κριση etiketine sahip kayıtlar gösteriliyor. Tüm kayıtları göster
κριση etiketine sahip kayıtlar gösteriliyor. Tüm kayıtları göster

20 Ocak 2015 Salı

Βασίλης Καραποστόλης,Η μόνη ευχή: ν’ αγαπήσουμε τώρα το απρόβλεπτο/αναδημ. απο το ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΤΟΜΟ/Πηγή: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 7-1-2012



Βασίλης Καραποστόλης,Η μόνη ευχή: ν’ αγαπήσουμε τώρα το απρόβλεπτο


Τα προμηνύματα της κρίσης υπήρχαν εδώ και πολλά χρόνια
Του Βασίλη Καραποστόλη*
Είναι κακομοιριά να τρομάζει κανείς υπερβολικά με το άγνωστο. Και όμως, αυτό συμβαίνει σήμερα. Η άφιξη του νέου χρόνου βρίσκει την ανθρωπότητα ζαρωμένη σε μια γωνιά να παρακολουθεί με δέος τα κύματα του χρόνου που έρχονται καταπάνω της. Ο κόσμος φοβάται αυτό που γεννιέται, αντί να το χαιρετίζει ανυπόμονα. Είναι γιατί μέσα στο καινούργιο κυριάρχησε το απρόβλεπτο. Τα γεγονότα ξέσπασαν ξαφνικά και απροειδοποίητα, είναι αλήθεια αυτό.
Ηρθε η κρίση, ήρθε η αναστάτωση, όλα αυτά που κάνουν τους πάντες να ομολογούν: «Δεν το περιμέναμε». Μα τι να περιμένουν; Κανείς δεν περίμενε τίποτε, πολύ καιρό πριν ενσκήψει η κρίση. Δεν υπήρχαν ούτε αναμονή ούτε προσμονή ούτε πρόβλεψη. Η ίδια η έννοια της πρόβλεψης είχε ήδη υπονομευτεί στις δυτικές κοινωνίες. Μέχρι πριν από μισό αιώνα με βάση κάποιους υπολογισμούς οι άνθρωποι ήταν σε θέση να πιθανολογήσουν το τι θα συμβεί τους επόμενους μήνες, τα επόμενα χρόνια. Οι εκτιμήσεις αυτές τους βοηθούσαν να χαράξουν την πορεία τους, όπως τους βοηθούσε επίσης και το σώμα τους, ο οργανισμός τους με τις φυσικές του ιδιότητες. Τα μάτια, τα χέρια, κάθε όργανο, είχαν τη δυνατότητα να προσαρμοστούν αυτομάτως σε πολλά απρόοπτα. Οταν έρχεται μια δυνατή ριπή ανέμου, τα βλέφαρα κατεβαίνουν και το μάτι μισοκλείνει αμέσως για να εμποδίσει να μπουν η σκόνη και τα σκουπιδάκια. Για πολύ μεγάλο διάστημα το απρόβλεπτο αντιμετωπιζόταν με τα ανακλαστικά των ανθρώπων, με τους θεσμούς τους, με τους νόμους και τα συμβόλαια. Ωσπου αυτή η περίοδος της φυσικής προσαρμοστικότητας έληξε βίαια. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η Δύση δεν έκανε άλλο παρά να παράγει, χωρίς να συνειδητοποιεί, αυτό που θα την εξέπληττε κάποτε δυσάρεστα. Κατασκευάζονταν αντικείμενα και μηχανήματα προορισμένα να εντυπωσιάσουν, να συνεπάρουν, να αιχμαλωτίσουν, να ανατρέψουν συνήθειες, να καταργήσουν κεκτημένους ρυθμούς, να δείξουν με δυο λόγια στον άνθρωπο-δημιουργό τους ότι είναι αντίγραφα της πιο εκπληκτικής, της πιο αστάθμητης πλευράς του πνεύματός του. Το αυτοκίνητο έπρεπε να τρέχει γρηγορότερα, όπως και οι σκέψεις, οι εικόνες στις οθόνες να εναλλάσσονται απότομα, όπως οι εντυπώσεις, οι πόρτες ν’ ανοίγουν μόνες τους και χωρίς θόρυβο, όπως σε κάποια όνειρα. Μπροστά στα κατορθώματά του ο κατασκευαστής έμενε άναυδος. Η δική του αστάθεια, η δική του μεταβλητότητα, όλα τα καπρίτσια της διάνοιας και της φαντασίας του είχαν μεταφερθεί στα αντικείμενα που επρόκειτο να χρησιμοποιήσει. Μοιραία τα δημιουργήματά του θα τον αιφνιδίαζαν. Γιατί το πνεύμα μας μαζί με το εκπληκτικό περιέχει και το παράλογο, και θα ’πρεπε να ήμασταν έτοιμοι, αφού το αποφασίσαμε, να αποδεχθούμε ακόμη κι αυτό: να μην καταλαβαίνουμε καλά το πώς αντί του άλφα είναι ενδεχόμενο να προκύψει το βήτα.
Η κρίση είναι μια τέτοια κολοσσιαία διάψευση. Την προετοίμασε μέσα στον πολιτισμό μας η αντικατάσταση της πρόνοιας από την καινοτομία που έγινε αυτοσκοπός και που κατέληξε να προκαλεί περισσότερες νευρικές εντάσεις παρά περιέργειες. Το θελήσαμε όμως να μείνουμε εμβρόντητοι. Το ζητήσαμε να μαγευτούμε από το ανεξέλεγκτο. Λόγω της ανίας της η Δύση -αφού πλέον είχε ξεφύγει από τα βάσανα- νόμιζε ότι θα διασκέδαζε με το να παίξει ακόμη ένα παιγνίδι, με το άυλο χρήμα αυτή τη φορά. Το άυλο την ξεγέλασε. Αλλά όταν παίζει κανείς με τα άυλα, είναι σαν να παίζει με τα φαντάσματα. Και δεν δικαιούται τότε να λέει ότι τον παραπλάνησαν τα φαντάσματα, γιατί τα τελευταία είναι για να κάνουν αυτό ακριβώς.
Προς τι λοιπόν το παράπονο; Ο κόσμος μας επεθύμησε το καινούργιο υπό τον όρο ότι δεν θα περιείχε το απρόβλεπτο. Ηταν παράλογο αυτό, και κάτι χειρότερο: αφύσικο. Ετσι το πλήγμα ήρθε αναπόφευκτα. Πρέπει να το σκεφτούμε ξανά αυτό, πρέπει να χωνέψουμε την αποτυχία μας. Προβάλλει μήπως το αίτημα ενός νέου φαταλισμού; Οχι αναγκαστικά. Σε κάποιους ίσως ριζώσει, πράγματι, ένα αίσθημα ταπεινωμένης υποταγής σε όσα γίνονται ερήμην τους. Για κάποιους άλλους όμως μπορεί να έχει ακόμη ένα νόημα να επαναπροσανατολιστούν χωρίς αυταπάτες. «Το πεπρωμένο οδηγεί όποιον βούλεται, και όποιον δεν βούλεται, τον σέρνει», είχε πει ο υπομονετικός Σενέκας.
Ας αρνηθούμε λοιπόν να συρθούμε από τα πράγματα κι ας προσπαθήσουμε να πορευτούμε μέσα σ’ αυτό που μοιάζει να συντελείται τυχαία, από τους ανταγωνισμούς, την τρέλα του κέρδους, τη μανία της εξουσίας, την παγκόσμια ανικανότητα για σύναψη συμφωνιών. Η μόνη θεραπεία για το απρόβλεπτο είναι η τήρηση των υποσχέσεων. Κι αυτή η υποχρέωση καταργήθηκε διεθνώς, γελοιοποιήθηκε. Δεν μένει άλλο, επομένως, εκτός από το να συμφιλιωθούμε με την ιδέα ότι υπάρχει το εντελώς αναπάντεχο. Το περιέχουν τα πράγματα και οι καταστάσεις, το φέρει όμως και ο ίδιος ο άνθρωπος. Κάθε φορά που γεννιέται ένα ανθρώπινο πλάσμα, έρχεται στον κόσμο και η δυνατότητα να συμβεί το οτιδήποτε. Η γέννηση είναι ένα μοναδικό συμβάν κι ανάλογα μοναδική μπορεί να είναι και η δράση καθενός. Μπορούμε να ξαναγεννήσουμε τον εαυτό μας, να ξαναγίνουμε δραστήριοι είτε από απελπισία είτε από πείσμα είτε επειδή νιώθουμε πως αυτό είναι το μόνο γόητρο για έναν θνητό. Εύχομαι να ισχύσει το τελευταίο.
* Ο κ. Βασίλης Καραποστόλης είναι καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

7 Ocak 2015 Çarşamba

φονταμενταλισμοί του συναισθήματος και του ρεαλισμού

Η ΚΡΊΣΗ προκάλεσε πολλές καραμπόλες : και συγκλίσεις αλλά και νέες αποκλίσεις .. κιαν κάποτε ο ρομαντισμός και η φαντασία συμπλήρωνε τον πολιτικό ορθολογισμό σήμερα έχουμε φτάσει σε λογής λογής φονταμενταλισμούς: από την μια σε έναν φονταμενταλισμό του συναισθήματος και της άρνησης που αρνείται κάθε ρεαλισμό ως περίπου ..προδοσία ./.από την άλλη έναν φονταμενταλισμό του ..ρεαλισμού ,που δεν είναι ρεαλιστικός αλλά επικαλείται τον ρεαλισμό ως Ξόρκι.
θέλω να πω: το να επικαλείσαι το συναίσθημα δεν σημαίνει ότι είσαι και ...συναισθηματικός , το να ορκίζεσαι στην επανάσταση δεν σημαίνει ότι είσαι και ...επαναστάτης όπως ακριβώς και το να κτυπάς με μανία το στήθος σου εν ονόματι του ρεαλισμού δε σημαίνει ότι είσαι ... ρεαλιστής
φαντασιώσεις είναι που σκηνοθετούν το πραγματικό...

3 Ocak 2015 Cumartesi

Richard Sennet, Η κουλτούρα του νέου καπιταλισμού ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ(ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΤΟΜΟ"

Richard Sennet, Η κουλτούρα του νέου καπιταλισμού

b139740
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου:
Ποιοι είναι οι μετασχηματισμοί του πρώιμου βιομηχανικού καπιταλισμού που οδήγησαν σε εκείνον που συναντάμε σήμερα στη διεθνοποιημένη του μορφή; Ποιες είναι οι συνέπειες αυτού του πυρετωδώς ευμετάβλητου καπιταλισμού που αγκαλιάζει πλέον ολόκληρο τον πλανήτη και επηρεάζει την καθημερινότητά μας; Με άλλα λόγια, ποια είναι “η κουλτούρα του νέου καπιταλισμού;”
Ο Σένετ, με το γνωστό ευρηματικό και διεισδυτικό τρόπο του, επικεντρώνει στο ζήτημα αυτό και εξετάζει τις αλλαγές στην εργασιακή οργάνωση και ηθική, τις νέες πεποιθήσεις και αξίες που αποδίδονται στο ταλέντο, στη δεξιοτεχνία, στην αποδοτικότητα. Οι νέες αυτές πεποιθήσεις εκβάλλουν σε μια νέα κουλτούρα που εγκαθιστά “το φάντασμα της αχρηστίας” τόσο ανάμεσα στα στελέχη όσο και στους απλούς εργαζομένους και υπαλλήλους. Μια κουλτούρα στην οποία το όριο μεταξύ κατανάλωσης και πολιτικής εξαλείφεται. [...]
Μικρό απόσπασμα (συνίσταται η ανάγνωση ολοκλήρου του βιβλίου):
Τρεις δυνάμεις διαμορφώνουν το φάσμα της αχρηστίας ως σύγχρονη απειλή: η παγκόσμια προσφορά εργασίας, ο αυτοματισμός και η διαχείριση του γήρατος. Η καθεμιά από αυτές τις δυνάμεις δεν είναι ακριβώς αυτό που φαίνεται εκ πρώτης όψεως.
Όταν ο τύπος δημοσιεύει ιστορίες τρόμου για την παγκόσμια προσφορά εργασίας, που αφαιρεί θέσεις απασχόλησης από τις πλούσιες περιοχές και τις μεταφέρει στις φτωχές, η ιστορία παρουσιάζεται συνήθως ως “ανταγωνισμός προς τα κάτω” μόνο όσον αφορά τους μισθούς. Ο καπιταλισμός υποτίθεται ότι αναζητά εργατικό δυναμικό οπουδήποτε το εργατικό δυναμικό είναι φθηνότερο. Αυτή είναι η μισή αλήθεια. Η άλλη μισή είναι ότι συντελείται επίσης ένα είδος πολιτισμικής επιλογής, μέσω της οποίας θέσεις απασχόλησης “εγκαταλείπουν” τις χώρες με υψηλούς μισθούς, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Γερμανία και “μεταναστεύουν” σε οικονομίες με χαμηλούς μισθούς και ειδικευμένους εργαζομένους οι οποίοι διαθέτουν μερικές φορές περισσότερα από τα απαιτούμενα προσόντα.[...]

18 Aralık 2014 Perşembe

ειμαστε οχλος σε τρελο λεωφορειο

ειμαστε οχλος σε τρελο λεωφορειο
σαν τους αμνους οταν τους πανε στο σφαγείο
παγιδευμένοι μες το δασος με τις Λέξεις
ουτε τα ονειρα πια δεν μπορεις να αντεξεις .
μες τον χειμωνα αυτον που δερνετ’ απο το κρυο
ειμαστε μόνοι σα σφαχταρια στο ψυγειο


στην ερημιά αυτου του Μιζερου αιώνα
ειμαστε μόνοι σαν κογιοτ στη Αριζονα
ειμαστε μες τη Στέπα αυτη οι Λύκοι
και αλυχτουμε περιμένοντας τη Νίκη
….
Ομως
τς Νυχτες μόνοι μες τη Μονάξιά μας
κουρνιαζουμε μεσα στα εντος τα σωθικά μας
ειμαστε μονοι μες τη Στεπα ειμαστε Λύκοι
σ’αυτή τη λιγοστη ζωή που μας
ανήκει ..
………………………
κιοταν θαρθεί η πολυποθητη η Νικη
σαυτή τη λιγοστη ζωή που μας ανήκει
θαμαστε ακομα μόνοι μες την Αριζόνα
απομεινάρια αυτού του μιζερου αιώνα

5 Aralık 2014 Cuma

περι της κουλτορας της ατακας , καθρεφτη καθρεφτακη μου καιλοιπά και λοιπά ( απο σχόλιο μου

δυστυχώς στην Ελλάς τα τελευταια χρόνια εχουμε συνηθισει στην
Κουλτουρα της Ατακας ..
Ικανοποιει το ναρκισσισμό μας ,και την ματαιοδοξια
‘ειμαι και ο πρωτος ” τον εσκισα” κλπ ..
Φυσικά τοτε κανεις δεν καταλαβε οτι αυτο μας αφορά ολους ..Ολοι νομιζαν οτι αφορα........τον αλλο .
Απο τοτε περασαν χρονια  , ηρθανε τα πάνω κατω , κοντευουμε να γινουμε Σομαλία
αλλά η Κουλτουρα της ατακας Παντα η ιδια .
Γιατι κανενας δεν κοιτα στον δικο του καθρεφτη .. παντα ζηταμε απο τον αλλο να κοιταχτει .
.

