Μικρες φιλελευθερες ιστοριες etiketine sahip kayıtlar gösteriliyor. Tüm kayıtları göster
Μικρες φιλελευθερες ιστοριες etiketine sahip kayıtlar gösteriliyor. Tüm kayıtları göster

25 Ocak 2015 Pazar

Στην ταινια "Up in the Air" ο ηρωας εχει ενα χομπυ: Λατρευει τις πιστωτικές και τις λοιπες του καρτες ως Φετιχ ..

Στην ταινια "Up in the Air" ο ηρωας εχει ενα χομπυ: Λατρευει τις πιστωτικές και τις λοιπες του καρτες ως Φετιχ ..

Και ονειρευεται τη μερα που θα φτασει στο μεγαλο τερμα των ονειρων του: Να κερδισει το ενα εκατομυριο μιλια και ναχει το προνομιο να κατσει διπλα στον ..Πιλοτο με τα μεγαλα μουστακια..
Τι ειναι λοιπόν ο ανθρωπος προτυπο του Καπιταλισμου του σημερα ..;



Ενα παιδι αιχμαλωτισμένο στο Δισδιαστατο καρτουν ..

Δεν υπάρχει πραγματικοτητητα παρα μόνο μιλια , μπονους ταξιδια --φυγές , καρτες ...


Οπως μικροι τοτε που παιζαμε με τα χαρτακια αν θυμαστε ..
Εγκλωβισμενοι τωρα σε μια τεραστια Ντισνευλαντ-

υποψιαζομαστε αμυδρα το τι θα διουμε- ποιά Κολαση θα δουμε πισω απο το Πλαστο Παραβαν του Τουρμποκαπιταλισμου....................

Εσύ πόσα πήρες για να προδώσεις το όνειρό σου;

7 Aralık 2014 Pazar

Κόλιν Κράουτς, «Ο περίεργος μη θάνατος του νεοφιλελευθερισμού» - δύο κείμενα του Θανάση Γιαλκέτση και του Γιώργου Σιακαντάρη / απο το : Μετά την κρίση

Κόλιν Κράουτς, «Ο περίεργος μη θάνατος του νεοφιλελευθερισμού» - δύο κείμενα

Μετά το ξέσπασμα της κρίσης το 2008, πολλοί είχαν σπεύσει να προαναγγείλουν τον θάνατο του νεοφιλελευθερισμού και την επιστροφή στον Κέινς και στην κρατική παρέμβαση. Το κράτος παρενέβη πράγματι, αλλά το έκανε για να διασώσει τον χρηματοπιστωτικό τομέα, συρρικνώνοντας ταυτόχρονα τους μηχανισμούς κοινωνικής προστασίας και τα δικαιώματα του κόσμου της εργασίας. Με την κρατική παρέμβαση η κρίση του ιδιωτικού χρέους μετατράπηκε σε δημοσιονομική κρίση. Και ο νεοφιλελευθερισμός επανεμφανίστηκε πιο επιθετικός, επιβάλλοντας τις πολιτικές λιτότητας και τις «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις» ως τη μοναδική συνταγή για την έξοδο από την κρίση. Με άλλα λόγια, ο νεοφιλελευθερισμός όχι μόνον επέζησε μετά την κρίση που ο ίδιος προκάλεσε, αλλά βγήκε ακόμα πιο ενισχυμένος από αυτήν. Πώς εξηγείται αυτό το παράδοξο;
Ο Βρετανός πολιτικός επιστήμονας Κόλιν Κράουτς προτείνει μια πρωτότυπη και διεισδυτική ερμηνεία. Για να κατανοήσουμε το γιατί ο νεοφιλελευθερισμός δεν πέθανε, χρειάζεται προηγουμένως να ερευνήσουμε τις μορφές που έχει πάρει στην πραγματικότητα ο «υπαρκτός νεοφιλελευθερισμός». Θα διαπιστώσουμε τότε την απόσταση που τον χωρίζει από το υπόδειγμα του οικονομικού φιλελευθερισμού, που είχε επεξεργαστεί η νεοκλασική οικονομική θεωρία. Γνωρίζουμε βέβαια ότι ο νεοφιλελευθερισμός, σε όλες τις παραλλαγές του, προτιμά την ελεύθερη αγορά έναντι του κράτους, γιατί θεωρεί ότι αυτή αποτελεί το καλύτερο μέσο για την επίτευξη των ανθρώπινων επιδιώξεων.

Η αντιπαράθεση κράτους και αγοράς δεσπόζει στις πολιτικές διαμάχες των περισσότερων κοινωνιών της Δύσης. Οπως επισημαίνει όμως ο Κράουτς, αυτή η εικόνα της οικονομικής και πολιτικής σύγκρουσης έχει πάψει πλέον να αποδίδει πιστά την πραγματικότητα, επειδή αποκρύπτει την ύπαρξη και την κυριαρχία μιας τρίτης δύναμης, της εταιρείας-γίγαντα. Οι εταιρείες-γίγαντες, που δραστηριοποιούνται ταυτόχρονα σε πολλές χώρες, συγκεντρώνουν μια οικονομική και πολιτική δύναμη μεγαλύτερη από εκείνη του κράτους ή της αγοράς. Και αναπτύσσουν στρατηγικές κυριαρχίας που επηρεάζουν και μετασχηματίζουν τις λειτουργίες τόσο του κράτους όσο και της αγοράς. Ενώ ο ιδεατός νεοφιλελευθερισμός εξυμνεί τις αρετές της ελεύθερης αγοράς και του ανταγωνισμού, ο «υπαρκτός νεοφιλελευθερισμός» εργάζεται στην πραγματικότητα για την επιβολή της κυριαρχίας των εταιρειών-γιγάντων πάνω στη δημόσια ζωή. 
Ο κλασικός οικονομικός φιλελευθερισμός είχε διαγνώσει τον κίνδυνο, οι αχαλίνωτες αγορές να οδηγήσουν στο τέλος του ανταγωνισμού και στην καταστροφή των πιο αδύναμων εταιρειών από τις ισχυρότερες. Γι’ αυτό και ευνοούσε μορφές ανταγωνισμού που εξασφάλιζαν την παρουσία μεγάλου αριθμού εταιρειών στην αγορά και εμπόδιζαν τις μεγάλες συσσωρεύσεις εταιρικής εξουσίας. Τόσο η αμερικανική νομοθεσία κατά των ολιγοπωλίων, η οποία αναπτύχθηκε στο πρώτο μέρος του εικοστού αιώνα, όσο και ο γερμανικός ordoliberalismus έθεταν όρια στην κυριαρχία που μπορούν να ασκούν οι μεγάλες εταιρείες στις αγορές. Αυτή η πολιτική αναθεωρήθηκε από τους νεοφιλελεύθερους της Σχολής του Σικάγου (Μίλτον Φρίντμαν), οι οποίοι υποστήριζαν την πλήρη απορρύθμιση, τον αχαλίνωτο ανταγωνισμό και επομένως τη δημιουργία εταιρειών-γιγάντων.Συντελείται έτσι μια στροφή στην ιστορία του καπιταλισμού, που οδηγεί προς μια οικονομία στην οποία κυριαρχούν οι γιγάντιες παγκόσμιες επιχειρήσεις. Αυτή η βαθιά μεταβολή συνοδεύεται από την ακραία συγκέντρωση του πλούτου και την εκρηκτική αύξηση των οικονομικών ανισοτήτων. Η πελώρια οικονομική ισχύς μετατρέπεται σε πολιτική επιρροή και υπονομεύει τον δημοκρατικό πλουραλισμό, μετατοπίζοντας προς τα δεξιά ολόκληρο το πολιτικό φάσμα. Στις συνθήκες της παγκοσμιοποίησης, οι εταιρείες-γίγαντες διαθέτουν μεγαλύτερη πολιτική δύναμη από τις κυβερνήσεις και τα κράτη. Μπορούν να κατευθύνουν τις επενδύσεις τους σε χώρες που τους εξασφαλίζουν τη μέγιστη κερδοφορία. Και οι κυβερνήσεις με τη σειρά τους έχουν αφομοιώσει το νεοφιλελεύθερο μάθημα: αποφεύγουν τις παρεμβάσεις στην οικονομία και προτιμούν τον «βολικό συμβιβασμό» ή τη συμμαχία με τις γιγάντιες παγκόσμιες επιχειρήσεις.
Η νεοκλασική οικονομική θεωρία επαγγελλόταν ένα μοντέλο αγορών που απέβλεπε στην κυριαρχία του καταναλωτή. Ο νεοφιλελευθερισμός της Σχολής του Σικάγου προτάσσει αντίθετα το συμφέρον των μετόχων της επιχείρησης. Υποτίθεται ότι η μεγιστοποίηση του κέρδους των μετόχων αυξάνει τον γενικό πλούτο της κοινωνίας, διασφαλίζοντας έτσι την ικανοποίηση των συμφερόντων όλων των κοινωνικών ομάδων. Η άνοδος αυτής της χρηματοοικονομικής μορφής του καπιταλισμού και η συνακόλουθη ανάπτυξη των χρηματαγορών με βάση το μοντέλο της μεγιστοποίησης της μετοχικής ωφέλειας μετατόπισαν τις υλικές βάσεις της ευημερίας: από τη σοσιαλδημοκρατική συνταγή του κράτους πρόνοιας, των δημόσιων παρεμβάσεων στην οικονομία και της διαχείρισης της ζήτησης από τις κυβερνήσεις, περάσαμε στον νεοφιλελεύθερο μονόδρομο των τραπεζών, των χρηματιστηρίων και των χρηματοπιστωτικών αγορών.
Ο Κράουτς μας προειδοποιεί: θα ήταν λάθος να νομίσουμε ότι μπορούμε εύκολα να απαλλαγούμε από αυτό το παρασιτικό σύστημα και να επιστρέψουμε σε έναν τύπο κεϊνσιανής ή σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής. Στην πραγματικότητα, το νεοφιλελεύθερο μοντέλο εφάρμοσε έναν «ιδιωτικοποιημένο κεϊνσιανισμό» (αντί να δανείζονται οι κυβερνήσεις για να δίνουν ώθηση στην οικονομία, δανείζονταν τα άτομα και οι οικογένειες), χάρη στον οποίο διατηρούσε υψηλά επίπεδα κατανάλωσης και επέτρεπε σε άτομα με μέτρια εισοδήματα να ξοδεύουν χρήματα που δεν είχαν. Κατόρθωνε έτσι να εξασφαλίζει μια «γενική συνενοχή», καθώς τα ατομικά συμφέροντα των περισσοτέρων συνδέονταν με τις χρηματαγορές και εξαρτιόνταν από την τύχη του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Ο Κράουτς εναποθέτει τις ελπίδες του για αλλαγή στη «δύναμη των αδυνάτων», στη δράση δηλαδή της κοινωνίας των πολιτών, στον βαθμό που αυτή μπορεί να υπερασπιστεί αξίες και να πραγματώσει δίκαιους συλλογικούς στόχους. 

