περι χρόνου etiketine sahip kayıtlar gösteriliyor. Tüm kayıtları göster
περι χρόνου etiketine sahip kayıtlar gösteriliyor. Tüm kayıtları göster

26 Aralık 2014 Cuma

Χρόνου Φείδου



ο χρόνος -με υποσχεσεις -μας γητευει


-ενω, απο κατω, ο θηρευτής παραμονευει-



Χρόνος σαν την μικρή διαδρομή μας…..

στα ευθραυστα τοιχωματα της υπαρξης μας



Χρόνου Φείδου

…με το αργό του σύρσιμο…

διασχίζει το σώμα μας….


19 Ekim 2014 Pazar

Κωστας Γεμενετζης Περι ανεκρων και θνητων*

Κωστας Γεμενετζης
Περι ανεκρων και θνητων[1]
 * Δημοσιεύεται με την άδεια του συγγραφέα


Περιληψη
Θα δοκιμασω να προσεγγισω το θεμα "Τεχνη και τρελα" στην οπτικη ενος φαινομενου που στην ψυχοπαθολογια ειναι γνωστο ως "Διασχιση" (Dissociation) και περιλαμβανει την "αποπροποσωποποιηση" και την "αποπραγματοποιηση": Ο εαυτος η/και τα πραγματα γινονται ξενα, αποκοσμα: η ταυτοτητα τους καταρρεει οπως ενα κτισμα σε σεισμικη δονηση.
Καποτε το κλεισιμο και η αμυνα απεναντι στην "διασχιση" εμφανιζεται σε μια μορφη "τρελας" - σε βουβο, ανειπωτο βασανο, αλλα και στην καταθλιψη, στην σχιζοφρενεια, στις ψυχαναγκαστικες ιδεες και πραξεις.
Πιο σπανια η "διασχιση", το ανοιγμα του σχισματος της, γινεται χωρος φιλοξενιας. Τοτε εαυτος η/και πραγματα χανονται στην ξενωση τους, για να προβαλουν, σε ευτυχεις ωρες, κεκαθαρμενα, εμπλουτισμενα κατα την μηδενικοτητα που τα διαπερασε. Προβαλλουν, μεταξυ πολλων αλλων τροπων, και ως εργα τεχνης. Αλλα και ως "ερμηνεια" σε μια θεραπευτικη συναντηση, η οποια, σ' αυτην την οπτικη, θα μπορουσε να συγγενευει περισσοτερο με την τεχνη παρα με μια επιστημονικη της παρασταση.