ενα μου σχολιο για το ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ, την .επανασταση , την Ελλάδα ως ..αδυναμο κρικο του παγκοσμιου καπιταλισμου και την προπαγανδα περι .... αναγκης επιστροφής στη δραχμή .



θα ήθελα πριν προχωρήσω στους συλλογισμούς μου να δώσω μερικές απαραίτητες διευκρινίσεις περί του τι εννοούσα πριν κάποιους μήνες λέγοντας -σε κάποιους ..γνωστούς- )

ότι το Λακάνικο Πραγματικό Δεν μπορεί να συμβoλοποιηθει , να δηλωθεί, κλπ καθόλου ..
Εννοούσα απλώς ότι κανείς δεν μπορεί να πει κάτι για το ανείπωτο .
Παράδειγμα ανείπωτου : η βεβαιότητα του Δικού μας θανάτου. 
Μπορούμε να μιλάμε για το θάνατο των άλλων , τους λαούς που εξαφανίστηκαν , τους φίλους και γνωστούς μαςπουπεθαναν .
Αν όμως δοκιμάσουμε να σκεφτούμε με λέξεις η να φαντασιώσουμε με ..εικόνες τον δικό μας θάνατο έκπληκτοι θα αντιληφθούμε πως δεν μπορούμε να κάνουμε ούτε το ένα ούτε το άλλο με ..κάποια  ακριβολογία ..
Θα το ντύσουμε με λέξεις βέβαια ,θα προσπαθήσουμε να το φαντασιώσουμε με εικόνες μιας ωραίας κηδείας, να γράψουμε κανα ποιηματάκι , η να σκηνοθετήσουμε την αυτοκτονία( το υπέρτατο ξόρκι του θανάτου) αλλά τον ίδιο τον θάνατο ημών των ιδίων ,δεν.
Μπορούμε βέβαια να τον αισθητικοποιησουμε , όπως οι φασίστες του μεσοπολέμου ,οι πιλότοι που κραύγαζαν ”viva la morte” , αλλά κι αυτό είναι ένα ξόρκι , και αφορά τον θάνατο των άλλων η και του εαυτού ως εικόνας – ως πορτραίτο του θανάτου ενός (φαντασιακά)άλλου , όπως στο πορτραίτο του Ντοριαν Γκρέυ .
Η στιγμή του θανάτου μας είναι το κατεξοχήν ανείπωτο , αδήλωτο , .
Είναι το Πραγματικό.(έχει γράψει ένα υπέροχο διήγημα ο Μπλανσόσχετικά …μια ”ανάμνηση του δικού του θανάτου).
Τώρα ..Γιατί το λέω αυτό και τι σχέση έχει;
ε σκεφτείτε ότι η πολυπόθητη για κάποιους στάση πληρωμών και η ..επιστροφή στη δραχμή ενέχει μια διάσταση ..Πραγματικού.
Δηλαδή , μπορεί να λέμε ένα σωρό ωραίες κουβέντες γι αυτήν , να καλούμε   διαφόρους να μας εξηγούν ότι δεν θα συμβεί και τίποτε σπουδαίο και μη φοβάστε ,αλλά αυτά είναι ξόρκια .. Κάνεις δεν ξέρει και δεν μπορεί να πει : Δεν υπάρχει προηγούμενο για μας . Μπορεί να λέμε για την ..Αργεντινή αλλά -πέραν των τεράστιων διαφόρων – η Αργεντινή είναι άλλου ,
κάνεις δεν ξέρει και δεν μπορεί να φανταστεί ..
Σήμερα εκ των πραγμάτων η μικρή Ελλάς έχει την τιμή να είναι ο αδύνατος κρίκος της παγκόσμιας καπιταλιστικής αλυσίδας όπως η Ρωσία το 17.. Όσοι όμως τρίβουν τα χεριά τους θα πρέπει να θυμηθούν ότι
α) η Ρωσία ήταν Τεραστία και η Ελλάς μικρούλα
β) ότι το 17 η Ρωσία ζούσε έναν τρομερό πόλεμο με εκατομμύρια νεκρούς ,
γ) ότι η επανάσταση είχε μετά  το 17 επικρατήσει σε ένα μικρό τμήμα της και επικρατούσε εμφύλιος και ξένες επεμβάσεις, 
δ)ότι ο πληθυσμός πεινούσε κυριολεκτικά
ε) ότι οι τότε επαναστάτες τύπου  Λένιν ήταν απείρως σκληροτραχηλοτερο από τους τώρα ..επαναστάτες
ε) ότι ο τότε παγκόσμιος καπιταλισμός ήταν απείρως λιγότερο ..παγκόσμιος τότε ( σε μακρό και μικρό οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο ) από τον σημερινό
και μερικές χιλιάδες ακόμα..μικροδιαφορές..
————
αν λοιπόν οι τωρινοί επαναστάτες αισθάνονται έτοιμοι για την ..θαυμάσια ευκαιρία .. να ανατρέψουν όχι μόνο τον ελληνικό αλλά και τον παγκόσμιο καπιταλισμό με μια κίνηση ας τον ……ανατρέψουν ..
Όχι όμως για να πάνε απλώς την Ελλάδα στην ..δραχμή, γα να ..προσέλκυσαν ..επενδύσεις.
Όσο το ενδεχόμενο φαίνεται μακρινό ,,μπορούμε να λέμε τέτοια ,χάριν παιδιάς
.. Όσο όμως το ενδεχόμενο μπορεί να γίνει και Πραγματικό(πλησιάζει στο να γίνει) ας θυμόμαστε ότι δεν μπορεί να ..δηλωθεί , να συμβολοποιηθει ,να κλειστεί σε ένα κλουβί από λέξεις .

29 Kasım 2014 Cumartesi

αναδημοσιευω το παρακάτω κειμενο που ειδα στου Lenin Reloaded οχι γιατι συμφωνω η διαφωνώ αλλά γιατι νομίζω οτι ειναι ερέθισμα για μια συζητηση :Κριτική στην «αντιμνημονιακή» ρητορεία περί αντισυνταγματικότητας

Κριτική στην «αντιμνημονιακή» ρητορεία περί αντισυνταγματικότητας

 

Κριτική στην «αντιμνημονιακή» ρητορεία περί αντισυνταγματικότητας

Εισαγωγικό σημείωμα:

Ακολουθεί άρθρο που έστειλε στο ιστολόγιο ο αναγνώστης "Πετροπόλεμος". Το δημοσιεύω ως αξιόλογο και διεισδυτικό σε ορισμένα θεμελιακά σημεία, διατυπώνοντας όμως τις ρητές αντιρρήσεις μου για την διαφαινόμενη σύμφυρση Μπένγιαμιν, Σμιτ και Αγκάμπεν, παρά τις ρητές ιδεολογικοπολιτικές διαφορές ανάμεσα στη δικαιϊκή αντίληψη του πρώτου και του δεύτερου (σύμφυρση για την οποία, κατά τη δική μου γνώμη έχει σοβαρές ευθύνες ο τρίτος). Ας πούμε απλώς ότι ο Σμιτ δεν "διαμαρτύρεται" ποτέ ενάντια στην "κατάσταση εξαίρεσης", ούτε γράφει για να την κριτικάρει, αλλά αντίθετα, για να την καταστήσει συνώνυμη μιας ντεσιζιονιστικής θεωρίας της κυριαρχίας της οποίας είναι ο ίδιος ιδεολογικός φορέας και εκπρόσωπος, και η οποία, αν δεν ήταν εξ αρχής προορισμένη για να νομιμοποιήσει το φασιστικό κράτος, το έκανε αμέσως άμα τη ιστορική εμφανίσει του. Τόσο η νεανική "Κριτική της βίας" του Μπένγιαμιν, όσο και η αναφορά του σε μια "πραγματική κατάσταση εξαίρεσης" που θα βάλει τέλος στην μετατροπή της φασιστικής εξαίρεσης σε νόρμα, απ' την άλλη, είναι σαφέστατα απόπειρες μιας εκ των ένδον αποδόμησης της νομικοπολιτικής θεωρίας του Σμιτ, ή, το λιγότερο, μιας ρητά αντικρατικιστικής εκδοχής της (και ο Σμιτ είναι πάνω από όλα κρατικιστής). 

Κι επειδή είχα κάνει σε σχόλιο μια αναφορά στην ανάγκη διασαφήνισης ενός όρου που έχει γίνει του συρμού στην Ελλάδα, του όρου "πολιτική θεολογία": Η έννοια ως τέτοια είναι καθαρά συντηρητική πολιτικά και είναι εντελώς ανάρμοστο να χρησιμοποιείται για να περιγράψει οποιοδήποτε έργο πραγματεύεται την πολιτική ενώ περιέχει επίσης αναφορές στη θεολογία, ή που πραγματεύεται τη θεολογία πολιτικά. Ένα έργο για την πολιτική θεολογία είναι ένα έργο για την θεολογική νομιμοποίηση της πολιτικής εξουσίας: μπορεί να είναι κριτικό για αυτή την τάση, όπως είναι ο ακόμα έντονα φοϊερμπαχιανός Μαρξ σε ό,τι αφορά την πολιτική θεολογία της Φιλοσοφίας του Δικαίου του Χέγκελ, ή όπως είναι ο Μπένγιαμιν της "Κριτικής της βίας", έργου κάθε άλλο παρά προσανατολισμένου στην σύνδεση της πολιτικής νομιμότητας με το θείο. Μπορεί, απ' την άλλη, να μην είναι καθόλου κριτικό για αυτή την τάση, και άρα να είναι ουσιαστικά το ίδιο μετουσίωση της πολιτικής θεολογίας που πραγματεύεται, όπως ξεκάθαρα είναι το έργο του ακροδεξιού Καθολικού Καρλ Σμιτ της Πολιτικής Θεολογίας (1922), ή όπως πιθανώς να ήταν αυτό του ούλτρα εθνικιστή, αντικομμουνιστή και αυταρχικού συντηρητικού Ερνστ Καντόροβιτς, συγγραφέα του Τα δύο σώματα του βασιλιά. Ένα δοκίμιο για την μεσαιωνική πολιτική θεολογία (1957): ο όρος ως τέτοιος έχει μια τάση να απαντάται σε συντηρητικούς πολιτικά συγγραφείς. Η μπορεί να μην είναι καν έργο πολιτικής θεολογίας, όπως είναι το Άγιος Παύλος του Μπαντιού, που είναι ουσιαστικά μια φιλοσοφική αλληγορία για την πολιτική στράτευση υπό τον μανδύα της βιογραφίας μιας θρησκευτικής φιγούρας, δεν έχει δηλαδή καν σχέση με την έννοια της θεολογικής νομιμοποίησης της πολιτικής εξουσίας. 
LR
--------------------
Κριτική στην «αντιμνημονιακή» ρητορεία περί αντισυνταγματικότητας

Από την πρώτη στιγμή, κατά την οποία η καπιταλιστική κρίση «θεσμικοποιήθηκε» με την ένταξη της Ελλάδος στο μηχανισμό στήριξης και την υπογραφή των δανειακών συμβάσεων, αναπτύχθηκε εκ μέρους των φορέων της σοσιαλδημοκρατικής και ρεφορμιστικής αντίληψης μία ρητορεία περί αντισυνταγματικότητας των νομοθετημάτων, τα οποία θεσπίσθηκαν κατ’ αυτήν την διαδικασία. Το βασικό επιχείρημα αυτής της αντίληψης έχει να κάνει με την προβολή της αντίθεσης των μέτρων στο γράμμα και το πνεύμα του Συντάγματος.

Από νομικοδογματική άποψη, δηλαδή κρινόμενη αυτή η ρητορεία υπό τα κριτήρια της επίσημης/ακαδημαϊκής επιστήμης του δικαίου και συνταγματικής θεωρίας, το παραπάνω επιχείρημα ερείδεται επί μίας διασταλτικής και τελολογικής ερμηνείας συγκεκριμένων άρθρων του Συντάγματος, τα οποία σύμφωνα πάλι με την ακαδημαϊκή νομική επιστήμη, κατοχυρώνουν αυτό που αποκαλείται «κοινωνικό κράτους δικαίου» (με κορυφαίο το άρθρο 25 Συντάγματος). Στην ρητορεία αυτή, πέρα από πολιτικές δυνάμεις και «προσωπικότητες», σχεδόν από την πρώτη στιγμή προσχώρησαν και φορείς της θεσμικής/επίσημης νομικής σκέψης, όπως είναι διακεκριμένοι ακαδημαϊκοί συνταγματολόγοι (ενδεικτικά αναφέρονται: Κατρούγκαλος, Δημητρόπουλος, Χρυσόγονος κα) και οι Δικηγορικοί Σύλλογοι με προεξάρχων αυτόν της Αθήνας. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι κατά τη συνεδρίαση στην Βουλή της 12/2 ο εκπρόσωπος του Συριζα (Π. Λαφαζάνης), προκειμένου να τεκμηριώσει νομικά την ένσταση αντισυνταγματικότητας, την οποία υπέβαλε, κατέθεσε στα πρακτικά κοινή δήλωση των παραπάνω συνταγματολόγων. Συγχρόνως εντός της κοινότητας των νομικών έχει διαμορφωθεί μια ρητορική σύμφωνα με την οποία τα Μνημόνια και οι σχετιζόμενοι με αυτά νόμοι, συγκροτούν ένα «Παρασύνταγμα». Σημειώνουμε ότι η έννοια του «Παρασυντάγματος» είναι φορτισμένη πολιτικά και ιστορικά, καθ’ όσον την εισήγαγε ο συνταγματολόγος Αλιβιζάτος, προκειμένου να περιγράψει τα νομοθετήματα και τις συντακτικές πράξεις «έκτακτης ανάγκης» και «κατάστασης εξαίρεσης», τα οποία θεσπίσθηκαν επί εμφυλίου πολέμου και συνέχισαν να εφαρμόζονται ακόμα και μετά την ψήφιση του Συντάγματος του 1956, εξ ου και όρος «Παρασύνταγμα», ο οποίος δηλώνει ένα κατά κάποιο τρόπο σκιώδες Σύνταγμα, το οποίο υπάρχει (στην σκέψη του Αλιβιζάτου) αντιπαραθετικά και υπονομευτικά απέναντι στο λεγόμενο τυπικό Σύνταγμα, το οποίο προέρχεται από την «λαϊκή και εθνική κυριαρχία».

