30 Kasım 2014 Pazar

Φρανσουά Σιμιάν, Το νόμισμα ως κοινωνική πραγματικότητα (1934) Αξία, Χρήμα και Μαγεία | μέρος 4ο αναδημοσισευση απο το danger.few!!! Το επίσημο blog των happyfew


29 Νοεμβρίου 2014

Αξία, Χρήμα και Μαγεία | μέρος 4ο

Φρανσουά Σιμιάν
(1873-1935)
«Αντίθετα από τα φαινόμενα, μπορούμε να πούμε ότι η οικονομική σκέψη γεννήθηκε και αναπτύχθηκε σε άμεση σύνδεση με το φαινόμενο του νομίσματος. (…)
Ας προσπαθήσουμε όμως να δούμε, πού οφείλεται η αμηχανία, η φλύαρη πολυπλοκότητα, η αντιφατικότητα και η λίγο-πολύ ξεκάθαρη αποτυχία να κατανοηθεί το φαινόμενο του χρήματος. (…)
Α.
Με πρώτο τον Λοκ, κάθε συγγραφέας με ‘‘κοινό νου’’ ισχυρίζεται ότι το χρήμα εφευρέθηκε επειδή οι άνθρωποι, για να διευκολύνουν τις ανταλλαγές τους, θεώρησαν ότι τους βόλευε να βρουν ένα κοινό μέσο και να συμφωνήσουν ότι αυτό θα έχει στο εξής γενική και αναγνωρισμένη από όλους ανταλλακτική αξία. Η άποψη αυτή αποτελεί ακριβή αντανάκλαση της ιδέας περί ‘‘κοινωνικού συμβολαίου’’ με την οποία, και πάλι το 18ο αιώνα, θέλησαν να εξηγήσουν το σχηματισμό ολόκληρης της κοινωνίας των πολιτών. Ωστόσο ξέρουμε πολύ καλά, ότι αυτή η τεχνητή κατασκευή δεν είχε καμιά σχέση με την ιστορική αλήθεια κι ούτε μπορούσε να εξηγήσει πραγματικά τα κύρια χαρακτηριστικά της κοινωνικής πραγματικότητάς μας. (…)
Η εξήγηση ενός θεσμού, ενός κοινωνικού κανόνα, με το σκεπτικό ότι ‘‘βόλευε’’ τους ανθρώπους διαψεύδεται από τα γεγονότα και, σε ό,τι αφορά το θέμα που πραγματευόμαστε εδώ, δεν στάθηκε ποτέ δυνατό να καταδειχτεί πού και πότε οι άνθρωποι, οι κοινωνίες, πέρασαν από τον αντιπραγματισμό στην χρηματική ανταλλαγή επειδή το έβρισκαν ‘‘πιο βολικό’' . (…)
Δεν αμφισβητούμε βέβαια ότι σε πάμπολλες και πολύ διαφορετικές μεταξύ τους κοινωνίες (κι όχι κατ’ ανάγκη πρωτόγονες) πραγματοποιούνταν πλήθος ανταλλαγές χωρίς τη μεσολάβηση του χρήματος. Όμως τα ουσιώδη χαρακτηριστικά αυτών των ανταλλαγών δείχνουν ξεκάθαρα, πως επρόκειτο για ανταλλαγές που δεν διέθεταν κανένα από τα θεμελιακά χαρακτηριστικά της χρηματικής ανταλλαγής. Επομένως, δεν έχει ακόμα αποδειχτεί καθόλου ότι η χρηματική ανταλλαγή προήλθε από τον αντιπραγματισμό, ότι περάσαμε δηλαδή από τον ένα στην άλλη. (…)
Εφόσον, όπως είδαμε, η χρηματική ανταλλαγή δεν μπορεί να εξηγηθεί με το σκεπτικό ότι οι άνθρωποι προτιμούν κάτι που φαίνεται ‘‘βολικότερο’’ και συνάπτουν ένα ‘κοινωνικό συμβόλαιο’ πάνω σε αυτό, για ποιο λόγο εξακολουθούμε να θεωρούμε πως οι πραγματικοί ιστορικοί λόγοι που οδήγησαν στην ‘‘εκλογή’’ των λεγόμενων πολύτιμων μετάλλων (χρυσός ή ασήμι) ως μέσων της χρηματικής ανταλλαγής, εξηγούνται με ένα τέτοιας λογής σκεπτικό, δηλαδή λέγοντας ότι προτιμήθηκαν επειδή τα πολύτιμα μέταλλα, ως υλικά, έχουν ‘‘βολικές’’ για το σκοπό αυτό ιδιότητες (π.χ. δεν αλλοιώνονται, είναι εύκολο να κοπούν και να τα κουβαλήσει κανείς πάνω του, κ.ο.κ.);
  
