Λακανικη αριστερα etiketine sahip kayıtlar gösteriliyor. Tüm kayıtları göster
Λακανικη αριστερα etiketine sahip kayıtlar gösteriliyor. Tüm kayıtları göster

4 Şubat 2015 Çarşamba

Το σύμπτωμα/αναδημοσίευση από το Στο ντιβάνι με το Λακάν/∞ Α π ε ι ρ 8

Το σύμπτωμα






του Kraftwerk


Βασικές έννοιες της λακανικής ψυχανάλυσης είναι το σύμπτωμα και η φαντασίωση. Αρχικά ο Λακάν εστίασε στην έννοια του συμπτώματος ενώ σταδιακά μετακινήθηκε στην έννοια της φαντασίωσης. Στο τέλος της διδασκαλίας του ο Λακάν επέστρεψε στην έννοια του συμπτώματος για να ορίσει μέσω αυτού το τέλος της ανάλυσης. Το σύμπτωμα και η φαντασίωση συνδέονται μεταξύ τους μέσα από την έννοια της jouissance. Το σύμπτωμα αποτελεί jouissance η οποία βιώνεται ως δυσαρέσκεια ενώ η φαντασίωση αποτελεί jouissance η οποία βιώνεται ως ηδονή (Σταυρακάκης,2012:102). Το σύμπτωμα είναι αυτό με το οποίο ξεκινά μια ανάλυση και για αυτό θα επικεντρωθούμε πρώτα σε αυτό πριν αναλύσουμε την έννοια της φαντασίωσης. Το σύμπτωμα αποτελεί χαρακτηριστικό κάθε υποκειμένου. Κάθε υποκείμενο έχει κάποιο σύμπτωμα το οποίο δημιουργεί δυσαρέσκεια αλλά προσφέρει ταυτόχρονα και κάποιο είδος οδυνηρής ηδονής (Σταυρακάκης,2012:103).
Το σύμπτωμα στον Φρόυντ διαφέρει στον ορισμό του από το τυπικό ιατρικό σύμπτωμα. Το φροϋδικό σύμπτωμα είναι κάτι που υπάρχει ή εμμένει εφόσον η αιτιολογία του είναι άγνωστη, είναι σωματοποιημένη άγνοια (Zizek,2006b:217). Σύμφωνα με το Φρόυντ το σύμπτωμα μπορεί να ερμηνευτεί όπως ένα όνειρο και σε σχέση με την επιθυμία. Επίσης το σύμπτωμα έχει ένα αποτέλεσμα αλήθειας. Την εμμονή ενός συμπτώματος και μετά την ερμηνεία ο Φρόυντ την αντιμετώπισε ως παράδοξο και επιχείρησε να την εξηγήσει μέσα από την ενόρμηση θανάτου (Miller,2011). Στο Λακάν συναντούμε διάφορες εννοιολογήσεις του συμπτώματος. Αρχικά το σύμπτωμα θεωρήθηκε από το Λακάν ότι αναδύεται εκεί όπου έχει συμβεί διακοπή του κυκλώματος της συμβολικής επικοινωνίας. Το σύμπτωμα εμφανίζεται όταν το υποκείμενο συμβιβάζει την επιθυμία του ή εξαιτίας της δυσλειτουργίας ή αποτυχίας του συμβολικού νόμου (Zizek,2000:116). Το σύμπτωμα θεωρείται ως παθολογικός σχηματισμός που αποτελεί εξαίρεση στην πληρότητα του συμβολικού. Το σύμπτωμα είναι κάτι που δεν έχει αρθρωθεί, που έχει απωθηθεί και αποτελεί ένα κρυπτογραφημένο μήνυμα. Το σύμπτωμα αναφέρεται στον Άλλο (τον αναλυτή στα πλαίσια της ανάλυσης) και αποζητά μια ερμηνεία. Ο αναλυτής είναι το υποκείμενο που υποτίθεται ότι γνωρίζει. Αυτό που υποτίθεται ότι γνωρίζει από τον αναλυόμενο (υποκείμενο που υποτίθεται ότι πιστεύει) είναι  το νόημα του συμπτώματος. Μέσα από την ερμηνεία το σύμπτωμα διαλύεται.
Η jouissance γίνεται κατανοητή ως ψευδής φαντασιακή πληρότητα που οδηγεί το υποκείμενο στο να αποφύγει την αλήθεια της επιθυμίας του (Zizek,2001:29). Η jouissance διαλύεται με την ερμηνεία του συμπτώματος, της απόδοσης νοήματος σε αυτό. Αυτή η προσέγγιση του νοήματος προϋποθέτει τον Άλλο ως πλήρη (Ζίζεκ,2006:133), ο οποίος αποτελεί τον εγγυητή του νοήματος. Σε αυτή τη θεώρηση Λακάν τονίζει τον κυρίαρχο ρόλο του συμβολικού. Το νόημα του συμπτώματος κατασκευάζεται αναδρομικά μέσα στην ανάλυση και δεν ανασύρεται από το παρελθόν. Η ερμηνεία παράγει την αλήθεια του συμπτώματος δηλαδή παράγει το σημαίνον πλαίσιο που δίνει στα συμπτώματα  το νόημά τους (Ζίζεκ,2006:106).
Ωστόσο αυτή η θεώρηση του Λακάν σταδιακά υποχωρεί. Το σύμπτωμα μέσα από την ανάλυση ενώ έχει ερμηνευτεί, εμμένει. Έτσι πέρα από τη συμβολική διάσταση του συμπτώματος ο Λακάν αναγνωρίζει το σύμπτωμα ως πραγματικό. Το σύμπτωμα έχει τη δομή του Ιανού, έχει δύο πρόσωπα, το πρόσωπο της αλήθειας και το πρόσωπο του πραγματικού (Miller,2011).  Το σύμπτωμα δεν αποτελεί πλέον μόνο κρυπτογραφημένο μήνυμα αλλά έχει έναν σκληρό πυρήνα μη νοήματος που δεν επιδέχεται ερμηνεία. Το σύμπτωμα ενέχει ταυτόχρονα και απόλαυση, jouissance την οποία το υποκείμενο δεν θέλει να αποποιηθεί.  Το υποκείμενο «αγαπά το σύμπτωμά του περισσότερο από τον εαυτό του» (Ζίζεκ,2006:134). Το σύμπτωμα δεν αποτελεί πια παθολογικό σχηματισμό, μια εξαίρεση του καθολικού συμβολικού νόμου. Υπάρχουν μόνο συμπτώματα και ο συμβολικός νόμος δεν είναι σε τελική ανάλυση παρά ένα ακόμη σύμπτωμα (Zizek,2000:116). Το όνομα του πατέρα είναι ένα προσποιητό, ένα σύνθωμα που δίνει συνοχή στη συμβολική τάξη. Η «διάλυση» του συμπτώματος δεν σχετίζεται πλέον με μια μη παθολογική κατάσταση επιθυμίας αλλά με την διάλυση της συμβολικής τάξης του υποκειμένου (Zizek,2000:117).
Το γλωσσικό ολίσθημα, το ανέκδοτο, το λάθος μπορούν να θεωρηθούν όπως και το όνειρο ως συμπτώματα εφόσον επαναλαμβάνονται συστηματικά. Έτσι γίνεται φανερό ότι το σύμπτωμα σχετίζεται με την επανάληψη, με ένα συμβάν που επαναλαμβάνεται. Ο Λακάν με αυτή την έννοια είπε ότι το σύμπτωμα είναι et cetera, η επιστροφή του ίδιου συμβάντος (Miller,2011), είναι το αντίθετο της έκπληξης. Κάποιος μπορεί να κάνει διαφορετικά πράγματα αναμασώντας το ίδιο. Έτσι το σύμπτωμα μπορεί να θεωρηθεί αντικείμενο φράκταλ αφού τα φράκταλ αντικείμενα δείχνουν ότι η επανάληψη του ίδιου μπορεί να δημιουργήσει τις πιο περίπλοκες και ακραίες μορφές (Miller,2011).

αναδημοσίευση από το Στο ντιβάνι με το Λακάν

17 Ocak 2015 Cumartesi

Ερνέστο Λακλάου:Γιατί τα κενά σημαίνοντα έχουν σημασία για την πολιτική; /αναδημοσιευση απο το :Στο ντιβάνι με το Λακάν

Γιατί τα κενά σημαίνοντα έχουν σημασία για την πολιτική;




Ερνέστο Λακλάου
Πηγή : Emancipation(s). London: Verso Books (1995), pp. 36-46.
Η κοινωνική παραγωγή «κενών σημαινόντων».

Ένα κενό σημαίνον είναι ένα σημαίνον χωρίς σημαινόμενο. Αυτός ο ορισμός ωστόσο αποτελεί και την άρθρωση ενός προβλήματος.  Πώς είναι δυνατό ένα σημαίνον να μην είναι συνδεδεμένο με ένα σημαινόμενο και να παραμένει  παρόλα αυτά εσωτερικό μέρος ενός συστήματος σήμανσης;  Ένα κενό σημαίνον θα ήταν μια σειρά από ήχους και  αν ο τελευταίος  διαχωριζόταν από κάθε λειτουργία σήμανσης, ο ίδιος ο όρος σημαίνον θα γινόταν υπερβολικός. Η μόνη πιθανότητα μιας ροής ήχων που έχουν διαχωριστεί από τη λειτουργία σήμανσης και παραμένουν σημαίνοντα, είναι μέσω της υπονόμευσης του σημείου, που η πιθανότητα ενός κενού σημαίνοντος ενέχει, δημιουργώντας κάτι που είναι εσωτερικό στη σήμανση. Ποια είναι αυτή η πιθανότητα;
Μερικές ψευδείς απαντήσεις θα μπορούσαν να απορριφθούν πολύ εύκολα. Κάποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι ένα σημαίνον μπορεί να διαχωριστεί από διάφορα σημαινόμενα σε διαφορετικά πλαίσια. Είναι ξεκάθαρο ότι σε αυτή την περίπτωση το σημαίνον δεν θα ήταν κενό αλλά αμφίσημο: η λειτουργία σε κάθε πλαίσιο θα ήταν πλήρως καθορισμένη. Μια δεύτερη περίπτωση είναι το σημαίνον να μην είναι αμφίσημο αλλά ασαφές:  ο υπερκαθορισμός ή ο υποκαθορισμός των σημαινομένων δεν επιτρέπουν τον πλήρη καθορισμός τους. Αυτή η ροή του σημαίνοντος και πάλι δεν το καθιστά κενό. Παρά το ότι η ροή μας πηγαίνει ένα βήμα μπροστά για να απαντήσουμε στο πρόβλημα οι όροι του  δεν προσεγγίζονται ακόμη. Δεν αντιμετωπίζουμε μια υπερβολή ή ένα έλλειμμα της σήμανσης αλλά την θεωρητική πιθανότητα ενός πράγματος που δείχνει μέσα στη διαδικασία της σήμανσης το όριο του μέσα στο λόγο.
Ένα κενό σημαίνον μπορεί να αναδυθεί μόνον όταν υπάρχει κάποια δομική αδυνατότητα στη σήμανση και μόνο αν αυτή η αδυνατότητα μπορεί να σημάνει τον εαυτό της ως ρήξη (ανατροπή, παραμόρφωση, κτλ) της δομής του σημείου.
Ξέρουμε από τον Σωσσύρ ότι η γλώσσα είναι ένα σύστημα διαφορών και ότι οι γλωσσικές ταυτότητες είναι όλες σχεσιακές και έτσι σε κάθε πράξη σήμανσης εμπλέκεται η ολότητα της γλώσσας. Απαιτείται η ολότητα της γλώσσας, εάν οι διαφορές δεν αποτελούν σύστημα τότε καμιά σήμανση δεν είναι δυνατή. Το πρόβλημα είναι ο καθορισμός των ορίων αυτού του συστήματος. Όταν σκεφτόμαστε τα όρια κάποιου πράγματος, είναι ταυτόσημο με το να σκεφτόμαστε τι είναι πέρα από αυτά τα όρια. Όταν μιλούμε για τα όρια ενός συστήματος σήμανσης είναι ξεκάθαρο ότι αυτά τα όρια δεν μπορούν να σημάνουν τον εαυτό τους αλλά πρέπει να παρουσιαστούν ως ρήξη  ή ως κατάρρευση της διαδικασίας σήμανσης. Έτσι φτάνουμε στο παράδοξο αυτό που συγκροτεί τη δυνατότητα ύπαρξης ενός συστήματος σήμανσης είναι αυτό που συγκροτεί και την αδυνατότητά του – ένα μπλοκάρισμα της συνεχούς διαδικασίας σήμανσης.
Μια πρώτη και κεφαλαιώδης συνέπεια αυτού του γεγονότος είναι  ότι τα αληθινά όρια δεν μπορούν ποτέ να είναι ουδέτερα όρια, πάντα προϋποθέτουν έναν αποκλεισμό.  Ένα ουδέτερο όριο θα ήταν ουσιωδώς συνεχές με αυτό που είναι στις δυο πλευρές του και οι δύο πλευρές είναι απλά διαφορετικές η μία από την άλλη. Μια σημαίνουσα ολότητα είναι ένα σύνολο διαφορών και αυτό σημαίνει ότι και τα δύο είναι μέρος του ίδιου συστήματος και ότι τα όρια μεταξύ των δύο δεν μπορεί να είναι όριο του συστήματος. Στην περίπτωση του αποκλεισμού έχουμε αντιθέτως αυθεντικά όρια επειδή η αναγνώριση του είναι πέρα από αυτά τα όρια θα ενέπλεκε την αδυνατότητα του τι είναι αυτή η πλευρά του ορίου. Τα αληθινά όρια είναι πάντα ανταγωνιστικά. Η λογική των ορίων αποκλεισμού έχουν συνέπειες και για τις δυο πλευρές των ορίων κάτι που θα μας οδηγήσει ευθέως στην έννοια των κενών σημαινόντων.
 1. Μια πρώτη συνέπεια του ορίου αποκλεισμού είναι ότι εισάγει μια ουσιώδης ισοδυναμία μέσα στο σύστημα των διαφορών που συγκροτούνται από αυτά τα όρια. Από την μια κάθε στοιχείο του συστήματος έχει  ταυτότητα μόνο εφόσον είναι διαφορετικό από τα άλλα: διαφορά= ταυτότητα. Από την άλλη όλες οι διαφορές είναι ισοδύναμες μεταξύ τους εφόσον όλες ανήκουν στην ίδια πλευρά του ορίου αποκλεισμού. Αλλά σε αυτή την περίπτωση η ταυτότητα κάθε στοιχείου είναι εκ συγκροτήσεως διχασμένη: από τη μια κάθε διαφορά εκφράζει τον εαυτό της ως διαφορά. Από την άλλη κάθε μια ακυρώνει τον εαυτό της  με την εισαγωγή της σε μια σχέση ισοδυναμιών με όλες τις άλλες διαφορές του συστήματος. Εφόσον υπάρχει σύστημα μόνο όταν υπάρχει ριζικός αποκλεισμός, αυτός ο διχασμός ή η ισοδυναμία είναι συγκροτητικά όλων των συστημικών ταυτοτήτων. Αν η συστημικότητα ενός συστήματος είναι το άμεσο αποτέλεσμα του ορίου αποκλεισμού είναι επειδή αυτός ο αποκλεισμός  θεμελιώνει το σύστημα ως τέτοιο.  Αυτή η παρατήρηση είναι σημαντική γιατί από αυτή εξάγεται το συμπέρασμα ότι το σύστημα δεν έχει κάποιο θετικό θεμέλιο και δεν μπορεί να θεμελιωθεί σε κάποιο θετικό σημαινόμενο. Ας υποθέσουμε ότι ένα σύστημα ήταν το αποτέλεσμα όλων των στοιχείων του που μοιράζονταν ένα θετικό χαρακτηριστικό. Σε αυτή την περίπτωση αυτό το θετικό χαρακτηριστικό θα είναι διαφορετικό από άλλα θετικά χαρακτηριστικά. Αλλά ένα σύστημα  που συγκροτήθηκε μέσω του ριζικού αποκλεισμού διακόπτει τη λογική της διαφοράς: αυτό που αποκλείεται από το σύστημα χωρίς να είναι κάτι θετικό είναι απλά η αρχή της θετικότητας- καθαρό είναι- αυτό είναι το σημαίνον της καθαρής ακύρωσης κάθε διαφοράς.