Αν θέλαμε να εμβαθύνουμε περισσότερο σε αυτή τη σκέψη, θα λέγαμε ότι οι φορείς της διακρίνουν μία «κατάσταση έκτακτης ανάγκης», η οποία οδηγεί επί της ουσίας σε αναστολή του τυπικού Συντάγματος. Και από εδώ αρχίζει και η αμιγώς πολιτική ρητορεία περί «εκτροπής», «κοινοβουλευτικών πραξικοπημάτων», «μεταμοντέρνας δικτατορίας» κλπ.

Βασική μας θέση, την οποία τεκμηριώνουμε παρακάτω, είναι ότι η παραπάνω ρητορική πάσχει πρώτα απ’ όλα πολιτικά, αλλά και από νομική άποψη.

Μία από τις κορυφαίες σχολές νομικής και δικαιικής σκέψης στον 20ο αιώνα, την οποία θεμελίωσε ο γερμανός νομικός Carl Schmitt, με τις παραδοχές της οποίας συνδιαλέχθη ο Walter Benjamin, αλλά και ο Kafka και την οποία εμπλουτίζει μετασχηματίζοντάς την στις μέρες μας ο ιταλός Giorgio Agamben, καθιστά ως κομβική έννοια για την κατανόηση και την κριτική του δικαίου ως ιστορικού «φαινομένου», την έννοια της κατάστασης εξαίρεσης. Δεν θα αναφερθούμε αναλυτικά στην έννοια και σε τι κοινωνικά και δικαιικά φαινόμενα και θεσμούς, αυτή ενσωματώνει- εξ άλλου υπάρχουν στα ελληνικά διαθέσιμες μεταφράσεις των σχετικών έργων των παραπάνω στοχαστών. Θα αρκεσθούμε όμως να πούμε κάπως κωδικά και σχεδόν συνθηματολογικά, ότι η «κατάσταση εξαίρεσης» είναι εκείνη η απόφαση ενός συστήματος ταξικοπολιτικής Κυριαρχιας, σύμφωνα με την οποία, μέσω της αναστολής του δικαίου, ο άνθρωπος και η ζωή του εν τέλει αφήνονται παντελώς έκθετοι απέναντι στο δίκαιο και την βιο-πολιτική. Ο Βenjamin, όπως και ο Agamben διαπιστώνουν ότι η κατάσταση εξαίρεσης σε συνθήκες καπιταλισμού τείνει να γίνει ο κανόνας, τείνει εν ολίγοις να καταστεί μια σταθερή τεχνική διακυβέρνησης (governance) εκ μέρους της αστικής εξουσίας. Γι’ αυτό εξάλλου, όπως παρατήρησε κι ο Schmitt, ο αστικός συνταγματισμός προστρέχει να «συνταγματοποιήσει» και να θεσμικοποιήσει την κατάσταση εξαίρεσης, δηλαδή να καταστήσει δίκαιο την ίδια την αναστολή του δικαίου. Τρανό παράδειγμα συνταγματοποίσης της «κατάστασης εξαίρεσης» ήταν το άρθρο του Συντάγματος της Βαϊμάρης. Στο δικό μας σύνταγμα το νομικό ανάλογο είναι το άρθρο το οποίο θεσπίζει την δυνατότητα κήρυξης κατάστασης πολέμου και πολιορκίας.

Έχουμε στην Ελλάδα σήμερα ενεργοποίηση μίας τέτοιας κατάστασης; Η απάντησή μας είναι όχι. Και αυτό προκύπτει πρώτα απ’ όλα εμπειρικά, αλλά και νομικά.

Δεν έχουμε στην Ελλάδα ένα νομικό φαινόμενο αναστολής δικαίου, το οποίο παράγει με αυτοτελή τρόπο βιοπολιτική. Αυτό το είχαμε πχ στην Δημοκρατία της Βαϊμάρης, το είχαμε στο Νταχάου και στην Μακρόνησο, το είχαμε στις ΗΠΑ μετά τις 11/11/2001, το έχουμε στο Γκουαντάναμο και το Αμπού Γκράιμ-αλλά όχι εδώ. Το δίκαιο και η δικαιοσύνη στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή, δεν αναστέλλονται, εμβαπτίζονται σε συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης, δηλαδή προσπαθούν να εγκολπώσουν μέσα στον ταξικό τους χαρακτήρα τους μετασχηματισμούς της κοινωνικής ζωής και των κοινωνικών σχέσων, τις οποίες διαμορφώνει η καπιταλιστική κρίση. Με βάση τα παραπάνω είμαστε αναγκασμένοι να δηλώσουμε ότι σήμερα δεν έχουμε στην Ελλάδα την εκδίπλωση ενός νομικού φαινομένου, το οποίο λαμβάνει τα χαρακτηριστικά μιας «κατάστασης εξαίρεσης», ούτως ώστε αυτή η έννοια να καταστεί συνισταμένη της κριτικής μας στα Μνημόνια κλπ.

Συνεπώς εγείρεται το ερώτημα του αν ο Βενιζέλος είχε δίκιο όταν στην συνεδρίαση της Βουλής της 12/2, αντικρούοντας την κοινή δήλωση των συνταγματολόγων περί αντισυνταγματικότητας, είπε ότι αυτή η δήλωση αποτελεί πολιτική τοποθέτηση και όχι συστηματική-νομικοδογματική ανάλυση και κριτική, η οποία να τεκμηριώνει αντισυνταγματικότητα. Από την άποψη του αστικού συνταγματισμού και της ακαδημαϊκής επιστήμης, ο Βενιζέλος είχε δίκιο. Και πάνω σε αυτό έρχεται να δέσει η σχετική τοποθέτηση του εκπροσώπου του ΚΚΕ (Θ. Παφίλης), ο οποίος είπε ότι «την όλη κουβέντα για την αντισυνταγματικότητα θα πρέπει να την παρακολουθήσουν οι εργαζόμενοι, για να καταλάβουν τι είναι το Σύνταγμα και η ερμηνεία του».

Αν προεκτείνουμε την τοποθέτηση του Παφίλη στη σφαίρα της επιστήμης του δικαίου, τότε θα πρέπει να πούμε, ότι ο Παφίλης διαπίστωσε ότι η ερμηνεία του Συντάγματος και συνεπακόλουθα και το ίδιο το Σύνταγμα δεν αποτυπώνει πρωτίστως ένα ταξικοπολιτικό συσχετισμό, αλλά μία ταξικοπολιτική Κυριαρχία, συνεπώς η ερμηνεία, η οποία αναπτύσσεται εντός των ορίων του Συντάγματος (είτε γίνεται από τη σκοπιά του «μνημονίου» είτε του «αντιμνημονίου») κινείται μέσα στα όρια της δοσμένης ταξικοπολιτικής Κυριαρχίας, την οποία το Σύνταγμα όχι απλά αποτυπώνει, αλλά την καθιστά Κράτος.

Από αυτό ακριβώς το σημείο θα πρέπει να ξεκινήσει η κριτική μας, από τη σχέση δηλαδή αστικού Συντάγματος και αστικού Κράτους. Αυτοί, οι οποίοι αντιλαμβάνονται το Σύνταγμα ως ένα ερμητικό κειμενικό σύστημα, το οποίο επιδέχεται ερμηνειών είτε προς όφελος της μίας είτε της άλλης τάξης, σιωπηρά συναινούν στο ότι το Κράτος δεν είναι κυριαρχική σχέση της μιας τάξης απέναντι στην άλλη, αλλά (στην πιο αριστερόστροφη εκδοχή), είτε προϊόν συσχετισμού, είτε ακόμα μία ηγεμονική συνθήκη.

Συνεπώς θα πρέπει να πούμε ότι αυτό που χρειαζόμαστε δεν είναι μια κριτική της (δήθεν) αντισυνταγματικότητας των Μνημονίων, αλλά κριτική στο ίδιο το αστικό Σύνταγμα, όχι απλά ως κειμενικό σύστημα πρωτευόντων κανόνων δικαίου, αλλά ως του πρωτεύοντος (σύμφωνα με τον Hans Kelsen) κανόνα δικαίου, ο οποίος θεσμοποιεί την ταξικοπολιτική Κυριαρχία για να την καταστήσει Κράτος (σύμφωνα με τον Λένιν).

Επίσης (κι αυτό αφορά την αλτουσεριανή αντίληψη και την δεξιά ανάγνωση πάνω στον Γκράμσι) το Σύνταγμα δεν είναι πρώτα απ’ όλα οργανικό στοιχείο ηγεμονίας ή ακόμα ένας ΙΜΚ. Δεν είναι δηλαδή μια σχέση, η οποία είτε συνδέει είτε αντιδιαστέλει το Κράτος απέναντι στην κοινωνία ή το εκάστοτε κόμμα απέναντι στην εκάστοτε τάξη. Αντιθέτως είναι η θεσμοποίηση της σχέσης εκείνης, σύμφωνα με την οποία η κυρίαρχη τάξη αναγορεύει με πανηγυρικό και τελετουργικό μάλιστα τρόπο τον εαυτό της σε Κράτος, επι-κυρώνει δηλαδή μετασχηματισμούς, οι οποίοι ήδη έχουν συντελεσθεί στην σφαίρα της παραγωγής και των συγκεκριμένων κοινωνικών σχέσεων. Για να ξεφύγουμε από την θεωρία, θα θέσουμε το ακόλουθο πολιτικό δίλημμα:

Επιθυμούμε την νεκρανάσταση της σοσιολδημοκρατικής/φορντικής ερμηνείας του αστικού Συντάγματος και την αναπαράσταση του αστικού Κράτους ως «ρύθμιση», η οποία ενσωματώνει στις λειτουργίες του Κράτους τον ταξικό ανταγωνισμό και προκρίνει τον λεγόμενο «ρεφορμισμό των εισοδημάτων» (όπως εισηγήθηκε ο Keynes), ή μία κομμουνιστική κριτική στο αστικό Σύνταγμα και στη μορφή Κράτος; Η ίδια η προλεταριακή εργασία ως ελεύθερη, ανέλεγκτη και δημιουργική δύναμη, ως ζωντανή μορφοπλαστική φωτιά έχει προ πολλού αναδείξει τα ιστορικά όρια του αστικού Κράτους και του Συντάγματός του, έχει προ πολλού αντιπαραβάλει την πρακτική της χαράς απέναντι στην μιζέρια της ακαδημαϊκής ερμηνείας.

Τελειώνουμε με το εξής:

Στα πλαίσια της «αντιμνημονιακής» συνταγματικής σκέψης προβάλλεται η ανάγκη ενεργοποίησης της συνταγματοποίσης του λεγόμενου «δικαιώματος αντίστασης», το οποίο περιέχεται παραδοσιακά στα ακροτελεύτια άρθρα των αστικών Συνταγμάτων (στην Ελλάδα στο άρθρο 120, στο προηγούμενο Σύνταγμα στο άρθρο 114). Πρόκειται κατά τη γνώμη μας για μία ρητορεία, η οποία χρειάζεται με την σειρά της κριτική. Και τούτο διότι οι αριστεροί εμπνευστές αυτής της άποψης προφανώς δεν έχουν αναλογισθεί ότι η αναστολή του δικαίου, το οποίο αυτοί τόσο υποστηρίζουν θα γίνει –αν είναι να γίνει- με επίκληση σε αυτό το άρθρο, του οποίου αποζητούν την ενεργοποίηση. Είναι μια ρητορεία, η οποία κουβαλάει νερό στο μύλο της ύπουλης και επικίνδυνης αστικής προπαγάνδας περί «συνταγματικού τόξου», είναι μια ρητορεία, η οποία με έναν αντεστραμμένο τρόπο νομιμοποιεί την ενδεχόμενη άρση των νομικών εγγυήσεων στο πεδίο των κεκτημένων λαϊκών ελευθεριών. Πέρα όμως από αυτό τίθεται και ένα ευρύτερο ζήτημα:

Θα πρέπει να σταματήσει ο «αριστερός» νομικός να επιδιώκει να ενσωματώνει την ταξική πάλη στα πλαίσια της φαινομενολογίας της αστικής νομιμότητας και της έννομης τάξης. Δεν εννοούμε ότι θα πρέπει να καλέσει πχ σε ένοπλη επαναστατική πάλη κλπ ή σε τυπικά έκνομες δραστηριότητες-αυτό θα το κρίνει η εργατική τάξη και ο πολιτικός της φορέας, αλλά ότι θα πρέπει να αρχίσει να κάνει λόγο για την διαδικασία εκείνη, σύμφωνα με την οποία η ταξική πάλη δημιουργεί τέτοιες σχέσεις, πάνω στις οποίες το καπιταλιστικό δίκαιο και η αστική εξουσία δεν έχουν πλέον καμία αρμοδιότητα…. Μια μέρα η ανθρωπότητα θα παίξει με το δίκαιο, όπως τα παιδιά παίζουν με τα άχρηστα αντικείμενα, όχι για να τους ξαναδώσουν την κανονική τους χρήση, αλλά για να τα απελευθερώσουν οριστικά από αυτήν.
----------------------------------

Υπέρ και κατά της επισφάλειαςΤης Judith Butler. /πηγη Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ/ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ

Υπέρ και κατά της επισφάλειας


Της Judith Butler. 
Στην εποχή μας, ολοένα και περισσότεροι οργανισμοί δημοσίου συμφέροντος δομούνται σύμφωνα με τις αρχές της νεοφιλελεύθερης σχολής της οικονομικής επιστήμης - συμπεριλαμβανομένων σχολείων και πανεπιστημίων καθώς και οργανισμών δημόσιων υπηρεσιών.
Σε μία εποχή που όλο και περισσότεροι άνθρωποι χάνουν τα σπίτια τους, τις συντάξεις τους και τις προοπτικές τους για εργασία, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την ιδέα ότι μερικοί πληθυσμοί θεωρούνται αναλώσιμοι. Υπάρχει η βραχυπρόθεσμη εργασία, ή μορφές ελαστικής εργασίας σύμφωνα με τις αρχές του μετα-Φορντισμού βασιζόμενες στην αναλωσιμότητα και τη δυνατότητα αντικατάστασης των εργαζόμενων πληθυσμών,  που ενισχύονται από τις κυρίαρχες νοοτροπίες για την ιατρική και κοινωνική ασφάλιση που υποστηρίζουν ότι ο ορθολογισμός της αγοράς θα πρέπει να ορίζει ποιων η υγεία και η ζωή πρέπει να προστατεύονται και ποιων όχι. Ένα ισχυρό παράδειγμα όλων αυτών παρουσιάστηκε σε μερικούς από εμάς σε εκείνη τη συνάντηση του κινήματος Tea Party όπου κάποιο μέλος υποστήριξε ότι όσοι έχουν μία σοβαρή ασθένεια και δε μπορούν να πληρώσουν ιατρική ασφάλιση θα πρέπει απλά να πεθάνουν. Μία κραυγή χαράς διαπέρασε το πλήθος, σύμφωνα με δημοσιευμένες μαρτυρίες. Εικάζομαι πως ήταν το είδος της κραυγής χαράς που συνήθως συνοδεύει την έναρξη πολεμικών εκστρατειών ή μορφές εθνικιστικής έξαρσης. Αν, όμως, αυτό συνιστούσε για κάποιους μία περίσταση χαράς, πρέπει να είναι ακριβώς λόγω της πίστης ότι εκείνοι που δεν κερδίζουν αρκετά ή έχουν μία επισφαλή θέση εργασίας δεν έχουν δικαίωμα σε ιατρική περίθαλψη, καθώς και ότι κανένας εκ των υπολοίπων δεν είμαστε υπεύθυνοι γι’ αυτούς τους ανθρώπους.
Υπό ποιες οικονομικές και πολιτικές συνθήκες αναδεικνύονται τέτοιες περιχαρείς μορφές σκληρότητας; Η ιδέα περί ευθύνης που έχει αυτό το πλήθος πρέπει να αντικρουστεί χωρίς, όπως θα διαπιστώσετε, να παραιτηθούμε από την ιδέα της πολιτικής ηθικής. Επειδή, αν καθένας από εμάς είναι υπεύθυνος μόνο για τον εαυτό του και όχι για τους άλλους, και αν αυτή η ευθύνη είναι πρώτα απ’ όλα μία ευθύνη να γίνουμε οικονομικά αυτάρκεις υπό συνθήκες που υπονομεύουν σε δομικό επίπεδο την αυτάρκεια, τότε μπορούμε να δούμε ότι αυτή η νεοφιλελεύθερη ηθική απαιτεί την αυτάρκεια ως ηθική ιδέα την ίδια στιγμή που προωθεί την καταστροφή αυτής ακριβώς της πιθανότητας σε οικονομικό επίπεδο. Εκείνοι που δεν έχουν τη δυνατότητα να πληρώνουν ιατρική ασφάλιση αποτελούν ένα μόνο τμήμα του πληθυσμού που θεωρείται αναλώσιμο. Εκείνοι που εντάσσονται στο στρατό με την υπόσχεση εργασίας και την ανάπτυξη δεξιοτήτων, στέλνονται σε εμπόλεμες ζώνες όπου δεν υπάρχει σαφές επιχειρησιακό πλάνο και όπου οι ζωές τους μπορούν να καταστραφούν, είναι επίσης αναλώσιμα τμήμα του πληθυσμού. Επαινούνται ως ζωτικής σημασίας για το έθνος τη στιγμή που οι ζωές τους θεωρούνται περιττές. Και όλοι εκείνοι που βλέπουν το διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών, που θεωρούν ότι έχουν χάσει πολλές μορφές ασφάλειας και προοπτικής, νιώθουν εγκαταλελειμμένοι από μία κυβέρνηση και μία πολιτική οικονομία η οποία σαφώς αυξάνει τον πλούτο για τους πολύ λίγους εις βάρος του γενικού πληθυσμού.
Οπότε ερχόμαστε στο δεύτερο σκέλος. Όταν άνθρωποι κατεβαίνουν μαζικά στους δρόμους, ένα είναι σαφές: υπάρχουν ακόμα, επιμένουν, συγκεντρώνονται και δείχνουν ότι η κατάστασή τους είναι κοινή. Ακόμα και όταν δεν εκφέρουν λόγο ή δεν παρουσιάζουν ένα σύνολο αιτημάτων προς διαπραγμάτευση, θεσπίζεται η έκκληση για δικαιοσύνη. Τα συγκεντρωμένα σώματα «λένε» δεν είμαστε αναλώσιμοι, ανεξάρτητα από το αν χρησιμοποιούν λέξεις την εκάστοτε στιγμή. Αυτό που λένε είναι ότι είμαστε ακόμη εδώ, επιμένουμε, απαιτούμε περισσότερη δικαιοσύνη, απελευθέρωση από την αβεβαιότητα, την πιθανότητα για μία αξιοπρεπή ζωή.
Η απαίτηση για δικαιοσύνη είναι, φυσικά, μία ισχυρή πράξη. Επίσης, κάνει κάθε ακτιβιστή να σκεφτεί το εξής φιλοσοφικό ερώτημα: τι είναι δικαιοσύνη και ποια είναι τα μέσα που μπορούν να προωθήσουν το αίτημα για δικαιοσύνη; Λένε ότι ο λόγος για τον οποίο μερικές φορές «δεν υπάρχουν αιτήματα» όταν σώματα συνευρίσκονται με τη μορφή του κινήματος Occupy Wall Street είναι ότι οποιαδήποτε λίστα αιτημάτων δεν θα ανταποκρινόταν πλήρως στο ιδανικό της δικαιοσύνης που απαιτείται. Όλοι μπορούμε να φανταστούμε δίκαιες λύσεις στο θέμα της ιατρικής περίθαλψης, της δημόσιας εκπαίδευσης, της στέγασης και της διανομής και διαθεσιμότητας τροφίμων. Με άλλα λόγια, θα μπορούσαμε να αναλύσουμε τις αδικίες και να τις παρουσιάσουμε ως σύνολο συγκεκριμένων αιτημάτων. Ίσως όμως το αίτημα για δικαιοσύνη ενυπάρχει σε κάθε ένα από αυτά τα αιτήματα και, αναγκαίως, τα ξεπερνάει. Δεν χρειάζεται να ενστερνιστούμε την πλατωνική θεωρία της δικαιοσύνης για να δούμε άλλους τρόπους με τους οποίους λειτουργεί αυτό το αίτημα. Επειδή, όταν σώματα συγκεντρώνονται για να εκφράσουν την αγανάκτησή τους και να θεσπίσουν την πληθυντική τους ύπαρξη στο δημόσιο χώρο θέτουν επίσης ευρύτερα αιτήματα. Απαιτούν αναγνώριση και εκτίμηση, εξασκούν το δικαίωμα της εμφάνισης και της άσκησης ελευθερίας, και θέτουν το αίτημα για αξιοπρεπή ζωή. Οι αξίες αυτές αποτελούν προϋπόθεση για συγκεκριμένα αιτήματα, αλλά απαιτούν επίσης μία περισσότερο θεμελιακή αναδόμηση της κοινωνικο-οικονομικής και πολιτικής μας τάξης.
Σε κάποια οικονομική και πολιτική θεωρία ακούμε περί πληθυσμών οι οποίοι υπόκεινται σε αυτό που αποκαλείται «αβεβαιοποίηση» (precarization). Η διαδικασία αυτή, που συνήθως επιφέρουν και αναπαράγουν κυβερνητικοί και οικονομικοί φορείς οι οποίοι εγκλιματίζουν με την πάροδο του χρόνου πληθυσμούς σε συνθήκες ανασφάλειας και απελπισίας (βλ. Isabell Lorey), ενσωματώνεται οργανικά στους φορείς προσωρινής εργασίας, σε αποδεκατισμένες υπηρεσίες κοινωνικής ωφέλειας, καθώς και στη γενική φθορά της κοινωνικής δημοκρατίας υπέρ επιχειρηματικών συμπεριφορών, υποστηριζόμενων από άγριες ιδεολογίες περί ατομικής ευθύνης και της υποχρέωσης για μεγιστοποίηση της ατομικής αγοραίας αξίας σαν τον ύστατο σκοπό στη ζωή. Κατά την άποψή μου, η σημαντική αυτή διαδικασία αβεβαιοποίησης πρέπει να συνοδεύεται από την κατανόηση της αβεβαιότητας ως θίγουσα συναισθηματικής δομής, όπως ισχυρίζεται η Lauren Berlant, και ως αυξανόμενη αίσθηση της αναλωσιμότητας ή περιττότητας που διανέμεται διαφορικά σε ολόκληρη την κοινωνία. Επιπρόσθετα, χρησιμοποιώ ένα τρίτο όρο, την επισφάλεια (precariousness), η οποία χαρακτηρίζει κάθε ενσώματο και πεπερασμένο ανθρώπινο ον, καθώς και τα μη ανθρώπινα όντα. Δεν πρόκειται απλώς για μία υπαρξιακή αλήθεια - καθένας από εμάς θα μπορούσε να υποστεί στερήσεις, τραυματισμό, αδυναμία ή θάνατο συνεπεία γεγονότων ή διαδικασιών εκτός του ελέγχου μας. Αποτελεί, επίσης, σε σημαντικό βαθμό γνώρισμα αυτού που θα αποκαλούσαμε κοινωνική συνοχή, των διάφορων σχέσεων οι οποίες δημιουργούν την αλληλεξάρτησή μας. Με άλλα λόγια, κανένας άνθρωπος δεν πλήττεται από την έλλειψη στέγης χωρίς την αποτυχία της κοινωνίας να οργανώσει τον τομέα της στέγασης με τρόπο ώστε να έχουν πρόσβαση σε αυτή όλοι οι άνθρωποι. Επίσης, κανένας άνθρωπος δεν πλήττεται από την ανεργία χωρίς ένα σύστημα ή μία πολιτική οικονομία η οποία αποτυγχάνει να αποτελέσει δικλείδα ασφαλείας ενάντια σε αυτή την πιθανότητα.
Αυτό σημαίνει ότι μερικές από τις πιο ευάλωτες εμπειρίες μας, κοινωνικής και οικονομικής στέρησης, αποκαλύπτουν όχι μόνο την επισφάλειά μας ως ξεχωριστά άτομα, σκέψη η οποία επίσης αναδεικνύεται, αλλά και τις αποτυχίες και ανισότητες των κοινωνικο-οικονομικών και πολιτικών θεσμών. Στην ατομική μας τρωτότητα έναντι της αβεβαιότητας ανακαλύπτουμε ότι είμαστε κοινωνικά όντα, εμπλεκόμενα σε ένα σύνολο δικτύων που είτε μας συντηρούν είτε αποτυγχάνουν να το κάνουν, ή το κάνουν μόνο περιοδικά, δημιουργώντας ένα συνεχές φάσμα απελπισίας και ένδειας. Η ατομική μας ευημερία εξαρτάται από το αν μπορούν να συσταθούν οι κοινωνικές και οικονομικές δομές που στηρίζουν την αμοιβαία μας εξάρτηση. Αυτό θα συμβεί μόνο με την ανατροπή της νεοφιλελεύθερης καθεστηκυίας τάξης, θεσπίζοντας τα αιτήματα του λαού μέσω της συγκέντρωσης σωμάτων στο πλαίσιο ενός δημόσιου, αμετανόητου, επίμονου και μαχητικού αγώνα ο οποίος αποσκοπεί στη διάλυση και ανασύνθεση του πολιτικού μας κόσμου. Ως σώματα, υποφέρουμε και αντιστεκόμαστε, και μαζί, σε διάφορες τοποθεσίες, γινόμαστε παράδειγμα εκείνης της μορφής που διατηρεί την κοινωνική συνοχή που σχεδόν έχουν καταστρέψει η νεοφιλελεύθερη οικονομική σχολη

17 Kasım 2014 Pazartesi

Στο όνομα των δημοκρατικών κατακτήσεων και της δημοκρατίας που δεν υπάρχει ακόμη, της Αθηνάς Αθανασίου απο το http://rednotebook.gr

Στο όνομα των δημοκρατικών κατακτήσεων και της δημοκρατίας που δεν υπάρχει ακόμη, της Αθηνάς Αθανασίου

rednotebook.gr

 