Ομιλια
Ο Martin Heidegger γραφει καπου οτι οι ανθρωποι ειναι οι θνητοι. Και το διευκρινιζει: Αποκαλουνται οι θνητοι διοτι μπορουν να πεθαινουν.
Εκεινο το "μπορουν" ξενιζει. Μπορω π.χ. να διορθωσω μια πριζα. Εχω αυτην την δυνατοτητα. Ομως μπορω και να φωναξω ηλεκτρολογο. Το οτι μπορω να διορθωσω την πριζα δεν σημαινει διολου και καποια αναγκαιοτητα, οτι θα την διορθωσω εγω ουτως η αλλως. Ομως τι θα πει "μπορω να πεθανω"; Ειναι κι αυτο δυνατοτητα μου; Μπορω και να μην πεθανω;
Διαβαζω την τελευταια παραγραφο απο την "Δικη" του Franz Kafka. Ειναι το βασικο προσωπο, ο Κ, και οι δυο κυριοι που τον παρακολουθουν σ' ολη την διαρκεια της ιστοριας:
Ομως τα χερια του ενος κυριου τοποθετηθηκαν στον λαρυγγα του Κ, ενω ο αλλος του εχωσε το μαχαιρι βαθια στην καρδια, κι εκει το εστριψε δυο φορες. Ο Κ, καθως εσβυνε το φως των ματιων του, προφτασε να δει πως οι κυριοι, εμπρος και κοντα στο προσωπο του, τα μαγουλα τους ακουμπωντας το ενα στο αλλο, παρατηρουσαν την εκβαση. "Σαν σκυλι!", ειπε, ηταν λες κι η ντροπη επροκειτο να τον επιζησει.
Και μια αλλη ιστορια που καποιοι ακουσαμε απο τις μητερες μας:
Ενας νεος ανδρας ερωτευεται παραφορα. Η κοπελα δεχεται να τον παρει με εναν ορο: Να σκοτωσει την μανα του και να της φερει την καρδια της. Ο νεος, χωρις δευτερη σκεψη, την σκοτωνει, της ξεριζωνει την καρδια και τρεχει αλαφιασμενος να την παραδωσει στην καλη του. Στην βιασυνη του σκονταφτει στο καλντεριμι και πεφτει. Και η καρδια του λεει: "Χτυπησες αγορι μου;"
Η ντροπη επιζει τον Κ, η μητρικη αγαπη επιζει την μητερα. Ντροπη και μητρικη αγαπη δεν πεθαινουν μαζι τους. Τους επιζουν διοτι, οπως λεει ο Freud για τα πραγματα τπυ ασυνειδητου, δεν εχουν σχεση με τον χρονο. Ντροπη και μητρικη αγαπη ειναι αχρονα (zeitlos). Μοιαζουν με απολιθωματα - που ηταν παλλομενη ζωη, οργανικα αρμοσμενη σε μια ιστορια με αρχη και τελος, και καποτε ξεφυγαν απο τον χρονο, εγιναν πετρα, μετεπεσαν σε μια τελειως αλλη διασταση, εξω απο τον κοσμο, χωρις να επικοινωνουν πια, και πλεον διαγουν αδιαφορα στον αιωνα τον απαντα.
Φερνουμε τετοια απολιθωματα μαζι μας. Οταν π.χ. η λιγοτερο, η περισσοτερο μονιμη ανταποκριση καποιου σε μια κατασταση ειναι το "φταιω / φταις", σε διαφορες παραλλαγες, τοτε αυτη η ανταποκριση εχει πολυ λιγο να κανει με την ιδιαιτεροτητα, με την ενικοτητα της εκαστοτε καταστασης. Πολυ περισσοτερο το "φταιω / φταις" προβαλλει σχεδον μηχανικα, λες και ακολουθει μια δικη του, αποπροσωποποιημενη νομοτελεια. Και τουτο το "φταιω / φταις" θα τον επιζησει. Π.χ. με το να εκλαβει και τον ιδιο του τον θανατο ως τιμωρια, δικη του, η των αλλων.