Ποιος είναι ο τόπος της μεταβίβασης; Ντόρα Περτέση . ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ::Κέντρο Ψυχαναλυτικών Ερευνών της Αθήνας:: Ινστιτούτο του Φροϋδικού Πεδίου-Λακανικός Προσανατολισμός

 
::Κέντρο Ψυχαναλυτικών Ερευνών της Αθήνας:: Ινστιτούτο του Φροϋδικού Πεδίου-Λακανικός Προσανατολισμός

Ντόρα Περτέση 
( κείμενο βασισμένο στο σεμινάριο της κας Περτέση σχετικά με τη μεταβίβαση το 2010-11) 
Πως ορίζεται η μεταβίβαση; Το 1908, ο Φρόυντ, στο άρθρο του Πέντε μαθήματα πάνω στην ψυχανάλυση, ορίζει τη μεταβίβαση μέσω της αγάπης και της επανάληψης. Το υποκείμενο επαναλαμβάνει αυτό που έχει αποτύχει, αυτό που είναι σκοτεινό, για παράδειγμα, η σχέση με τον πατέρα στην περίπτωση του Ανθρώπου με τα ποντίκια, η σχέση με το γυναικείο, στην περίπτωση της Ντόρας.
Έτσι, ο Φρόυντ σε μια μεταβιβαστική στιγμή καταλήγει να ερμηνεύσει ότι δεν έχει καμία κλίση προς τον βασανισμό και την ωμότητα, συμπεριφορές που του απέδιδε Ο άνθρωπος με τα ποντίκια. Επειδή δηλαδή δεν συμβολοποιεί την ωμότητα του πατέρα του γι’ αυτόν τον λόγο την μεταθέτει στον Φρόυντ και υπάρχει η επονομαζόμενη αρνητική μεταβίβαση, ή διαφορετικά, η μεταβίβαση ως αντίσταση στην ανάδυση της αλήθειας.
Σε ό,τι δε αφορά την περίπτωση της Ντόρας, ο Φρόυντ, επειδή ερμήνευε από τη θέση του πατέρα, δεν μπόρεσε να αντιληφθεί ότι για την Ντόρα το παιχνίδι και η σύγκρουση παιζότανε αλλού. Έτσι, της ερμηνεύει τον υποτιθέμενο έρωτά της προς τον Κο Κ. αλλά η Ντόρα λέει ότι δεν πρόκειται περί αυτού και, κάποιες συνεδρίες αργότερα, του εύχεται Καλά Χριστούγεννα και διακόπτει την θεραπεία. 
Ο Λακάν, το 1951 στο γραπτό του Παρέμβαση για τη μεταβίβαση θέτει σε αμφισβήτηση την τότε επικρατούσα άποψη περί μεταβίβασης, δηλαδή τον ορισμό της από τους μεταφρουδικούς ως το σύνολο των αρνητικών ή θετικών συναισθημάτων προς τον αναλυτή. Θεωρεί ότι η αρνητική μεταβίβαση στην περίπτωση της Ντόρας συνδέεται με τις προκαταλήψεις του Φρόυντ πάνω στη σχέση άνδρα/γυναίκας, τουτέστιν ότι η γυναίκα είναι για τον άνδρα, και ο άνδρας για τη γυναίκα. Πιο ειδικά ο Φρόυντ δεν διέκρινε επαρκώς τον διαχωρισμό, τον οποίο θα κάνει αργότερα, ανάμεσα στο αντικείμενο ταύτισης της υστερικής και το ερωτικό αντικείμενο. Προσπαθούσε εις μάτην να πείσει την Ντόρα ότι είναι ερωτευμένη με τον Κ., γεγονός που το πλήρωσε με την διακοπή της θεραπείας. Οι ανδρικές ταυτίσεις της Ντόρας που σχετίζονται με τον αδελφό της του διαφεύγουν. Αν η Ντόρα ταυτίζεται με τον Κ. αυτό δεν σημαίνει ότι είναι και ερωτευμένη μαζί του. Διότι αυτό που είναι σημαντικό γι’ αυτήν, αυτό που γι’ αυτήν συνιστά ένα μυστήριο, είναι να διασαφηνίσει την έννοια του γυναικείου, της θηλυκότητας, του τι είναι γυναίκα. Γι’ αυτό ενδιαφέρεται για το ζευγάρι των Κ. μήπως και μέσω αυτού λάβει μια απάντηση στο ερώτημά της. Το σφάλμα του Φρόυντ ήταν η προκατάληψή του και το δεδομένο ότι η γυναίκα προορίζεται για τον άνδρα.
Ο Λακάν επιτονίζει το γεγονός ότι η απρόσφορη ερμηνεία του Φρόυντ στην Ντόρα αυξάνει τις αντιστάσεις της, οι οποίες δεν οφείλονται σε κάποιο καπρίτσιο, αλλά στο γεγονός ότι ερμήνευε λανθασμένα. Τονίζει λοιπόν τη συμμετοχή του αναλυτή στο φαινόμενο της αρνητικής μεταβίβασης και δείχνει ότι με βάση αυτή ο Φρόυντ απομακρύνεται από το να δείξει κάτι της τάξεως της επιθυμία της στην Ντόρα.
Από την άλλη πλευρά θα διακρίνει τις διαφορετικές μεταβιβαστικές στιγμές στην ανάλυση της Ντόρας με βάση την έννοια της διαλεκτικής ανατροπής που έχει ως συνέπεια την ανάπτυξη της αλήθειας του υποκειμένου.  Για παράδειγμα   η πρώτη ανάπτυξη της αλήθειας, δηλαδή όσα η Ντόρα του εξιστορεί λαμβάνοντας τη θέση του θύματος, έχει ως αποτέλεσμα, μια πρώτη διαλεκτική ανατροπή : ο Φρόυντ αρνείται την παρουσίαση που του κάνει, ότι δηλαδή είναι αθώα και θύμα. Της λέει ότι για όλα όσα παραπονιέται έχει μέρος ευθύνης. Ακολουθεί μια δεύτερη ανάπτυξη της αλήθειας και μια δεύτερη διαλεκτική ανατροπή και έπεται η τρίτη ανάπτυξη της αλήθειας η οποία αποτυγχάνει να έχει ως συνέπεια μια τρίτη διαλεκτική ανατροπή. Γιατί; Διότι ο Φρόυντ αποτυγχάνει να αντιληφθεί τη συμβολική διάσταση κάποιων εξιστορήσεων της Ντόρας και ερμηνεύει λανθασμένα. Και τότε ο Λακάν σημειώνει ότι υπάρχει αντιμεταβίβαση την οποία ορίζει ως εξής: το σύνολο των προκαταλήψεων του ψυχαναλυτή. Δηλαδή ποιος είναι ο ορισμός της αντιμεταβίβασης με όρους καθαρής διαλεκτικής; Είναι το γεγονός ότι ο αναλυτής αδυνατεί να διακινήσει αυτή την διαλεκτική διαδικασία.
Εξάλλου, στο 11ο Σεμινάριο Οι τέσσερις θεμελικές έννοιες της ψυχανάλυσης ο Λακάν διέκρινε τη δομή της μεταβίβασης, διαχωρίζοντας την α) συμβολική διάσταση την οποία όρισε μέσα από το καθ’ υπόθεση της γνώσης υποκείμενο και β) τη φαντασιακή διάσταση. Έχοντας υπ’ όψην το σχήμα L του Λακάν (Ecrits σελ. 548) αντιλαμβανόμαστε ότι η συμβολική διάσταση της μεταβίβασης τοποθετείται στον συμβολικό άξονα, τουτέστιν, Sujet - Autre (Υποκείμενο- Άλλος) ενώ η φαντασιακή διάσταση στον φαντασιακό άξονα α α’ (εγώ-ιδανικό εγώ). Στο παράδειγμα της Ντόρας, οι αναπτύξεις της αλήθειας και οι διαλεκτικές ανατροπές τοποθετούνται στον συμβολικό άξονα και σχετίζονται με την ερμηνεία του Φρόυντ, ενώ η λανθασμένη ερμηνεία του έχει ως αποτέλεσμα να μετανικηθεί η διαδιακασία από τον συμβολικό άξονα προς τον φαντασιακό άξονα, με συνέπεια την πρόωρη διακοπή της ανάλυσης.

23 Aralık 2014 Salı

Γιατί οι Φτωχοι Ψηφιζουν Δεξιά ; (Στην Αμερική αλλά και εδώ;) .


