πολεμος etiketine sahip kayıtlar gösteriliyor. Tüm kayıtları göster
πολεμος etiketine sahip kayıtlar gösteriliyor. Tüm kayıtları göster

28 Kasım 2014 Cuma

Μήπως νίκησε ο Χίτλερ ;Ζακ Ελλύλ, άρθρο στην εφημερίδα Réforme, 23 Ιουνίου 1945 αναδημοσίευση απο το danger.few!!!

Μήπως νίκησε ο Χίτλερ;


«Σε μια στιγμή που  η Γερμανία και ο Ναζισμός συντρίβονταν, σε μια στιγμή που επιτέλους εδραιωνόταν η νίκη των Συμμανικών στρατευμάτων και μόλις ένα μήνα πριν την οριστική κατάρρευσή του, ο Χίτλερ δήλωνε βέβαιος ότι θα νικήσει. Φυσικά, οι πάντες γέλασαν και τον θεώρησαν τρελό, γιατί ήταν πια ολοφάνερο πως τίποτα δεν μπορούσε να σώσει τη Γερμανία. Μήπως όμως θα έπρεπε επιτέλους, ακόμα και τώρα, να τον πάρουμε στα σοβαρά;

[…] Όταν το 1938 ο Χίτλερ εκτόξευε απειλές, εμείς λέγαμε “απλώς εκβιάζει”. Όταν τον Ιανουάριο του 1940 δήλωνε πως τον Ιούλιο θα παρήλαυνε στο Παρίσι, εμείς είπαμε ότι “του αρέσουν τα μεγάλα λόγια”. Μήπως τον είχαμε πάρει στα σοβαρά, όταν το 1938 έλεγε ότι θα εισβάλει στη Ρουμανία και την Ουκρανία; Κι όμως, αν είχαμε πάρει στα σοβαρά το Mein Kampf, αν το είχαμε δει σαν ένα σχέδιο δράσης και όχι σαν ένα σκέτο εκλογικό πρόγραμμα που ποτέ δεν θα εφαρμοζόταν (αφού έτσι σκεφτόμαστε για τα προγράμματα των πολιτικών μας), τότε θα είχαμε ίσως πάρει τις αναγκαίες προφυλάξεις. Γιατί ο Χίτλερ έκανε πράξη όλα όσα είχε αναγγείλει στο Mein Kampf: τους στόχους, τις μεθόδους και τα αποτελέσματα. Ακόμα κι αν δεν κατόρθωσε να ολοκληρώσει το σχέδιό του, ήταν πλήρως αποφασισμένος να το κάνει. […] Μπορούμε λοιπόν να πάρουμε αψήφιστα τη δήλωσή του ότι θα νικήσει, τη στιγμή που γνώριζε πολύ καλά ότι οι στρατιές του είχαν ηττηθεί; […]

Αν προσέξουμε τις διακηρύξεις του, θα δούμε ότι δεν τον απασχολούσε να νικήσει η σύγχρονη Γερμανία, ούτε τον ένοιαζε μια στρατιωτική νίκη και μόνο. Αυτό που ήθελε, ήταν να νικήσει ο Ναζισμός και η “αιώνια Γερμανία”. Με άλλα λόγια, αυτό που τον ενδιέφερε ήταν ουσιαστικά μια πολιτικήνίκη. Και σε αυτό το πεδίο δεν είναι η πρώτη φορά που ο ηττημένος μπορεί στο τέλος να νικήσει πολιτικά τον νικητή του. […]

Τι βλέπουμε λοιπόν σήμερα; Πρώτα-πρώτα, ο Χίτλερ κήρυξε τον ολικό πόλεμο∙ κάτι πολύ χειρότερο, την ολική σφαγή. Γνωρίζουμε λοιπόν τους κανόνες ενός τέτοιου πολέμου: πρέπει οι πάντες να εμπλακούν σε αυτόν, πράγμα που σημαίνει εξόντωση ακόμα και των αμάχων και απεριόριστη χρήση όλων των δυνάμεων και των αποθεμάτων των εθνών με σκοπό τον πόλεμο. Είναι ξεκάθαρο πως έτσι πρέπει να κάνει όποιος θέλει να επικρατήσει. Είναι όμως σίγουρο ότι μπορούμε να νικήσουμε το κακό με το κακό; Σε κάθε περίπτωση, γεγονός είναι ότι, οδηγώντας μας να τον μιμηθούμε και να εμπλακούμε σε σφαγές αμάχων, ο Χίτλερ πέτυχε να μας παρασύρει στην οδό του κακού. Και δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα ξεμπλεξουμε τόσο εύκολα. Το βλέπουμε από τον τρόπο με τον οποίον αντιμετωπίζουμε τις μειοψηφίες κατά τη σημερινή προσπάθεια ανασυγκρότησης του κόσμου. […]

Έπειτα, η πανεθνική επιστράτευση είχε παράπλευρες συνέπειες. Όχι μόνον επειδή αυτές οι επιστρατευμένες δυνάμεις ανέλαβαν καθήκοντα πέρα από αυτά που έπρεπε να κάνουν, αλλά πάνω απ’ όλα επειδή το Κράτος στέφθηκε την απόλυτη εξουσία. Μα φυσικά, θα πει κανείς, δεν μπορούσαμε να κάνουμε αλλιώς! Ωστόσο είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ακόμα και εδώ, παρασυρθήκαμε στα βήματα του Χίτλερ. Το Κράτος, για να φέρει σε πέρας την πανεθνική επιστράτευση, πήρε και βαστάει ακόμα στα χέρια του όλη την οικονομική και ζωτική δύναμη, και ανέδειξε σε πρώτο πλάνο τους ειδήμονες της Τεχνικής. Οδηγηθήκαμε έτσι σε κατάπνιξη της ελευθερίας, κατάπνιξη της ισότητας, απόλυτο έλεγχο στη διακίνηση των αγαθών, περίφραξη της πολιτιστικής δραστηριότητας, εξάλειψη  πραγμάτων ή ακόμα και προσώπων που κρίθηκε ότι δεν υπηρετούν την εθνική άμυνα. Το Κράτος πήρε τα πάντα στα χέρια του και τα χρησιμοποιεί μέσω των τεχνικών. Αυτό δεν είναι δικτατορία; […]

Όμως όλα αυτά, θα πει κανείς, είναι προσωρινά∙ ήταν αναγκαία σε συνθήκες πολέμου αλλά μαζί με την ειρήνη θα επιστρέψουμε και στην ελευθερία. Είναι όμως σίγουρο αυτό; Ας μην ξεχνάμε ότι μετά το 1918  έλεγαν ότι θα παύσουν τα μέτρα που είχαν ληφθεί λόγω του πολέμου … κι όμως εκείνα τα μέτρα δεν έπαυσαν ποτέ.  Απεναντίας, παγιώθηκαν δυο πράγματα. Πρώτον, από τα οικονομικά πλάνα που είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε (το πλάνο Μπέβεριτζ, το πλάνο περί Πλήρους Απασχόλησης και το αμερικάνικο χρηματοοικονομικό πλάνο), βλέπουμε ξεκάθαρα πως παγιώνεται η επιρροή του Κράτους στην οικονομική ζωή και ότι οδηγούμαστε προς μια παγκόσμια οικονομική δικτατορία. Έπειτα, ο ιστορικός νόμος, η ιστορική πείρα, δείχνει πως το Κράτος δεν παραδίδει τις εξουσίες που παίρνει στα χέρια του. […]

Αυτή είναι η δεύτερη νίκη του Χίτλερ. Μιλάμε πολύ για δημοκρατία και ελευθερία αλλά κανείς δεν θέλει πια να τις ζήσει. Έχουμε υιοθετήσει τη συνήθεια να περιμένουμε τα πάντα από το Κράτος και μόλις τα πράγματα πάνε στραβά, να θεωρούμε πως φταίει το Κράτος. Όμως αυτό σημαίνει πως απαιτούμε από το Κράτος να πάρει ολοκληρωτικά στα χέρια του τη ζωή του έθνους. Ποιος νοιάζεται για την αληθινή ελευθερία; […]

Τα πάντα τείνουν να τίθενται με όρους γραφειοκρατικής ευταξίας και αποτελεσματικότητας, και η αδιαφορία του πολύ κόσμου για τις πολιτικές συζητήσεις και διαμάχες αποτελεί ένα πολύ σοβαρό σημάδι αυτής της νοοτροπίας, που χωρίς καμιά αμφιβολία είναι “φασίζουσα”. […]

Φυσικά μπορούμε να προσπαθήσουμε να αντιδράσουμε. Αλλά στο όνομα τίνος πράγματος; Η ελευθερία έκανε ολόκληρη τη Γαλλία να πάλλεται όσο το θέμα ήταν ν’ απελευθερωθούμε από τους “γερμαναράδες”. Τώρα, η ελευθερία χάνει όλο της το νόημα. Ν’ απελευθερωθούμε από τι; Από το Κράτος; Κανέναν δεν ενδιαφέρει κάτι τέτοιο. Όσο για τη χαμένη ζωτικότητα και ενεργητικότητα του κόσμου, ε, μπορούμε πάντα να επικαλεστούμε τις “πνευματικές αξίες” στο όνομα των οποίων οι άνθρωποι θα ξαναστρωθούν στη δουλειά. Όπως έκανε ο Χίτλερ, έτσι δεν είναι; Γιατί ο Χίτλερ έβαλε το πνευματικό να υπηρετήσειτο υλικό∙ αυτός έκανε το πνευματικό ένα απλό μέσον στην υπηρεσία υλικών σκοπών: μια καλοφτιαγμένη θεωρία για τον Άνθρωπο και για τον Κόσμο, μια θρησκεία για την εξυπηρέτηση πολεμικών και οικονομικών δυνάμεων. Σιγά-σιγά, γλυστράμε κι εμείς σε αυτή την οδό. Ζητάμε κι εμείς Μυστικισμό, όποιον να ’ναι, αρκεί να ξεσηκώνει τις καρδιές των Γάλλων∙ ζητάμε κι εμείς Ηγέτες να θυσιαστούν μέσα στο γενικό λαϊκό παραλήρημα. Τη δικτατορία ενός τέτοιου Μυστικισμού την αποδεχόμαστε σιωπηρά και της ζητάμε πάνω απ’ όλα να είναι ολοκληρωτική, δηλαδή να μας συνεπάρει ολόκληρους και να μας βάλει σώματι, πνεύματι και καρδία να τεθούμε απολύτωςστην υπηρεσία του Έθνους. […]

Η νίκη του Χίτλερ δεν είναι επιφανειακή αλλά σε βάθος. […] Υπάρχει μια ολόκληρη παράδοση που την προετοίμασε. Ας θυμηθούμε τον Μακιαβέλι, τον Ρισελιέ και τον Μπίσμαρκ. […] Ο Χίτλερ οδήγησε στο έπακρον κάτι που ήταν κιόλας υπαρκτό∙ μετέδωσε ευρύτερα αυτή την αρρώστεια και την έκανε να θεριέψει. […]

Μπροστά σε αυτή την παλίρροια, που καταστρέφει κάθε πνευματική αξία και δένει τον άνθρωπο με χρυσές αλυσίδες, το μόνο που μπορεί να γίνει είναι να διαπλαστούν άνθρωποι που δεν θα δεχτούν να απορροφηθούν από αυτό τον πολιτισμό και δεν θα υποκύψουν σε αυτή τη δουλεία. Αλλά πώς; […]»

Ζακ Ελλύλ, άρθρο στην εφημερίδα Réforme, 23 Ιουνίου 1945

13 Kasım 2014 Perşembe

Enzo Traverso, Διά πυρός και σιδήρου. Περί του ευρωπαϊκού εμφυλίου πολέμου 1914-1945, μετάφραση από τα γαλλικά: Γιάννης Ευαγγέλου, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2013, 401 σελ.Δέσποινα Ι. Παπαδημητρίου Όλα ήταν ένας ευρωπαϊκός εμφύλιος/αναδημοσιευση απο το THE BOOKS' JOURNAL

Κυριακή, 01 Δεκεμβρίου 2013

Όλα ήταν ένας ευρωπαϊκός εμφύλιος

Δημοσιεύθηκε στο Τεύχος 37
Ζωγραφική απεικόνιση από τον William Orpen (1878–1931) της υπογραφής της Συνθήκης των Βερσαλλιών (28 Ιουνίου 1919), με την οποία δόθηκε τέλος στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αναπαρίσταται η μεγάλη Αίθουσα των Καθρεπτών και τα κεφάλια των ευρωπαίων ηγετών ενώ συσκέπτονται. Μπροστά: ο Dr. Johannes Bell (Γερμανία) υπογράφει μαζί με τον Herr Hermann Müller. Μεσαία σειρά, καθιστοί, από αριστερά: Στρατηγός Tasker H. Bliss, Συνταγματάρχης E.M. House, Henry White, Robert Lansing, ο πρόεδρος Γούντροου Γουίλσον (ΗΠΑ), ο Ζωρζ Κλεμανσώ (Γαλλία), D. Lloyd George, A. Bonar Law, Arthur J. Balfour, Viscount Milner, G.N. Barnes (Μεγάλη Βρετανία), Μαρκήσιος Σαγιόνζι (Ιαπωνία). Πίσω σειρά, από αριστερά: Ελευθέριος Βενιζέλος (Ελλάδα), Dr. Affonso Costa (Πορτογαλία), Λόρδος Riddell, Sir George E. Foster (Καναδάς), Νικόλα Πάχιτς (Σερβία), Stephen Pichon (Γαλλία), Στρατηγός Sir Maurice Hankey, Edwin S. Montagu (Μεγάλη Βρετανία), ο Μαχαραγιάς του Μπικάνερ (Ινδία), Vittorio Emanuele Orlando (Ιταλία), Paul Hymans (Βέλγιο), Στρατηγός Louis Botha (Νότια Αφρική), W.M. Hughes (Αυστραλία). Ζωγραφική απεικόνιση από τον William Orpen (1878–1931) της υπογραφής της Συνθήκης των Βερσαλλιών (28 Ιουνίου 1919), με την οποία δόθηκε τέλος στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αναπαρίσταται η μεγάλη Αίθουσα των Καθρεπτών και τα κεφάλια των ευρωπαίων ηγετών ενώ συσκέπτονται. Μπροστά: ο Dr. Johannes Bell (Γερμανία) υπογράφει μαζί με τον Herr Hermann Müller. Μεσαία σειρά, καθιστοί, από αριστερά: Στρατηγός Tasker H. Bliss, Συνταγματάρχης E.M. House, Henry White, Robert Lansing, ο πρόεδρος Γούντροου Γουίλσον (ΗΠΑ), ο Ζωρζ Κλεμανσώ (Γαλλία), D. Lloyd George, A. Bonar Law, Arthur J. Balfour, Viscount Milner, G.N. Barnes (Μεγάλη Βρετανία), Μαρκήσιος Σαγιόνζι (Ιαπωνία). Πίσω σειρά, από αριστερά: Ελευθέριος Βενιζέλος (Ελλάδα), Dr. Affonso Costa (Πορτογαλία), Λόρδος Riddell, Sir George E. Foster (Καναδάς), Νικόλα Πάχιτς (Σερβία), Stephen Pichon (Γαλλία), Στρατηγός Sir Maurice Hankey, Edwin S. Montagu (Μεγάλη Βρετανία), ο Μαχαραγιάς του Μπικάνερ (Ινδία), Vittorio Emanuele Orlando (Ιταλία), Paul Hymans (Βέλγιο), Στρατηγός Louis Botha (Νότια Αφρική), W.M. Hughes (Αυστραλία).

Enzo Traverso, Διά πυρός και σιδήρου. Περί του ευρωπαϊκού εμφυλίου πολέμου 1914-1945, μετάφραση από τα γαλλικά: Γιάννης Ευαγγέλου, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2013, 401 σελ.