Οπως ειπα, φερνουμε τετοια σκληραδια μαζι μας. Μιλαμε, θυμιζω, για ακαμπτες επαναληψεις μιας συμπεριφορας λιγοτερο η περισσοτερο αποκομμενης απο την ζωντανη επικοινωνια. Οπως μεσα στον σπιτικο πουρε κομματια πατατας που δεν ελιωσαν. Τετοια σκληραδια μπορουν να ειναι το αγχος, η καταθλιψη, οι φοβιες, η ασφαλεια και η ανασφαλεια, η συμβιβαστικοτητα και η εριστικοτητα, η αδικια και η εκδικηση, αλλα και η ολιγαρκεια και η απληστια, η αγαθοσυνη και η καχυποψια, η εκμεταλλευση και η υπηρετικοτητα κλπ. κλπ.
Παντου εδω κατι απ' αυτα εχει αναπτυξει ενα πεδιο βαρυτητας που κρατα τον φορεα του καθηλωμενο στην τροχια του. Απ' ολα τα πραγματα, αυτο το ενα εχει γινει κυριαρχο και στριμωχνει καθε συμπεριφορα στο καλουπι του. Οπως η κοιτη του ρεματος, που σ' αυτο θα κυλησουν ολα τα νερα απο τις βροχες και τα χιονια που λιωνουν.
Αυτοι οι ανθρωποι, και τετοιοι ειμαστε ολοι μας, πεθαινουν χωρις να μπορουν να πεθανουν. Ο θανατος τους ερχεται παντοτε ακαιρα. Ο Κ και η μητερα και ολοι οι αλλοι δεν ειναι θνητοι. Κατι τους επιζει. Αυτο το κατι, ως απολιθωμα, δεν ειναι ζωντανο και ετσι δεν μπορει και να πεθανει. Ειναι ανεκρο. Μιλαμε για μια παθολογια που εκτεινεται πολυ ευρυτερα απο το οπτικο πεδιο της ψυχιατρικης και της ψυχολογιας. Ισως μιλαμε για μια παραλλαγη αυτου που ο Martin Heidegger αποκαλεσε "εκπτωση στα οντα".
Οσο περισσοτερο "χαρακτηρα" εχει κανεις, δηλαδη οσο βαθυτερα εχουν εγχαραχτει επανω του μονιμα καναλια σκεψης και αισθησης, συμπεριφορας και επικοινωνιας, τοσο λιγοτερο ζωντανος ειναι - και τοσο λιγοτερο μπορει να πεθανει.
Καποιες φορες το ανεκρο αφορα οχι ενα κατι αλλα το ιδιο το προσωπο, την ιδια την υπαρξη καποιου. Κανεις γινεται αυτος καθαυτον απολιθωμα. Ανεκρος.[2]
Ο Erwin Hügin ηταν ενας χρονιος σχιζοφρενης που γνωρισα σε μια κλινικη της Ζυριχης την δεκαετια του '70. Ο φακελλος του περιειχε πληθωρα ποιηματων. Σε ενα απ' αυτα με τιτλο "Χαμενος στους δρομους" γραφει:
τελειως αποσυνδεμενος απο ανθρωπους
περναω δρομους
που ειναι πηγμενοι απο
ανθρωπους
βλεπω στα προσωπα
κοιταζω τα σωματα
κοιταζω τα χερια
καμια σπιθα δεν μεταπηδα -
λοιπον δεν υπαρχει ζωη
στους ανθρωπους
η μηπως δεν ειναι καν ανθρωποι;
ειναι συναρμολογημενες μηχανικες
κουκλες, ναι,
βλεπω πως ετσι πρεπει να ειναι -
τα ιδια εκεινα δευτερολεπτα που
αυτο το αντιλαμβανομαι,
εγω δεν πηγαινω, πηγαινομαι, παρατηρουν
απο μεσα μου δυο γυαλινα ματια, πισω
απο τα οποια η ζωη εχει φυγει, απ' ολο το σωμα εχει φυγει - για που;
Και τωρα οι μηχανισμοι -
βηματιζουν εν-δυο.
Που που που ειναι η ζωη;
Που ειναι η ζωη; Ενα αλλο ποιημα του Hügin αναφερεται στον θεραποντα ιατρο του Schöl:
Βλεπω μια εικονα: πλησιαζω τον κυριο Schöl με
λεξεις, λεω: θα ηθελα να ειμαι κοντα σας, ναι
λαχταραω να βρεθω στην ζεστασια σας, κοντα σας
παω να τον συναντησω, αυτος απλωνει το χερι του,
τουτο γινεται υπερμετρα μεγαλο και δυνατο