Β.
Ας δούμε τι μας λένε εδώ τα πραγματικά ιστορικά γεγονότα. Πρώτα-πρώτα, μας λένε ότι δεν χρησιμοποιήθηκαν για χρήμα γενικώς κάποια ‘‘πολύτιμα μέταλλα’’, αλλά μόνο εκείνα που συνδεόταν με μια έκφραση ισχύος∙ και δεύτερον, μας λένε ότι ως χρήμα χρησιμοποιήθηκαν κι ένα σωρό άλλα πράγματα, συχνά εντελώς απίθανα, εκτός από τα λεγόμενα πολύτιμα μέταλλα. Επιπλέον, από τις υποτιθέμενες ‘‘βολικές’’ ιδιότητες των πολύτιμων μετάλλων,
1.      καμιά τους δεν λείπει (πολλές φορές μάλιστα είναι ανώτερη) από άλλα μέταλλα ή άλλα υλικά∙ και
2.      καμιά τους δεν λείπει ούτε από πολλά άλλα αντικείμενα, που χρησιμοποιήθηκαν σαν νομίσματα.
Εκείνο που κάνει όμως τη διαφορά στην ‘‘εκλογή’’ ενός μετάλλου ή οποιουδήποτε άλλου αντικειμένου ως νομίσματος, είναι το αν εκφράζει κοινωνικό κύρος και διαθέτει κοινωνική βαρύτητα.
[Μεταξύ πολλών παραδειγμάτων αναφέρουμε:]
Σε μια εργασία του που πέρασε απαρατήρητη [The Evolution of modern money, 1901), ο W.W. Carlile σημείωνε πως όλα τα πολυποίκιλα αντικείμενα που χρησιμοποιήθηκαν ή χρησιμοποιούνται ακόμη ως νομίσματα, υπήρξαν κυριολεκτικά (ή εξακολουθούσαν παράλληλα να χρησιμοποιούνται και σαν) ‘‘στολίδια’’, κοσμήματα −δηλαδή αντικείμενα αποκλειστικά κοινωνικής αξίας και όχι χρηστικά αντικείμενα, προορισμένα για την ικανοποίηση βιολογικών αναγκών του ανθρώπου. (…)
Όπως αναφέρει ο Ossendwoski στο λεξικό της αξιοσημείωτης εθνογραφικής μονογραφίας του Hommes, bêtes et dieux [Άνθρωποι, ζώα και θεοί, 1922], η λέξη hatyk αναφέρεται σ’ ένα κομμάτι από λευκό ή κίτρινο μετάξι που προσφέρεται σαν δώρο στους φιλοξενούμενους, τους αρχηγούς, τους λάμας και τους θεούς, και σημαίνει επίσης νόμισμα (αξίας περίπου 2-3 γαλλικών φράγκων). (…)
Ο J.L. Laughlin μάς θυμίζε πως οι πρώτοι άποικοι στις μετέπειτα Η.Π.Α. χρησιμοποιούσαν σαν νόμισμα στις ανταλλαγές τους με τους Ινδιάνους ιθαγενείς τα wampum, που ήταν ζώνες ή κολλιέ από διάφορα κοχύλια και τα οποία χρησιμοποιούνταν σαν νόμισμα όχι μόνον επειδή ήταν κοσμήματα αλλά κι επειδή είχαν χρησιμοποιηθεί σαν ‘‘ενθύμια’’ για να θυμίζουν σπουδαία γεγονότα. (…)
Ο Louis Capitan [στο Le travail en Amérique avant et après Colombe∙ Η εργασία στην Αμερική πριν και μετά τον Κολόμβο, 1930] επισημαίνει ότι στο Μεξικό θεωρούσαν πως ο χρυσός και το ασήμι −που τα χρησιμοποιούσαν και για τα νομίσματα− είχαν θεϊκές ιδιότητες, γι’ αυτό και όποιος έκλεβε χρυσάφι ή ασήμι τιμωρούνταν με θάνατο. Πίστευαν μάλιστα ότι οι ιδιότητες αυτές μεταβιβάζονταν μυστηριωδώς στους χρυσοχόοους, που τα εργάζονταν. (…)
Ο De Groot [The religious system of China, 1892] αναφέρει, πως οι αρχαίοι Κινέζοι εβαζαν κομματάκια χρυσάφι (όχι χρυσά νομίσματα) στο στόμα των νεκρών, επειδή πίστευαν ότι ο χρυσός (αλλά και άλλες ουσίες) εμπόδιζε την αποσύνθεση. Ενώ οι αρχαίοι Έλληνες, επειδή δεν καταλάβαιναν αυτή την ιεροτελεστεία, την ερμήνευσαν σαν πρώιμοι ‘‘βολταιρικοί’’, θεωρώντας ότι το χρυσάφι αυτό χρησίμευε στους νεκρούς για να πληρώσουν τον Χάροντα.
Σε τελική ανάλυση, κι εμείς στον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό μας όταν τοποθετούμε τάματα από χρυσό ή ασήμι στους ναούς, δεν αναρωτιόμαστε αν το κάνουμε επειδή αυτά τα μέταλλα έχουν αξία και γι’ αυτό ταιριάζει να τα προσφέρουμε στο Θεό, ή ότι έχουν αξία επειδή ήταν πάντοτε υλικά που τα αφιερώναμε στους θεούς κι έτσι, κατά κάποιον τρόπο, αντανακλούν ή ακόμα και έχουν μέσα τους κάτι από τη θεϊκή υπόσταση; (…)
Γ.
Αν τώρα, από μια εντελώς διαφορετική πλευρά, εξετάσουμε με ποιο τρόπο μπορεί να λειτουργήσει ένα αντικείμενο ως νόμισμα στην ανταλλαγή εμπορευμάτων, θα διαπιστώσουμε ότι δεν μπορεί να είναι ένα εμπόρευμα όπως όλα τα άλλα. Απλοποιώντας, ας πάρουμε μια αγορά στην οποία συναντώνται και ανταλλάσσονται 5 εμπορεύματα, α, β, γ, δ και ε. Για να καθοριστεί ένα σύστημα τιμών σε αυτή την αγορά, θα πρέπει οι σχέσεις ανταλλαγής να εκφραστούν σε ένα αριθμό εξισώσεων ίσο προς το αριθμό των αγνώστων που είναι οι τιμές αυτών των 5 εμπορευμάτων. Οι σχέσεις ανταλλαγής τους μπορούν να γραφτούν απλά ως εξής:
f(α) = f(β)
f(β) = f(γ)
f(γ) = f(δ)
f (δ)= f(ε)
Όμως αυτό το σύστημα των 5 εξισώσεων μπορεί να προσδιορίσει, πέρα από τις σχετικέςτιμές αυτών των εμπορεύματων, ένα σύστημα τιμών τους; Αν υποθέσουμε ότι θέλουμε να προσδιορίσουμε 3 διαφορετικά ύψη, ενός δέντρου, μιας εκκλησίας κι ενός καμπαναριού, αρκεί να ξέρουμε ότι το καμπαναριό έχει διπλάσιο ύψος από το δέντρο και πενταπλάσιο από την εκκλησία; Δεν αρκεί. Ακόμα κι αν γνωρίζουμε λοιπόν τις σχέσεις ανάμεσα στις τιμές των 5 εμπορευμάτων μας [π.χ. η τιμή του β είναι διπλάσια από την τιμή του α, η τιμή του γ είναι τριπλάσια από την τιμή του β, κ.ο.κ.], θα οδηγούμαστε πάντοτε σε ένα σύστημα 4 εξισώσεων με 5 αγνώστους. Επομένως, για να καθορίσουμε ένα σύστημα τιμών στη συγκεκριμένη αγορά, χρειαζόμαστε και μια πέμπτη εξίσωση, ανεξάρτητη είτε από κάποιες από τις προηγούμενες 4, είτε από όλες τους.
Για να φτιάξουμε όμως αυτή την πέμπτη εξίσωση, θα πρέπει να συναρτήσουμε μία από τις σχετικές τιμές αυτών των 5 εμπορευμάτων με έναν όρο διαφορετικό και ανεξάρτητο από τις 5 σχετικές τιμές. Αυτός ο διαφορετικός και ανεξάρτητος όρος θα είναι ο νομισματικόςόρος. Ειδάλλως δεν μπορεί να υπάρξει σύστημα τιμών και επομένως αγορά.
Να λοιπόν γιατί είναι λάθος να θεωρούμε, ότι το νόμισμα είναι κι αυτό ένα εμπόρευμα. Ακόμα κι αν, παρ’ όλα αυτά, επιμένουμε να ονομάζουμε εμπόρευμα το χρυσό ή το ασημένιο νόμισμα, θα πρέπει τουλάχιστον να παραδεχτούμε ότι πρόκειται για ένα μοναδικό, εντελώς ξεχωριστό εμπόρευμα, ένα εμπόρευμα που διαθέτει μια ιδιαίτερη ιδιότητα, η οποία όχι μόνο το ξεχωρίζει από τα όλα άλλα, αλλά και το αντιπαραθέτει προς αυτά. Είναι όμως λογικό να εξακολουθήσουμε να χρησιμοποιούμε το ίδιο όνομα −εμπόρευμα− για δυο εντελώς διαφορετικές, ακόμα κι αντιτιθέμενες μεταξύ τους, πραγματικότητες; (…)
Δ.
Με βάση όλα όσα είπαμε μέχρι τώρα, προκύπτει άραγε πως είναι εντελώς αναγκαίο να αναγνωρίζεται πάντοτε ως νόμισμα το μεταλλικό νόμισμα, που είναι φτιαγμένο από κάποιο πολύτιμο μέταλλο ή από ένα κράμα με βάση ένα πολύτιμο μέταλλο; Ασφαλώς όχι! Είδαμε άλλωστε, ότι πολλά άλλα αντικείμενα χρησίμευσαν και χρησιμεύουν ακόμα σαν νομίσματα.  Όμως, όπως είδαμε, είχαν όλα τους ένα κοινό χαρακτηριστικό: ότι ήταν πάντοτε, στο κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο λειτούργησαν ως νομίσματα, αντικείμενα επενδεδυμένα με μια εξω-οικονομική, μαγική, θρησκευτική, ηθική αξία.
Ως προς αυτό το χαρακτηριστικό τους λοιπόν, θεωρούμε ότι τα κάθε λογής νομίσματα ‘‘εκλέχτηκαν’’ για να αναλάβουν τη λειτουργία που περιγράψαμε πιο πάνω, δηλαδή της μονάδας μέτρησης που είναι ανεξάρτητη από τις σχετικές τιμές των εμπορευμάτων επειδή ακριβώς αντιπροσωπεύει μια μη-οικονομική αξία.
Ε.
Βέβαια, με την ανάπτυξη της σύγχρονης οικονομίας, η οικονομική αξία έχασε το θρησκευτικό χαρακτήρα της. Μήπως λοιπόν είναι υπερβολικό να θεωρούμε ως βάση κάθε συστήματος τιμών στις προηγμένες οικονομίες κάποιο υπόλειμμα μαγικοθρησκευτικής προκατάληψης (ήδη αποξενωμένο μάλιστα από τα θρησκευτικά πιστεύω και τις θρησκευτικές πρακτικές αυτών των προηγμένων κοινωνιών), όσο μεγάλο κι αν είναι πράγματι αυτό το υπόλειμμα; Δεν είναι σαν να θεωρούμε ως αναγκαία και κεντρικά για την άσκηση της σύγχρονης Ιατρικής τα (οπωσδήποτε διόλου αμελητέα) απομεινάρια των προκαταλήψεων των πρακτικών των μάγων των πρωτόγονων κοινωνιών; (…)
Ο μόνος τρόπος για να απαντήσουμε αυτό το πρόβλημα, είναι πρώτα-πρώτα να δούμε με ποιον τρόπο, σε τέτοιου τύπου ‘‘λαϊκές’’ [μη-θρησκευτικές] οικονομίες, έχουν λειτουργήσει νομισματικά συστήματα που δεν στηρίζονται στα πολύτιμα μέταλλα. […] Η λειτουργία τέτοιου τύπου νομισμάτων είναι εξαιρετικά διδακτική, διότι πρόκειται για νομίσματα διπλής προέλευσης:
1.      προέλευσης οικονομικής, όπως π.χ. τα ‘νομίσματα’ που κυκλοφορούν σε ομάδες νέων που δεν μπορούν να έχουν ικανές ποσότητες μεταλλικών νομισμάτων αλλά ταυτόχρονα χρειάζονται κάποιου είδους νόμισμα για να κανονίζουν τις μεταξύ τους συναλλαγές∙ και
2.      προέλευσης έξω-οικονομικής, όταν σε περίπτωση εθνικής κρίσης, είτε εσωτερικής είτε λόγω πολέμου,  το κράτος έχει άμεση ανάγκη από χρήματα που δεν μπορούν να καλυφθούν από τους φόρους ή με δανεισμό, οπότε παρατηρείται η κυκλοφορία νέων νομισματικών μέσων.
[Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις], η παρούσα όσο και πολύ περισσότερο η μελλοντική αξία αυτών των νομισμάτων δεν είναι αποτέλεσμα θετικών, στατιστικών προσδιορισμών, αλλά είναι απλώς και μόνο θέμα εκτίμησης, γνώμης, πεποίθησης, δηλαδή με δυο λόγια ζήτημα ‘εμπιστοσύνης’ (ή δυσπιστίας). Μιας εμπιστοσύνης που δεν κάθεται κανείς να την αναλύσει διεξοδικά για να δει αν στέκει, και που γι’ αυτό το λόγο είναι ίσως ακόμα πιο ισχυρή −κοντολογής, μιας ολικής συναισθηματικού τύπου εμπιστοσύνης, μιας πίστηςσε εκείνους που έχουν εκδώσει το συγκεκριμένο νόμισμα, πίστης στο μέλλον τους ή το μέλλον της χώρας, αν είναι χώρα αυτή που το εξέδωσε. (…)
Βέβαια αυτή η πίστη-εμπιστοσύνη δεν είναι ο μοναδικός παράγοντας εκτίμησης αυτών των νομισμάτων. Με μια πρώτη ματιά, φαίνεται να παίζει ρόλο −τουλάχιστον για τον άνθρωπο της πιάτσας− και η μάζα αυτών των νομισματικών μέσων. Όμως και πάλι, αυτό που λογαριάζει ο άνθρωπος της πιάτσας δεν είναι μόνο η τωρινή μάζα του συγκεκριμένου νομίσματος όσο, κυρίως, η μελλοντική μάζα όπως την προβλέπουν με τη βοήθεια εκτιμήσεων, πιθανολογιών, εκτιμώμενων δυνατοτήτων. Κι αυτό, ας το υπογραμμίσουμε, θα μπορούσε να είναι και ο τρόπος με τον οποίον καθορίζονται πάντοτε οι τιμές όλων των εμπορευμάτων −και πραγματικά, η πρόβλεψη για τη μελλοντική ποσότητα του τάδε εμπορεύματος (σε συνάρτηση και με τη μελλοντική του ζήτηση) επηρεάζει τη τύχη του στην αγορά εξίσου ή και περισσότερο από την τωρινή προσφορά και ζήτησή του. (…)
Αυτός λοιπόν ο παράγοντας, που αφορά στη μελλοντική κατάσταση του συγκεκριμένου νομισματικού μέσου, δεν είναι παράγοντας που καθορίζεται ή μπορεί να καθοριστεί με τη χρήση των μαθηματικών πιθανοτήτων. Είναι παράγοντας που έχει να κάνει με την εκτίμηση,  η οποία δεν είναι θέμα λογικής πρόβλεψης αλλά, και πάλι, εμπιστοσύνης (ή δυσπιστίας). (…)
Επομένως, η αξία και αυτών των ‘‘λαϊκών’’ νομισμάτων δεν θεμελιώνεται σε κάποια φυσικά ή ποσοτικά στοιχεία, τα οποία υποτίθεται πως συναρτώνται μεταξύ τους με μια μαθηματική σχέση μέτρησης. Απεναντίας, προκύπτει από εκτιμήσεις, πιθανολογίες, πιστεύω, έκφραση εμπιστοσύνης ή δυσπιστίας. Κι αν αυτή η πίστη, η εμπιστοσύνη ή δυσπιστία επιδρούν πολύ πραγματικά πάνω στα ίδια τα υλικά στοιχεία της οικονομικής ζωής, αυτό συμβαίνει επειδή δεν πρόκειται για υποκειμενικά συναισθήματα.
Η λογική και συνάμα συναισθηματική παράσταση που λέγεται νόμισμα, δεν γεννιέται λοιπόν από κάποια νηφάλια και σοφά άτομα (που όπως είδαμε δεν είναι σε θέση να κατανοήσουν τις πραγματικές συμπεριφορές του χρήματος), αλλά από ομάδες, συλλογικότητες, έθνη. Είναι μια παράσταση κοινωνική.Ο χαρακτήρας  και ο ρόλος του νομίσματος είναι εξόχως αντικειμενικοί, ακριβώς επειδή το χρήμα είναι μια κοινωνική πεποίθηση και πίστη, και επομένως μια κοινωνική πραγματικότητα.
ΣΤ.
Μελετώντας την αντικειμενική εξέλιξη του χρήματος, είδαμε πως ο χρυσός, το ασήμι και άλλα αντικείμενα έγιναν νομίσματα στο βαθμό που ήταν επενδεδυμένα με μια ανώτερη δύναμη πάνω στους ανθρώπους και τα πράγματα, σύμφωνα με κάποια κοινωνικά πιστεύω θρησκευτικού και μαγικού χαρακτήρα. Ακόμα και στις σημερινές κοινωνίες μας, που λέμε πως είναι οικονομικά ανεπτυγμένες, αυτό το μακρυνό υπόστρωμα δεν είναι καθόλου αμελητέο και εξακολουθεί να επιδρά πάνω μας, πολύ περισσότερο μάλιστα στο βαθμό που δεν το συνειδητοποιούμε και αποφεύγουμε να το αναλύσουμε. (…)
Εξαιτίας του εξω-οικονομικού κύρους τους, τα πολύτιμα μέταλλα και τα αντικείμενα που χρησιμοποιήθηκαν και χρησιμοποιούνται σαν νομίσματα επιβλήθηκαν και επιβάλλονται πάνω στους ανθρώπους ακόμα και στην ίδια την οικονομική σφαίρα. Σιγά-σιγά αυτό το μαγικό κύρος μετατέθηκε και συγκεντρώθηκε ως κύρος οικονομικό, δύναμη απόκτησης υπηρεσιών και πραγμάτων με αντάλλαγμα το συγκεκριμένο νόμισμα. Με ποιο τρόπο; Επειδή ακριβώς ο πωλητής αυτών των υπηρεσιών και πραγμάτων θεώρησε ότι, έχοντας αποκτήσει το χρήμα, απέκτησε τη δύναμή του πάνω στους ανθρώπους και τα πράγματα. Κι αυτή η δύναμη θεωρήθηκε τέτοια, επειδή την ίδια στιγμή ήταν δύναμη καθολική, δηλαδή επειδή με το χρήμα είχε κανείς τη δύναμη πρόσβασης ‘‘in commercio’’ σε όλα τα αγαθά −με άλλα λόγια, επειδή η δύναμη του χρήματος έχει πέραση σε κάθε κοινωνία που το έχει υιοθετήσει και επομένως παρουσιάζεται σαν μια δύναμη που εκτείνεται στο άπειρο μέλλον. (…)
Σε τι λοιπόν στηρίζεται η πίστη σε αυτό το πράγμα, ‘‘που δεν χρησιμεύει σε τίποτε άλλο πέρα από το ότι έχει τη δύναμη ιδιοποίησης όλων των πραγμάτων’’, αν όχι στην κοινή γνώμη, στην πεποίθηση ότι αντιπροσωπεύει μια ανώτερη δύναμη κι αξία, και μάλιστα ότι έτσι συνέβαινε από αρχαιοτάτων χρόνων; (…)
Ζ.
Πρέπει λοιπόν, αντιστρέφοντας τη λογική που έχει επικρατήσει μέχρι τώρα, να τονίσουμε ότι αυτό που συγκαλύπτει τα πραγματικά οικονομικά φαινόμενα, δεν είναι το χρήμα και το νόμισμα, όπως πιστεύεται, αλλά απεναντίας η προσπάθεια να εξετάσουμε τα φαινόμενα αυτά βάζοντας σε δεύτερη μοίρα ή παραβλέποντας το χρήμα. (…)
Οφείλουμε επιτέλους να πραγματευτούμε το νόμισμα σαν ένα γεγονός(…) το οποίο είναι αυτό που είναι και δρα όπως δρα επειδή είναι μια κοινωνική πραγματικότητα.»
Σημ. του H.S. Δύσκολο πολύ να μεταφερθεί με αποσπάσματα το πνεύμα ενός τόσο πυκνού κειμένου (τα 7 μέρη στα οποία το χώρισα, δεν αντιστοιχούν σε αυτά του πρωτότυπου κειμένου). Ωστόσο πρόκειται για μια μελέτη εντελώς απαραίτητη για το «φάκελό» μας με θέμα την αξία, το χρήμα και τη μαγεία. Νομίζουμε ότι μιλάει από μόνη της και δεν χρειάζεται να πούμε κάτι περισσότερο, εκτός ίσως από τη σημασία που έχει η απόρριψη της ιδέας ότι η χρηματική ανταλλαγή προήλθε, σαν μια «βολικότερη» μετεξέλιξή του, από τον αντιπραγματισμό -και γενικότερα η απόρριψη της ιδέας ότι ο άνθρωπος κινείται κι αποφασίζει με γνώμονα το «βολικότερο».