Η αποδοχή της βίας ως τρόπος πολιτικής κατίσχυσης, η άνοδος του φασισμού, ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος δεν είναι ξεκομμένα ιστορικά φαινόμενα αλλά, όλα μαζί, ενταγμένα στη μεγάλη ευρωπαϊκή ιστορία, μπορούν να ισωθούν και ως επί μέρους επεισόδια ενός μεγάλου ευρωπαϊκού εμφυλίου, που συνεχίστηκε με την άνοδο του ναζισμού, τον Β’ Παγκόσμιο, έως και την κατάρρευση του κομμουνισμού. Τι αλλάζει στην αποτίμηση της ευρωπαϊκής ιστορίας του 20ού αιώνα η παραπάνω παραδοχή –σε συνδυασμό με την εξέταση της άποψης των ηττημένων, που αλλάζει συνήθως την ιστορική γνώση;[TBJ]
Η διάκριση μεταξύ των εννοιών αυτοπροσδιορισμού και των όρων της ανάλυσης, ή αλλιώς μεταξύ ιστορικών και αναλυτικών εννοιών, θεωρείται μείζον πρόβλημα της μεθοδολογίας των κοινωνικών επιστημών. Ο κοινωνικός επιστήμονας φτιάχνει τις δικές του κατηγορίες χάρη στις οποίες αυτονομεί την ανάλυσή του, με σεβασμό όμως στο χρόνο του αφηγητή και στην εννοιολογική διάρθρωση του κόσμου από τους εκάστοτε φορείς της ιστορικής δράσης. Ο Έντσο Τραβέρσο, καθηγητής πολιτικής επιστήμης στο Πανεπιστήμιο της Πικαρδίας Jules Verne στην Αμιέν, επιλέγει να στηρίξει την ανάλυσή του στην έννοια του ευρωπαϊκού εμφυλίου πολέμου, την οποία θεωρεί ως κεντρική, αφού προσδίδει στην περίοδο που οριοθετείται από την αρχή του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου ώς το τέλος του Β’, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της. Ο ευρωπαϊκός εμφύλιος παραπέμπει σε μία εποχή στην οποία η πολιτική συμπλέκεται με την κουλτούρα υπό την σκέπη της βίας και του φαντασιακού τού τρόμου. Η χρήση της έννοιας αυτής από το συγγραφέα εκπληρώνει μια πρόθεσή του: την αποφυγή χρήσης κατηγοριών ανάλυσης, μιας άλλης εποχής, «δικής μας εποχής», για τη μελέτη του παρελθόντος. Ακόμη περισσότερο, από ένα λάθος αναχρονισμού, η προβολή των εννοιών της σύγχρονης φιλελεύθερης δημοκρατίας την περίοδο 1914-45 αναστέλλει «κάθε προσπάθεια για ένταξη του 20ού αιώνα στην ιστορία» (σσ. 20-21).
ΤΟ ΑΝΤΙΦΑΣΙΣΤΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ
Ποια είναι όμως η «δική μας εποχή»; Είναι εκείνη του πρωτείου της φιλελεύθερης δημοκρατίας, όπως αυτή διαμορφώθηκε μεταπολεμικά σε τρεις –θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε– χρόνους; Κατά τη στιγμή των μεγάλων βεβαιοτήτων της Δύσης, την πρώτη μεταπολεμική δεκαετία, κατά τη δεκαετία της κοινωνικής και πολιτικής αμφισβήτησης των χρόνων του 1960 και κατά τη μετακομμουνιστική εποχή του τέλους του 20ού αιώνα, όταν ο οικουμενισμός των αξιών της Δύσης φαίνεται να ενδυναμώνεται στο πλαίσιο της, σύμφωνα με τον Τραβέρσο, «μετα-ολοκληρωτικής σοφίας»; Σε μια συγκυρία εμφάνισης μιας μετανεωτερικής σκέψης που έθετε εν αμφιβόλω τις παγιωμένες και ομογενοποιημένες ταυτότητες, η αντι-ολοκληρωτική σκέψη εξακολουθούσε να εκλαμβάνει τον κομμουνισμό (μια εικόνα που αναπαρήγε κι ο ίδιος με άλλα συστατικά βεβαίως, μέσω της ιδεολογικής και προγραμματικής του συγκρότησης) ως ουσία παρά ως εμπειρίες, εν μέρει κοινές αλλά και μοναδικές, ιδιαίτερες σε κάθε επιχώρια παράδοση. Η έμφαση στην ουτοπία ή/και στο έγκλημα, συνυφασμένο με τη φύση του κομμουνισμού (κι όχι μόνον ως μετρήσιμο μέγεθος) στη μετακομμουνιστική περίοδο, η καταδίκη των ιδεολογιών, αποκαλύπτει τη λογική αυτής της προσέγγισης.
Στο συλλογικό έργο Le siècle des communismes (το οποίο μνημονεύει και ο Τραβέρσο), οι επιμελητές της έκδοσης προδιαγράφουν στην εισαγωγή τη βασική τους μέριμνα:  να αναδείξουν τις διαφορές (τις οποίες θεωρούν μείζονες) ανάμεσα στις «χώρες της Ανατολής» που αφορούν τις διαφορετικές συνθήκες ανόδου των κομμουνιστικών κομμάτων στην εξουσία, αλλά και του ιστορικού πλαισίου μέσα στο οποίο διαμόρφωσαν τα δομικά χαρακτηριστικά τους (η εμπειρία του εμφυλίου πολέμου για το ισπανικό ΚΚ, της αντίστασης και του εμφυλίου για το ΚΚΕ, η φασιστική καταστολή για το ιταλικό ΚΚ, η συμμετοχή στο Λαϊκό Μέτωπο και στον αντιφασιστικό αγώνα για το γαλλικό ΚΚ).
Παρά τις κομματικές της πλαισιώσεις, η αντιφασιστική και αντιναζιστική αντίσταση αποτελεί μείζονα ιστορική εμπειρία των ευρωπαϊκών λαών κατά την περίοδο του μεσοπολέμου και τη δεκαετία του 1940. Εν τούτοις, η καταδίκη του ολοκληρωτισμού και της επαναστατικής βίας μέσα από τη μετα-ψυχροπολεμική ανάγνωση της ιστορίας του 20ού αιώνα, διαγράφει, σύμφωνα με τον Τραβέρσο, την αντιφασιστική παράδοση συλλήβδην και, συνάμα, τη μνήμη της εξορίας και των θυμάτων του ναζισμού. Nομίζω ότι, γι’ αυτόν, το 1989 αποτελεί μια άλλη τομή, ένα άλλο κρίσιμο momentum, καθοριστικό και στο πεδίο των ανθρώπινων συνειδήσεων, με το οποίο ενδεχομένως κλείνει ο 20ός αιώνας (Hobsbawm).
Η ιστοριογραφική προσέγγιση που είναι ευαίσθητη στην κατανόηση της ιστορικότητας των κοινωνιών διαγιγνώσκοντας τις κορυφαίες ιστορικές εμπειρίες του αιώνα, οφείλει να λάβει σοβαρά υπ’ όψη αυτό που ο συγγραφέας αποκαλεί γενετικό δεσμό της φιλελεύθερης δημοκρατίας με την εποχή του εμφυλίου πολέμου. Το χρονωνύμιο αυτό που είχε, όπως είδαμε, περάσει στη συνείδηση των συγχρόνων ως τέτοιο, οριοθετούσε μια περίοδο που ξεκίνησε με τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, γεγονός καθοριστικό για τη γένεση των τριών βασικών ιδεολογιών/εμπειριών του 20ού αιώνα: τον φασισμό, τον ναζισμό και τον σταλινισμό (Traverso, Le Totalitarisme).
Η ΒΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Ο πόλεμος αυτός διαμόρφωσε, εξ άλλου, ένα ήθος και μια γενιά εμποτισμένη απ’ αυτό, η οποία πρωταγωνίστησε στην προετοιμασία και την εκτέλεση της άλλης μεγάλης πολεμικής αναμέτρησης στο πλαίσιο του πρώτου μισού του αιώνα. Συνέτεινε επίσης στην εισαγωγή της βίας στην πολιτική, η οποία τραυμάτισε τις ευρωπαϊκές κοινωνίες και την πολιτική ζωή των τριών επόμενων δεκαετιών. Το 1914 αποτελεί έτσι το ορόσημο για την εμπειρία της συμμετοχής στον ολοκληρωτικό πόλεμο, τη μήτρα για την αποδοχή από την πολιτική της βίας, την αρχή της εποχής του ευρωπαϊκού εμφυλίου πολέμου στον οποίο συγκρούστηκαν ιδεολογίες και κουλτούρες, όπως στην περίπτωση του Ισπανικού Εμφυλίου.
Σε τι αντιστοιχεί όμως ο ευρωπαϊκός εμφύλιος πόλεμος; Πρόκειται, στην αντίληψή μου, για ένα χρονωνύμιο που δηλώνει στο έργο του Τραβέρσο έναν κύκλο, όπου μια αλυσίδα καταστροφικών συμβάντων συμπυκνώνει μια ιστορική μεταβολή οι προϋποθέσεις της οποίας είχαν σωρευτεί στη διάρκεια του προηγούμενου αιώνα μέσα από κύκλους κρίσεων, πολέμων και επαναστάσεων (σ. 63).  Περιοδολογώντας έτσι το φαινόμενο του ευρωπαϊκού εμφυλίου πολέμου, ο Τραβέρσο αναζητεί ακόμη πιο πίσω τις συνέχειές του, συγκεκριμένα στον 17ο και στον 18ο αιώνα, στους πολέμους εκείνους που εμφανίζουν αναλογίες τουλάχιστον ως προς τον ολοκληρωτικό τους χαρακτήρα: τον Τριακονταετή Πόλεμο (1618-48) και τους πολέμους της Γαλλικής Επανάστασης (1789-1815). Το ενδιαφέρον είναι ότι τα ίδια τα ιστορικά υποκείμενα είχαν αποκτήσει συνείδηση των συνεχειών, εγγύτερων ή μακρύτερων, τις οποίες αναδεικνύει ο αναλυτής. Ο Τραβέρσο επισημαίνει έτσι  ότι οι διπλωμάτες, το 1939, δεν είχαν την παραμικρή αμφιβολία ότι ο νέος πόλεμος αποτελούσε συνέχεια του πρώτου –κι ο Χίτλερ, ως γνωστόν, δήλωνε κατ’ επανάληψη την πρόθεσή του να εξαλείψει το όνειδος των Βερσαλλιών. Επίσης, τριακονταετή πόλεμο-αστραπή είχαν ονομάσει οι στρατιώτες της Βέρμαχτ τον δικό τους αγώνα.
Tο βιβλίο αυτό καταλαμβάνει ένα γνωσιακό χώρο στον οποίο τέμνεται η πολιτική ανάλυση, η διανοητική ιστορία, η σημασιολογική προσέγγιση των εννοιών και η πολιτισμική ιστορία· ο τρόπος επίσης με τον οποίο χειρίζεται τις γραπτές μαρτυρίες (τη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο), η σημασία που αποδίδει στη σχέση της ζωής των ανθρώπων με την  ιστορία, η ένταξη των κειμένων στη ζωή στην οποία ανήκουν, δίνουν στην προσέγγιση του Τραβέρσο μια εκλεπτυσμένη ψυχο-ανθρωπολογική και, εν μέρει, και κοινωνιολογική διάσταση. Ο συγγραφέας τοποθετεί το γεγονός εντός του διανοητικού και πολιτικού περιβάλλοντος και, παρακολουθώντας τη δημόσια χρήση των αισθημάτων, επιχειρεί να βαθύνει την ιστορική αντίληψη για τη βία, τον πόλεμο, την εξορία.
Εν τέλει, ο Τραβέρσο αναλύει το πολιτικό μέσω μιας ιστορικής και ανθρωπολογικής συνάμα προσέγγισης, έχοντας μάλιστα αναπτύξει ιδιαίτερα τις ευαισθησίες του ιστορικού: επισημαίνει  τις ιστορικές τομές ως σημεία στο ιστορικό συνεχές στα οποία βρίσκουμε πυκνώσεις του παλαιού και του νέου, συνθέτοντας τον καμβά του ιστορικού momentum. Περιοδολογεί, μιας και η περιοδολόγηση αποτελεί τη μεθοδολογία του ιστορικού, σύμφωνα με τον Ράινχαρτ Κοσέλλεκ (Reinhart Koselleck), από τον οποίο έχει γόνιμα επηρεαστεί στο πεδίο των ιστορικών κατηγοριών που ο γερμανός ιστορικός εισήγαγε και στον τρόπο με τον οποίο συνυφαίνονται στην ιστοριογραφία οι ποικίλες χρονικότητες. Επιπροσθέτως, θεωρεί ότι κάθε ιστορικός μετασχηματισμός τροφοδοτείται από την οπτική των ηττημένων που βαθαίνει συνήθως την ιστορική γνώση (Κοσέλλεκ). Σε αυτούς τους ηττημένους των πολέμων εστιάζει την ανάλυσή του ο Τραβέρσο, με την έγνοια να αποκαταστήσει την ιστορικότητα των εννοιών και να κατανοήσει τις δράσεις των ιστορικών υποκειμένων που βίωσαν τις εμπειρίες της γενιάς τους ποικιλοτρόπως, πολέμησαν μεταξύ τους, συγκρούστηκαν ή έμειναν στην γκρίζα ζώνη, σκοτώθηκαν ή επιβίωσαν. Οι ηττημένοι του ευρωπαϊκού εμφυλίου πολέμου ανήκουν σε όλα τα μέτωπα κι είναι από τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, τον Γκράμσι, τον Τρότσκι, τον Βάλτερ Μπένγιαμιν έως τον Γιούνγκερ και τον Καρλ Σμιτ. Μέλημά του είναι, άλλωστε, να αποκαταστήσει τους όρους της συζήτησης των χρόνων εκείνων οι οποίοι έχουν παραποιηθεί εκ των υστέρων, μέσα από τις ακλόνητες βεβαιότητες της μετα-ολοκληρωτικής αφήγησης, όπως διαμορφώνεται από το 1989 και εξής. Ο αντιφασισμός, φερ’ ειπείν, για τον συγγραφέα, υπερβαίνει την πολιτική της Μόσχας και προηγείται της συγκρότησης των λαϊκών μετώπων. Δεν ταυτίζεται, ως εκ τούτου, με τον κομμουνισμό. Ο ιταλικός αντιφασισμός, για να αρκεστούμε σε μία παράδοση του κινήματος, πυροδοτείται από τη δημοσίευση στην εφημερίδα Il Mondo, τον Μάιο του 1925, του μανιφέστου των αντιφασιστών διανοουμένων με την πρωτοβουλία του φιλελεύθερου Μπενεντέτο Κρότσε.
Οι προθέσεις του συγγραφέα είναι ξεκάθαρες. Φορέας ο ίδιος μιας συγκεκριμένης αντιφασιστικής παράδοσης, καταφέρνει να σταθεί ψύχραιμος ενώπιον της διανοητικής και ιδεολογικής κατάθεσης των ιστορικών υποκειμένων και να συνθέσει –όχι μόνον για τον ειδικό αλλά και για τον κάθε υποψιασμένο αναγνώστη– μια ιστοριογραφία που θέτει κρίσιμα ζητήματα ερμηνείας (όπως οι αντινομίες του αντιφασισμού, η μεταπολεμική νομιμότητα των νικητών του Β’ Πολέμου, η εργαλειοποίηση της Shoah και οι ευθύνες για την καταστροφή των Εβραίων της Ευρώπης, ο σταλινισμός), σέβεται την ιστορική κίνηση, τις πολλαπλές αναγνώσεις των συλλογικών εμπειριών και τα μεγάλα διλήμματα των ανθρώπων σε κρίσιμες ιστορικές συγκυρίες. Το βιβλίο έχει, τέλος, την τύχη να αντλεί έμπνευση από ένα πλουσιότατο τεκμηριωτικό υλικό, το οποίο ο συγγραφέας ελέγχει απολύτως. Το γεγονός αυτό καθιστά την ανάγνωση ελκυστική.
Σε τούτο συντείνει η άρτια μεταφραστική προσπάθεια του Γιάννη Ευαγγέλου. Το πρωτότυπο κυκλοφόρησε στα γαλλικά το 2007 με τίτλο A feu et à sang. De la guerre civile européenne 1914-1945 από τις εκδόσεις Stock.

