περι θανατου etiketine sahip kayıtlar gösteriliyor. Tüm kayıtları göster
περι θανατου etiketine sahip kayıtlar gösteriliyor. Tüm kayıtları göster

16 Ocak 2015 Cuma

ΞΕΝOΤΗΤΑ, ΦΙΛΟΞΕΝΙΑ KAI ΕΧΘΡΟΤΗΤΑ, Bernhard Waldenfels ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΝΕΚΕΝ

ΞΕΝOΤΗΤΑ, ΦΙΛΟΞΕΝΙΑ KAI ΕΧΘΡΟΤΗΤΑ, Bernhard Waldenfels




Mερικές φορές η ξενότητα μοιάζει να ομοιοκαταληκτεί με την εχθρότητα. Είναι όμως όντως έτσι; Ο στόχος των συλλογισμών μας είναι η σχέση μεταξύ του Ξένου και του Εχθρού, ενώ στο φόντο βρίσκεται ο φιλοξενούμενος ως μια μεταβατική μορφή. Και οι σκέψεις μας αφορούν τόσο τις σχέσεις μεταξύ ατόμων και ομάδων όσο και την ανταλλαγή μεταξύ των πολιτισμών. Η φιλοσοφική παράδοση της Δύσης προτρέπει, όπως και στην περίπτωση του Άγριου, να διαφοροποιήσουμε μεταξύ ενός καλού και ενός κακού Ξένου. Στην πρώτη περίπτωση, υπάρχει κατ’ αρχήν η δυνατότητα να κατανοήσουμε ο ένας τον άλλο και να συνεννοηθούμε μεταξύ μας, στη δεύτερη περίπτωση αυτό αποκλείεται. Ο καλός Ξένος είναι γενικώς ένας δικός μας, ο κακός Ξένος αντιθέτως όχι. Ο κακός Ξένος είναι φυσικά πάντα ο Άλλος. Η μανιχαϊστική δαιμονοποίηση του κακού Ξένου συνοδεύεται από μια προσπάθεια ο Ξένος να παρουσιαστεί γενικώς πιο ανώδυνος· για τον καλό Ξένο υπεύθυνος είναι ο διερμηνέας, για τον κακό η αστυνομία, συμπεριλαμβανομένης και μιας αστυνομίας των ιδεών που συχνά δρα μυστικά. Εδώ γίνεται σαφές πόσο πολύ συνδέονται μεταξύ τους η θεωρητική θεώρηση του Ξένου και η πρακτική συναναστροφή με τον Ξένο. Και ενόψει αυτού πρέπει να αναρωτηθούμε, αν η εχθρότητα δεν πηγάζει πολύ περισσότερο από μια αρχική αμφισημία του Ξένου, δηλαδή εντεύθεν του καλού και του κακού. Θα αναπτύξουμε αυτό το ερώτημα σε τρία στάδια, στην πορεία των οποίων η προβληματική οξύνεται όλο και περισσότερο.

Ο Ξένος στο λυκόφως

Η φαινομενολογία του Ξένου δυσκολεύεται να βρει το δρόμο της, καθώς το βλέμμα στον ή στο Ξένο ήταν ανέκαθεν και παραμένει μέχρι σήμερα περιορισμένο. Βλέπει κανείς αυτό που νομίζει ότι γνωρίζει. Το πρώτο στάδιο των σκέψεών μας περιορίζεται στη σύντομη διατύπωση ορισμένων ιδιαιτέρως αμφιλεγόμενων σημείων· αυτά αποφασίζουν αν θα εμπλακούμε στο Ξένο ή αν θα προσπαθήσουμε επίμονα να το αποφύγουμε.1

Σχετική και ακραία ξενότητα

Σχετική ονομάζω μια ξενότητα που εμφανίζει μόνο έναν προσωρινό ή μεταβατικό χαρακτήρα, η οποία δηλαδή μπορεί να ξεπεραστεί υπό ευνοϊκές συνθήκες και σε βάθος χρόνου. Η σχετικοποιητική δράση ξεκινά στη δυτική σκέψη αρχικά από μια συνολική τάξη πραγμάτων, δηλαδή από την παραδοχή μιας οικουμενικής τάξης πραγμάτων, η οποία περιλαμβάνει εμένα τον ίδιο και τους Άλλους, καθώς και όλα τα ιδία και τα ξένα. Το Ξένο με αυτό τον τρόπο ενσωματώνεται. Στη σύγχρονη εποχή το Εγώ περνά στο κέντρο μιας σφαίρας της μοναδικότητας (Eigenheitssphäre) σε σύγκριση με την οποία καθετί Ξένο, ακόμη και το alter ego, εμφανίζεται ως δευτερεύον είδωλο ή τροποποίηση. Το Ξένο υπο-τάσσεται στο εκάστοτε ιδίο. Στον επαπειλούμενο κατακερματισμό του κόσμου σε μεμονωμένες προοπτικές και μεμονωμένα συμφέροντα η νεωτερικότητα απαντά με την προσφυγή σε μια συνταγματική και νομοθετική τάξη πραγμάτων, στην οποία υπόκειμαι τόσο εγώ ο ίδιος όσο και όλοι οι άλλοι. Η ξενότητα με αυτό τον τρόπο εξουδετερώνεται. Η εν είδει δικαίου κατηγορική προσταγή γνωρίζει μόνον έλλογα όντα, δεν γνωρίζει Ξένους. Η ακραία ξενότητα σημαίνει αντιθέτως κάτι άλλο· σημαίνει μια ξενότητα που έγκειται στις «ρίζες όλων των πραγμάτων». Ανήκει, μιλώντας φαινομενολογικά, στα ίδια τα πράγματα και όχι μόνο στον περιορισμένο τρόπο πρόσβασής μας. Αυτή η μορφή της ξενότητας προϋποθέτει ότι κάθε τάξη πραγμάτων ως περιορισμένη τάξη επιλέγει συγκεκριμένες δυνατότητες, αποκλείει άλλες και επίσης προϋποθέτει ότι κανείς δεν είναι άρχοντας στο σπίτι του. Οι δύο πυλώνες ενός περιεκτικού Λόγου και ενός αυτόνομου υποκειμένου κλυδωνίζονται. Και τότε διαφαίνονται διάφορες διαστάσεις της ξενότητας. Η τάξη απελευθερώνει μια έκτακτη ξενότητα. Εγώ ο ίδιος είμαι εκτός εαυτού με τη μορφή μιας εκστατικής ξενότητας. Οι Άλλοι, οι οποίοι στη μακροεγγύτητά τους (Fernnähe) προσλαμβάνουν τη σκιώδη μορφή σωσιών, μας χαρίζουν τελικά μια ιδιαίτερη μορφή αντιγραφικής ξενότητας.2 Μια ακραία μορφή της ξενότητας δεν μπορεί επομένως να νοηθεί, χωρίς να αλλάξουμε τον τρόπο σκέψης μας όσον αφορά το λόγο, το υποκείμενο και τη διυποκειμενικότητα. Ο φόβος για αυτή την αλλαγή σκέψης μπορεί να εξηγεί το ότι η ξενότητα μέχρι σήμερα αποδυναμώνεται ξανά και ξανά ή και απορρίπτεται.

Αμφισημία του Ξένου

Αν ακολουθήσει κανείς τους παραδοσιακούς τρόπους σκέψης, τότε το Ξένο μοιάζει πάντα ως έλλειψη, ως κάτι που για εμάς δεν είναι προσιτό ή δεν είναι ακόμη προσιτό και κατανοητό. Αν αντιθέτως εκκινήσει κανείς από το Ξένο, όπως το συναντούμε βιώνοντάς το, πριν το ορίσουμε, τότε σημαίνει μια μορφή αποστέρησης. Εκδηλώνεται ως κάτι που δεν υπάρχει στη διάθεσή μας ή στην κοινή διάθεση, ως κάτι που δεν υπάρχει στα πλέγματα της εκάστοτε τάξης πραγμάτων. Το Ξένο εμφανίζεται καθώς επιδρά πάνω μας, καθώς μας πλησιάζει από μακριά και αποτραβιέται μακριά, καθώς είναι «σωματικά απόν» όπως το παρελθόν και το μέλλον. Με τον όρο του Ξένου κλυδωνίζεται και ο όρος του εκτός. Αυτό αφορά τόσο το ότι εγώ ο ίδιος είμαι έξω-από-μένα όσο και τον αποκλεισμό από δυνατότητες.3 Κατά την παραδοσιακή θεώρηση, το εκτός συνδέεται με τον αρνητικό χαρακτήρα της εξωτερικότητας· στην καλύτερη περίπτωση ανήκει σε ένα αναγκαίο μεταβατικό στάδιο της αποξένωσης. Διαφορετικά είναι αν εκκινήσουμε από μια ακραία μορφή της ξενότητας. Το έκτακτο που συνοδεύει κάθε τάξη ως μια σκιά δεν σημαίνει ότι κάτι μένει εκτός της τάξης, αλλά ότι η ίδια η τάξη ως δημιουργία και διατήρηση της τάξης δεν θεμελιώνεται σε αυτή καθαυτή. Το εκτός εαυτού ημών των ιδίων δεν σημαίνει ότι χάνουμε τον εαυτό μας αλλά ότι εκκινούμε από κάπου αλλού. Οι δυνατότητες που αποκλείονται δεν έχουν εξαλειφθεί. Η συμπάθεια για μια τα πάντα περιλαμβάνουσα κοινότητα, στην οποία στην ουσία τίποτα και κανείς δεν θα ήταν εξωτερικός, ανήκει στις ιδέες που ωχριούν μόλις προσπαθήσει κανείς να τις υλοποιήσει.4

Αμφισημία του Μεταξύ

Το μοτίβο του Μεταξύ απαντάται στη σύγχρονη σκέψη σε διάφορες μορφές, ως καθαρό Μεταξύ, ως ενδιάμεσος κόσμος ή ενδιάμεσο βασίλειο ή στη λατινίζουσα μορφή ως διυποκειμενικότητα, διασωματικότητα και διαπολιτισμικότητα.5 Αυτό το Μεταξύ αποκτά ένα δικό του βάρος, μόνον όταν δεν το αντιλαμβανόμαστε ως κενό χώρο ανάμεσα στα πράγματα και ούτε ως συναρμολόγηση ανεξάρτητων όντων, αλλά ως ένα πεδίο γεγονότων, μέσα στο οποίο κάτι και κάποιος γίνεται αυτό το οποίο είναι. Αυτό περιλαμβάνει ότι μεταξύ μας συμβαίνει κάτι που δεν μπορεί να αναχθεί σε μεμονωμένες επιδόσεις. Αν πάρουμε κατά λέξη τη διαπολιτισμικότητα, τότε σημαίνει περισσότερα από μια απλή πολυπολιτισμικότητα, η οποία περιλαμβάνει ένα πλήθος πολιτισμών. Μοιάζει με μαγνητικό πεδίο, όχι με δοχείο. Αλλά ακόμη και αν αποδώσουμε στο Μεταξύ έναν συντακτικό (konstitutiv) ρόλο, προσκρούουμε σε μια αμφισημία, η οποία συνδέεται με την αμφισημία του Ξένου. Το Μεταξύ μπορεί να ερμηνευτεί ως Μεσαίο, ως λόγος, νόμος ή δίκαιο που ρυθμίζει την επικοινωνία ανάμεσα στα ανεξάρτητα όντα, χωρίς το ίδιο να προέρχεται από αυτή την επικοινωνία. Η ιδέα ενός συμμετρικά διαμορφωμένου διαλόγου, οι εταίροι του οποίου μπορούν να ανταλλάξουν τους ρόλους τους, δεν σημαίνει στην ουσία τίποτα παραπάνω από έναν μονόλογο με κατανεμημένους ρόλους. Το ενδιάμεσο γίγνεσθαι δεν θα ήταν δημιουργικό ως τέτοιο. Ακόμη και η υποτιθέμενη διυποκειμενικότητα δεν θα ήταν τότε τίποτα περισσότερο από ένα πλήθος υποκειμενικοτήτων που έχουν μια συνοχή χάρη σε μια δια-υποκειμενική οντότητα. Αν σύμφωνα με τον Kleist σκεφτούμε μια «κατασκευή σκέψεων στην ανταλλαγή λόγου»6, τότε αυτό παραπέμπει σε κάτι, το οποίο συμβαίνει μεταξύ μας, και μάλιστα πέρα από ένα κατώφλι, το οποίο περνάμε με κάθε δήλωση, αλλά δεν το ξεπερνάμε όπως ένα εμπόδιο που τίθεται στο δρόμο μας. Η μία λέξη φέρνει την άλλη χωρίς η μία να ακολουθεί λόγω της άλλης. Έτσι φτάνουμε σε ένα entretien infini με την έννοια του Maurice Blanchot, μια συζήτηση που διατηρείται χάρη σε διακοπές. Ανάμεσα στο ίδιο και το Ξένο η σύνθεση είναι τόσο ελάχιστη όσο ανάμεσα στο ξύπνημα και τον ύπνο, ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο, ανάμεσα στη νεότητα και το γήρας. Σύνθεση υπάρχει μόνο στο βαθμό που η ομιλία μας και η πράξη μας έχουν ένα νόημα και ακολουθούν έναν κανόνα, όχι στο βαθμό που συμβαίνει κάτι στην ομιλία και στην πράξη. Η σύνθεση είναι ζήτημα του ειπωμένου και πεπραγμένου, όχι του λέγω και του πράττω. Υπόκειται στο σημείο θεώρησης ενός τρίτου, ο οποίος επεμβαίνει διαμεσολαβητικά σε αυτό, το οποίο συμβαίνει ανάμεσά μας, ως ουδέτερος παρατηρητής ή ως δικαστής, που όμως δεν βρίσκεται υπεράνω. Το σημείο θεώρησης του γενικού δεν πρέπει να συγχέεται με ένα γενικό σημείο θεώρησης, σαν να ήταν το ιδίο και το Ξένο, η ιδία και η ξένη γλώσσα, η ιδία και η ξένη χώρα, η ιδία και η ξένη κουλτούρα απλές μερικότητες. Το Ξένο αποτελεί το άμεσο εν μέσω όλων των διαμεσολαβήσεων. Το Ξένο δεν μπορεί ούτε να εντοπιστεί ούτε να παγκοσμιοποιηθεί, βρίσκεται πάντα κάπου αλλού.7