 Θανάσης Γιαλκέτσης στην "Εφημερίδα των Συντακτών"
 Γιατί κυριαρχεί ο νεοφιλελευθερισμός; 


Γιώργος Σιακαντάρης  © BOOK Press 02/12/2014, αναδημοσίευση "Μεταρρύθμιση"
 
...Στο μοντέλο της κατανάλωσης. οι αυξήσεις των μισθών, το κράτος πρόνοιας και η διαχείριση της ζήτησης από την κυβέρνηση θεωρούνταν θεμελιώδεις προϋποθέσεις για την εξασφάλιση της εμπιστοσύνης στη λειτουργία του νόμου της ζήτησης και προσφοράς. Εκεί οι τιμές των μετοχών αντικατόπτριζαν τις εμπορικές προοπτικές μιας εταιρείας και εμπεριείχαν σημαντικές πληροφορίες για τις προοπτικές της. Τα συμφέροντα των μετόχων αποτελούσαν το τελευταίο κριτήριο για τη διαμόρφωση της αξίας μιας εταιρείας. 
Σήμερα υπάρχει η πλήρης αντιστροφή όλων αυτών, αφού οι τιμές των μετοχών εξαρτώνται πρώτα από τα συμφέροντα των προσωρινών μετόχων και στη συνέχεια από την ίδια την παραγωγή...
...Στο νεοφιλελεύθερο χρηματοοικονομικό μοντέλο, κυρίαρχο ρόλο για τη διαμόρφωση των μετοχών παίζουν όχι τα θεμελιώδη μεγέθη των εταιρειών αλλά τα συμφέροντα των μετόχων όπως αυτά προωθούνται στις δευτερογενείς αγορές. Η δυνατότητα γρήγορης πώλησης και μεταπώλησης των μετοχών, κάτι που ανταμειβόταν με μπόνους για τα μεγαλοστελέχη των τραπεζών, καλλιεργούσε ένα ψεύτικο κλίμα εμπιστοσύνης...
....Οι τράπεζες, για παράδειγμα, έδιναν δάνεια σε δανειολήπτες με επισφαλή θέση, γιατί θεωρούσαν πως η αξία της κατοικίας θα παρέμενε έτσι και αλλιώς σε υψηλά επίπεδα, ακόμη και αν οι δανειολήπτες δεν μπορούσαν αν ανταποκριθούν στις δεσμεύσεις τους. Όταν μαζί με τη ικανότητα των δανειοληπτών κατέρρευσαν και οι τιμές των κατοικιών, κλήθηκε το κράτος να αναπληρώσει τη ζημιά. Ο μεγάλος εχθρός των αγορών γίνεται ο διασώστης τους. Αυτό όμως αποτελεί και την αχίλλειο πτέρνα αυτού του μοντέλου, όπως τέτοια ήταν ο πληθωρισμός για τον Κεϊνσιανό μοντέλο...
...Αυτό το μοντέλο, αν και κατέρρευσε στα τέλη της δεκαετίας του ΄90 με την φούσκα των dot.com, αν και προειδοποίησε από τότε για τα όριά του, εξακολούθησε να κυριαρχεί ώς την κρίση του 2008 επειδή παρέμειναν εν ισχύ οι ταξικοί του τροφοδότες. Αλλά και σήμερα δεν δείχνει να υποχωρεί, για τους ίδιους ακριβώς λόγους. Γιατί δεν υπάρχουν οι πολιτικές αλλά και οι κοινωνικές προϋποθέσεις που θα αμφισβητήσουν πολιτικά και οικονομικά τις ταξικές ορίζουσές του...
...Σήμερα αυτό που κυριαρχεί δεν είναι η δήθεν ελεύθερη αγορά στο κράτος, αλλά η ισχύς των μεγάλων εταιρειών, τόσο μέσα στο κράτος και τις δημόσιες υπηρεσίες όσο και μέσα στις ίδιες τις αγορές. Αυτό είναι το μοντέλο του ιδιωτικοποιημένου Κεϊνσιανισμού και όχι το μοντέλο των ελεύθερων αγορών. Η διαιώνιση αυτού του μοντέλου απειλεί τις ίδιες τις αγορές όσο και τα κράτη. Απειλεί τόσο την Αριστερά όσο και τη Δεξιά. Απειλεί την πολιτική ως έκφραση των δημόσιων συμφερόντων, όπως αυτά προκύπτουν στη διαδικασία ώσμωσης της κυβερνητικής δράσης με τις ατομικές επιδιώξεις. Απειλεί την ίδια τη Δημοκρατία. Δράσεις που σπρώχνουν τα πράγματα από την εταιρική πολιτική διαπλοκή στην εταιρική κοινωνική ευθύνη ή από τους μετόχους στις αξίες της κοινωνίας των πολιτών, αν και καλοδεχούμενες, δεν αρκούν από μόνες τους να αμφισβητήσουν το μοντέλο που μετέθεσε τα χρέη από τα κράτη και τις εταιρείες στους ώμους των πολιτών, το μοντέλο δηλαδή της ιδιωτικοποίησης των κερδών και της κοινωνικοποίησης των ζημιών. 
Όσο και να μην αρέσει αυτό στις ρευστές ιδεολογίες της εποχής, για τον συγγραφέα αυτό που μπορεί να αμφισβητήσει την κυριαρχία του Νεοφιλελευθερισμού είναι η τοποθέτηση σε νέο επίπεδο της διάκρισης της Αριστεράς από τη Δεξιά και μια διαφορετική από την κλασική σοσιαλδημοκρατική λειτουργία του κράτους.
Περιττό να αναφέρω εδώ πόσο πολύτιμο είναι ένα τέτοιο βιβλίο σε μια χώρα που η κρίση επιδιώκεται να εξηγηθεί μόνο με την αναφορά στο σπάταλο κράτος και τις καταστροφικές δημόσιες δαπάνες...
 
Γιώργος Σιακαντάρης - Το νεοφιλελεύθερο Κατηγορώ των δαπανών  - "Εφημερίδα των Συντακτών" 

Γιώργος Σιακαντάρης - στην "Εφημερίδα των Συντακτών" 
Ο Colin Crouch (1944) δίδαξε στο London School of Economics και ήταν καθηγητής Διακυβέρνησης και Δημόσιας Διοίκησης στο Warwick Business School. Σήμερα είναι πρόεδρος του Τμήματος Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών και καθηγητής κοινωνιολογίας στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο.



http://www.biblionet.gr/book/196590/Crouch,_Colin/%CE%9F_%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%AF%CE%B5%CF%81%CE%B3%CE%BF%CF%82_%CE%BC%CE%B7_%CE%B8%CE%AC%CE%BD%CE%B1%CF%84%CE%BF%CF%82_%CF%84%CE%BF%CF%85_%CE%BD%CE%B5%CE%BF%CF%86%CE%B9%CE%BB%CE%B5%CE%BB%CE%B5%CF%85%CE%B8%CE%B5%CF%81%CE%B9%CF%83%CE%BC%CE%BF%CF%8DΚΟΛΙΝ ΚΡΑΟΥΤΣ: «Ο περίεργος μη θάνατος του νεοφιλελευθερισμού»
Μετάφραση: Αλέξανδρος Κιουπκιολής, Εκκρεμές, 2014, σελ. 262

Η δημοκρατική πολιτική ζωή και η ελεύθερη αγορά αποδυναμώνονται και οι δύο από διαδικασίες που συμβαίνουν σήμερα, αλλά αυτές είναι εν πολλοίς αναπόφευκτες και όχι πάντα επιβλαβείς. Η ελπίδα για το μέλλον δεν βρίσκεται λοιπόν στην εξάλειψή τους ώστε να εγκαθιδρυθεί είτε μια οικονομία καθαρών αγορών είτε μια σοσιαλιστική κοινωνία. Βρίσκεται στην πλήρη υπαγωγή της εταιρείας-γίγαντα στον πολιτικό διάλογο και την αντιπαράθεση.
ΚΟΛΙΝ ΚΡΑΟΥΤΣ: Μεταδημοκρατία
μετάφραση: Αλέξανδρος Κιουπκιολής, Εκκρεμές, 2006, 206 σελ.
Η παρακμή των κοινωνικών τάξεων που συνετέλεσαν στην ενεργό και κριτική μαζική πολιτική συνδυάστηκε με την άνοδο του παγκόσμιου καπιταλισμού. Αποτέλεσμα: μια αυτοαναφορική πολιτική τάξη, που ασχολείται περισσότερο με την ανάπτυξη δεσμών με πλούσια επιχειρηματικά συμφέροντα παρά με την εφαρμογή πολιτικών προγραμμάτων που ανταποκρίνονται στις ανησυχίες των απλών ανθρώπων. Στην αυγή του 21ου αιώνα, η πολιτική μοιάζει να μάς γυρίζει πίσω, στον κόσμο που ξέραμε πριν τις αρχές του 20ού αιώνα, όταν η πολιτική ήταν ένα παιχνίδι εξουσίας ανάμεσα σε ολιγαρχικές ομάδες. 
Ο Crouch, ωστόσο, ισχυρίζεται ότι η εμπειρία του 20ού αιώνα διατηρείται. Μας υπενθυμίζει τις δυνατότητες που υπάρχουν για την αναζωογόνηση της πολιτικής.
Το συναρπαστικό αυτό βιβλίο είναι πρόκληση για όλους όσοι διατείνονται ότι οι προηγούμενες κοινωνίες έχουν κατορθώσει να πραγματοποιήσουν τον καλύτερο δυνατό κόσμο της δημοκρατίας, και απαραίτητο ανάγνωσμα για οποιονδήποτε ενδιαφέρεται να κατανοήσει τη μορφή της πολιτικής στον 21ο αιώνα. 

 
A highly approachable and illuminating argument in political economy ... The story is packed with thought-provoking reframings: financial irresponsibility is now a 'collective good'; and 'the idea of a "job"' now seems very weird to me indeed." (The Guardian)

5 Aralık 2014 Cuma

Ο καπιταλισμός είναι εθισμοί .Ο Ηomo economicus είναι Homo Ludens (μερικές αρχικές σκορπιες σκεψεις )


Ο καπιταλισμός είναι εθισμοί . Εθισμός στην εργασία αρχικά.Εθισμός στην συσσώρευση . Εθισμός στην αλλοτρίωση
 Αργότερα στην κατανάλωση .Ο καπιταλισμός  εμπεριέχει μια διαρκή αξίωση : Βγες προς τα έξω ,συναγελάσου.Δηλαδή αγόραζε και πούλα .Γίνε εμπόρευμα..
Ο σύγχρονος καπιταλισμός γίνεται όλο και περισσότερο υγρός. Ρευστός. Αλλαγή . Κινητικότητα . Ευκαμψία .Ευλυγισία . Αποδέσμευση .  Απελευθέρωση .
 Η  Χειραφέτηση ως προσταγή . Η ελευθερία  ως ψυχαναγκασμός . Η αυτοεκφραση ως εθισμός .
Το διαδίκτυο είναι εξαρτηση:Ο ψυχαναγκασμός της αυτοεκφρασης.
Ο καπιταλισμός είναι μια δίνη
Στον χώρο και στον χρόνο. Μια απόπειρα αναστολής του χρόνου.Μια παγίδευση στην παιδικότητα . Ο Χρόνος συμπιέζεται στο παιχνίδι κυκλοφορίας του εμπορεύματος .
Ο χρόνος γίνεται εκτατός  
Γίνεται χώρος .Μια παγκόσμια – ιδεατή – κοινότητα. Το κεφάλαιο ως καθαρό πνεύμα . Το διαδίκτυο ως η (Πλατωνική) αναπαράσταση της κυκλοφορίας του κεφαλαίου . Το διαδίκτυο ως η συμπύκνωση της αφαίρεσης .
 Ο καπιταλισμός είναι η έκρηξη των εθισμών , των ψυχαναγκασμων και εξαρτήσεων .
Ένας παλιμπαιδισμός . Μια καθήλωση στης παιδικότητα .Το εμπόρευμα ως ομοίωμα του Παιχνιδιού .Ο Ηomo economicus είναι Homo Ludens*
''Όμως ο χρόνος συνεχίζει το πανάρχαιο έργο του να μας κάνει όλους να νιώθουμε αλλά και να είμαστε ……σ…τά''
 *Homo Ludens (book) - Wikipedia, the free encyclopedia