19 Ekim 2014 Pazar

Γιάννης Δ. Ευρυγένης Αντίπαλον δέος Εξωθεν φόβος και συλλογική δράση Μετάφραση Αθανάσιος Κατσικερός, αναδηδημοσιευση απο το βημα


Ο φόβος μάς ενώνει

Κοινωνικές συγκρούσεις και αρνητικοί συνασπισμοί. Ο Γιάννης Ευρυγένης, καθηγητής του Πανεπιστημίου Tufts της Βοστώνης, αναλύει πώς ο φόβος για τον εχθρό συγκροτεί ομάδες και ενισχύει τη συνοχή τους
Ο φόβος μάς ενώνει
Ο Ράσελ Κρόου σε σκηνή από την ταινία «Μονομάχος»

10

εκτύπωση 
 
Γιάννης Δ. Ευρυγένης
Αντίπαλον δέος
Εξωθεν φόβος και συλλογική δράση
Μετάφραση Αθανάσιος Κατσικερός,
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης,
Ηράκλειο 2014, σελ. 448, τιμή 16 ευρώ

Αυτό το βιβλίο αφηγείται την ιστορία του πολιτικού στοχασμού από την κλασική αρχαιότητα ως τον 20ό αιώνα μέσα από το πρίσμα του «φόβου του εχθρού». Πρόκειται για ένα έργο το οποίο κινείται στον κλάδο της ιστορίας της πολιτικής σκέψης αλλά με πραγματική δεξιοτεχνία ο συγγραφέας διευρύνει τη συγκεκριμένη ειδικότητα ως τα απώτατα όριά της, κατορθώνοντας έτσι να αναδείξει την κεντρική της θέση στον αυτοπροσδιορισμό ολόκληρου του πεδίου της πολιτικής επιστήμης. Το οπωσδήποτε εντυπωσιακό αυτό επίτευγμα συντελείται χάρη στη διεπιστημονική στρατηγική του συγγραφέα ο οποίος αποδύεται σε ένα εγχείρημα συνδυασμού της κοινωνικής θεωρίας με την ιστορία των πολιτικών ιδεών - εγχείρημα που αποδεικνύεται ιδιαίτερα παραγωγικό.

Από την κοινωνική θεωρία δανείζεται τη θεωρία των ομάδων, τη θεωρία της συλλογικής δράσης αλλά ιδίως τη θεωρία της κοινωνικής σύγκρουσης που του επιτρέπει να εντοπίσει τον κρίσιμο ρόλο του φόβου του αντιπάλου ή του εχθρού στη συγκρότηση των ομάδων και στην ενίσχυση της συνοχής τους. Αν και αυτά τα στοιχεία συνιστούν συμβατικές περίπου παραδοχές στον χώρο της κοινωνιολογίας, η ανάγνωση των πηγών του πολιτικού στοχασμού μέσα από το πρίσμα του metus hostilis, του φόβου του εχθρού, κατά τη διατύπωση του ρωμαίου ιστορικού Σαλουστίου, αποδίδει μια πρωτότυπη και συναρπαστική διαδρομή στην ιστορία των πολιτικών ιδεών. Στην πραγματικότητα δεν θα ήταν υπερβολή να λεχθεί ότι ο συγγραφέας ξαναγράφει ολόκληρη την ιστορία της πολιτικής σκέψης από τη σκοπιά του metus hostilis και των καθοριστικών επιπτώσεών του. Γιατί όχι, θα μπορούσε να σχολιάσει κάποιος παρατηρητής: η ιστορία της πολιτικής σκέψης έχει πολλές φορές γραφτεί από τη σκοπιά μιας ιδέας, που ο εκάστοτε συγγραφέας θεωρεί ότι την υπερκαθορίζει, ελευθερία, ισότητα, κοινότητα, δημοκρατία, επανάσταση είναι μόνον μερικά παραδείγματα. Κανένας μελετητής ως τώρα πάντως δεν αφηγήθηκε αυτή την ιστορία από τη σκοπιά του metus hostilis. Αυτό κάνει ακριβώς ο Γιάννης Ευρυγένης και αυτό συνιστά τη συμβολή του και την πρωτοτυπία του έργου.

Διατρέχοντας την ιστορία των πολιτικών ιδεών ο συγγραφέας αναδεικνύει αγνοημένες πτυχές του στοχασμού όλων σχεδόν των συγγραφέων του κλασικού κανόνα, υποδεικνύοντας πόσα μπορούν ακόμη να λεχθούν για αυτά τα τόσο γόνιμα πνεύματα και τα κείμενά τους, για τα οποία συχνά σχηματίζει κανείς την εντύπωση ότι έχουν λεχθεί όλα όσα θα μπορούσαν να λεχθούν. Δεν είναι έτσι, μας καθιστά σαφές ο Ευρυγένης δοκιμάζοντας νέες και ενδιαφέρουσες αναγνώσεις του Θουκυδίδη, του Αριστοτέλη και των αρχαίων ρωμαίων ιστορικών, ιδίως του Σαλουστίου. Διά των αναλύσεων αυτών αναδεικνύεται η «πολιτική οικονομία του φόβου», του φόβου των εξωτερικών εχθρών ως σωτηρία για την πολιτεία. Ετσι καθίσταται δυνατόν να παρουσιαστεί και μια διαφορετική εκδοχή της ρωμαϊκής αντίληψης απέναντι στον κατ' εξοχήν εχθρό, την Καρχηδόνα, «η οποία πρέπει να καταστραφεί» (Carthago delenda est), όπως επαναλάμβανε ακούραστα ο Κάτων ο Πρεσβύτερος. Η διαφορετική αντίληψη, την οποία αναδεικνύει ο Ευρυγένης διά του πρίσματος του metus hostilis, είναι η χρησιμότητα του φόβου της Καρχηδόνας για τη διατήρηση της εσωτερικής ενότητας και της πατριωτικής εγρήγορσης της Ρώμης, πράγμα που εκφράζεται με την προτροπή ορισμένων, όπως ο ύπατος Νασικάς, ότι «η Καρχηδόνα πρέπει να σωθεί», σύμφωνα με τον Διόδωρο Σικελιώτη.

Χωρίς να ξεχνά τη συμβολή του ιερού Αυγουστίνου στη συζήτηση, ο συγγραφέας φαίνεται πραγματικά γοητευμένος από τους συγγραφείς που κυριαρχούν κατά τη νεωτερικότητα, τον Μακιαβέλι και τον Χομπς. Για τον Μακιαβέλι ο «αρνητικός συνασπισμός» συντελεί στην αντιμετώπιση τόσο των εσωτερικών διενέξεων όσο και των εξωτερικών κινδύνων, η συνάρθρωση του χειρισμού των οποίων συνιστά αποτελεσματική στρατηγική για την επιβίωση της πολιτείας. Για τον Χομπς ο φόβος αποτελεί θεμελιώδες κίνητρο της ανθρώπινης συμπεριφοράς, τόσο ως προς τη δημιουργία της πολιτείας όσο και της ζωής εντός αυτής. Αλλά και η συμπεριφορά των κρατών στο αναρχικό διεθνές περιβάλλον, που επίσης καθορίζεται από ίδιο κίνητρο, συμβάλλει εν τέλει στη διασφάλιση της ελευθερίας τους.

Ο συγγραφέας στρέφει την προσοχή του και στους επικριτές των Μακιαβέλι και Χομπς, που καταλαμβάνουν σημαντικό μέρος της νεότερης πολιτικής φιλολογίας, και αποκαλύπτει συστηματικά τις αδυναμίες της επιχειρηματολογίας τους. Ιδιαίτερα αξιόλογη είναι, κατά τη γνώμη μου, η συζήτηση της «μυωπικής» επίκρισης του Μακιαβέλι από τον Μποντέν, που αναδεικνύει τα πολλαπλά προβλήματα της θεωρίας της κυριαρχίας.

Αν και ήρωες της αφήγησης παραμένουν πραγματικά οι Μακιαβέλι και Χομπς, και άλλοι κορυφαίοι πολιτικοί στοχαστές της νεωτερικότητας, ο Λοκ, ο Ρουσσώ, ο Καντ και ο Χέγκελ, εμφανίζονται επίσης σε κάπως δευτερεύοντες ρόλους. Εκείνο όμως που ενισχύει πραγματικά την πρωτοτυπία του έργου είναι η στροφή του φακού στο καταληκτήριο κεφάλαιο στους θεωρητικούς της ισχύος και τους ανατόμους της εχθρότητας μεταξύ των κρατών κατά τον εικοστό αιώνα. Το τμήμα αυτό, με την παρουσίαση της πολιτικής σκέψης των Καρλ Σμιτ και των επιγόνων του στην Αμερική, όπως ο Χανς Μορκεντάου και η σχολή του ρεαλισμού, συνιστά πραγματική συμβολή στη θεωρία των διεθνών σχέσεων. Ισως ο ζήλος του συγγραφέα για την αποκατάσταση του Καρλ Σμιτ να είναι κάπως υπερβάλλων, αλλά και αυτό το μέρος του έργου, όπως ολόκληρο το βιβλίο του, συνιστά μια εντυπωσιακή συμβολή στην πολιτική επιστήμη.

9 Ekim 2014 Perşembe

O παράγοντας ISIS: Μία συζήτηση του Ταρίκ Αλί με τον Πάτρικ Κόκμπερν( TO BHMA)

O παράγοντας ISIS: Μία συζήτηση του Ταρίκ Αλί με τον Πάτρικ Κόκμπερν

Πως διαμορφώνεται το σκηνικό στη νοτιανατολική Τουρκία και στη Μέση Ανατολή
O παράγοντας ISIS: Μία συζήτηση του Ταρίκ Αλί με τον Πάτρικ Κόκμπερν

7
εκτύπωση 
 
Η συζήτηση του Ταρίκ Αλί με τον ανταποκριτή του Independent στη Μέση Ανατολή, Πάτρικ Κόκμπερν για την εμφάνιση του ISIS, τη νέα κατάσταση που διαμορφώνεται στην περιοχή και την αμηχανία της Δύσης απέναντι στο σκηνικό που διαμορφώνεται.

H επέλαση του Iσλαμικού Κράτους, αποτελεί τον παράγοντα που τοποθετεί νέα δεδομένα στις εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής. Το Barikat μεταφράζει και παρουσιάζει τη συζήτηση του Ταρίκ Αλί με τον ανταποκριτή του Independent στη Μέση Ανατολή, Πάτρικ Κόκμπερν για την εμφάνιση του ISIS, τη νέα κατάσταση που διαμορφώνεται στην περιοχή και την αμηχανία της Δύσης απέναντι στο σκηνικό που διαμορφώνεται. Οι παραπομπές προστέθηκαν από το Barikat προς βοήθεια των αναγνωστών, ειδικά όσον αφορά πρόσωπα, έννοιες ή εν προκειμένω θρησκευτικές διαφορές που παραμένουν θολές στον πέραν της Μέσης Ανατολής πληθυσμό.