1. Για τη συμπλήρωση αυτού του σύντομου σκιαγραφήματος παραπέμπουμε στην ακόλουθη βιβλιογραφία: Topographie des Fremden (Τοπογραφία του Ξένου), Φρανκφούρτη: Suhrkamp 1997, Verfremdung der Moderne (Ξενοποίηση της Νεωτερικότητας), Γκέτινγκεν: Wallstein 2001, Grundmotive einer Phänomenologie des Fremden (Βασικά μοτίβα μιας φαινομενολογίας του Ξένου), Φρανκφούρτη: Suhrkamp 2006.

2. Σχετικά με τη διαφοροποίηση των διαφόρων διαστάσεων της ξενικότητας πρβλ. διεξοδικότερα: του ιδίου συγγραφέα Bruchlinien der Erfahrung (Διακεκομμένες γραμμές της εμπειρίας), Φρανκφούρτη: Suhrkamp 2002, κεφ. V-VI.

3. Δύο μαρτυρίες αυτής της αλλαγής στον τρόπο σκέψης: το πρώτο μεγάλο σύγγραμμα του E. Levinas, Totalité et Infini του 1961 έχει τον υπότιτλο Essai sur l’ extériorité, και ο M. Foucault συνέγραψε το 1966 για το περιοδικό Critique ένα δοκίμιο με τίτλο Pense au dehors. Η κοινή τους κατεύθυνση δεν αποκλείει αποκλίσεις.
4. Πρβλ. σχετικά J. Habermas, Die Einbeziehung des Anderen (Η εμπλοκή του Άλλου), Φρανκφούρτη 1996. Ο συγγραφέας επικαλείται μια ηθική κοινότητα, η οποία είναι καθαρά περιλαμβάνουσα. Η ξενικότητα του Άλλου και κάθε άλλη ξενικότητα λιώνει κάτω από τον ήλιο του επικοινωνιακού λόγου.
5. Σχετικά με τις διάφορες μορφές του Ενδιάμεσου πρβλ. Topografie des Fremden, ό.π. σελ. 85 κ.ε.
6. Θυμίζω έτσι το δοκίμιο του Kleist Über die allmähliche Verfertigung der Gedanken beim Reden (Περί της σταδιακής κατασκευής των σκέψεων κατά την ομιλία). Το δοκίμιο είναι γραμμένο από την προοπτική του ομιλητή, αλλά ενός ομιλητή ο οποίος βλέπει πώς ακούει ο Άλλος ή η Άλλη, ο οποίος δηλαδή υποδέχεται τις σκέψεις του στην κατασκευή. Εγώ αυτό το ονομάζω δημιουργική αποκριτικότητα.   
7. Παραπέμπω σε αυτό το πλαίσιο στην έκθεσή μου για την Ευρώπη «Anderswo statt Überall» (Αλλού αντί Παντού) στο: Idiome des Denkens. Deutsch-Französische Gedankengänge II, Φρανκφούρτη: Suhrkamp 2005, πρώτη δημοσίευση στα Ιταλικά στο links I (2001), σελ. 13-19
Aπόσπασμα από το δοκίμιο (μετάφραση: Ανθή Βηδενμάιερ) που δημοσιεύτηκε στο τεύχος 14 του περιοδικού ΕΝΕΝΕΝ, Οκτώβριος Νοέμβριος Δεκέμβριος 2009. Στο τεύχος υπάρχει αφιέρωμα στον σημαντικό αυτόν γερμανό φιλόσοφο. Στο ίδιο τεύχος υπάρχει το δοκίμιό του με τίτλο ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΛΟΓΙΑ, ΜΕΤΑΞΥ ΠΑΘΟΥΣ ΚΑΙ ΑΠΟΚΡΙΣΗΣ σε μετάφραση της Σοφίας Παντελιάδου.

14 Aralık 2014 Pazar

Ενόρμηση θανάτου/ απο το Στο ντιβάνι με το Λακάν

Ενόρμηση θανάτου


Ενόρμηση
Η ενόρμηση ή ορμή (Trieb) σύμφωνα με το Λακάν θα πρέπει να διακριθεί από το ένστικτο (Instinkt). Το ένστικτο σχετίζεται με μια μυθική προγλωσσική ανάγκη που έχει βιολογική βάση ενώ η ενόρμηση δεν έχει καμιά σχέση με την ικανοποίηση βιολογικών αναγκών. Οι ενορμήσεις δεν μπορούν ποτέ να ικανοποιηθούν και δεν στοχεύουν σε ένα αντικείμενο αλλά περιστρέφονται διαρκώς γύρω από αυτό (Dylan,2005:207).  Η ενόρμηση δεν είναι εξ αρχής ενοποιημένη αλλά είναι αρχικά τεμαχισμένη σε μερικές ενορμήσεις.
Η ενόρμηση «ικανοποιείται» όταν αποτυγχάνει να πετύχει το στόχο της, όταν επαναλαμβάνει αυτή την αποτυχία. Η ατελείωτη κυκλοφορία γύρω από το αντικείμενο παράγει την ικανοποίησή της, παράγει απόλαυση, jouissance. Έτσι ο πραγματικός σκοπός της ενόρμησης δεν είναι να επιτύχει τον στόχο της αλλά να κυκλοφορεί ατελείωτα γύρω από αυτόν (Zizek,2006b:63) σχηματίζοντας ένα κλειστό κύκλωμα. Η ενόρμηση σύμφωνα με το Λακάν είναι άμετρη, επαναληπτική και τελικά καταστροφική και για αυτό το λόγο ο Λακάν υποστηρίζει ότι κάθε ενόρμηση, είναι ενόρμηση θανάτου (Dylan,2005:210) .
Η ενόρμηση θα πρέπει να διακριθεί από την επιθυμία. Η επιθυμία ωθεί στην εύρεση μιας αδύνατης πληρότητας μέσα από την προσκόλλησή της σε ένα αντικείμενο που λειτουργεί ως υπενθύμιση αυτής της πληρότητας. Επίσης πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ του αντικειμένου της επιθυμίας και του αντικειμένου ως αίτιου της επιθυμίας. Το αντικείμενο της επιθυμίας είναι χαμένο και αναδύεται ως επανευρεθέν. Το αντικείμενο της ενόρμησης είναι η ίδια η απώλεια.
Η ενόρμηση  θανάτου
Στο Λεξιλόγιο της ψυχανάλυσης των Laplance& Pontalis(1986:196) η ενόρμηση θανάτου (Todestrieb) ορίζεται ως αυτή που αντιτίθεται στην ενόρμηση της ζωής και τείνει στην ολοκληρωτική μείωση των εντάσεων δηλαδή στην επαναφορά του έμβιου όντος στην ανόργανη κατάσταση. Η ενόρμηση θανάτου είναι πρωτογενώς στραμμένη προς το εσωτερικό και τείνει προς την αυτοκαταστροφή και δευτερογενώς στραμμένη στο εξωτερικό οπότε και εκφράζεται ως επιθετική ενόρμηση ή ενόρμηση καταστροφής. Αυτή είναι η φροϋδική εννοιολόγηση της ενόρμησης θανάτου σύμφωνα με τους Laplanche & Pontalis ωστόσο ο Λακάν αντιτίθεται πλήρως σε αυτή την ερμηνεία.
 Ο Φρόυντ με τον όρο ενόρμηση  θανάτου εννοούσε ένα ανοίκειο πλεόνασμα ζωής, μια «απέθαντη» παρόρμηση που εμμένει πέρα από τον βιολογικό κύκλο της ζωής και του θανάτου, της γέννησης και της καταστροφής. Ο Φρόυντ εξισώνει την ενόρμηση θανάτου με τον λεγόμενο καταναγκασμό για επανάληψη, μια ανοίκεια παρόρμηση να επαναλαμβάνει οδυνηρές παρελθούσες εμπειρίες, η οποία φαίνεται να υπερβαίνει τους περιορισμούς του οργανισμού που επηρεάζεται από αυτή και εμμένει ακόμη και πέρα από το θάνατο του οργανισμού (Zizek,2008:54).
 Η ενόρμηση του θανάτου από τον Zizek γίνεται κατανοητή ως ριζική εγελιανή αρνητικότητα.. Η ενόρμηση του θανάτου δεν θα πρέπει να συγχέεται με την αρχή της νιρβάνα. Η ενόρμηση του θανάτου δεν σχετίζεται με την αυτό-εκμηδένηση ή την επιστροφή στην ανόργανη ύλη εξαιτίας της απουσίας κάποιας τάσης για ζωή αλλά ακριβώς το αντίθετο (Zizek,2006b:64). Η ενόρμηση του θανάτου αντιτίθεται πλήρως στην αρχή της νιρβάνα. Η αρχή της νιρβάνα αναφέρεται στην τάση κάθε ζωντανού συστήματος να βρεθεί στην κατάσταση της χαμηλότερης έντασης και ουσιαστικά στο θάνατο. Η αρχή της νιρβάνα δεν αποτελεί το αντίθετο της αρχής της ευχαρίστησης αλλά την υψηλότερη και πιο ριζική έκφρασή της (Zizek,2003:93). Έτσι σύμφωνα με τον Zizek η ενόρμηση θανάτου πρέπει να οριστεί ως «η πιο ριζική τάση ενός ζώντος οργανισμού είναι να διατηρεί μια κατάσταση έντασης, να αποφύγει μια τελική «χαλάρωση» επιτυγχάνοντας μια κατάσταση πλήρους  ομοιόστασης. Η ενόρμηση θανάτου είναι πέρα της αρχής της ευχαρίστησης, είναι το τυπικό παράδειγμα ενός οργανισμού που επαναλαμβάνει ατελείωτα την κατάσταση της έντασης » (Zizek,2004:24). Η ενόρμηση  θανάτου είναι το πραγματικό Κακό, είναι αυτό που μας οδηγεί να πράξουμε ενάντια στα συμφέροντά μας. Η ενόρμηση  θανάτου συνιστά μια τάση αυτό- υπονόμευσης. Για αυτό αντιτίθεται τόσο στην αρχή της ευχαρίστησης όσο και στην αρχή της πραγματικότητας (Zizek,2008b:87). Η αρχή της ευχαρίστησης οδηγεί στην «καλή ζωή» την προσανατολισμένη στην ευτυχία, την επιμέλεια του αυτού, τη σοφία της αυτοσυγκράτησης κτλ ενώ η ενόρμηση  θανάτου οδηγεί σε μια ζωή όπου δρούμε καταναγκαστικά εναντίον του δικού μας καλού (Zizek,2001b:149).
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η άποψη του Boothbyσχετικά με την ενόρμηση θανάτου.Ο Boothby ερμηνεύει την ενόρμηση θανάτου με βάση την αντίθεση Φανταστικού και Πραγματικού. Το Εγώ κατά την συγκρότησή του μέσω της φανταστικής ταύτισης εξοστράκισε την ενόρμηση θανάτου. Ο Boothby ερμηνεύει την ενόρμηση θανάτου ως την επιστροφή της δύναμης της ζωής, την επιστροφή του Id που αποκλείστηκε  από την επιβολή της πετροποιημένης μάσκας του Εγώ (Zizek,1998:100). Η επανα-ανάδυση της  ενόρμησης θανάτου είναι η ανάδυση της ζωής ενώ το Εγώ την εκλαμβάνει ως απειλητική εξαιτίας του «καταπιεστικού» του χαρακτήρα. Η ενόρμηση  θανάτου εκδηλώνεται ως επιστροφή του Πραγματικού με δύο τρόπους, είτε ως καταστροφική και άγρια μη συμβολοποιημένη εκδήλωση είτε ως μετουσιωμένη στο συμβολικό επίπεδο (Zizek,1998:99). Έτσι το Συμβολικό ερμηνεύεται ως ένας συμβιβασμός που επιτρέπει την αποσπασματική έκφραση του Πραγματικού. Ο Zizekσε αυτό το σημείο διαφωνεί με τον Boothby τονίζοντας ότι το να εκλάβεις το Συμβολικό ως αυτό που πληρώνει το κενό μεταξύ του Φανταστικού και Πραγματικού παραγνωρίζει μια σημαντική οπτική. Το Συμβολικό δημιουργεί το  το τραύμα που διακηρύσσει ότι θεραπεύει (Zizek,1998:100). Έτσι ο Zizek υποστηρίζει ότι η ενόρμηση  θανάτου ενώ αρχικά θεωρείται ως το Συμβολικό, ταυτίζεται  τελικά από τον Lacan με το Πραγματικό.
Σύμφωνα με τον Zizek το υποκείμενο στην ψυχανάλυση δεν καθορίζεται πλήρως από το ασυνείδητο. Έκφραση της ελάχιστης ελευθερίας του υποκειμένου αποτελεί η ενόρμηση  θανάτου. Η ενόρμηση  θανάτου οδηγεί το υποκείμενο σε μια συμπεριφορά αυτόνομη που δεν δεσμεύεται από το περιβάλλον. Έτσι υπάρχει μια κρίσιμη αντίθεση που διέπει το υποκείμενο. Από τη μια η άρνηση της ελευθερίας του και η αποδοχή ότι καθορίζεται πλήρως από το περιβάλλον και από την άλλη η καντιανή (και σαδική) απροϋπόθετη αυτονομία (Zizek,2006b:223).

