ποιηση etiketine sahip kayıtlar gösteriliyor. Tüm kayıtları göster
ποιηση etiketine sahip kayıtlar gösteriliyor. Tüm kayıtları göster

7 Şubat 2015 Cumartesi

Καρδιά μου, ἀμήχανη καρδιά, πῶς μπερδεύτηκες ἔτσι;(Αρχίλοχος)





ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ


Καρδιά μου, ἀμήχανη καρδιά, πῶς μπερδεύτηκες ἔτσι;
Περίπλοκη ὑπόθεση ἡ δυστυχία. Συγκροτήσου.
Ἀποφάσισε τὴν αἰχμή σου, ἰσχυρίσου τὴν ὁρμή σου,
τρέξε τὴν ἐτοιμότητά σου, στάσου τὴν ἀντοχή σου.
Ὅταν νικᾶς, μὴν ἀνοίγεσαι πολὺ στὴν ἰκανοποίηση.
Ὅταν νικιέσαι, μὴν κλείνεσαι τελείως στὴν ἀπελπισία.
Συγκρατημένα. Συγκροτημένα.
Δυὸ τρεῖς κινήσεις εἶναι ἡ ζωή. Μάθε τις ἐπιτέλους.

[Θυμέ, θύμ᾽ ἀμηχάνοισι κήδεσιν κυκώμενε
ἀνάδυ, δυσμενῶν δ' ἀλέξευ προσβαλῶν ἐναντίον
στέρνον ἐνδόκοισιν, ἐχθρῶν πλησίον κατασταθεὶς
ἀσφαλέως· καὶ μήτε νικῶν ἀμφαδὴν ἀγάλλεο
μήτε νικηθεὶς ἐν οἴκῳ καταπεσῶν ὀδύρεο·
ἀλλὰ χαρτοῖσίν τε χαῖρε καὶ κακαῖσιν ἀσχάλα
μὴ λίην· γίγνωσκε δ' οἷος ῥυσμὸς ἀνθρώπους ἔχει]

ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΘΡΥΨΑΛΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ, ΣΧΟΛΙΑ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ

ΙΑΜΒΟΙ

πηγη :


12 Aralık 2014 Cuma

ΕΛΕΝΗ ΒΑΚΑΛΟ-ΠΩΣ ΕΓΙΝΕ ΕΝΑΣ ΚΑΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ





ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ Του κόσμου (1978)



Θα σας πω πώς έγινε

Έτσι είναι η σειρά



Ένας μικρός καλός άνθρωπος αντάμωσε στο

δρόμο του έναν χτυπημένο

Τόσο δα μακριά από κείνον ήτανε πεσμένος και λυπήθηκε

Τόσο πολύ λυπήθηκε

που ύστερα φοβήθηκε



Πριν κοντά του να πλησιάσει για να σκύψει να

τον πιάσει,σκέφτηκε καλύτερα

Τι τα θες τι τα γυρεύεις

Κάποιος άλλος θα βρεθεί από τόσους εδώ γύρω,

να ψυχοπονέσει τον καημένο

Και καλύτερα να πούμε

Ούτε πως τον έχω δει



Και επειδή φοβήθηκε

Έτσι συλλογίστηκε



Τάχα δεν θα είναι φταίχτης,ποιον χτυπούν χωρίς να φταίξει;