Tαρίκ Αλί: Έχω μια συζήτηση με τον Πάτρικ Κόκμπερν, ο οποίος μπορεί μονάχα να περιγραφεί ως ένας βετεράνος ρεπόρτερ και θαραλλέος δημοσιογράφος που έχει καλύψει τους πολέμους των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, από τότε που ξεκίνησαν, με την εισβολή στο Ιράκ και έστελνε ρεπορτάζ από την περιοχή πολύ πριν αρχίσουν οι κυρώσεις ενάντια στο Ιράκ, δηλαδή οι Πόλεμοι του Κόλπου. Είμαστε τώρα σε ένα κρίσιμο σημείο, στο οποίο έχει κάνει την εμφάνιση της μια νέα οργάνωση.
Ο Πάτρικ, έχει γράψει ένα νέο βιβλίο, με τίτλο “Τhe Jihadis Return”, το οποίο είναι ένα εκτενές δοκίμιο για την ανάδυση του ISIS και τις διασυνδέσεις του με τον Σουνίτικο1 πληθυσμό στο Ιράκ, όπως και για τις πιθανές συνέπειες που έχει αυτό το γεγονός για την περιοχή. Ακριβώς επειδή δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία για το ότι αυτό ανοίγει ακόμα ένα μέτωπο στον ατελείωτο πόλεμο, ο οποίος έχει φέρει την απόλυτη δυστυχία για τους ανθρώπους που ζούν στον Αραβικό κόσμο σήμερα.
Πάτρικ Κόκμπερν: Λοιπόν, αυτοί (σ.σ. το ISIS) προέρχονται σχεδόν απευθείας από τον πυρήνα της Αλ Κάιντα στο Ιρακ, η οποία είχε φτάσει στο υψηλότατο επίπεδο επιρροής της το 2006 και το 2007 όταν αποτέλεσε ένα από τα στοιχεία – αλλά όχι το μοναδικό - που αποτέλεσαν την αντίσταση των Σουνιτών απέναντι στην Σιίτικη κυβέρνηση και τις δυνάμεις κατοχής των ΗΠΑ. Ιδεολογικά, προέρχεται από το Τζιχαντικό κίνημα και στην πραγματικότητα τα θρησκευτικά τους πιστέυω δεν διαφέρουν και τόσο από τον Σαουδικό Σαλαφισμό2, την παραλλαγή του Ισλάμ που πρακτικά αποτελεί την επίσημη κρατική θρησκεία στη Σαουδική Αραβία, μαζί με τη δυσφήμιση των Σιιτών3 ως αιρετικών, των Χριστιανών και των Εβραίων. Αυτό που κάνουν είναι να ανυψώνουν αυτά τα θρησκευτικά τους πιστεύω σε ένα ανώτερο και πιο βίαιο επίπεδο, το οποίο είναι σε γενικές γραμμές το περιεχόμενο του Τζιχαντικού κινήματος.
Ταρίκ Αλί: Μπορώ να σε διακόψω εδώ; Το Τζιχαντικό κίνημα δεν υπήρχε στο Ιράκ πριν την εισβολή των Αμερικάνων και την επακόλουθη κατοχή.
Π.Κόκμπερν: Όχι, δεν υπήρχε. Και ο Σαντάμ συλλάμβανε οποιονδήποτε ήταν στα φανερά Τζιχαντιστής. Εννοώ πως πάντα αποτελούσε μια παράλογη υποκρισία τον καιρό της εισβολής, να ισχυρίζεσαι ότι ο Σαντάμ είχε την οποιαδήποτε ανάμειξη με τους Τζιχαντιστές ή την 11η Σεπτεμβρίου. Αν και ήταν τόση η ένταση της προπαγάνδας που εκείνη την περίοδο το 60% των Αμερικάνων πίστευε ότι με κάποιο τρόπο ο Σαντάμ συνδεόταν με την 11η Σεπτεμβρίου.
Τ.Αλί: Οπότε, ακολουθώντας τα όσα είπες, έχουμε την Αμερικάνικη κατοχή, έχουμε μια Σιίτικη κυβέρνηση, στην οποία έδωσαν αμέσως την εξουσία και έχουμε την έναρξη μιας εξέγερσης τις πρώτες μέρες της κατοχής, στην οποία εμπλέκονται όχι μόνο Σουνίτες αλλά επίσης και ο Muqtada al-Sadr4 ο οποίος ήταν πολύ εχθρικός απέναντι στην κατοχή. Τι συνέβη και οδήγηθήκαμε στη διάσπαση αυτού του είδους της αντίστασης η οποία ήταν αρχικά μια συνδυασμένη αντίσταση στην οποία Σιίτικες ομάδες όπως του Muqtada παρείχαν ιατρική περίθαλψη και βοήθεια στην πολιορκούμενη Φαλούτζα; Γιατί διασπάστηκαν;
Π.Κόκμπερν: Η ενότητα μεταξύ Σουνιτών και Σιιτών στην αντίσταση κατά των Αμερικάνων γινόταν πάντα δειλά, αν και οι Αμερικάνοι την έπαιρναν πολύ στα σοβαρά. Εννοώ ότι τα απομνημονεύματα των Αμερικάνων στρατηγών αναφέρουν ότι εκείνη την περίοδο πραγματικά ανησυχούσαν για το ότι αυτές οι δύο ομάδες θα μπορούσαν να ενωθούν αντιστεκόμενες στην κατοχή. Και ίσως μία από τις πολλές καταστροφές που συνέβησαν στο Ιράκ ήταν το ότι δεν κατάφεραν να ενωθούν, και παρέμειναν σεχταριστές, στην πραγματικότητα πιο σεχταριστές, ειδικά η πλευρά των Σουνιτών.
Εκείνη την εποχή, η Αλ Κάιντα στο Ιράκ ήταν μόνο ένα από τα κινήματα αντίστασης στην κατοχή, αλλά ήταν προφανές στη Βαγδάτη, τον καιρό που είχα βρεθεί σε κάποιες ενημερώσεις προς δημοσιογράφους από τους Αμερικάνους, πως ό,τι συνέβαινε, με βάση τα όσα έλεγε ο εκπρόσωπος του στρατού, χρεωνόταν στην Αλ Κάιντα. Φυσικά, αυτό το σενάριο δούλεψε πίσω στις ΗΠΑ, αλλά στο Ιρακ είχε τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα, δηλαδή άνθρωποι που ήταν ενάντια στην κατοχή σκέφτονταν: «Α, η Αλ Κάιντα οργανώνει την αντίσταση, ας πάρουμε μια μαύρη σημαία και ας ενωθούμε μαζί τους».
Τ.Αλί: Και έτσι, αν φτάσουμε να αναφερθούμε στην ταχύτητα με την οποία η συγκεκριμένη οργάνωση σάρωσε τμήματα του Ιρακ, τα οποία αναφέρεις και εσύ στο βιβλίο σου, πώς εξηγείς την ολοκληρωτική κατάρρευση του Ιρακινού στρατού, Πάτρικ; Μήπως είναι κατά μία έννοια όχι και τόσο διαφορετικός από το στρατό που έφτιαξαν οι Δυτικοί στο Αφγανισταν, δηλαδή ένας στρατός που δεν ήταν προετοιμασμένος να πολεμήσει και να δώσει τη ζωή του για τις ΗΠΑ;
Π.Κόκμπερν: Ναι, και πολύ περισσότερο. Εννοώ ότι είναι δύσκολο να σκεφτείς κάποιο αλλο ιστορικό παράδειγμα στο οποίο υπάρχει ένας στρατός 300 η 350 χιλιάδων ανδρών, όπως ο Ιρακινός στρατός, για τον οποίο έχουν δαπανηθεί μέσα σε τρία χρόνια 41,6 δις δολλάρια, αλλά αυτός να διαλύεται από την επίθεση περίπου δύο χιλιάδων ανθρώπων στη Μοσούλη. Τι συνέβη πραγματικά; Λοιπόν, ο στρατός ήταν εξαιρετικός. Μιλώντας όμως με έναν Ιρακινό στρατηγό ο οποίος εξωθήθηκε σε συνταξιοδότηση, μου είπε ότι η αφετηρία της καταστροφής ήταν οι ίδιοι οι Αμερικάνοι οι οποίοι επέμειναν να δοθεί το κομμάτι των προμηθειών και τα σχετικά, σε εξωτερικούς συνεργάτες δηλαδή να ιδιωτικοποιηθούν.
Έτσι αμέσως, ένας συνταγματάρχης ενός τάγματος το οποίο ονομαστικά είχε 600 άνδρες, έπαιρνε χρήματα για 600 άνδρες αλλά στην πραγματικότητα είχε μονάχα 200 και το υπόλοιπο ποσό πήγαινε στις τσέπες των αξιωματικών. Χρήματα που θα πήγαιναν σε καύσιμα και σε οπλισμό. Τον καιρό της πτώσης της Μοσούλης, υποτίθεται ότι βρίσκονταν 30.000 στρατιώτες εκεί. Στην πραγματικότητα εκτιμάται ότι βρίσκονταν εκεί μόνο το ένα τρίτο. Επειδή αυτό που έκανες ήταν το εξής: Καταταγόσουν στο τρατό, έπαιρνες όλο το μισθό σου και μετά έσπαγες προμήθεια το μισό στον ανώτερο σου, ο οποίος τον μοιραζόταν με τους υπόλοιπους αξιωματικούς. Θυμάμαι έτσι, περίπου ένα χρόνο πριν μιλώντας με ένα ανώτερο πολιτικό στέλεχος από το Ιράκ, ο οποίος μου είπε: «Κοίτα, ο στρατός θα καταρρεύσει αν δεχθεί επίθεση». Του είπα πως σίγουρα κάποιοι θα πολεμήσουν όμως και μου απάντησε: «Όχι, όχι, όχι, δεν καταλαβαίνεις. Αυτοί οι αξιωματικοί δεν είναι πολεμιστές, είναι επενδυτές!».
Δεν ενδιαφέρονται να πολεμήσουν κανένα. Ενδιαφέρονται να βγάλουν λεφτά από αυτή την επένδυση. Σίγουρα, έπρεπε να αγοράσεις τη θέση σου. Έτσι το 2009, αν ήθελες να γίνεις συνταγματάρχης στον Ιρακινό στρατό θα σου κόστιζε περίπου 20.000 δολλάρια, πιο πρόσφατα το ποσό αυτό έφτασε στα 200.000 δολλάρια. Θες να γίνεις διοικητής μεραρχίας, και υπάρχουν 15 μεραρχίες, θα σου κοστίσει 2 εκατομμύρια δολλάρια. Βέβαια, υπάρχουν και άλλοι τρόποι να βγάλεις χρήματα. Τα σημεία ελέγχου στους δρόμους λειτουργούν σαν τελωνεία και υπάρχει ταρίφα για κάθε φορτηγό που θέλει να περάσει. Γι’ αυτό λοιπόν «την έκαναν», με επικεφαλής τον διοικητή της μεραρχίας και τους τρείς στρατηγούς, μπήκαν σε ένα ελικόπτερο φορώντας πολιτικά και πέταξαν για το Ερμπίλ, την Κουρδική πρωτεύουσα. Αυτό οδήγησε στην οριστική διάλυση του στρατού.
Τ.Αλί: Αυτό είναι ένα από τα πιο εκπληκτικά γεγονότα της πρόσφατης ιστορίας, Πάτρικ. Εννοώ, μπορείς να σκεφτείς κάποιο ισοδύναμο γεγονός, ακόμα και τον τελευταίο αιώνα;
Π.Κόκμπερν: Δεν μπορώ να σκεφτώ κανένα τόσο μεγάλο και άρτια εξοπλισμένο στρατό να διαλύεται.

Θα μπορούσες να πεις για τη διάλυση του στρατού του Σαντάμ το ’91 όταν του επιτέθηκαν οι Αμερικάνοι, και ξανά το ίδιο για το 2003. Αλλά τότε δέχτηκε επίθεση από τη μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη του κόσμού και βομβαρδίστηκε. Έτσι δεν μπορούμε να έχουμε παραλληλισμό. Δείχνει όμως (σ.σ. η διάλυση του Ιρακινού στρατού σήμερα) ότι το ΙSIS ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικό στο να μπορέσει να σπείρει τον τρόμο μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα, με τα βίντεο που απεικονίζουν τους αποκεφαλισμόυς Σιιτών. Έτσι οι στρατιώτες τρομοκρατήθηκαν από το ISIS.
Και επίσης, ολόκληρη η κοινότητα των Σουνιτών, περίπου 20% των Ιρακινών, ίσως 6 εκατομμύρια στις Σουνίτικες περιοχές, είχαν αποξενωθεί από το καθεστώς του Νούρι Αλ Μαλίκι5. Υπέστησαν διώξεις, δεν μπορούσαν να βρουν δουλειά, υπέστησαν συλλογική τιμωρία, νέοι άνδρες στα χωριά γύρω από τη Φαλούτζα – πολλές φορές δεν υπάρχουν πλέον νέοι άνδρες γιατί είναι όλοι στη φυλακή – οδηγούνταν προς εκτέλεση για εγκλήματα τα οποία είχαν διαπράξει άλλοι οι οποίοι είχαν ήδη εκτελεστεί. Μιλάμε για απόλυτη αυθαιρεσία. Έτσι δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι μέχρι και σήμερα το ISIS συνεχίζει να έχει υποστήριξη γιατί, παρά την αιμοδηψία του, για πολλά μέλη της Σουνίτικης κοινότητας είναι καλύτερα από το να επιστρέψει ο Ιρακινός στρατός και οι Σιίτικες πολιτοφυλακές.
Τ. Αλί: Αυτό είναι κάτι που πέρα από σένα και πιθανά άλλον ένα δημοσιογράφο σε όλα τα μέσα ενημέρωσης της Δύσης, δεν έχει αναφερθεί καθόλου. Ότι όσο βίαιη και κτηνώδης μοιάζει και είναι αυτή η ομάδα, έχει κάποιου είδους υποστήριξη ανάμεσα σε ομάδες του πληθυσμόυ.
Π.Κόκμπερν: Ναι, το ISIS έχει ορισμένα διαφορετικά είδη υποστήρικτών. Έχει τη στήριξη από την αποξενωμένη Σουνίτικη κοινότητα στο Ιράκ και τη Συρία. Αυτοί τουλάχιστον είναι οι νικητές τους, έπειτα από τις διαρκείς ήττες που υπέστησαν οι συγκεκριμένοι άνθρωποι – ηττήθηκαν το ’91 από τους Αμερικάνους, ηττήθηκαν ξανά το 2003, περιθωριοποιήθηκαν, υπέστησαν διώξεις – έτσι η νίκη είναι σημαντική για αυτούς. Θεωρώ επίσης ότι έχουν αναφορά σε άνεργους νέους άνδρες, εννοώντας αυτούς που βρίσκονται στις κατώτερες τάξεις, αλλά βασικά στους φτωχούς, πολύ φτωχούς νέους άνδρες.
Τ.Αλί: Φτωχούς και ανέργους.
Π.Κόκμπερν: Φτωχούς, άνεργους νέους άνδρες χωρίς καμία προοπτική για το μέλλον. Και η εναλλακτική είναι ζοφερή. Εννοώ, οι λίγες επιτυχημένες αντεπιθέσεις από την πλευρά κυρίως των Σιιτικών και των Κουρδικών πολιτοφυλακών, οδηγούν στην εκδίωξη των Σουνιτών από τις περιοχές όπου το ISIS είχε καταλάβει εκδιώχνωντας τους Σιίτες. Έτσι, από τη σκοπιά των Σουνιτών, δεν έχουν πολλές εναλλακτικές από το να μείνουν μαζί με το ISIS.
Τ.Αλί: Και δεν υπάρχει καμία εναλλακτική οργάνωση Σουνιτών που να προσφέρει τουλάχιστον ένα διαφορετικό πολιτικό πρόγραμμα από αυτού του είδους τον φανατισμό που επιδεικνύει το ISIS; Εννοώ, τι γίνεται με την Ένωση Σουνιτών Μελετητών;
Π.Κόκμπερν: Πόλλα από όσα συμβαίνουν σχετικά με το ISIS μοιάζουν σαν απόπειρα να δαμάσεις την τίγρη.