Είμαστε ένα Κενό που περικλείεται από το κέλυφος της Ύπαρξης μας .



  
καμμια φορά στα όνειρα συγκρουόμαστε με τον σκληρό πυρήνα της Ύπαρξης - το Πραγματικό της απόλυτης μας Τρωτότητας ,το βέβαιο του θανάτου μας .. Είμαστε ένα Μηδέν- ένα Κενό που  περικλείεται από το κέλυφος της Ύπαρξης μας . Όταν συναντάμε το εσωτερικό κενό διάστημα στον Ύπνο μας - Ξυπνάμε -τρομαγμένοι.

5 Aralık 2014 Cuma

για την ταινια ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ


λοιπον στην ταινια ο πλανητης μελαγχολια πλησιαζει στη Γη (η το αντιθετο) Γινεται  ενας μακαβριος χορος.. Προς στιγμήν απομακρυνεται (ανακουφιση) μετα επανερχεται δριμυτερος : Τον βλέπουν ολοι πιά στον ουρανο ..Η καταστροφη -ολική ,πληρης ερχεται..
Τι να κανεις; Να ξεφυγεις; Που να πάς ;
καποιοι(δεν θελω να τα πώ και ..ολα ) ονειρευονται το ..αiσθανομαι ..:Να μια καινουρια εμπειρια για να βιωσουμε .. Να το ζησουμε κι αυτο .. Να το βιωσουμε .Να παμε στο Μπαλκονι με ενα ποτηρι κρασι και να απολαυσουμε την Νεα εμπειρια της αποκαλυψης ..
εν τω μεταξύ ο πλανητης Μελαγχολια πλησιαζει ..Ολο και πιο Πολύ ολο και μεγαλυτερος στον Ουρανό , η εικονα του θανατου , η ορμή , η ηδονή .. 


τ' ονομα του Πλανητη μας ειναι Μελαγχολία

4 Aralık 2014 Perşembe

η σιωπή ειναι το νεκρικο κιβουρι μας

παιδί μου πρόσεχε ,είπες στον ύπνο μου με μάτια υγρά
Μα πάτερα !!!-είμαστε πια συνομήλικοι : έχω τα χρόνια σου λίγο πριν πεθάνεις
Γερνάω ολοταχώς και ξέρω πως δεν έρχεται μόνο
-κουράζομαι πια ,'ξεχνάω
δακρύζω κάπου κάπου ,λυγίζω
Πατέρα η κατάσταση είναι πολύ χειρότερη από όταν έφυγες; καλά΄εσυ μου πέθανες νωρίς
Θυμάμαι πόσο ανησυχούσες για μένα 'Πως θα ζήσω ;
σε μια τόσο αφιλόξενη χώρα
Πατέρα , άντεξα, πέρασαν είκοσι έξι χρόνια
και έγιναν πολλά πως να τα περιγράψω
Δεν φτάνουν οι λέξεις , η σιωπή είναι το νεκρικό κιβούρι μας

3 Kasım 2014 Pazartesi

ο εαυτος ειναι θνητος



αποσπασμα απο το : ''Ερωτας Θνητος -απωθημενος Θανατος ''

του Πετρου Θεοδωριδη

το δοκιμιο περιλαμβανεται στο

η απατηλή Υπόσχεση της αγάπης

η απατηλή  Υπόσχεση της αγάπης





Ο εαυτός είναι θνητός
. Η έννοια «χρόνος» είναι ούτως ή άλλως μια αφαίρεση:κανένα ζωντανό όν δεν υπάρχει μέσα στον απόλυτο χρόνο.


Και ,βέβαια ,οι άνθρωποι είναι θνητοί:« Και στο μεταξύ, ο χρόνος συνεχίζει το πανάρχαιο έργο του να κάνει τους πάντες να μοιάζουν, αλλά και να νιώθουν ,σαν σκατά ».


Κάποια αρχαία ελληνική παράδοση, που διηγείται ο Nietzsche, λέει πως, ο βασιλιάς Μίδας ,κάποτε ,κυνήγησε πολλή ώρα στο δασός το γερο Σειληνό, τον σύντροφο του Διόνυσου, χωρίς να μπορέσει να τον φτάσει. Όταν επιτέλους κατόρθωσε να τον πιάσει, ο βασιλιάς τον ερώτησε τι είναι για τον άνθρωπο το πιο επιθυμητό και πιο πολύτιμο αγαθό. Ακίνητος και πεισμωμένος ο δαίμων έμενε άφωνος, έως ότου, εξαναγκασμένος από τον νικητή του, ξέσπασε στα γέλια και άφησε να του ξεφύγουν αυτά τα λόγια :« φυλή άθλια κι εφήμερη , παιδί της τύχης και της οδύνης, γιατί με αναγκάζεις να σου αποκαλύψει πράγμα που θα ήταν καλύτερα για σένα να μη γνωρίσεις ποτέ; Ο,τι περισσότερο απ όλα πρέπει να επιθυμείς, σου είναι αδύνατον να τα αποκτήσεις: το καλύτερο για σένα είναι να μην έχεις ποτέ γεννηθεί , να μην υπάρχεις, να πέσεις στην ανυπαρξία. Ύστερα από αυτό ο,τι περισσότερο πρέπει να επιθυμείς, είναι να πεθάνεις το γρηγορότερο» Ο θάνατος ,όπως και η γέννηση , συμβαίνουν μόνο μια φορά; δεν υπάρχει τρόπος να μάθει κανείς «να το κάνει σωστά την επόμενη φορά» από ένα συμβάν που δεν πρόκειται να το ξαναζήσει


Λίγα πράγματα πλησιάζουν τόσο πολύ το θάνατο –λέει ο Ζ Μπαουμαν -όσο ο έρωτας: «Κανείς δεν μπορεί να μπει στον έρωτα ή στο θάνατο δυο φορές, είναι και οι δυο πιο μοναδικοί ακόμα και από τον ηρακλείτειο ρου. Είναι ,πράγματι, και κεφάλι και ουρά αποκλείουν και αγνοούν καθετί άλλο» .
Κάθε εμφάνιση του ενός από τους δυο είναι φαινόμενο μοναδικό και παντοτινό, ανεπίδεκτο, επανάληψης, ανάκλησης ή αναστολής. Κάθε εμφάνιση οφείλει να υφίσταται αφ εαυτής: γεννιέται για πρώτη φορά ή ξαναγεννιέται, όποτε συμβαίνει , ερχόμενη πάντα από το πουθενά, από το έρεβος μιας ανυπαρξίας χωρίς παρελθόν ή μέλλον.
Η ακινητοποίηση του χρόνουΚαθώς ξετυλίγεται ο χρόνος, το αναπόφευκτο των αλλαγών ,η πίεση των πάμπολλων ερεθισμάτων μας οδηγούν σε μια τάση σταματήματος του. Επιθυμούμε να σταματήσουμε τον χρόνο να τον ακινητοποιήσουμε, να τον εντάξουμε σε προκαθορισμένα σχήματα. Αναπολούμε, νοσταλγούμε και εκλαμβάνουμε το παρελθόν και το μέλλον ως πάγιες οντότητες, ακλόνητες, αδιαπέραστες από τον ρυθμό των μεταβολών.


Αυτή η τάση οντοποίησης του χρόνου, ως νοσταλγία του παρελθόντος ή ως θεοποίηση του μέλλοντος, ξεκινά από το φόβο της εξαφάνισης , του θανάτου. Όμως όπως μας προειδοποιεί ο Richard Rorty η έκφραση «φόβος της εξαφάνισης» δεν μας βοηθάει. Δεν υπάρχει φόβος της ανυπαρξίας σαν τέτοιος ,παρά μόνο φόβος μιας συγκεκριμένης απώλειας. «Θάνατος » και «ανυπαρξία» είναι όροι εξίσου ηχηροί και εξίσου κενοί. Το να λέμε πως μας φοβίζουν είναι το ίδιο αδέξιο όσο και η προσπάθεια του Επίκουρου να πει γιατί δεν θα έπρεπε να μας φοβίζουν.



Ο Επίκουρος έλεγε: «όταν μεν ημείς ωμεν, ο θάνατος ου πάρεστιν , όταν δε ο θάνατος παρη τοθ ημείς ουκ εσμέν »(όσο υπάρχουμε, ο θάνατος δεν είναι παρών κι ¨όταν πάλι είναι παρών, τότε εμείς δεν υπάρχουμε)
περνώντας από την μια κενότητα στην άλλη. Διότι η λέξη «ημείς» είναι το ίδιο κούφια με τη λέξη «θάνατος»Για να ξεδιαλύνει κανείς τέτοιες λέξεις ,πρέπει να συμπληρώσει όλες τις λεπτομέρειες που αφορούν το εν λόγω «ημείς» να ορίσει επακριβώς τι είναι εκείνο που θα πάψει να είναι , να κάνει τον φόβο του συγκεκριμένο »


Αντίθετα από ότι πίστευε ο Επίκουρος εμείς υπάρχουμε χάρη στο θάνατο.