Και καλά του κάνουνε αφού ήθελε να παίξει με τους άρχοντες

Άρχισε λοιπόν και κείνος

Από πάνω να χτυπά



Αρχή του παραμυθιού καλημέρα σας



7 Eylül 2014 Pazar

Silentcrossing: ένα ποίημα αναδημοσίευση απο τον ΜΗΝΥΜΑΛ

Silentcrossing: ένα ποίημα



Στην Ελλάδα οι μετανάστες φοβούνται περισσότερο απ’ τους ποιητές
Φοβούνται, ας πούμε, τα κύματα
Ασήμαντα πράγματα
Κι όμως αυτοί φοβούνται
Φοβούνται και τα χαντάκια
Τις βραδυνές ώρες που οι ποιητές παίρνουν το δείπνο τους
Αυτοί φοβούνται
Και την ώρα του φρούτου αυτοί φοβούνται
Μην συναντήσουν
Ακόμα, φοβούνται τα ύψη
Καθώς και τις σφαίρες της Frontex
Τον ήχο της μοτοσυκλέτας
Και το βιτριόλι
Φοβούνται επίσης στο λεωφορείο 
Φοβούνται στο μετρό
Φοβούνται στο ταξί
Φοβούνται στη δουλειά 
Φοβούνται στην πόλη
Φοβούνται στην επαρχία
 Φοβούνται και τα αφεντικά
Κυρίως τα αφεντικά!
Φοβούνται τους λοστούς
Φοβούνται τα μαχαίρια
Και την ώρα  που οι ποιητές κοιμούνται
Αυτοί φοβούνται
Μην πεθάνουν
Στις ράγες του τραίνου
Κυνηγημένοι
Κωνσταντίνα Κούνεβα
Μοχάμεντ Καμράν Ατίφ
Έντισον Γιαχάι
Σαχτζάτ Λουκμάν
Αριβάν Οσμάν Αμπντουλάχ
Γκραμός Παλούσι
Χουσεΐν Ζαχιντούλ
Chiekh Ndiaye
Abdukarim Yahya Idris
Ίλμι Λατές
Τόνυ Ονούοχα
Μη φοβάστε πια
Για ‘σας
Δεν θα γράψουν
Ποτέ
Οι ποιητές







8 Temmuz 2014 Salı

φυσικά τα κύτταρα συνεχίζουν να πεθαίνουν ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ MHNYMAL


φυσικά τα κύτταρα συνεχίζουν να πεθαίνουν



Αυτές οι γραμμές δεν θα διαβάζονταν ποτέ αν είχε ξεκολλήσει ένα κομματάκι αθηρωματικής πλάκας κι είχε φράξει μιαν από τις κεντρικές αρτηρίες μου. Ή δεν θα διαβάζονταν από σένα αν ο αιφνίδιος θάνατος είχε συμβεί σε σένα. Αυτή τη στιγμή που γράφω δεν ξέρω αν όσα γράφω θα δημοσιευτούν για να διαβαστούν. Δεν ξέρω αν θα προκαλέσω τη δυσφορία που συνοψίζεται στη φράση ΑΜάΝ ΠΙΑ με τον ΘάΝΑΤΟ, κι είναι εύκολο να προκληθεί, κυρίως σε όσους βλέπουν με ευχαρίστηση θανάτους στο σινεμά και στην τιβί, αλλά αποστρέφονται τον λόγο για τον θάνατο γιατί, θαρρώ, φοβούνται τον θάνατό τους. Όταν στις αρχές του περασμένου αιώνα ο Max Scheler έβλεπε τον σύγχρονό του άνθρωπο να απωθεί τη σκέψη του θανάτου, νοσταλγούσε τον αλλοτινό άνθρωπο που ζούσε επί παρουσία του θανάτου, ο οποίος ήταν μια δύναμη που μορφοποιούσε και κατηύθυνε τη ζωή του σαν οργανωτική και εποικοδομητική αρχή της ύπαρξης. Σήμερα, που ο πραγματικός καταναλωτής γίνεται καταναλωτής ψευδαισθήσεων (Guy Debord), ο θάνατος καταναλώνεται σαν θέαμα, η ιδέα του είναι μια ψευδαίσθηση, κανείς δεν πέθανε στ' αλήθεια στην οθόνη κι όμως τον είδες να πεθαίνει, να σφαδάζει και να πεθαίνει ή να πεθαίνει ήσυχα, να γέρνει το κεφάλι για το τέλος, μήπως γλιτώσει ένα λυγμό ή ένα σαρκασμό. Άλλοτε τον νεκρό τον έπλεναν, τον ετοίμαζαν, τον έντυναν, έμενε σπίτι, στο σαλόνι, όλο το βράδυ, τον ξενυχτούσαν. Τώρα μονόδρομος ψυγείο - νεκροταφείο, απαγορεύονται οι νεκροί στα διαμερίσματα, πόσο αλήθεια είναι εύκολο να είσαι νομιμόφρων, άλλοι ασχολούνται, επαγγελματίες του ντεκόρ, του τελετουργικού θεάματος, οι στενοί συγγενείς απλώς επιλέγουν από τη γκάμα στιλ και τιμών μετά φπα, ένα αξιοπρεπή φέρετρο στοιχίζει περίπου 800 ευρώ, μου είπε κάποτε τελετάρχης. 