Και υπήρχε η πεποίθηση στη Βαγδάτη και νομίζω μέχρι πριν από ένα μήνα ότι ναι, το ISIS εμφανίζεται να πετυχαίνει μεγάλες νίκες αλλά στην πραγματικότητα πρόκειται για επιτυχίες των Σουνίτικων στρατευμάτων. Και υπάρχουν φυλές, πρώην αξιωματικοί του στρατού και κάποιοι άλλοι σαν τους μελετητές που θα εκτόπιζαν το ISIS από την περιοχή τους μόλις έπαιρναν αυτό που ήθελαν.
Και πιστεύαμε ότι αυτό ήταν ευσεβής πόθος επειδή το ISIS έχει την τάση να μονοπωλεί την εξουσία όσο συντομότερα μπορεί, ακόμα και όταν παίρνει την εξουσία σε μια περιοχή, συνεργαζόμενο με άλλους. Είναι επίσης απόλυτα παρανοϊκό με αποτέλεσμα να επρόκειτο να σκοτώσει οποιονδήποτε θεωρεί ότι μπορεί να το μαχαιρώσει πισώπλατα ή να εξεγερθεί εναντίον του. Στη Μοσούλη για παράδειγμα φαίνεται να κράτησαν ομήρους 300 άτομα. Αλλά ήταν πρώην στρατηγοί, το είδος των Σουνιτών αξιωματούχων, το είδος των ανθρώπων που υποψιάζονταν ότι μπορεί να ηγηθούν σε αυτό το είδος της αντίστασης. Και στη Συρία, στην επαρχία Deir ez-Zo, μια φυλή περίπου ξεσηκώθηκε εναντίον τους, τους συνέτριψαν αμέσως και εκτέλεσαν 700 από τα μέλη της. Έτσι, νομίζω ότι είναι απλά ευσεβείς πόθοι να φαντάζεται κανείς ότι ISIS πρόκειται να μετατοπιστεί στις περιοχές που έχει κατακτήσει.
Τ.Αλί: Ας έρθουμε στο επόμενο θέμα. Πολλοί άνθρωποι εικάζουν ότι οι Σαουδάραβες με τον ένα με τον άλλο τρόπο, αν όχι η κυβέρνηση άμεσα αλλά άνθρωποι κοντά στην κυβέρνηση της Σαουδικής Αραβίας είναι μερικώς υπεύθυνοι για τη δημιουργία, τη βοήθεια και τη χρηματοδότηση αυτής της δύναμης ως ενός είδους πρώτης Σαουδαραβικής επέμβασης ενάντια στην κυριαρχία των Σιιτών στο Ιράκ, έπειτα από την κατοχή. Σε τι βαθμό αυτό είναι αληθές, αν όντως είναι;
Π.Κόκμπερν: Υπάρχει μια δόση αλήθειας σε αυτό, αλλά θες να αποφύγεις μια θεωρία συνομωσίας που λέει ότι οι Σαουδάραβες είναι το είδος του αφέντη που κινεί τα πιόνια στη σκακιέρα, όπως ορισμένες φορές εκτιμάται σε ορισμένα μέρη της Μέσης Ανατολής. Οι Σαουδάραβες ήταν γενικώς πάντα πίσω από το Τζιχαντικό κίνημα, πάνω απ’όλα όμως στο εξωτερικό και όχι εντός της Σαουδικής Αραβίας. Και γενικώς θα υποστηρίξουν εκείνους που αντιτίθενται στις Σιίτικες κυβερνήσεις και δεν διακρίνουν ή δεν διέκριναν στην πραγματικότητα αυτούς τους οποίους υποστηρίζουν. Αλλά είναι επίσης ξεκάθαρο ότι ένα μεγάλο μέρος της υποστήριξης τους όντως δόθηκε στο ISIS, όντως δόθηκε σε άλλες ομάδες όπως η Jabhat al-Nusra6, μέσα από ιδιωτικές δωρεές όχι μόνο από τη Σαουδική Αραβία αλλά από το Κουβέιτ, το Κατάρ και την Τουρκία.
Οι ΗΠΑ και η Βρετανία θα προσπαθούσαν να διακρίνουν ανάμεσα στη μετριοπαθή Συριακή αντιπολίτευση από τη μία πλευρά και την τζιχαντική εξτρεμιστική αντιπολίτευση από την άλλη. Αλλά στην πραγματικότητα οι δυο τους βρέθηκαν μαζί, εννοώ δηλαδή ότι υπήρξε μια αναφορά μόλις αυτή την εβδομάδα από έναν ερευνητικό οργανισμό η οποία αναφέρεται σε διάφορα όπλα που βρέθηκαν στην κατοχή του ISIS και φαίνονται να τα έχει προμηθευσει τη Σαουδική Αραβία πέρυσι στην υποτιθέμενη μετριοπαθή συριακή αντιπολίτευση, αλλά αμέσως μεταφέρθηκαν ακριβώς επειδή οι απόσταση μεταξυ τους είναι πολύ πιο περιορισμένη απο όσο φαντάζεσαι.
Τ.Αλί: Ναι και υπάρχει μια αναφορά νομίζω, στης σημερινές εφημερίδες ότι ο Στήβεν Σότλοφ (σ.σ. δημοσιογράφος που αποκεφαλίστηκε από το ISIS) πωλήθηκε στο ISIS από μια υποτίθεται μετριοπαθής Συριακή οργάνωση που τον είχε αιχμάλωτο.
Π.Κόκμπερν: Ναι, η οικογένεια του το δήλωσε αυτό. Και είναι επίσης ενδιαφέρον ότι αμέσως ο αμερικανός εκπρόσωπος είπε : όχι, όχι αυτό δεν συνέβη, γιατι μπορούν να δουν πόσο πολύ υπονομεύει κάτι τέτοιο αυτό που ίσως είναι η πολιτική που θα ανακοινώσει ο Ομπάμα σήμερα σχετικά με τη δημιουργία μιας μετριοπαθούς αντιπολίτευσης, ένας τρίτος πόλος, ο οποίος δήθεν θα πολεμήσει τον Άσαντ και το ISIS ταυτόχρονα.
Τ.Αλί: Αυτό είναι καθαρή φαντασία.
Π.Κόκμπερν: Είναι φαντασία… με αυτή τη μορφή. Αλλά εννοώ ότι είναι ενδιαφέρον ότι ο αρχιστράτηγος του Ελεύθερου Συριακού Στρατού7 λέει πως οι διοικητές του Ελέυθερου Συριακού Στρατού στη Συρία πλέον λαμβάνουν εντολές απευθείας από τους Αμερικάνους. Το είπε αυτός και οι άλλοι αξιωματικοί που βρίσκονται στην Τουρκία και βρίσκονται στα κεντρικά έχοντας την ευθύνη της ηγεσίας του Ελεύθερου Συριακού Στρατού. Ανέφερε νομίζω πως είναι 16 διοικητές στη Βόρεια Συρία και μερικοί άλλοι, περίπου 60 από μικρότερες ομάδες στο Νότο oι οποίοι τώρα παίρνουν εξοπλισμό, συμβουλές και οδηγίες απευθείας από τους Αμερικάνους.
Τ.Αλί: Μα Πάτρικ, αυτό πάλι είναι εκπληκτικό. Ότι εδώ είχαμε όχι πολύ καιρό πριν, ολόκληρο το Δυτικό κόσμο με επικεφαλής τις ΗΠΑ αποφασισμένο να ξεφορτωθεί τον Άσαντ, δίνοντας όπλα σε όλους αυτούς τους ανθρώπους και όπως σημείωσες με όπλα να πηγαινοέρχονται ανάμεσα στις διάφορες οργανώσεις στη μάχη ενάντια στον Άσαντ. Και τώρα αντιμετωπίζουμε μια κατάσταση στην οποία οι ΗΠΑ στην πραγματικότητα μπορεί να βομβαρδίσουν θέσεις του ISIS εντός Συρίας. Είναι αυτό πιθανό;
Π.Κόκμπερν: Λοιπόν, έτσι νομίζω. Νομίζω ότι έχουν προχωρήσει πολύ προς αυτή την κατεύθυνση που υποδηλώνει νομίζω ότι αυτό σίγουρα θα συμβεί κάποια στιγμή. Ένα από τα δυνατά σημεία του ISIS είναι η δυνατότητα του να λειτουργεί στο Ιρακ και τη Συρία..
Τ.Αλί: Την ίδια στιγμή…
Π.Κόκμπερν: Την ίδια στιγμή. Και στην πραγματικότητα η δυναμική του στη Συρία είναι μεγαλύτερη από το Ιράκ εξαιτίας του ότι μόνο το 20% των Ιρακινών είναι Σουνίτες ενώ το 60% των Σύρων είναι Σουνίτες. Έτσι, δυνητικά θα μπορούσαν να κυριαρχήσουν στη Συριακή αντιπολίτευση αν και δεν υποστηρίζουν όλοι οι Σουνίτες την αντιπολίτευση, αρκετοί υποστηρίζουν την κυβέρνηση. Αλλά μπορούν να έχουν πολύ μεγαλύτερη πρόσβαση εκεί και διαρκώς επεκτείνονται. Εννοώ ότι βρίσκονται 30 μίλια έξω από το Χαλέπι. Προκάλεσαν μερικές από τις μεγαλύτερες ήττες, στην πραγματικότητα τις μεγαλύτερες ήττες, που ο συριακός στρατός έχει υποστεί μέσα σε τρία χρόνια. Αυτές προκλήθηκαν στην επαρχία Raqqah κατά τον τελευταίο μήνα από το ISIS.
Τ.Αλί: Τώρα ας έρθουμε στον τρίτο παράγοντα σε αυτή την κατάσταση, στον οποίο γίνονται αναφορές χωρίς όμως να έχει συζητηθεί στα σοβαρά. Τα κουρδικά κόμματα στη Συρία και το Ιράκ αντιτίθενται ανοιχτά σε όλα αυτά και πολεμούν το ISIS όσο καλύτερα μπορούν. Οι Κούρδοι στη Συρία πολιορκούνται από αυτούς, οι Κούρδοι του Ιράκ είναι αποφασισμένοι να τους πολεμήσουν. Σε ποιό βαθμό αυτό είναι αποτελεσματικό και γιατί η Κουρδική Πεσμεργκά (σ.σ. ονομασία των ομάδων Κούρδων μαχητών) στο Ιρακ δεν έδειξε ικανή να τους αντιμετωπίσει πιο σκληρά στο ξεκίνημα των συγκρούσεων;
Π.Κόκμπερν: Θεωρώ πως πιθανότατα η φήμη της Πεσμεργκά στο Ιρακ ήταν σε κάθε περίπτωση υπερβολική. Δεν έχουν πολεμήσει κανένα πέρα από το δικό τους εμφύλιο πόλεμο το ’90 εδώ και πολλά χρόνια. Ήταν πάντα καλοί στις ενέδρες στα βουνά και στις δημόσιες σχέσεις αλλά κατα τ’άλλα υπήρχε πάντα μια υπερβολή σχετικά με αυτούς. Εννοώ πως, δεν φταίνε αυτοί άλλωστε πάλευαν ενάντια στον ογκώδη στρατό του Σαντάμ. Αλλά υπήρχε υπερβολή. Και επίσης έχει γίνει πετρελαιοπαραγωγό κράτος. Πολλοί Κούρδοι απλά ενδιαφέρονται να βγάλουν λεφτά και ούτω καθ’έξής. Τώρα λένε ότι δεν είχαν κατάλληλο εξοπλισμό.
Λοιπόν, ξέρεις, μπορείς να αγοράσεις όπλα. Δεν χρειάζεται να προέρχονται όλα από την Αμερική. Γιατί υπάρχουν αυτά τα μεγάλα ξενοδοχεία στο Ερμπίλ, την πρωτεύουσα τους και γιατί δεν έχουν μερικά πολυβόλα; Και έχουν επίσης 600 μίλια συνοριογραμμής να υπερασπιστούν. Και εκμεταλλεύτηκαν την πτώση της Μοσούλης για να επεκτείνουν τις περιοχές τους σε περιοχές που διεκδικούσαν Άραβες. Αυτό έκανε τους Άραβες σε αυτές τις μικτές περιοχές πολύ περισσότερο εχθρικούς απέναντι στους Κούρδους απ’ ότι πριν. Έτσι υπάρχει αποδοχή σε ότι έκανε το ISIS για να βρεί απήχηση μέσα στους Άραβες και ένα από τα πιο τοξικά αποτελέσματα αυτής της κατάστασης είναι ότι οι εκεί πληθυσμοί πλέον χωρίζονται. Αρχικά οι Γιαζιντίτες8 και οι Κούρδοι και άλλοι έφυγαν, και τώρα οι Σουνίτες φεύγουν από αυτές τις περιοχές για να αποφύγουν τις επιθέσεις εκδίκησης.
Τ.Αλί: Και οι Κούρδοι της Συρίας;
Π.Κόκμπερν: Εδώ είναι διαφορετικό γιατί αποτελούν το 10% του πληθυσμού της Συρίας. Υπάρχουν θύλακες κυρίως στα Βορειοανατολικά και το Βορρά.
Τ.Αλί: Και ο Άσαντ τους έδωσε την αυτονομία τους, είναι αλήθεια αυτό;
Π.Κόκμπερν: Όχι ακριβώς. Έκαναν μια καιροσκοπική υποχώρηση γιατί ο Άσαντ γνωρίζει ότι το ISIS επρόκειτο να τους επιτεθεί και ξέρεις, στην πραγματικότητα, οι άνθρωποι που τους επιτέθηκαν δεν ήταν μόνο από το ISIS αλλά από τη Jabhat al-Nusra. Όλες οι υπόλοιπες ομάδες ενώθηκαν ξαφνικά για να επιτεθούν στους Κούρδους σε αυτές τις περιοχές. Εννοώ ότι αυτό υπονομέυει την ιδέα ότι υπάρχει μια μετριοπαθής αντιπολίτευση και μία Τζιχαντική. Το ότι ο Ελέυθερος Συριακός Στρατός και όλοι αυτοί ήρθαν για να επιτεθούν στους Κούρδους. Η κυρίαρχη δύναμη των Κούρδων είναι το PKK που είναι βασικά η Κουρδική αντιπολίτευση στην Τουρκία. Αλλά αυτοί είναι πολύ πιο αποτελεσματικοί μαχητές από την αντίστοιχη Πεσμεργκά στο Ιράκ. Στην πραγματικότητα αυτοί διέσωσαν αρκετούς Γιαζιντίτες στο βουνό Sinjar στο Δυτικό Κουρδιστάν.
Τ.Αλί: Το Συρο-κουρδικό κράτος…
Π.Κόκμπερν: Οι Κούρδοι της Συρίας, ναι. Αυτό ήταν λίγο ντροπή για τους Κούρδους του Ερμπίλ.
Τ.Αλί: Ναι. Ερχόμαστε έτσι στο σημείο κλειδι τώρα. Έχεις γράψει ότι η συμφωνία Σκάικς-Πικό έχει πιθανότατα φτάσει στο τέλος της. Αυτή ήταν η συμφωνία μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο με την οποία τα Οθωμανικά εδάφη στον Αραβικό κόσμο χωρίστηκαν ανάμεσε στη Γαλλία και τη Βρετανία. Αλλά Πάτρικ, μάλλον έχεις δίκιο. Το 2006 ένιωσα ότι δεν υπάρχει μέλλον για το Ιρακ εξαιτίας του τι είχε συμβεί και πιθανότατα θα έχεις ένα Σιίτικο κράτος, ένα φιλο-Σαουδαραβικό Σουνίτικο κράτος και ένα Κουρδικό. Θεωρείς ότι αυτό θα συμβεί με κάποια τέτοια μορφή ή τρόπο τα επόμενα πέντε χρόνια;
Π.Κόκμπερν: Με κάποιο τρόπο, αλλά όχι ακριβώς. Ξέρεις δεν πιστεύω ότι οι χαρτογράφοι έχουν ήδη έτοιμα τα σύνορα των νέων κρατών. Αλλά πιστεύω ότι θα φτάσουμε σε ένα αποτέλεσμα τριών ξεχωριστών κρατών στο Ιράκ. Και αυτό το έχεις ήδη. Εννοώ, αν είσαι Σιίτης στη Βαγδάτη ή αν εγώ είμαι στη Βαγδάτη δεν μπορώ να πάω σε απόσταση μιας ώρας προς Βορρά χωρίς να μου κόψουν το κεφάλι. Όπως ένας Κούρδος στο Βορρά και παρομοίως ένας Σουνίτης που αποπειράται να περάσει από κάποιο σημείο ελέγχου στη Βαγδάτη το πιο πιθανό είναι να συλληφθεί.
Τ.Αλί: Επισκέφθεσαι χρόνια τη Βαγδάτη, Πάτρικ. Μου λές ότι υπάρχουν εθνοτικά σύνορα τώρα στη Βαγδάτη και δεν μπορείς να μετακινηθείς εντός της πόλης;
Π.Κόκμπερν: Όχι. Ανάμεσα στη Βαγδάτη και το υπόλοιπο Ιράκ δεν μπορείς. Εννοώ υπάρχουν Σουνίτικες περιοχές στη Βαγδάτη αλλά είχες ένα θρησκευτικό εμφύλιο το 2006-07 στον οποίο οι Σουνίτες βασικά έχασαν. Έτσι έχουν κάποιους μικρούς θύλακες στη Βαγδάτη. Δεν έχουν μείνει πολλές μικτές περιοχές. Οι Σιίτες κυριαρχούν στην πόλη. Τώρα αυτές οι Σιίτικες περιοχές μπορεί να εξεγερθούν αλλά είναι ευάλωτες σε αντίποινα από την Σιίτικη πλειοψηφία. Θα μπορούσε να υπάρξει μια μάχη για τη Βαγδάτη αλλά οι Σουνίτες προφανώς θα χάσουν και αυτός είναι ένας από τους λόγους που είναι τρομοκρατημένοι.
Τ.Αλί: Και υπάρχει και κουρδικός πληθυσμός στη Βαγδάτη, ας μην το ξεχνάμε…
Π.Κόκμπερν: Ναι, είναι πολλοί από αυτόυς εκεί, αλλά έχουν ενσωματωθεί στον ντόπιο πληθυσμό.
Τ.Αλί: Διαφυλετικοί γάμοι;
Π.Κόκμπερν: Διαφυλετικοί γάμοι. Δεν υπήρχαν ποτέ κάποιου είδους σκληροπυρηνικές Κουρδικές περιοχές ή θύλακες στη Βαγδάτη με δικές τους πολιτοφυλακές, το οποίο ισχύει στην περίπτωση των Σιιτών και των Σουνιτών.
Τ.Αλί: Ας πάμε λίγο στη Συρία. Τι εντύπωση έχεις για τη σημερινή κατάσταση εκεί με την εμφάνιση του ISIS, όχι μόνο με την εμφάνιση του αλλά και τις επιτυχίες του, με τους Αμερικάνους στο ΝΑΤΟ τώρα να προσπαθούν να συνωμοτήσουν ή αν όχι να συνωμοτούν, ανοιχτά να συζητούν πως θα κατστρέψουν την οργάνωση. Σίγουρα αυτό αμέσως ισχυροποιεί το καθεστώς Άσαντ, ανεξάρτητα του τι έχει σκοπό να κάνει.
Π.Κόκμπερν: Ναι, εκτιμώ ότι αυτό είναι απλύτως αληθές. Και αυτό τους έχει προκαλέσει τέτοια σύγχυση.