Σαράντα ένα χρόνια μετά το Νοέμβρη του 1973, υπερασπιζόμαστε σήμερα την ιστορική μνήμη της εξέγερσης του Πολυτεχνείου απέναντι σ’ αυτούς που φοβούνται τα ανοιχτά πανεπιστήμια και την ιστορική μνήμη∙ που σκηνοθετούν την ένταση για να επιβάλουν τη λογική ενός κλειστού πανεπιστημίου και μιας φοβισμένης κοινωνίας. Οι αστυνομικές διαταγές για κλείσιμο του Πανεπιστημίου αποτελούν πρόκληση για τη δημοκρατία και φέρνουν στη μνήμη μας εκείνες τις σκοτεινές εποχές.
Σήμερα βαδίζουμε στο δρόμο του Νοέμβρη, υπερασπιζόμενοι/ες την αξιακή μας διαφορά από τις «ειδικές δυνάμεις» που επιτέθηκαν προχτές το βράδυ με ρόπαλα και χημικά, και με στρατιωτική και σεξιστική λύσσα, εναντίον μιας ειρηνικής φοιτητικής διαμαρτυρίας.
Σήμερα τιμάμε τη μνήμη του φοιτητή Ιάκωβου Κουμή και της εργάτριας Σταματίνας Κανελλοπούλου, θυμάτων της αστυνομικής βίας στην πορεία του Πολυτεχνείου του 1980. Τιμάμε τη μνήμη του 15χρονου μαθητή Μιχάλη Καλτεζά, που δολοφονήθηκε το βράδυ της 17ης Νοέμβρη 1985, μετά τη διαδήλωση του Πολυτεχνείου, στο πλαίσιο των βίαιων «επιχειρήσεων αρετής».
Μέσα από τα ερείπια της κρίσης
Τούτη την ιστορική στιγμή, μια νέα προοπτική αναδύεται μέσα από τα ερείπια της κρίσης. Αυτά τα χρόνια της κυριαρχίας της κρίσης, μάθαμε ότι ο αγώνας για επιβίωση, σε αντίθεση με τα κηρύγματα του νεοφιλελεύθερου αυταρχισμού, δεν είναι ατομική και ανταγωνιστική υπόθεση. Είναι αντίσταση στην καταστροφή των ζωών μας και αγώνας για συλλογική ανάκτηση της δυνατότητας για μια ζωή με αξιοπρέπεια και δικαιοσύνη.
Μέσα σ’ αυτό το καθεστώς που αυταρχικοποιείται ολοένα και περισσότερο, μάθαμε συλλογικά να στεκόμαστε κριτικά απέναντι στην επ’ αόριστον διαστελλόμενη «κατάσταση έκτακτης ανάγκης», που μετατρέπεται σε φρονηματική κοινοτοπία και κανοναρχεί στην υποταγή και τον ατομισμό. Καταλάβαμε πώς το επίπλαστο κενό δικαίου της έκτακτης ανάγκης μετατρέπεται σε διαρκή τάξη κανονικότητας που καταλύει το όριο ανάμεσα στη δημοκρατία και τον απολυταρχισμό.
Αυτά τα χρόνια αγωνιστήκαμε για την απο-νομιμοποίηση του νόμου της «έκτακτης ανάγκης». Πήραμε θέση μαζί με αυτούς και αυτές που η ζωή τους καταπατήθηκε ως ανάξια λόγου και σημασίας, τους πεσόντες και τους παρίες της συστημικής κρίσης του ύστερου καπιταλισμού. Αγωνιστήκαμε και αγωνιζόμαστε ενάντια σε μια ακροδεξιά κυβέρνηση που νομοθετεί με γνώμονα τα κέρδη των λίγων και την κοινωνική οδύνη των πολλών, που μας μετατρέπει σε αναλώσιμα σώματα χωρίς προοπτική και δικαιώματα, που μας υποκλέπτει το αίσθημα του μέλλοντος, που λεηλατεί εργασιακά δικαιώματα, που μετατρέπει τη δημόσια παιδεία σε επιχείρηση, που υφαρπάζει τα μέσα διαβίωσης και παράλληλα συκοφαντεί τα μέσα αντίστασης και τους κοινωνικούς αγώνες, που στήνει στρατόπεδα συγκέντρωσης για τους μετανάστες όταν δεν τους εγκαταλείπει στο Αιγαίο, που υποβάλλει την κοινωνία στη βία και στα χημικά της καταστολής, που καλλιεργεί τις συνθήκες για κάθε ρατσισμό, σεξισμό και ομοφοβία.
Η νεοφιλελεύθερη (και ακροδεξιά) δυσφορία με τη Μεταπολίτευση
Αυτές τις μέρες, όπως σχεδόν τελετουργικά συμβαίνει τα τελευταία χρόνια γύρω από την επέτειο του Πολυτεχνείου, επανέρχεται στο προσκήνιο η κουρασμένη πια προπαγάνδα του κυρίαρχου μπλοκ εξουσίας, αυτή που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «δυσφορία με τη Μεταπολίτευση». Πρόκειται για το σημείο τομής ανάμεσα στους νεοφιλελεύθερους θιασώτες του εθνοσωτήριου μονόδρομου και τους ακροδεξιούς νοσταλγούς της επταετίας που μιλούν για το «μύθο του Πολυτεχνείου».
Αυτός ο κυνικός στιγματισμός της Μεταπολίτευσης ήταν άλλωστε το ιδεολογικό όχημα που έφερε την ακροδεξιά στην κυβέρνηση της νεοφιλελεύθερης «εθνικής σωτηρίας», πλήρως νομιμοποιημένη ως εθνικά «υπεύθυνη» δύναμη, ανοίγοντας το δρόμο στην επέλαση της νεοναζιστικής ακροδεξιάς και του φασισμού.
Ο ευσεβής πόθος του μπλοκ της νεοφιλελεύθερης δυσφορίας με τη Μεταπολίτευση δύσκολα μπορεί πια να κρυφτεί. Και δεν είναι άλλος από την κυριαρχική διακυβέρνηση αντί της δημοκρατίας. Η μεταδημοκρατία είναι η κυβερνητική πρακτική μιας αλλοτριωμένης δημοκρατίας μετά το δήμο και χωρίς το δήμο, που ανάγεται σε ένα κενό περίβλημα τυπικών λειτουργιών και σ’ έναν τεχνοκρατικό πραγματισμό της «διοίκησης» με γνώμονα ένα και μοναδικό εγγυημένο δικαίωμα –αυτό της ανταγωνιστικής κερδοσκοπίας. Πρόκειται για τη διακυβέρνηση που εξαλείφει τη διαφωνία του λαού και περνά στον έλεγχο αυτοαναφορικών τεχνοκρατών και ολιγαρχικών προνομιούχων ομάδων που χειραγωγούν τις μεσαίες και κατώτερες τάξεις.
Σύμπτωμα της μετα-δημοκρατικής βιοπολιτικής του αυταρχικού ρεαλισμού είναι η φρονηματική εμπέδωση μιας ομοθυμίας γύρω από το ταυτόχρονα ενοχοποιητικό και σωτηριολογικό αφήγημα του υπο-χρεωμένου ανθρώπου: ενός τύπου υποκειμένου που πρέπει να λειτουργεί με γνώμονα τον οικονομικό λογισμό, και κυρίως τον ατομιστικό ωφελιμισμό και την ανταγωνιστική ιδιοτέλεια. Που πρέπει να είναι πάνω απ’ όλα ιδιώτης και επιχειρηματίας του εαυτού του.[1]
Η ανατροπή των κατακτήσεων των κινημάτων φυσικοποιήθηκε στο όνομα μιας πολιτικής θεολογίας του χρέους και της «θυσίας» και όλων των κλισέ που τη συνοδεύουν: οι συλλογικότητες καταγγέλλονται ως συντεχνίες σκοτεινών συμφερόντων, οι κινηματικές πρακτικές παθολογικοποιούνται ως ανεύθυνος λαϊκισμός, τα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα απαξιώνονται ως αποτρόπαιες ιδεοληψίες της Μεταπολίτευσης που υπονομεύουν την «εθνική προσπάθεια». Για την κρίση ευθύνονται οι «σπάταλες» κοινωνικές παροχές, οι «ασύδοτες» διεκδικήσεις και η «ανευθυνότητα» της Αριστεράς.
Καθώς η πολιτική μετατρέπεται σε μια αποκαλυπτική θεολογία, χωρίς κριτική και πέραν της κριτικής, το κράτος γίνεται ο θεματοφύλακας της τάξης και της ηθικής. Απαλλαγμένο από τις ενοχλητικές δεσμεύσεις της πολιτικής, διοικεί για τις αγορές (όπως μας λέει ο Φουκώ), οι οποίες αναδεικνύονται στον μοναδικό «αυθεντικό» κριτή του κοινωνικού γίγνεσθαι. Το κράτος υπάρχει για να διασφαλίζει τις συνθήκες της απρόσκοπτης αυτο-ρύθμισής τους, εισάγοντας και ενεργοποιώντας μηχανισμούς ασφάλειας.[2]
Καθώς η ακροδεξιά καθιερώνεται ως επιδραστική συνιστώσα του πολιτικού κατεστημένου, εμπεδώνονται ο αντιφεμινισμός, η ξενοφοβία και κάθε είδους κοινωνικός συντηρητισμός. Αναζωογονείται, σε διάφορες εκδοχές, το προ-μεταπολιτευτικό δόγμα «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια». Είναι ακριβώς αυτή η όσμωση της νεοφιλελεύθερης εργαλειακής κουλτούρας με την ακροδεξιά ατζέντα που αποθεώνεται όταν ο Υπουργός Παιδείας, μετά από την επιχείρηση διαπόμπευσης των οροθετικών για την προστασία του «Έλληνα οικογενειάρχη», κατεβάζει τη σελίδα στο facebook των μαθητικών καταλήψεων θυμίζοντας παιδονόμο παλαιότερων δεκαετιών, ενώ ταυτόχρονα φιλοδοξεί να καταργήσει τη μισθωτή εργασία προτείνοντας εθελοντική εργασία των αδιόριστων εκπαιδευτικών με αντάλλαγμα μοριοδότηση. Ή όταν ο κυβερνητικός εκπρόσωπος δηλώνει, με απολυταρχικό ύφος, ότι «η ΕΡΤ θα διακοπεί τα μεσάνυχτα». Ή όταν ο Υπουργός Υγείας δηλώνει πως πρόκειται για μύθο ότι η κρίση αποτελεί αιτία χιλιάδων αυτοκτονιών.
Η λειτουργία του κράτους έκτακτης ανάγκης συνίσταται στη βιοπολιτική νομιμοποίηση του κρατικού αυταρχισμού σε βάρος όποιων λογίζονται ως περιττοί και μη-ανταγωνιστικοί. Γι’ αυτό και βασίζεται καταστατικά στην κοινωνική εκκαθάριση, τον εκφοβισμό και τη συλλογική ενοχοποίηση με στόχο να συμβιβαστούμε με την μνημονιακή εξαθλίωση και να συνηθίσουμε την περιστολή των δημοκρατικών κεκτημένων. Σ’ αυτό το πλαίσιο, οι συναλλαγές με τους ναζί σε υψηλό κυβερνητικό επίπεδο (όπως ανέδειξε η υπόθεση Μπαλτάκου) δεν αποτελούν τυχαίο επεισόδιο αλλά συγκροτητικό πολιτικό γνώρισμα της νεοφιλελεύθερης διακυβέρνησης.
Αυταρχικός κρατισμός και απόσυρση του κράτους
Σ’ αυτό το πλέγμα εξουσίας, κατέχουν καταστατική θέση η κρατική αυθαιρεσία και η καταστολή της κοινωνικής διαμαρτυρίας∙ η εντατικοποίηση του κοινωνικού ελέγχου, ο εκφοβισμός και η ολοένα επεκτεινόμενη επικράτεια της εκτελεστικής εξουσίας, σε σκοπό την απρόσκοπτη ανακατανομή κεφαλαίων και αγαθών προς τα πάνω. Μέσω της κρίσης, εμπεδώνεται η μορφή του ύστερου καπιταλισμού που εμπεριέχει στοιχεία ολοκληρωτισμού και που ο Νίκος Πουλαντζάς αποκάλεσε «αυταρχικό κρατισμό». [3] Με το δόγμα του νόμου και της τάξης, η συγκυβέρνηση τα παίζει όλα για όλα για να πειθαρχήσει κοινωνικά έναν οικονομικά εξουθενωμένο λαό και να εξουδετερώσει τις αντιστάσεις του.
Στο νεοφιλελευθερισμό, τα αντι-κρατικά ιδεολογήματα και η απόσυρση του κράτους από την ευθύνη του δημόσιου χώρου συνάδουν απόλυτα με τον αυταρχικό κρατισμό. Η απολυτότητα και η αυτοαναφορικότητα της κυριαρχικής διακυβέρνησης, η συσκότιση της βαθιάς της σχέσης με την αντι-δημοκρατία, αποτελεί την ύστατη ευκαιρία της για τη διαιώνιση της εξουσίας της.
Η λογική του φόβου και της ασφάλειας –το καθεστώς του «γύψου», σύμφωνα με την ορολογία της χούντας– επιστρατεύεται για να χαραχτούν ή να βαθύνουν ακόμη περισσότερο οι βιοπολιτικές διαχωριστικές γραμμές του πολιτικού σώματος έναντι των όποιων παρείσακτων και αναλώσιμων «ξένων σωμάτων» και «εσωτερικών εχθρών». Έτσι, η κρατική εξουσία μετέρχεται το ρατσισμό, εγγράφοντάς τον στους μηχανισμούς της.
Καπιταλισμός εναντίον δημοκρατίας
Η αντι-μεταπολίτευση επιστρατεύεται σήμερα, από το ηγεμονικό μπλοκ παραγωγής και διαχείρισης της κρίσης, ως υπέρτατο τεκμήριο πολιτικής και εθνικής ορθότητας. Ακριβώς όπως το «τέλος της ιστορίας» που διακήρυξαν ο κυρίαρχες ελίτ στις αρχές της δεκαετίας του ’90 διά στόματος Φράνσις Φουκουγιάμα εκφράζοντας τον ευσεβή πόθο τους για την θριαμβευτική επικράτηση του καπιταλισμού, αλλά και αποκαλύπτοντας άθελά τους τη θανάσιμη αγωνία τους για τις εξεγερσιακές προοπτικές των καταπιεσμένων.
Σήμερα ο κορμός του επιχειρήματος των κηρύκων του τέλους της ιστορίας, που βασιζόταν στην υποτιθέμενη άρρηκτη σχέση καπιταλισμού και δημοκρατίας, έχει καταρρεύσει. Σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, ο καπιταλισμός καταπνίγει τη δημοκρατία. Τελειώνει οριστικά το τέλος της ιστορίας. Φανερώνεται, έτσι, αυτό που πάντα ήταν εδώ, ακόμη και στις υποτιθέμενα ανέμελες εποχές της καταναλωτικής σαγήνης: ότι ο καπιταλισμός, είτε με τη μορφή του καταναλωτισμού είτε με τη μορφή της λιτότητας, σκοτώνει. Σήμερα, ο νεοφιλελευθερισμός εξουθενώνει από την ανεργία, τη φτώχια, την αγωνία της επιβίωσης, τις αποδεκατισμένες υπηρεσίες δημόσιας υγείας. Σκοτώνει μέσα στον ύπνο, από τις αναθυμιάσεις ενός μαγκαλιού (όπως έγινε με τη 13χρονη μαθήτρια Σάρα Πλέτσας από τη Σερβία, στη Θεσσαλονίκη την 1η Δεκεμβρίου 2013).
Αυτή η καταστροφική, ή θανατοπολιτική, διάσταση λειτουργεί παράλληλα με τον παραγωγικό, βιοπολιτικό ρόλο της εξουσίας στη συγκρότηση υποκειμένων: ατομιστικών, ανταγωνιστικών, καταναλωτικών, υπο-χρεωμένων. Αυτή η πολυεπίπεδη, διάχυτη και αποκεντρωμένη εκφορά της εξουσίας -ταυτόχρονα κυριαρχική και ρυθμιστική-«διοικητική» (managerial)- εγκαθιδρύει μια μόνιμη κατάσταση «έκτακτης ανάγκης». Κυριαρχία (sovereignty) και κυβερνολογική (governmentality) συνυφαίνονται. [4]
Το «πνεύμα» της επαναστατημένης αξιοπρέπειας
Η δυσφορία με τη Μεταπολίτευση είναι ένα σύμπτωμα της βαθιάς μνησικακίας εκ μέρους των κυρίαρχων τάξεων, η οποία σχετίζεται με την αγωνία διατήρησης των προνομίων τους. Επιστρατεύεται σήμερα για να αποσοβήσει το φάντασμα που πλανιέται ξανά πάνω από την Ελλάδα και την Ευρώπη –το «πνεύμα» της επαναστατημένης αξιοπρέπειας: ανανεωμένο, πολυσήμαντο, αυτο-κριτικό, και ανοιχτό σε μια νέα μεταφρασιμότητα της ίδιας του της «κληρονομιάς».
Σήμερα, οι πολιτικά απογυμνωμένες ζωές απογυμνώνουν την εξουσία, αποκαλύπτοντας την πιο τρομαχτική καθαρότητά της, αλλά και, ταυτόχρονα, ανασυντάσσοντας τις συνθήκες δυνατότητας για ένα πολιτικό πράττειν πέρα από τον αυταρχικό ρεαλισμό της έκτακτης ανάγκης. Μέσα από τις αντιξοότητες της ιστορίας συντελείται το άνοιγμα του κριτικού στοχασμού στον ορίζοντα της ιστορίας, «καθώς αστράφτει σε μια στιγμή κινδύνου».[5]
Στο όνομα των δημοκρατικών κατακτήσεων και της δημοκρατίας που δεν υπάρχει ακόμη, αγωνιζόμαστε ενάντια στις συνθήκες που μετατρέπουν το φασισμό σε «κοινοτοπία».
Σε μια συγκυρία που επιζητεί να αποτρέψει κάθε εναλλακτικό όραμα, κριτήριο και αισθητήριο, ενεργοποιούμε την ανατρεπτική δυναμική του δημοκρατικού πολιτικού ιδεώδους, πέραν της υπαρκτής αυταρχικής δημοκρατίας.
Γι’ αυτό δεν αρκεί να αναλάβουμε την ευθύνη της κυβέρνησης. Δεν αρκεί ακόμη και ένα οικονομικό και διαχειριστικό σχέδιο. Χρειάζεται να εμπεδώσουμε μια διαφορετική λογική όχι μόνο διακυβέρνησης αλλά και συμμετοχικής δημοκρατίας.
Το Νοέμβρη του ’73, οι φοιτητές και οι φοιτήτριες εξέπεμπαν μέσα από το Πολυτεχνείο «είμαστε άοπλοι». Σήμερα, απαιτούμε να φύγουν τα ΜΑΤ από τις Σχολές μας. Λέμε «είμαστε άοπλοι», γι’ αυτό θα νικήσουμε.
Με εφόδια τη συλλογικότητα, την ανιδιοτέλεια και τη δημοκρατία, διεκδικούμε να ζούμε αλλιώς και μετατρέπουμε αυτή τη διεκδίκηση σε πολιτική πράξη ισότητας και δικαιοσύνης. Κι αυτός είναι ένας αγώνας στο όνομα των δημοκρατικών κατακτήσεων και της δημοκρατίας που δεν υπάρχει ακόμη.
Ομιλία στην κεντρική εκδήλωση της Νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ στο πλαίσιο του εορτασμού του Πολυτεχνείου, «Πέρα από την ανάθεση, στο δρόμο για τη χειραφέτηση» (16/1/2014, Τεχνόπολις).
______________
Σημειώσεις
[1] Βλ. και Μαουρίτσιο Λαζαράτο, Η κατάσταση του χρεωμένου ανθρώπου. Αθήνα: Αλεξάνδρεια, 2014.
[2] Michel Foucault, Security, territory, population, διαλέξεις στο Κολλέγιο της Γαλλίας 1977-1978. Επίσης, Η Γέννηση της Βιοπολιτικής. Μτφρ. Βασίλης Πατσογιάννης. Αθήνα: Πλέθρον, 2012.
[3] Βλ. Νίκος Πουλαντζάς, Το Κράτος, η Εξουσία, ο Σοσιαλισμός. Αθήνα: Θεμέλιο 2001.
[4] Βλ. Judith Butler, Ευάλωτη Ζωή: Οι Δυνάμεις του Πένθους και της Βίας. Μτφρ. Μιχάλης Λαλιώτης και Κώστας Αθανασίου. Εισαγωγή Αθηνά Αθανασίου. Αθήνα: νήσος 2009.
[5] Βάλτερ Μπένγιαμιν, Θέσεις για της Φιλοσοφία της Ιστορίας. Αθήνα: Ουτοπία, 1983. Η φράση αναφέρεται στο πώς ο ιστορικός υλισμός επιχειρεί να συλλάβει μια εικόνα του παρελθόντος, καθώς εμφανίζεται απροσδόκητα στο ιστορικό υποκείμενο.