Έτσι ξεμπερδεύουμε στα γρήγορα με τον θάνατο των αλλονών, που έγραψα κάποτε με αφορμή τον Θνητό Εαυτό του Πέτρου Θεοδωρίδη, κι αργότερα το πείραξα, το παραποίησα δηλαδή, κι απόμεινε της καρακάξας σπάραγμα, αιωνία του η μνήμη, μα ποιος θα την απονείμει πούχει μόνη απομείνει με σβησμένο το λουμίνι...:



στο θάνατο των αλλονών
προβάρω το δικό μου
άνευ γλυπτών αναπολών
τον βλάσφημο σηκό μου 

στα κενοτάφια το δεινό
το άλγος του καμάτου
κι αν τεχνηέντως προσπερνώ
κάποτε πέφτω κάτου 

ο χρόνος, παρανόηση
όσων γροικάς και φτύνεις
θα σου πουλάνε πτόηση
καθώς θα επεκτείνεις 

τις λύσεις που περιχαρής
ο χρόνος ο καημένος
στον έρωτα πάντα υδαρής
ψάχνει κατατρεγμένος 

της ψυχοπέμψης ηχηρού
μοιρολογιού αναλόγια
στηρίζουν τέλους καψερού
στίχους και ψιλολόγια 

όπως αυτά των λέξεων
τον θάνατο που πλήξαν
και το επεισόδιο της ζωής
θεωρείται πλέον λήξαν


Ας εμμείνουμε λοιπόν στον περί θανάτου λόγο, ταγμένοι στο σκοπό της επανασυμφιλίωσης με την ιδέα του θανάτου. Η ενορατική, σύμφωνα με τον Scheler, αντίληψη του ανθρώπου για τον θάνατο, η σκέψη ότι η ζωή δεν είναι παρά ένα λάφυρο θανάτου, βυθίζεται, κι εξαφανίζεται, κάτω από την αντίληψη του θανάτου σαν αξίας ή απαξίας ενός κεφαλαίου, σάμπως ο θάνατος να μοιάζει με τον κίνδυνο της φωτιάς και του νερού και εξηγεί την προσπάθεια που παρακολουθούσε να καταβάλλει η επιστήμη της εποχής του για να κονιορτοποιήσει μέχρις αφανισμού το μέγα και απλό γεγονός του θανάτου. 
Έτσι, η μηχανιστική βιολογία είναι εξαναγκασμένη να εκλάβει κάθε θάνατο σύμφωνα με τον τύπο θανάτου που επέρχεται σαν πιστολιά. Επιπροσθέτως, η αντίθεση ζώντος - τεθνεώτος αποβαίνει αμιγώς σχετική αντίθεση· κατά βάθος δεν ξέερουμε πια σε τι συνίσταται ο θάνατος. Αν ο οργανισμός είναι μόνο ένα σύνολο οργάνων, τα όργανα σύνολα ιστών και αυτοί με τη σειρά τους σύνολα κυττάρων (ιδέα της κυτταρολογίας), και αν εκλαμβάνουμε τις διεργασίες του κυττάρου ως απλές φυσικοχημικές διεργασίες, τότε δεν υφίσταται πια - εξαιρουμένης της συνειδησιακής σφαίρας - καθορισμένο, νοητό φαινόμενο που θα αποκαλούσαμε "θάνατο". Άραγε, δεν πρόκειται για ένα φαινόμενο γνωστό, όπου όλες σχεδόν οι φυσιολογικές λειτουργίες εξακολουθούν ακόμα και μετά τον "θάνατο" του ζώου, για παράδειγμα το στομάχι χωνεύει, τα μαλλιά και τα νύχια μεγαλώνουν, οι βάλανοι εκκρίνουν, οι χτύποι της καρδιάς μπορούν να συνεχιστούν επί ώρες; [...] Μολονότι ο θάνατος - ιδωμένος από τη σκοπιά των φυσικών επιστημών - δεν είναι ένα οριοθετημένο στοιχειώδες συμβάν, αλλά μόνο η βραδεία και ακατάπαυτη συσσώρευση καταστροφών που βλάπτουν τους περίπλοκους χημικούς συνδυασμούς του οργανισμού, υπάρχει κάποιος λόγος να τον θεωρήσουμε καθορισμένο γεγονός και να του αποδώσουμε μια συγκεκριμένη στιγμή - έστω και αν θα μπορούσαμε να είμαστε εφεκτικοί πάνω σε αυτό: ο λόγος δεν έγκειται σε κάτι συλληπτό από την επιστήμη, αλλά στον αφανισμό της συνείδησης, που είναι μια συνέπεια της καταστροφής αυτής της "μηχανής".
Η ιδέα του Joyce ότι φυσικά τα κύτταρα συνεχίζουν να ζουν μέσα στη χλαλοή του εξελισσόμενου ενδοφερέτριου θανάτου, είναι μια παλιά ιδέα. Σ' αυτή τη διαδικασία, όπου
Μεταβάλλονται σε μία μορφή λιπαρού τυριού. Κατόπιν αρχίζουν να μαυρίζουν και να εκχύνουν ένα υγρό σαν μελάσσα. Στη συνέχεια ξεραίνονται. ] ,
Joyce αντιλαμβάνεται τα κύτταρα σαν ανεξάρτητες δομές που δεν πεθαίνουν, ή δεν πεθαίνουν σχεδόν ποτέ, τα αντιλαμβάνεται σαν δομικές μονάδες της ζωής που τρώγουνται μεταξύ τους όταν δεν έχουν τι να φάνε, κάποια δηλαδή έτσι κι αλλιώς συνεχίζουν να ζούν, αγνοεί δηλαδή την απόπτωση, τον θάνατο τον κυττάρων, αγνοεί ότι αυτά τα ανείδωτα ζωάκια είναι λάφυρα του θάνατου, αγνοεί ότι φυσικά τα κύτταρα συνεχίζουν να πεθαίνουν και να πέφτουν νεκρά στα στόματα σαπροφύτων. 