Εννοώ ότι το ISIS ελέγχει το 35-40% της Συρίας. Στην Ανατολική Συρία ελέγχουν τις πετρελαιοπηγές. Eίναι πολύ κοντά στο Χαλέπι, τη μεγαλύτερη πόλη της Συρίας. Θα μπορούσαν να ελέγξουν τις περιοχές των επαναστατών και έπειτα θα μπορούσαν να ελέγξουν ολόκληρη την πόλη. Αυτό θα είχε μεγαλύτερη σημασία από την κατάληψη της Μοσούλης στο Ιράκ. Οι οργανώσεις των Τζιχαντιστών, ειδικά η Jabhat al-Nusra αλλά επίσης και το ISIS βρίσκονται κοντά στη Xάμα, την τέταρτη μεγαλύτερη πόλη της Συρίας. Οπότε η θέση τους είναι ισχυρή. Δεν θα πάρει πολύ στο ISIS να φτάσει στη Μεσόγειο, εκεί που βρίσκονταν πριν κάνουν έναν τακτικό ελιγμό νωρίτερα αυτή τη χρονιά.
Είναι λοιπόν εκπληκτικό ότι έχεις την Αμερική και τους υπόλοιπους Δυτικούς και δυνάμεις που λένε ότι θα επέμβουμε ενάντια στο ISIS αλλά δεν το κάνουμε για να βοηθήσουμε τον Άσαντ. Μα ο Άσαντ είναι ο βασικός εχθρός του ISIS και αν προσπαθούσαν να αποδυναμώσουν τον Άσαντ, τότε θα βοηθούσαν το ISIS. Αυτό είναι το αποτέλεσμα, θεωρώ, των καταστροφικών πολιτικών των δύο τελευταίων χρόνων. Ήταν προφανές από το τέλος του 2012 ότι ο Άσαντ δεν πρόκειται να φύγει. Πριν από αυτό υπήρχε μια αλαζονεία το 2011 και 2012 στις Δυτικές πρωτεύουσες και αλλού ότι ο Άσαντ θα έεπφτε σαν τον Καντάφι.
Αλλά ο Άσαντ εμφανώς δεν επρόκειτο να φύγει, επειδή υπάρχουν 14 πρωτεύουσες επαρχιών και ελέγχει τις 13. Αν λες αυτό, στην ουσία λες ότι ο πόλεμος θα συνεχιστεί γιατί αυτός δεν έχει σκοπό να φύγει. Και σκέφτηκα για μια στιγμή ότι αυτοί – η Ουάσιγκτον και οι άλλοι, και οι Σαουδάραβες – δεν ήταν και πολύ δυσαρεστημένοι με αυτό. Ήταν κάτι με το οποίο μπορούσαν να ζήσουν γιατί αυτός ήταν εκεί αλλά ήταν αδύναμος και επρόκειτο να μείνει εκεί. Και έπειτα οι Τζιχαντιστές ήταν εκεί αλλά ήταν μπλεγμένοι στο δικό τους εμφύλιο. Αλλά ο κακός υπολογισμός ήταν ότι στην πλευρά των Τζιχαντιστών κάποιος θα επικρατούσε, και αυτός ήταν το ISIS. Δευτερευόντως, αυτό δεν επρόκειτο να μείνει στο επίπεδο Σύρος εναντίον Σύρου, Ιρακινός εναντίον Ιρακινού ή ακόμα και Μουσουλμάνος εναντίον Μουσουλμάνου, και έπειτα από όλα αυτά το χαλιφάτο αξιώνει την υποταγή όλων των Μουσουλμάνων και την υποταγή όλου του κόσμου. Έτσι οι φιλοδοξίες του...
Τ.Αλί: Είναι παγκόσμιες…
Π.Κόκμπερν: Είναι παγκόσμιες.
Τ.Αλί: Kαι το ενημερωτικό του φυλλάδιο το οποίο μοιάζει με αυτό του ΝΑΤΟ, αν δεις και τα δύο έντυπα μαζί, είναι εμφανές ότι το ISIS έχει αντιγράψει το μοντέλο του ΝΑΤΟ. Έχουν φωτογραφίες σαν αυτή σε ένα από τα φυλλάδια τους λέγοντας ότι αυτό κάνουμε, έτσι σκοτώσαμε τόσους ανθρώπους εδώ κι εκεί. Δεν υπάρχει καμία ντροπή για το τι κάνουν. Έτσι κατά ένα παράξενο τρόπο παρά την ιδεολογία τους που είναι ο Ουαχαμπισμός και ένα είδος αναγέννησης του Μουσουλμανισμού είναι σχετικά σύγχρονοι σε ορισμένα σημεία, δεν είναι;
Π.Κόκμπερν: Ναι, δηλαδή είναι σε εντυπωσιακό βαθμό. Ξέρεις στην αρχή των αραβικών εξεγέρσεων το 2011, το blogging, το Twitter, το YouTube θεωρούνταν προοδευτικά μέσα που θα διαβρώσουν την ισχύ των αστυνομικών κρατών και του αυταρχισμού και ούτω καθ’εξής. Αλλά στην πραγματικότητα αυτοί που έκαναν την πιο εκτεεταμένη χρήση ήταν οι τζιχαντιστές και ειδικά το ISIS για να διακινήσουν τις ιδέες τους, να σπείρουν τον τρόμο πολύ αποτελεσματικά. Η οικογένεια ενός Ιρακινού στρατιώτη στη Βαγδάτη ξέρεις, η γυναίκα του, η μητέρα του, έβλεπαν αυτά τα πράγματα και έλεγαν : «Μην πας πίσω στο στρατό, θα σκοτωθείς». Ήταν πολύ αποτελεσματικό λοιπόν.
Τ.Αλί: Πάτρικ, τι πρόκειται να κάνουν οι ΗΠΑ τώρα, τι επιλογές έχουν; Εννοώ, θεωρείς ότι μπορεί να έχει οποιαδήποτε επιτυχία το σχέδιο να εξαφανίσουν το ISIS, το οποίο μοιάζει να είναι το πλάνο τους. Εννοώ, πως διάολο θα τα καταφέρουν χωρίς χερσαίες δυνάμεις και με όλες τις διαθέσιμες αναφορές που έρχονται από το Πεντάγωνο να αναφέρουν ότι αντιτίθεται στην αποστολή χερσαίων δυνάμεων. Εννοώ, μήπως πρόκειται να βρουν κάποιες αραβικές χώρες να λειτουργήσουν βοηθητικά;
Π.Κόκμπερν: Λοιπόν ναι ίσως, βοηθητικές δυνάμεις. Δε νομίζω ότι θα στείλουν στρατό ξηράς. Εννοώ, δες τι συνέβη. Ο Ιρακινός στρατός τράπηκε σε φυγή, ο Συριακός πολέμησε αλλά έχασε. Έχασε μια σημαντική αεροπορική βάση στην επαρχία της Raqqah λίγες εβδομάδες πριν αν και πολέμησαν σκληρά. Γι’αυτό θεωρώ ότι θα είναι αρκετά ταραγμένοι για να πολεμήσουν το ISIS. Οι ΗΠΑ ψάχνουν λέει ο Ομπαμα για εταίρους στην περιοχή. Είναι λίγο θολό το τι σημαίνει αυτό. Εταίροι στην περιοχή της Βαγδάτης είναι τα κόμματα που έχουν κατά ένα τρόπο συνασπιστεί γιατί είναι όλοι τρομοκρατημένοι με το ISIS αλλά αν δεις καλύτερα οι Κούρδοι δεν έχουν συμφωνήσει σε τίποτα. Οι Σουνίτες ηγέτες στη Βαγδάτη έχουν πάρει κάποιες δουλειές αλλά αυτοί δεν τολμούν να επιστρέψουν στις πόλεις τους γιατί θα τους πάρουν τα κεφάλια. Είναι λοιπόν ανοργάνωτοι και διασπασμένοι και βρέθηκαν μαζί μόνο υπό την πίεση των ΗΠΑ και του Ιραν που έχουν παράλληλα συμφέροντα εκεί.
T.Αλί: Λοιπόν, ξέρουν ακριβώς ποιός είναι ο προφανής σύμμαχος σε αυτό. Αν έψαχναν στα σοβαρά για συμμάχους στην περιοχή, θα ήταν το Ιράν. Το οποίο προφανώς δεν είναι έτοιμοι να σκεφτούν σοβαρά γιατί έχουν δαιμονοποιήσει σε τέτοιο βαθμό το Ιράν και οι Ισραηλινοί θα ήταν εχθρικοί σε οποιαδήποτε αναφορά τέτοιου είδους. Επειδή οι ​​Ιρανοί θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν οποιαδήποτε συμμαχία με τους Αμερικανούς τώρα για να πάρουν μια βόμβα γρήγορα όπως ο Στρατηγός Ζία έκανε κατά τη διάρκεια του πολέμου κατά του Αφγανιστάν. Πέρα όμως από το Ιράν, ποιος άλλος έχει δύναμη πυρός εκεί;
Π.Κόκμπερν: Ναι, αυτό ισχύει επίσης και για την περίπτωση της Συρίας. Οι Αμερικάνοι και οι υπόλοιποι κατά κάποιο τρόπο αρνούνται να κάνουν μια επιλογή. Ας πούμε ότι φτιάχνεται ένας συνασπισμός δυνάμεων ο οποίος στηρίζεται από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και τη Σαουδική Αραβία. Αυτοί έχουν λεφτά, έχουν επιρροή στους Τζιχαντιστές και πιθανώς στη Σουνίτικη κοινότητα αλλά αποφεύγουν την αλλαγή των σχέσεων ή την παύση της αντιπαράθεσης με το Ιραν και στη Συρία η Ρωσία μετράει αρκετά. Είναι ακόμα εχθρικοί προς τη Χεζμπολά9 και τους Κούρδους στη Συρία που πολεμούν το ISIS με σχετική επιτυχία. Όπότε τι έχουμε; Στην πραγματικότητα μια συνταγή για ένα μακρύ σε διάρκεια πόλεμο και μια πολύ μπερδεμένη κατάσταση.
Και τι θα κάνουν αν το ISIS μπεί στο Χαλέπι; Θα το βομβαρδίσουν την ίδια ώρα που η Συριακή Αεροπορία θα βομβαρδίζει το ISIS; Πώς θα ξέρουν ότι η Συριακή Αεροπορία δεν θα προσπαθήσει να καταρρίψει αμερικάνικα αεροσκάφη; Σίγουρα αυτό που θα κάνουν είναι κρυφές επαφές με την κυβέρνηση Άσαντ. Στην πραγματικότητα, έχω μάθει ότι ήδη το κάνουν – όχι μια δημόσια στροφή 180 μοιρών αλλά ενός είδους κατανόησης προς αυτους, όπως συνέβη σε ένα βαθμό στο Ιράκ μετά το 2003. Αν και οι Ιρακινοί πάντα συνήθιζαν να λένε ότι το Ιράν και οι ΗΠΑ ανέμιζαν τις γροθιές τους πάνω στο τραπέζι, αλλά από κάτω έδιναν τα χέρια.
Τ.Αλί: Πράγμα το οποίο έκαναν.
Π.Κόκμπερν: Ω, απολύτως.
Τ.Αλί: Χωρίς το πράσινο φως από το Ιράν, θα ήταν δύσκολο να πάρουν το Ιράκ έτσι απλά.
Π.Κόκμπερν: Μα ναι. Γιατί έχουμε τον Νούρι αλ Μαλίκι ως τον καταστροφικό Πρωθυπουργό του Ιρακ για 8 χρόνια, ο οποιός ανανέωσε τη θητεία του το 2010; Και θυμάμαι έναν Ιρακινό φίλο μου, διπλωμάτη που μου τηλεφώνησε όταν ο Μαλίκι βασικά επέστρεψε σαν Πρωθυπουργός και μου είπε ξέρεις, η μεγάλη Αμερική του σατανά και ο άξονας του κακού το Ιράν, τα βρήκαν για να μας παρέχουν τον ηγέτη μας. Με καταστροφικές συνέπειες για τους Ιρακινούς.
Τ.Αλί: Ακριβώς. Οπότε, Πάτρικ η κατάσταση συνολικά είναι αρκετά ζοφερή και πιθανά να παραμείνει τέτοια;
Π.Κόκμπερν: Ναι, είναι ζοφερή γιατί υπάρχουν πολλοί παίχτες που εμπλέκονται. Υπάρχουν τόσο πολλές κρίσεις που διαπλέκονται μεταξύ τους που πιθανά θα συνεχιστούν για πολύ καιρό. Ίσως υπήρχε μια στιγμή πριν δύο χρόνια όταν θα μπορούσαν να εμποδίσουν την απογείωση του ISIS. Γιατί πραγματικά ο πόλεμος στη Συρία άλλαξε τη μοίρα του ISIS γιατί αποσταθεροποίησε το Ιράκ. Προηγουμένως στο Ιράκ, επωφελήθηκε από την αποξένωση της Σουνιτικής κοινότητας, αλλά ξαφνικά ο πόλεμος στη Συρία επανενεργοποίησε το ISIS, επειδή αποσταθεροποίησε το Ιράκ. Είναι αναθέρμανε τον πόλεμο στο Ιράκ, ο οποίος είχε κοπάσει, αλλά ποτέ δεν τελείωσε. Και Ιρακινούς πολιτικούς θυμάμαι σαν τον Χοσιάρ Ζεμπάρι, τον Υπουργό Εξωτερικών να μου λέει εκείνη τη στιγμή, αν η Δύση επιτρέπει τη συνέχιση του πολέμου στη Συρία, αυτό θα αποσταθεροποιήσει αναπόφευκτα το Ιράκ. Και αυτό συνέβη.
Τ.Αλί: Με αυτή την απαισιόδοξη νότα, ολοκληρώνουμε αυτή τη συζήτηση. Ευχαριστώ πολύ Πάτρικ και θα τα ξαναπούμε, αναμφίβολα.
Π.Κόκμπερν: Υπέροχα, σ’ευχαριστώ.
1 Οι Σουνίτες είναι ένας από τους δύο βασικούς κλάδους του Ισλάμ και το πολυπληθέστερο δόγμα. Επικαλούνται τη Σούνα (την παράδοση του Μωάμεθ) και τηρούν κατά γράμμα τις γραφές του Κορανίου. Η αντιπαράθεση τους με το άλλο δόγμα του Ισλαμ, τους Σιίτες εδράζεται στην πίστη τους στις έξι αναφορές (Χαντίθ) του Μωάμεθ και στην απόρριψη της κληρονομικότητας στη διαδοχή του Προφήτη του Ισλάμ.
2 Ο Ουαχαμπισμός ή Σαλαφισμός, είναι θρησκευτικό κίνημα Σουνιτών που βασίζεται στην επιστροφή στις καταβολές του Ισλάμ και αποτελεί την ιδεολογική βάση του Τζιχαντικού κινήματος. Οι οπαδοί του επικαλούνται τα ιερά κείμενα του Κορανίου και της Σούνα.
3 Οι Σιίτες αποτελούν τον έτερο κλάδο και δόγμα του Ισλάμ. Η ονομασία τους (Σι’ατ Αλί)προέρχεται από τα αραβικά και σημαίνει η παράταξη του Αλί. Ο διχασμός ανάμεσα σε αυτούς και τους Σουνίτες προέρχεται από το ότι οι Σιίτες θεωρούν τον Αλί ιμπν Αμπού Ταλίμπ, γαμπρό του Μωάμεθ, ως τον διάδοχο του Προφήτη του Ισλάμ.
4 Mουκτάντα αλ Σαντρ: Πολιτικός και θρησκευτικός ηγέτης των Σιιτών στο Ιράκ. Βρίσκεται σήμερα σε ανοιχτό πόλεμο με το Σουνίτικο ISIS στα Ιρακινά εδάφη.
5 Νούρι Αλ Μαλίκι: Ο Πρωθυπουργός του Ιράκ μετά την πτώση του Σαντάμ Χουσεϊν. Πρόκειται για τον άνθρωπο που έχει συνδέσει το όνομα του με την αμερικανική κατοχή στη χώρα.
6 Jabhat al-Nusra ή μέτωπο al-Nusra: Σουνίτικη στρατιωτική οργάνωση που ξεκίνησε τη δράση της στο Συριακό εμφύλιο πολεμώντας το καθεστώς του Μπασάρ Αλ Άσαντ. Θεωρείται μια από τις πιο σκληρές οργανώσεις τζιχαντιστών, με κοινούς στόχους και διασυνδέσεις με το ISIS. Aποτελεί βραχίονα της Αλ Καϊντα στη Συρία και το Λίβανο.
7 Ελεύθερος Συριακός Στρατός: Το στρατιωτικό τμήμα του Εθνικού Συνασπισμού της Συριακής Επανάστασης και των Δυνάμεων της Αντιπολίτευσης στη Συρία που συγκροτήθηκε απέναντι στο καθεστώς Άσαντ.
8 Γιαζιντίτες: Κούρδικη εθνοθρησκευτική ομάδα με καταγωγή από την Ινδία και το Ιράν. Το 90% του πληθυσμού τους
9 Χεζμπολά: Σιίτικη πολιτική και στρατιωτική οργάνωση στο Λίβανο που ιδρύθηκε το 1982 μετά την επέμβαση του Ισραηλινού στρατού στη χώρα. Συμμετέχει στην Λιβανέζικη κυβέρνηση και έχει ηγέτη εδώ και 22 χρόνια το Χασάν Νασράλα.  
Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο barikat.gr