κυριως ενα βιβλιο

What’s the matter with Kansas?» (2004) τουTόμας Φρανκ

1. Απο το Βημα:


Αποσπασματα:

Γιατί οι φτωχοί ψηφίζουν Δεξιά
Ιεροκήρυκες, βετεράνοι στρατιώτες, βιομηχανικοί εργάτες αποτελούν τους εκπροσώπους μιας συντηρητικής Αμερικής που διεκδικεί την ηθική αποκατάσταση της κοινωνίας, στρέφεται εναντίον των Δημοκρατικών και ακολουθείται από τους οικονομικά ασθενεστέρους
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ


«Η φτωχότερη κομητεία στην Αμερική είναι στα Απαλάχια, στον λεγόμενο Βαθύ Νότο (Deep South) (...) Στις προεδρικές εκλογές του 2000 ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών Τζορτζ Μπους συγκέντρωσε συντριπτική πλειοψηφία πάνω από 80%». Ετσι αρχίζει το βιβλίο του What's the Matter with Kansas? o Τόμας Φρανκ, ο 43χρονος αμερικανός δημοσιογράφος και αναλυτής των cultural politics, που δίνει ευανάγνωστη εικόνα της μεγάλης αντίθεσης μεταξύ πολιτικών επιλογών και οικονομικής θέσης. Ο Τόμας Φρανκ αναφέρει ότι στην Αμερική οι φτωχοί ψηφίζουν Ρεπουμπλικανούς, δηλαδή ψηφίζουν εναντίον των οικονομικών συμφερόντων τους. Τι συμβαίνει; Γεννημένος ο ίδιος στο Κάνσας Σίτι του Μισούρι, έχοντας την εμπειρία των Ρεπουμπλικανών, αφού έχει περάσει από το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, ο Τόμας Φρανκ χρησιμοποιεί το Κάνσας ως πεδίο έρευνας. Γράφοντας ουσιαστικά ένα μεγάλο ρεπορτάζ, το οποίο καταλαμβάνει 320 σελίδες, δείχνει πώς μια Πολιτεία με ριζοσπαστική παράδοση στρέφεται σταδιακά προς τον συντηρητισμό και εξεγείρεται εναντίον ενός υποτιθέμενου φιλελεύθερου κατεστημένου (liberal establishment), που ταυτίζεται με τους Δημοκρατικούς. Ο Φρανκ αποκαλεί αυτή τη μεταστροφή Great Backlash και την τοποθετεί στις μεγάλες αλλαγές, πολιτισμικής τάξης, που συμβαίνουν στις δεκαετίες του 1960 και του 1970......Κατά τον Φρανκ, στις Ηνωμένες Πολιτείες ο συντηρητισμός, που ταυτίζεται με τη δράση, τα προγράμματα και τις ιδέες του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος έχει δύο όψεις. Από την μία είναι ο οικονομικός συντηρητισμός, αυτός που εκπροσωπείται από επιχειρηματίες, τα πολιτικά και άλλα λόμπι τους, που διεκδικεί το αφορολόγητο της οικονομικής δράσης, πλήρη ελευθερία στις αγορές, απορρύθμιση των συστημάτων κοινωνικής προστασίας κτλ. Από την άλλη είναι ο λαϊκός ή ο λαϊκιστικός συντηρητισμός, αυτός που διεκδικεί τις οικογενειακές και χριστιανικές αξίες, ό,τι τέλος πάντων απεμπολήθηκε με την απελευθέρωση των ηθών, την ισότητα γυναικών και ανδρών, το δικαίωμα στην έκτρωση κ.ο.κ. Αυτός ο λαϊκός συντηρητισμός αγγίζει τα λαϊκά στρώματα του Κάνσας αλλά και άλλων Πολιτειών με ανάλογο προφίλ, που αναδεικνύουν τους Ρεπουμπλικανούς πρώτο κόμμα, όχι γιατί θα εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά τους αλλά γιατί τους θεωρούν υπερασπιστές των ηθικών αξιών.
----------------------------------------
Αυτό που χωρίζει τους Αμερικανούς (της βαθιάς Αμερικής) είναι η αυθεντικότητα και όχι κάτι πιο σύνθετο και ταυτόχρονα αποκρουστικό, όπως η οικονομία» γράφει ο Τόμας Φρανκ. Κατά τον συγγραφέα, η οργή των λαϊκών στρωμάτων κατά των ελίτ δεν είναι οικονομικού χαρακτήρα αλλά πολιτισμικού. Η «πάλη των τάξεων» έχει υποκατασταθεί από ένα είδος «πολιτισμικού πολέμου», όπου δεν κυριαρχούν θέματα όπως τα ημερομίσθια, η κοινωνική προστασία, τα μέτρα πρόνοιας κτλ., αλλά θέματα όπως οι εκτρώσεις, η θρησκεία, οι γάμοι των ομοφυλοφίλων.

Ο Τιμ Γκόλμπα είναι μια άλλη φωνή του Κυρίου. Βιομηχανικός εργάτης σε μεγάλο εργοστάσιο εμφιαλώσεως, αφιερώνει όλον τον ελεύθερο χρόνο του στον ακτιβισμό κατά της «ηθικής παρακμής». Στο στόχαστρό του, και βεβαίως στο στόχαστρο όλων όσοι ακολουθούν τον Γκόλμπα στις ομάδες και στις επιτροπές πρωτοβουλίας κατά της διαφθοράς, είναι μεγάλη γκάμα εχθρών: από τους οπαδούς του Δαρβίνου και της εξελικτικής βιολογίας ως τους λεγόμενους «κοσμικούς», τους οπαδούς της εκκοσμίκευσης σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής. Και στη χριστιανική Αμερική του Μπους η «εκκοσμίκευση» αποτελεί κόκκινο πανί. «Εργάζεται νύχτα και ημέρα για να απολαμβάνουν οι άλλοι τα κεφάλαιά τους χωρίς να έχουν εργαστεί ποτέ» γράφει ο Τόμας Φρανκ για τον Γκόλμπα, θέλοντας έτσι να δείξει τη μεγάλη αντίφαση μεταξύ της οικονομικής θέσης (βιομηχανικός εργάτης) και των πολιτικών πεποιθήσεων του ήρωά του.

Αλλη φωνή του Κυρίου είναι η Καίη Ο' Κόννορ. Η Καίη, η γιαγιά Καίη, δεν είναι κάποια απλή θρησκευόμενη νοικοκυρά. Είναι γερουσιαστής στο Κάνσας. Και παρ' όλο που είναι γυναίκα εκπρόσωπος μιας λαϊκής βάσης θεωρεί την ψήφο των γυναικών μία από τις αιτίες της αμερικανικής παρακμής και επιπλέον σύμπτωμα αυτής της παρακμής. Σύμφωνα με την Ο' Κόννορ η παραχώρηση ψήφου στις γυναίκες είναι αποτέλεσμα εκφυλισμού της κοινωνίας. Αν και γερουσιαστής η Ο' Κόννορ δεν είναι ευκατάστατη. Μάλιστα, όπως γράφει ο Τόμας Φρανκ, έχει υποθηκεύσει το σπίτι της. «Αλλά η σκέψη της» σημειώνει ο Φρανκ «μοιάζει να έρχεται απευθείας από τα πολιτικά credo των εκατομμυριούχων του 19ου αιώνα». Θα λέγαμε, μάλιστα, των εκατομμυριούχων των Πολιτειών του Νότου, που στήριξαν τη δουλεία, και μολονότι ηττήθηκαν στον εμφύλιο πόλεμο, τα εθνοτικοθρησκευτικά πιστεύω τους φαίνεται ότι συγκινούν τους «φτωχούς» των μεσοδυτικών Πολιτειών. ......


βλ επίσης


Αποσπασμα:

Μια σειρά από βιβλία αναλύουν πόσο ο συντηρητισμός έχει κυριεύσει τον «περιούσιο» λαό στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. «Αγαπώ τη χώρα μου, μισώ την κυβέρνησή μου», είναι μια φράση που δύσκολα θα εκστόμιζε ένας Ευρωπαίος. Είναι όμως αυτή που συνοψίζει τη φιλοσοφία των περισσότερων Αμερικανών, «ενός έθνους που λατρεύει εξίσου τον Θεό και τη Wall Street, τον απομονωτισμό και τον ιμπεριαλισμό, που υποστηρίζει τη θανατική ποινή και το δικαίωμα οπλοφορίας, αλλά δεν παύει να είναι η μεγαλύτερη δυτική δημοκρατία.