Καλό Σαββατοκύριακο!

Στα Παιδιά


29 Kasım 2014 Cumartesi

αφού φαγαμε το Μέλλον των παιδιών μας ...

τώρα  τρωμε και τον Δεκέμβρη τους 

δειτε ξανά αυτό το κειμενο μεσα απο το φως της τωρινης μετακαταναλωτικής εμπειρίας: Καταναλώνω, άρα υπάρχω Από τον ΘΑΝΑΣΗ ΓΙΑΛΚΕΤΣΗ Κυκλοφόρησε πρόσφατα στη Γαλλία το τελευταίο βιβλίο του Ζιλ Λιποβετσκί με τίτλο «Le bonheur paradoxal» (Gallimard, 2006). Ο γάλλος φιλόσοφος μελετάει τις αντιφάσεις της σύγχρονης καταναλωτικής κοινωνίας και επικρίνει πολλές μονοδιάστατες και απλουστευτικές ερμηνείες της.





Από τον ΘΑΝΑΣΗ ΓΙΑΛΚΕΤΣΗ

Κυκλοφόρησε πρόσφατα στη Γαλλία το τελευταίο βιβλίο του Ζιλ Λιποβετσκί με τίτλο «Le bonheur paradoxal» (Gallimard, 2006). Ο γάλλος φιλόσοφος μελετάει τις αντιφάσεις της σύγχρονης καταναλωτικής κοινωνίας και επικρίνει πολλές μονοδιάστατες και απλουστευτικές ερμηνείες της.

«Το βιβλίο μου είναι μια προσπάθεια να απελευθερώσω τον καταναλωτή από αισθήματα ενοχής», εξηγεί ο Λιποβετσκί μιλώντας στο ιταλικό περιοδικό «L' Espresso». Και συνεχίζει: «Υπάρχει μια ολόκληρη διανοητική παράδοση, τόσο της δεξιάς όσο και της αριστεράς, που δαιμονοποιεί πάντα την κατανάλωση, χαρακτηρίζοντάς την αποκλειστικά με αρνητικό τρόπο. Η παράδοση του καθολικισμού την κατηγορεί ότι απομακρύνει τους ανθρώπους από την πίστη και από την Εκκλησία. Για την αριστερά αντιπροσωπεύει την παντοδυναμία του χρήματος, την ιδιωτικοποίηση της ζωής και την άρνηση της πολιτικής στράτευσης. Υπάρχουν έπειτα και εκείνοι που αποδίδουν στον καταναλωτισμό την ευθύνη για τον κυρίαρχο κομφορμισμό και τη μαζοποίηση, χωρίς να ξεχνάμε και τους άλλους που τον κατηγορούν ότι είναι ένας από τους πιο αποτελεσματικούς φορείς του σύγχρονου μηδενισμού. Η καταναλωτική κοινωνία, όμως, μας έβγαλε οριστικά από τον 19ο αιώνα και έπαιξε ένα βασικό ρόλο στη διαδικασία εκδημοκρατισμού της κοινωνίας.

Υπήρξε ένας φορέας αυτονόμησης της ύπαρξης. Πίσω από τον μαζικό καταναλωτισμό υπάρχει το γεγονός ότι τα πρόσωπα γίνονται άτομα προικισμένα με μια μεγάλη αυτονομία σε σχέση με τους θεσμούς και τις κοινωνικές ομάδες. Δεν μπορούμε, για παράδειγμα, να σκεφτούμε τον γαλλικό Μάη του '68, την απελευθέρωση των ηθών, το φεμινιστικό κίνημα και τη σεξουαλική απελευθέρωση χωρίς να λογαριάσουμε τον ηδονισμό που εμφανίστηκε μαζί με τον καταναλωτισμό».

Με δυο λόγια, δεν υπάρχει ελευθερία χωρίς κατανάλωση. Και αντίστροφα, όποιος προτείνει μια σπαρτιατική κοινωνία, στην πραγματικότητα δεν θέλει μια κοινωνία βασιζόμενη στα ατομικά δικαιώματα και στην ελεύθερη επιλογή των πολιτών. Το αληθινό πρόβλημα, σύμφωνα πάντα με τον Λιποβετσκί, δεν είναι η υπερβολή στην κατανάλωση αλλά ο αυξανόμενος αριθμός εκείνων που αποκλείονται από αυτήν. «Σήμερα στη Δύση υπάρχουν νέες ζώνες φτώχειας απολύτως ανησυχητικές. Και σε έναν κόσμο που κυριαρχείται από τον καταναλωτισμό, όποιος αποκλείεται από αυτόν είναι σαν να μην υπάρχει».

Στον Μποντριγιάρ, που είχε καταγγείλει την καταναλωτική κοινωνία ως έναν κόσμο κυριαρχούμενο από την αλλοτρίωση των υποκειμένων και από την απουσία στοχασμού, ο Λιποβετσκί απαντάει ότι δεν είναι πλέον έτσι. Αντίθετα, μάλιστα, ο τουρμποκαταναλωτισμός, ακριβώς επειδή αυξάνει υπέρμετρα τις δυνατότητες επιλογής του ατόμου, προκαλεί την εμφάνιση πιο προσεκτικών και περισσότερο κριτικών καταναλωτών, οι οποίοι πριν αγοράσουν σκέφτονται, αξιολογούν, πληροφορούνται.

Η κατανάλωση «έχει γίνει προβληματική, το εμπόρευμα δεν είναι πλέον αθώο και η αγορά του δεν γίνεται μόνον παρορμητικά».

Ο άνθρωπος-καταναλωτής του 21ου αιώνα είναι ένας ελεύθερος και προσεκτικός άνθρωπος, ο οποίος -διαφορετικά από όσα υποστηρίζουν όσοι παρουσιάζουν την καταναλωτική κοινωνία σαν το βασίλειο της έλλειψης αυθεντικότητας- δεν αγοράζει πλέον για να αναγνωριστεί από τους άλλους ή για να διακριθεί σε σχέση με μιαν ομάδα. Η λογική του status symbol υπάρχει ακόμα, αλλά δεν είναι πλέον η κυριότερη κινητήρια δύναμη των αγορών.