8 Eylül 2014 Pazartesi

Π.Κονδύλης, Θεωρία του Πολέμου-περί Λένιν (+μικρή εισαγωγή) | Ταξικές Μηχανές bestimmung.blogspot.com

Π.Κονδύλης, Θεωρία του Πολέμου-περί Λένιν (+μικρή εισαγωγή) | Ταξικές Μηχανές
bestimmung.blogspot.com
 
  Εισαγωγικά:

Ο Κονδύλης στην μελέτη του για τον Κλαούζεβιτς, τη σχέση Μάρξ-Ένγκελς, Λένιν και της σύγχρονης μορφής πολέμου, ξεκινά από μια εκτενή ανάλυση της θεωρίας του πολέμου του Κλαούζεβιτς. Πρωτού περάσουμε σε αναφορές του Κονδύλη για τον Λένιν, εισαγωγικά θα αναφερθώ σε δύο σημεία του βιβλίου που θεωρώ πιο σημαντικά:

1] Ο Κονδύλης δίνει τη δική του ερμηνεία πάνω στο περίφημο αξίωμα του Πρώσου στρατηγικού ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα. Για τον Κονδύλη, η λεγόμενη ''αντιστροφή του αξιώματος'' του Κλαούζεβιτς (->η πολιτική είναι η συνέχιση του πολέμου με άλλα μέσα) παραγνωρίζει
πώς ορίζει ο Κλαούζεβιτς την πολιτική και τον πόλεμο. Η πολιτική έχει στον Κλαούζεβιτς όχι την καθομιλουμένη σήμερα έννοια των ''πολιτικών'', της ''κυβέρνησης'' κλπ, αλλά την αριστοτελική έννοια της ''πολιτικής επικοινωνίας'', του κοινωνικού δεσμού (φυσικά όπως διαμορφώνεται στη βάση της πόλης), ενώ ο πόλεμος έχει την έννοια της ειδικά οργανωμένης ένοπλης βίας. Ενώ ο Κονδύλης σημειώνει πως ο Κλαούζεβιτς δεν θα είχε αντίρρηση να εντάξουμε πολιτική και πόλεμο σε μια υπερκείμενη έννοια σύγκρουσης, τονίζει πως ο πόλεμος με τον τρόπο που τον ορίζει ο Κλαούζεβιτς δεν μπορεί να προηγείται της πολιτικής σχέσης, όταν έχει περάσει κανείς, σύμφωνα με τον Πρώσο, από τη ''βαρβαρότητα'' στον ''πολιτισμό''. Στις ''πολιτισμένες'' κοινωνίες, ο πόλεμος αποτελεί συνέχιση, διά της ένοπλης βίας, της πολιτικής και των αξιώσεων ισχύος που συγκρούονται μέσα στην πολιτική κοινωνία, και κάθε πολιτική κοινωνία θα διαλυόταν αν η ''βάση'' ήταν ο ''πόλεμος'' (με την έννοια της ένοπλης βίας) και η ''συνέχιση με άλλα μέσα'' του πολέμου η πολιτική. Θα συμπληρώναμε πως, όταν ο Φουκώ ερμηνεύει τον Χόμπς κατά την ''αντιστροφή'' της σχέσης πολιτικής-πολέμου (βλ. σύνοψη στις διαλέξεις ''Για την Υπεράσπιση της Κοινωνίας'' εδώ), με τον ''πόλεμο όλων εναντίον όλων να είναι η βάση'', αυτός ο πόλεμος ήδη στον Χόμπς, όπως άλλωστε τον παραθέτει και ο Φουκώ, δεν σημαίνει απαραίτητα τη φυσική βία των ανταγωνιζόμενων αλλά και την απειλή πολέμου και τον υπολογισμό του ενδεχομένου του πολέμου. Όμως έτσι έχει κανείς ξεφύγει από την αυστηρή εννοιολόγηση του πολέμου, πράγμα που δημιουργεί σύγχυση ανάμεσα στην έννοια της ''σύγκρουσης'' και του ''πολέμου''. Έτσι είναι δυνατή και η περίφημη ''αντιστροφή'', αν κανείς, επιπλέον, ορίσει την έννοια της πολιτικής στενότερα από τον Κλαούζεβιτς-όμως τότε δεν πρόκειται για αντίστροφη, αφού μεταβάλλεται το νόημα των όρων.

2] Ο Κονδύλης σημειώνει τις αλλαγές στις σύγχρονες μορφές πολέμου, που κωδικοποιήθηκαν ως ''νέα στρατιωτική επανάσταση'' στον τομέα των τεχνικών μέσων, και ειδικά της ηλεκτρονικής, των πληροφοριών, των όπλων μαζικής καταστροφής πλανητικής εμβέλειας και μεγάλης από απόσταση ακρίβειας στόχευσης. Αφού αναφέρει πως, ιστορικά, η αντικατάσταση των μεγάλων στρατών από μικρές και αποκεντρωμένες ευκίνητες ομάδες, η υποβάθμιση του ρόλου του πεζικού κ.α είχαν τεθεί ως πιθανό ενδεχομένο αλλαγής της φύσης του πολέμου ήδη από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, σημειώνει πως δεν πρέπει να βιαστεί κανείς, αφενός να θεωρήσει τις ''παλαιές μορφές'' πολέμου απλώς παρωχημένες ενόψει της στρατιωτικής ουτοπίας ενός απολύτως τεχνολογικού πολέμου, αφετέρου να τοποθετήσει τον Κλαούζεβιτς στο μουσείο των αρχαιοτήτων, επειδή η θεωρία του του πολέμου δεν έχει εφαρμοσιμότητα σήμερα. Μια κοινή, ομογενοποιημένη στρατιωτική αντίληψη και απόφανση περί του ποιά είναι η ''ορθή'' στρατηγική ή ποιά είναι η ''ορθή'' θεωρία του πολέμου, του Κλαούζεβιτς ή κάποια άλλη, προυποθέτει ένα ομογενοποιημένο πεδίο πολεμικών συγκρούσεων, ένα κοινό επιχειρησιακό χώρο με σταθερά μορφολογικά χαρακτηριστικά. Ο Κονδύλης παρατηρεί πως ο Κλαούζεβιτς διαχωρίζει τελικά τη θεωρία του πολέμου από την εκάστοτε συγκεκριμένη στρατηγική, και από την ειδική ιστορική μορφή εμφάνισης των ναπολεόντειων πολέμων, ώστε να αναπτύξει το εννοιολογικό πλαίσιο μιας γενικής θεωρίας του πολέμου το οποίο ισχύει και σήμερα, λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη, μέσα από τις έννοιες της ''τριβής'', της ''σύμπτωσης'' και του ''χαμαιλαιόντειου'' χαρακτήρα του πολέμου, την ποικιλομορφία των πολεμικών επιχειρήσεων στα διάφορα πεδία των μαχών. Έτσι, για τον Κονδύλη, ''μόνο μια επιφανειακή ανάγνωση'' του Κλαούζεβιτς μπορεί να συρρικνώσει την εφαρμοσιμότητα των γενικών αρχών του πολέμου που περιγράφει στους ναπολεόντειους πολέμους. Παρ'όλα αυτά, ο Κονδύλης αναγνωρίζει τη σημασία των τεχνολογικών εξελίξεων στις σύγχρονες μορφές πολέμου, και επισημαίνει πως το μέλλον θα δείξει αν οι αλλαγές θα είναι ποσοτικές ή ποιοτικές σε σχέση με τη στρατιωτική μεθοδολογία στο πρώτο και το δεύτερο ήμισυ του 20ου αιώνα. Επιμένει πάντως ότι οι σύγχρονοι πόλεμοι θα συνδυάζουν, στα διάφορα επιχειρησιακά πεδία (που μεταβάλλουν χωρικά και χρονικά την έννοια του πεδίου της μάχης λόγω της φύσης της τεχνολογικής υποδομής του πολέμου), τόσο ''παλαιές'' όσο και ''νέες'' μεθόδους. Μια απόλυτη ''αυτοματοποίηση του πολέμου'' είναι αδύνατη, αφού πάντα θα απαιτούνται άνθρωποι να σταθμίζουν και να αξιολογούν τον όγκο των πληροφοριών, και να παίρνουν κρίσιμες αποφάσεις, οι οποίες, βάση της σχέσης πολιτική->πόλεμος του Κλαούζεβιτς, είναι αποφάσεις πάντα στο πλαίσιο κοινωνικοοικονομικών και πολιτικών σχέσεων, και όχι καθαρά και με τεχνικό τρόπο ''πολεμικές''.

Ωστόσο, υπάρχουν όντως και βασικές έννοιες του Κλαούζεβιτς της ''γενικής θεωρίας του πολέμου'' που γίνονται τουλάχιστον ασαφείς στο σημερινό τοπίο. Ο Κονδύλης μας δίνει ένα παράδειγμα, της μετατροπής του ''πεδίου μάχης'' (χωροχρονικά καθορισμένο) στο ''επιχειρησιακό πεδίο'' (η σχέση του χώρου και του χρόνου με τον πόλεμο εξαρτάται από τα τεχνικά μέσα, χωρίς να ανάγεται σε αυτά). Μία από τις έννοιες του Κλαούζεβιτς που γίνονται προβληματικές σήμερα, και στην οποία δεν αναφέρεται ο Κονδύλης, είναι η έννοια του ''κέντρου βάρους'', του κέντρου εκείνου το οποίο συμπυκνώνει τη συνοχή και την ισορροπία του εχθρού και αν χτυπηθεί, με ένα καίριο, αποφασιστικό πλήγμα, το αποτέλεσμα είναι η αποδιοργάνωση των στρατευμάτων. Ο Κονδύλης αναφέρεται έμμεσα στο ζήτημα, εντοπίζοντας δύο ειδών νεότερα ''κέντρα'', πληροφοριακά και ενεργειακά, που είναι και ενδεχόμενοι στόχοι σύγχρονων, περισσότερο ''ορθολογικών'' τρομοκρατικών ενεργειών. Παρ'όλα αυτά, αν παρακολουθήσει κανείς σήμερα κείμενα μεταξύ αναλυτών για το αν η έννοια του ''κέντρου βάρους'' παραμένει χρήσιμη ή όχι, θα διαπιστώσει το πρόβλημα εφαρμοσιμότητας της έννοιας σε πολεμικές δυνάμεις που δεν διατάσσονται πάντα με ''συμπαγή'' τρόπο, σαν να ήταν ένα αυστηρά οριοθετημένο και εντοπισμένο στο χώρο σώμα.



σελ 310-315

[...]