Ο Θάνατος, ως περιρρέον τίποτε ,δίνει μορφή ,σχήμα και νόημα στη πεπερασμένη ζωή μας . Ο Θάνατος είναι παρών , εδώ ,τώρα τη στιγμή που ζούμε. Δεν βρίσκεται στο τέρμα της ζωής –όπως χαζοχαρούμενα υποθέτουμε αλλά παραμονεύει κάτω της ,ως το υπόστρωμα της ή το βάθρο της


Ο προσανατολισμός΄ προς τον θάνατο -έλεγε ο Μαξ Σελερ - υπονοείται ουσιωδώς από την εμπειρία κάθε ζωής,και βέβαια της δικής μας. Ο θάνατος ανήκει στη μορφή και στην υφή όπου κάθε ζωή, δική μας η ξένη, μας έχει δοθεί , και τούτο ένδοθεν όσο και έξωθεν . Είναι ένα πλαίσιο το οποίο δεν προστίθεται τυχαία στην εικόνα, χωρίς την οποία δεν θα υπήρχε η εικόνα μιας ζωής.« Ας σβήσουμε με τη σκέψη μιας όποια φάσεως της ζωής μας την ενορατική βεβαιότητα του θανάτου παρευθύς θα προέκυπτε μέσα στο μέλλον μια ριζικά διαφορετική στάση από την πραγματική μας στάση. Θα βλέπαμε τότε μπροστά μας την ίδια μας τη ζωή να εκτυλίσσεται σαν μια διαδικασία ατελεύτητη και εκ φύσεως ατέρμονη ΅λόγω της απουσίας προοπτικής μέσα στη σφαίρα αναμονής, κάθε μια από τις έμπειρες μας θα έπαιρνε άλλη όψη και κάθε συμπεριφορά μας θα ήταν διαφορετική από ότι είναι στη πραγματικότητα»


.
.Η αθανασίαΣτ¨ αλήθεια ,τι άλλο μπορεί να ήταν η αθανασία των θεών, πάρα εκείνη η αιώνια βαρεμάρα ,«η ήμερη λαχτάρα χωρίς συγκεκριμένο στόχο »όπως την περιέγραφε ο Σοπενχάουερ: Σύμφωνα με τον Κιρκεργκορ « Οι θεοί βαριόταν και γι¨ αυτό έφτιαξαν τα ανθρώπινα όντα


Η μονότονη πλήξη , μοιάζει συχνά επουράνια. Είναι, λες και το άπειρο ήρθε σε αυτό τον κόσμο από το υπερπέραν. Αλλά αυτό το άπειρο ,η μονοτονία ,διαφέρει από αυτό που περιγράφουν οι μυστικιστές:Όπως γράφει η Simon Weil: «Η μονοτονία είναι ταυτοχρόνως το πιο όμορφο και το πιο αποκρουστικό πράγμα που υπάρχει. Είναι το πιο όμορφο αν αντανακλά την αιωνιότητα και το πιο αποκρουστικό αν είναι ένδειξη κάτι ατέλειωτου και απαράλλακτου[...] Το σύμβολο της όμορφης μονοτονίας είναι ο κύκλος. Το σύμβολο της άσπλαχνης μονοτονίας είναι ο χτύπος του εκκρεμούς »



Στο διήγημα του Μπόρχες «ο Αθάνατος », ο Ιωσήφ Καρτάφιλος από τη Σμύρνη ,φτάνει στη Πολιτεία των Αθανάτων. Καθώς περιπλανιέται στο λαβυρινθώδες ανάκτορο, πού αποτελούσε τη πολιτεία, καταπλήσσεται από την εντύπωση μιας παλαιότητας που κόβει την ανάσα, και από την εντύπωση του ημιτελούς, το απροσδιόριστου, του απολύτως άνευ νοήματος. «Το πρώτο ,που μου έκανε εντύπωση-διηγείται ο Ιωσηφ Καρταφιλος - σ ¨εκείνο το απίστευτο μνημείο, ήταν η παλαιότητα του .Αισθάνθηκα ότι ήταν αρχαιότερο των ανθρώπων, αρχαιότερο της γης .Αυτή η πανηγυρική του παλαιότητα(παρόλο που , κατά κάποιο τρόπο , τρόμαζε το βλέμμα ) μου φάνηκε απολύτως ταιριαστή για έργο που έφτιαξαν αθάνατοι τεχνίτες. Στην αρχή με προφυλάξεις, ύστερα με αδιαφορία και στο τέλος με απόγνωση , περιπλανήθηκα στις κλίμακες και στα πλακόστρωτα του ανεξιχνίαστου ανακτόρου. … Αυτό το ανάκτορο είναι έργο των θεών, σκέφτηκα στην αρχή. Όταν εξερεύνησα το ακατοίκητο εσωτερικό του διόρθωσα την σκέψη μου:Οι θεοί που το έχτισαν έχουν πεθάνει . Όταν πρόσεξα τις παραδοξότητες του, αποφάνθηκα : Οι θεοί που το έχτισαν ήταν τρελοί »


Το ανάκτορο ήταν γεμάτο αδιέξοδους διαδρόμους: πανύψηλα απροσπέλαστα παράθυρα, φανταχτερές πόρτες που έβγαζαν σε ένα κελί ή ένα πηγάδι, απίστευτες ανάστροφες σκάλες ή κρεμαστές στο πλάι ενός μνημειώδους τοίχου που δεν κατέληγαν πουθενά. Στο ανάκτορο που το έχτισαν αθάνατοι, τίποτε δεν είχε νόημα , τίποτε δεν υπηρετούσε κάποιο σκοπό. Επρόκειτο για μια πολιτεία όχι των οποιωνδήποτε αθανάτων αλλά κάποιων που γνώρισαν την εμπειρία του να είναι θνητοί, διδάχθηκαν δεξιότητες που αντιστοιχούσαν με μια τέτοια εμπειρία και μετά ,κατά κάποιο τρόπο, απέκτησαν την αθανασία. Εκείνη την στιγμή, ένιωθαν ακόμη την ανάγκη να εκφράσουν την συνταρακτική ανακάλυψη ότι όλα όσα είχαν μάθει έγιναν ξαφνικά άχρηστα και εντελώς κενά νοήματος .Τώρα όμως είχαν εγκαταλείψει ακόμη και τα ανάκτορο που έχτισαν την στιγμή της ανακάλυψης , και ο Ιωσήφ τους βρήκε μέσα σε αβαθή πηγάδια στην άμμο :«από εκείνες τις άθλιες τρύπες ξεπρόβαλλαν κάτι άνθρωποι γυμνοί , με γκρίζο δέρμα , με ατημέλητες γενειάδες.δεν μιλούσαν και καταβρόχθιζαν φίδια »


Τα συμπεράσματα είναι διαυγή:τα πάντα στην ανθρώπινη ζωή έχουν σημασία, επειδή οι άνθρωποι είναι θνητοί και το ξέρουν. Όσα κάνουν οι θνητοί άνθρωποι ,έχουν νόημα ,εξαιτίας αυτής της επίγνωσης. Αν νικιόταν κάποτε ο θάνατος, δεν θα είχαν πια νόημα όλα αυτά, που με τόσο μόχθο συνέθεσαν οι άνθρωποι ,προκειμένου να ενσταλάξουν κάποιο σκοπό στην τόσο σύντομη ζωή τους. Ο ανθρώπινος πολιτισμός –«συνελήφθη στον τόπο της τραγικής κι ωστόσο αποφασιστικής συνάντησης, ανάμεσα στην πεπερασμένη έκταση της σωματικής ανθρώπινης ύπαρξης και στην απεραντοσύνη της ανθρώπινης πνευματικής ζωής» Το μηδέν ,το κενό ,ο θάνατος ,είναι συστατική διάρθρωση του υπάρχοντος Ζούμε μόνο μια φορά. Το όριο το μηδενός ,(ή του θανάτου) ,την περιορίζει και ορίζει την πεπερασμένη μοναδική ζωή μας:όπως το κενό στο κέντρο ενός δακτυλιδιού ,συγκροτεί και το ίδιο το δαχτυλίδι.

Ο Richard Rorty εννοεί τον εαυτό ως μια «ιδιοσυγκρασιακή «φορτωτική» ως ατομική αίσθηση όλων των δυνατών και σημαντικών πραγμάτων. Αυτό είναι που κάνει το εγώ διαφορετικό από όλα τα άλλα εγώ.»


O Rorty θεωρεί επίσης τον εαυτό ένα «τυφλό αποτύπωμα»(σύμφωνα με τον ποιητή Φίλιπ Λάρκιν που έγραφε «Μονάχα με τον καιρό /μισοαναγνωρίζουμε το τυφλό αποτύπωμα /που φέρουν όλες μας οι συμπεριφορές»[….]« Μα κι αν ομολογήσουμε,/ εκείνο το άωρο απόγευμα που αρχίζει ο θάνατος μας ,/τι ακριβώς ήταν ,μικρή παρηγοριά,/ Γιατί αφορούσε μόνο έναν άνθρωπο μια φορά, Και τούτον στο κατώφλι του θανάτου


Και τι απομένει από τον εαυτό στο κατώφλι του θανάτου; «Όταν το τέλος πλησιάζει ,έγραψε ο Καρτάφιλος στο Διηγημα του Μπόρχες , δεν μένουν πια αναμνήσεις εικόνων μένουν μόνο λέξεις. Λέξεις ,δάνειες και ακρωτηριασμένες λέξεις, λέξεις άλλων, να ποια ήταν η ισχνή ελεημοσύνη που του άφησαν οι ώρες και οι αιώνες »
....

31 Ekim 2014 Cuma

Σε τι μοιάζει ο έρωτας με τον θάνατο;

Σε τι μοιάζει ο έρωτας με τον θάνατο; Στο ότι δεν υπάρχει ποτέ προηγουμένη εμπειρία ..Κάθε φορά είναι ένα ταξίδι στο εντελώς άγνωστο ..Σαν να πεθαίνεις η σαν να ξανά γεννιέσαι.. Όχι όμως ο iδιoς - ποτέ ο ίδιος

Ποια είναι η πηγή της Κοινοτοπίας και ρουτίνας;

όταν γερνάμε - είναι άραγε νομοτελειακό;-γαντζωνόμαστε όλο και πιο πολύ από τις Κοινοτοπίες '' Τι καιρό κάνει ; κλπ κλπ'' και την Ρουτίνα '' - που τις χρησιμοποιούμε όχι πια για επικοινωνία αλλά ως ένα ξόρκι..Λες και αν επιμείνουμε σε α-νοητες συνήθειες θα επιβραδύνουμε την φθορά του χρόνου και θα απομακρύνουμε τον θάνατο μας .. Ποια είναι η πηγή της Κονοτοπίας και ρουτίνας; Ε είναι η Αγωνία.. Χωρίς αυτά νιώθουμε μόνοι- εντελώς μόνοι έναντι του εαυτού μας του χρόνου και του Θανάτου μας...

19 Ekim 2014 Pazar

Πολιτικές της νοσταλγίας Του Νικόλα Σεβαστάκη* αναδημοσιευση απο την Εφημερίδα των Συντακτών


19/10/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Πολιτικές της νοσταλγίας

     
Του Νικόλα Σεβαστάκη*

ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ«Ενώ η αρχαιότητα είναι κάτι που υφίσταται για μας, εμείς δεν υπάρχουμε για κείνη. Δεν υπήρχαμε ποτέ ούτε θα υπάρξουμε». Ετσι αρχίζει το δοκίμιό του «Φόρος Τιμής στον Μάρκο Αυρήλιο» ο Ρώσος ποιητής και νομπελίστας Γιόζεφ Μπρόντσκι.

Εδώ και εβδομάδες στην επικαιρότητά μας έχει θρονιαστεί ένα κομμάτι αρχαιότητας, ένας τύμβος ή ένα μνημειακό πλέγμα. Ζητούμε άραγε να αντλήσουμε ζωή από τους ένδοξους που κείτονται, πιθανόν, εκεί; Ή μήπως αυτό το ζωηρό ενδιαφέρον για ένα μεγάλο μνημείο είναι η «συμβολική μας αναχώρηση από τη γενική οριζοντίωση», η στιγμιαία έξοδός μας από την κύφωση και την κατάπτωση των καιρών;

Είτε έτσι είτε αλλιώς, η σχέση μας με το μνημειακό έχει παραπάνω από έναν μεσολαβητές: έναν ματαιωμένο εθνικισμό με δόσεις περασμένων μεγαλείων αλλά και την ανάγκη για σταθερές στον χρόνο, για κάποιες υπερβαίνουσες (δεν λέω υπερβατικές) αναφορές. Ο Μπρόντσκι γράφει ότι οι Ελληνες παθιάζονταν για την καταγωγή και οι Ρωμαίοι για την προαγωγή. Και στις δύο περιπτώσεις η ματαιοδοξία μπορεί πάντως να δημιουργεί μορφές που προορίζονται να διαρκέσουν.