«Σήμερα κυριαρχεί μια λογική αναζήτησης συγκινήσεων και εμπειριών. Οι άνθρωποι καταναλώνουν για τον εαυτό τους και για την απόλαυσή τους. Η κατανάλωση είναι προσωποποιημένη και όχι υποχρεωτικά επιδεικτική. Η κυρίαρχη λογική είναι προσανατολισμένη προς τους εαυτούς μας περισσότερο παρά προς το βλέμμα των άλλων. Η εμπορική λογική επιβάλλει βέβαια παντού μια συμπεριφορά που λειτουργεί πάντα σε συνάρτηση με τη σχέση κόστους-ωφέλειας. Στο παρελθόν ορισμένες επιλογές υπαγορεύονταν από την παράδοση, από τη θρησκεία, την πολιτική ιδεολογία, την ηθική, το σύστημα αξιών. Σήμερα, όμως, ο πολίτης-καταναλωτής συμπεριφέρεται πάντα όπως στο σουπερμάρκετ, συγκρίνοντας τις διάφορες προσφορές και επιλέγοντας την πιο συμφέρουσα. Θέλει ένα αποτέλεσμα αντίστοιχο με την επένδυση».

Ο Λιποβετσκί αρνείται να δαιμονοποιήσει τον καταναλωτισμό, αλλά ταυτόχρονα παίρνει αποστάσεις και από κάθε άκριτη απολογία της καταναλωτικής κοινωνίας. Το δεύτερο μέρος του βιβλίου του φωτίζει τις αντιφάσεις που απειλούν εκ των ένδον τον υποτιθέμενο καταναλωτικό παράδεισο στον οποίο ζούμε. Και επισημαίνει ότι η ευτυχία που μας υπόσχεται η κατανάλωση δεν έρχεται ποτέ. «Τα έχουμε όλα, είμαστε ελεύθεροι, μπορούμε να προμηθευτούμε το καθετί σε οποιαδήποτε στιγμή κι ωστόσο είμαστε αβέβαιοι και δυστυχισμένοι».

Για να εξηγήσει αυτή την αντίφαση, ο Λιποβετσκί υπογραμμίζει ότι ο κυρίαρχος ατομικισμός έχει αποδυναμώσει και έχει κάνει πιο εύθραυστα τα άτομα. «Η καταναλωτική κουλτούρα άλλαξε ριζικά την εκπαίδευση και την κοινωνικοποίηση των ατόμων, τα οποία φαίνεται να είναι αφοπλισμένα, ανίκανα να αντιδράσουν στις αντιξοότητες και στις απογοητεύσεις. Είναι τέκνα της κουλτούρας του ηδονισμού, της άμεσης απόλαυσης με κάθε τίμημα και σίγουρα δεν έχουν συνηθίσει στην αυταπάρνηση και στην αναμονή».

Τίποτα δεν μας βεβαιώνει, όμως, ότι αυτός ο καταναλωτικός πολιτισμός θα διαρκέσει αιώνια. Λέει ο Λιποβετσκί: «Αν κάποτε βγούμε από αυτό το σύστημα αυτό θα συμβεί χάρη σε μια ριζική πολιτισμική στροφή, σε μιαν αλλαγή αξιών. Ο καταναλωτικός ηδονισμός θα χάσει την πρωταρχική του θέση. Τις αξίες τις δημιουργούν οι άνθρωποι. Και καθώς το τωρινό σύστημα, μολονότι ικανοποιεί πολλές επιθυμίες, δεν μας ικανοποιεί πλήρως, θα έρθει η μέρα που οι άνθρωποι θα επινοήσουν κάτι άλλο. Στο παρελθόν εξάλλου διάφοροι πολιτισμοί έζησαν με βάση αξίες πολύ διαφορετικές από εκείνες της ξέφρενης κατανάλωσης». 7 - 23/07/2006

Μια περιεκτική παρουσιαση του Εργου του Ζ ..Μπαουμαν απο τον Γ. Σιακαντάρη στην Βιβλιοθήκη της ''Ε''




ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΖΙΓΚΜΟΥΝΤ ΜΠΑΟΥΜΑΝ
Ο άνθρωπος ως εμπόρευμα
ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΙΑΚΑΝΤΑΡΗ






Αποσπασμα :


'' Η κοινωνιολογική σκέψη του Μπάουμαν είναι σε ευθεία αντιπαράθεση με τον «κατεστημένο» κοινωνιολογικό λόγο, αφού αυτό που τον ενδιαφέρει δεν είναι το πώς λειτουργούν τα δομικά συστήματα,

αλλά κυρίως

πώς βιώνουν οι άνθρωποι τις σχέσεις τους μέσα στα συστήματα,

πώς οι παγκόσμιες στρατηγικές κυριαρχίας έχουν άμεσο αντίκτυπο στις ιδιωτικές πτυχές των ανθρώπινων σχέσεων και πώς μεταβάλλονται οι ζωές των ανθρώπων.




Η σκέψη του Μπάουμαν αποτελεί ένα σύγχρονο κατηγορητήριο κατά του «εξαναγκαστικού» εκσυγχρονισμού.

Στο στόχαστρό του συμπεριλαμβάνονται οι «παράπλευρες απώλειες» της εκσυγχρονιστικής διαδικασίας και όχι ο εκσυγχρονισμός.

Πιο σωστά, μέμφεται εκείνους τους εκσυγχρονισμούς οι οποίοι αδιαφορούν για τα θύματα που γεννούν και μετατρέπουν την καταγραφή της φτώχειας, της υπόταξης και του κοινωνικού αποκλεισμού σε αρνητική αξιολόγηση για όσους συμπεριλαμβάνονται στις παραπάνω κατηγορίες.


Ο Μπάουμαν δεν είναι κήρυκας της επιστροφής στις κλειστές κοινότητες και στις κοινωνίες που η αρχή συγκρότησής τους βρίσκεται πέρα από τον άνθρωπο. Αντιθέτως, η κριτική του, κυρίως στις «Σπαταλημένες ζωές» (Εκδόσεις «Κατάρτι», μτφρ.: Μάρκος Καρασαρίνης), εστιάζει στο γεγονός της μετάβασης από την κοινωνία των παραγωγών (πρώτη νεωτερικότητα) στη σύγχρονη καταναλωτική κοινωνία (δεύτερη ή ρευστή νεωτερικότητα),


μετάβαση η οποία συνοδεύεται, όχι από την αναβάθμιση του ανθρώπου,

αλλά από τη μετατροπή των «υπεράριθμων» και «περιττών ανθρώπων» σε απορρίμματα.




Με πολύ εύστοχο τρόπο δείχνει πως στην πρώτη νεωτερικότητα ήταν ο σχεδιασμός που δημιουργούσε τους «περιττούς», ενώ στη ρευστή εποχή μας είναι η έλλειψη μόνιμων σκοπών που δημιουργεί τα «ανθρώπινα απορρίμματα».




Είναι άλλο ζήτημα η κριτική των Ζίγκμουντ Μπάουμαν (κριτική στη ρευστή κοινωνία), Ρίτσαρντ Σένετ (κριτική στην παρακμή της δημόσιας ζωής και της κουλτούρας του καπιταλισμού), Λιούις Μάμφορντ (κριτική στα τεχνολογικά συστήματα ισχύος και στην τεχνοκρατία) και Κρίστοφερ Λας (κριτική στις ελίτ, την αξιοκρατία και τη μαζική επικοινωνία)


και άλλο ο εγκλωβισμός κάποιων θαυμαστών τους που άκριτα προσχωρούν σε ιδεολογικά μοντέλα προνεωτερικής σκέψης.




Ο εκσυγχρονισμός, σύμφωνα με τους προαναφερθέντες, υψηλού επιπέδου στοχαστές, αντικατέστησε την έκλυτη και απειθάρχητη ιστορία με μια ιστορία λογικά σχεδιασμένη και πειθαρχημένη.


Ταυτοχρόνως όμως δημιούργησε και κοινωνικές συσσωματώσεις που «πετάχτηκαν» έξω από τον πυρήνα των σύγχρονων κοινωνιών. Δεν απορρίπτουν όμως τον εκσυγχρονισμό για χάρη των παραδοσιακών κοινοτικών μορφών ζωής και συστημάτων, ούτε αδιαφορούν για την τομή δημοκρατίας και ολοκληρωτισμού.


Αυτό που επιδιώκουν είναι να προκαλέσουν τις αριστερές δυνάμεις να καταλάβουν πως ο αδιάφορος για τα θύματά του εκσυγχρονισμός αποτελεί στην ουσία την άρνηση της νεωτερικότητας.


Αυτοί δεν καταδικάζουν την ιδέα της προόδου. Αυτή την ιδέα τη θεωρούν μια αρχικά απελευθερωτική ιδέα, αφού είναι αυτή που αποτίναξε τις σκουριασμένες αλυσίδες που είχαν αλυσοδέσει το ανθρώπινο πνεύμα. Ούτε βεβαίως αρνούνται τον ρόλο και τη χρήση της επιστήμης. Αυτό που αμφισβητούν είναι πως κάθε επιστημονική και τεχνολογική πρόοδος συνοδεύεται από δεδομένα οφέλη για τον άνθρωπο, ανεξάρτητα από τις πολιτικές που ακολουθούνται.

Ταυτοχρόνως δεν διστάζουν να συγκρίνουν και να αξιολογούν πολιτισμικές και τεχνολογικές παραδόσεις, αλλά και δεν σταματούν να διακηρύσσουν πως κάθε καινοτομία δεν μπορεί να γίνεται δεκτή χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι κοινωνικές της επιπτώσεις. Βεβαίως τα όρια ανάμεσα στην κριτική του εκσυγχρονισμού και στην απόρριψη της νεωτερικότητας είναι πολύ δυσδιάκριτα. Αυτό οδηγεί ακόμα και στοχαστές τέτοιου επιπέδου να μετατρέπουν πολλές φορές την επιθυμητή κριτική σε συντηρητικό νοσταλγισμό.




Για να επανέλθουμε στον Μπάουμαν στο «Η εργασία, ο καταναλωτισμός και οι νεόπτωχοι» (εκδόσεις «Μεταίχμιο», μτφρ.: Κων/νος Γεωρμάς) και στο «Ρευστή αγάπη» (εκδόσεις «Εστία», μτφρ.: Γιώργος Καράμπελας) αναλύει τις συνέπειες των παγκόσμιων στρατηγικών κυριαρχίας στις ιδιωτικές πτυχές των ανθρώπινων σχέσεων.


Στον κόσμο της ρευστής νεωτερικότητας ο κανόνας είναι πως τίποτα δεν είναι μόνιμο, σταθερό και συνεχές.