Χερι Μολυβι Schöl
με ριχνει προς τα κατω
κατω στο σκοταδι
σε λαγουμι απο πετρα
θανατος

λιγο πριν απ' τον θανατο: δικαστηριο
δικαστης:   δεν επιτρεποταν να νοιωθεις
να πλησιασεις ανθρωπο
σου ηταν απαγορευμενο!
εγω:         ακομα τα φερνω μεσα μου
ζωη αισθηση ηχους ποθο
δικαστης:   γεννηθηκες για να μην αισθανεσαι
θα ζεις κατ' επιφαση μονο κι ακομα,
χωρις να 'ναι αντιληπτο σε κανενα, τον θανατο μεσα σου
θα φερνεις, τον θανατο
ακους, τον θανατο
Η κατ' επιφαση ζωη και ο κατ' επιφαση θανατος. Αυτος ειναι ο ανεκρος. Ο ανεκρος παραειναι νεκρος για να ζει και παραειναι ζωντανος για να πεθανει. Μια ψυχοπαθολογικη μορφη του ειναι αυτη της λεγομενης "Διασχισης" (Dissociation) και περιλαμβανει την "αποπροποσωποποιηση" και την "αποπραγματοποιηση". Τις ειδαμε στα παραδειγματα που αναφερθηκαν. Απανταται μονη της σε κρισεις απο βουβο, ανειπωτο βασανο, αλλα και στο πλαισιο της καταθλιψης, στην σχιζοφρενεια, στις ψυχαναγκαστικες ιδεες και πραξεις.
Γνωρισα την Διασχιση. Φοιτητης ιατρικης, καποια στιγμη εμαθα την επιστημονικη εκδοχη της ορασης: Ενα αντικειμενο Χ εκπεμπει φωτεινη ακτινοβολια, ο αμφιβληστροειδης την προσλαμβανει ως εικονα και μεσω του οπτικου νευρου στελνει αντιστοιχα ηλεκτρικα ερεθισματα στον οπτικο φλοιο οπου η εικονα αποκαθισταται, σε συνεργασια με τα υπολοιπα μερη του εγκεφαλου ταυτοποιειται, εντοπιζεται στον χωρο κλπ. Αυτο λοιπον το εζησα ως εμπειρια: Τα ματια μου ειχαν γινει κατι σαν παραθυρα, τα πραγματα στο δωματιο εμπαιναν απ' αυτα και προβαλλαν πισω απο τα ματια και μεσα στο κεφαλι μου, ηταν εκει οπως σπιτακια και ανθρωπακια μεσα σε μια γυαλινη σφαιρα που οταν την κουνησεις πεφτει χιονι - ομως τωρα το ζουσα σαν εφιαλτη. Εκει εξω ειχε απομεινει κατι σαν σεληνιακο τοπιο, τα αντικειμενα Χ, που σηματοδοτουνται και νοηματοδοτουνται, λεει, πρωτα στη συνειδηση και στον εγκεφαλο. Καμια εμπειρια, στα λιγα λεπτα που διηρκεσε, δεν με ταρακουνησε, δεν με αρρωστησε σε τετοιο βαθμο.
Γνωρισα την Διασχιση και με αλλον τροπο. Καποια φορα που χρειαστηκε να συνταξω ενα βιογραφικο, ξεκινησα με την φραση "Ο Κωστας Γεμενετζης γεννηθηκε το 1944..." και κατευθειαν μου ηρθε να συνεχισω: "...και πεθανε...". Ηδη παιδι μου γεννηθηκε μια απορια με το ονομα μου. Ο κοσμος μου αποτεινονταν και με προσφωνουσε "Κωστα...", "Κωστακη...", "Γεμενετζη...". Καποια στιγμη λοιπον αναρωτηθηκα: Περιεχομαι, περα για περα, στο ονομα μου; Η απαντηση μου ηταν σαφης: Οχι! Αυτοι που μου μιλουν, αποτεινονται σ' εμενα. Και, αν το "Κωστας" δεν καλυπτει το "εμενα", εχει η αντ-ωνυμια "εμενα" ενα ονομα, αντι του οποιου λεγεται; Η απαντηση μου ηταν και παλι σαφης: Οχι! Πολλα χρονια αργοτερα ειδα, με ανακουφιση, πως με την απορια μου δεν εστεκα μονος. Καπου στον Kierkegaard διαβασα: "Κοιταζω μεσα στην υπαρξη - και δεν βλεπω τιποτα." Η απορια ειχε αρχισει να ησυχαζει και να δινει τη θεση της στην αποδοχη ενος αναλαφρου "τιποτα", που με αποδιδει πολυ περισσοτερο απο καθε ονομα. Αποδοχη ενος αναλαφρου "τιποτα" που συνοδευει το ονομα μου, του αφαιρει καθε απολυτοτητα, το επαφηνει στο λικνο της παροδικοτητας του, και σε καθε "γεννηθηκα" υπαγορευει το "πεθανα".