επισης σΤΗΝ κΑΘΗΜΕΡΙΝΗ :
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_1_02/07/2006_189272
ΗΠΑ, μια δημοκρατία χωρίς Δημοκρατικούς Ο γνωστός φιλελεύθερος θεωρητικός Τόμας Φρανκ εξηγεί στην «Κ» γιατί οι φτωχοί εργάτες και αγρότες ψηφίζουν Ρεπουμπλικανούς
Συνέντευξη στους Στελιο Bασιλακη - Πητερ Παππας
Οκριτικός και κοινωνικός λόγος του Tόμας Φρανκ πηγάζει από ένα παραδοσιακό αμερικανικό ριζοσπαστισμό. Μολονότι τα βιβλία του ασχολούνται αποκλειστικά με τους περιβόητους «πολιτισμικούς πολέμους» που μαίνονται στην Aμερική σε διάφορα κοινωνικά θέματα (αμβλώσεις, γάμοι μεταξύ ομοφυλοφίλων, κ.τ.λ.), το ενδιαφέρον του εστιάζεται κυρίως σε πρακτικά, οικονομικά ζητήματα και λιγότερο σε θεωρητικά (ταυτότητας, φύλου, κ.ά.). Ο Φρανκ πιστεύει ότι ακριβώς επειδή η αμερικανική διανόηση έχει αναλωθεί πάνω σε καθαρά θεωρητικές συζητήσεις, ο προοδευτικός λόγος –και ιδίως η προοδευτική πολιτική– έχει αφυδατωθεί σε επικίνδυνο βαθμό.Ιστορικές συγκρούσεις
— Γράφετε στο πρώτο σας βιβλίο, «The Conquest of Cool»: «Oσο η Aμερική ταλαιπωρείται από πολιτισμικούς πολέμους, η δεκαετία του ’60 θα παραμείνει ένα ιστορικό πεδίο σύγκρουσης». Εύστοχη παρατήρηση...
— Aυτό που ξέρω είναι ότι στην Aμερική ακόμα συγκρουόμαστε για τη δεκαετία του ’60. Γεννήθηκα το 1965, τι να θυμάμαι από τον πόλεμο του Bιετνάμ; Αλλά, οι συγκρούσεις εκείνης της εποχής είναι ιστορικής σημασίας, αποτελούν τη βάση για όλες τις μάχες που μαίνονται έως σήμερα στη χώρα.
— Γιατί νομίζετε ότι η Aριστερά έχει αποτύχει παταγωδώς να πείσει τον κόσμο ότι υπάρχουν άλλες όψεις της ιστορίας, ότι χάρις στην Aριστερά άλλαξε η χώρα προς το καλύτερο;
— Eνας λόγος για τον οποίο η Δεξιά ασχολείται και πάλι με τη δεκαετία του ’60 είναι επειδή, τελικά, βγήκε νικήτρια από εκείνη την περίοδο. O Nίξον, και μετά ο Pέιγκαν, ήταν το απόλυτο πισωγύρισμα. H ιστορία των ’60s τελειώνει με τη νίκη των δεξιών. Συνεπώς, τους αρέσει να ξαναπαίζουν το ίδιο έργο συνεχώς. H δική μας ομάδα δεν το καταλαβαίνει αυτό: θεωρούμε τα ’60s μεγάλη νίκη των φιλελευθέρων. Οντως, πετύχαμε πολλά και σημαντικά πράγματα, διαμορφώθηκαν διάφορα κοινωνικά και πολιτικά κινήματα. Aλλά η αμερικανική Aριστερά πάσχει από ιστορική τύφλωση – αλλά δεν θα έπρεπε καν να λέω «Aριστερά», δεν υπάρχει κανονική Aριστερά στην Aμερική. Yπάρχουν διαφόρων ειδών εκκεντρικοί αλλά δεν υπάρχει ένα κίνημα σαν κι αυτά που υπάρχουν σε κάθε ευρωπαϊκή χώρα. Kαι μέρος του προβλήματος των φιλελευθέρων στην Aμερική είναι ότι έχουν λησμονήσει γιατί –και πώς– πρωτοαπέκτησαν την εξουσία. Kατ’ αρχάς, έχουν ξεχάσει την εποχή των γονιών τους: τους Pούζβελτ, Tρούμαν, Kένεντι. Kι έχουν ξεχάσει επίσης πώς έφτασε το προοδευτικό κίνημα μέχρις εκεί. Kαι νομίζουν ότι επειδή «εμείς» έχουμε δίκιο πάνω στα διάφορα ζητήματα, θα έπρεπε να νικάμε. H σκέψη τους δεν προχωράει πολύ πέρα από αυτό το σημείο.
Κυνικό παιχνίδι
— Οταν μιλάτε για «φιλελευθερισμό», πρόκειται για το κύριο ρεύμα –το «μετριοπαθές»– του αμερικανικού φιλελευθερισμού, σωστά; Σε αντίθεση, δηλαδή, με την αριστερή πτέρυγα των φιλελευθέρων.
— Μια φορά κι έναν καιρό, η αλληλεπίδραση μεταξύ τους ήταν συχνή. O σοσιαλιστής ηγέτης Nόρμαν Tόμας ισχυρίστηκε ότι ο Pούζβελτ τού έκλεψε το πρόγραμμα. Tο εργατικό κίνημα στράφηκε τελικά προς το Δημοκρατικό Kόμμα και το κράτος πρόνοιας. Εδώ και δέκα χρόνια περίπου, ο E. Tζ. Nτίον, ο αρθρογράφος της Oυάσιγκτον Ποστ, έγραψε ένα αξιόλογο βιβλίο με τίτλο «Γιατί οι Aμερικανοί μισούν την πολιτική». Και λέει κάτι που νομίζω ότι είναι προφανές: Oι ακτιβιστές, οι ηγέτες, οι άνθρωποι που διευθύνουν και τα δύο κόμματα, προέρχονται από την ίδια κοινωνική τάξη, τα ίδια στρώματα της αμερικανικής κοινωνίας. Σε γενικές γραμμές προέρχονται από τις αστικές τάξεις και είναι επαγγελματίες που πήγαν σε καλά σχολεία. Kι αυτοί οι άνθρωποι, τόσο της Aριστεράς όσο και της Δεξιάς, παίζουν ένα πολύ κυνικό παιχνίδι ψευτο-λαϊκισμού. Συχνά όμως, οι αριστεροί δεν κατανοούν ότι οι ίδιοι δεν αρκούν για τη διαμόρφωση ενός προοδευτικού κινήματος. Xρειάζεται και ο μέσος κόσμος. Πρέπει να προσφέρεις κάτι στον μέσο άνθρωπο, στον εργαζόμενο, γιατί αλλιώς δεν πρόκειται να κερδίσεις απολύτως τίποτα. Σήμερα, οι φιλελεύθεροι δείχνουν να το έχουν ξεχάσει αυτό. Ή υποβιβάζουν τη σημασία του. Aκριβώς από πίσω σας υπάρχει ένα ράφι γεμάτο βιβλία σχετικά με το λεγόμενο φιλελεύθερο κέντρο ή τον «ριζοσπαστικό μεσαίο χώρο», ή το «ριζοσπαστικό κέντρο» –πρόκειται για ένα ολόκληρο είδος βιβλίων. Τα οποία, πάνω κάτω, μας λένε ότι η δεκαετία του ’30 δεν μας αφορά πια. Οτι αυτός ο τρόπος σκέψης ανήκει στην εποχή της Μεγάλης Υφεσης. Οτι έχουμε περάσει σε μια νέα οικονομία. Οτι δεν υπάρχει καν εργατική τάξη, αλλά μόνο επαγγελματίες. Σε αυτούς πρέπει να απευθυνθούμε από εδώ και πέρα. O μέσος Aμερικανός ξεγράφεται. Aυτή είναι η βαθύτερη ιστορία πίσω από το βιβλίο μου «Tι συμβαίνει με το Kάνσας;».Χρήμα και πολιτική
— Σχετικά με τον μέσο Aμερικανό, και οι Pεπουμπλικάνοι δεν απευθύνονται σ’ αυτόν; Τουλάχιστον όσον αφορά τα οικονομικά συμφέροντά του.
— Oχι, καθόλου. Προσπαθούν κάθε τόσο, αλλά δεν τους βγαίνει. Γι’ αυτό έχουμε τους πολιτισμικούς πολέμους. Aυτό είναι το άλλο στοιχείο που οι φιλελεύθεροι δεν μπορούν να καταλάβουν. O κόσμος τούς το έχει πει, ξανά και ξανά, αλλά δεν το καταλαβαίνουν. Aν είδατε το συνέδριο των Δημοκρατικών το 2004, έκαναν λες και ήταν το κυβερνών κόμμα, παρ’ όλο που δεν βρίσκονται στην εξουσία σε κανέναν από τους τρεις κλάδους της κυβέρνησης. Ωστόσο, παρουσιάστηκαν στο συνέδριό τους αυτάρεσκοι. Aν βλέπατε αντιθέτως στο συνέδριό τους τους Pεπουμπλικάνους, ήταν έξαλλοι, με σφιγμένες γροθιές στον αέρα. Oι Pεπουμπλικάνοι είναι κόμμα διαμαρτυρίας. Eίναι οργισμένοι: είναι κόμμα που φαντάζεται ότι επαναστατεί. Χρησιμοποιούν τον όρο, «Pεπουμπλικανική Eπανάσταση». Oι Δημοκρατικοί έχουν χάσει αυτή τη ρητορική δεινότητα. Eνας λόγος, όπως είπα, είναι ότι όλοι προέρχονται από τις αστικές τάξεις. Eνας άλλος λόγος είναι ο ρόλος του χρήματος στην αμερικανική πολιτική. Eάν θέλεις να καταλάβεις κάποιο αξίωμα στην Aμερική, μια θέση στο Kογκρέσο ή στην Γερουσία, χρειάζεσαι εκατομμύρια δολάρια. Kαι αυτό σημαίνει ότι μόνο δύο είδη ανθρώπων μπορούν να αποκτήσουν κάποιο αξίωμα: οι ανεξάρτητα πλούσιοι ή εκείνοι που μπορούν να συγκεντρώσουν χρήματα από την επιχειρηματική κοινότητα. Kαι για να συγκεντρώσεις αυτά τα χρήματα από την επιχειρηματική κοινότητα, θα πρέπει να είσαι υπέρ των επιχειρηματιών.
Χωρίς εργατικό κίνημα
— Γράφετε επίσης στο «The Conquest of Cool» ότι καθώς η βιομηχανία της διαφήμισης σφετερίστηκε το «cool» ύφος των «Σίξτις» –την έννοια του «μη συμβατικού» εναντίον του «συμβατικού»– η αριστερά έχασε το ενδιαφέρον της για βασικά οικονομικά ζητήματα.— Σωστά. Η αριστερή-φιλελεύθερη φιλολογία εκείνης της περιόδου προβάλλει την εικόνα μιας κοινωνίας στην οποία όλα αυτά τα ζητήματα έχουν λυθεί. Aλλά όλα εκείνα τα προβλήματα επέστρεψαν. Σε τελική ανάλυση, η δεξιά δεν πολυενδιαφέρεται για τους πολιτισμικούς πολέμους. Μπορεί να ενδιαφέρεται ο απλός λαός, αλλά κάθε φορά ξεπουλιέται από τους ηγέτες του, οι οποίοι έχουν το βλέμμα στραμμένο στο στόχο τους, που είναι να ανατρέψουν τη δεκαετία του ‘30, να ξεφορτωθούν το Nιου Nτιλ.
...............................................................................................................................

— Ο κόσμος εδώ κάνει συσχετισμούς, αλλά όχι απαραίτητα με αυτόν τον τρόπο. Eνα καλό παράδειγμα είναι η τιμή της βενζίνης, για την οποία οι Aμερικανοί είναι ιδιαίτερα ευαίσθητοι. Πήγε στα ύψη πέρυσι και οι λόγοι γι’ αυτό συζητήθηκαν πολύ. Aλλά αυτό έγινε επειδή είναι εύκολο να κατηγορείς τους Aραβες.
Οι Αμερικανοί αγρότες
— Oταν μπήκαμε στο τρένο σήμερα το πρωί και ανοίξαμε την εφημερίδα, πρωτοσέλιδο άρθρο έλεγε ότι ο Mπους έδινε επτά δισ. δολάρια στις πετρελαϊκές εταιρείες. Ο κόσμος δεν τα καταλαβαίνει αυτά; Πρόκειται για παθολογία. Eίναι ακατανόητο.
— Kοιτάξτε, οι δημοσκοπήσεις συνεχώς δείχνουν ότι οι απόψεις του λαού πάνω σε οικονομικά ζητήματα είναι φοβερά πιο αριστερές από οποιονδήποτε Aμερικανό πολιτικό. Oι πετρελαϊκές εταιρείες είναι μάλλον ανάμεσα στις πιο μισητές οντότητες για τους Aμερικανούς. Ωστόσο, κοιτάξτε ποιον έχουν για πρόεδρο. Oι αγρότες είναι ένα άλλο παράδειγμα. Eχεις τρεις ή τέσσερις μεγάλες πολυεθνικές, ουσιαστικά ένα ολιγοπώλιο που ελέγχει τις τιμές, στους οποίους ο αγρότης πουλάει την παραγωγή του. Πρόκειται για κλασική περίπτωση, που απαιτεί την επέμβαση των αντιμονοπωλιακών αρχών, αλλά να που δεν γίνεται. Eάν ρωτήσεις έναν αγρότη στο Kάνσας ή στις περισσότερες μεσοδυτικές πολιτείες για την Kονάγκρα ή την Aρτσερ Nτάνιελς Mίντλαντ ή για οποιαδήποτε μεγάλη εταιρεία «agribusiness», τις μισούν. Aλλά όταν τους ρωτήσεις γιατί τότε ψηφίζετε τους Pεπουμπλικάνους –δεδομένου ότι στην πλειοψηφία τους αυτοί οι άνθρωποι ψηφίζουν τους Pεπουμπλικάνους– σου απαντούν: Μα τι σχέση έχει τώρα αυτό; Και το λένε αυτό επειδή δεν βλέπουν διαφορά μεταξύ των δύο κομμάτων, για το οποίο ώς ένα βαθμό έχουν δίκιο. Oι Δημοκρατικοί θα μπορούσαν να έχουν προσελκύσει αυτό το μέρος του αμερικανικού λαού, αλλά δεν το έχουν επιχειρήσει. Δεν γνωρίζουν τίποτα γι’ αυτούς και στην ουσία δεν τους ενδιαφέρει.Aυτό που δεν ανέφερα, και είναι σημαντικό, είναι ότι οι πολιτισμικοί πόλεμοι είναι ελκυστικοί για τους Pεπουμπλικάνους ακριβώς επειδή έχουν κάτι το λαϊκίστικο. Πρόκειται για τον αγώνα του μικρού ενάντια στους ισχυρούς. Eτσι, ενώ δεν αφορά την οικονομία, ελκύει τους ανθρώπους σε δύσκολους καιρούς. Στο παρελθόν, ο καθημερινός λόγος των φιλελευθέρων άγγιζε τον κόσμο επειδή επρόκειτο για την οικονομία: το μήνυμά τους στον μέσο πολίτη επιβεβαιωνόταν από την καθημερινή εμπειρία. Ομως όχι πλέον· πρόκειται για μια διανοουμενίστικη στάση.
Νέα εξαγριωμένη γενιά
— Eίστε πολύ απαισιόδοξος...
— Oι πολιτισμικοί πόλεμοι θα μας ταλαιπωρούν για πολλά χρόνια. Oταν ήμουν νεότερος, ο κόσμος έλεγε, αυτό θα σβήσει. Oι άνθρωποι θα ξεχάσουν τα ’60s, αυτός ο θυμός μέσα τους θα εξασθενήσει. Aλλά έχει συμβεί το αντίθετο. Πρόκειται για μια νέα εξαγριωμένη γενιά. Εχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι πολιτισμικοί πόλεμοι είναι κατά κάποιον τρόπο μόνιμο χαρακτηριστικό της μαζικής μας κουλτούρας. Tο Xόλιγουντ, η τηλεόραση... Kοιτάξτε την κουλτούρα γύρω σας. Οι πολιτισμικοί πόλεμοι είναι μια φυσική αντίδραση σ’ αυτήν. Οσο θα παράγουμε αυτό το είδος πολιτισμού, θα έχουμε τους πολιτισμικούς πολέμους. Βάλτε την τηλεόραση: είναι προσβλητική. Είναι τόσο άθλια που την έχω απαγορεύσει στα παιδιά μου. Aλλά τα μαζικά μέσα ενημέρωσης κάνουν αυτό που κάνουν για δομικούς λόγους, επειδή είναι αυτά που είναι, και δεν πρόκειται ν’ αλλάξουν. Και λόγω αυτών των μέσων, έχεις αθέλητη «παράπλευρη ζημιά». Αλλά πώς να διανοηθεί ο κόσμος γιατί τα πράγματα έχουν έτσι όπως έχουν; Γιατί η βιομηχανία της κουλτούρας κάνει αυτό που κάνει; Δεν τολμούν να τα συλλογιστούν όλα αυτά επειδή συνεπάγονται την αμφισβήτηση της ελεύθερης αγοράς. Η οποία αποκλείεται· δεν γίνεται. Kι έτσι έχουμε αυτή την αλλόκοτη συζήτηση «περί πολιτισμού» στην Aμερική, όπου είμαστε συνεχώς προσβεβλημένοι ή έξαλλοι, αλλά δεν μπορούμε να πούμε γιατί ή τι φταίει γι’ αυτή την κατάσταση
.