Οι ανθρώπινες σχέσεις όχι μόνο δεν εξαιρούνται απ' αυτόν τον κανόνα, αλλά αποτελούν και το κατεξοχήν πεδίο επιβεβαίωσής του.

Σ' αυτόν τον κόσμο κυρίαρχες δεν είναι οι σταθερές σχέσεις, αλλά οι δεσμοί που στηρίζονται στο «δίκτυο».

Ο άνθρωπος της ρευστής κοινωνίας έχει απολέσει κάθε κοινωνική δεξιότητα και ικανότητα.

Είναι ένας άνθρωπος που φοβάται τη μείξη (μειξιφοβία) και τη σχέση με τους διαφορετικούς απ' αυτόν.

Ο χωρίς ιδιότητες άνθρωπος της πρώτης νεωτερικότητας εκτοπίζεται από τον άνθρωπο χωρίς δεσμούς.



Στο βιβλίο του «Παγκοσμιοποίηση, οι συνέπειες για τον άνθρωπο» (εκδόσεις «Πολύτροπο», μτφρ.: Χρήστος Βαλλιάνος) εστιάζει τον φακό του κοινωνιολόγου στις αόρατες πλευρές της παγκοσμιοποίησης.

Σκοπός του είναι να καταδείξει τη διπλή και αντιφατική πλευρά της παγκοσμιοποίησης. Αυτό που για ορισμένους σημαίνει ελευθερία κίνησης στον χώρο, γι' άλλους αποτελεί μια διαδικασία περιχαράκωσης σε τοπικές παραμέτρους.

Μια τέτοια εξέλιξη σε έναν διαρκώς κινούμενο χώρο «αποτελεί σημάδι κοινωνικής στέρησης και υποβάθμισης...''


--------------------------------------------------------------------------------------------------



βλ επισης στο ιδιο αφιερωμα :



ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΖΙΓΚΜΟΥΝΤ ΜΠΑΟΥΜΑΝ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΕΙ ΣΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΜΑΣ:
* «Ο πολιτισμός ως πράξη», μετάφραση: Γιάννης Σκαρπέλος, «Πατάκης», 1994.* «Και πάλι μόνοι. Η ηθική μετά τη βεβαιότητα», μετάφραση: Ρίκα Μπενβενίστε, Κώστας Χατζηκυριάκος, «Ερασμος», 1998.*


«Η μετανεωτερικότητα και τα δεινά της», μετάφραση: Γιώργος-Ικαρος Μπαμπασάκης, «Ψυχογιός», 2002.*


«Παγκοσμιοποίηση. Οι συνέπειες για τον άνθρωπο», μετάφραση: Χρήστος Βαλλιάνος, «Πολύτροπον», 2004.*


«Η εργασία, ο καταναλωτισμός και οι νεόπτωχοι», μετάφραση: Κων/νος Γεώρμας, «Μεταίχμιο», 2004.*


«Σπαταλημένες ζωές. Οι απόβλητοι της νεωτερικότητας», μετάφραση: Μάρκος Καρασαρίνης, «Κατάρτι», 2005.*


«Ρευστή αγάπη», μετάφραση: Γιώργος Καράμπελας, «Εστία», 2006.* «Ρευστός φόβος», μετάφραση: Γιώργος Καράμπελας, «Πολύτροπον», 2007.ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 27/02/2009

ο Καρλ Κορς για τους ''χυδαίους'' μαρξιστές και την Μαρξικη θεωρια του κρατους και Δικαιου


''O Καρλ Κορς ονομάζει χυδαίους μαρξιστές όσους αρνουνται την πραγματικότητα των ιδεολογιών όσους αντιλαμβάνονται την πραγματικότητα των λεγόμενων ''πνευματικών ''φαινόμενων με ένα καθαρά αφηρημένο, αρνητικό και μη διαλεκτικό τρόπο'' Ο Μαρξ τόνιζε πάντα ότι αυτή η ''υπερβατική αφαίρεση'' του κρατους και της πολιτικής δράσης ήταν θέση μη υλιστική και συνεπώς ανεπαρκής στο θεωρητικό πεδίο και επικίνδυνη στο πρακτικό''Στην υλιστική σύλληψη της ιστορίας ,όχι μόνο η οικονομική δομή της κοινωνίας πού είναι η υλική βάση όλων των άλλων ιστορικών και κοινωνικών φαινόμενων αλλά ακόμη και το Δίκαιο και Tο Κρατος αποτελούν πραγματικότητα.'' Δίπλα στο κοινωνικό είναι και γίγνεσθαι θα έπρεπε να συμπεριλαμβάνεται η κοινωνική συνείδηση στις διάφορες εκδηλώσεις της και να θεωρείται ως στοιχείο πραγματικό αν και ιδεατό της όλης ιστορικης πραγματικότητας. ''




[ Κ Κορς . ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ/ΥΨΙΛΟΝ 1981/ σ53--57

Ο Νικόλας Σεβαστάκης για την θεωρία του F. Jameson και τον μεταμοντερνισμό/ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ: Η ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ "ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΤΟΜΟ"


Ο Νικόλας Σεβαστάκης για την θεωρία του F. Jameson και τον μεταμοντερνισμό

Απόσπασμα από τις σελ. 25-26  του βιβλίου:
[σελ. 25] (…) Είναι γνωστό ότι ειδικά στην εργασία του Jameson, η οποία αφορά κατά κύριο λόγο τις μητροπόλεις της Δύσης, ο “μεταμοντερνισμός” αποτιμάται ως η κυρίαρχη πολιτισμική λογική στις κοινωνίες του ύστερου πολυεθνικού καπιταλισμού. Αντίθετα, ο μοντερνισμός, ως σύνθετο αισθητικό, πολιτικό και ιδεολογικό φαινόμενο στενά συνδεδεμένο με την πρώιμη και μέση περίοδο του καπιταλισμού, θεωρείται πλέον ως [σελ. 26] ένα πολιτισμικό κατάλοιπο στις ώριμες δυτικές κοινωνίες. Η κριτική ακτινογραφία των χαρακτηριστικών του μεταμοντερνισμού, έτσι όπως την προτείνει ο Jameson, δεν αφήνει περιθώρια για κάποια θετική αξιολόγηση της συμβολής του στο ύφος και στους προσανατολισμούς της σημερινής εποχής. Δεν υφίσταται εδώ η διάκριση στην οποία έχουν προβεί άλλοι σύγχρονοι μελετητές μεταξύ ενός “αντιστασιακού” και ενός αντιδραστικού μεταμοντερνισμού, όπου ο μεν πρώτος αποδομεί τις αφηγήσεις της νεωτερικότητας με σκοπό να ιχνηλατήσει νέους τόπους αντίστασης, ενώ ο δεύτερος εκθειάζει και αποδέχεται άκριτα τις αυθόρμητες διεργασίες της πολιτιστικής βιομηχανίας του όψιμου καπιταλισμού. Τα ιδιάζοντα χαρακτηριστικά τα οποία υπερτονίζει ο Jameson σε σχέση με τον μεταμοντερνισμό είναι τα εξής:
1. ένα είδος ιστορικής αμνησίας και αδιαφορίας,
2. η καθήλωση σε ένα ασυνεχές, υπερτροφικό και διεσταλμένο παρόν,
3. το αμάλγαμα και η παρωδία της “συμπαράθεσης” και της εκλεκτικής ανάμειξης των υφών στα έργα τέχνης, στη σκέψη και στη θεωρία,
4. η αποθέωση του καταναλωτισμού και του φετιχισμού του εμπορεύματος στη σφαίρα της καθημερινότητας.
Είναι προφανές πως αυτά τα χαρακτηριστικά δεν αφήνουν αμφιβολίες για το βασικό συμπέρασμα του συγγραφέα ότι ο μεταμοντερνισμός όχι μόνο αναπαράγει αλλά και εντατικοποιεί τη λογική του καταναλωτικού καπιταλισμού. Η πολιτισμική λογική του μεταμοντερνισμού φαίνεται, επιπλέον, να υπονομεύει τις δυνατότητες μιας έλλογης κριτικής και αντιπαράθεσης στις σύγχρονες και καθορισμένες από το πολυεθνικό κεφάλαιο κοινωνικές σχέσεις. Η κυριαρχία του μεταμοντερνισμού συνοδεύεται από ένταση της κρίσης όλων των προσπαθειών για έλλογους σχεδιασμούς με στόχο τη συστημική αλλαγή. (…)
Διαβάστε επίσης:

αναδημοσιευω το παρακάτω κειμενο που ειδα στου Lenin Reloaded οχι γιατι συμφωνω η διαφωνώ αλλά γιατι νομίζω οτι ειναι ερέθισμα για μια συζητηση :Κριτική στην «αντιμνημονιακή» ρητορεία περί αντισυνταγματικότητας

Κριτική στην «αντιμνημονιακή» ρητορεία περί αντισυνταγματικότητας

 

Κριτική στην «αντιμνημονιακή» ρητορεία περί αντισυνταγματικότητας

Εισαγωγικό σημείωμα:

Ακολουθεί άρθρο που έστειλε στο ιστολόγιο ο αναγνώστης "Πετροπόλεμος". Το δημοσιεύω ως αξιόλογο και διεισδυτικό σε ορισμένα θεμελιακά σημεία, διατυπώνοντας όμως τις ρητές αντιρρήσεις μου για την διαφαινόμενη σύμφυρση Μπένγιαμιν, Σμιτ και Αγκάμπεν, παρά τις ρητές ιδεολογικοπολιτικές διαφορές ανάμεσα στη δικαιϊκή αντίληψη του πρώτου και του δεύτερου (σύμφυρση για την οποία, κατά τη δική μου γνώμη έχει σοβαρές ευθύνες ο τρίτος). Ας πούμε απλώς ότι ο Σμιτ δεν "διαμαρτύρεται" ποτέ ενάντια στην "κατάσταση εξαίρεσης", ούτε γράφει για να την κριτικάρει, αλλά αντίθετα, για να την καταστήσει συνώνυμη μιας ντεσιζιονιστικής θεωρίας της κυριαρχίας της οποίας είναι ο ίδιος ιδεολογικός φορέας και εκπρόσωπος, και η οποία, αν δεν ήταν εξ αρχής προορισμένη για να νομιμοποιήσει το φασιστικό κράτος, το έκανε αμέσως άμα τη ιστορική εμφανίσει του. Τόσο η νεανική "Κριτική της βίας" του Μπένγιαμιν, όσο και η αναφορά του σε μια "πραγματική κατάσταση εξαίρεσης" που θα βάλει τέλος στην μετατροπή της φασιστικής εξαίρεσης σε νόρμα, απ' την άλλη, είναι σαφέστατα απόπειρες μιας εκ των ένδον αποδόμησης της νομικοπολιτικής θεωρίας του Σμιτ, ή, το λιγότερο, μιας ρητά αντικρατικιστικής εκδοχής της (και ο Σμιτ είναι πάνω από όλα κρατικιστής). 