Το ονομα μου δεν ηταν το μονο που με εκ-κενωνε. Καποιες φορες ηταν και ενα ειδος απελπισιας με την ζωη, οπου η μονη διεξοδος ηταν φυγη προς τα εμπρος, προς τα ακρα, χωρις επαναπαυση σε μισολογα, σε ημιμαθειες. Ειναι οπως αυτο που συμβαινει στην Αρετουσα, στον "Ερωτοκριτο" του Βιντσεντζου Κορναρου. Οταν ο βασιλιας των Αθηνων Ηρακλης μαθαινει για τον ερωτα της κορης του Αρετουσας με τον Ερωτοκριτο, την ριχνει στην φυλακη. Εκει λοιπον, ο ποιητης γραφει:
Θωρωντας τοσα βασανα η Aρετη, και παθη, 485
η ταξη εγινη αποκοτια, κ’ η ταπεινοτη εχαθη.
Tης γλωσσας τα µποδισµατα, το δειλιασµα του νου τση
επαψαν, και µ’ αποκοτιαν εµιλειε του Kυρου τση
Ο Ερωτοκριτος εξοριζεται, συμβαινουν ενα σωρο πραγματα, και καποτε γυριζει πισω και θελει να δοκιμασει την Αρετη. Παριστανει εναν φιλο του που θα της πει για την τυχη του Ερωτοκριτου και κανονιζουν μια συναντηση. Την βρισκει
... σαν ξεπεριορισµενη.
Στο παραθυρι εσιµωσε, κ’ η Aρετη αρχινιζει,
αποκοτα να του µιλει, να τον αναντρανιζει.
Δεν εχει πλιο την κρατηξιν, δε ντρεπεται, µα οι πονοι 635
την εντροπην εδιωξασι, τα’χωνε φανερωνει.
Kαι λιγωµαρα τσ’ ηδιδε, το γληγορα να µαθει,
αν ειν’ και ζει ο Pωτοκριτος, γ-η αποθανε, κ’ εχαθη.
Τα βασανα και τα παθη και οι πονοι "ξεπεριοριζουν" την Αρετη. Χανονται ταξη και ταπεινοτητα που εφερναν στην γλωσσα εμποδια και φοβο στην ψυχη της. Οι πονοι διωχνουν την ντροπη. Η Αρετη, η πριγκηποπουλα με τους τροπους που της αρμοζουν, ταξη και ταπεινοτητα και ντροπη, απο-χαρακτηριζεται: χανει την αρετη της. Χανει - το ονομα της. Γινεται ανωνυμη και απροσωπη. Αποπροσωποποιειται. Βασανα, παθη και πονοι την "ξεπεριοριζουν" - την εκ-κενωνουν.
κατω απ' την προσωπιδα ενα κενο.
λεει στον "Βασιλια της Ασινης".
Κι ακομα:
Πισω απο τα μεγαλα ματια τα καμπυλα χειλια τους βοστρυχους
αναγλυφα στο μαλαματενιο σκεπασμα της υπαρξης μας
ενα σημειο σκοτεινο που ταξιδευει σαν το ψαρι
μεσα στην αυγινη γαληνη του πελαγου και το βλεπεις:
ενα κενο παντου μαζι μας
Τι συμβαινει μ' αυτο το κενο; Leonard Cohen, Anthem:
There is a crack in everything
That's how the light gets in
Μια ρωγμη υπαρχει στο καθε τι
Ετσι μπαινει μεσα το φως
Τετοια πραγματα εμελλε να σημαδεψουν την εξελιξη μου, μεταξυ αλλων και ως θεραπευτη.
Καπως ετσι εζησα μια αποστροφη του Elias Canetti που γνωρισα πολυ αργοτερα:
... μια πληγη που γινεται σαν πνευμονας και διαμεσου του ανασαινεις
Ισως πλεον εχει να κανει και με την προχωρημενη μου ηλικια, αυτην που οι παλιοτεροι, που ζουσανε και πεθαινανε συντονοι με τον χρονο, αποκαλουσαν "γεραματα". Ενα χαρακτηριστικο των γηρατειων ειναι λοιπον οτι κανεις, μετα απο τα πολλα "του κυκλου τα γυρισματα", στην γειτονευση πια με τον θανατο, χανει την ντροπη: Σε εναν αγνωστο μου, π.χ. στο μετρο, οταν ζητω να περασω για να κατεβω στην επομενη σταση, θα απευθυνθω με μια οικειοτητα σαν να τον ηξερα απο παντα. Κι αυτο ειναι ενα φαινομενο αποπροσωποποιησης: Τα προσωπα μας, δηλαδη ανθρωποι, αυτος κι εγω, με ολοτελα διαφορετικη ιστορια, αναφορες, προσωπικοτητες, ειναι παντελως αδιαφορα. Η οικειοτητα, με την οποια του, η της, απευθυνομαι, ειναι μια τελειως αλλη, που δεν βασιζεται σε τιποτα που να μας ενωνει, η να μας χωριζει. Η οικειοτητα του "ξεπεριορισμου".