Σύμφωνα επίσης με μια ορισμένη ποιητική του τόπου, το «μεγαλειώδες» είναι εν γένει ύποπτο. Αν αυτό που έχει χτιστεί υπερβαίνει το μέτρο του, αν γλιστράει στην υπερβολή και στην κυριαρχική περικύκλωση του γύρω χώρου, χάνει τη μεταφυσική ποιότητα του τόπου. Διαβάζοντας το μικρό κείμενο «Κτίζειν, κατοικείν, σκέπτεσθαι» του Χάιντεγκερ, έρχεται κανείς κοντά σε αυτή την ιδέα ταύτισης του κτίσματος και της κατοικίας με τη φειδώ και την αυτοσυγκράτηση.

Μιλώντας όμως για μεγάλα μνημεία και τύμβους όπως αυτόν της Αμφίπολης, μεταβαίνουμε εις άλλο γένος: τύμβος εδώ είναι αυτό που υψώνεται πάνω από τη μοίρα των κοινών θνητών, πάνω από τις κατοικίες και τα μικρά έργα των καθημερινών ανθρώπων. Ο τύμβος που γέννησε τον τάφο (the tomb), συμβολίζει το αναντίρρητο γεγονός ότι από τους αναρίθμητους κεκοιμημένους του παρελθόντος, ελάχιστοι αποκτούν το δικαίωμα στο μεγαλείο και βεβαίως στον θαυμασμό. Ακόμα και στο βασίλειο της ισότητας όλων με όλους, εκεί όπου, όπως έγραφε ο Καρούζος, «τι να τρών' τον Αισχύλο τα σκουλήκια/ τι τον Λάμπρο Πορφύρα», υπάρχουν νεκροί που διεκδίκησαν τη διάρκεια και εν τέλει την αθανασία.

Από αυτή την αθανασία δανειζόμαστε και τώρα για να μπαλώσουμε τις τρύπες του παρόντος. Πέρα δηλαδή από τις προφανείς ιδεολογικές και πολιτικές χρήσεις της αρχαιολογίας (αρχαίες και αυτές με τη σειρά τους), ο άνθρωπος δεν μπορεί παρά να εντυπωσιάζεται από τα λαμπρά εργόχειρα της Ιστορίας. Οσο περισσότερο δεσπόζει αυτό που ο Γάλλος ιστορικός François Hartog ονομάζει παροντισμό τόσο πιο πυρετικά θα πολιτευόμαστε με τη νοσταλγία. Οχι μόνον όσοι ενστερνίζονται τη νοσταλγία ως ρομαντικοί εθνικιστικές αλλά και οι άλλοι, όσοι, ας πούμε, λέμε ότι θέλουμε να αντιστεκόμαστε στους αρχαιοκάπηλους πειρασμούς της ελληνικής ιδεολογίας.

…………………………………………………………………………..

* Συγγραφέας και πανεπιστημιακός

Κωστας Γεμενετζης Περι ανεκρων και θνητων*

Κωστας Γεμενετζης
Περι ανεκρων και θνητων[1]
 * Δημοσιεύεται με την άδεια του συγγραφέα


Περιληψη
Θα δοκιμασω να προσεγγισω το θεμα "Τεχνη και τρελα" στην οπτικη ενος φαινομενου που στην ψυχοπαθολογια ειναι γνωστο ως "Διασχιση" (Dissociation) και περιλαμβανει την "αποπροποσωποποιηση" και την "αποπραγματοποιηση": Ο εαυτος η/και τα πραγματα γινονται ξενα, αποκοσμα: η ταυτοτητα τους καταρρεει οπως ενα κτισμα σε σεισμικη δονηση.
Καποτε το κλεισιμο και η αμυνα απεναντι στην "διασχιση" εμφανιζεται σε μια μορφη "τρελας" - σε βουβο, ανειπωτο βασανο, αλλα και στην καταθλιψη, στην σχιζοφρενεια, στις ψυχαναγκαστικες ιδεες και πραξεις.
Πιο σπανια η "διασχιση", το ανοιγμα του σχισματος της, γινεται χωρος φιλοξενιας. Τοτε εαυτος η/και πραγματα χανονται στην ξενωση τους, για να προβαλουν, σε ευτυχεις ωρες, κεκαθαρμενα, εμπλουτισμενα κατα την μηδενικοτητα που τα διαπερασε. Προβαλλουν, μεταξυ πολλων αλλων τροπων, και ως εργα τεχνης. Αλλα και ως "ερμηνεια" σε μια θεραπευτικη συναντηση, η οποια, σ' αυτην την οπτικη, θα μπορουσε να συγγενευει περισσοτερο με την τεχνη παρα με μια επιστημονικη της παρασταση.




Ομιλια
Ο Martin Heidegger γραφει καπου οτι οι ανθρωποι ειναι οι θνητοι. Και το διευκρινιζει: Αποκαλουνται οι θνητοι διοτι μπορουν να πεθαινουν.
Εκεινο το "μπορουν" ξενιζει. Μπορω π.χ. να διορθωσω μια πριζα. Εχω αυτην την δυνατοτητα. Ομως μπορω και να φωναξω ηλεκτρολογο. Το οτι μπορω να διορθωσω την πριζα δεν σημαινει διολου και καποια αναγκαιοτητα, οτι θα την διορθωσω εγω ουτως η αλλως. Ομως τι θα πει "μπορω να πεθανω"; Ειναι κι αυτο δυνατοτητα μου; Μπορω και να μην πεθανω;
Διαβαζω την τελευταια παραγραφο απο την "Δικη" του Franz Kafka. Ειναι το βασικο προσωπο, ο Κ, και οι δυο κυριοι που τον παρακολουθουν σ' ολη την διαρκεια της ιστοριας:
Ομως τα χερια του ενος κυριου τοποθετηθηκαν στον λαρυγγα του Κ, ενω ο αλλος του εχωσε το μαχαιρι βαθια στην καρδια, κι εκει το εστριψε δυο φορες. Ο Κ, καθως εσβυνε το φως των ματιων του, προφτασε να δει πως οι κυριοι, εμπρος και κοντα στο προσωπο του, τα μαγουλα τους ακουμπωντας το ενα στο αλλο, παρατηρουσαν την εκβαση. "Σαν σκυλι!", ειπε, ηταν λες κι η ντροπη επροκειτο να τον επιζησει.
Και μια αλλη ιστορια που καποιοι ακουσαμε απο τις μητερες μας:
Ενας νεος ανδρας ερωτευεται παραφορα. Η κοπελα δεχεται να τον παρει με εναν ορο: Να σκοτωσει την μανα του και να της φερει την καρδια της. Ο νεος, χωρις δευτερη σκεψη, την σκοτωνει, της ξεριζωνει την καρδια και τρεχει αλαφιασμενος να την παραδωσει στην καλη του. Στην βιασυνη του σκονταφτει στο καλντεριμι και πεφτει. Και η καρδια του λεει: "Χτυπησες αγορι μου;"
Η ντροπη επιζει τον Κ, η μητρικη αγαπη επιζει την μητερα. Ντροπη και μητρικη αγαπη δεν πεθαινουν μαζι τους. Τους επιζουν διοτι, οπως λεει ο Freud για τα πραγματα τπυ ασυνειδητου, δεν εχουν σχεση με τον χρονο. Ντροπη και μητρικη αγαπη ειναι αχρονα (zeitlos). Μοιαζουν με απολιθωματα - που ηταν παλλομενη ζωη, οργανικα αρμοσμενη σε μια ιστορια με αρχη και τελος, και καποτε ξεφυγαν απο τον χρονο, εγιναν πετρα, μετεπεσαν σε μια τελειως αλλη διασταση, εξω απο τον κοσμο, χωρις να επικοινωνουν πια, και πλεον διαγουν αδιαφορα στον αιωνα τον απαντα.
Φερνουμε τετοια απολιθωματα μαζι μας. Οταν π.χ. η λιγοτερο, η περισσοτερο μονιμη ανταποκριση καποιου σε μια κατασταση ειναι το "φταιω / φταις", σε διαφορες παραλλαγες, τοτε αυτη η ανταποκριση εχει πολυ λιγο να κανει με την ιδιαιτεροτητα, με την ενικοτητα της εκαστοτε καταστασης. Πολυ περισσοτερο το "φταιω / φταις" προβαλλει σχεδον μηχανικα, λες και ακολουθει μια δικη του, αποπροσωποποιημενη νομοτελεια. Και τουτο το "φταιω / φταις" θα τον επιζησει. Π.χ. με το να εκλαβει και τον ιδιο του τον θανατο ως τιμωρια, δικη του, η των αλλων.
Οπως ειπα, φερνουμε τετοια σκληραδια μαζι μας. Μιλαμε, θυμιζω, για ακαμπτες επαναληψεις μιας συμπεριφορας λιγοτερο η περισσοτερο αποκομμενης απο την ζωντανη επικοινωνια. Οπως μεσα στον σπιτικο πουρε κομματια πατατας που δεν ελιωσαν. Τετοια σκληραδια μπορουν να ειναι το αγχος, η καταθλιψη, οι φοβιες, η ασφαλεια και η ανασφαλεια, η συμβιβαστικοτητα και η εριστικοτητα, η αδικια και η εκδικηση, αλλα και η ολιγαρκεια και η απληστια, η αγαθοσυνη και η καχυποψια, η εκμεταλλευση και η υπηρετικοτητα κλπ. κλπ.
Παντου εδω κατι απ' αυτα εχει αναπτυξει ενα πεδιο βαρυτητας που κρατα τον φορεα του καθηλωμενο στην τροχια του. Απ' ολα τα πραγματα, αυτο το ενα εχει γινει κυριαρχο και στριμωχνει καθε συμπεριφορα στο καλουπι του. Οπως η κοιτη του ρεματος, που σ' αυτο θα κυλησουν ολα τα νερα απο τις βροχες και τα χιονια που λιωνουν.
Αυτοι οι ανθρωποι, και τετοιοι ειμαστε ολοι μας, πεθαινουν χωρις να μπορουν να πεθανουν. Ο θανατος τους ερχεται παντοτε ακαιρα. Ο Κ και η μητερα και ολοι οι αλλοι δεν ειναι θνητοι. Κατι τους επιζει. Αυτο το κατι, ως απολιθωμα, δεν ειναι ζωντανο και ετσι δεν μπορει και να πεθανει. Ειναι ανεκρο. Μιλαμε για μια παθολογια που εκτεινεται πολυ ευρυτερα απο το οπτικο πεδιο της ψυχιατρικης και της ψυχολογιας. Ισως μιλαμε για μια παραλλαγη αυτου που ο Martin Heidegger αποκαλεσε "εκπτωση στα οντα".
Οσο περισσοτερο "χαρακτηρα" εχει κανεις, δηλαδη οσο βαθυτερα εχουν εγχαραχτει επανω του μονιμα καναλια σκεψης και αισθησης, συμπεριφορας και επικοινωνιας, τοσο λιγοτερο ζωντανος ειναι - και τοσο λιγοτερο μπορει να πεθανει.
Καποιες φορες το ανεκρο αφορα οχι ενα κατι αλλα το ιδιο το προσωπο, την ιδια την υπαρξη καποιου. Κανεις γινεται αυτος καθαυτον απολιθωμα. Ανεκρος.[2]
Ο Erwin Hügin ηταν ενας χρονιος σχιζοφρενης που γνωρισα σε μια κλινικη της Ζυριχης την δεκαετια του '70. Ο φακελλος του περιειχε πληθωρα ποιηματων. Σε ενα απ' αυτα με τιτλο "Χαμενος στους δρομους" γραφει:
τελειως αποσυνδεμενος απο ανθρωπους
περναω δρομους
που ειναι πηγμενοι απο
ανθρωπους
βλεπω στα προσωπα
κοιταζω τα σωματα
κοιταζω τα χερια
καμια σπιθα δεν μεταπηδα -
λοιπον δεν υπαρχει ζωη
στους ανθρωπους
η μηπως δεν ειναι καν ανθρωποι;
ειναι συναρμολογημενες μηχανικες
κουκλες, ναι,
βλεπω πως ετσι πρεπει να ειναι -
τα ιδια εκεινα δευτερολεπτα που
αυτο το αντιλαμβανομαι,
εγω δεν πηγαινω, πηγαινομαι, παρατηρουν
απο μεσα μου δυο γυαλινα ματια, πισω
απο τα οποια η ζωη εχει φυγει, απ' ολο το σωμα εχει φυγει - για που;
Και τωρα οι μηχανισμοι -
βηματιζουν εν-δυο.
Που που που ειναι η ζωη;
Που ειναι η ζωη; Ενα αλλο ποιημα του Hügin αναφερεται στον θεραποντα ιατρο του Schöl:
Βλεπω μια εικονα: πλησιαζω τον κυριο Schöl με
λεξεις, λεω: θα ηθελα να ειμαι κοντα σας, ναι
λαχταραω να βρεθω στην ζεστασια σας, κοντα σας
παω να τον συναντησω, αυτος απλωνει το χερι του,
τουτο γινεται υπερμετρα μεγαλο και δυνατο