Κι επειδή είχα κάνει σε σχόλιο μια αναφορά στην ανάγκη διασαφήνισης ενός όρου που έχει γίνει του συρμού στην Ελλάδα, του όρου "πολιτική θεολογία": Η έννοια ως τέτοια είναι καθαρά συντηρητική πολιτικά και είναι εντελώς ανάρμοστο να χρησιμοποιείται για να περιγράψει οποιοδήποτε έργο πραγματεύεται την πολιτική ενώ περιέχει επίσης αναφορές στη θεολογία, ή που πραγματεύεται τη θεολογία πολιτικά. Ένα έργο για την πολιτική θεολογία είναι ένα έργο για την θεολογική νομιμοποίηση της πολιτικής εξουσίας: μπορεί να είναι κριτικό για αυτή την τάση, όπως είναι ο ακόμα έντονα φοϊερμπαχιανός Μαρξ σε ό,τι αφορά την πολιτική θεολογία της Φιλοσοφίας του Δικαίου του Χέγκελ, ή όπως είναι ο Μπένγιαμιν της "Κριτικής της βίας", έργου κάθε άλλο παρά προσανατολισμένου στην σύνδεση της πολιτικής νομιμότητας με το θείο. Μπορεί, απ' την άλλη, να μην είναι καθόλου κριτικό για αυτή την τάση, και άρα να είναι ουσιαστικά το ίδιο μετουσίωση της πολιτικής θεολογίας που πραγματεύεται, όπως ξεκάθαρα είναι το έργο του ακροδεξιού Καθολικού Καρλ Σμιτ της Πολιτικής Θεολογίας (1922), ή όπως πιθανώς να ήταν αυτό του ούλτρα εθνικιστή, αντικομμουνιστή και αυταρχικού συντηρητικού Ερνστ Καντόροβιτς, συγγραφέα του Τα δύο σώματα του βασιλιά. Ένα δοκίμιο για την μεσαιωνική πολιτική θεολογία (1957): ο όρος ως τέτοιος έχει μια τάση να απαντάται σε συντηρητικούς πολιτικά συγγραφείς. Η μπορεί να μην είναι καν έργο πολιτικής θεολογίας, όπως είναι το Άγιος Παύλος του Μπαντιού, που είναι ουσιαστικά μια φιλοσοφική αλληγορία για την πολιτική στράτευση υπό τον μανδύα της βιογραφίας μιας θρησκευτικής φιγούρας, δεν έχει δηλαδή καν σχέση με την έννοια της θεολογικής νομιμοποίησης της πολιτικής εξουσίας. 
LR
--------------------
Κριτική στην «αντιμνημονιακή» ρητορεία περί αντισυνταγματικότητας

Από την πρώτη στιγμή, κατά την οποία η καπιταλιστική κρίση «θεσμικοποιήθηκε» με την ένταξη της Ελλάδος στο μηχανισμό στήριξης και την υπογραφή των δανειακών συμβάσεων, αναπτύχθηκε εκ μέρους των φορέων της σοσιαλδημοκρατικής και ρεφορμιστικής αντίληψης μία ρητορεία περί αντισυνταγματικότητας των νομοθετημάτων, τα οποία θεσπίσθηκαν κατ’ αυτήν την διαδικασία. Το βασικό επιχείρημα αυτής της αντίληψης έχει να κάνει με την προβολή της αντίθεσης των μέτρων στο γράμμα και το πνεύμα του Συντάγματος.

Από νομικοδογματική άποψη, δηλαδή κρινόμενη αυτή η ρητορεία υπό τα κριτήρια της επίσημης/ακαδημαϊκής επιστήμης του δικαίου και συνταγματικής θεωρίας, το παραπάνω επιχείρημα ερείδεται επί μίας διασταλτικής και τελολογικής ερμηνείας συγκεκριμένων άρθρων του Συντάγματος, τα οποία σύμφωνα πάλι με την ακαδημαϊκή νομική επιστήμη, κατοχυρώνουν αυτό που αποκαλείται «κοινωνικό κράτους δικαίου» (με κορυφαίο το άρθρο 25 Συντάγματος). Στην ρητορεία αυτή, πέρα από πολιτικές δυνάμεις και «προσωπικότητες», σχεδόν από την πρώτη στιγμή προσχώρησαν και φορείς της θεσμικής/επίσημης νομικής σκέψης, όπως είναι διακεκριμένοι ακαδημαϊκοί συνταγματολόγοι (ενδεικτικά αναφέρονται: Κατρούγκαλος, Δημητρόπουλος, Χρυσόγονος κα) και οι Δικηγορικοί Σύλλογοι με προεξάρχων αυτόν της Αθήνας. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι κατά τη συνεδρίαση στην Βουλή της 12/2 ο εκπρόσωπος του Συριζα (Π. Λαφαζάνης), προκειμένου να τεκμηριώσει νομικά την ένσταση αντισυνταγματικότητας, την οποία υπέβαλε, κατέθεσε στα πρακτικά κοινή δήλωση των παραπάνω συνταγματολόγων. Συγχρόνως εντός της κοινότητας των νομικών έχει διαμορφωθεί μια ρητορική σύμφωνα με την οποία τα Μνημόνια και οι σχετιζόμενοι με αυτά νόμοι, συγκροτούν ένα «Παρασύνταγμα». Σημειώνουμε ότι η έννοια του «Παρασυντάγματος» είναι φορτισμένη πολιτικά και ιστορικά, καθ’ όσον την εισήγαγε ο συνταγματολόγος Αλιβιζάτος, προκειμένου να περιγράψει τα νομοθετήματα και τις συντακτικές πράξεις «έκτακτης ανάγκης» και «κατάστασης εξαίρεσης», τα οποία θεσπίσθηκαν επί εμφυλίου πολέμου και συνέχισαν να εφαρμόζονται ακόμα και μετά την ψήφιση του Συντάγματος του 1956, εξ ου και όρος «Παρασύνταγμα», ο οποίος δηλώνει ένα κατά κάποιο τρόπο σκιώδες Σύνταγμα, το οποίο υπάρχει (στην σκέψη του Αλιβιζάτου) αντιπαραθετικά και υπονομευτικά απέναντι στο λεγόμενο τυπικό Σύνταγμα, το οποίο προέρχεται από την «λαϊκή και εθνική κυριαρχία».

Αν θέλαμε να εμβαθύνουμε περισσότερο σε αυτή τη σκέψη, θα λέγαμε ότι οι φορείς της διακρίνουν μία «κατάσταση έκτακτης ανάγκης», η οποία οδηγεί επί της ουσίας σε αναστολή του τυπικού Συντάγματος. Και από εδώ αρχίζει και η αμιγώς πολιτική ρητορεία περί «εκτροπής», «κοινοβουλευτικών πραξικοπημάτων», «μεταμοντέρνας δικτατορίας» κλπ.

Βασική μας θέση, την οποία τεκμηριώνουμε παρακάτω, είναι ότι η παραπάνω ρητορική πάσχει πρώτα απ’ όλα πολιτικά, αλλά και από νομική άποψη.

Μία από τις κορυφαίες σχολές νομικής και δικαιικής σκέψης στον 20ο αιώνα, την οποία θεμελίωσε ο γερμανός νομικός Carl Schmitt, με τις παραδοχές της οποίας συνδιαλέχθη ο Walter Benjamin, αλλά και ο Kafka και την οποία εμπλουτίζει μετασχηματίζοντάς την στις μέρες μας ο ιταλός Giorgio Agamben, καθιστά ως κομβική έννοια για την κατανόηση και την κριτική του δικαίου ως ιστορικού «φαινομένου», την έννοια της κατάστασης εξαίρεσης. Δεν θα αναφερθούμε αναλυτικά στην έννοια και σε τι κοινωνικά και δικαιικά φαινόμενα και θεσμούς, αυτή ενσωματώνει- εξ άλλου υπάρχουν στα ελληνικά διαθέσιμες μεταφράσεις των σχετικών έργων των παραπάνω στοχαστών. Θα αρκεσθούμε όμως να πούμε κάπως κωδικά και σχεδόν συνθηματολογικά, ότι η «κατάσταση εξαίρεσης» είναι εκείνη η απόφαση ενός συστήματος ταξικοπολιτικής Κυριαρχιας, σύμφωνα με την οποία, μέσω της αναστολής του δικαίου, ο άνθρωπος και η ζωή του εν τέλει αφήνονται παντελώς έκθετοι απέναντι στο δίκαιο και την βιο-πολιτική. Ο Βenjamin, όπως και ο Agamben διαπιστώνουν ότι η κατάσταση εξαίρεσης σε συνθήκες καπιταλισμού τείνει να γίνει ο κανόνας, τείνει εν ολίγοις να καταστεί μια σταθερή τεχνική διακυβέρνησης (governance) εκ μέρους της αστικής εξουσίας. Γι’ αυτό εξάλλου, όπως παρατήρησε κι ο Schmitt, ο αστικός συνταγματισμός προστρέχει να «συνταγματοποιήσει» και να θεσμικοποιήσει την κατάσταση εξαίρεσης, δηλαδή να καταστήσει δίκαιο την ίδια την αναστολή του δικαίου. Τρανό παράδειγμα συνταγματοποίσης της «κατάστασης εξαίρεσης» ήταν το άρθρο του Συντάγματος της Βαϊμάρης. Στο δικό μας σύνταγμα το νομικό ανάλογο είναι το άρθρο το οποίο θεσπίζει την δυνατότητα κήρυξης κατάστασης πολέμου και πολιορκίας.

Έχουμε στην Ελλάδα σήμερα ενεργοποίηση μίας τέτοιας κατάστασης; Η απάντησή μας είναι όχι. Και αυτό προκύπτει πρώτα απ’ όλα εμπειρικά, αλλά και νομικά.

Δεν έχουμε στην Ελλάδα ένα νομικό φαινόμενο αναστολής δικαίου, το οποίο παράγει με αυτοτελή τρόπο βιοπολιτική. Αυτό το είχαμε πχ στην Δημοκρατία της Βαϊμάρης, το είχαμε στο Νταχάου και στην Μακρόνησο, το είχαμε στις ΗΠΑ μετά τις 11/11/2001, το έχουμε στο Γκουαντάναμο και το Αμπού Γκράιμ-αλλά όχι εδώ. Το δίκαιο και η δικαιοσύνη στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή, δεν αναστέλλονται, εμβαπτίζονται σε συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης, δηλαδή προσπαθούν να εγκολπώσουν μέσα στον ταξικό τους χαρακτήρα τους μετασχηματισμούς της κοινωνικής ζωής και των κοινωνικών σχέσων, τις οποίες διαμορφώνει η καπιταλιστική κρίση. Με βάση τα παραπάνω είμαστε αναγκασμένοι να δηλώσουμε ότι σήμερα δεν έχουμε στην Ελλάδα την εκδίπλωση ενός νομικού φαινομένου, το οποίο λαμβάνει τα χαρακτηριστικά μιας «κατάστασης εξαίρεσης», ούτως ώστε αυτή η έννοια να καταστεί συνισταμένη της κριτικής μας στα Μνημόνια κλπ.

