […]
Ο άνθρωπος σ’ εκείνες τις κοινωνίες ήταν βαθιά και άμεσα κοινωνικός και δεν διαχώριζε τον εαυτό του από τη φύση.
Η οικειότητα με το θάνατο ήταν μια μορφή παραδοχής της τάξης και της φύσης.
Από τις αρχές του 19ου αιώνα μέχρι και σήμερα, οι δημογραφικές μεταβολές, η βιομηχανική επανάσταση και η πρόοδος της Ιατρικής άλλαξαν τη στάση των ανθρώπων απέναντι στο θάνατο.
Ο θάνατος καθενός, καθώς και ο θάνατος των οικείων του, εσωτερικεύεται, απωθείται και εκδιώκεται από την καθημερινότητά του.
Η απώλεια ενός οικείου και ο χρόνος του πένθους δεν αποτελούν πλέον μια εμπειρία στην οποία συμμετέχει και το κοινωνικό σώμα.
Το πένθος στις κοινωνίες της νεωτερικότητας έχει χάσει το κοινωνικό του χαρακτήρα και έχει γίνει μια στενά ατομική υπόθεση, μια ατομική ψυχική διεργασία.
Αυτό που κυριαρχεί σε κοινωνικό επίπεδο είναι η απώθηση του θανάτου μέσα σε συνθήκες ακραίας εξατομίκευσης.
«Η σύγχρονη κοινωνία», λέει ο Αρίες, «στερεί τον άνθρωπο από το θάνατό του και δεν του τον επιστρέφει παρά μόνο εφόσον δεν πρόκειται να ταράξει τους ζωντανούς. Από την άλλη μεριά, απαγορεύει στους ζωντανούς να δείχνουν συγκινημένοι από το θάνατο του άλλου, δεν τους επιτρέπει ούτε να κλάψουν τους νεκρούς, ούτε να κάνουν ότι τους νοσταλγούν».
Σε μια κοινωνία η οποία μέσα στην κρίση της λειτουργεί ως «μηχανή αποκλεισμού», δημιουργώντας όρους κοινωνικού αποκλεισμού για ένα ευρύτατο και διαρκώς διευρυνόμενο φάσμα ατόμων και κοινωνικών ομάδων, ο μεγαλύτερος αποκλεισμός είναι αυτός του νεκρού και του θανάτου.

«Στην καρδιά της ορθολογικότητας της δικιάς μας κουλτούρας βρίσκεται ένας αποκλεισμός, που προηγείται οποιουδήποτε άλλου, πιο ριζικός από τον αποκλεισμό των τρελών, των παιδιών ή των κατώτερων φυλών, ένας αποκλεισμός που προηγείται όλων αυτών και χρησιμεύει ως πρότυπό τους, ο αποκλεισμός του νεκρού και του θανάτου».