βλ   επισης  και την   εργασια

Δίκαιο και Ιδεολογία. Ανθρώπινα Δικαιώματα, Κατάσταση Εξαίρεσης και Ποινικό Δίκαιο του Εχθρού (2014) / Θεοδωρίδης, Παντελής

Δίκαιο και Ιδεολογία. Ανθρώπινα Δικαιώματα, Κατάσταση Εξαίρεσης και Ποινικό Δίκαιο του Εχθρού (2014) / Θεοδωρίδης, Παντελής Πέτρου [GRI-2014-12513]

24 Ekim 2014 Cuma

σ' αυτη την κριση ειμαστε σαν τα Παιδια του Κάιν που ο Θεος ο Γερμανος ,ξαφνου τους λέει ”Νάιν ”

σ' αυτη την κριση ειμαστε σαν τα Παιδια του Κάιν
που ο Θεος ο Γερμανος ,ξαφνου τους λέει ”Νάιν ”
 


ειμαστε σαν Πρωτοπλαστοι, σαν τον Αδαμ και Ευα
η σαν μια πετρα Σισυφου που ολοι της λέν ”Ανεβα ”


σ'αυτή την Κριση ειμαστε Μωρα γυμνα και Μόνα
που τα αφησαν εκθετα στο Κρύο του Χειμώνα
 

ειμαστε σαν Ανήμπορα γυμνα μωρα που κλαινε
και λογια ασυναρτητα , μωρουδιακά , μας Λένε

26 Ağustos 2014 Salı

Η κατασκευή του χρεωμένου ανθρώπου


Η κατασκευή του χρεωμένου ανθρώπου  

πηγη: http://www.bookpress.gr/stiles/sotiris-bandoros/debt?utm_source=Newsletter&utm_medium=email

E-mail Εκτύπωση
390x260 debt
Του Σωτήρη Βανδώρου
Το χρέος, κρατικό και ιδιωτικό, δεν πρέπει να ιδωθεί ως κάτι το δευτερογενές στο πλαίσιο λειτουργίας του σύγχρονου καπιταλισμού. Δεν θα πρέπει να θεωρήσουμε το χρηματοπιστωτικό σύστημα, που δίνει τον τόνο στην οικονομία εδώ και μερικές δεκαετίες, πρωτίστως ως μηχανισμό χρηματοδότησης των επιχειρήσεων, όσο κυρίως ως σύστημα διαχείρισης ιδιωτικών και δημόσιων χρεών. Κατά προέκταση, κρίσιμη εν προκειμένω είναι η σχέση (εξουσίας) μεταξύ οφειλέτη και πιστωτή. Έτσι, το χρηματοπιστωτικό σύστημα δεν είναι παρά το χρέος από τη σκοπιά των οφειλετών και ο τόκος από τη σκοπιά των πιστωτών. Ο Maurizzio Lazzarato, που υποστηρίζει αυτή τη θέση, προτείνει μάλιστα να αντικατασταθεί η έννοια του χρηματοπιστωτικού συστήματος (ως παραπλανητικής) από αυτήν της «οικονομίας του χρέους». Στο δοκίμιό του Η κατασκευή του χρεωμένου ανθρώπου επεξηγεί αναλυτικά αυτή την προσέγγιση για την οποία επιστρατεύει θεωρήσεις των Μαρξ, Νίτσε, Φουκώ και ιδίως των Ντελέζ και Γκουαταρί.
Το μοντέλο του χρεωμένου ανθρώπου συνιστά το υπόδειγμα του σύγχρονου καπιταλισμού.
Η ηθική της υπόσχεσης και της ενοχής
Αυτό που πρέπει εξ αρχής να τονιστεί είναι πως κατά τον Lazzarato, Ιταλό κοινωνιολόγο, φιλόσοφο και ακτιβιστή, το χρέος συνάπτεται με τη δική του ηθική, αυτή της υπόσχεσης (να τιμά κανείς το χρέος του) και της ενοχής (επειδή το απέκτησε), που είναι διαφορετική αλλά και συμπληρωματική προς την ηθική της εργασίας (προσπάθεια-ανταμοιβή). Το σημαντικό είναι ότι αυτή η ηθική (προσταγή) διαπερνά σε βάθος τα άτομα, καθώς τα εμπλέκει σε μια διαδικασία υποκειμενοποίησης κατά την οποία ενεργοποιούνται η μνήμη, η συνείδηση, μηχανισμοί εσωτερίκευσης: τα εγκαλεί σε μια «εργασία επί του εαυτού», συγκροτώντας τα ως υποκείμενα υπεύθυνα και υπόχρεα απέναντι στους πιστωτές τους. Αυτό το μοντέλο, του χρεωμένου ανθρώπου, συνιστά το υπόδειγμα του σύγχρονου καπιταλισμού κι απέχει παρασάγγας από το πρότυπο του παραγωγού, αλλά κι από το πιο πρόσφατο (δεκαετίες 1980 & 1990) του επιχειρηματία (κατά το οποίο ο καθένας καλείτο να «πουλήσει»/πλασάρει όσο καλύτερα μπορεί τον εαυτό του).
debt-reliefΕίναι ενδιαφέρον ότι η σημερινή επικράτηση του μοντέλου του χρεωμένου ανθρώπου συνάπτεται, κατά τον συγγραφέα, με την άρση ή εν πάση περιπτώσει με τη σχετικοποίηση της υπόσχεσης που ήταν ενεργή κατά τη φάση του μοντέλου του επιχειρηματία (του εαυτού του), ότι δηλαδή ο καθένας μπορεί να «πετύχει» και να πλουτίσει υπό την προϋπόθεση ότι κάνει τις σωστές κινήσεις στην αγορά. Τώρα, πια, το μείζον είναι να αναλάβει ο καθένας το βάρος των χρεών του και να επιδείξει τη σχετική υπευθυνότητα. Εδώ, η γενίκευση της χρήσης της πιστωτικής κάρτας συνιστά ένα τεκμήριο υπέρ της θέσης του συγγραφέα: η πίστωση τίθεται τρόπον τινά ως προεγκαθιδρυμένη σχέση, αυτομάτως και διαρκώς ενεργή άπαξ κι αποκτηθεί η κάρτα. Όμως, αυτή η σχέση επεκτείνεται διαρκώς. Μια χαρακτηριστική περίπτωση είναι αυτή των φοιτητικών δανείων, θεσμός που τις τελευταίες δεκαετίες έχει καταστεί ο κανόνας σε ΗΠΑ και Μ. Βρετανία. Και στις δύο περιπτώσεις, από την πλευρά των οφειλετών αποδεικνύονται αποτυχημένα, καθώς η πλειονότητα όσων τα λαμβάνουν αδυνατούν να εξασφαλίσουν θέσεις εργασίας τέτοιες ώστε να μπορούν να τα αποπληρώσουν σε εύλογο διάστημα. Ωστόσο, αυτό δε σημαίνει ότι δεν είναι ωφελημένοι οι πιστωτές. Στη βρετανική περίπτωση μάλιστα το χρέος καθίσταται δημόσιο καθώς το κράτος εγγυάται την αποπληρωμή του εφόσον αντικειμενικά δεν δύναται να το κάνει αυτό ο δανειολήπτης (βεβαίως αυτό δεν αποθαρρύνει Έλληνες πολιτικούς να προτείνουν να υιοθετήσουμε αυτή την ιδέα και να χαρακτηρίζουν τις αντιδράσεις σε αυτήν ως μια ακόμη ένδειξη της αδυναμίας συντονισμού μας με όσα συμβαίνουν στον προοδευμένο κόσμο). Αλλά αυτό που θα πρέπει να προσεχθεί περισσότερο είναι ότι στην περίπτωση του δανειζόμενου φοιτητή, αυτός φορτώνεται με χρέος πριν καν εισέλθει στην αγορά εργασίας κι αποκτήσει δικό του εισόδημα, ενώ επιπλέον η όλη διαδικασία τον ωθεί να σκεφτεί εργαλειακά τις σπουδές του: η επιλογή να επιλέξει αντικείμενο που εμφανίζεται επισφαλές ως προς τις επαγγελματικές προοπτικές και την οικονομική απόδοση φαντάζει (ακόμη πιο) «ανορθολογική»: οι σπουδές καθίστανται επένδυση και κάθε επένδυση κρίνεται από την απόδοσή της. Έτσι, όμως, η λογική του χρεωμένου ανθρώπου εμφιλοχωρεί σε κρίσιμες αποφάσεις του βίου. Επιπλέον, έχουμε εδώ την αλλαγή της σχέσης δημόσιου-ιδιωτικού: η γενίκευση του μοντέλου του φοιτητικού δανείου σηματοδοτεί την προϊούσα απαξίωση της παιδείας ως δημόσιου αγαθού και τη μετασχηματίζει σε μια «υπηρεσία» που οι ιδιώτες-καταναλωτές θα επιλέξουν με δική τους ευθύνη εάν και με ποιους όρους θα τη λάβουν. Αν δεν μπορούν να αποπληρώσουν τα δάνεια, ας πρόσεχαν: ας έκαναν καλύτερη επιλογή.
Αναδιατάσσοντας τη σχέση κεφαλαίου-εργασίας
Δεν μπορούμε να μη σταθούμε στις «μνημονιακές» πολιτικές οι οποίες περιλαμβάνουν μια σειρά από δραστικές αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις που από οικονομική άποψη δεν έχουν καμία απόδοση.
Ο Lazzarato ισχυρίζεται, γενικεύοντας, ότι η παραγωγή και η διαχείριση του χρέους είναι ένας μηχανισμός ο οποίος έχει καθοριστικές επιπτώσεις σε όλους τους τομείς της οικονομίας αλλά και της πολιτικής, από την οποία δεν μπορεί να διαχωριστεί. Στην τρέχουσα φάση, έχουμε μια νεοφιλελεύθερη πολιτική η οποία εκτός όλων των άλλων αναδιατάσσει τις σχέσεις κεφαλαίου-εργασίας. Πράγματι, εδώ δεν μπορούμε να μη σταθούμε στις «μνημονιακές» πολιτικές οι οποίες περιλαμβάνουν μια σειρά από αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις που από οικονομική άποψη δεν έχουν καμία απόδοση και στις οποίες ωστόσο η τρόικα (για να αφήσουμε στην άκρη τις ευθύνες των ελληνικών κυβερνήσεων) επιμένει πεισματικά: οι απολύσεις στο Δημόσιο (που η ίδια  τρόικα έχει δεχθεί ότι δεν έχουν δημοσιονομικό όφελος), η εμμονή στην υπερβολική μείωση του μισθολογικού κόστους (που καμία συνεισφορά στην «ανταγωνιστικότητα» της ελληνικής οικονομίας δεν προσφέρει), η διευκόλυνση των απολύσεων στον ιδιωτικό τομέα, η μείωση των αποζημιώσεων, η διεύρυνση του καθεστώτος της μερικούς απασχόλησης κ.ο.κ., γενικότερα η ακραία υποτίμηση της αξίας της εργασίας προκύπτει μέσω της διαχείρισης του χρέους.
02589b8
Περιττό είναι επίσης να υπενθυμίσουμε πως αυτές οι ασκούμενες πολιτικές συνδυάζονται με την ενοχοποίηση της κοινωνίας, δηλαδή του οφειλέτη, είτε εκπορεύεται από το εξωτερικό (οι τεμπέληδες Έλληνες) είτε από το ίδιο πάνω-κάτω εγχώριο πολιτικό προσωπικό που μερικά χρόνια νωρίτερα είχε πρωτοστατήσει στον υπερδανεισμό, τη χρηματιστηριακή φούσκα κ.τλ. («μαζί τα φάγαμε»). Ο συγγραφέας προσθέτει ότι στο ίδιο γενικότερο πλαίσιο (που δεν αφορά δηλαδή μόνον χώρες που έχουν «υπερβολικό» χρέος) έχουμε την αποψίλωση του κράτους πρόνοιας στο βαθμό που τα κοινωνικά δικαιώματα μετασχηματίζονται σε κοινωνικά χρέη τα οποία με τη σειρά τους μετατρέπονται σε ιδιωτικά, όπως αντιστοίχως οι δικαιούχοι σε οφειλέτες. Είναι η ροή χρήματος στο κύκλωμα της πίστωσης που μπορεί να εγγυηθεί την εγγενή αντίφαση του συστήματος: ενώ η επιταγή είναι να μειώνονται οι μισθοί και οι κοινωνικές παροχές, δηλαδή ο εργαζόμενος να γίνεται φτωχότερος, ο καταναλωτής οφείλει να ξοδεύει ώστε να λειτουργεί η οικονομία. Και πώς θα το κάνει; Δανειζόμενος! Επομένως, στην ουσία έχουμε μια σημαντική μεταφορά πόρων από τους οφειλέτες στους πιστωτές στην οποία το ίδιο το κράτος έχει ενεργό ρόλο (π.χ. ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών την ίδια στιγμή που υπερφορολογεί και μειώνει τις παροχές).
Κάνοντας την προπαραδοχή ότι ο καπιταλισμός είναι ένα άδικο κι εκμεταλλευτικό σύστημα και κινούμενος σε ένα επίπεδο σχετικά υψηλής αφαίρεσης, καταλήγει σε αδιαφοροποίητα και μάλλον προβλέψιμα συμπεράσματα.
Το δοκίμιο του Lazzarato, που μπορεί να μην είναι τεχνικό, παρόλα αυτά είναι αρκετά απαιτητικό για τον ανεξοικείωτο αναγνώστη, μας δίνει μια πολύ διαφορετική οπτική από την κυρίαρχη και μας κάνει να σκεφτούμε βαθύτερα το πρόβλημα του χρέους στο ευρύτερο πλαίσιο λειτουργίας του καπιταλισμού. Μας θυμίζει ότι τα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα επιδέχονται πολλές διαφορετικές ερμηνείες και ήδη αμέσως-αμέσως ως προς τον τρόπο που ορίζει κανείς το πρόβλημα, ενώ και οι ίδιες οι έννοιες (π.χ. χρέος) μπορεί να καταστούν επίμαχες και διαμφισβητούμενες. Το όριο της θεώρησής του βρίσκουμε ότι έγκειται στον ολοκληρωτικό χαρακτήρα της, με την έννοια ότι κάνοντας την προπαραδοχή ότι ο καπιταλισμός είναι ένα άδικο κι εκμεταλλευτικό σύστημα και κινούμενος σε ένα επίπεδο σχετικά υψηλής αφαίρεσης, καταλήγει σε αδιαφοροποίητα και μάλλον προβλέψιμα συμπεράσματα.
Κατά κάποιο τρόπο, είναι σαν να ισχυρίζεται ότι αν είσαι από την πλευρά των οφειλετών δεν έχεις καμία ευθύνη (διότι αυτή που σου αποδίδεται από το ίδιο το σύστημα θα πρέπει να θεωρηθεί εν τέλει παγίδευση) και ταυτόχρονα είναι μάταιη οποιαδήποτε πολιτική αντιμετώπιση που δεν προτάσσει ως στόχο την κατεδάφιση του συστήματος (π.χ. το να θέσει κανείς μεταξύ πολλών άλλων ως πολιτικό αίτημα τον έλεγχο των καθαρά κερδοσκοπικών χρηματοπιστωτικών συναλλαγών ο Lazzarato θα το έβρισκε αφελές κι ατελέσφορο). Όμως, θα μπορούσε κανείς να ρωτήσει: όλα τα κράτη διαχειρίζονται με τον ίδιο τρόπο τα χρέη τους; Ή, ας πούμε, εκείνος που την εποχή της ψευδοευημερίας έπαιρνε δάνειο για να κάνει διακοπές το Πάσχα είναι εξίσου ανεύθυνος με εκείνον που δεν το έκανε; Γνωρίζω ανθρώπους που ενθουσιάζονται από το ριζοσπαστισμό και την πολεμική διάθεση που εκφράζονται στο βιβλίο. Πείτε με συντηρητικό, αλλά δεν είμαι βέβαιος ότι αυτά και μόνον είναι τα συστατικά που θα χρειαστούμε για να απαλλαγούμε από τα χρέη μας.
exof-xreomenos   Η κατασκευή του χρεωμένου ανθρώπου
   Maurizio Lazzarato
   Mτφρ. Γιώργος Καράμπελας
   Εκδόσεις Αλεξάνδρεια 2014
   Σελ. 190, τιμή €13,85
   politeia-link