Χερι Μολυβι Schöl
με ριχνει προς τα κατω
κατω στο σκοταδι
σε λαγουμι απο πετρα
θανατος

λιγο πριν απ' τον θανατο: δικαστηριο
δικαστης:   δεν επιτρεποταν να νοιωθεις
να πλησιασεις ανθρωπο
σου ηταν απαγορευμενο!
εγω:         ακομα τα φερνω μεσα μου
ζωη αισθηση ηχους ποθο
δικαστης:   γεννηθηκες για να μην αισθανεσαι
θα ζεις κατ' επιφαση μονο κι ακομα,
χωρις να 'ναι αντιληπτο σε κανενα, τον θανατο μεσα σου
θα φερνεις, τον θανατο
ακους, τον θανατο
Η κατ' επιφαση ζωη και ο κατ' επιφαση θανατος. Αυτος ειναι ο ανεκρος. Ο ανεκρος παραειναι νεκρος για να ζει και παραειναι ζωντανος για να πεθανει. Μια ψυχοπαθολογικη μορφη του ειναι αυτη της λεγομενης "Διασχισης" (Dissociation) και περιλαμβανει την "αποπροποσωποποιηση" και την "αποπραγματοποιηση". Τις ειδαμε στα παραδειγματα που αναφερθηκαν. Απανταται μονη της σε κρισεις απο βουβο, ανειπωτο βασανο, αλλα και στο πλαισιο της καταθλιψης, στην σχιζοφρενεια, στις ψυχαναγκαστικες ιδεες και πραξεις.
Γνωρισα την Διασχιση. Φοιτητης ιατρικης, καποια στιγμη εμαθα την επιστημονικη εκδοχη της ορασης: Ενα αντικειμενο Χ εκπεμπει φωτεινη ακτινοβολια, ο αμφιβληστροειδης την προσλαμβανει ως εικονα και μεσω του οπτικου νευρου στελνει αντιστοιχα ηλεκτρικα ερεθισματα στον οπτικο φλοιο οπου η εικονα αποκαθισταται, σε συνεργασια με τα υπολοιπα μερη του εγκεφαλου ταυτοποιειται, εντοπιζεται στον χωρο κλπ. Αυτο λοιπον το εζησα ως εμπειρια: Τα ματια μου ειχαν γινει κατι σαν παραθυρα, τα πραγματα στο δωματιο εμπαιναν απ' αυτα και προβαλλαν πισω απο τα ματια και μεσα στο κεφαλι μου, ηταν εκει οπως σπιτακια και ανθρωπακια μεσα σε μια γυαλινη σφαιρα που οταν την κουνησεις πεφτει χιονι - ομως τωρα το ζουσα σαν εφιαλτη. Εκει εξω ειχε απομεινει κατι σαν σεληνιακο τοπιο, τα αντικειμενα Χ, που σηματοδοτουνται και νοηματοδοτουνται, λεει, πρωτα στη συνειδηση και στον εγκεφαλο. Καμια εμπειρια, στα λιγα λεπτα που διηρκεσε, δεν με ταρακουνησε, δεν με αρρωστησε σε τετοιο βαθμο.
Γνωρισα την Διασχιση και με αλλον τροπο. Καποια φορα που χρειαστηκε να συνταξω ενα βιογραφικο, ξεκινησα με την φραση "Ο Κωστας Γεμενετζης γεννηθηκε το 1944..." και κατευθειαν μου ηρθε να συνεχισω: "...και πεθανε...". Ηδη παιδι μου γεννηθηκε μια απορια με το ονομα μου. Ο κοσμος μου αποτεινονταν και με προσφωνουσε "Κωστα...", "Κωστακη...", "Γεμενετζη...". Καποια στιγμη λοιπον αναρωτηθηκα: Περιεχομαι, περα για περα, στο ονομα μου; Η απαντηση μου ηταν σαφης: Οχι! Αυτοι που μου μιλουν, αποτεινονται σ' εμενα. Και, αν το "Κωστας" δεν καλυπτει το "εμενα", εχει η αντ-ωνυμια "εμενα" ενα ονομα, αντι του οποιου λεγεται; Η απαντηση μου ηταν και παλι σαφης: Οχι! Πολλα χρονια αργοτερα ειδα, με ανακουφιση, πως με την απορια μου δεν εστεκα μονος. Καπου στον Kierkegaard διαβασα: "Κοιταζω μεσα στην υπαρξη - και δεν βλεπω τιποτα." Η απορια ειχε αρχισει να ησυχαζει και να δινει τη θεση της στην αποδοχη ενος αναλαφρου "τιποτα", που με αποδιδει πολυ περισσοτερο απο καθε ονομα. Αποδοχη ενος αναλαφρου "τιποτα" που συνοδευει το ονομα μου, του αφαιρει καθε απολυτοτητα, το επαφηνει στο λικνο της παροδικοτητας του, και σε καθε "γεννηθηκα" υπαγορευει το "πεθανα".
Το ονομα μου δεν ηταν το μονο που με εκ-κενωνε. Καποιες φορες ηταν και ενα ειδος απελπισιας με την ζωη, οπου η μονη διεξοδος ηταν φυγη προς τα εμπρος, προς τα ακρα, χωρις επαναπαυση σε μισολογα, σε ημιμαθειες. Ειναι οπως αυτο που συμβαινει στην Αρετουσα, στον "Ερωτοκριτο" του Βιντσεντζου Κορναρου. Οταν ο βασιλιας των Αθηνων Ηρακλης μαθαινει για τον ερωτα της κορης του Αρετουσας με τον Ερωτοκριτο, την ριχνει στην φυλακη. Εκει λοιπον, ο ποιητης γραφει:
Θωρωντας τοσα βασανα η Aρετη, και παθη, 485
η ταξη εγινη αποκοτια, κ’ η ταπεινοτη εχαθη.
Tης γλωσσας τα µποδισµατα, το δειλιασµα του νου τση
επαψαν, και µ’ αποκοτιαν εµιλειε του Kυρου τση
Ο Ερωτοκριτος εξοριζεται, συμβαινουν ενα σωρο πραγματα, και καποτε γυριζει πισω και θελει να δοκιμασει την Αρετη. Παριστανει εναν φιλο του που θα της πει για την τυχη του Ερωτοκριτου και κανονιζουν μια συναντηση. Την βρισκει
... σαν ξεπεριορισµενη.
Στο παραθυρι εσιµωσε, κ’ η Aρετη αρχινιζει,
αποκοτα να του µιλει, να τον αναντρανιζει.
Δεν εχει πλιο την κρατηξιν, δε ντρεπεται, µα οι πονοι 635
την εντροπην εδιωξασι, τα’χωνε φανερωνει.
Kαι λιγωµαρα τσ’ ηδιδε, το γληγορα να µαθει,
αν ειν’ και ζει ο Pωτοκριτος, γ-η αποθανε, κ’ εχαθη.
Τα βασανα και τα παθη και οι πονοι "ξεπεριοριζουν" την Αρετη. Χανονται ταξη και ταπεινοτητα που εφερναν στην γλωσσα εμποδια και φοβο στην ψυχη της. Οι πονοι διωχνουν την ντροπη. Η Αρετη, η πριγκηποπουλα με τους τροπους που της αρμοζουν, ταξη και ταπεινοτητα και ντροπη, απο-χαρακτηριζεται: χανει την αρετη της. Χανει - το ονομα της. Γινεται ανωνυμη και απροσωπη. Αποπροσωποποιειται. Βασανα, παθη και πονοι την "ξεπεριοριζουν" - την εκ-κενωνουν.
κατω απ' την προσωπιδα ενα κενο.
λεει στον "Βασιλια της Ασινης".
Κι ακομα:
Πισω απο τα μεγαλα ματια τα καμπυλα χειλια τους βοστρυχους
αναγλυφα στο μαλαματενιο σκεπασμα της υπαρξης μας
ενα σημειο σκοτεινο που ταξιδευει σαν το ψαρι
μεσα στην αυγινη γαληνη του πελαγου και το βλεπεις:
ενα κενο παντου μαζι μας
Τι συμβαινει μ' αυτο το κενο; Leonard Cohen, Anthem:
There is a crack in everything
That's how the light gets in
Μια ρωγμη υπαρχει στο καθε τι
Ετσι μπαινει μεσα το φως
Τετοια πραγματα εμελλε να σημαδεψουν την εξελιξη μου, μεταξυ αλλων και ως θεραπευτη.
Καπως ετσι εζησα μια αποστροφη του Elias Canetti που γνωρισα πολυ αργοτερα:
... μια πληγη που γινεται σαν πνευμονας και διαμεσου του ανασαινεις
Ισως πλεον εχει να κανει και με την προχωρημενη μου ηλικια, αυτην που οι παλιοτεροι, που ζουσανε και πεθαινανε συντονοι με τον χρονο, αποκαλουσαν "γεραματα". Ενα χαρακτηριστικο των γηρατειων ειναι λοιπον οτι κανεις, μετα απο τα πολλα "του κυκλου τα γυρισματα", στην γειτονευση πια με τον θανατο, χανει την ντροπη: Σε εναν αγνωστο μου, π.χ. στο μετρο, οταν ζητω να περασω για να κατεβω στην επομενη σταση, θα απευθυνθω με μια οικειοτητα σαν να τον ηξερα απο παντα. Κι αυτο ειναι ενα φαινομενο αποπροσωποποιησης: Τα προσωπα μας, δηλαδη ανθρωποι, αυτος κι εγω, με ολοτελα διαφορετικη ιστορια, αναφορες, προσωπικοτητες, ειναι παντελως αδιαφορα. Η οικειοτητα, με την οποια του, η της, απευθυνομαι, ειναι μια τελειως αλλη, που δεν βασιζεται σε τιποτα που να μας ενωνει, η να μας χωριζει. Η οικειοτητα του "ξεπεριορισμου".