22 Ekim 2014 Çarşamba

Ο φιλελευθερισμός του Λένιν/αναδημοσιευση απο το ''πλατύπους'''

Home » main » Ο φιλελευθερισμός του Λένιν

Ο φιλελευθερισμός του Λένιν

Ο φιλελευθερισμός του Λένιν
Chris Cutrone
(μετάφραση: Θοδωρής Βελισσάρης)
LENIN
Εισαγωγή
Η μαρξιστική πολιτική του Λένιν έχει παρερμηνευτεί και διαστρεβλωθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό, τόσο θετικά όσο και αρνητικά: υποτίθεται ότι επιδίωξή της ήταν η απογύμνωση της καπιταλιστικής κοινωνίας από το απατηλό της πέπλο και η κατάφαση του απλού προλεταριάτου ως αρχής και τέλους της “σοσιαλιστικής” κοινωνίας. Σίγουρα, όχι μόνο η σταλινική ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης αργότερα, αλλά επίσης και οι πρακτικές του σοβιετικού κράτους υπό την ηγεσία του Λένιν κατά τον εμφύλιο πόλεμο και τον λεγόμενο “πολεμικό κομμουνισμό”, καθώς και η “κόκκινη τρομοκρατία”, τροφοδοτούν την εικόνα του Λένιν ως αμείλικτου καταστροφέα των “αστικών” συνθηκών ζωής. Αν είναι όμως έτσι, πως εξηγούνται μπροσούρες του Λένιν όπως για παράδειγμα το “Κράτος και επανάσταση” και ο “Αριστερισμός: παιδική ασθένεια του κομμουνισμού”; Γιατί και οι δύο τονίζουν τόσο την αναγκαία επιβίωση του “αστικού δικαίου” μεταξύ των εργατών κατά τη μακρά μετάβαση από τον σοσιαλισμό στον κομμουνισμό, η οποία απαιτεί την κρατική μεσολάβηση, όσο και το γεγονός ότι οι μαρξιστές αντιλαμβάνονταν την προσπάθειά τους ως υπέρβαση του κεφαλαίου “επί τη βάσει του ίδιου του καπιταλισμού”. Πρωταρχικής σημασίας παράδειγμα για την επιμονή του Λένιν σχετικά με τη μεσολάβηση της πολιτικής στην κοινωνία, ήταν η αντίθεσή του στην προτροπή του Τρότσκυ για τη στρατιωτικοποίηση των εργατικών σωματείων και την υπαγωγή τους στο κράτος. Ο Λένιν ήθελα αντίθετα να διατηρήσει τη σημαντική μη-ταυτότητα μεταξύ τάξης, κόμματος και κράτους στο σοβιετικό “εργατικό κράτος”, το οποίο αναγνώριζε ότι θα συνέχιζε αναγκαστικά, για το κοντινό μέλλον, τον “κρατικό καπιταλισμό” (ο οποίος χαρακτηριζόταν από “γραφειοκρατικές στρεβλώσεις” λόγω των ρωσικών συνθηκών). Ο Λένιν μ’ αυτόν τον τρόπο ήθελε να διατηρήσει τη δυνατότητα πολιτικής εντός της εργατικής τάξης, θέμα που είχε πραγματευτεί ήδη στην πρώτη σημαντική μπροσούρα του με τίτλο “Τι να κάνουμε;”. Η “τελευταία μάχη του Λένιν” [1] ήταν αφιερωμένη στην αποφυγή του στραγγαλισμού της πολιτικής στο σοβιετικό κράτος, κίνδυνο που διέβλεπε όχι μόνο σε σχέση με τη σταλινική ηγεσία αλλά γενικότερα με τις συνθήκες εντός των μπολσεβίκων. Για παράδειγμα ο Λένιν παρατηρούσε επικριτικά την προτίμηση του Τρότσκυ για “διοικητικές” λύσεις των προβλημάτων.
Οι Γκέοργκ Λούκατς, Καρλ Κορς και Τέοντορ Αντόρνο, αναδεικνύοντας μία “εγελιανή” διάσταση στον μαρξισμό του Λένιν, άντλησαν από τα θεωρητικά γραπτά και την πολιτική πρακτική του μία εξέλιξη της μαρξιστικής θεωρίας της κοινωνικής μεσολάβησης στο κεφάλαιο, μέσω της πολιτικής του προλεταριακού σοσιαλισμού, η οποία επιδίωκε να ανακτήσει τον Λένιν από μία ουτοπική, με την αρνητική έννοια, προοπτική ολοκληρωτικής εγκατάλειψης της πολιτικής. Αντιθέτως, αυτή η μαρξιστική κριτική θεωρία, ακολουθώντας τον Λένιν, κατανόησε την υπέρβαση της “αλλοτρίωσης” και “πραγμοποίησης” του κεφαλαίου ως έμφορτη δυνατοτήτων για την αληθινή άσκηση πολιτικής, θεωρώντας της ως τη λησμονημένη αλλά ζωτικής σημασίας συνεισφορά του Λένιν στην ανάπτυξη του μαρξισμού. Ο Λένιν δεν επιχείρησε να καταστρέψει τις νεώτερες μορφές πολιτικής μεσολάβησης αλλά μάλλον να πετύχει την αληθινή μεσολάβηση μεταξύ θεωρίας και πράξης σε μία πολιτική χειραφετημένη από μία κοινωνία κυριαρχούμενη από το κεφάλαιο. Αυτό ήταν το περιεχόμενο του φιλελευθερισμού του Λένιν, η “διαλεκτική” μαρξιστική του απόπειρα: όχι να αρνηθεί, αλλά μάλλον να εκπληρώσει τα desiderata της αστικής κοινωνίας, η εκπλήρωση των οποίων παρεμποδιζόταν μεν από το κεφάλαιο αλλά η πραγμάτωσή τους μπορούσε να επιτευχθεί μονάχα “ενδογενώς”.
Η διαμάχη γύρω από τον Λένιν
Ο Λένιν αποτελεί την πιο αμφιλεγόμενη μορφή στην ιστορία του μαρξισμού, και ίσως μία από τις πιο αμφιλεγόμενες μορφές σε όλη την ιστορία. Ως τέτοια είναι αδύνατη η ψύχραιμη αποτίμησή της, χωρίς την εμπλοκή πολεμικής. Ωστόσο έχει επίσης γίνει αδύνατη, μετά τον Λένιν, η αποτίμηση του μαρξισμού χωρίς αναφορά σ’ αυτόν. Σε γενικές γραμμές ο μαρξισμός διχάζεται σε δεδηλωμένες “λενινιστικές” και αντιλενινιστικές” τάσεις: με ποια έννοια ο Λένιν αποτελούσε προχώρημα ή καταστροφή για τον μαρξισμό; Υπάρχει όμως και ένας άλλος τρόπος προσέγγισης του Λένιν: ως έκφρασης της ιστορικής κρίσης του μαρξισμού. Με άλλα λόγια, ο Λένιν ως ιστορική μορφή είναι αναπόφευκτα σημαντικός ως εκδήλωση της κρίσης του μαρξισμού. Το ζήτημα είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Λένιν παρείχε μία βάση για την προαγωγή αυτής της κρίσης, ο τρόπος με τον οποίο η πόλωση γύρω από τον Λένιν θα μπορούσε να παρέχει τη βάση για την προαγωγή του δυνητικού μετασχηματισμού του ίδιου του μαρξισμού, σε σχέση με την επίλυση συγκεκριμένων προβλημάτων. Αυτό που προκύπτει σαφώς από τους ποικίλους τρόπους με τους οποίους συνήθως προσεγγίζεται ο Λένιν, είναι πως η αναγκαιόρητα αυτού του μετασχηματισμού και προαγωγής του μαρξισμού έχει εκφραστεί μονάχα με στρεβλό τρόπο. Για παράδειγμα, το ζήτημα της μαρξιστικής “ορθοδοξίας” παρεμποδίζει την ορθή αποτίμηση του Λένιν. Υπήρχε μια θεμελιώδης αμφισημία στον τρόπο με τον οποίο ο μαρξισμός αντιμετώπισε τη δικιά του ιστορική κρίση, ως προς την πιστότητα ή αναθεώρηση του Μαρξ, π.χ. στην αποκαλούμενη “ρεβιζιονιστική διαμάχη” κατά τα τέλη του 19ου αιώνα. Ο Λένιν ήταν ένας από τους ηγετικούς αντιρεβιζιονιστές ή “ορθόδοξους¨μαρξιστές. Κάτι που ισχύει και για άλλους ριζοσπάστες στοχαστές της Δεύτερης Διεθνούς, όπως η Ρόζα Λούξεμπουργκ και ο Λέον Τρότσκυ. Το ερώτημα είναι: με ποιο τρόπο αυτοί οι ριζοσπάστες, και κυρίως ο Λένιν, νόμιζαν πως η αφοσίωση στον Μαρξ ήταν απαραίτητη για την προαγωγή και τον μετασχηματισμό του μαρξισμού;
Ο θεωρητικός της σχολής της Φραγκφούρτης, Τέοντορ Αντόρνο, στο βιβλίο του Αρνητική Διαλεκτική (1966), έγραφε για την παρακμή του μαρξισμού λόγω “ταμπού στο τρόπο σκέψης και δογματισμού”. Καμία άλλη μορφή στην ιστορία του μαρξισμού δεν ταλαιπωρήθηκε από τέτοιο δογματισμό και ταμπού όσο ο Λένιν. Για τον Αντόρνο, μορφές όπως ο Λένιν ή η Λούξεμπουργκ ή ο Κάουτσκυ δεν θα ‘πρεπε να προσεγγίζονται μονάχα σε σχέση με τη θεωρητική σκοπιά που πρότειναν ή τις έμπρακτες δράσεις που αναλάμβαναν, αλλά μάλλον κατά τον τρόπο που συσχέτιζαν θεωρία και πράξη, δηλαδή γιατί σκεπτόντουσαν πως έκαναν ό,τι έκαναν, όταν το έκαναν. Όπως το έθεσε ο ίδιος ο Αντόρνο, η θεωρία και πράξη έχουν μία μεταβαλλόμενη σχέση η οποία “κυμαίνεται” ιστορικά. [2]
Λένιν: ιστορία όχι γραμμική αλλά σπειροειδής
Ο Λένιν, και άλλοι μαρξιστές, θεωρούσαν πως το πολιτικό κόμμα εκτελούσε σημαντική λειτουργία σε σχέση με τη συνείδηση, και έγραψε στο “Τι να κάνουμε;” για την κεντρική “σημασία της θεωρητικής πάλης” για τη διαμόρφωση ενός τέτοιου κόμματος. Η θεωρία για τον Λένιν δεν αποτελούσε απλώς ζήτημα γενίκευσης από την εμπειρία με όρους δοκιμής και λάθους, όπως στην παραδοσιακή (προκαντιανή) επιστημολογία, αλλά ζήτημα εγελιανής, “διαλεκτικής” έννοιας της ιστορίας: μ’ αυτόν τον τρόπο ο Λένιν κατανοούσε τη “θεωρία”. Γι’ αυτόν η ιστορία δεν προχωρούσε γραμμικά αλλά “σπειροειδώς”, μέσω επαναλήψεων και οπισθοδρομήσεων, όχι μέσω απλής γραμμικής “προόδου”. Μ’ αυτή την έννοια, το παρελθόν θα μπορούσε να αποτελεί προαγωγή του παρόντος ή το παρόν θα μπορούσα να εκπληρώσει στιγμές του παρελθόντος, αλλά υπό διαφορετικές συνθήκες. Και παρόμοιες διαφορετικές συνθήκες δεν γίνεται να αντιμετωπιστούν απλώς ως “προοδευτικές”. Υπήρχε μάλλον για τον Λένιν μία σημαντική αμφισημία στην ιστορία, καθώς αυτή επιδεικνύει τόσο πρόοδο όσο και οπισθοδρόμηση. Στο λήμμα για τον Καρλ Μαρξ της Σοβιετικής Εγκυκλοπαίδειας (Γκρανάτ), περιγράφοντας τη διαλεκτική από μία μαρξική σκοπιά, ο Λένιν έγραφε:
“Στην εποχή μας η ιδέα της ανάπτυξης, της εξέλιξης, διαπέρασε σχεδόν ολοκληρωτικά την κοινωνική συνείδηση, όμως από άλλους δρόμους, όχι μέσω της φιλοσοφίας του Χέγκελ. Ωστόσο η ιδέα αυτή, όπως τη διατύπωσαν ο Μαρξ και ο Ένγκελς, στηριγμένοι στον Χέγκελ, είναι πολύ πιο ολόπλευρη, πολύ πιο πλούσια σε περιεχόμενο, απ’ ό,τι η συνηθισμένη ιδέα της εξέλιξης. Μια ανάπτυξη που φαίνεται σαν να επαναλαμβάνει τις βαθμίδες που ήδη διέτρεξε, μα τις επαναλαμβάνει διαφορετικά, σε ανώτερη βάση («άρνηση της άρνησης»), μια ανάπτυξη, μπορούμε να πούμε, σπειροειδής και όχι σε ευθεία γραμμή· –μια ανάπτυξη αλματοειδής, καταστροφική, επαναστατική· –«τομές εντός του συνεχούς»· μετατροπή της ποσότητας σε ποιότητα· –εσωτερικές ωθήσεις προς ανάπτυξη, που προέρχονται από την αντίφαση, από τη σύγκρουση των διαφόρων δυνάμεων και τάσεων που επιδρούν πάνω σε ένα δοσμένο σώμα ή στα πλαίσια ενός δοσμένου φαινομένου ή μέσα σε μια δοσμένη κοινωνία· –αλληλεξάρτηση και στενότατη, αδιάρρηκτη αλληλουχία όλων των πλευρών κάθε φαινομένου (η ιστορία αποκαλύπτει ολοένα και νέες πλευρές), αλληλουχία που μας δίνει την ενιαία, την καθολική διαδικασία της κίνησης, η οποία ακολουθεί ορισμένους νόμους –αυτά είναι μερικά γνωρίσματα της διαλεκτικής, της πιο πλούσιας (από τη συνηθισμένη) σε περιεχόμενο θεωρίας της ανάπτυξης.” [3]