Οι σύγχρονες πόλεις είναι χτισμένες σαν να μην υπάρχει θάνατος. Το φέρετρο είναι πολύ δύσκολο να φτάσει στον τελευταίο όροφο της πολυκατοικίας ή του ουρανοξύστη.
Κανείς πια δεν είναι διαθέσιμος για να «ξενυχτήσει» τον νεκρό στο σπίτι του το τελευταίο βράδυ πριν από την ταφή και να συμπαρασταθεί στους πενθούντες συγγενείς του. […]
Σ’ αυτές τις δύσκολες στιγμές απουσιάζει τραγικά ένα υποστηρικτικό δίκτυο ανθρώπων γύρω από τους πενθούντες, για να μοιραστεί μαζί τους τον πόνο της απώλειας και να θρηνήσει τον νεκρό.
Όμως η εμπειρία του πένθους χρειάζεται, οπωσδήποτε, έναν συνομιλητή για να βιωθεί και να εκφραστεί με λόγια, να μιληθεί. […]
Ο θάνατος του προσφιλούς προσώπου πρέπει να εγγραφεί κοινωνικά, να πάρει το χαρακτήρα μιας κοινής «μαρτυρίας», μιας από κοινού συμμετοχής στον πόνο της απώλειας, ενός συλλογικού θρήνου.
Η απουσία αυτού του κοινωνικού συνομιλητή που μπορεί να λειτουργήσει για τους πενθούντες ως υποστηρικτικό δίκτυο οδηγεί στην αποκοινωνικοποίηση και τελικά στην απώθηση του πένθους.
Ο βαθμός της απώθησης του πένθους σε κοινωνικό επίπεδο αποτελεί δείκτη του βαθμού αποξένωσης των ανθρώπων, μέτρο της κοινωνικής αλλοτρίωσης.
Μέσα στις συνθήκες που ορίζονται από την κυρίαρχη σήμερα ιδεολογία του ατομικισμού διαμορφώνεται ο ψυχισμός της νέας γενιάς, της γενιάς «χωρίς μέλλον» (generation no future”) και εμφανίζεται πολύμορφα η αδυναμία της, σε συλλογικό επίπεδο, να επιτελέσει το πένθος της για ένα καλύτερο μέλλον, που δικαιούται, αλλά της το στερούν.
Μήπως, λοιπόν, αυτό το αδύνατο πένθος των νέων της εποχής μας γίνεται ένας από τους παράγοντες που πυροδοτούν, σε τόσο μεγάλη έκταση, τις αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές τους; Μήπως η σημερινή κοινωνία του θεάματος είναι ανίκανη να πενθήσει επειδή έχει μετατρέψει και τον ίδιο το θάνατο σε θέαμα;
Ακόμα και οι μαζικοί θάνατοι των πολέμων, των βομβαρδισμών, των μαζικών καταστροφών δεν αντιπροσωπεύουν για τον θεατή τους – που τους παρακολουθεί στην τηλεόραση, αμέτοχος, με το αίσθημα της ασφάλειας που παρέχει ο ιδιωτικός του χώρος- παρά απλές τηλεοπτικές εικόνες που συντηρούν την ψευδαίσθηση ότι ο θάνατος δεν τον αφορά προσωπικά, είναι κάτι ξένο προς αυτόν, δεν επηρεάζει την καθημερινότητά του.
Πίσω από αυτή την αδυναμία του μέσου ανθρώπου της εποχής μας να αποδεχτεί το θάνατο και να μιλήσει ανοιχτά για αυτόν, βρίσκεται η αδυναμία του να πενθήσει τους νεκρούς του.
Βρίσκεται η ανικανότητά του να επεξεργαστεί ψυχικά τον τραυματισμό της απώλειας και να τον επουλώσει.
Βρίσκεται μια βαθιά ελλειμματική λειτουργία συμβολοποίησης και μετουσίωσης.
Γι’ αυτό δεν αντέχει τον ψυχικό πόνο και προσπαθεί με κάθε τρόπο να τον ναρκώνει.
Ακόμα και στις κορυφαίες στιγμές του αποχαιρετισμού του νεκρού, κατά την τελετή της ταφής του, οι πενθούντες, συγγενείς και φίλοι, παρευρίσκονται συνήθως με ναρκωμένες τις αισθήσεις από τα ηρεμιστικά που καταναλώνουν.
Μ’ αυτόν τον τρόπο, βέβαια, μπλοκάρουν ακόμα περισσότερο τη διαδικασία του πένθους, τη στιγμή ακριβώς που θα έπρεπε να αρχίσει.
«Τελικά», λέει ο Αρίες, «καταλήγει κανείς να αναρωτηθεί αν μεγάλο μέρος της σημερινής κοινωνικής παθολογίας πηγάζει από την τοποθέτηση του θανάτου έξω από την καθημερινή ζωή, από την απαγόρευση του πένθους και του δικαιώματος να πενθούμε τους νεκρούς μας».

Αποσπάσματα από το νέο βιβλίο της Κατερίνας Μάτσα, «Το αδύνατο πένθος και η κρύπτη» Ο τοξικομανής και ο θάνατος, των εκδ. Άγρα.

Η ψυχίατρος Κατερίνας Μάτσα γεννήθηκε το 1947 στη Νέα Αρτάκη Ευβοίας. Σπούδασε Ιατρική στην Αθήνα και Ψυχιατρική στο Παρίσι και την Αθήνα. Είναι η γυναίκα του Σάββα Μιχαήλ.
Εργάζεται στο Ε.Σ.Υ., στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής, το γνωστό Δαφνί, από το 1974 μέχρι σήμερα. Είναι η επιστημονική υπεύθυνη της Μονάδας Απεξάρτησης Τοξικομανών Ψ.Ν.Α. - 18 ΑΝΩ και εκδότρια του περιοδικού "Τετράδια Ψυχιατρικής".
Το 2001 κυκλοφόρησε στις Εκδόσεις "Άγρα" το βιβλίο της "Ψάξαμε ανθρώπους και βρήκαμε σκιές... Το αίνιγμα της τοξικομανίας" το 2006 "Η περίπτωση Ευρυδίκη - Κλινική της τοξικομανίας" και "Ψυχοθεραπεία και τέχνη στην απεξάρτηση - Το "παράδειγμα" του 18 Άνω (2008).

---