Η αποπροσωποποιηση θα μπορουσε λοιπον να μην συνιστα οπωσδηποτε στερητικο φαινομενο, αλλα την επανοδο σ' ενα πρωτο. Η ψυχοπαθολογια δεν το γνωριζει. Ο ορος, υπο τον οποιο ταξινομουνται αποπροσωποποιηση και αποπραγματοποιηση, ειναι, ειπαμε, "Διασχιση", μεταφραση του "Dissociation". Υποβαλλει την πεποιθηση οτι το φυσιολογικο ειναι το "Association", μια συνδεση και συνεχεια που τωρα διακοπτεται, κατι σαν ενα νοητικο καταγμα. Ομως η Διασχιση θα μπορουσε να ειναι οχι επεισοδιο αλλα δομικη ιδιοτητα της υπαρξης. Ο ανεκρος θα μπορουσε να ειναι η μητρα επωασης του θνητου. Εκεινου που ειναι στον χρονο και που οταν λεει "γεννηθηκα", λεει συναμα και "πεθανα".
Αυτο το, ευεργετικο τωρα, σχισμα της διασχισης, ειναι καποτε και ο τοπος που κατοικει η τεχνη. Το εργο της θα μπορουσε να εννοηθει επισης ως απολιθωμα, σαν να ειχε κοιταξει την Μεδουσα καταπροσωπο. Ο ποιητης Paul Celan λεει σε μια ομιλια του κατα την απονομη του βραβειου Büchner:
Ο Lenz, δηλαδη ο Büchner, εχει [...] πολυ περιφρονητικα λογια για τον "ιδεαλισμο" [...] Και αυτην την πεποιθηση για την τεχνη την λεει τωρα παραστατικα με ενα βιωμα: "Καθως χθες ανηφοριζα διπλα στην κοιλαδα, ειδα δυο κοπελλες να καθονται πανω σ’ εναν βραχο: η μια εδενε τα μαλλια της, η αλλη την βοηθουσε· και τα χρυσαφενια μαλλια επεφταν κατω, κι ενα σοβαρο χλωμο προσωπο, κι ομως τοσο νεανικο, κι η μαυρη στολη, κι η αλλη να νοιαζεται με τοση φροντιδα. Οι ωραιοτερες, οι βαθυτερες εικονες της παλιας γερμανικης σχολης δεν αποδιδουν τιποτε απ’ αυτο. Μερικες φορες κανεις θα ‘θελε να ‘ναι μεδουσοκεφαλη για να μπορεσει ενα τετοιο συμπλεγμα να το μεταμορφωσει σε πετρα και να φωναξει τον κοσμο."
Και ο Celan συνεχιζει:
Κυρίες και Κυριοι, προσεξτε παρακαλω: "Κανεις θα ‘θελε να ‘ναι μεδουσοκεφαλη" για να ... συλλαβει το φυσικο ως το φυσικο μεσω της τεχνης!
Οποιος εχει την τεχνη εμπρος στα ματια και στον νου του, αυτος ειναι – εδω ειμαι στην αφηγηση για τον Lenz –, αυτος ειναι φευγατος. Η τεχνη δημιουργει διασταση απο το Εγω. Η τεχνη απαιτει εδω σε μιαν ορισμενη κατευθυνση μια ορισμενη αποσταση, εναν ορισμενο δρομο.
Κι η ποιηση; Η ποιηση, η οποια και βεβαια εχει να παρει τον δρομο της τεχνης; Τοτε εδω θα ειχε μαλιστα πραγματι δοθει ο δρομος προς μεδουσοκεφαλη και αυτοματα!
Για την διασταση του καλλιτεχνη απο το εγω, την συγγενεια του με την μεδουσοκεφαλη και τα αυτοματα μιλα και ο ποιητης T. S. Eliot σε ενα δοκιμιο με τον τιτλο "Tradition and the Individual Talent"[3]. Ο Eliot χρησιμοποιει την λεξη "αποπροσωποποιηση" για να υποδηλωσει την αναλογια αναμεσα στην καλλιτεχνικη δημιουργια και την επιστημη. Το διευκρινιζει με ενα παραδειγμα απο την χημεια:
Οταν τα δυο αερια που αναφερθηκαν προηγουμενως [οξυγονο και διοξειδιο του θειου] αναμειγνυονται με την παρουσια νηματων πλατινας, σχηματιζουν θειικο οξυ. Αυτος ο συνδυασμος συμβαινει μονο οταν ειναι παρουσα η πλατινα· παρ' ολα αυτα το νεο οξυ που παραχθηκε δεν περιεχει ιχνος πλατινας, και η ιδια η πλατινα ειναι προφανως ανεπαφη· εμεινε αδρανης, ουδετερη, και αναλλοιωτη. Ο νους του ποιητη ειναι το κομματι της πλατινας. Μπορει εν μερει, η αποκλειστικα, να λειτουργει επανω στην πειρα του ιδιου του ανθρωπου· ομως, οσο τελειοτερος ειναι ο καλλιτεχνης, τοσο πιο ξεχωρα μεσα του θα ειναι ο ανθρωπος που υποφερει και ο νους που δημιουργει· τοσο τελειοτερα ο νους θα αφομοιωνει και θα μεταλλασσει τα παθη που ειναι το υλικο του.
[...] Ο νους του ποιητη ειναι οντως ενα δοχειο για την αποθηκευση αναριθμητων αισθηματων, φρασεων, εικονων, που παραμενουν εκει εως οτου ολα τα στοιχεια που μπορουν να ενωθουν για να σχηματισουν ενα νεο μιγμα, να ειναι παροντα μαζι.
Ο καλλιτεχνης περνα απο την "αυτο-θυσια", οπως λεει ο Eliot, της αποπροσωποποιησης, και τοτε τα αποπραγματοποιημενα κομματια, καποτε, ισως, "ενωνονται για να σχηματισουν ενα νεο μειγμα" - οπως η γυμνη παρουσια της πλατινας οδωνει τον σχηματισμο του θειικου οξεος. Τωρα η διασχιση δεν εξοριζει απο τον χρονο, δεν δημιουργει ανεκρους, αλλα ακριβως αρμοζει τον χρονο, παρελθον της παραδοσης και παρον του σημερινου εργου τεχνης, χαριζει θνητοτητα.
"Τι καλλιτεχνης ειστε;", ρωτα ο ψυχαναλυτης Wilfred Bion νεους θεραπευτες σε ενα σεμιναριο. "Και αν δεν ειμαστε καλλιτεχνες;", αντερωτα καποιος. Η απαντηση του Bion: "Τοτε ειστε σε λαθος επαγγελμα."
Ετσι λοιπον η ψυχαναλυση θα μπορουσε να συνιστα μια ιδιαζουσα περιπτωση του θεματος του συνεδριου μας, ενα "και", δηλαδη εναν τοπο οπου "Τεχνη και Τρελα" συναπαντωνται. Σ' αυτο το "και", στις ευτυχεις περιπτωσεις, συμβαινει μια αμοιβαια ανταλλαγη: Η "τεχνη" συνισταται στο οτι ο θεραπευτης γινεται πιο τρελος απο τον πελατη του. Και τουτος, ο "τρελος", μεσα απο το "εργο τεχνης" της συναντησης τους, βρισκει τη λυτρωση του.
Τι θα πει τωρα οτι εγω ως θεραπευτης γινομαι πιο τρελος απο τον πελατη μου; Ας θυμηθουμε το "φευγατο" του Celan και την "αποπροσωποποιηση" του Eliot. Στα ανεκρα πραγματα του πελατη μου, που δεν μπορουν να πεθανουν, αντιτασσω μια δικη μου αποπροσωποποιηση, εναν δικο μου θανατο. Θα πει: τα δεχομαι ολα, τα δεχομαι ακομα σε ενα ευρος και βαθος που ο πελατης μου δεν θα διανοουνταν. Ειναι μια δεκτικοτητα του νεκρου: χωρις προσδοκια, χωρις συμφωνια και διαφωνια, χωρις αντισταση και χωρις αντιρρηση. Πολλες φορες και μ' ενα γελιο, που το μοιραζομαστε, και που, διχως να γελοιοποιει, αφαιρει απο τα πραγματα την σοβαροτητα και την βαρυτητα που εμοιαζε να εχουν.
Σ' αυτο το αποπροσωποποιημενο ματι, η ερμηνεια, αν ειναι να διατηρησουμε αυτην την βεβαρυμενη λεξη, εχει κατι απο την καλλιτεχνικη δημιουργια που ακουσαμε απο τον Eliot: Η ερμηνεια προσλαμβανει τα πραγματα του παρελθοντος και τα συγκεντρωνει σε μια ολοτελα νεα συνθεση. Και τουτο σε ενα κλιμα που θα μπορουσε να αποδοθει με εναν στιχο του Γιωργου Σεφερη:
μα πρεπει να μ' αρμηνεψουν [συμβουλεψουν] οι πεθαμενοι
Και γιατι ιδιαιτερα οι πεθαμενοι μπορουνε να συμβουλευουν; Σε ενα αλλο ποιημα μιλουν οι ιδιοι, οι "αδυναμες ψυχες μεσα στ' ασφοδιλια":
εμεις που τιποτα δεν ειχαμε, θα τους διδαξουμε τη γαληνη.[4]