Με τον μαρξισμό αναγνωρίστηκε η “κρίση” της αστικής κοινωνίας. Η κρίση της αστικής κοινωνίας περί το 1848 χαρακτηρίστηκε από τον Μαρξ, προκλητικά, “κεφάλαιο”. Ο Λένιν (μεταξύ άλλων ριζοσπαστών της Δεύτερης Διεθνούς όπως η Λούξεμπουργκ και ο Τρότσκυ) θεωρούσε πως η ιστορία της νεώτερης εποχής είχε οπισθοδρομήσει μέσω της “προόδου” από το 1848, τον καιρό των Μαρξ και Ένγκελς, από τη στιγμή του “Κομμουνιστικού Μανιφέστου”, ακριβώς μέσω της σπειροειδούς ανάπτυξης που καταδείκνυε πως και γιατί η επακόλουθη ανάπτυξη του μαρξισμού επιζητούσε την επανάκτηση του 1848. Αποτελούσε η ιστορία μετά το 1848 πρόοδο ή οπισθοδρόμηση; Με μία έννοια, και τα δύο. Σ’ αυτή την ιστορία, η αστική κοινωνία εμφανιζόταν συγχρόνως να ολοκληρώνει και να αρνείται τον εαυτό της. Με άλλα λόγια, η αστική κοινωνία είχε γίνει ο εαυτός της περισσότερο από ποτέ. Από μια άλλη σκοπιά, ωστόσο, είχε απομακρυνθεί από τα προηγούμενα επιτεύγματά της, και μάλιστα τα υπονόμευε (για παράδειγμα με την επανεμφάνιση της δουλείας κατά τις δεκαετίες που οδήγησαν στον αμερικανικό εμφύλιο). Συνεπώς, οι ριζοσπάστες της Β’ Διεθνούς επιδίωξαν την επιστροφή στις πρωταρχικές δυνατότητες της αστικής κοινωνίας κατά την πρώτη στιγμή της κρίσης της, περί το 1848. Όπως το έθεσε ο Καρλ Κράους, με τρόπο που επηρέασε βαθιά τους Μπένγιαμιν και Αντόρνο, “η καταγωγή είναι ο στόχος”.[4] Παρότι η κρίση του κεφαλαίου ή της αστικής κοινωνίας μεγάλωνε, το ζήτημα ήταν εάν η κρίση προαγόταν, αναπτυσσόταν. Οι ριζοσπάστες της Β’ Διεθνούς αναγνώριζαν πως ενώ η κρίση του κεφαλαίου, με την έννοια του Μαρξ, μεγάλωνε, η κρίση έπρεπε να οδηγηθεί σε ανάπτυξη/προαγωγή, καθώς η ιστορία δεν προοδεύει αυτόματα. Μ’ αυτήν την έννοια υπήρχε δυνητικά μία επιστροφή της στιγμής του 1848 κατά την ανάπτυξη του ίδιου του μαρξισμού, η οποία δεν ήταν παρά η δυνατότητα να γίνει η αυξανόμενη κρίση – ό,τι η Λούξεμπουργκ και ο Λένιν αποκαλούσαν “ιμπεριαλισμό” και ό,τι ο Λένιν όριζε ως “ανώτερο στάδιο” του καπιταλισμού – ιστορική ανάπτυξη.
Το παράδοξο αυτής της ανάπτυξης και του μετασχηματισμού του ίδιου του μαρξισμού μέσω της επιστροφής σε μία παρελθούσα στιγμή δυνατότητας και συνακόλουθης “κρίσης”, εκφράστηκε οξυδερκώς από τον Καρλ Κορς, ο οποίος έγραψε το 1923 στο δοκίμιό του “Μαρξισμός και φιλοσοφία” τα εξής:
“Η μεταμόρφωση και ανάπτυξη της μαρξιστικής θεωρίας έγινε υπό το ιδεολογικό κάλυμμα της επιστροφής στην αποκαθαρμένη διδασκαλία ενός αυθεντικού ή αληθινού μαρξισμού. Εύκολα καταλαβαίνουμε όμως τόσο τις αιτίες γι’ αυτήν την κάλυψη, όσο και τον πραγματικό χαρακτήρα που αποκρύβεται εξαιτίας της. Αυτό που έκαναν και κάνουν στο πεδίο της μαρξιστικής θεωρίας, θεωρητικοί όπως η Λούξεμπυοργκ στη Γερμανία και ο Λένιν στη Ρωσία, είναι η απελευθέρωσή της από τις παραλυτικές παραδόσεις [της σοσιαλδημοκρατίας]. Ανταποκρίνονταν συνεπώς στις πρακτικές ανάγκες ενός νέου επαναστατικού σταδίου προλεταριακής ταξικής πάλης, εφόσον αυτές οι παραδόσεις βάραιναν “σαν εφιάλτης” στον νου των εργαζόμενων μαζών, των οποίων η αντικειμενικά επαναστατική κοινωνικο-οικονομική θέση δεν συμβάδιζε πλέον μ’ αυτές τις πρώιμες εξελικτικές θεωρίες. Η εμφανής αναβίωση της αυθεντικής μαρξιστικής θεωρίας στην Τρίτη Διεθνή είναι απλά αποτέλεσμα του γεγονότος ότι σε μία νέα επαναστατική περίοδο πρέπει να λάβουν σαφή επαναστατική μορφή, όχι μόνο το ίδιο το εργατικό κίνημα, αλλά και οι θεωρητικές έννοιες των κομμουνιστών που το εκφράζουν. Γι’ αυτόν τον λόγο αναβιώνεται τώρα μεγάλο μέρος του μαρξιστικού συστήματος το οποίο φαινόταν να έχει ουσιαστικά ξεχαστεί κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα.” [5]
Ποιες ήταν συνεπώς αυτές οι “επαναστατικές” πτυχές του μαρξισμού που ανακτήθηκαν κατά τη διάρκεια της “κρίσης του μαρξισμού” (όπως το έθεσε ο Κορς), και με ποιον τρόπο συνέβαλε ο Λένιν στην ανάτκησή τους;
Ο Λένιν και το πολιτικό κόμμα
Σε μία σκοτεινή αλλά ενδεικτική παρατήρηση στην πρώτη υποσημείωση του βιβλίου “Τι να κάνουμε;”, ο Λένιν τόνιζε:
“Με την ευκαιρία, σημειώνουμε ότι στην ιστορία του νεώτερου σοσιαλισμού [...] υπάρχει το εξαιρετικά παρήγορο φαινόμενο [...] της σύγκρουσης διαφόρων κατευθύνσεων εντός του σοσιαλιστικού κινμήματος [...]. Σ’ αυτές τις διαμάχες μεταξύ λασσαλικών και αϊζεναχικών, γκεντιστών και ποσσιμπιλιστών, φαβιανών και σοσιαλδημοκρατών, οπαδών της Ναρόντναγια Βόλια και των σοσιαλδημοκρατών [...], σ’ αυτή την πρώτη, πραγματικά διεθνή σύγκρουση με τον σοσιαλιστικό οπορτουνισμό, η διεθνής επαναστατική σοσιαλδημοκρατία ίσως δυναμώσει αρκετά ώστε να βάλει τέρμα στην πολιτική αντίδραση που από καιρό βασιλεύει στην Ευρώπη” [6]
Με άλλα λόγια, θα μπορούσε η επεξεργασία του προβλήματος του οπορτουνιστικού και ρεφορμιστικού “ρεβιζιονισμού” εντός του μαρξισμού να αποτελέσει μέσο υπέρβασης του κεφαλαίου; Κάτι τέτοιο θα έμοιαζε σαν ο εγωκεντρισμός του μαρξισμού να έφτανε στο απόγειό του. Υπήρχε όμως επαρκής αιτιολόγηση γι’ αυτό. Δεν ήταν μόνο ο Λένιν (μετά το “Τι να κάνουμε;”) που ήθελε τους μενσεβίκους έξω από τη ρωσική σοσιαλδημοκρατία (ο Λένιν συμφωνούσε με τους μενσεβίκους ως προς την ανάγκη αποκλεισμού των αποκαλούμενων “οικονομιστικών” τάσεων του μαρξισμού και των εργατικών οργανώσεων της εβραϊκής Μπουντ), αλλά και όπως σπάνια τονίζεται η Λούξεμπουργκ επίσης ήθελε του ρεφορμιστές ρεβιζιονιστές έξω από το γερμανικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα (ο Κάουτσκυ φλυαρούσε ατελείωτα επί του θέματος αυτού). Οι Λένιν και Λούξεμπουργκ ήθελαν να διασπάσουν τη Δεύτερη Διεθνή ενάντια στους ρεφορμιστές (ή “οπορτουνιστές”).
Ο Λένιν δεν πίστευε μονάχα ότι οι διασπάσεις, δηλαδή οι πολιτικές διαιρέσεις, στην αριστερή πτέρυγα του εργατικού κινήματος ήταν εφικτές και επιθυμητές, αλλά και ότι ήταν απαραίτητες. Οι μόνες διαφορές του Λένιν με μορφές όπως οι Λούξεμπουργκ και Κάουτσκυ αφορούσαν μερικές συγκεκριμένες περιπτώσεις κατά τις οποίες παρόμοιες ρήξεις λάμβαναν ή μπορούσαν ή έπρεπε να λάβουν χώρα. Η Λούξεμπουργκ για παράδειγμα πίστευε ότι η ρήξη εντός της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας το 1903 ήταν πρώιμη κι έτσι διαφωνούσε με τον Λένιν και τους μπολσεβίκους για τα οφέλη της. Και, κυρίως, το πρόβλημα δεν ήταν απλώς εάν μία πολιτική διάσπαση μπορούσε ή έπρεπε να λάβει χώρα, αλλά πως, και ακόμα, πότε. Η πολιτική θεωρούνταν ένα ιστορικό φαινόμενο.
Υπάρχει το συγκεκριμένο ζήτημα του “κόμματος” ως μορφή πολιτικής. Οι Μαρξ και Ένγκελς έγραψαν στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο ότι “οι κομμουνιστές δεν σχηματίζουν ένα ξεχωριστό κόμμα αντιτιθέμενο στα υπόλοιπα κόμματα της εργατικής τάξης”. Αυτό φαινομενικά αποτελεί πρόβλημα για την περίπτωση του Λένιν, ο οποίος είναι διαβόητος σχετικά με το “κομματικό πρόβλημα”. Θέτει όμως ένα πρόβλημα για το ζήτημα του μαρξισμού γενικότερα, στο μέτρο που ο μαρξισμός εναντιώθηκε σε άλλες, αντιτιθέμενες, πολιτικές τράσεις εντός της εργατικής τάξης, όπως για παράδειγμα στον αναρχισμό κατά την Α’ Διεθνή. Τι είχε αλλάξει από την εποχή των Μαρξ και Ένγκελς σε σχέση με αυτή του Λένιν;
Ως μαρξιστές, οι Λένιν και Λούξεμπουργκ θεωρούσαν πως αγωνίζονταν για την ηγεσία του σοσιαλδημοκρατικού κινήματος και του πολιτικού του κόμματος. Αλλά δεν ταυτίζονταν απλώς είτε με το κόμμα είτε με το κίνημα, η καταγωγή των οποίων ήταν ανεξάρτητη απ’ αυτούς. Τόσο το εργατικό κίνημα όσο και το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα θα υπήρχαν ακόμα και χωρίς τον μαρξισμό. Συνεπώς το κόμμα ήταν ένα εργαλείο, όπως και το ίδιο το εργατικό κίνημα. Απαντώντας στην παρατήρηση του Μπερνστάιν ότι “το κίνημα είναι το παν, ο σκοπός τίποτα”, η Λούξεμπουργκ προχώρησε μέχρι το σημείο να δηλώσει ότι χωρίς τον σκοπό του σοσιαλισμού το εργατικό κίνημα δεν ήταν τίποτα ή, ίσως ακόμα χειρότερα από το τίποτα, επιδείνωνε τα προβλήματα του καπιταλισμού, για παράδειγμα συμβάλλοντας στην ανάδυση της “ιμπεριαλιστικής” μορφής του καπιταλισμού στα τέλη του 19ου αιώνα. Πως κατανόησαν οι μαρξιστές το σοσιαλδημοκρατικό κίνημα και τα πολιτικά του κόμματα; Για να αντιληφθούμε κάτι τέτοιο είναι απαραίτητο να λάβουμε υπόψη την κριτική του Μαρξ στο πρόγραμμα της Γκότα, επί του οποίου ιδρύθηκε το γερμανικό SPD, καθώς και τη συνακόλουθη κριτική του Ένγκελς στο πρόγραμμα της Ερφούρτης που κατέστησε τον μαρξισμό επίσημη γραμμή του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Εάν άσκησαν κριτική στα προγράμματα αυτά, η αιτία ήταν πως αυτή είναι η δουλειά των μαρξιστών: η κριτική. Ό,τι και να γραφόταν σ’ αυτά τα προγράμματα είναι σίγουρο ότι θα προκαλούσαν τις κριτικές παρατηρήσεις των Μαρξ και Ένγκελς.