Η αποπροσωποποιηση θα μπορουσε λοιπον να μην συνιστα οπωσδηποτε στερητικο φαινομενο, αλλα την επανοδο σ' ενα πρωτο. Η ψυχοπαθολογια δεν το γνωριζει. Ο ορος, υπο τον οποιο ταξινομουνται αποπροσωποποιηση και αποπραγματοποιηση, ειναι, ειπαμε, "Διασχιση", μεταφραση του "Dissociation". Υποβαλλει την πεποιθηση οτι το φυσιολογικο ειναι το "Association", μια συνδεση και συνεχεια που τωρα διακοπτεται, κατι σαν ενα νοητικο καταγμα. Ομως η Διασχιση θα μπορουσε να ειναι οχι επεισοδιο αλλα δομικη ιδιοτητα της υπαρξης. Ο ανεκρος θα μπορουσε να ειναι η μητρα επωασης του θνητου. Εκεινου που ειναι στον χρονο και που οταν λεει "γεννηθηκα", λεει συναμα και "πεθανα".
Αυτο το, ευεργετικο τωρα, σχισμα της διασχισης, ειναι καποτε και ο τοπος που κατοικει η τεχνη. Το εργο της θα μπορουσε να εννοηθει επισης ως απολιθωμα, σαν να ειχε κοιταξει την Μεδουσα καταπροσωπο. Ο ποιητης Paul Celan λεει σε μια ομιλια του κατα την απονομη του βραβειου Büchner:
Ο Lenz, δηλαδη ο Büchner, εχει [...] πολυ περιφρονητικα λογια για τον "ιδεαλισμο" [...] Και αυτην την πεποιθηση για την τεχνη την λεει τωρα παραστατικα με ενα βιωμα: "Καθως χθες ανηφοριζα διπλα στην κοιλαδα, ειδα δυο κοπελλες να καθονται πανω σ’ εναν βραχο: η μια εδενε τα μαλλια της, η αλλη την βοηθουσε· και τα χρυσαφενια μαλλια επεφταν κατω, κι ενα σοβαρο χλωμο προσωπο, κι ομως τοσο νεανικο, κι η μαυρη στολη, κι η αλλη να νοιαζεται με τοση φροντιδα. Οι ωραιοτερες, οι βαθυτερες εικονες της παλιας γερμανικης σχολης δεν αποδιδουν τιποτε απ’ αυτο. Μερικες φορες κανεις θα ‘θελε να ‘ναι μεδουσοκεφαλη για να μπορεσει ενα τετοιο συμπλεγμα να το μεταμορφωσει σε πετρα και να φωναξει τον κοσμο."
Και ο Celan συνεχιζει:
Κυρίες και Κυριοι, προσεξτε παρακαλω: "Κανεις θα ‘θελε να ‘ναι μεδουσοκεφαλη" για να ... συλλαβει το φυσικο ως το φυσικο μεσω της τεχνης!
Οποιος εχει την τεχνη εμπρος στα ματια και στον νου του, αυτος ειναι – εδω ειμαι στην αφηγηση για τον Lenz –, αυτος ειναι φευγατος. Η τεχνη δημιουργει διασταση απο το Εγω. Η τεχνη απαιτει εδω σε μιαν ορισμενη κατευθυνση μια ορισμενη αποσταση, εναν ορισμενο δρομο.
Κι η ποιηση; Η ποιηση, η οποια και βεβαια εχει να παρει τον δρομο της τεχνης; Τοτε εδω θα ειχε μαλιστα πραγματι δοθει ο δρομος προς μεδουσοκεφαλη και αυτοματα!
Για την διασταση του καλλιτεχνη απο το εγω, την συγγενεια του με την μεδουσοκεφαλη και τα αυτοματα μιλα και ο ποιητης T. S. Eliot σε ενα δοκιμιο με τον τιτλο "Tradition and the Individual Talent"[3]. Ο Eliot χρησιμοποιει την λεξη "αποπροσωποποιηση" για να υποδηλωσει την αναλογια αναμεσα στην καλλιτεχνικη δημιουργια και την επιστημη. Το διευκρινιζει με ενα παραδειγμα απο την χημεια:
Οταν τα δυο αερια που αναφερθηκαν προηγουμενως [οξυγονο και διοξειδιο του θειου] αναμειγνυονται με την παρουσια νηματων πλατινας, σχηματιζουν θειικο οξυ. Αυτος ο συνδυασμος συμβαινει μονο οταν ειναι παρουσα η πλατινα· παρ' ολα αυτα το νεο οξυ που παραχθηκε δεν περιεχει ιχνος πλατινας, και η ιδια η πλατινα ειναι προφανως ανεπαφη· εμεινε αδρανης, ουδετερη, και αναλλοιωτη. Ο νους του ποιητη ειναι το κομματι της πλατινας. Μπορει εν μερει, η αποκλειστικα, να λειτουργει επανω στην πειρα του ιδιου του ανθρωπου· ομως, οσο τελειοτερος ειναι ο καλλιτεχνης, τοσο πιο ξεχωρα μεσα του θα ειναι ο ανθρωπος που υποφερει και ο νους που δημιουργει· τοσο τελειοτερα ο νους θα αφομοιωνει και θα μεταλλασσει τα παθη που ειναι το υλικο του.
[...] Ο νους του ποιητη ειναι οντως ενα δοχειο για την αποθηκευση αναριθμητων αισθηματων, φρασεων, εικονων, που παραμενουν εκει εως οτου ολα τα στοιχεια που μπορουν να ενωθουν για να σχηματισουν ενα νεο μιγμα, να ειναι παροντα μαζι.
Ο καλλιτεχνης περνα απο την "αυτο-θυσια", οπως λεει ο Eliot, της αποπροσωποποιησης, και τοτε τα αποπραγματοποιημενα κομματια, καποτε, ισως, "ενωνονται για να σχηματισουν ενα νεο μειγμα" - οπως η γυμνη παρουσια της πλατινας οδωνει τον σχηματισμο του θειικου οξεος. Τωρα η διασχιση δεν εξοριζει απο τον χρονο, δεν δημιουργει ανεκρους, αλλα ακριβως αρμοζει τον χρονο, παρελθον της παραδοσης και παρον του σημερινου εργου τεχνης, χαριζει θνητοτητα.
"Τι καλλιτεχνης ειστε;", ρωτα ο ψυχαναλυτης Wilfred Bion νεους θεραπευτες σε ενα σεμιναριο. "Και αν δεν ειμαστε καλλιτεχνες;", αντερωτα καποιος. Η απαντηση του Bion: "Τοτε ειστε σε λαθος επαγγελμα."
Ετσι λοιπον η ψυχαναλυση θα μπορουσε να συνιστα μια ιδιαζουσα περιπτωση του θεματος του συνεδριου μας, ενα "και", δηλαδη εναν τοπο οπου "Τεχνη και Τρελα" συναπαντωνται. Σ' αυτο το "και", στις ευτυχεις περιπτωσεις, συμβαινει μια αμοιβαια ανταλλαγη: Η "τεχνη" συνισταται στο οτι ο θεραπευτης γινεται πιο τρελος απο τον πελατη του. Και τουτος, ο "τρελος", μεσα απο το "εργο τεχνης" της συναντησης τους, βρισκει τη λυτρωση του.
Τι θα πει τωρα οτι εγω ως θεραπευτης γινομαι πιο τρελος απο τον πελατη μου; Ας θυμηθουμε το "φευγατο" του Celan και την "αποπροσωποποιηση" του Eliot. Στα ανεκρα πραγματα του πελατη μου, που δεν μπορουν να πεθανουν, αντιτασσω μια δικη μου αποπροσωποποιηση, εναν δικο μου θανατο. Θα πει: τα δεχομαι ολα, τα δεχομαι ακομα σε ενα ευρος και βαθος που ο πελατης μου δεν θα διανοουνταν. Ειναι μια δεκτικοτητα του νεκρου: χωρις προσδοκια, χωρις συμφωνια και διαφωνια, χωρις αντισταση και χωρις αντιρρηση. Πολλες φορες και μ' ενα γελιο, που το μοιραζομαστε, και που, διχως να γελοιοποιει, αφαιρει απο τα πραγματα την σοβαροτητα και την βαρυτητα που εμοιαζε να εχουν.
Σ' αυτο το αποπροσωποποιημενο ματι, η ερμηνεια, αν ειναι να διατηρησουμε αυτην την βεβαρυμενη λεξη, εχει κατι απο την καλλιτεχνικη δημιουργια που ακουσαμε απο τον Eliot: Η ερμηνεια προσλαμβανει τα πραγματα του παρελθοντος και τα συγκεντρωνει σε μια ολοτελα νεα συνθεση. Και τουτο σε ενα κλιμα που θα μπορουσε να αποδοθει με εναν στιχο του Γιωργου Σεφερη:
μα πρεπει να μ' αρμηνεψουν [συμβουλεψουν] οι πεθαμενοι
Και γιατι ιδιαιτερα οι πεθαμενοι μπορουνε να συμβουλευουν; Σε ενα αλλο ποιημα μιλουν οι ιδιοι, οι "αδυναμες ψυχες μεσα στ' ασφοδιλια":
εμεις που τιποτα δεν ειχαμε, θα τους διδαξουμε τη γαληνη.[4]