[1] Συνεδριο "Τεχνη και τρελα" (Εταιρεια Μελετης Πολιτισμικης Ετεροτητας), Οκτωβριος 2014, Αθηνα

[2] Σε αντιθεση με το φαντασμα, που ειναι ενα ον πνευματικα δραστικο, ομως χωρις φυσικο σωμα, ο ανεκρος ειναι ενα ον με φυσικο σωμα, ομως πνευματικα νεκρο - πνευματικο απολιθωμα. Δημοφιλη παραδειγματα ειναι τα ζομπι και ο Δρακουλας. Ανεκρος ειναι και ο homo sacer, ο καταραμενος ανθρωπος του Agamben: Οι Εβραιοι στα στρατοπεδα συγκεντρωσεως, οι κρατουμενοι στο Guantanamo, αυτοι που δεν εχουν χαρτια, αυτοι που ζητουν ασυλο, οι οποιοι, σε εναν χωρο εκτος νομου, περιμενουν την απελαση τους, η και οι ασθενεις στον θαλαμο εντατικης θεραπειας οι οποιοι φυτοζωουν συνδεδεμενοι σε σωληνες.

[3] Στο: The Sacred Wood, Edinburgh 1920, σσ. 42-54

28 Eylül 2014 Pazar

Για την απώθηση του θανάτου στην εποχή μας του Πετρου Θεοδωρίδη / απο το TVXS




10:07 | 13 Σεπ. 2014
Πέτρος Θεοδωρίδης

Για την απώθηση του θανάτου στην εποχή μας[1]
του Πέτρου Θεοδωρίδη
Σήμερα ζούμε τη απαξίωση του θανάτου. Η μεγαλοπρεπής τελετουργική δημόσια αναπαράσταση του θανάτου  (μέσα από την Δημόσια  εκτέλεση της θανατικής ποινής)-έγραφε ο Michel Foucault- σταδιακά απαλείφθηκε από τα τέλη του 18ου αιώνα και ως τις μέρες μας.Σήμερα ο θάνατος έχει πάψει να αποτελεί μια περίλαμπρη ιεροτελεστία στην οποία συμμετείχαν οι άνθρωποι, η οικογένεια, η κοινωνία ολόκληρη σχεδόν. Έχει γίνει αντιθέτως κάτι το απόκρυφο το πιο ιδιωτικό και το επαίσχυντο (θα λέγαμε μάλιστα ότι το ταμπού σήμερα είναι ο θάνατος και όχι η γενετήσια πράξη).Το γεγονός αυτό οφείλεται -κατά Foucault- σε μια μεταβολή των τεχνολογιών εξουσίας. Παλιά (και ως τα τέλη του 18ου αιώνα) ο θάνατος αποτελούσε την μετάβαση από την μια εξουσία στην άλλη, όπου η μία ήταν η εξουσία του ηγεμόνα επί της γης και η άλλη του ηγεμόνα εν τοις ουρανοίς , εξ ου και η αίγλη του και η επιβεβλημένη και μεγαλοπρεπής τελετουργική αναπαράστασή του.Οι άνθρωποι περνούσαν από την δικαιοδοσία του ενός κριτή στη δικαιοδοσία του άλλου, από το αστικό ή δημόσιο δίκαιο, της ζωής και του θανάτου, στο δίκαιο της αιώνιας ζωής ή της αιώνιας καταδίκης στην κόλαση. Ο θάνατος αποτελούσε επίσης τη μεταβίβαση της εξουσίας του θνήσκοντας, η οποία μεταβιβαζόταν στους επιζώντες:τα τελευταία λόγια, οι τελευταίες συστάσεις, οι τελευταίες επιθυμίες, οι διαθήκες.
 Τώρα όμως, ο θάνατος, ως πέρας του βίου γίνεται ξαφνικά το πέρας, το όριο, το τέλος της εξουσίας. Σε σχέση με την εξουσία είναι ένα στοιχείο εξωτερικό: βρίσκεται εκτός του πεδίου της και η εξουσία μπορεί να τον ελέγξει μόνο γενικά, σφαιρικά, στατιστικά. Η εξουσία δεν έχει επιρροή στο θάνατο αλλά στη θνησιμότητα. Επομένως, ο θάνατος εμπίπτει πλέον, στη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής, της απολύτως προσωπικής ιδιωτικής ζωής. Σήμερα «ο θάνατος είναι η στιγμή όπου το άτομο ξεφεύγει από κάθε εξουσία, στρέφεται προς τον εαυτό του και αναδιπλώνεται, κατά κάποιο τρόπο στην πιο ιδιωτική πτυχή»[2].
Ο Enzo Traverso θυμίζει πως η εν ψυχρώ βιομηχανική εξόντωση των Εβραίων στους θαλάμους αερίων στηριζόταν περισσότερο στην έννοια του καθήκοντος που έχει ο εκτελεστής, ο οποίος κάνει τη δουλειά του αποτελεσματικά και απρόσωπα. Τις ρίζες αυτής της αποπροσωποποίησης του τρόμου ο  Traverso τις ανακαλύπτει στην γκιλοτίνα, τη συσκευή που -σύμφωνα με τον Λαμαρτίνο- “Καταργούσε τον πόνο και τον χρόνο στην αίσθηση του θανάτου". Η γκιλοτίνα εγκαινιάζει -σύμφωνα με τον Traverso - μια ιστορική καμπή: η βιομηχανική επανάσταση μπαίνει στον χώρο της θανατικής ποινής. Η μηχανοποιημένη, σειριοποιημένη εκτέλεση θα πάψει σύντομα να αποτελεί μια τελετουργία της οδύνης, για να γίνει τεχνολογική μέθοδος θανάτωσης σε αλυσίδα, απρόσωπη, αποτελεσματική, σιωπηλή και γρήγορη: το τελικό αποτέλεσμα θα είναι η απανθρωποποίηση του θανάτου. Η έναρξη της λειτουργίας της γκιλοτίνας σημάδεψε επίσης την ''χειραφέτηση'' του δημίου που πολύ γρήγορα  μετατρέπεται σε απλό υπάλληλο που «δεν θεωρεί τον εαυτό του ως κάτι διαφορετικό από έναν κλητήρα που εκτελεί μια δικαστική απόφαση».
Τέσσερις μορφές συντροφεύουν την ανάπτυξη αυτού του νέου μηχανισμού θανάτωσης που εγκαινιάζει η γκιλοτίνα: ο γιατρός που φροντίζει να εξαλείψει τον πόνο, ο μηχανικός που αγρυπνά για την τεχνική αποτελεσματικότητα, ο δικαστής που αποφαίνεται για το δικαίωμα στη ζωή των καταδικασμένων και τέλος ο δήμιος που στέργει να εγκαταλείψει τα βασιλικά του γνωρίσματα για να φορέσει τη στολή ενός κοινού ''επαγγελματία''. Οι τέσσερις αυτές μορφές πρόκειται να διανύσουν μαζί ένα μακρύ δρόμο και θα παίξουν αναντικατάστατο ρόλο, επί Γ' Ράιχ: «ευθανασία των διανοητικά ασθενών» και των «ζωών ανάξιων να βιωθούν» προετοιμάζοντας τις δομές της, αποφασίζοντάς την, εφαρμόζοντάς την. Πραγματική ανθρωπολογική καμπή, η γκιλοτίνα αποκαλύπτει θα μπορούσε να πει κανείς μαζί με τον Βάλτερ Μπένγιαμιν, την άβυσσο μιας ψυχής χωρίς αύρα. Τέλος του θανάτου-θεάματος, της παράστασης που πραγματοποιείται από τον καλλιτέχνη-δήμιο. Οι θάλαμοι αερίων θα είναι η εφαρμογή αυτής της αρχής στην εποχή του βιομηχανικού καπιταλισμού. Η μεταμόρφωση του δήμιου σε επιτηρητή μιας φονικής μηχανής συνεπάγεται μια ανατροπή των ρόλων, την προτεραιότητα των μηχανών απέναντι στους ανθρώπους. Σύντομα πιο άγρια και ξέφρενη ανθρώπινη βία δεν θα είναι σε θέση να ανταγωνιστεί την τεχνολογία. Με την τεχνολογική απανθρωποποίηση του θανάτου τα πιο απάνθρωπα εγκλήματα θα γίνουν εγκλήματα ''χωρίς ανθρώπους''[3].
Σήμερα ο θάνατος έγινε αόρατος και διαλύθηκε από τον φόβο. «Μέσα σε ένα απωθητικό πολιτισμό, ο ίδιος ο θάνατος γίνεται ένα όργανο απώθησης»[4]. Η παλιά στάση, σύμφωνα με την οποία ο θάνατος είναι ταυτόχρονα οικείος, κοντινός κι όχι τόσο σημαντικός, έρχεται σε μεγάλη αντίθεση με τη δική μας. «Η ανθρωπότητα» -έλεγε ο Φερνάντο Πεσόα- «φοβάται το θάνατο μα χωρίς να τον γνωρίζει: ο μέσος άνθρωπος μάχεται γενναία για να εξασκηθεί και σπανιότατα αντικρίζει με φρίκη, είτε νέος είναι είτε γέρος, την άβυσσο του μη είναι, όπως ο ίδιος χαρακτηρίζει την άβυσσο αυτή»[5].
 Στις σύγχρονες κοινωνίες, ο ετοιμοθάνατος δεν νιώθει πια το θάνατο, δεν αποκρυπτογραφεί πλέον αυτός πρώτος τα σημάδια τα οποία του κρύβουν. Οι γιατροί και οι νοσοκόμες, οι μόνοι που ξέρουν, δεν τον ειδοποιούν, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις. «Ο ετοιμοθάνατος είναι πια αυτός που δεν πρέπει να γνωρίζει»[6].
Εμείς φοβόμαστε τόσο τον θάνατο, που δεν τολμάμε να αναφέρουμε τα όνομα του. «Ο θάνατος έχει -σήμερα- εγκαταλείψει το σπίτι για το νοσοκομείο: απουσιάζει από τον γνώριμο κόσμο της καθημερινής ζωής. Ο σημερινός άνθρωπος, επειδή δεν τον βλέπει αρκετά συχνά κι από αρκετά κοντά, τον έχει ξεχάσει. Ο θάνατος έχει γίνει άγριος: ταιριάζει περισσότερο στο νοσοκομείο, που είναι τόπος λογικής και τεχνικής, παρά το δωμάτιο του σπιτιού, που είναι ο τόπος των συνηθειών της καθημερινής ζωής»[7].
«Για μένα, -γράφει ο Φερναντο Πεσόα- όταν βλέπω ένα νεκρό, ο θάνατος είναι μια αναχώρηση. Το πτώμα μου δίνει την εντύπωση ενός παλιού κοστουμιού που πετάχτηκε. Κάποιος έφυγε χωρίς να χρειάζεται να πάρει μαζί του τη μοναδική του φορεσιά»[8].
 Όμως, σήμερα, πεθαίνουμε όπως ερωτευόμαστε: βουτηγμένοι στον κομφορμισμό και το φόβο. Ο θάνατος γίνεται αντικείμενο φόβου, ως διαρκής απειλή. Πώς αντιμετωπίζει το θάνατο ο σύγχρονος άνθρωπος; «Ζει, κυριολεκτικά -λέει πριν από ένα περίπου αιώνα ο Μαξ Σέλερ- «από μέρα σε μέρα», έως τη στιγμή που -παράδοξο- δεν του μένει πλέον άλλη μέρα να ζήσει "λογαριάζει" τα σχετικά με το θάνατο όπως κάνει με τον κίνδυνο πυρκαγιάς ή πλημμύρας, σάμπως ο θάνατος να μοιάζει με τον κίνδυνο της φωτιάς ή του νερού τον λογαριάζει σαν άξια ή απαξία ενός κεφαλαίου»[9]. Αλλά ακόμα και αν γνώριζε, ο σύγχρονος άνθρωπος, ότι θα πεθάνει, -προσθέτει ο Φιλίπ Αριές- ούτε ο ίδιος και μερικές φορές, ούτε οι γιατροί δεν ξέρουν πότε, ούτε σε πόσο καιρό. Η στιγμή μπορεί να έχει σχεδόν φτάσει -κώμα μετά από τροχαίο (mors improvisa)- ή να προβλέπεται σε μερικές μέρες ή σε πολλές εβδομάδες. Η στάση απέναντι στο θάνατο άλλαξε και από το γεγονός ότι η διάρκεια του θανάτου ποικίλει. Δεν είναι πια τόσο συγκεκριμένη όσο άλλοτε. Τότε μερικές ώρες μεσολαβούσαν από τις πρώτες προειδοποιήσεις μέχρι τους τελευταίους αποχαιρετισμούς[10]. Σήμερα ο θάνατος όταν εμφανίζεται «παίρνει το νόημα καταστροφής». Δεν "πεθαίνουμε" πια τον θάνατο τίμια και συνειδητά. Και «ουδείς πλέον αισθάνεται και γνωρίζει ότι οφείλει να πεθάνει τον θάνατο του»[11].
Όταν απωθούμε τον έρωτα, απωθούμε το θάνατο. Και μαζί του τη ζωή. Και τότε οδηγούμαστε, όχι στο πένθος αλλά στη μελαγχολία (ο Φρόυντ ισχυρίζεται ότι «ενώ στο πένθος ο κόσμος έχει γίνει φτωχός και άδειος, στην μελαγχολία αυτό συμβαίνει με το ίδιο το εγώ»[12]) -την ακηδία, τη πλήξη, δηλαδή μια ελαφριά πρόγευση του θανάτου, καθώς, με την πλήξη[13] «η βίωση του χρόνου αλλάζει, με το παρελθόν και το μέλλον να εξαφανίζονται και όλα να γίνονται ένα ανελέητο τώρα». Σα «να υποφέρεις χωρίς να υποφέρεις, να θέλεις χωρίς να επιθυμείς να σκέφτεσαι χωρίς λόγο»[14] και «μπορεί κανείς να υποθέσει ότι ο βίαιος πραγματικός θάνατος είναι προτιμότερος, ότι κάποιος μπορεί να προτιμήσει να τελειώσει ο κόσμος με μια έκρηξη παρά με ένα άθλιο μικρό λυγμό[15].

Στην εποχή μας  ο θάνατος εξακολουθεί να θάβεται  και να απωθείται , στους πολέμους που  -δήθεν- «δεν έγιναν ποτέ» (όπως ο Πόλεμος στο Ιράκ  -του  Cnn-  στις αρχές της δεκαετίας του ’90), και οι παίχτες  των realities  συνεχίζουν να υποκρίνονται μια κυνική αμεριμνησία  ενώ    γύρω τους ο Θάνατος θερίζει (όπως οι παίχτες του ισραηλινού reality εν μέσω της φρίκης του βομβαρδισμού της Γάζα). Όμως  οι δημόσιοι -στο YouTube- αποκεφαλισμοί, οι τελετουργικές σφαγές των λεγόμενων "τζιχαντιστών" δεν  δείχνουν και μια επιστροφή του απωθημένου, μια  επιστροφή του Θανάτου στην έρημο του Πραγματικού ;

Ο Πέτρος Θεοδωρίδης είναι συγγραφέας-δοκιμιογράφος.
Κατεβάστε ελεύθερα την τελευταία του συλλογή «Ακόμα και η Αριάδνη ήταν ψέμα» ή διαβάστε την online





[1] βλ. και το δοκίμιο Έρωτας θνητός απωθημένος θάνατος στο Πέτρου Θεοδωρίδη, Η Απατηλή υπόσχεση της αγάπης,, εκδ. Ένεκεν, 2012, σελ. 55 -71.
[2] Michel Foucault, Για την υπεράσπιση της κοινωνίας, μτφ Τιτίκα Δημητρούλια, πρόλ. Στέφανος Ροζάνης, εκδ. Ψυχογιός (Παραδόσεις 1976) (1997), Αθήνα 2002, σελ. 303, 304, 305.
[3] Enzo Traverso, Οι ρίζες της Ναζιστικής βίας, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, μτφ. Νίκος Κούρκουλος, Αθήνα 2013.
[4] H. Marcuse, μτφ Ιωάννης Αρζόγλου, εκδ. Κάλβος Αθήνα, (1955) 1977, σελ. 239.
[5] Φερνάντο Πεσόα, Το βιβλίο της Ανησυχίας,, πρόλ-μτφ. Άννυ Σπυράκου, τέταρτη έκδοση, εκδ. Αλεξάνδρεια 1997, σελ.  178.
[6] Φιλίπ Αριές, Δοκίμια για τον Θάνατο στη Δύση, μτφ. Καρίνα Λάμψα, εκδ. Γλάρος, Αθήνα (1975) 1988, σελ. 186.
[7] Φιλίπ Αριες, ό.π., σελ. 187.   
[8] Φερνάντο Πεσόα, ό.π., σελ. 179.
[9] Μαξ Σέλερ, Θάνατος και μετά Θάνατον Ζωή, μτφ. Κωστής Παπαγιώργης, εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα 2003, σελ. 63.
[10] Μαξ Σέλερ, ό.π. σελ 62.
[11] Φιλίπ Αριες, ό.π. σελ. 186.
[12] lars Svendsen, Η φιλοσοφία της βαρεμάρας, μτφ. Παναγιώτης Καλαμαράς, εκδ. Σαββάλας (1999) 2006, σελ. 62.
[13] lars Svendsen, ό.π., σελ. 56-57.
[14] Fernando Pessoa, Το βιβλίο της ανησυχίας, μτφ. Μαρία Παπαδήμα, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2005, § 263.
[15] Τ. S. Eliot,”The Hollow Men“ (1925).