«Ο πιο τολμηρός κριτικός της κουλτούρας»
ο Tόμας Φρανκ :Tο πρώτο του βιβλίο, «The Conquest of Cool» (1995) αποτελεί επέκταση της διδακτορικής του διατριβής, ενώ με το δεύτερο βιβλίο του, «One Market under God», εξέφρασε την άποψη ότι μέσα στη δεκαετία του 1990 επικράτησε «μια νέα ορθοδοξία που αναθεμάτισε κάθε εναλλακτική θεώρηση περί δημοκρατίας, ιστορίας και των διεθνών σχέσεων». Mε το τρίτο του βιβλίο, «What’s the matter with Kansas?» (2004) τράβηξε την προσοχή των αμερικανικών MME. Σε αυτό, ο Φρανκ ανέλυσε το παράδοξο φαινόμενο που θέλει τις αμερικανικές εργατικές τάξεις να στηρίζουν συντηρητικές πολιτικές και κυβερνήσεις μολονότι είναι επιζήμιες για την οικονομική τους κατάσταση, ενώ παράλληλα ανέπτυξε έναν προβληματισμό πάνω σε αυτό που σήμερα θεωρείται «Aριστερά» στις HΠA.......


19 Aralık 2014 Cuma

άγχος (γ.: Agnoisse - α.: anxiety) αναδημοσιευση απο την Αγαπητοτατη CaRiNa του Α π ε ι ρ 8






άγχος (γ.: agnoisse - α.: anxiety)







Το άγχος έχει από καιρό αναγνωριστεί στην ψυχιατρική ως ένα από τα συνηθέστερα συμπτώματα ψυχικής διαταραχής.Οι ψυχιατρικές περιγραφές του άγχους αναφέρονται γενικά τόσο σε ψυχονοητικά φαινόμενα (ανησυχία,στενοχώρια) όσο και σε σωματικά φαινόμενα (αναπνευστικές δυσκολίες,ταχυπαλμία,μυϊκή ένταση,ζάλη,εφίδρωση και τρόμο.) Οι ψυχίατροι διαχωρίζουν επίσης τις καταστάσεις γενικευμένου άγχους,στις οποίες ένα "περιπλανώμενο άγχος" είναι παρόν τον περισσότερο καιρό,από τις "επιθέσεις ή κρίσεις πανικού",που συνιστούν "περιοδικά επεισόδια έντονου άγχους " (Hughes , 1981 - 48-9).


Ο γερμανικός όρος που χρησιμοποιείται από τον Freud (Angst) διαθέτει το ψυχιατρικό νόημα που περιγράφηκε παραπάνω,αλλά σε καμία περίπτωση δεν συνιστά αποκλειστικά τεχνικό όρο,μια και χρησιμοποιείται συχνά και στην καθομιλουμένη γλώσσα.Ο Freud ανέπτυξε δύο θεωρίες για το άγχος κατά τη διάρκεια του έργου του.Από το 1884 έως το 1925 υποστήριζε ότι το νευρωτικό άγχος δεν είναι παρά μετασχηματισμός της σεξουαλικής libido που δεν έχει εκφορτιστεί κατάλληλα.Το 1926 όμως εγκατέλειψε αυτή τη θεωρία και ισχυρίστηκε αντίθετα ότι το άγχος αποτελεί αντίδραση σε μια " τραυματική κατάσταση"- μια εμπειρία ΑΝΗΜΠΟΡΙΑΣ μπροστά σε μια συσώρευση διέγερσης η οποία δεν μπορεί να εκφορτιστεί.

 Οι τραυματικές καταστάσεις προκαλούνται από "καταστάσεις κινδύνου"όπως η γέννηση,η απώλεια της μητέρας ως αντικειμένου,η απώλεια της αγάπης της μητέρας και,πάνω απ' όλα ,ο ευνουχισμός. 
Ο  Freud διακρίνει το "αυτόματο άγχος",όπου το άγχος ανακύπτει ως απευθείας αποτέλεσμα μιας τραυματικής κατάστασης,από το "άγχος ως σήμα",όπου το άγχος αναπαράγεται ενεργά από το εγώ ως προειδοποίηση για μια αναμενόμενη κατάσταση κινδύνου.

Ο Lacan,στα προπολεμικά γραπτά του,συνδέει το άγχος πρωτίστως με την απειλή κατακερματισμού με την οποία έρχεται αντιμέτωπο το υποκείμενο στο στάδιο του καθρέφτη (βλ.ΚΟΜΜΑΤΙΑΣΜΕΝΟ ΣΩΜΑ).Μόνον  πολύ μετά το στάδιο του καθρέφτη αυτές οι φαντασιώσεις σωματικού ακρωτηριασμού συγκλίνουν γύρω από το πέος,δημιουργώντας το άγχος ευνουχισμού ( Lacan,1938 : 44).

Συνδέει επίσης το άγχος με τον φόβο της καταβρόχθισης από τη μητέρα.Η θεματική αυτή (με τον χαρακτηριστικό κλαϊνικό τόνο της) παραμένει και αργότερα σημαντικό χαρακτηριστικό της λακανικής προσέγγισης του άγχους και σηματοδοτεί μια προφανή διαφοροποίηση του Lacan από τον Freud : ενώ ο Freud υποθέτει ότι μια από τις αιτίες του άγχους είναι ο χωρισμός από τη μητέρα,ο Lacan ισχυρίζεται ότι είναι ακριβώς η έλλειψη του χωρισμού αυτού που προκαλεί το άγχος.
Μετά το 1953,ο Lacan όλο και περισσότερο συνδέει το άγχος με την έννοια του πραγματικού,του τραυματικού στοιχείου που παραμένει εξωτερικό ως προς τη συμβολοποίηση,και από το οποίο λείπει συνεπώς κάθε δυνατή διαμεσολάβηση.Αυτό το πραγματικό είναι "το ουσιώδες αντικείμενο που δεν είναι πια αντικείμενο,αλλά αυτό το κάτι μπροστά στο οποίο κάθε λέξη σταματά και κάθε κατηγορία αποτυγχάνει,το αντικείμενο του άγχους par excellence"(Σ2,164).
Επιπλέον της σύνδεσης του με το πραγματικό ,ο Lacan εντοπίζει το άγχος και στη Φαντασιακή τάξη και το αντιπαραθέτει στην ενοχή,την οποία τοποθετεί στο συμβολικό (Lacan,1956b:272-3)."Το άγχος,όπως γνωρίζουμε,συνδέεται πάντοτε με μια απώλεια... με μια διττή σχέση στη φάση της αφάνισης και της υπέρβασής της από κάτι άλλο,κάτι το οποίο ο ασθενής δεν μπορεί να αντιμετωπίσει χωρίς ίλιγγο.(Lacan,1956b:273).

Στο σεμινάριο του 1956-7 ο Lacan αναπτύσσει περαιτέρω τη θεωρία του για το άγχος,στο πλαίσιο της εξέτασης της ΦΟΒΙΑΣ.Υποστηρίζει ότι το άγχος αποτελεί τον ριζικό κίνδυνο τον οποίο το υποκείμενο επιχειρεί να αποφύγει πάση θυσία,και ότι τα διάφορα υποκειμενικά μοφρώματα που συναντά κανείς στην ψυχαναλυση,από τις φοβίες έως τον φετιχισμό,αποτελούν μέσα προστασίας κατά του άγχους(Σ4,23).

Το άγχος είναι επομένως παρόν σε όλες τις νευρωτικές δομές,αλλά ιδιαίτερα εμφανές στην φοβία(Ε,321).Ακόμα και μια φοβία είναι προτιμότερη από το άγχος(Σ4,345).Στη φοβία ,τουλάχιστον,το άγχος (που είναι φοβερό ακριβώς επειδή δεν επικεντρώνεται σε ένα συγκεκριμένο αντικείμενο αλλά περιστρέφεται γύρω από μια απουσία)αντικαθίσταται από τον φόβο ( που επικεντώνεται σε ένα συγκεκριμένο αντικείμενο και έτσι μπορεί να υποστεί συμβολική επεξεργασία) ( Σ4,243-6).

Στην ανάλυσή του για την περίπτωση του μικρού Χανς ( Freud,1909b),o Lacan υποστηρίζει ότι το άγχος εμφανίζεται την στιγμή που το υποκείμενο βρίσκεται στο μεταίχμιο του φαντασιακού προιδιποδείου τριγώνου και του οιδιποδείου τετραμερούς.Σε αυτόν ακριβώς τον κόμβο κάνει εμφανή την παρουσία του,μέσα από τον παιδικό αυνανισμό,το πραγματικό πέος του Χανς.Το άγχος παράγεται γιατί ο Χανς είναι πλέον σε θέση να καταλάβει τη διαφορά ανάμεσα σε αυτό για το οποίο τον αγαπά η μητέρα του ( τη θέση του ως φαντασιακού φαλλού) και σε εκείνο που πρέπει πραγμτικά να δώσει ( το ασήμαντο πραγματικό όργανό του) ( Σ4,226).Ο Χανς θα σωζόταν από το άγχος αυτό από την ευνουχιστική παρέμβαση του πραγματικού πατέρα,αυτό όμως δεν συμβαίνει.Ο πατέρας αποτυγχάνει να παρέμβει και να χωρίσει τον Χανς από τη μητέρα,κι έτσι ο Χανς αναπτύσσει μια φοβία σε αντικατάσταση αυτής της παρέμβασης.Για μιαν ακόμη φορά,εκείνο που προκύπτει από την προσέγγιση του Lacan στην περίπτωση του μικρού Χανς είναι ότι το άγχος δεν προκαλείται από τον χωρισμό από τη μητέρα αλλά από την αποτυχία του χωρισμού από αυτήν ( Σ4,319).Συνεπώς,ο ευνουχισμός,αντί να συνιστά την κύρια πηγή άγχους,συνιστά,στην πραγματικότητα,εκείνο που γλιτώνει το υποκείμενο από το άγχος.



Στο σεμινάριο του 1960-1 ο Lacan επισημαίνει τη σχέση ανάμεσα στο άγχος και την επιθυμία.

Το άγχος είναι ένας τρόπος διατήρησης της επιθυμίας όταν απουσιάζει το αντικείμενο και αντιστρόφως,η επιθυμία θεραπεύει το άγχος,αποτελεί κάτι που υπομένει  κανείς καλύτερα από το ίδιο το άγχος (Σ8,427).Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο ο αναλυτής δεν πρέπει να επιτρέπει στο δικό του άγχος να εμπλέκεται στην θεραπεία,προαπαιτούμενο που είναι σε θέση να τηρήσει μόνο επειδή διατηρεί μια δική του επιθυμία,την επιθυμία του αναλυτή (Σ8,430).

Στο σεμινάριο του 1962-3,που τιτλοφορείται απλά "Το Άγχος",ο Lacan υποστηρίζει ότι το άγχος αποτελεί συναίσθημα(affect) και όχι συγκίνηση (emotion),και επιπλέον ότι είναι το μόνο συναίσθημα που τοποθετείται πέραν κάθε αμφιβολίας,το μόνο συναίσθημα που δεν ξεγελά(βλ.επίσης Σ11,41)

Ενώ ο Freud διέκρινε τον φόβο ( οποίος επικεντρώνεται σε ένα συγκεκριμένο αντικείμενο ) από το άγχος ( για το οποίο δεν ισχύει το ίδιο),o Lacan ισχυρίζεται τώρα ότι το άγχος δεν είναι χωρίς αντικείμενο (n'est paw sans objet).Συνδέεται απλώς με ένα αντικείμενο διαφορετικής μορφής,ένα αντικείμενο που δεν μπορεί να συμβλοποιηθεί όπως όλα τα άλλα αντικείμενα.Το αντικείμενο αυτό είναι το objet petit α, το αντικείμενο-αίτιο της επιθυμίας.Το άγχος κάνει την εμφάνισή του όταν κάτι εμφανίζεται στη θέση αυτού του αντικειμένου.Προκύπτει όταν το υποκείμενο έρχεται αντιμέτωπο με την επιθυμία του Άλλου και δεν γνωρίζει τι αντικείμενο συνιστά για αυτήν την επιθυμία.

Σε αυτό ακριβώς το σεμινάριο ο Lacan συνδέει το άγχος με την έννοια της έλλειψης.

Κάθε επιθυμία προκύπτει από την έλλειψη,και το άγχος εμφανίζεται όταν η ίδια αυτή η έλλειψη λείπει. 
Άγχος είναι η έλλειψη της έλλειψης.Το άγχος δεν είναι η απουσία του στήθους,αλλά η επικαλυπτική παρουσία του.Στην πραγματικότητα είναι η πιθανότητα απουσίας του που μας γλιτώνει από το άγχος.Το acting out και το πέρασμα στην πράξη αποτελούν τις έσχατες άμυνες κατά του άγχους.

Το άγχος συνδέεται επίσης με το στάδιο του καθρέφτη.Ακόμα και όταν βλέπουμε το είδωλό μας στον καθρέφτη,μια εμπειρία συνήθως ευχάριστη,μπορεί να συμβεί μια στιγμιαία μεταβολή της κατοπτρικής εικόνας η οποία μας φαίνεται ξαφνικά παράξενη.Με αυτόν τον τρόπο ο Lacan συνδέει το άγχος με τη φροϋδική έννοια του ανοίκειου(Freud,1919h).