Οι μαρξιστές, δηλαδή οι Μαρξ και Ένγκελς, φαίνεται πως διστακτικά συμφώνησαν με τη διαμόρφωση ενός μόνιμου κόμματος της σοσιαλδημοκρατίας, αλλά όχι χωρίς σοβαρές επιφυλάξεις και προειδοποιήσεις. Η υποστήριξη της κομματικής πολιτικής ήταν προσωρινή και υπό όρους. Για παράδειγμα, το 1917, ο ίδιος ο Λένιν απείλησε να παραιτηθεί από το κόμμα των μπολσεβίκων. Ο Λένιν θεωρούσε ότι θα μπορούσε να παραιτηθεί από το κόμμα και να συνεχίσει να ηγείται της επανάστασης, ότι θα παραιτούνταν από το κόμμα ώστε να ηγηθεί της επανάστασης.
Ο βιογράφος της Λούξεμπουργκ, ο βρετανός πολιτικός επιστήμονας J.P.Nettl, επικέντρωσε το ζήτημα του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος σε ένα σύνολο προβληματικών εννοιών, οι οποίες συνολικά είχαν αμφισβητηθεί από τη ριζοσπαστική Αριστερά της Β’ Διεθνούς, από μορφές όπως οι Λούξεμπουργκ και Λένιν. Το κόμμα μπορούσε να συλληφθεί σα συσσωρευτής συμφερόντων και ομάδα πίεσης επί του κράτους ώστε να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Ή θα μπορούσε να συλληφθεί, όπως και το είχε συλλάβει απροκάλυπτα η ηγεσία του υπό την οργανωτική πρωτοβουλία του Μπέμπελ και τη θεωρητική πρωτοβουλία του Κάουτσκυ, σαν “κράτος εντός του κράτους” ή, σύμφωνα με την ορολογία του Νετλ, σαν “κόμμα-κληρονόμος”, το οποίο στόχευε στην κατάκτηση της εξουσίας. [7] Εδώ εμπλεκόταν μια προβληματική θεωρία όχι μόνο της επανάστασης αλλά και του σοσιαλισμού. Ιδιαίτερα προβληματική ήταν η ιδέα της οικοδόμησης της οργάνωσης της εργατικής τάξης εντός του καπιταλισμού ώστε όταν η τελική του κρίση κατέφθανε, η πολιτική εξουσία θα έπεφτε στα χέρια των σοσιαλδημοκρατών, οι οποίοι οργάνωναν την εργατική τάξη προβλέποντας μία παρόμοια εξέλιξη των γεγονότων. Όμως οι θεωρητικές αυτές συλλήψεις αμφισβητήθηκαν και δέχθηκαν κριτική, όχι μόνο από μετέπειτα ριζοσπάστες όπως οι Λούξεμπουργκ και Λένιν, αλλά επίσης από τους ίδιους τους Μαρξ και Ένγκελς. Μαρξιστές όπως οι Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν και Λούξεμπουργκ ήταν, ορθά, βαθιά καχύποπτοι απέναντι στο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα ως ένα διαρκή και μόνιμο πολιτικό θεσμό της εργατικής τάξης.
Το πρόβλημα της κομματικής πολιτικής
Για την κατάλληλη εστίαση αυτής της συζήτησης σημαντική προϋπόθεση είναι η επιστροφή στην κλασική φιλελεύθερη περιφρόνηση για τα πολιτικά κόμματα. Δεν υπήρχε όρος που να προκαλεί μεγαλύτερη πολιτική καταφρόνηση από τον “άνθρωπο του κόμματος”, ή την “κομματική” πολιτική, όροι που παραβίαζαν όχι μόνο την αξία των σκεπτόμενων ατόμων αλλά, επίσης, και ίσως πιο σημαντικά, την ίδια την έννοια της πολιτικής στη φιλελεύθερη και δημοκρατική της σύλληψη, ιδιαίτερα όσον αφορά τη διάκριση μεταξύ κράτους και κοινωνίας των πολιτών. Ενώ το κράτος ήταν καταναγκαστικό, οι θεσμοί της κοινωνίας των πολιτών ήταν εθελοντικοί. Στο μέτρο που τα πολιτικά κόμματα, ως μορφές συνένωσης, μπορούσαν να θεωρηθούν οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, η συνάρθρωσή τους, ως σχηματισμών, με την πολιτική εξουσία του κράτους φάνηκε στους κλασικούς φιλελεύθερους στοχαστές ως ιδιαίτερα επικίνδυνη. Ο Χέγκελ ας πούμε, προτιμούσε ρητά την κληρονομική μοναρχία επί της δημοκρατίας ως μορφή εκτελεστικής εξουσίας, ακριβώς επειδή η πρώτη δεν ανέγειρε παρόμοια προβλήματα. Για τον Χέγκελ, η κοινωνία των πολιτών θα παρέμενε περισσότερο ελεύθερη υπό μοναρχικό παρά υπό δημοκρατικό πολίτευμα, καθώς στο τελευταίο θεωρούσε πως η πολιτική εξουσία θα στρεβλωνόταν από ιδιωτικά συμφέροντα. Ο κίνδυνος εντοπιζόταν στη δυνατότητα μίας ομάδας της κοινωνίας των πολιτών να καταλάβει την κρατική εξουσία για τα στενά, ιδιωτικά της συμφέροντα. Επιπλέον, στην κλασική φιλελεύθερη παράδοση, η ιδέα του “επαγγελματία πολιτικού” ήταν αυστηρά ελεγχόμενη. Όσοι εμπλέκονταν στην κρατική πολιτική το έκαναν μάλλον μέσω άλλων θεσμών της κοινωνίας των πολιτών, ως επιχειρηματίες, καθηγητές, ιερείς κλπ, και μόνο διστακτικά αναλάμβαναν το καθήκον ενός δημόσιου αξιώματος: “είναι μια βρώμικη δουλειά αλλά κάποιος πρέπει να την κάνει”.
Αυτό το πρόβλημα της νεώτερης πολιτικής και οι μορφές του επανεμφανίστηκε στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα με στοχαστές όπως ο Ρόμπερτ Μίχελς, μαθητής και συνεργάτης του Μαξ Βέμπερ, που ασχολήθηκε επίσης με το πρόβλημα της νεώτερης “γραφειοκρατίας” και, σε μία έρευνα που αποτέλεσε ορόσημο, συνέκρινε το γερμανικό SPD με το Δημοκρατικό Κόμμα στις ΗΠΑ, ειδικά σε σχέση με το ζήτημα της “κομματικής μηχανής”, με τα “εκλογικά της αφεντικά”, ή αλλώς της μηχανικής κομματικής πολιτικής, και με τη συνακόλουθη τάση προς ό,τι ο Μίχελς αποκάλεσε “ολιγαρχία”. Ο Μίχελς υπήρξε μέλος του SPD, στη ριζοσπαστική του τάση, μέχρι το 1907. (Ο Μίχελς, που μελέτησε επίσης το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Ιταλίας, στρατεύτηκε αργότερα στον ιταλισμό φασισμό υπό τον πρώην σοσιαλιστή Μπενίτο Μουσολίνι, επειδή νόμιζε πως ο φασισμός αποτελούσε λύση στο πρόβλημα της γραφειοκρατίας, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία). Συνεπώς, το πρόβλημα της κομματικής πολιτικής ήταν οικείο θέμα την εποχή του Λένιν. Για τους ριζοσπάστες μαρξιστές της Β’ Διεθνούς, όπως οι Λούξεμπουργκ και Λένιν, το εργατικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα δεν προοριζόταν να αποτελέσει συσσωρευτή συμφερόντων και διαρκή πολιτικό θεσμό κοινωνικής εξουσίας, όπως το Δημοκρατικό Κόμμα στις ΗΠΑ (το οποίο έγινε εν τέλει το κόμμα των εργατικών συνδικάτων). Ποια ήταν, τότε, η λειτουργία του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος σύμφωνα με τους Λένιν και Λούξεμπουργκ;
Προφανώς, οι πολιτικοί προβληματισμοί του Λένιν δεν ήταν ίδιοι μ’ αυτούς των φιλελεύθερων οι οποίοι επιδίωκαν να αποτρέψουν την παρεμπόδιση του δυναμισμού της κοινωνίας των πολιτών στον καπιταλισμό από την αποστέωση της πολιτικής εξουσίας. Γιατί ο προβληματισμός του Λένιν αφορούσε πάνω απ’ όλα την επανάσταση, δηλαδή τον ριζικό κοινωνικό μετασχηματισμό. Ήταν όμως το πρόβλημα της πολιτικής κατά συνέπεια τόσο διαφορετικό στην περίπτωση του Λένιν; Αυτό εγείρει το σημαντικό πρόβλημα της συσχέτισης της κοινωνικής επανάστασης και μετασχηματισμού με την “πολιτική” στη νεώτερη σημασία της. Δηλαδή, εάν ο Λένιν ενδιαφερόταν για το “τέλος” της πολιτικής όπως την είχε συλλάβει ο φιλελευθερισμός και όπως ασκούνταν στον καπιταλισμό, ή αντίθετα εάν ενδιαφερόταν για την αφαίρεση του εμποδίου που είχε καταλήξει να είναι ο καπιταλισμός ως προς την άσκηση της πολιτικής. Με ποιον τρόπο η υπέρβαση του κοινωνικού προβλήματος του καπιταλισμού είχε γίνει μία νέα αρχή για την αληθινή άσκηση της πολιτικής; Μ’ αυτή την έννοια, είναι σημαντικό να διερευνήσουμε τον τρόπο με τον οποίο η πολιτική μεσολάβηση γεννήθηκε αλλά εν τέλει διαμορφώθηκε και διαστρεβλώθηκε από τη νεώτερη κοινωνία του κεφαλαίου, ειδικά μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση.
Η “πολιτική” είναι νεώτερο φαινόμενο. Η νεώτερη πολιτική καθορίζεται από την κρίση του κεφαλαίου στη νεώτερη ιστορία. Ο παραδοσιακός πολιτισμός, πριν από την αστική καπιταλιστική εποχή, βίωνε κρίσεις οι οποίες μπορούσαν να θεωρούνται μόνο φυσικές ή θεϊκές ως προς τις αιτίες τους. Η νεώτερη κοινωνία, για τους μαρξιστές (αλλά και τους φιλελεύθερους) βιώνει μάλλον ανθρωπογενείς κρίσεις, οι οποίες συνεπώς μπορούν να υπαχθούν στη σφαίρα της πολιτικής. Πράγματι η αστική πολιτική απαντά στη διαρκή κρίση του καπιταλισμού – με μία έννοια, μόνο αυτό κάνει – όμως απαντά ανεπαρκώς, φυσικοποιώντας πτυχές του καπιταλισμού οι οποίες θα έπρεπε να θεωρούνται μεταβλητές, αλλά οι οποίες, σύμφωνα με τους μαρξιστές, μπορούν να θεωρούνται ως τέτοιες, ριζικά και με συνέπεια μεταβλητές, από μία προλεταριακή ή εργατική σοσιαλιστική σκοπιά. Συνεπώς, η νεώτερη πολιτική κατατρύχεται από το “φάντασμα του κομμουνισμού” ή σοσιαλισμού. Όπως το έθεσε ο Μαρξ, στη 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, “κάθε αίτημα για την απλούστερη αστική οικονομική μεταρρύθμιση, τον πιο κοινό φιλελευθερισμό, τον πιο τυπικό ρεπουμπλικανισμό, την πιο ανούσια δημοκρατία, [...] στιγματίζεται ως ‘σοσιαλισμός’.”[8]
Περαιτέρω, το συγκεκριμένο νόημα του σοσιαλισμού ή του κομμουνισμού υπόκειται σε αλλαγή. Για τους μαρξιστές, το αίτημα για σοσιαλισμό τον 19ο αιώνα αποτέλεσε μηχανή καπιταλιστικής ανάπτυξης, με την ιστορική έννοια. Η ιστορία (story) του σοσιαλισμού είναι συνδεδεμένη με την ανάπτυξη του κεφαλαίου, και το πρόβλημα του εάν και πως η κρίση του μεγαλώνει και προάγεται.
Επιπλέον, το πρόβλημα της κομματικής πολιτικής per se είναι ένα φαινόμενο της μετά-το-1848 εποχής, αξεδιάλυτο από τον νεώτερο σοσιαλισμό. Με άλλα λόγια, η κρίση της αστικής κοινωνίας του κεφαλαίου μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση και η αποτυχία της “κοινωνικής δημοκρατίας” (“social republic”) το 1848, ήταν η κρίση της αστικής κοινωνίας ως φιλελεύθερης. Η άνοδος της κομματικής πολιτικής συνεπώς ήταν στοιχείο του αυξανόμενου αυταρχισμού της αστικής κοινωνίας, της αποτυχίας του φιλελευθερισμού. Ως τέτοιος, ο σοσιαλισμός χρειαζόταν να αναλάβει τα προβλήματα της αστικής κοινωνίας του κεφαλαίου τα οποία η αστική πολιτική είχε εγκαταλείψει στον μετά-το-1848 κόσμο. Για τον Μαρξ, το πρόβλημα εντοπιζόταν κατεξοχήν στον δημοφιλή αυταρχισμό του Λουδοβίκου Βοναπάρτη ενάντια στους φιλελεύθερους της Δεύτερης Γαλλικής Δημοκρατίας, με κορύφωση το coup d’état και την εγκαθίδρυση της Δεύτερης Αυτοκρατορίας. Όπως το έθεσε ο Μαρξ, οι καπιταλιστές δεν ήταν πλέον ικανοί, και οι εργάτες δεν ήταν ακόμα ικανοί να διαφεντεύουν την αστική κοινωνία του κεφαλαίου. Η κομματική πολιτική συνεπώς ήταν συνδεδεμένη με το ιστορικό φαινόμενο του Βοναπαρτισμού.