  Η αποκορύφωση του οργανωτικού παράγοντα σε μιαν εξέγερση είναι η δημιουργία ενός επαναστατικού στρατού-"και μάλιστα τόσο περισσότερο, όσο καλύτερα έχει κινητοποιηθεί ο αντεπαναστατικός στρατός'' [154]. Ο επαναστατικός στρατός είναι ''αναγκαίος επειδή τα μεγάλα ιστορικά ζητήματα μπορούν να λυθούν μόνο με τη βία, όμως η οργάνωση της βίας είναι στρατιωτική οργάνωση''. Υπό τις συνθήκες του εμφυλίου πολέμου τίθενται λοιπόν επί τάπητος όλα τα θέματα της στρατιωτικής τεχνικής και οργάνωσης [155]. Ωστόσο ο τρόπος, με τον οποίο φαντάζετι ο Λένιν τη δομή του επαναστατικού στρατού, παραμένει συνδεδεμένος με τις συγκεκριμένες μορφές πάλης μέσα στις πόλεις, γι'αυτό και ό,τι ονομάζει ''ανταρτοπόλεμο'' είναι κάτι ολότελα διαφορετικό από ό,τι στο μεταξύ συνηθίσαμε να αποκαλούμε έτσι στο φως των εμπειριών του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου. Έτσι, το να θεωρεί κανείς τον Λένιν και τον Μάο Τσε Τούνγκ ως διαδοχικές βαθμίδες της ίδιας εξέλιξης ως προς τις μεθόδους του επαναστατικού αγώνα, όπως γίνεται συχνά, είναι εξ ίσου παραπλανητικό όσο και η άποψη ότι υφίσταται παρόμοια συνέχεια ανάμεσα στους Μάρξ-Ένγκελς και στον σύγχρονο ανταρτοπόλεμο [156]. Κατά τον Λένιν ο επαναστατικός στρατός προβάλλει στο προσκήνιο για να βάλει στη θέση του παλαιού αγώνα των οδοφραγμάτων, ο οποίος ξεπεράστηκε λόγω της εξέλιξης της στρατιωτικής τεχνικής, μια καινούργια μορφή επαναστατικής τακτικής, ήτοι τις επιχειρήσεις με ''ευκίνητα και πολύ μικρά αποσπάσματα: ομάδες δέκα, τριών ή ακόμα και δύο ανδρών'' [157]. Αντίστοιχα περιορισμένοι παραμένουν οι σκοποί αυτών των επιχειρήσεων, εδώ δηλαδή πρόκειται κυρίως για την εξόντωση προσώπων ή για τον βίαιο πορισμό χρημάτων. Σε καμιά περίπτωση δεν διοχετεύεται ολόκληρη η δυναμική του επαναστατικού μαζικού αγώνα σε τούτον τον ανταρτοπόλεμο των πόλων, ο οποίος αντίθετα κορυφώνεται είτε πριν είτε μετά από τις μεγάλες εξάρσεις του εμφυλίου πολέμου-όπως λέει ο Λένιν: ''πρόκειται για αναπόφευκτη μορφή πάλης σε εποχή όπου το μαζικό κίνημα ήδη προχωρά προς την εξέγερση και παρεμβάλλονται λίγο-πολύ μεγάλες παύσεις ανάμεσα στις ''μεγάλες μάχες'' του εμφυλίου πολέμου'' [158]. Οι ενέργειες των ανταρτών, οι οποίες, όπως είναι αυτονόητο, γίνονται υπό τον έλεγχο του κόμματος [159], συνιστούν λοιπόν τη δυναμικότερη από τις διάφορες μερικότερες επόψεις του επαναστατικού εργατικού κινήματος και μονάχα σε συνάρτηση με τούτο μπορούν να γεννηθούν και να υπάρξουν. Έχουμε εδώ ουσιαστικά την απόπειρα μιας σύνθεσης ανάμεσα στη ρωσική παράδοση της τρομοκρατίας, την οποία ποτέ δεν απέρριψε απόλυτα ο Λένιν [160], και στον χαρακτήρα ενός μαζικού κινήματος αναπτυσσόμενου προ παντός στις πόλεις. Ακριβώς λόγω αυτής της συγγένειας του ανταρτοπόλεμου, όπως προτείνεται εδώ, με την παραδοσιακή μορφή τρομοκρατία, ο Λένιν αισθάνεται υποχρεωμένος να υπερασπιστεί τη νέα μορφή πάλης ενάντια στην υποψία του μπλανκισμού: η τρομοκρατία, λέει, ήταν ένα κίνημα διανοούμενων που δρούσε αποκομμένο από τις μάζες, ενώ απεναντίας οι ενέργειες των ανταρτών αποτελούν ''αναγκαίο συστατικό μέρος'' της εξέγερσης και εκπαιδεύουν τους στρατιωτικούς ηγέτες των μαζών'' [161].
  Το πόσο ξένη ήταν στον Λένιν η μεταγενέστερη ιδέα του ανταρτοπόλεμου το δείχνουν οι στρατιωτικοπολιτικές αποφάσεις του κατά την εποχή του εμφυλίου πολέμου, προ παντός η απεμπόληση του αρχικού του σχεδίου για μια προλεταριακή πολιτοφυλακή και η συνηγορία υπέρ της συγκρότησης ενός πειθαρχημένου τακτικού στρατού, τον οποίο θεωρούσε υπέρτερο έναντι των ανταρτικών σωμάτων όχι μόνο για στρατιωτικούς, αλλά και για κοινωνικούς και οικονομικούς λόγους. Παρά τη μερική, αλλά σημαντική μεταβολή των προτιμήσεών του στα θέματα στρατιωτικής πολιτικής μετά το 1917, δεν μειώθηκε ποτέ η ένταση του ενδιαφέροντός του για τα ζητήματα της οργάνωσης του στρατού σε συνάφεια με εκείνα της επαναστατικής στρατητικής. Όπως γνωρίζουμε, πίστευ ότι η ιστορία λύνει όλα τα μεγάλα ζητήματα με τη βία, όμως ''βία στον 20ο αιώνα-όπως και γενικά στην εποχή του πολιτισμού-δεν είναι ούτε η γροθιά ούτε το ρόπαλο, παρά ο στρατός'' [162]. Ήδη στα πρώτα χρόνια της πολιτικής του ζωής χαιρέτιζε, όπως το συνήθιζαν οι μαρξιστές, τη γενική και υποχρεωτική στρατιωτική θητεία ως ''αναμφίβολα δημοκρατική μεταρρύθμιση'' η οποία ξεκόβει από την αρχή του διαχωρισμού των τάξεων και εγκαινιάζει την ισοτιμία των πολιτών [163]. Την ίδια άποψη υποστήριζε ακόμα κι όταν μαινόταν ο Παγκόσμιος Πόλεμος και οι ένοπλες λαικές μάζες δεν πολεμούσαν ενωμένες ενάντια στους καταπιεστές τους, όπως περίμενε ο Λένιν, αλλά σφάζονταν μεταξύ τους. Στην ''ιμπεριαλιστική'' προσπάθεια ''στρατιωτικοποίησης'' ολόκληρου του λαού, μαζί με τη νεολαία και τις γυναίκες, αντέτεινε: ''Τόσο το καλύτερο. Προχωρείστε όσο γίνεται πιο γρήγορα-όσο πιο γρήγορα, τόσο πλησιέστερα βρίσκεται η ένοπλη εξέγερση εναντίον του καπιταλισμού'' [164]. Ο αφοπλισμός φαινόταν έτσι αίτημα ασυμβίβαστο με την πολιτική και με την αξιοπρέπεια του επαναστατικού προλεταριάτου: ''μια καταπιεζόμενη τάξη που δεν επιδιώκει να μάθει την τέχνη των όπλων, να ασκηθεί στα όπλα και να κατέχει όπλα, μια τέτοια καταπιεζόμενη τάξη αξίζει να την καταπιέζουν, να την κακοποιούν και να την μεταχειρίζονται σαν σκλάβα'' [165].
  Από τη γενική στρατιωτική θητεία και επί πλέον από τη στρατιωτικοποίηση του πληθυσμού, έστω κι αν αυτή αρχικά εξυπηρετούσε ''ιμπεριαλιστικούς'' σκοπούς, ο Λένιν προσδοκούσε δύο πράγματα. Πρώτον, ότι η συνύφανση στρατού και λαού θα άνοιγε τον πρώτο στα επαναστατικά ρεύματα, πράγμα ουσιώδες σε μια κρίσιμη κατάσταση, όπου αποφασιστική θα γινόταν η στάση του στρατού. Κατά τη διάρκεια της πρώτης ρωσικής επανάστασης υποστήριζε την άποψη ότι η προσχώρηση ενός μέρους του στρατού στους εξεγερμένους έδινε τη δυνατότητα μετατροπής του σε πυρήνα ενός επαναστατικού στρατού, οπότε οι μάζες θα αποκτούσαν τη στρατιωτική ηγεσία που είναι ''εξ ίσου ανακαία στον εμφύλιο πόλεμο όσο και σε οποιονδήποτε άλλο πόλεμο'' [166]. Κατά την πεποίθησή του, δεν μπορούσε να ''γίνεται λόγος για αγώνα όσο και η επανάσταση δεν έχει γίνει μαζικό κίνημα και δεν έχει αγκαλιάσει και τον στρατό...Στην πράξη, η ταλάντευση του στρατού, την οποία συνεπιφέρει κάθε πραγματικό λαικό κίνημα, οδηγεί, ενώ παράλληλα οξύνεται η επαναστατική πάλη, με την κυριολεξία του όρου σε αγώνα κατάκτησης του στρατού'' [167]. Γι'αυτό στα χρόνια του Παγκοσμίου Πολέμου ζητούσε ''άπλωμα και δυνάμωμα της σοσιαλδημοκρατικής δουλειάς στο στρατό'' [168], ενώ δύο χρόνια μετά την εξέγερση των μπολσεβίκων απέδιδε την επιτυχία της πρώτα-πρώτα στις συμπάθειες και στη νομιμοφροσύνη που είχαν κερδίσει οι μπολσεβίκοι στον στρατό, όπου το 1917 είχαν πάρει περισσότερες από τις μισές ψήφους και μάλιστα τη μεγάλη πλειοψηφία στα σπουδαιότερα μέτωπα. Έτσι με τον στρατό κατείχαν ''μια πολιτική ομάδα κρούσεως, που τους εξασφάλιζε την αποφασιστική υπεροχή στον αποφασιστικό τόπο και την αποφασιστική στιγμή'' [169].
  Δεύτερον, από τη συνύφανση λαού και στρατού, υπό καπιταλιστική κυριαρχία ακόμα, ο Λένιν προσδοκούσε τη δημιουργία μιας ουσιώδους προυπόθεσης για τη μελλοντική κατάργηση του μόνιμου στρατού και την αντικατάστασή του με μιαν πολιτοφυλακή. Τούτο ήταν ένα παλαιό του αίτημα, το οποίο το στήριζε στο επίσης παλαιό σοσιαλιστικό επιχείρημα ότι οι μόνιμοι στρατοί είναι αποκομμένα από τον λαό εργαλεία της αντίδρασης, εκπαιδευμένα για να πυροβολούν το λαό [170]. Ο Λένιν δεν είπε ότι μια τέτοια πολιτοφυλακή θα μπορούσε να συγκροτηθεί μόνον μετά την εγκαθίδρυση ενός σοσιαλιστικού καθεστώτος, όμως ούτε και πίστευε ότι τέτοια πειράματα ήταν δυνατό να διενεργηθούν σοβαρά υπό καπιταλιστικό καθεστώς. Όπως φαίνεται, περίμενε ότι η πολιτοφυλακή θα δημιουργηθεί μέσα από τους κόλπους της ένοπλης εξέγερσης κατά την επαναστατική μεταβατική περίοδο-ως όπλο της επανάστασης και συνάμα ως πυρήνας των νέων, ακριβώς τώρα διαμορφούμενων κοινωνικών σχέσεων. Βέβαια, δεν τον ικανοποιούσε η ήδη υφιστάμενη σε διάφορες χώρες οργάνωση της πολιτοφυλακής, αφού κατά τη γνώμη του υπηρετούσε, ακόμα και η ελβετική, τα συμφέροντα της αστικής τάξης, το ίδιο όπως και ο τακτικός στρατός. Έπρεπε λοιπόν να οργανωθεί μια γνήσια προλεταριακή πολιτοφυλακή [171]. Στους μήνες πριν και λίγο μετά από την εξέγερση των μπολσεβίκων το σχέδιο μιας τέτοιας πολιτοφυλακής βρισκόταν στο επίκεντρο των στοχασμών του πάνω στο στρατιωτικό ζήτημα. Μια πολιτοφυλακή που θα ''αγκάλιαζε πραγματικά ολόκληρον το λαό, θα καθοδηγούνταν από το προλεταριάτο'' και θα αποτελούνταν ''κατά 95% από εργάτες και αγρότες'', θα ανελάμβανε όχι μόνον καθήκοντα στρατού, αλλά και αστυνομίας, δηλαδή θα διασφάλιζε την πειθαρχία και την τάξη, θα μοίραζε τρόφιμα και θα επέβαλε τη γενική υποχρέωση προς εργασία. Υπό έννοια ακόμα γενικότερη, η πολιτοφυλακή θα έπαιρνε στα χέρια της ''τη διαπαιδαγώγηση των μαζών ώστε να συμμετέχουν σε όλες τις κρατικές υποθέσεις'' [172].
  Κάτω από την πίεση των σκληρών αναγκών της οργάνωσης της μπολσεβικικής εξουσίας και της επικράτησης στον εμφύλιο πόλεμο, ο Λένιν αναγκάσθηκε να παραμερίσει σιωπηρά την παλιά του πεποίθηση ότι η στρατιωτική επιστήμη απεδείκνυε την ικανότητα μιας πολιτοφυλακής να στέκεται στο ύψος των περιστάσεων τόσο στον αμυντικό όσο και στον επιθετικό πόλεμο [173]. Η έμπρακτη απεμπόληση του σχεδίου της πολιτοφυλακής-θεωρητικά, βέβαια, το σχέδιο δεν εγκαταλείφθηκε ποτέ, απλώς αναβλήθηκε η εφαρμογή του-συμβάδισε με μια σφοδρότατη πολεμική εναντίον της λογικά συναφούς ιδέας ενός αντάρτικου στρατού και ενός ανταρτοπόλεμου ως μόνης οργάνωσης και μόνης στρατηγικής ανταποκρινόμενης στον χαρακτήρα ενός επαναστατικού καθεστώτος. Ο Λένιν εξέφραζε τώρα την λύπη του για ''τις συμφορές, τη διάλυση, τις ήττες, τις καταστροφές, τις απώλειες ανθρώπινου και στρατιωτικού υλικού'' που είχε προκαλέσει το ''επικατάρατης μνήμης αντάρτικο'' [174] και αντέτεινε την εξής άρνηση στην έκκληση των Αριστερών Σοσιαλεπαναστατών και των Αναρχικών για αυθόρμητο παλλαικό πόλεμο: ''Μια σύντομη στρατιωτική προετοιμασία για ένα σοβαρό πόλεμο δεν χρειάζεται ορμητικότητα, εκκλήσεις, μαχητικά συνθήματα, αλλά μακροπρόθεσμη, εντατική, πολύ επίμονη και πειθαρχημένη εργασία σε μαζική κλίμακα'' [175]. Τελικά αποσύνδεσε εντελώς την έννοια του επαναστατικού πολέμου από τον ανταρτοπόλεμο και κατέληξε στην άποψη ότι και ο επαναστατικός πόλεμος πρέπει να διεξάγεται με σύγχρονα μέσα, δηλαδή μέσω ενός συγκεντρωτικού τακτικού στρατού, ο οποίος χρησιμοποιεί τη σύγχρονη τεχνική μιας ανεπτυγμένης οικονομίας [176]. Άλλωστε, μόνον ένας τέτοιος στρατός, κι όχι αντάρτικα σώματα, θα ήταν σε θέση να παράσχει ουσιαστική στήριξη ''στο πολιορκημένο φρούριο'' της Σοβιετικής Ένωσης [177] ενάντια σε εξωτερικούς εχθρούς. Γιατί μετά τον εσωτερικό εχθρό θα έπρεπε να νικηθεί και ο ''πολύ τρομερότερος'' εξωτερικός εχθρός, δηλαδή ο ''παγκόσμιος ιμπεριαλισμός'': ''για το σκοπό αυτό χρειαζόμαστε προ παντός τον Κόκκινο Στρατό'' [178].

154. ''Das letze Wort der ''iskristischen'' Taktik'' (17.[4.]10.1905)=Über Krieg, I, 217.
155. ''Revolutionare Armee und revolutionare Regierung'' (10.7.[27.6.]1905)=Über Krieg, I, 160,161.
156. Βλ. παραπ. κεφ. IV, υποκεφάλαιο 6.
157. ''Die Lehren des Moskauer Aufstandes'' (29.8.1906)=Über Krieg, I,291. Σχετικά με τη συζήτηση για τα οδοφράγματα και την αξία τους για τον επαναστατικό αγώνα στο άμεσο περιβάλλον του Λένιν γύρω στο 1905, βλ. την εμπεριστατωμένη μελέτη του Fischer, ''Lenin und die Technik''.
158. ''Der Partisanenkrieg'' (30.9.1906)=Über Krieg, I,299. 
159. O.π, και πρβλ. σ.260 στον ίδιο τόμο. 
160. ''Ποτέ δεν απορρίψαμε την τρομοκρατία για λόγους αρχής ούτε μπορούσαμε να την απορρίψουμε. Είναι πράξη αγώνα, η οποία μπορεί να ενδείκνυται, και μάλιστα να είναι αναγκαία σε ορισμένη στιγμή, σε ορισμένη κατάσταση των μαχητών και υπό ορισμένους όρους'', ''Womit beginnen?'' (Μάιος 1901)=Über Krieg, I,244. ''Der Partisanenkrieg'' (30.9.1906)=Über Krieg, I,298. 
161. ''Die gegenwantige Lage Russlands'' (7.2.1906)=Über Krieg, I,244.''Der Partisanenkrieg'' (30.9.1906)=über Krieg, I,298
162.  ''Über die Losung der Entwaffung'' (Οκτ.1916)=Über Krieg, Ι, 611. 
163. ''Zwangsrekrutierung von 183 Studenten'' (Ιαν. 1901)=Über Krieg, I, 26. 
164. ''Über das Mititarprogramm...'' (1916)=Über Krieg, I, 603.
165. Ό.π., 602
166. ''Revolutionare Armee und revolutionare Regierung'' (10.7.[27.6.]1905)=Über Krieg, I, 158 κέ. 
167. ''Die Lehren des Moskauer Aufstandes'' (29.8.1906)=Über Krieg, I,289. 
168. ''Die Aufgaben der linken Zimmerwalder...'' (1916)=Über Krieg, I, 623, πρβλ. 640. 
169. ''Die Wahlen...'' (Δεκ. 1919)=Über Krieg, ΙΙ (2), 648. 
170. ''An die Dorfarmut...'' (1903)=Über Krieg, I, 47. "Heer und Revolution'' (15.[28.]11.1905)=Über Krieg, I, 237. 

Δημοσιεύτηκε από τον χρήστη