Ενώ το σεμινάριο του 1926-3 είναι αφιερωμένο,κατά το μεγαλύτερο μέρος του,στη δεύτερη θωρία του Freud για το άγχος ( το άγχος ως σήμα),στο σεμινάριο του 1974-5 ο Lacan φαίνεται να επιστρέφει στην πρώτη φροϋδική θεωρία για το άγχος (το άγχος ως μετασχηματισμένη libido). Σχετικό είναι το σχόλιό του ότι το άγχος είναι εκείνο που υπάρχει στο εσωτερικό του σώματος,όταν το σώμα κατακλύζεται από φαλλική jouissance(Lacan,1974-5: σεμινάριο της 17ης Δεκεμβρίου 1974).



πηγή

DYLAN EVANS
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΛΑΚΑΝΙΚΗς ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗΣ
μετάφραση
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΑΥΡΑΚΑΚΗΣ

Ελληνικά γράμματα



από CaRiNa

βλ
και

Αγωνία

 

15 Aralık 2014 Pazartesi

Ο kraftwerk για τον Ζίζεκ (Μίλησε κανείς για ολοκληρωτισμό ), την Αντιγονη ,την αντικαπιταλιστική αριστερα κ.α ..

 απο το

Με αφορμή την αυτοκτονική πράξη στον Ζίζεκ

του 


 kraftwerk says:

Ο Ζίζεκ στο βιβλίο του Μίλησε κανείς για ολοκληρωτισμό (σελ. 234) αρνείται ότι η πράξη της Αντιγόνης είναι αβυσσαλέα με την έννοια μιας ανορθολογικής χειρονομίας που διαφεύγει όλα τα ορθολογικά κριτήρια. Η πράξη μπορεί και οφείλει να κριθεί επί την βάση καθολικών ορθολογικών κριτηρίων αλλά αναδημιουργεί τα κριτήρια με τα οποία πρέπει να κριθεί. Η ηθική πράξη δεν είναι αυτή που παραβιάζει τον νόμο όπως συμβαίνει στον Μπατάιγ ο οποίος εγκλωβίζεται σε μια προνεωτερική αντίληψη της σχέσης νόμου και επιθυμίας. Η ηθική πράξη είναι αυτή που διαφέρει από μια απλοϊκή σύλληψη της παράβασης στο ότι επαναπροσδιορίζει τι είναι ένας νομικός κανόνας και δεν οδηγεί σε έναν φαύλο κύκλο αποδοχής και παραβίασης του νόμου.
Όσον αφορά τον κατακλυσμιαίο χαρακτήρα της ηθικής πράξης ο Ζίζεκ στο κείμενό του «Εναντίον μιας πολιτικής της Jouissance» απαντώντας στην δριμεία κριτική του Σταυρακάκη αρνείται κατηγορηματικά ότι η ηθική πράξη ενέχει το καθεστώς ενός στιγμιαίου θαύματος. Ο Ζίζεκ υποστηρίζει ότι η εγκαθίδρυση ενός νέου κύριου σημαίνοντος δεν σημαίνει την αποδοχή μιας φαντασίωσης πληρότητας. Αυτό βασίζεται στην εξής ερμηνεία: O Ζίζεκ υποστηρίζει ότι στο συμβολικό υπάρχει η έλλειψη ενώ στο επίπεδο του πραγματικού υπάρχει τρύπα. Έτσι το αντικείμενο α στην τάξη του συμβολικού είναι αυτό που καλύπτει την έλλειψη ενώ στο επίπεδο του πραγματικού είναι αυτό που δημιουργεί την έλλειψη στο συμβολικό, ταυτίζεται με το κενό. Έτσι στην τάξη του πραγματικού η ενόρμηση είναι συνεχώς ανικανοποίητη εφόσον κινητοποιείται διηνεκώς γύρω από τον στόχο της χωρίς ποτέ να τον πετύχει υπακούοντας έτσι στην ενόρμηση του θανάτου. Με αυτόν τον τρόπο δεν επιτρέπει την καθήλωση της jouissance. Ο Ζίζεκ φαίνεται να έχει επηρεαστεί από την μπαντιουική έννοια του συμβάντος σε αυτό το σημείο. Η ηθική πράξη της Αντιγόνης διανοίγει τον χώρο ενός συμβάντος.
Ο Ζίζεκ σπεύδει να απαντήσει στην κατηγορία ότι η επιθυμία της Αντιγόνης είναι αυτοκτονική. Η πράξη της Αντιγόνης σύμφωνα με τον Ζίζεκ δεν είναι απλά έκφραση μιας καθαρής επιθυμίας θανάτου. Αν σήμαινε αυτό τότε η Αντιγόνη θα είχε απλά αυτοκτονήσει χωρίς να δημιουργήσει καμία φασαρία στους γύρω της. Η πράξη της δεν ωθούνταν από μια συμβολική παρώθηση για να πεθάνει αλλά από μια απροϋπόθετη επιμονή της σε ένα συμβολικό τελετουργικό. Στο βιβλίο του In defense of lost causes ο Ζίζεκ υποστηρίζει ο η Αντιγόνη επιμένει μέχρι θανάτου στην εκτέλεση μιας συμβολικής πράξης, της πρέπουσας ταφής του αδελφού της. Η Αντιγόνη δεν υποστηρίζει ένα υπερ-συμβολικό πραγματικό αλλά το καθαρό σημαίνον- η καθαρότητά της είναι αυτή του σημαίνοντος (σελ.305). Ο Σταυρακάκης σε άρθρο του αμφισβητεί την καθαρότητα της πράξης της Αντιγόνης εφόσον φαίνεται ο ίδιος ο Ζίζεκ να αποδέχεται ότι η πράξη της ενέχει κάτι της τάξης του συμβολικού, ότι ενέχει την τάξη του σημαίνοντος.
Τέλος η αυτοθυσία της Αντιγόνης βασίζεται σε μια επαναδιαπραγμάτευση της καντιανής προσταγής από την οπτική του ένστικτου του θανάτου. Η ηθική πράξη της Αντιγόνης επιβεβαιώνεται ως ηθική εφόσον η επιθυμία της δεν σκοπεύει σε κάποιο ίδιον όφελος αλλά υπακούει στο πέραν της αρχής της ευχαρίστησης δηλαδή στο ένστικτο του θανάτου και για αυτό ο Λακάν την αποκαλεί καθαρή επιθυμία. Η Αντιγόνη μέσα από την πράξη της κάνει το καθήκον της ακόμη και αν το διακύβευμα είναι η ίδια η ζωή της. Ο Λακάν συνδέει την κατηγορική προσταγή με το ένστικτο του θανάτου μέσα από το κείμενό του ο Καντ με τον Σαντ.
Όσον αφορά την ανάγνωση του Λακάν από τον Ζίζεκ θεωρώ ότι προχωρεί σε μια ζιζεκοποίηση του λακανικού corpus. Ο Λακάν όντως επηρεάστηκε πολύ από μια κοζεβιανή ανάγνωση του Χέγκελ ωστόσο ο Ζίζεκ προχωρεί σε μια εγελοποίηση του Λακάν επιτιθέμενος ταυτόχρονα στον Σπινόζα ο οποίος αποτελεί επίσης μια σταθερή επιρροή στον Λακάν ιδίως στην έννοια της διέλευσης της φαντασίωσης αλλά και της ηθικής της ψυχανάλυσης...
 kraftwerk says:
Η αντικαπιταλιστική αριστερά λειτουργεί ως κύριο σημαίνον που νοηματοδοτεί εκ των υστέρων τα αιωρούμενα σημαίνοντα όπως την οικολογία, τον φεμινισμό, τον ρατσισμό κ.α σε στιγμές ενός λόγου, του αντικαπιταλιστικού λόγου. Τα υποτάσσει σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο επιδιώκοντας να ολοποιήσει το κοινωνικό. Η αντικαπιταλιστική αριστερά δεν μπορεί να προχωρήσει πέραν της φαντασίωσης τάξης, αρμονίας και σταθερότητας του καπιταλιστικού λόγου ιδιαίτερα οι σταλινικές αποχρώσεις του. Βέβαια ούτε η νεομαρξιστική οπτική του Ζίζεκ με βρίσκει σύμφωνο.
Η Αντιγόνη δεν αποτελεί το μόνο πρότυπο επαναστατικής πράξης που προβάλει ο Ζίζεκ. Η Ιουλιέτα (Ζυλιέτ) του μαρκήσιου ντε Σαντ αποτελεί κατά τον Ζίζεκ ένα ακόμη παράδειγμα ριζικής πράξης. Η Ιουλιέτα αποτελεί το αντίθετο της αδελφής της Ιουστίνης (Ζυστίν) όπως και η Αντιγόνη το αντίθετο της αδελφής της, Ισμήνης. Η Ιουλιέτα αποτελεί και αυτή ενσάρκωση της ενόρμησης του θανάτου. Οι πράξεις της χαρακτηρίζονται από απάθεια, από την έλλειψη ευχαρίστησης.
Η απάθεια με την οποία εκτελεί τα εγκλήματά της αποτελεί τον θεμέλιο λίθο της βεβαιότητας ότι κινείται πέραν της αρχής της ευχαρίστησης. Η απάθεια δεν αποκτιέται αμέσως αλλά μέσα από την συχνή επανάληψη, την άσκηση όπως την ονομάζει ο Σαντ. Η επανάληψη αποτελεί το χαρακτηριστικό της ενόρμησης του θανάτου, πρόκειται για επανάληψη της αποτυχίας της ενόρμησης να κατακτήσει τον αδύνατο στόχο της. Η ηθικότητα της πράξης στηρίζεται στο ότι κινείται αποκλειστικά στα όρια της jouissance,πέρα της αρχής της ευχαρίστησης, αποτελεί μια πράξη αυτοσκοπός.
Έτσι η σαδική Ιουλιέτα αποτελεί όπως και η Αντιγόνη ένα παράδειγμα καθαρού υποκειμένου της ενόρμησης όπου τα ανθρώπινα στοιχεία έχουν απαλειφτεί. Ο Αλτουσσέρ αποτέλεσε το παράδειγμα ενός θεωρητικού αντι- ανθρωπισμού ενώ ο Λακάν υπήρξε ριζοσπαστικότερος υποστηρίζοντας έναν πρακτικό αντι- ανθρωπισμό. Η Αντιγόνη και η Ιουλιέτα αντιστοιχούν στο μη ανθρώπινο με κοινό χαρακτηριστικό τους, την επιμονή να μην υποχωρούν μπροστά στην επιθυμία τους όπως ορίζει η καντιανή προσταγή.
Το να ακολουθείς την ενόρμηση του θανάτου δεν σημαίνει κατά τον Ζίζεκ να πεθαίνεις για την εμμονή σου στην επιθυμία. Πολύ περισσότερο σημαίνει ότι λειτουργείς σαν την Ιουλιέτα, ξεκινάς τις εκκαθαρίσεις χωρίς κανέναν ανθρώπινο οίκτο ;ή ευχαρίστηση (με απάθεια), εκτελώντας το επαναστατικό καθήκον σου όπως οφείλεις ακόμη και αν αυτό σημαίνει τον θάνατό σου. Ο Ζίζεκ σκοπεύει σε μια ηθική όπου το επαναστατικό υποκείμενο μεταβαίνει από την κατάσταση υποταγής στον νόμο (θύμα όπως η Ισμήνη και η Ιουστίνη) στην κατάσταση του θύτη.
Ο ροβεσπιερισμός του Ζίζεκ είναι κατι παραπάνω από προφανής όπως και γιατί ο Σαντ θεωρείται από τον Ζίζεκ καντιανός.

 kraftwerk says:

Ο Ζίζεκ στην πράξη υποστηρίζει έναν κλασικό μαρξισμό- λενινισμό. Η συνεισφορά του βρίσκεται μόνον στην ανανέωση της θεωρίας με την άντληση επιχειρημάτων από την λακανική ψυχανάλυση.Προφανώς πιστεύει οτι ο μαρξισμός απαιτεί μια ανανέωση των θεωρητικών του εργαλείων ώστε οι αναλύσεις του να περιλαμβάνουν ευρύτερα πολιτισμικά φαινόμενα. Έτσι ο Ζίζεκ επιδιώκει με την ανάλυση ταινιών,ανεκδότων και γενικά της μαζικής κουλτούρας να διευρύνει τον ορίζοντα της επεξηγηματικής ισχύς του μαρξισμού. Επίσης επιδιώκει να εκλαικεύσει την λακανική θεωρία μαζί με τον μαρξισμό και να τα κάνει προσβάσιμα σε ένα ευρύτερο κοινό μέσα από τα βιβλία του. Ωστόσο εκλαίκευση δεν σημαίνει για τον Ζίζεκ απλούστευση της όντως περίπλοκης λακανικής επιχειρηματολογίας αλλά την ενασχόλησή του με πολιτισμικά φαινόμενα του καπιταλισμού μέχρι την επεξήγηση των ασυνείδητων μηχανισμών του υποκειμένου.Ένας άλλος σημαντικός λόγος που η θεωρητική παρέμβαση του Ζίζεκ είναι σημαντική , είναι επειδή τόνισε τον ρόλο την απόλαυσης στην διατήρηση μιας πολιτικής φαντασίωσης. Ο Λακλό και η Μουφ ανέλυσαν την δομή της φαντασίωσης με βάση το κύριο σημαίνον και την συρραφή της αλυσίδας των σημαινόντων αλλά δεν προχώρησαν πέραν της φαντασίωσης, στο υποστύλωμά της. Έτσι ο Ζίζεκ αντιτέθηκε στην αντίληψη ακόμη και της αριστεράς για μια “ορθολογική” αντίληψη της κοινωνικής αλλαγής όπως κάτι τέτοιο διαφαίνεται στον Χάμπερμας για παράδειγμα ή τον Καστοριάδη. Ο αγώνας για την ηγεμονία προυποθέτει την αναγνώριση του ρόλου των συναισθημάτων στις πολιτικές διαδικασίες όπως πολύ σωστά είχε αναγνωρίσει ο Λακλό στην ανάλυση του λαικισμού και την σχέση του με τον φασισμό. Η παρέμβαση του Ζίζεκ οδήγησε σε μια λακανική στροφή στην επιχειρηματολογία του Λακλό ενώ επηρέασε στον μέγιστο βαθμό τον Σταυρακάκη και την θεωρία του για την ριζοσπαστική δημοκρατία. Επίσης επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τον Saul Newman στην περιγραφή ενός λακανικού μετα- αναρχισμού.Οι παρεμβάσεις του πέραν από τον αέρα ενός αστέρα των media πιστεύω οτι στοχεύουν να κινητοποιήσουν πάθη, να προκαλέσουν, να προβληματίσουν. Προσωπικά δεν τις θεωρώ σημαντικές ούτε πειστικές.
Νοσφεράτε ελεύθερα η αναδημοσίευση.


Περι Φαντασιωσης ,Πραγματικου και Απολαυσης





Η φαντασιωση ως αμυνα υποδηλώνει κάτι άλλο:το ότι προφυλάσσει από το να ελθει, το υποκείμενο «πολύ κοντά» στο Πραγμα, την πρωταρχική μητέρα, πού αποτελεί το κατεξοχήν απαγορευμένο αντικείμενο και για τα δυο φύλλα.
Και αυτό γιαι η φαντασιωση λειτουργεί μόνο με υποκαταστατα του Πραγματος, αλλιως το υποκείμενο «πνίγεται».

Η επιθυμία πνιγεται όταν το υποκείμενο φτασει «πολύ κοντά » στο Πραγμα: αυτό σημαίνει κάθε ολοκληρωτική και τελειωτική εκπλήρωση επιθυμίας,όπου εκλειπει ακριβώς η ελλειψη,η διαφορά και η απουσία.
μια ''τέλεια{ ερωτική σχεση και μια «τέλεια » κοινωνία αυτό ακριβώς σημαίνουν .
Αλλα ειναι δομικά αδύνατες και πρακτικά καταστροφικές γιατι το Πραγμα(το «Πραγματικό»)ειναι εξορισμου το Ανεφικτο.
Όμως δεν ειναι μόνο ανέφικτο, αλλά παραδόξως ειναι και απαγορευμένο

Το Κενό του Πραγματος υποδηλώνει πολύ συγκεκριμμένα την υπερτατη απολαυση…

Η απολαυση που μπορεί να εχει κανεις ως «κοινός θνητός» εινια δυνατή μόνο επειδή η υπερτατη απολαυση του Πραγματος ειναι το Αδυνατο.
Το υποκείμενο γυρίζει συνέχεια γυρω από το σημείο του Αδυνάτου βρίσκοντας και εφευρίσκοντας υποκαταστατά του.




Τα διαφορα φετίχ της εξουσίας και της θρησκείας η της οικονομιας προσπαθουν να εκβιασουν και να αποσπάσουν ένα κομμάτι του Πραγματος ,μεσω της (διαστροφικής)απάρνησης της ελλειψης..






Από την άλλη η νευρωση, η απώθηση των ιδιων τους των επιθυμιων και η μερική επαναφορά τους μέσω των συμπτωμάτων υποδηλώνει κατι:ότι για τα περισσοτερα ατομα τα σμπτώματα (και οι φαντασιώσεις που τα συνοδευυν )λειτουργουν ως «δικλείδα ασφαλείας»δεδομένου ότι η πρασπάθεια απάλειψης τους οδηγεί πάντα τα υποκείμενα σε αγχώδεις καταστασεις,εφοσον αντιμετωπίζουν τότε αμεσα την ορμή του θανατου με την μορφή του μηδενός
Η απόλαυση είναι η έννοια κλειδί που ολοκληρώνει τις μέχρι τούδε αναλύσεις περί της ταύτισης και της επιθυμίας. Η απόλαυση πoυ μπορεί να έχει κανείς ως «κοινός θνητός» είναι δυνατή μόνο επειδή η υπέρτατη απόλαυση του Πράγματος είναι το Αδύνατο.
Αυτό δεν είναι αυτονόητο, το υποκείμενο γυρίζει συνέχεια γύρω από το σημείο του Αδυνατου βρίσκοντας και εφευρίσκοντας υποκατάστατα του.

Τα διάφορα φετίχ της εξουσίας και της θρησκείας . η της οικονομίας, προσπαθούν να εκβιάσουν και να αποσπάσουν ένα κομμάτι του Πράγματος, μέσω της (διατροφικής) απάρνησης της έλλειψης .

Από την άλλη, στη νεύρωση , η απώθηση των ίδιων των επιθυμιών και η μερική επαναφορά τους μέσω των συμπτωμάτων υποδηλώνει οτι

για τα περισσότερα άτομα τα συμπτώματα ( και οι φαντασιώσεις που τα συνοδεύουν ) λειτουργούν ως «δικλείδα ασφαλείας» δεδομένου ότι η προσπάθεια απάλειψης τους οδηγεί όντα τα υποκείμενα σε αγχώδεις κατάστασης, εφόσον αντιμετωπίζουν τότε άμεσα την ορμή του θανάτου με τη μορφή του μηδενός



Απο το:


----------------------------------------------------------------------------------------------


Θ.Λιποβατς ΄Ν. Δεμερτζης Δοκιμιο για την ιδεολογία, Ενας διαλογος της Κοινωνικής θεωρίας με την Ψυχανάλυση , Εκδόσεις Οδυσσεας , 1994 σ 113

Γιατί η ανεκτικότητα δε φτάνει Του Σλάβοϊ Ζίζεκ/∞ Α π ε ι ρ 8

Γιατί η ανεκτικότητα δε φτάνει






Όχι να περιοριστούμε στο να σεβόμαστε τους άλλους, αλλά να τους προσφέρουμε μια κοινή μάχη, όπως είναι κοινά σήμερα τα προβλήματά μας
Του Σλάβοϊ Ζίζεκ
Πριν δέκα χρόνια, όταν η Σλοβενία ετοιμαζόταν να μπει στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ένας από τους ευρωσκεπτικιστές μας αντέγραψε μια ατάκα των αδελφών Μαρξ για τους δικηγόρους: εμείς οι Σλοβένοι έχουμε κάποιο πρόβλημα; Ας μπούμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση! Θα έχουμε ακόμη περισσότερα προβλήματα, αλλά θα τα αναλαμβάνει η Ευρωπαϊκή ένωση! Έτσι βλέπουν πολλοί Σλοβένοι την Ευρώπη: είναι χρήσιμη, αλλά φέρνει μαζί της και πολλά προβλήματα. Αξίζει λοιπόν τον κόπο να υπερασπιστούμε την Ευρωπαϊκή Ένωση; Το πραγματικό ερώτημα, φυσικά, είναι ένα άλλο: ποια Ευρωπαϊκή Ένωση;
Πριν από ένα αιώνα ο Γκίλμπερτ Κιθ Τσέστερτον εξηγούσε ξεκάθαρα το θεμελιώδες αδιέξοδο της κριτικής στη θρησκεία: «Άνθρωποι που αρχίζουν να πολεμούν τη θρησκεία από αγάπη για την ελευθερία και την ανθρωπότητα, καταλήγουν να πολεμούν και την ελευθερία και την ανθρωπότητα προκειμένου να πολεμήσουν την εκκλησία». Το ίδιο ισχύει για τους υπερασπιστές της θρησκείας. Πόσοι φανατικοί υπερασπιστές της θρησκείας άρχισαν να επιτίθενται στην κοσμική κουλτούρα και κατέληξαν να προδώσουν οποιαδήποτε θρησκευτική εμπειρία; Κατά τον ίδιο τρόπο πολλοί φιλελεύθεροι πρόμαχοι αγωνιούν να πολεμήσουν τον αντιδημοκρατικό φονταμενταλισμό και καταλήγουν να απομακρυνθούν από την ελευθερία και τη δημοκρατία: Aν οι «τρομοκράτες» είναι έτοιμοι να ισοπεδώσουν αυτόν τον κόσμο στο όνομα ενός άλλου, οι αντιτρομοκράτες πολεμιστές μας είναι έτοιμοι να ισοπεδώσουν τον δημοκρατικό τους κόσμο κυριευμένοι από το μίσος για τον μουσουλμανικό κόσμο.
Ξενοφοβικός ζήλος
Δεν θα μπορούσαμε να πούμε το ίδιο για τους υπερασπιστές της Ευρώπης ενάντια στην απειλή των μεταναστών; Με το ζήλο τους να προστατεύσουν την ιουδαϊκή-χριστιανική παράδοση, οι νέοι ζηλωτές είναι έτοιμοι να προδώσουν την καρδιά της ιουδαϊκής-χριστιανικής παράδοσης: δηλαδή τη δυνατότητα κάθε ατόμου να έχει πρόσβαση στην οικουμενικότητα του αγίου πνεύματος (ή, σήμερα, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ελευθερίας ) και να μπορεί να συμμετέχει άμεσα σ’ αυτή την οικουμενική διάσταση, χωρίς να λαμβάνει υπόψη του τη θέση που κατέχει στην παγκόσμια τάξη.
Το αδιέξοδο της Ευρώπης έχει όμως πολύ βαθύτερες ρίζες. Το πραγματικό πρόβλημα είναι ότι όποιος κριτικάρει το ξενοφοβικό ρεύμα, δηλαδή όποιος θα ήθελε να υπερασπιστεί τις πολύτιμες ευρωπαϊκές παραδόσεις, τείνει αντίθετα να περιορίζεται στο τελετουργικό της ταπεινής αποδοχής των ορίων των ευρωπαϊκών παραδόσεων και της εξύμνησης του πλούτου των άλλων πολιτισμών. Τα λόγια του ποιήματος Η Δευτέρα Παρουσία του Γουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς αποδίδουν σωστά την κατάσταση: «Οι καλύτεροι δεν έχουν καμιά πεποίθηση, ενώ οι χειρότεροι είναι γεμάτοι ηχηρό πάθος». Είναι μια εξαιρετική περιγραφή του σημερινού διαχωρισμού μεταξύ άτολμων προοδευτικών και παθιασμένων φονταμενταλιστών, τόσο μουσουλμάνων όσο και χριστιανών. «Οι καλύτεροι» δεν είναι πλέον ικανοί να αναλάβουν μεγάλες ευθύνες, ενώ «οι χειρότεροι» υιοθετούν το θρησκευτικό, σεξιστικό και ρατσιστικό φανατισμό.
Πώς να βγούμε απ’ αυτό το αδιέξοδο; Μια πρόσφατη γερμανική συζήτηση μπορεί να μας δείξει το δρόμο. Τον Οκτώβριο η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ είπε ότι «η πολυπολιτισμική προσέγγιση απέτυχε». Τα λόγια της αναφέρονταν στη συζήτηση για  τη Leitkultur (την κυρίαρχη κουλτούρα) όπου οι Γερμανοί συντηρητικοί επέμεναν ότι κάθε κράτος βασίζεται σε έναν κυρίαρχο πολιτιστικό χώρο, που τα μέλη των άλλων πολιτισμών πρέπει να τον σέβονται. Το νόημα αυτών των λόγων είναι ότι αντί να γκρινιάζουμε για τη ρατσιστική Ευρώπη που αναδύεται θα έπρεπε να κάνουμε αυτοκριτική και να αναρωτηθούμε σε ποιο βαθμό η αφηρημένη πολυπολιτισμικότητά μας έχει συνεισφέρει στη θλιβερή αυτή κατάσταση.
Οι διαφορετικές κουλτούρες πρέπει να συμβιώνουν
Αν όλες οι παρατάξεις δεν συμμερίζονται τον ίδιο πολιτισμό, τότε η πολυπολιτισμικότητα μετατρέπεται σε αμοιβαία άγνοια και μίσος που ρυθμίζονται νομικά. Η σύγκρουση για την πολυπολιτισμικότητα είναι ήδη μια σύγκρουση για τη Leitkultur: δεν είναι μια σύγκρουση πολιτισμών, αλλά μια σύγκρουση μεταξύ διαφορετικών απόψεων σχετικά με το πώς μπορούν και πρέπει να συμβιώνουν οι διαφορετικές κουλτούρες, και σχετικά με τους κανόνες και τις συμπεριφορές που αυτές οι κουλτούρες πρέπει να συμμερίζονται. Επομένως θα έπρεπε να αποφύγουμε να μείνουμε εγκλωβισμένοι στο παιχνίδι τού «πόση ανεκτικότητα μπορούμε να επιτρέψουμε στον εαυτό μας». Ο μόνος τρόπος να βγούμε απ’ αυτό το αδιέξοδο είναι να στρατευθούμε και να αγωνιστούμε για ένα θετικό παγκόσμιο σχέδιο που όλοι θα το συμμερίζονται. Οι πιθανές μάχες υπ’ αυτή την έννοια είναι πολλές, από την οικολογία μέχρι την οικονομία.
Πριν λίγες μέρες στην υπό κατοχή Δυτική Όχθη συνέβη ένα μικρό θαύμα: μαζί με κάποιες παλαιστίνιες γυναίκες που διαδήλωναν ενάντια στο τείχος ενώθηκε μια ομάδα από ισραηλινές λεσβίες. Η αρχική αμοιβαία δυσπιστία διαλύθηκε στην πρώτη σύγκρουση με τους στρατιώτες, παραχωρώντας τη θέση της στην αλληλεγγύη: στο τέλος μια παλαιστίνια γυναίκα με παραδοσιακή ενδυμασία αγκάλιασε μια ισραηλινή λεσβία με μοβ μαλλιά. Ένα ζωντανό σύμβολο που δείχνει πώς θα έπρεπε να είναι η μάχη μας. Κι έτσι, ίσως, ο σαρκασμός του Σλοβένου ευρωσκεπτικιστή δεν έπιασε το νόημα του ζητήματος. Αντί να χάνουμε χρόνο με τα κόστη και τα οφέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα έπρεπε να επικεντρωθούμε στο τι εκπροσωπεί πραγματικά η Ευρωπαϊκή Ένωση. Δρα κυρίως ως ρυθμιστής του παγκόσμιου καπιταλισμού, κάποιες φορές φλερτάρει με τη συντηρητική άμυνα της παράδοσής της. Και οι δύο δρόμοι οδηγούν στην περιθωριοποίηση της γηραιάς ηπείρου. Η μοναδική διέξοδος είναι να αναστήσουμε την παράδοσή μας της ριζοσπαστικής και οικουμενικής χειραφέτησης. Πρέπει να προχωρήσουμε πέρα από την απλή ανεκτικότητα των άλλων και να ασπασθούμε μια πραγματική Leitkultur που να μπορεί να στηρίζει μια αυθεντική συνύπαρξη. Όχι να περιοριστούμε στο να σεβόμαστε τους άλλους, αλλά να τους προσφέρουμε μια κοινή μάχη, όπως είναι κοινά σήμερα τα προβλήματά μας.
Πηγή: Internazionale, νούμερο 888, 11 Μαρτίου 2011
Μετάφραση: Τόνια Τσίτσοβιτς
Πηγή : Red NoteBook 