Ο Λένιν και η κρίση του μαρξισμού
Κατά την περίοδο στενής συνεργασίας μεταξύ της Λούξεμπουργκ και του Λένιν κατά τη Ρωσική Επανάσταση του 1905, η Λούξεμπουργκ εξαπέλυσε μία κριτική της σχέσης που είχε αναπτυχθεί μεταξύ του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος και των εργατικών συνδικάτων στην μπροσούρα της “Μαζική απεργία, πολιτικό κόμμα και συνδικάτα”. (Επίσης, την ίδια περίοδο η Λούξεμπουργκ υπερασπίστηκε τον Λένιν γράφοντας ενάντια στην κατηγορία περί “μπλανκισμού” που του είχαν προσάψει οι μενσεβίκοι, την οποία αποκαλούσε “σχολαστική”, θεωρώντας πως λέει πολλά περισσότερα για τον ρεφορμιστικό οπορτουνισμό αυτών που εξαπέλυαν τις κατηγορίες εναντίον του Λένιν, παρά για τον ίδιο τον στόχο τους [9]). Στην μπροσούρα της για τη μαζική απεργία, η Λούξεμπουργκ σκιαγράφησε εξειδικευμένους και μη-ταυτόσημους ρόλους για τα διάφορα στοιχεία που επισήμαινε στον τίτλο της, δηλαδή για τις απεργιακές επιτροπές, τα πολιτικά κόμματα, και τα εργατικά συνδικάτα (δεν έκανε αναφορά συγκεκριμένα στα “σοβιέτ”, ή αλλιώς εργατικά συμβούλια). Μ’ αυτή την έννοια, η “μαζική απεργία” ήταν για τη Λούξεμπουργκ ένα σύμπτωμα της ιστορικής ανάπτυξης και κρίσης της ίδιας της δημοκρατίας. Αυτό δημιουργούσε ένα πρόβλημα πολιτικής, και όχι απλά τακτικής. Δηλαδή, για τη Λούξεμπυργκ, η μαζική απεργία αποτελούσε φαινόμενο του τρόπου με τον οποίο η σοσιαλδημοκρατία είχε αναπτύξει τα πολιτικά της κόμματα και εργατικά συνδικάτα, φέρνοντας στο προσκήνιο νέες ιστορικές αναγκαιότητες. Η μποροσούρα της Λούξεμπουργκ ήταν, πάνω απ’ όλα, μία κριτική του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, το οποίο αντιμετώπιζε ως ιστορικό σύμπτωμα. Αυτό προεικόνιζε η πρότερη μπροσούρα της Λούξεμπουργκ (“Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση;”) όπου διευθετούσε το ζήτημα της raison d’être του σοσιαλδημοκρατικού κινήματος (τον συνδυασμό πολιτικού κόμματος και εργατικών συνδικάτων).
Μέσω αυτής της σκοπιάς σύλληψης της ιστορίας του εργατικού κινήματος και του ίδιου του μαρξισμού ως ενδογενών στοιχείων της ιστορίας του καπιταλισμού, γίνεται εφικτή η κατανόηση της περαιτέρω έκφρασης της πολιτικής στα μετέπειτα έργα του Λένιν, όπως το “Κράτος και επανάσταση” και τον “Αριστερισμό”, όπως και η κατανόηση των πολιτικών συγκρούσεων που συνόδευαν το νεαρό σοβιετικό κράτος από τη Ρωσική Επανάσταση μέχρι τον εμφύλιο πόλεμο και τη σταθεροποίηση του διεθνούς καπιταισμού μετά το πέρας του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Λένιν διατήρησε μια αυστηρά μινιμαλιστική σύλληψη του κράτους, περιορίζοντάς το στο μονοπώλιο της εξουσίας για την άσκηση εξαναγκασμού, με σκοπό ακριβώς την αποφυγή της πανπεριεκτικής σύλληψης του κράτους ως το άλφα και το ωμέγα της πολιτικής. Παρομοίως, ο Λένιν έκρινε ως “παδική” την ανυπομονησία των υποτιθέμενων ριζοσπαστών απέναντι στις υπάρχουσες μορφές πολιτικής μεσολάβησης, όπως τα κοινοβούλια, τονίζοντας αταλάντευτα πως ενώ ο μαρξισμός μπορεί να έχει ξεπεράσει “θεωρητικά” μια φιλελεύθερη σύλληψη του κράτους, αυτό δεν είχε ακόμα επιτευχθεί “πολιτικά”, δηλαδή στην πράξη. Απαντώντας στην προτροπή του Τρότσκυ για τη στρατιωτικοποίηση των εργατικών συνδικάτων στο σοβιετικό κράτος, ο Λένιν επέμενε ότι τα συνδικάτα ήταν απαραίτητο να παραμείνουν ανεξάρτητα, όχι μόνο από το κράτος, αλλά και από το ίδιο το κομμουνιστικό κόμμα. Οι εργάτες χρειάζονταν την ικανότητα, σύμφωνα με τον Λένιν, να διεκδικούν τα δικαιώματά τους απέναντι στο κόμμα και το κράτος. Αναγνώριζε την αναγκαιότητα μίας ρητώς εκφρασμένης μη-ταυτότητας μεταξύ του κράτους, των πολιτικών κομμάτων, και άλλων εθελοντικών θεσμών της κοινωνίας των πολιτών όπως τα συνδικάτα. Θεμελίωση αυτής της πεποίθησης αποτελούσε η οπτική του Λένιν επί των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων, οι οποίες θεωρούσε πως δεν μπορούσαν να καταργηθούν με ένα χτύπημα μέσω της πολιτικής επανάστασης. Παρά τη “συντριβή” του, το κράτος θα μπορούσε να ανασυγκροτηθεί, όχι επί τη βάσει μίας νέας κοινωνικής αρχής, αλλά της συνέχισης αυτού που ο Λένιν αποκαλούσε “αστικό δίκαιο”, για μεγάλο διάστημα μετά την πολιτική ανατροπή, και την κοινωνική εξάλειψη ακόμα, της διακριτής καπιταλιστικής τάξης. Το “αστικό δίκαιο” επιβίωνε ακριβώς μεταξύ των εργατών (και άλλων πρότερα εκμεταλλευόμενων μελών της κοινωνίας) κι έτσι αναπόφευκτα καθοδηγούσε τις κοινωνικές τους σχέσεις, καθιστώντας αναγκαίο ένα κράτος το οποίο θα μπορούσε μονάχα να “απονεκρωθεί”. Η πολιτική θα μπορούσε μονάχα με αργούς ρυθμούς να μετασχηματιστεί.
Τέλος, προκύπτει το ζήτημα της επίμονης προσκόλλησης του Αντόρνο στον Λένιν, παρά τις φαινομενικές, με την πρώτη ματιά, παράταιρες αντιφάσεις σε σχέση με την οπτική και πολιτική πρακτική του ίδιου του Λένιν. Για παράδειγμα, σε ένα όψιμο δοκίμιο του 1969, ο Αντόρνο επαινούσε το συνταγματικό σύστημα των ΗΠΑ για τον “διαχωρισμό των εξουσιών” και το σύστημα “ελέγχου και ισορροπιών” ως κρίσιμα για τη διατήρηση της κριτικής λειτουργίας του Λόγου (reason) στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας.[10] Αλλά αυτό για τον Αντόρνο ήταν ένα παράδειγμα, το οποίο δεν θα έπρεπε να υποστασιοποιείται ως τέτοιο. Η ταύτιση της εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας στο “σοβιετικό” σύστημα των “εργατικών συμβουλίων” συλλαμβανόταν από τον Λένιν, όπως πολύ καλά ήξερε ο Αντόρνο, ως συνυπάρχουσα με διακριτές οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών όπως τα πολιτικά κόμματα, τα εργατικά συνδικάτα και άλλες εθελοντικές ομάδες, κι έτσι δεν παραβίαζε αναγκαστικά, και σίγουρα όχι από πρόθεση, τον κριτικό ρόλο της πολιτικής μεσολάβησης στα διάφορα επίπεδα της κοινωνίας.
Η σύγχυση και συνταύτιση του μοντέλου κομματικής πολιτικής του Λένιν σα μορφή κρατικής πολιτικής κατά την επιδίωξη του σοσιαλισμού, αποτελεί μεγάλο λάθος. Ο Λένιν προϋπέθετε τη σημαντική μη-ταυτότητά τους. Αντιλαμβανόταν το κόμμα ως ένα μόνο μεταξύ πολλών κομμάτων, συμπεριλαμβανομένων πολλαπλών κομμάτων της εργατικής τάξης τα οποία θα συανγωνίζονταν να κερδίσουν την υποστήριξή της, συμπεριλαμβανομένων ακόμα και πολλαπλών “μαρξιστικών” κομμάτων, τα οποία θα διαφοροποιούνταν ως προς τον τρόπο συσχέτισης θεωρίας και πράξης, μέσων και σκοπών.
Αντιθέτως, δεν υπήρχε τίποτα τόσο καταπιεστικό και αυταρχικό όσο το σοσιαλδημοκρατικό “κόμμα ολόκληρης της τάξης” όπως το εννοούσε ο Κάουτσκυ (ή ο Μπέμπελ) – όσο το σοσιαλδημοκρατικό σύνθημα “μία τάξη, ένα κόμμα”, σύμφωνα με το οποίο στο μέτρο που οι καπιταλιστές έχουν ενιαίο συμφέρον ενάντια στους εργάτες, οι εργάτες πρέπει να ενοποιηθούν ενάντια στους καπιταλιστές. Εξάλλου ήταν το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα που εξαπέλυσε την αντεπανάσταση ενάντια στους Λένιν και Λούξεμπουργκ.
Ο Λένιν διατήρησε την πολιτική διχάζοντας τον μαρξισμό. Αυτό δεν συγχωρέθηκε ποτέ στον Λένιν. Αλλά, ακριβώς γι’ αυτό είναι που πρέπει να τον θυμόμαστε.
Υποσημειώσεις:
[1]. Moshe Lewin, Lenin’s Last Struggle (Ann Arbor: University of Michigan Press, 2005).
[2]. Adorno, Negative Dialectics, trans. E. B. Ashton (New York: Continuum, 1973), 143.
[3]. Lenin, Karl Marx: A Brief Biographical Sketch with an Exposition of Marxism, II. “The Marxist Doctrine,” in Lenin, Collected Works vol. 21 (Moscow: Progress Publishers, 1974). Originally published in 1915. Available on-line at: .
Τροποιήσαμε τη μετάφραση του TVXS
http://tvxs.gr/news/%CF%83%CE%B1%CE%BD-%CF%83%CE%AE%CE%BC%CE%B5%CF%81%CE%B1/%CE%BF-%CE%B2%CE%BB%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B9%CE%BC%CE%AF%CF%81-%CE%BB%CE%AD%CE%BD%CE%B9%CE%BD-%CE%B3%CF%81%CE%AC%CF%86%CE%B5%CE%B9-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CE%BA%CE%B1%CF%81%CE%BB-%CE%BC%CE%B1%CF%81%CE%BE
[4]. Cited by Benjamin in “On the Concept of History,” Selected Writings vol. 4 1938–40 (Cambridge, MA: Harvard, 2003), 395.
[5]. Korsch, “Marxism and Philosophy,” in Marxism and Philosophy, ed. and trans. Fred Halliday (New York: Monthly Review Press, 2008), 67–68.
[6]. Lenin, What Is to Be Done? Burning Questions of Our Movement (1902), available on-line at: .
[7]. Peter Nettl, “The German Social Democratic Party 1890-1914 as Political Model,” Past and Present 30 (April 1965).
[8]. Marx, The Eighteenth Brumaire of Louis Bonaparte, in Robert Tucker, ed., Marx-Engels Reader 2nd edition (New York: Norton, 1978), 602.
[9]. Rosa Luxemburg, “Blanquism and Social Democracy” (1906). Available on-line at: http://www.marxists.org/archive/luxemburg/1906/06/blanquism.html.
[10]. Adorno, “Critique,” Critical Models: Interventions and Catchwords, trans. Henry W. Pickford (New York: Columbia University Press, 1998).