Συνεπώς εγείρεται το ερώτημα του αν ο Βενιζέλος είχε δίκιο όταν στην συνεδρίαση της Βουλής της 12/2, αντικρούοντας την κοινή δήλωση των συνταγματολόγων περί αντισυνταγματικότητας, είπε ότι αυτή η δήλωση αποτελεί πολιτική τοποθέτηση και όχι συστηματική-νομικοδογματική ανάλυση και κριτική, η οποία να τεκμηριώνει αντισυνταγματικότητα. Από την άποψη του αστικού συνταγματισμού και της ακαδημαϊκής επιστήμης, ο Βενιζέλος είχε δίκιο. Και πάνω σε αυτό έρχεται να δέσει η σχετική τοποθέτηση του εκπροσώπου του ΚΚΕ (Θ. Παφίλης), ο οποίος είπε ότι «την όλη κουβέντα για την αντισυνταγματικότητα θα πρέπει να την παρακολουθήσουν οι εργαζόμενοι, για να καταλάβουν τι είναι το Σύνταγμα και η ερμηνεία του».

Αν προεκτείνουμε την τοποθέτηση του Παφίλη στη σφαίρα της επιστήμης του δικαίου, τότε θα πρέπει να πούμε, ότι ο Παφίλης διαπίστωσε ότι η ερμηνεία του Συντάγματος και συνεπακόλουθα και το ίδιο το Σύνταγμα δεν αποτυπώνει πρωτίστως ένα ταξικοπολιτικό συσχετισμό, αλλά μία ταξικοπολιτική Κυριαρχία, συνεπώς η ερμηνεία, η οποία αναπτύσσεται εντός των ορίων του Συντάγματος (είτε γίνεται από τη σκοπιά του «μνημονίου» είτε του «αντιμνημονίου») κινείται μέσα στα όρια της δοσμένης ταξικοπολιτικής Κυριαρχίας, την οποία το Σύνταγμα όχι απλά αποτυπώνει, αλλά την καθιστά Κράτος.

Από αυτό ακριβώς το σημείο θα πρέπει να ξεκινήσει η κριτική μας, από τη σχέση δηλαδή αστικού Συντάγματος και αστικού Κράτους. Αυτοί, οι οποίοι αντιλαμβάνονται το Σύνταγμα ως ένα ερμητικό κειμενικό σύστημα, το οποίο επιδέχεται ερμηνειών είτε προς όφελος της μίας είτε της άλλης τάξης, σιωπηρά συναινούν στο ότι το Κράτος δεν είναι κυριαρχική σχέση της μιας τάξης απέναντι στην άλλη, αλλά (στην πιο αριστερόστροφη εκδοχή), είτε προϊόν συσχετισμού, είτε ακόμα μία ηγεμονική συνθήκη.

Συνεπώς θα πρέπει να πούμε ότι αυτό που χρειαζόμαστε δεν είναι μια κριτική της (δήθεν) αντισυνταγματικότητας των Μνημονίων, αλλά κριτική στο ίδιο το αστικό Σύνταγμα, όχι απλά ως κειμενικό σύστημα πρωτευόντων κανόνων δικαίου, αλλά ως του πρωτεύοντος (σύμφωνα με τον Hans Kelsen) κανόνα δικαίου, ο οποίος θεσμοποιεί την ταξικοπολιτική Κυριαρχία για να την καταστήσει Κράτος (σύμφωνα με τον Λένιν).

Επίσης (κι αυτό αφορά την αλτουσεριανή αντίληψη και την δεξιά ανάγνωση πάνω στον Γκράμσι) το Σύνταγμα δεν είναι πρώτα απ’ όλα οργανικό στοιχείο ηγεμονίας ή ακόμα ένας ΙΜΚ. Δεν είναι δηλαδή μια σχέση, η οποία είτε συνδέει είτε αντιδιαστέλει το Κράτος απέναντι στην κοινωνία ή το εκάστοτε κόμμα απέναντι στην εκάστοτε τάξη. Αντιθέτως είναι η θεσμοποίηση της σχέσης εκείνης, σύμφωνα με την οποία η κυρίαρχη τάξη αναγορεύει με πανηγυρικό και τελετουργικό μάλιστα τρόπο τον εαυτό της σε Κράτος, επι-κυρώνει δηλαδή μετασχηματισμούς, οι οποίοι ήδη έχουν συντελεσθεί στην σφαίρα της παραγωγής και των συγκεκριμένων κοινωνικών σχέσεων. Για να ξεφύγουμε από την θεωρία, θα θέσουμε το ακόλουθο πολιτικό δίλημμα:

Επιθυμούμε την νεκρανάσταση της σοσιολδημοκρατικής/φορντικής ερμηνείας του αστικού Συντάγματος και την αναπαράσταση του αστικού Κράτους ως «ρύθμιση», η οποία ενσωματώνει στις λειτουργίες του Κράτους τον ταξικό ανταγωνισμό και προκρίνει τον λεγόμενο «ρεφορμισμό των εισοδημάτων» (όπως εισηγήθηκε ο Keynes), ή μία κομμουνιστική κριτική στο αστικό Σύνταγμα και στη μορφή Κράτος; Η ίδια η προλεταριακή εργασία ως ελεύθερη, ανέλεγκτη και δημιουργική δύναμη, ως ζωντανή μορφοπλαστική φωτιά έχει προ πολλού αναδείξει τα ιστορικά όρια του αστικού Κράτους και του Συντάγματός του, έχει προ πολλού αντιπαραβάλει την πρακτική της χαράς απέναντι στην μιζέρια της ακαδημαϊκής ερμηνείας.

Τελειώνουμε με το εξής:

Στα πλαίσια της «αντιμνημονιακής» συνταγματικής σκέψης προβάλλεται η ανάγκη ενεργοποίησης της συνταγματοποίσης του λεγόμενου «δικαιώματος αντίστασης», το οποίο περιέχεται παραδοσιακά στα ακροτελεύτια άρθρα των αστικών Συνταγμάτων (στην Ελλάδα στο άρθρο 120, στο προηγούμενο Σύνταγμα στο άρθρο 114). Πρόκειται κατά τη γνώμη μας για μία ρητορεία, η οποία χρειάζεται με την σειρά της κριτική. Και τούτο διότι οι αριστεροί εμπνευστές αυτής της άποψης προφανώς δεν έχουν αναλογισθεί ότι η αναστολή του δικαίου, το οποίο αυτοί τόσο υποστηρίζουν θα γίνει –αν είναι να γίνει- με επίκληση σε αυτό το άρθρο, του οποίου αποζητούν την ενεργοποίηση. Είναι μια ρητορεία, η οποία κουβαλάει νερό στο μύλο της ύπουλης και επικίνδυνης αστικής προπαγάνδας περί «συνταγματικού τόξου», είναι μια ρητορεία, η οποία με έναν αντεστραμμένο τρόπο νομιμοποιεί την ενδεχόμενη άρση των νομικών εγγυήσεων στο πεδίο των κεκτημένων λαϊκών ελευθεριών. Πέρα όμως από αυτό τίθεται και ένα ευρύτερο ζήτημα:

Θα πρέπει να σταματήσει ο «αριστερός» νομικός να επιδιώκει να ενσωματώνει την ταξική πάλη στα πλαίσια της φαινομενολογίας της αστικής νομιμότητας και της έννομης τάξης. Δεν εννοούμε ότι θα πρέπει να καλέσει πχ σε ένοπλη επαναστατική πάλη κλπ ή σε τυπικά έκνομες δραστηριότητες-αυτό θα το κρίνει η εργατική τάξη και ο πολιτικός της φορέας, αλλά ότι θα πρέπει να αρχίσει να κάνει λόγο για την διαδικασία εκείνη, σύμφωνα με την οποία η ταξική πάλη δημιουργεί τέτοιες σχέσεις, πάνω στις οποίες το καπιταλιστικό δίκαιο και η αστική εξουσία δεν έχουν πλέον καμία αρμοδιότητα…. Μια μέρα η ανθρωπότητα θα παίξει με το δίκαιο, όπως τα παιδιά παίζουν με τα άχρηστα αντικείμενα, όχι για να τους ξαναδώσουν την κανονική τους χρήση, αλλά για να τα απελευθερώσουν οριστικά από αυτήν.
----------------------------------

Υπέρ και κατά της επισφάλειαςΤης Judith Butler. /πηγη Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ/ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ

Υπέρ και κατά της επισφάλειας


Της Judith Butler. 
Στην εποχή μας, ολοένα και περισσότεροι οργανισμοί δημοσίου συμφέροντος δομούνται σύμφωνα με τις αρχές της νεοφιλελεύθερης σχολής της οικονομικής επιστήμης - συμπεριλαμβανομένων σχολείων και πανεπιστημίων καθώς και οργανισμών δημόσιων υπηρεσιών.
Σε μία εποχή που όλο και περισσότεροι άνθρωποι χάνουν τα σπίτια τους, τις συντάξεις τους και τις προοπτικές τους για εργασία, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την ιδέα ότι μερικοί πληθυσμοί θεωρούνται αναλώσιμοι. Υπάρχει η βραχυπρόθεσμη εργασία, ή μορφές ελαστικής εργασίας σύμφωνα με τις αρχές του μετα-Φορντισμού βασιζόμενες στην αναλωσιμότητα και τη δυνατότητα αντικατάστασης των εργαζόμενων πληθυσμών,  που ενισχύονται από τις κυρίαρχες νοοτροπίες για την ιατρική και κοινωνική ασφάλιση που υποστηρίζουν ότι ο ορθολογισμός της αγοράς θα πρέπει να ορίζει ποιων η υγεία και η ζωή πρέπει να προστατεύονται και ποιων όχι. Ένα ισχυρό παράδειγμα όλων αυτών παρουσιάστηκε σε μερικούς από εμάς σε εκείνη τη συνάντηση του κινήματος Tea Party όπου κάποιο μέλος υποστήριξε ότι όσοι έχουν μία σοβαρή ασθένεια και δε μπορούν να πληρώσουν ιατρική ασφάλιση θα πρέπει απλά να πεθάνουν. Μία κραυγή χαράς διαπέρασε το πλήθος, σύμφωνα με δημοσιευμένες μαρτυρίες. Εικάζομαι πως ήταν το είδος της κραυγής χαράς που συνήθως συνοδεύει την έναρξη πολεμικών εκστρατειών ή μορφές εθνικιστικής έξαρσης. Αν, όμως, αυτό συνιστούσε για κάποιους μία περίσταση χαράς, πρέπει να είναι ακριβώς λόγω της πίστης ότι εκείνοι που δεν κερδίζουν αρκετά ή έχουν μία επισφαλή θέση εργασίας δεν έχουν δικαίωμα σε ιατρική περίθαλψη, καθώς και ότι κανένας εκ των υπολοίπων δεν είμαστε υπεύθυνοι γι’ αυτούς τους ανθρώπους.
Υπό ποιες οικονομικές και πολιτικές συνθήκες αναδεικνύονται τέτοιες περιχαρείς μορφές σκληρότητας; Η ιδέα περί ευθύνης που έχει αυτό το πλήθος πρέπει να αντικρουστεί χωρίς, όπως θα διαπιστώσετε, να παραιτηθούμε από την ιδέα της πολιτικής ηθικής. Επειδή, αν καθένας από εμάς είναι υπεύθυνος μόνο για τον εαυτό του και όχι για τους άλλους, και αν αυτή η ευθύνη είναι πρώτα απ’ όλα μία ευθύνη να γίνουμε οικονομικά αυτάρκεις υπό συνθήκες που υπονομεύουν σε δομικό επίπεδο την αυτάρκεια, τότε μπορούμε να δούμε ότι αυτή η νεοφιλελεύθερη ηθική απαιτεί την αυτάρκεια ως ηθική ιδέα την ίδια στιγμή που προωθεί την καταστροφή αυτής ακριβώς της πιθανότητας σε οικονομικό επίπεδο. Εκείνοι που δεν έχουν τη δυνατότητα να πληρώνουν ιατρική ασφάλιση αποτελούν ένα μόνο τμήμα του πληθυσμού που θεωρείται αναλώσιμο. Εκείνοι που εντάσσονται στο στρατό με την υπόσχεση εργασίας και την ανάπτυξη δεξιοτήτων, στέλνονται σε εμπόλεμες ζώνες όπου δεν υπάρχει σαφές επιχειρησιακό πλάνο και όπου οι ζωές τους μπορούν να καταστραφούν, είναι επίσης αναλώσιμα τμήμα του πληθυσμού. Επαινούνται ως ζωτικής σημασίας για το έθνος τη στιγμή που οι ζωές τους θεωρούνται περιττές. Και όλοι εκείνοι που βλέπουν το διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών, που θεωρούν ότι έχουν χάσει πολλές μορφές ασφάλειας και προοπτικής, νιώθουν εγκαταλελειμμένοι από μία κυβέρνηση και μία πολιτική οικονομία η οποία σαφώς αυξάνει τον πλούτο για τους πολύ λίγους εις βάρος του γενικού πληθυσμού.
Οπότε ερχόμαστε στο δεύτερο σκέλος. Όταν άνθρωποι κατεβαίνουν μαζικά στους δρόμους, ένα είναι σαφές: υπάρχουν ακόμα, επιμένουν, συγκεντρώνονται και δείχνουν ότι η κατάστασή τους είναι κοινή. Ακόμα και όταν δεν εκφέρουν λόγο ή δεν παρουσιάζουν ένα σύνολο αιτημάτων προς διαπραγμάτευση, θεσπίζεται η έκκληση για δικαιοσύνη. Τα συγκεντρωμένα σώματα «λένε» δεν είμαστε αναλώσιμοι, ανεξάρτητα από το αν χρησιμοποιούν λέξεις την εκάστοτε στιγμή. Αυτό που λένε είναι ότι είμαστε ακόμη εδώ, επιμένουμε, απαιτούμε περισσότερη δικαιοσύνη, απελευθέρωση από την αβεβαιότητα, την πιθανότητα για μία αξιοπρεπή ζωή.
Η απαίτηση για δικαιοσύνη είναι, φυσικά, μία ισχυρή πράξη. Επίσης, κάνει κάθε ακτιβιστή να σκεφτεί το εξής φιλοσοφικό ερώτημα: τι είναι δικαιοσύνη και ποια είναι τα μέσα που μπορούν να προωθήσουν το αίτημα για δικαιοσύνη; Λένε ότι ο λόγος για τον οποίο μερικές φορές «δεν υπάρχουν αιτήματα» όταν σώματα συνευρίσκονται με τη μορφή του κινήματος Occupy Wall Street είναι ότι οποιαδήποτε λίστα αιτημάτων δεν θα ανταποκρινόταν πλήρως στο ιδανικό της δικαιοσύνης που απαιτείται. Όλοι μπορούμε να φανταστούμε δίκαιες λύσεις στο θέμα της ιατρικής περίθαλψης, της δημόσιας εκπαίδευσης, της στέγασης και της διανομής και διαθεσιμότητας τροφίμων. Με άλλα λόγια, θα μπορούσαμε να αναλύσουμε τις αδικίες και να τις παρουσιάσουμε ως σύνολο συγκεκριμένων αιτημάτων. Ίσως όμως το αίτημα για δικαιοσύνη ενυπάρχει σε κάθε ένα από αυτά τα αιτήματα και, αναγκαίως, τα ξεπερνάει. Δεν χρειάζεται να ενστερνιστούμε την πλατωνική θεωρία της δικαιοσύνης για να δούμε άλλους τρόπους με τους οποίους λειτουργεί αυτό το αίτημα. Επειδή, όταν σώματα συγκεντρώνονται για να εκφράσουν την αγανάκτησή τους και να θεσπίσουν την πληθυντική τους ύπαρξη στο δημόσιο χώρο θέτουν επίσης ευρύτερα αιτήματα. Απαιτούν αναγνώριση και εκτίμηση, εξασκούν το δικαίωμα της εμφάνισης και της άσκησης ελευθερίας, και θέτουν το αίτημα για αξιοπρεπή ζωή. Οι αξίες αυτές αποτελούν προϋπόθεση για συγκεκριμένα αιτήματα, αλλά απαιτούν επίσης μία περισσότερο θεμελιακή αναδόμηση της κοινωνικο-οικονομικής και πολιτικής μας τάξης.
Σε κάποια οικονομική και πολιτική θεωρία ακούμε περί πληθυσμών οι οποίοι υπόκεινται σε αυτό που αποκαλείται «αβεβαιοποίηση» (precarization). Η διαδικασία αυτή, που συνήθως επιφέρουν και αναπαράγουν κυβερνητικοί και οικονομικοί φορείς οι οποίοι εγκλιματίζουν με την πάροδο του χρόνου πληθυσμούς σε συνθήκες ανασφάλειας και απελπισίας (βλ. Isabell Lorey), ενσωματώνεται οργανικά στους φορείς προσωρινής εργασίας, σε αποδεκατισμένες υπηρεσίες κοινωνικής ωφέλειας, καθώς και στη γενική φθορά της κοινωνικής δημοκρατίας υπέρ επιχειρηματικών συμπεριφορών, υποστηριζόμενων από άγριες ιδεολογίες περί ατομικής ευθύνης και της υποχρέωσης για μεγιστοποίηση της ατομικής αγοραίας αξίας σαν τον ύστατο σκοπό στη ζωή. Κατά την άποψή μου, η σημαντική αυτή διαδικασία αβεβαιοποίησης πρέπει να συνοδεύεται από την κατανόηση της αβεβαιότητας ως θίγουσα συναισθηματικής δομής, όπως ισχυρίζεται η Lauren Berlant, και ως αυξανόμενη αίσθηση της αναλωσιμότητας ή περιττότητας που διανέμεται διαφορικά σε ολόκληρη την κοινωνία. Επιπρόσθετα, χρησιμοποιώ ένα τρίτο όρο, την επισφάλεια (precariousness), η οποία χαρακτηρίζει κάθε ενσώματο και πεπερασμένο ανθρώπινο ον, καθώς και τα μη ανθρώπινα όντα. Δεν πρόκειται απλώς για μία υπαρξιακή αλήθεια - καθένας από εμάς θα μπορούσε να υποστεί στερήσεις, τραυματισμό, αδυναμία ή θάνατο συνεπεία γεγονότων ή διαδικασιών εκτός του ελέγχου μας. Αποτελεί, επίσης, σε σημαντικό βαθμό γνώρισμα αυτού που θα αποκαλούσαμε κοινωνική συνοχή, των διάφορων σχέσεων οι οποίες δημιουργούν την αλληλεξάρτησή μας. Με άλλα λόγια, κανένας άνθρωπος δεν πλήττεται από την έλλειψη στέγης χωρίς την αποτυχία της κοινωνίας να οργανώσει τον τομέα της στέγασης με τρόπο ώστε να έχουν πρόσβαση σε αυτή όλοι οι άνθρωποι. Επίσης, κανένας άνθρωπος δεν πλήττεται από την ανεργία χωρίς ένα σύστημα ή μία πολιτική οικονομία η οποία αποτυγχάνει να αποτελέσει δικλείδα ασφαλείας ενάντια σε αυτή την πιθανότητα.
Αυτό σημαίνει ότι μερικές από τις πιο ευάλωτες εμπειρίες μας, κοινωνικής και οικονομικής στέρησης, αποκαλύπτουν όχι μόνο την επισφάλειά μας ως ξεχωριστά άτομα, σκέψη η οποία επίσης αναδεικνύεται, αλλά και τις αποτυχίες και ανισότητες των κοινωνικο-οικονομικών και πολιτικών θεσμών. Στην ατομική μας τρωτότητα έναντι της αβεβαιότητας ανακαλύπτουμε ότι είμαστε κοινωνικά όντα, εμπλεκόμενα σε ένα σύνολο δικτύων που είτε μας συντηρούν είτε αποτυγχάνουν να το κάνουν, ή το κάνουν μόνο περιοδικά, δημιουργώντας ένα συνεχές φάσμα απελπισίας και ένδειας. Η ατομική μας ευημερία εξαρτάται από το αν μπορούν να συσταθούν οι κοινωνικές και οικονομικές δομές που στηρίζουν την αμοιβαία μας εξάρτηση. Αυτό θα συμβεί μόνο με την ανατροπή της νεοφιλελεύθερης καθεστηκυίας τάξης, θεσπίζοντας τα αιτήματα του λαού μέσω της συγκέντρωσης σωμάτων στο πλαίσιο ενός δημόσιου, αμετανόητου, επίμονου και μαχητικού αγώνα ο οποίος αποσκοπεί στη διάλυση και ανασύνθεση του πολιτικού μας κόσμου. Ως σώματα, υποφέρουμε και αντιστεκόμαστε, και μαζί, σε διάφορες τοποθεσίες, γινόμαστε παράδειγμα εκείνης της μορφής που διατηρεί την κοινωνική συνοχή που σχεδόν έχουν καταστρέψει η νεοφιλελεύθερη οικονομική σχολη