Επί ολόκληρες γενιές, οι Ευρωπαίοι πίστευαν πως η ζωή εμφανίζεται αυτόματα στη σήψη και στην κοπριά. Το σάπιο κρέας θεωρούνταν ότι γεννά προνύμφες. Τα παλιά κουρέλια γεννούσαν ποντίκια. Η προσεκτική παρατήρηση και το πείραμα, ωστόσο, αποκάλυψαν την ύπαρξη ενδιάμεσων στοιχείων. Οι προνύμφες, όπως γνωρίζουμε, δεν αναπτύσσονται από τις ακαθαρσίες, όσο χημικά περίπλοκες και αν είναι. Αναπτύσσονται από αβγά αφού πρώτα γονιμοποιηθούν με σπέρμα που μεταφέρεται από μύγες. Παρ' όλα αυτά, οι προνύμφες που στριφογύριζαν στο σαπισμένο κρέας, κατά τις απόψεις των προκατόχων του Louis Pasteur, σήμαιναν πως η ζωή αναπτυσσόταν από την ίδια την αποσύνθεση. 
Η Lynn Margulis γράφει στον Συμβιωτικό Πλανήτη, το βιβλίο όπου συνόψισε τη αντι-δαρβινική θεωρία της για την εξέλιξη, για τον άσηπτο ζωμό κρέατος του Pasteur, που εκτίθεται στο ομώνυμο ινστιτούτο στο Παρίσι, από το πείραμά του με το οποίο απέδειξε ότι για να υπάρξει ζωή πρέπει να προϋπάρξουν μορφές ζωής του ίδιου είδους. Το όμοιο και για τον θάνατο. Στη φιάλη που έμπαινε αέρας αλλά εμποδιζόταν η είσοδος βακτηρίων, το κρέας δεν σάπισε. Όμως τα βακτήρια δεν είναι, όπως επίσης ευρέως πιστεύεται, παθογόνοι παράγοντες στη ζωή, και στον θάνατο, που πρέπει να εξοντωθούν για να διαπρέψουν η τάξη, η καθαριότητα και η ομορφιά. Αντίθετα, ευθύνονται για τη ζωή και χωρίς αυτά, επιμένει o Maximo Sandin, οι ήπειροι θα ήταν έρημοι, αναπτύσσοντας το πολύ λειχήνες, και μάλιστα ελάχιστες, ενώ στους ανθρώπους ο αριθμός τους είναι δέκα φορές μεγαλύτερος απ’ τα κύτταρα απ’ τα οποία αποτελούνται. Είμαστε μήπως συσκευές βακτηριακής τεχνολογίας; Δέκα βακτήρια και βάλε για κάθε κύτταρο; 