17 Ağustos 2014 Pazar

ΑΝΤΩΝΗ ΛΙΑΚΟΥ Σχέδιο Μάρσαλ και αυταπάτες .. ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ ΛΙΑΚΟΥ

Σχέδιο Μάρσαλ και αυταπάτες

  ΠΗΓΗ :http://antonisliakos.gr/2013/10/04/%CF%83%CF%87%CE%AD%CE%B4%CE%B9%CE%BF-%CE%BC%CE%AC%CF%81%CF%83%CE%B1%CE%BB-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%B1%CF%85%CF%84%CE%B1%CF%80%CE%AC%CF%84%CE%B5%CF%82/
  
Τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη, προβάλλεται η ιδέα ενός νέου σχεδίου Μάρσαλ για να βγει η Νότια Ευρώπη από την ύφεση, για να καταπολεμηθεί η ανεργία και για να δρομολογηθεί ανάπτυξη. Ανταποκρίνονται όμως οι προσδοκίες αυτές στις ιστορικές πραγματικότητες ή μιλάμε στον αέρα;
Του Αντώνη Λιάκου
Το σχέδιο Μάρσαλ (που πήρε το όνομα του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ ο οποίος το εξήγγειλε το 1947) είχε την εξής λογική: Η αμερικάνικη οικονομία βγήκε από τη μεγάλη κρίση του 1929 με τον πόλεμο, όταν οι μηχανές της δούλευαν στο φουλ, η απασχόληση ήταν πλήρης και συνεχώς νέες βιομηχανίες δημιουργούνταν για να ανταποκριθούν στις νέες ανάγκες. Μετά τη λήξη του πολέμου υπήρχε ο κίνδυνος της οικονομικής συρρίκνωσης, αν η Αμερική δεν έβρισκε μια μεγάλη και αξιόπιστη αγορά για να εμπορεύεται. Πού όμως; Επομένως αν δεν την έβρισκε έπρεπε να τη δημιουργήσει. Και εκείνη η ήπειρος που είχε δυνατότητα να ανταποκριθεί τότε ήταν η Ευρώπη. Επομένως μαζική βοήθεια στην Ευρώπη για να ανορθωθεί.
Υπήρχε όμως και άλλος ένας, ή μάλλον δύο λόγοι, για την επιλογή της Ευρώπης. Ο πρώτος ήταν πως έπρεπε να μην επαναληφθούν τα λάθη μετά το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν τη Γερμανία την απομύζησαν οι νικητές της για πολεμικές αποζημιώσεις, κι αυτούς η Αμερική για τα δανεικά που τους είχε δώσει. Η πολιτική αυτή θεωρούνταν δικαιολογημένα αιτία της μεσοπολεμικής κρίσης, του φασισμού και του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου. Επομένως το σχέδιο Μάρσαλ αποσκοπούσε όχι μόνο στο να δημιουργήσει στην Ευρώπη βιώσιμες οικονομίες, αλλά να μάθει τους Ευρωπαίους να συνεργάζονται, να καταργήσουν τον προστατευτισμό των οικονομιών τους, να προσχωρήσουν στις αρχές του ελεύθερου εμπορίου, και κυρίως να αναπτύξουν τις οικονομίες τους έτσι ώστε να είναι αλληλοσυμπληρωματικές. Η κάθε χώρα να ειδικεύεται εκεί που τα καταφέρνει καλύτερα, και η μια χώρα να παράγει προϊόντα που έχει ανάγκη η άλλη. Αυτός ήταν ο ένας λόγος που ανάγκασε πρώην εχθρούς να συνεργάζονται και άνοιξε μονοπάτι για τη μελλοντική ευρωπαϊκή ενοποίηση. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι το σχέδιο εντάχθηκε στην ανάσχεση του κομμουνισμού στην Ευρώπη. Αρχικά είχαν προσκληθεί και οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, αλλά ο Στάλιν καταλάβαινε ότι έτσι θα χάνονταν από τη σοβιετική επιρροή και τις απέσυρε.
Το σχέδιο Μάρσαλ εξέφραζε και μια φιλοσοφία. Αυτό που σήμερα αποκαλούμε κεϋνσιανισμός ήταν η μία πλευρά. Ενισχύοντας τη ζήτηση, το σχέδιο επεδίωκε να αποριζοσπαστικοποιήσει την εργατική τάξη. Οι εργάτες να αποκτήσουν το αυτοκινητάκι τους, να φύγουν από τις πνιγηρές εργατικές γειτονιές όπου ενδημούσαν ανατρεπτικές ιδέες και να βγουν στον καθαρό αέρα των προαστίων, όπου ο μπαμπάς αντί να τρέχει στις πολιτικές συγκεντρώσεις κάνει μπάρμπεκιου στην πίσω αυλή. Το σχέδιο ήταν υπέρ ενός ήπιου κορπορατισμού, που θα λειτουργούσε στο πλαίσιο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και θα εξασφάλιζε τη συνεργασία εργατικών συνδικάτων – εργοδοτικών οργανώσεων και κυβέρνησης. Χαρακτηριστική είναι η συμφωνία με την AFL-CIO, ώστε η μεταφορά της αμερικάνικης βοήθειας στην Ευρώπη να γίνεται με καράβια που το πλήρωμά τους ήταν οργανωμένο σ’ αυτά τα συνδικάτα. Αυτό τον τύπο κοινωνίας, στην οποία η εργατική τάξη θα έχανε τη ριζοσπαστικότητά της απολαμβάνοντας καταναλωτικά προϊόντα που έως τότε ήταν προσβάσιμα μόνο στα μεσαία στρώματα, οι Αμερικανοί ήθελαν να εξαγάγουν και στην Ευρώπη.
Πόσοι και ποιοι από τους παραπάνω λόγους ισχύουν σήμερα; Ούτε η Αμερική ούτε η Γερμανία είναι σε αναζήτηση αγορών. Η Kίνα, η Ινδία, οι χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας και της Λατινικής Αμερικής αποτελούν πολύ μεγάλες και υπό συγκρότηση μοντέρνες αγορές, όπου το πρόβλημα δεν είναι η απορρόφηση αλλά ο ανταγωνισμός κόστους, διαφοροποίησης και ποιότητας. Άρα, γιατί η Γερμανία να προχωρήσει σε ένα νέο σχέδιο Μάρσαλ αν μπορεί να διοχετεύει τα προϊόντα της με χαμηλό συγκριτικό κόστος; Άλλωστε, η εκλογική επιβεβαίωση της Μέρκελ για τρίτη θητεία κάτι δείχνει. Ούτε η κοινωνική φιλοσοφία της αμέσου μεταπολεμικής περιόδου ισχύει σήμερα. Η νέα οικονομική και πολιτική φιλοσοφία αναπτύχθηκε σε αντίθεση με τη λογική της ενίσχυσης της ενεργού ζήτησης, της πλήρους απασχόλησης και του κορπορατισμού. Η ουσία του νεοφιλελευθερισμού είναι η κατάργηση όλων αυτών των κοινωνικών συμβολαίων και η μετατροπή της εργασίας σε απλό εμπόρευμα που ακολουθεί τους κανόνες μιας απόλυτα ελαστικής αγοράς. Η σημερινή πολιτική βρίσκεται ακριβώς στον αντίποδα της μεταπολεμικής. Άλλωστε οι μεταρρυθμίσεις που όλο μας λένε να κάνουμε και που όλο κάνουμε και τελειωμό δεν έχουν αποσκοπούν στο να αλλάξουν τις συμβάσεις εκείνης της μεταπολεμικής διευθέτησης. Πρόκειται για ένα τεράστιο σχέδιο κοινωνικής, νοοτροπιακής και πολιτικής αναδόμησης. Το πνεύμα τούτου του σχεδίου βρίσκεται ακριβώς στον αντίποδα του πνεύματος του σχεδίου Μάρσαλ.
Μια άλλη παράμετρος του σχεδίου Μάρσαλ είναι ότι τη βοήθεια καλούνταν να την διαχειριστούν οι ίδιες οι ευρωπαϊκές χώρες με βάση τα προγράμματα οικονομικής ανάπτυξης που θα εκπονούσαν, υπό την αίρεση α) ότι οι στόχοι θα ήταν συμβατοί με τους στόχους ευρωπαϊκής συνεργασίας και συμπληρωματικότητας, β) ότι θα ήταν συμβατοί με τους κοινωνικούς στόχους του προγράμματος και γ) ότι θα υπήρχε αξιόπιστος φορέας και μηχανισμός που θα αναλάμβανε την υλοποίησή τους. Λ.χ. στη Γαλλία υπήρχε ήδη πρόγραμμα και το σχέδιο Μάρσαλ αρκέστηκε στο να το χρηματοδοτήσει. Στην Ιταλία το πολιτικό κατεστημένο ήταν πιο συντηρητικό από τους κοινωνικούς στόχους του προγράμματος και έγινε διαπραγμάτευση και συμβιβασμός. Σε κάθε χώρα έγινε κάτι ανάμεσα στην αποδοχή και στη διαπραγμάτευση. Αλλά στην Ελλάδα δεν υπήρχε ούτε αξιόπιστο σχέδιο οικονομικής ανάπτυξης για να χρηματοδοτηθεί, ούτε αξιόπιστος μηχανισμός για να αναλάβει την υλοποίησή του. Την ανέλαβαν εξολοκλήρου οι Αμερικανοί δημιουργώντας μια υπηρεσία, την AMAG, η οποία ήταν μια παράλληλη κυβέρνηση που έπαιρνε τις βασικές αποφάσεις. Και λόγω του εμφυλίου πολέμου, κάτι που δεν είναι δευτερεύον, το σχέδιο Μάρσαλ στην Ελλάδα δεν πέτυχε, ή πέτυχε ένα πολύ μικρό μέρος των όσων θα μπορούσε συγκριτικά να έχει πετύχει.
Ερωτήματα αντί συμπεράσματος: 1) Δεδομένων των διαφορών ανάμεσα στο σήμερα και στον πριν 65 χρόνια κόσμο, που δεν είναι μια ευκαταφρόνητη περίοδος χρόνου, ποια μορφή θα μπορούσε να έχει ένα αντίστοιχο πρόγραμμα ανάταξης των κοινωνιών σε κρίση; Σε ποιες σύγχρονες ιστορικές τάσεις, αλλά και σε ποια φιλοσοφία θα πρέπει να ανταποκρίνεται; Πώς συνδέεται η οικονομική ανάπτυξη με το κοινωνικό συμβόλαιο σήμερα, σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης και μείωσης των δυνατοτήτων του εθνικού κράτους; Να ένα σπουδαίο φόρουμ δια-ευρωπαϊκής συζήτησης των αριστερών και προοδευτικών δυνάμεων. 2) Αλλά ακόμη και αν ένα νέο σχέδιο οικονομικής ανάπτυξης μπει μπροστά για τις χώρες που υποφέρουν πιο βαριά από την κρίση, υπάρχει η ανάγκη να έχει διατυπωθεί ένα σχέδιο και προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης. Χωρίς αυτό δεν γίνεται τίποτε. Υπάρχει σήμερα κάτι τέτοιο στην Ελλάδα; Γνωρίζουμε τι θέλουμε, πού θέλουμε να πάει αυτή η χώρα και πώς να πορευτεί στο σύγχρονο κόσμο; Για να διεκδικήσεις ένα νέο σχέδιο Μάρσαλ πρέπει να ξέρεις τι θα το κάνεις.