14 Aralık 2014 Pazar

Ενόρμηση θανάτου/ απο το Στο ντιβάνι με το Λακάν

Ενόρμηση θανάτου


Ενόρμηση
Η ενόρμηση ή ορμή (Trieb) σύμφωνα με το Λακάν θα πρέπει να διακριθεί από το ένστικτο (Instinkt). Το ένστικτο σχετίζεται με μια μυθική προγλωσσική ανάγκη που έχει βιολογική βάση ενώ η ενόρμηση δεν έχει καμιά σχέση με την ικανοποίηση βιολογικών αναγκών. Οι ενορμήσεις δεν μπορούν ποτέ να ικανοποιηθούν και δεν στοχεύουν σε ένα αντικείμενο αλλά περιστρέφονται διαρκώς γύρω από αυτό (Dylan,2005:207).  Η ενόρμηση δεν είναι εξ αρχής ενοποιημένη αλλά είναι αρχικά τεμαχισμένη σε μερικές ενορμήσεις.
Η ενόρμηση «ικανοποιείται» όταν αποτυγχάνει να πετύχει το στόχο της, όταν επαναλαμβάνει αυτή την αποτυχία. Η ατελείωτη κυκλοφορία γύρω από το αντικείμενο παράγει την ικανοποίησή της, παράγει απόλαυση, jouissance. Έτσι ο πραγματικός σκοπός της ενόρμησης δεν είναι να επιτύχει τον στόχο της αλλά να κυκλοφορεί ατελείωτα γύρω από αυτόν (Zizek,2006b:63) σχηματίζοντας ένα κλειστό κύκλωμα. Η ενόρμηση σύμφωνα με το Λακάν είναι άμετρη, επαναληπτική και τελικά καταστροφική και για αυτό το λόγο ο Λακάν υποστηρίζει ότι κάθε ενόρμηση, είναι ενόρμηση θανάτου (Dylan,2005:210) .
Η ενόρμηση θα πρέπει να διακριθεί από την επιθυμία. Η επιθυμία ωθεί στην εύρεση μιας αδύνατης πληρότητας μέσα από την προσκόλλησή της σε ένα αντικείμενο που λειτουργεί ως υπενθύμιση αυτής της πληρότητας. Επίσης πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ του αντικειμένου της επιθυμίας και του αντικειμένου ως αίτιου της επιθυμίας. Το αντικείμενο της επιθυμίας είναι χαμένο και αναδύεται ως επανευρεθέν. Το αντικείμενο της ενόρμησης είναι η ίδια η απώλεια.
Η ενόρμηση  θανάτου
Στο Λεξιλόγιο της ψυχανάλυσης των Laplance& Pontalis(1986:196) η ενόρμηση θανάτου (Todestrieb) ορίζεται ως αυτή που αντιτίθεται στην ενόρμηση της ζωής και τείνει στην ολοκληρωτική μείωση των εντάσεων δηλαδή στην επαναφορά του έμβιου όντος στην ανόργανη κατάσταση. Η ενόρμηση θανάτου είναι πρωτογενώς στραμμένη προς το εσωτερικό και τείνει προς την αυτοκαταστροφή και δευτερογενώς στραμμένη στο εξωτερικό οπότε και εκφράζεται ως επιθετική ενόρμηση ή ενόρμηση καταστροφής. Αυτή είναι η φροϋδική εννοιολόγηση της ενόρμησης θανάτου σύμφωνα με τους Laplanche & Pontalis ωστόσο ο Λακάν αντιτίθεται πλήρως σε αυτή την ερμηνεία.
 Ο Φρόυντ με τον όρο ενόρμηση  θανάτου εννοούσε ένα ανοίκειο πλεόνασμα ζωής, μια «απέθαντη» παρόρμηση που εμμένει πέρα από τον βιολογικό κύκλο της ζωής και του θανάτου, της γέννησης και της καταστροφής. Ο Φρόυντ εξισώνει την ενόρμηση θανάτου με τον λεγόμενο καταναγκασμό για επανάληψη, μια ανοίκεια παρόρμηση να επαναλαμβάνει οδυνηρές παρελθούσες εμπειρίες, η οποία φαίνεται να υπερβαίνει τους περιορισμούς του οργανισμού που επηρεάζεται από αυτή και εμμένει ακόμη και πέρα από το θάνατο του οργανισμού (Zizek,2008:54).
 Η ενόρμηση του θανάτου από τον Zizek γίνεται κατανοητή ως ριζική εγελιανή αρνητικότητα.. Η ενόρμηση του θανάτου δεν θα πρέπει να συγχέεται με την αρχή της νιρβάνα. Η ενόρμηση του θανάτου δεν σχετίζεται με την αυτό-εκμηδένηση ή την επιστροφή στην ανόργανη ύλη εξαιτίας της απουσίας κάποιας τάσης για ζωή αλλά ακριβώς το αντίθετο (Zizek,2006b:64). Η ενόρμηση του θανάτου αντιτίθεται πλήρως στην αρχή της νιρβάνα. Η αρχή της νιρβάνα αναφέρεται στην τάση κάθε ζωντανού συστήματος να βρεθεί στην κατάσταση της χαμηλότερης έντασης και ουσιαστικά στο θάνατο. Η αρχή της νιρβάνα δεν αποτελεί το αντίθετο της αρχής της ευχαρίστησης αλλά την υψηλότερη και πιο ριζική έκφρασή της (Zizek,2003:93). Έτσι σύμφωνα με τον Zizek η ενόρμηση θανάτου πρέπει να οριστεί ως «η πιο ριζική τάση ενός ζώντος οργανισμού είναι να διατηρεί μια κατάσταση έντασης, να αποφύγει μια τελική «χαλάρωση» επιτυγχάνοντας μια κατάσταση πλήρους  ομοιόστασης. Η ενόρμηση θανάτου είναι πέρα της αρχής της ευχαρίστησης, είναι το τυπικό παράδειγμα ενός οργανισμού που επαναλαμβάνει ατελείωτα την κατάσταση της έντασης » (Zizek,2004:24). Η ενόρμηση  θανάτου είναι το πραγματικό Κακό, είναι αυτό που μας οδηγεί να πράξουμε ενάντια στα συμφέροντά μας. Η ενόρμηση  θανάτου συνιστά μια τάση αυτό- υπονόμευσης. Για αυτό αντιτίθεται τόσο στην αρχή της ευχαρίστησης όσο και στην αρχή της πραγματικότητας (Zizek,2008b:87). Η αρχή της ευχαρίστησης οδηγεί στην «καλή ζωή» την προσανατολισμένη στην ευτυχία, την επιμέλεια του αυτού, τη σοφία της αυτοσυγκράτησης κτλ ενώ η ενόρμηση  θανάτου οδηγεί σε μια ζωή όπου δρούμε καταναγκαστικά εναντίον του δικού μας καλού (Zizek,2001b:149).
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η άποψη του Boothbyσχετικά με την ενόρμηση θανάτου.Ο Boothby ερμηνεύει την ενόρμηση θανάτου με βάση την αντίθεση Φανταστικού και Πραγματικού. Το Εγώ κατά την συγκρότησή του μέσω της φανταστικής ταύτισης εξοστράκισε την ενόρμηση θανάτου. Ο Boothby ερμηνεύει την ενόρμηση θανάτου ως την επιστροφή της δύναμης της ζωής, την επιστροφή του Id που αποκλείστηκε  από την επιβολή της πετροποιημένης μάσκας του Εγώ (Zizek,1998:100). Η επανα-ανάδυση της  ενόρμησης θανάτου είναι η ανάδυση της ζωής ενώ το Εγώ την εκλαμβάνει ως απειλητική εξαιτίας του «καταπιεστικού» του χαρακτήρα. Η ενόρμηση  θανάτου εκδηλώνεται ως επιστροφή του Πραγματικού με δύο τρόπους, είτε ως καταστροφική και άγρια μη συμβολοποιημένη εκδήλωση είτε ως μετουσιωμένη στο συμβολικό επίπεδο (Zizek,1998:99). Έτσι το Συμβολικό ερμηνεύεται ως ένας συμβιβασμός που επιτρέπει την αποσπασματική έκφραση του Πραγματικού. Ο Zizekσε αυτό το σημείο διαφωνεί με τον Boothby τονίζοντας ότι το να εκλάβεις το Συμβολικό ως αυτό που πληρώνει το κενό μεταξύ του Φανταστικού και Πραγματικού παραγνωρίζει μια σημαντική οπτική. Το Συμβολικό δημιουργεί το  το τραύμα που διακηρύσσει ότι θεραπεύει (Zizek,1998:100). Έτσι ο Zizek υποστηρίζει ότι η ενόρμηση  θανάτου ενώ αρχικά θεωρείται ως το Συμβολικό, ταυτίζεται  τελικά από τον Lacan με το Πραγματικό.
Σύμφωνα με τον Zizek το υποκείμενο στην ψυχανάλυση δεν καθορίζεται πλήρως από το ασυνείδητο. Έκφραση της ελάχιστης ελευθερίας του υποκειμένου αποτελεί η ενόρμηση  θανάτου. Η ενόρμηση  θανάτου οδηγεί το υποκείμενο σε μια συμπεριφορά αυτόνομη που δεν δεσμεύεται από το περιβάλλον. Έτσι υπάρχει μια κρίσιμη αντίθεση που διέπει το υποκείμενο. Από τη μια η άρνηση της ελευθερίας του και η αποδοχή ότι καθορίζεται πλήρως από το περιβάλλον και από την άλλη η καντιανή (και σαδική) απροϋπόθετη αυτονομία (Zizek,2006b:223).