Η ζωή, γράφει η Margulis, είναι εγγενώς ένα σύστημα αποθήκευσης μνήμης. Θα έλεγε κανείς ότι ο θάνατος είναι μία μέθοδος αποβολής της μνήμης, ή, πληροφορικότερα, διαγραφής της. Η συσσωρευμένη μνήμη στους ανθρώπινους εγκεφάλους μπορεί να εξαφανίζεται με την καμία, όταν συμβεί το μέγα και απλό γεγονός του θανάτου; Όμως κι ο θάνατος δεν είναι τίποτε άλλο παρά μνήμη απώλειας που για τη συντήρησή της, αγνοώντας τη βακτηριακή υπόγεια εργασία, οι άνθρωποι φροντίζουν από αιώνες. Τα βήματά μας πλησιάζουν στα νεκροταφεία, όπως εκείνο του Glasnevin, όπου είχε βρεθεί εκείνη την 16η Ιουνίου ο Μπλούμ. Θα περάσουμε την πύλη στην επόμενη ανάρτηση, με τις προϋποθέσεις που τέθηκαν στην αρχή. Ως τότε, όπως θα λέγαμε πως κάθε Ιούλιος θάβει κάποιον Ιούνιο, άσκοπος διαβάτης ο Νίκος Καρούζος:


Στα σπλάχνα του σκιρτούσε το αδιέξοδο.
Δεν ένιωθε τις αποστάσεις περπατώντας.
Και τραγουδούσε ολομόναχο το στόμα του.
Παράμ παμ παμ
παρίμ παμ πομ...
Ο θάνατος θέλει τα πουλιά και τα βαρίδια.
Παράμ παμ παμ
παρίμ παμ πομ...
Υπάρχει αύριο
υπάρχει και μεθαύριο.
Καινούργιο φέρετρο η καινούργια μέρα. 








στο μεταξύ
η κομποστοποίηση πτωμάτων
δεν ενδείκνυται σε φυτικές καλλιέργειες
στις δε ζωικές τρελαίνονται 
τα υποσφάγια καθώς 
σαπρόφιλα εξ ανάγκης
καταγίνονται

23 Haziran 2014 Pazartesi

ΑΠΟΡΗΔόΝ αναδημοσίευση απο το MHNYMAL


ΑΠΟΡΗΔόΝ



1.
Γρόθοι στορίας κατέχουνε τα μέλλοντα φαρσί.
Άτοπη να ποδείχνεται η γεωγραφία των βρόχων.
Πώς στρέφονται στις αγωνίες αμέριμνα
τα οχήματα των όντων;
Πώς τα φρενάρουν όταν βρέχει προσμονές;
Πες. Πώς απολογιούνται στη μέση της παλαίστρας
γονατιστοί μπρος στο δοχείο μ' έντρομα τα περιττώματα;
Πώς έμπλεοι αφροντούς 
όλο ανακτούν την υποδόρια μνήμη;
Τόση μανία για ευφορικά ανοήτων;
Τόση απεραντοσύνη του κενού 
σε φιάλες μίας κρίσεως;

2.
Μυαλά που σούμπιτα τα στούμπισαν
σε κατακάθια ξυδιασμένης αλκοόλης.
Αλλού αιχμαλώτισαν ζωύφια πεινασμένα
μες σε καρδίας χύτρα παχύτητος.
Υφαίνουν έκδοχα εκδοχών.
Ποιος είναι κει ακόμα και ιστορεί;
Ποιος είναι αυτός που ιστορεί ακόμα;
Ποιος ξεφυλλίζει τις σελίδες των σιγών;
Ποια κόγχη ανταγωνίζεται η σιαγών;
Πώς διαμελίστηκαν λουλούδια λασπωμένα
σε διαδηλώσεις των τραυλών αισθήσεων;