4 Ağustos 2014 Pazartesi

Για μια μινι - πολυπολιτισμικότητα Ποιες οι εναλλακτικές λύσεις; Μια νέα ιδέα για την Ολλανδία και, κατ’ επέκταση για την Ευρώπη του Dick Pels σε μετάφραση Βασίλη Μπογιατζή/ αναδημοσιευση απο το μη μαδάς τη μαργαρίτα

Δευτέρα, 4 Αυγούστου 2014

Για μια μινι - πολυπολιτισμικότητα



Ποιες εναλλακτικές λύσεις μπορούμε να κινητοποιήσουμε απέναντι στον εθνικισμό και την απολυτοποίησή του και στην «εθνικοποίηση» της ελευθερίας και της δημοκρατίας; Νομίζω ότι πρώτα από όλα χρειάζεται να απορρίψουμε ριζικά την έννοια της κυριαρχίας, τόσο στην ατομική όσο και στη συλλογική της μορφή. Πρέπει να «απο-εθνικοποιήσουμε» και να «από-απολυτοποιήσουμε» τόσο την έννοια της ατομικής ελευθερίας όσο και αυτή της εθνικής ταυτότητας. Πώς να το κάνουμε αυτό; Στο βιβλίο μου Μια αδυναμία για την Ολλανδία (A Weakness for the Netherlands) το 2005 επιχειρηματολόγησα υπέρ μιας «αδύναμης ταυτότητας» και ενός «ενεργού σχετικισμού» ως κεντρικών αξιών για μια ολλανδική [και κατ’ επέκταση Ευρωπαϊκή] δημοκρατική κουλτούρα. Τέτοιες ιδέες προκαλούν φυσικά τρόμο σε εκείνους [λαϊκιστές και νεοσυντηρητικούς] που βλέπουν τον πολιτισμικό σχετικισμό ως πηγή παρακμής, μηδενισμού και κάθε πολιτισμικού κακού, και τον ταυτίζουν με την πολιτισμική «αυτο-υπονόμευση» και το ξεπούλημα των πλέον εξυμνημένων θεμελιωδών αξιών μας.
Αλλά μια «νέα ιδέα για την Ολλανδία», υποστηρίζω, δεν πρέπει να αναπτυχτεί με όρους ισχυρής, αλλά μάλλον με όρους μιας ασθενούς ταυτότητας. Η Ολλανδία είναι ένα ταιριαστά ασαφές, πολυποίκιλο και δυναμικό σύνολο, το οποίο διαρκώς αναδομείται και τίθεται υπό αμφισβήτηση, όχι μία τελειωμένη και οριοθετημένη οντότητα ή μια περιοριστική ουσία που μπορεί να «συλληφθεί» κατά παραγγελία από τα βάθη της ιστορικής πραγματικότητας. Η Ολλανδία επαν-επινοείται και επαν-ανακαλύπτεται κάθε μέρα από όλους εκείνους που έχουν δεσμούς ή που ενδιαφέρονται για αυτή. Δεν πρέπει να επιχειρήσουμε να επιδιορθώσουμε τεχνητά αυτή την «οντολογική αδυναμία». Μπορούμε να κάνουμε χωρίς τη δυναμική, μαχητική αι περήφανη εθνική ταυτότητα, όπως αυτή υποστηρίζεται από τη λαϊκιστική δεξιά. Η δύναμη του ολλανδικού εθνικού χαρακτήρα βρίσκεται ακριβώς σε μία «αδυναμία χαρακτήρα», η οποία τροφοδοτείται από τη μετριοπάθεια και τη μετριοφροσύνη σχετικά με τις αξίες και τα επιτεύγματά μας, και κατ’ αυτό τον τρόπο δίνει τη δυνατότητα να αναδύονται διαρκώς διαφορετικές απόψεις σχετικά με το ποιες είναι αυτές οι αξίες και τα επιτεύγματα. Όχι μια αλαζονική βεβαιότητα σχετικά με ένα σκληρό κανονιστικό πυρήνα, αλλά μια αβέβαια ιδέα για την Ολλανδία προσφέρει το καλύτερο σημείο αφετηρίας, τόσο για τη συμπερίληψη των «ξένων» πολιτισμών μέσα στην «κοινωνία» μας, όσο και για την ενσωμάτωση της δικής μας κουλτούρας στην Ευρώπη και στον ευρύτερο κόσμο.
Αυτό είναι διαφορετικό και από την πολυπολιτισμικότητα και από την ίση κανονιστική μεταχείριση όλων των πολιτισμών («κακός σχετικισμός»). Αλλά είναι εξίσου διαφορετικό και από τη «μονο-πολιτισμικότητα» μιας «ηγεμονεύουσας» και υπέρτερης ολλανδικής εθνικής κουλτούρας, η οποία δικαιολογημένα κυριαρχεί όλες τις άλλες. Αντιθέτως, επιχειρηματολογώ υπέρ μιας «μίνι-πολιτισμικότητας» (miniculturalism)  η οποία καταφάσκει τις κανονιστικές και υλικές προϋποθέσεις προκειμένου μόνιμα να διατηρούνται ανοιχτά κανάλια επικοινωνίας: διαρκής συζήτηση και διαμάχη, εγγυημένη πρόσβαση για τον καθένα σε αυτή, πλουραλισμός των αξιών και των ιδεών, ανεκτικότητα, και ενδυνάμωση/ενίσχυση του καθενός προκειμένου να αναπτύξει εκείνες τις δεξιότητες και αξίες που απαιτούνται για να συμμετέχει σε αυτή τη συζήτηση και αντιπαράθεση. Αυτό προϋποθέτει μια ελάχιστη βούληση να σχετικοποιεί κανείς τις δικές του αξίες και αλήθειες ως «εισιτήριο» σε μια τέτοια συζήτηση και αντιπαράθεση: η ικανότητα να «αντέχει» (σ)την κριτική, να δείχνει ανεκτικότητα στις πολιτισμικές διαφορές και να είναι ανοικτός στην αμφιβολία, την πολυπλοκότητα και την αμφιταλάντευση. 
   