24 Haziran 2014 Salı

Το χρέος ως τεχνική διακυβέρνησης ΜΑΟΥΡΙΤΣΙΟ ΛΑΤΣΑΡΑΤΟ Μαουρίτσιο Λατσαράτο Από τον Θανάση Γιαλκέτση Πηγή: Η Εφημερίδα των Συντακτών Δημοσιεύτηκε στις 04/05/2014

Το χρέος ως τεχνική διακυβέρνησης

ΜΑΟΥΡΙΤΣΙΟ ΛΑΤΣΑΡΑΤΟ
Μαουρίτσιο Λατσαράτο

Από τον Θανάση Γιαλκέτση

Κυκλοφόρησε πρόσφατα και στη γλώσσα μας το βιβλίο του Ιταλού κοινωνιολόγου, φιλοσόφου και ακτιβιστή Μαουρίτσιο Λατσαράτο «Η κατασκευή του χρεωμένου ανθρώπου» (εκδόσεις «Αλεξάνδρεια», μετάφραση Γιώργος Καράμπελας). Η συνέντευξη του Μαουρίτσιο Λατσαράτο που ακολουθεί δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Il Manifesto».

• Υποστηρίζετε ότι το όνομα του σύγχρονου καπιταλισμού είναι «οικονομία του χρέους» και ότι γι’ αυτήν, και όχι για «χρηματοπιστωτικό σύστημα», πρέπει να μιλάμε. Γιατί;

Γιατί πίσω από τη χρήση του όρου «χρηματοπιστωτικό σύστημα» λειτουργεί ακόμα η ιδέα μιας διαίρεσης μεταξύ «πραγματικής» οικονομίας και χρηματοπιστωτικής οικονομίας, μεταξύ προσόδου και κέρδους, που σήμερα είναι πλήρως ξεπερασμένη.
Στον χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό η λογική του χρηματοπιστωτικού τομέα καθορίζει το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων: αναδιοργανώνει την επιχείρηση, επενεργεί στα δημόσια οικονομικά μειώνοντας τη φορολόγηση των πλούσιων, ξηλώνει το κράτος πρόνοιας αντικαθιστώντας τα δικαιώματα με πιστώσεις. Η λεγόμενη πραγματική οικονομία είναι μόνον ένα τμήμα του συστήματος καπιταλιστικής αξιοποίησης, που κυριαρχείται από το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Και το χρηματοπιστωτικό σύστημα δεν είναι μια κερδοσκοπική υπερβολή που μπορεί να περιοριστεί με τη θέσπιση ορθών κανόνων. Είναι μια σχέση εξουσίας μεταξύ ιδιοκτητών και μη ιδιοκτητών, μεταξύ πιστωτών και οφειλετών. Ο τόκος είναι το χρηματοπιστωτικό σύστημα από τη σκοπιά των πιστωτών, το χρέος είναι το χρηματοπιστωτικό σύστημα από τη σκοπιά των οφειλετών. Λέγοντας επομένως «οικονομία του χρέους» γίνεται αμέσως σαφές περί τίνος πρόκειται και ποια είναι η πολιτική διακύβευση: πρόκειται για το χρέος που οι Ελληνες, οι Ιρλανδοί, οι Πορτογάλοι, οι Ισλανδοί δεν θέλουν να πληρώσουν, που νομιμοποιεί την αύξηση των πανεπιστημιακών διδάκτρων στην Αγγλία υποκινώντας ταραχές στο Λονδίνο, που δικαιολογεί την αντιμεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος στη Γαλλία και στην Ιταλία και τις περικοπές στις κοινωνικές υπηρεσίες και στην εκπαίδευση παντού.

• Ποιες είναι οι βάσεις αυτής της οικονομίας του χρέους και πώς αυτή αναπτύχθηκε;

Ο νεοφιλελευθερισμός συνδέθηκε με τη λογική του χρέους ήδη από το «σοκ του 1979», που κατέστησε δυνατή τη δημιουργία τεράστιων δημόσιων χρεών και τη συνακόλουθη αναδιοργάνωση των χρηματοπιστωτικών αγορών. Επειτα, στη διάρκεια των δεκαετιών του 1980 και του 1990, συντελέστηκε η βαθμιαία αντικατάσταση του μισθού από την πίστωση: όχι αυξήσεις μισθών αλλά πιστωτικές κάρτες, όχι κατοικία αλλά στεγαστικό δάνειο, όχι δικαίωμα στην εκπαίδευση αλλά εκπαιδευτικά δάνεια (ενώ παράλληλα προωθείται η εξατομίκευση της κοινωνικής πολιτικής και η ιδιωτικοποίηση της κοινωνικής ασφάλισης). Εμφανιζόταν σαν επαγγελία ενός μέλλοντος στο οποίο όλοι θα γίνονταν πλούσιοι. Με την κρίση όμως, αυτή η μάζα των πιστώσεων αποκαλύφθηκε ως αυτό που πραγματικά είναι: μια μάζα χρεών. Η επαγγελία του νεοφιλελευθερισμού έγινε συντρίμμια, αλλά στο μεταξύ έχει μετασχηματίσει ριζικά το πεδίο της σύγκρουσης, επειδή δεν ήταν καθαρή ιδεολογία, αλλά μια μορφή οργανικής διακυβέρνησης των απεδαφικοποιημένων και εγκάρσιων ροών της μεταφορντιστικής παραγωγής. Το χρέος δεν κάνει διάκριση μεταξύ μισθωτών και μη μισθωτών, εξαρτημένης εργασίας και αυτόνομης εργασίας, χειρωνακτικής εργασίας και διανοητικής εργασίας, προλετάριων και περιθωριοποιημένων, απασχολούμενων και συνταξιούχων. Είμαστε όλοι χρεωμένοι. Ο νεοφιλελευθερισμός κυβερνά μέσα από μια πολλαπλότητα σχέσεων εξουσίας: κεφάλαιο-εργασία, κράτος πρόνοιας-χρήστης, επιχείρηση- καταναλωτής, αλλά η σχέση πιστωτή-οφειλέτη είναι μια σχέση καθολικής ισχύος, αφορά όλο τον τωρινό πληθυσμό καθώς και τις μελλοντικές γενιές.

• Υποστηρίζετε ότι, καθιστώντας καθολική τη σχέση πιστωτή-οφειλέτη, ο νεοφιλελευθερισμός αποκαλύπτει το θεμέλιο του κοινωνικού δεσμού, που δεν βρίσκεται στην ανταλλαγή αλλά στο χρέος, σε μιαν υποχρέωση που συνδέει το ένα με το άλλο τα μέλη της κοινότητας.

Είναι μια γραμμή σκέψης που μπορεί να ανιχνευτεί και σε ορισμένα κείμενα του Μαρξ, αλλά που περνάει κυρίως από τον Νίτσε ώς τον Ντελέζ και τον Γκουαταρί και φτάνει μέχρι μερικούς σύγχρονους ανθρωπολόγους: η σχέση (οικονομική και συμβολική) του χρέους μεταξύ άνισων προδιαγράφει τη σχέση της ανταλλαγής μεταξύ ίσων. Εξάλλου, πριν από την ανταλλαγή υπάρχει το χρήμα και το χρήμα είναι από την ίδια την ουσία του χρέος. Με την ουσιαστική διαφορά ότι από την αρχική χρέωση του ανθρώπου προς την κοινότητα, τους θεούς, τους προγόνους, περάσαμε σήμερα στη χρέωση προς τον μοναδικό θεό που αποκαλείται Κεφάλαιο.

• Στο βιβλίο σας υποστηρίζετε ότι ο χρεωμένος άνθρωπος δεν είναι μόνο μια οικονομική μορφή, αλλά είναι και ένα ηθικό υποκείμενο, κατασκευασμένο και πειθαρχημένο από τη νεοφιλελεύθερη ηθική. Επί τριάντα χρόνια όμως η νεοφιλελεύθερη ηθική κήρυττε την επιχειρηματική τόλμη, τον ατομικισμό, τον καταναλωτισμό: τα χαρακτηριστικά δηλαδή του «επιχειρηματία του εαυτού του», που είχε περιγράψει ο Φουκό στη «Γέννηση της βιοπολιτικής». Πώς γίνεται η μετάβαση στη σημερινή ηθική του χρέους, η οποία κηρύττει αντίθετα την αυστηρότητα, την πειθαρχία και τη μετάνοια; Τι σημαίνει αυτή η μετατροπή της ρητορικής της απόλαυσης σε ρητορική της ενοχής;

Μεσολαβεί η τομή της κρίσης. Η ηθική διάσταση –μας το διδάσκει ο Βέμπερ- ποτέ δεν ήταν δευτερεύουσα στην ιστορία του καπιταλισμού. Η οικονομία είναι και διάπλαση του υποκειμένου, επιτάσσει και κατευθύνει μιαν εργασία πάνω στον εαυτό, πειθαρχεί και απαιτεί αυτοπειθαρχία. Πριν από την κρίση, το ζητούμενο ήταν να διαμορφωθεί ο «επιχειρηματίας του εαυτού του» με βάση την υπευθυνότητα. Με την κρίση, αυτός ο ίδιος ο επιχειρηματίας του εαυτού του γίνεται υπεύθυνος της αποτυχίας του. Ευθύνεται για τα χρέη που συσσώρευσε, για το ότι δεν εργάστηκε αρκετά, για το ότι θέλησε να βγει πρόωρα στη σύνταξη, για το ότι καταναλώνει υπερβολικά κ.λπ. Η ευθύνη για τα χρέη καθώς και η ενοχή του αποδίδονται σύμφωνα με την ετυμολογία του γερμανικού όρου schuld, που σημαίνει χρέος αλλά και ενοχή. Το ότι όμως αυτός ο δεύτερος ηθικός στιγματισμός (της ενοχής) είναι τέκνο του προηγούμενου (του χρέους) το καταδεικνύει το γεγονός ότι και οι δύο συνυπάρχουν αντιφατικά στον λόγο των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Από τότε που ξέσπασε η κρίση, οι δημοσιογράφοι διαδίδουν τον λόγο της μετάνοιας, ενώ οι διαφημιστές συνεχίζουν να μας παρακινούν να καταναλώνουμε και να απολαμβάνουμε. Η αλλαγή της υποκειμενικότητας που επιφέρει η κρίση δεν αφορά μόνον τους κυβερνώμενους αλλά και τους κυβερνώντες. Το βλέπουμε πολύ καλά στην Ιταλία. Στην Ελλάδα κυβερνούν με σκληρότητα. Η κρίση –αυτό δεν το είχε προβλέψει ο Φουκό- προκάλεσε μιαν αυταρχική στροφή του νεοφιλελευθερισμού.

• Σε αυτή την αυταρχική στροφή, οι τεχνοκρατικές κυβερνήσεις παίζουν κάποιον ειδικό ρόλο;

Οι τεχνοκρατικές κυβερνήσεις είναι η ιδιωτικοποίηση της νεοφιλελεύθερης διακυβέρνησης, η οποία, αν πρώτα ήταν μια τεχνολογία του κρατικού μηχανισμού, τώρα παραδίδεται στα χέρια των τραπεζών και των αγορών, με το κράτος στον ρόλο του εγγυητή. Από τη δεκαετία του 1980 κι έπειτα, όλες οι κυβερνήσεις είναι «τεχνοκρατικές», με την έννοια ότι είναι υποταγμένες στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Τώρα όμως αποκαλύπτεται ο πυρήνας του προβλήματος: η ιδιωτικοποίηση της διακυβέρνησης καταργεί τη σύνδεση ανάμεσα σε υποκείμενο του δικαίου και σε λογική της αντιπροσώπευσης, πάνω στην οποία στηρίζονταν οι δημοκρατίες του 20ού αιώνα. Κρίση του κράτους δικαίου, συσκότιση του υποκειμένου των δικαιωμάτων και κρίση της πολιτικής είναι τρεις όψεις του ίδιου προβλήματος. Αν οι άνθρωποι δεν πιστεύουν πλέον στην πολιτική, αυτό δεν συμβαίνει μόνον εξαιτίας της διαφθοράς, αλλά και επειδή αντιλαμβάνονται αυτήν τη δομική αλλαγή.

Πηγή: Η Εφημερίδα των Συντακτών
Δημοσιεύτηκε στις 04/05/2014
 πηγη :http://pentalia.blogspot.gr/2014/05/blog-post_5.html