3.
Δες. Λέξεις γραπώνουν τη σκέψη.
Ταξίμια χιμάνε στους κώδικες.
Χάδια κρεμούν τους αλγόριθμους.
Προβολείς επιβλέπουν την όραση.
Κάφτρες ξενυχτούν. Πυροτεχνουργούν.
Πόσες ερωτήσεις γίνεται να κουστούν;
Τρεις; Για το νέρωτα, το θάνατο, το θεό;
Εφτά; Για τη σκύλλα, τη χάρυβδη, το πλοίο, 
την ελπίδα, το δόρυ, το στήθος, τη νύχτα;
Καμιά; Για το αιμόφυρτο κενό 
που πόθησε; Την άνοιξη;

4.
Μπορώ να κατακρίνω:
κάθε δημόσια εκδορά του λόγου 
όπως και κάθε λόγο που εισφέρεται πικρός
μες στο κουκούτσι της κοινότροπης αλήθειας.
Μπορώ να τρέξω ακόμα μέτρα,
μέτρα,
θα λαχανιάσω,
μπορώ να συνεχίσω, αν θέλεις.
Μπορώ να μην μπορέσεις να σταθείς
σε ισορροπία. Ν' αυξήσω ενστικτωδώς
την εντροπία. Μπορώ και να πορίσω
ν' απορήσω:
Ποιος ξενυχτάει κι αλυχτάει;
Ποιος έκρυψε την πράσινη μποτίλια;
Ποιος τρύγησε το θέρος;
Ποιος θέρισε την ιστορία;
Γιατί κοιμούνται όσοι κοιμούνται;
Γιατί γίνονται ερωτ...

5.
Εν κατακλείδει
άπορος ιδεών απορών μαζάνθρωπος
άλλοτε με λουκούμι σκέτο και βαρύ
τώρα με καπουτσίνικα και τέτοια
ρωτώντας για τα ίδια
για εικοσιτετράωρες πληροφορίες άωρες
στήνοντας αυτί-καρτέρι-καταστάσεις
λέξεις βεληνεκούς βδομήντα φτερολέπτων
ρεμβάζοντας σπουδαία κενοτάφια 
σιγώντας καθώς οι όχθες ερημώνουν
καθώς στεγνώνει το που απόμενε ρυάκι
καθώς κρυώνει ο ήλιος και κοιμιέται.









Το ΑΠΟΡΗΔόΝ
δημοσιεύθηκε στο δέκατο τεύχος
του νέου ποιητικού σκεύους (και όχι μόνο) ΤΕΦΛΟΝ.
Αυτές τις μέρες κυκλοφόρησε το ενδέκατο τεύχος του.

3 Haziran 2014 Salı

Aναπότρεπτο -Τάσος Λειβαδίτης (Απαγγελία: Κ.Καραμπέτη)


"Αναπότρεπτο" του Τάσου Λειβαδίτη με μουσική επένδυση το "Comptine d'un autre été: l'après midi" του Yann Tiersen.

Στίχοι :
Όλα δείχναν πως είχε τελειώσει η αγάπη μας.

Τα χάδια μας ξυπνούσαν τώρα πιότερο την ανάμνηση
παρά το ίδιο μας το κορμί.

Κι όμως δε θέλαμε να το
πιστέψουμε,
επιμέναμε. Σκεπάζοντας τις ρωγμές του χρόνου
με όρκους, δάκρυα, ασέλγειες, κι άλλες τέτοιες υπέροχες
και μάταιες υπερβολές.

Μα όταν εκείνο το βράδυ σηκωθήκαμε και ντυθήκαμε σιωπηλά
κι έφυγες χωρίς να σε σταματήσω ή να σε καλέσω πίσω
και το κρεβάτι έμεινε βουλιαγμένο κι αδειανό, σαν ένας τάφος
που ζητάει τον νεκρό του,
και βρέθηκες μονάχη στη μέση του δρόμου, κι εγώ
καταμόναχος στην άδεια παγωμένη κάμαρα,

έκλαψα, έκλαψα τότε ατέλειωτα,
καθώς είδα με τρόμο ξαφνικά, πόσο είχαμε σταθεί για πάντα
ξένοι.