Το γεγονός ότι στη γνώριμη απαρίθμηση των αποκαλούμενων αδιαπραγμάτευτων «θεμελιωδών αξιών» της Δυτικής κουλτούρας –όπως είναι ο διαχωρισμός της εκκλησίας από το κράτος, η ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών και ετερο- και ομοφυλοφίλων, η ελευθερία του λόγου, η ελευθερία της θρησκείας, το συνταγματικό κράτος και το κράτος δικαίου– δεν περιλαμβάνεται άλλη μια θεμελιώδης αξία προκαλεί υποψίες. Μια κρίσιμη Διαφωτιστική αξία συστηματικά εξαλείφεται και υποβαθμίζεται η σημασία της (με αυτή την έννοια, ο Διαφωτισμός απάγεται από τη δεξιά), ενώ έχει τη δυνατότητα ακριβώς να απαλύνει και να παρεμποδίσει τη δυνητική απολυτοποίηση όλων των υπολοίπων: η ικανότητα να είμαστε αυτοκριτικοί, να σχετικοποιούμε και να μετριάζουμε την κουλτούρα και την ταυτότητά μας. Κατά έναν ενδιαφέροντα τρόπο, πράγματι αποδεχόμαστε πλήρως αυτές τις αξίες, αλλά ταυτόχρονα βρισκόμαστε σε μια διαμάχη δίχως τέλος η οποία αφορά το ακριβές νόημα και τα ακριβή τους όρια (π.χ., της ελευθερίας του λόγου, του διαχωρισμού εκκλησίας-κράτους). Αυτό που μας ενώνει, επομένως, δεν είναι τόσο ένα σύνολο «αδιαπραγμάτευτων αξιών», όσο η συζήτηση και διαμάχη (η δίχως τέλος διαπραγμάτευση) σχετικά με το περιεχόμενο, τα όρια και τη σημασία τους.

Ένα δημοκρατικό συνταγματικό κράτος είναι περήφανο όχι επειδή κατέχει μια σαφώς ορισμένη ταυτότητα, αλλά επειδή προσφέρει χώρο για μια πολλαπλότητα ταυτοτήτων. όχι μια κοινή εθνική κουλτούρα ή δημόσια ηθικότητα, αλλά τη διατήρηση ενός δημόσιου χώρου (forum) που επιτρέπει να εκδηλωθούν οι διαφορές και να εκφραστούν οι διαφωνίες. Αυτό που μας ενώνει, είναι ακριβώς αυτή η έλλειψη συναίνεσης και συμφωνίας σχετικά με το τι είναι αυτό που μας ενώνει: μια δίχως τέλος συζήτηση και διαμάχη όσον αφορά το ποιοι είμαστε και τι θέλουμε να γίνουμε. Η καλή ζωή (ευδαιμονία, ευ ζην) μπορεί επίσης να οριστεί ως ένας τρόπος ζωής σύμφωνα με τον οποίο έχουμε τη δυνατότητα διαρκώς, ελεύθερα και πολιτικά να συζητούμε για το νόημα της καλής ζωής. Πιστεύω ότι δεν έχουμε ανάγκη από μια ισχυρότερη αξιακή βάση πέρα από αυτή την από κοινού συμφωνία σχετικά με τις προϋποθέσεις μιας δημοκρατικής συζήτησης και αντιπαράθεσης (στην οποία όλοι έχουν δικαίωμα). Τίποτα περισσότερο, αλλά επίσης και τίποτα λιγότερο.

«Μια αδυναμία για την Ευρώπη»

Αυτή η οπτική μπορεί να επεκταθεί λίγο περισσότερο και να μετασχηματισθεί σε μια «αδυναμία για την Ευρώπη». Το κεντρικό ευρωπαϊκό σλόγκαν είναι «ενότητα-στη-διαφορά», αλλά ποιο πρέπει να είναι το βάρος του κάθε σκέλους σε αυτή την ισορροπία; Πόση ενότητα χρειαζόμαστε, πόση διαφορά μπορούμε να αντέξουμε; Χρειάζεται πράγματι να γίνουμε «ένα» προκειμένου να είμαστε επαρκώς συνεκτικοί; Η αναζήτηση για μια ομόφωνη, αναμφισβήτητη ευρωπαϊκή ταυτότητα, για την Ευρώπη ως μια μονοδιάστατη κοινότητα αξιών έχει μακρά ιστορία. Κάποιοι την εντοπίζουν στον Χριστιανισμό, άλλοι στον κοσμικό ουμανισμό ή στον φιλελευθερισμό της αγοράς.

Το 1998 ο Fortuyn έγραψε ένα μικρό βιβλίο με τον τίτλο Άψυχη Ευρώπη στο οποίο υποστήριζε την άποψη ότι οι εθνικές κουλτούρες, όπως λ.χ. η ολλανδική, διέθεταν «ψυχή», κάτι το οποίο είναι απόν από την Ευρώπη. Ότι η ευρωπαϊκή κουλτούρα και ταυτότητα δεν υπάρχει στην πραγματικότητα, τουλάχιστον όχι ανάμεσα στους καθημερινούς ανθρώπους. Ότι το έθνος-κράτος είναι το αληθινό οικογενειακό μας σπίτι. Ότι η Ευρώπη δεν αποτελεί έναν «λαό», δεν διαθέτει «λαϊκή βούληση» και δεν υπάρχουν ευρωπαίοι πολίτες. Κατά την άποψή του, η Ευρώπη ποτέ δεν θα μπορούσε να γίνει μια πραγματική δημοκρατία.
Πρέπει να δώσουμε τέλος σε αυτή την ουσιοκρατική αναζήτηση και αυτο-εξέταση. Μια νέα ιδέα για την Ευρώπη είναι μια ασθενής ιδέα της Ευρώπης. Δεν είναι μια μεγάλη οικογένεια με μια μοναδική κουλτούρα, γλώσσα, περιοχή ή ιστορία, αλλά ένα χαλαρό σύμπλεγμα (μια οντότητα, όχι μια ενότητα) με ασαφή σύνορα και με μια λεπτή μάλλον παρά ισχνή ταυτότητα. Αυτή η έλλειψη μιας σαφούς φυσιογνωμίας και ταυτότητας δεν αποτελεί έλλειμμα, αλλά πηγή ισχύος. Αυτό είναι το ιδεώδες της Ευρώπης ως μιας «κοινότητας ζωής» («το ευρωπαϊκό ταξιδιάρικο φως»), η οποία συνέχει μέσω των διαρκώς εξελισσόμενων ευρω-αγγλικών, των τρένων υψηλής ταχύτητας, του Ευρώ και του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου.
Ενδεχομένως, η νέα Ευρώπη να μπορεί να γίνει αντιληπτή με τους όρους μιας «Μεγάλης Ολλανδίας». Αυτό σημαίνει: το μοντέλο δεν είναι η ενοποιημένη μοναρχία που δημιουργήθηκε μετά το 1813, αλλά η Δημοκρατία που προηγήθηκε αυτής. Η Ολλανδική Δημοκρατία και οι Επτά (όχι και τόσο) Ενωμένες Επαρχίες της ήταν αξιοσημείωτα επιτυχημένη στην εποχή της, ακριβώς εξαιτίας της χαλαρά συγκολλημένης πολιτικής της κοινότητας, της πολυεπίπεδης δομής συνεργασίας και ανταγωνισμού και της επισφαλούς πολιτισμικής της ενότητας-στη-διαφορά. Ίσως λοιπόν, να είναι ταιριαστό αυτός ο έπαινος της αδυναμίας και η υπεράσπιση της δημοκρατικής αβεβαιότητας να πρέπει να πηγάσει από την Ολλανδία.


[Απόσπασμα από το Dick Pels, “Populism, National Identity and Europe: Populism and National Identity, the Dutch case”. 
Το πλήρες κείμενο στα αγγλικά, προσβάσιμο στο http://gef.eu/fileadmin/user_upload/GEF_GA_Pels_Populism_the_Dutch_Case_02.pdf]                    

23 Haziran 2014 Pazartesi

η δυστυχία προβάλλεται ως Reality show : ως θέαμα προς κατανάλωση και τέρψη ..

την προβολή του Life style. άρχισε να διαδέχεται η προβολή της δυστυχίας , την κοινωνικής αδικίας και εξαθλίωσης .. Όμως ο τρόπος , ο θεαματικός τρόπος με τον οποίο προβάλλεται η δυστυχία είναι πάνω κάτω ο ίδιος : η δυστυχία προβάλλεται ως Reality show όχι δηλαδή ως αυτό που είναι αλλά ως θέαμα προς κατανάλωση και τέρψη .. Οι Ναζί πρώτα είχαν καθιερώσει στην Ναζιστική Γερμανία τουριστικές εκδρομές στα Γκέτο των Εβραίων - σήμερα τουριστικά γραφεία αναλαμβάνουν εκδρομές στις Φαβέλες της Λατινικής Αμερικής.. Ας μη μας ξεγελά το είδος του προϊόντος που προβάλλεται( γκλαμουρια η δυστυχία) η δομή του θεάματος είναι που έχει σημασία ..... Στην περίπτωση της προβολής της κοινωνικής δυστυχίας η δομή του θεάματος είναι τέτοια ώστε να εξαφανίζει την συμπάθεια προς τον πάσχοντα , μετατρέποντας την είστε σε οίκτο ειτε- ακόμα - και σε απέχθεια ....