[1] Συνεδριο "Τεχνη και τρελα" (Εταιρεια Μελετης Πολιτισμικης Ετεροτητας), Οκτωβριος 2014, Αθηνα

[2] Σε αντιθεση με το φαντασμα, που ειναι ενα ον πνευματικα δραστικο, ομως χωρις φυσικο σωμα, ο ανεκρος ειναι ενα ον με φυσικο σωμα, ομως πνευματικα νεκρο - πνευματικο απολιθωμα. Δημοφιλη παραδειγματα ειναι τα ζομπι και ο Δρακουλας. Ανεκρος ειναι και ο homo sacer, ο καταραμενος ανθρωπος του Agamben: Οι Εβραιοι στα στρατοπεδα συγκεντρωσεως, οι κρατουμενοι στο Guantanamo, αυτοι που δεν εχουν χαρτια, αυτοι που ζητουν ασυλο, οι οποιοι, σε εναν χωρο εκτος νομου, περιμενουν την απελαση τους, η και οι ασθενεις στον θαλαμο εντατικης θεραπειας οι οποιοι φυτοζωουν συνδεδεμενοι σε σωληνες.

[3] Στο: The Sacred Wood, Edinburgh 1920, σσ. 42-54

8 Ekim 2014 Çarşamba

Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ του Ταρκόφσκι και ενα υπεροχο κειμενο του Β. Ραφαηλίδη :Το γάλα του Παραδείσου: Ο Βασίλης Ραφαηλίδης για τη Νοσταλγία του Αντρέι Ταρκόφσκι αναδημοσιευση απο το Μετά την κρίση -αρχικά απο το Broken Road


Το γάλα του Παραδείσου: Ο Βασίλης Ραφαηλίδης για τη Νοσταλγία του Αντρέι Ταρκόφσκι

Το μεγάλο δυστύχημα δεν είναι ότι πέθανε ο Θεός, αλλά το ότι πεθαίνουν οι μάνες μας

 από το "Λεξικό Ταινιών", εκδόσεις "Αιγόκερως", δεύτερος τόμος
 από τον ιστότοπο Broken Road: Ο Βασίλης Ραφαηλίδης για τη Νοσταλγία του Αντρέι Ταρκόφσκι

Ένα σπουδαίο γραπτό του Β. Ραφαηλίδη, που δεν φθείρεται από το χρόνο
Νόστο έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες τον πόθο της επιστροφής στην πατρίδα. Η νοσταλγία συνεπώς είναι η ψυχολογική κατάσταση που δημιουργεί ο πόθος της επιστροφής στην πατρίδα και κατά προέκταση σε κάθε οικείο χώρο που λειτουργεί σαν “χαμένος παράδεισος” όταν απομακρυνθούμε ή μας απομακρύνουν απ'αυτόν παρά τη θέληση μας.
Η νοσταλγία νοούμενη σαν ψυχολογική κατάσταση είναι μια δυσθυμία και μια βαρυθυμία που εξωτερικεύεται με τη μελαγχολία, που στους ευαίσθητους μπορεί να οδηγήσει και στο θάνατο από “μαράζι”, όπως λέει κυριολεκτώντας ο λαός. Πράγματι, η απομάκρυνση από τον οικείο χώρο είναι ένα “ξερίζωμα” και ο μέτοικος, ένας άνθρωπος “χωρίς ρίζες” που μπορεί να πεθάνει από μαρασμό (μαράζι), όπως ακριβώς και τα ξεριζωμένα φυτά, που κάποιος τα έχει απομακρύνει απ'την αναγκαία για τη ζωή τους γη.

Νοσταλγία είναι ακόμα η μελαγχολική ανάμνηση ευχάριστων καταστάσεων που ξέρεις πως παρήλθαν ανεπιστρεπτί. Τούτη η μεταφορική δεύτερη έννοια της λέξης διαφέρει ελάχιστα απ'την πρώτη. Γιατί πρόκειται και πάλι για ένα ξερίζωμα, που αυτή τη φορά δεν είναι χωρικό αλλά χρονικό και γι'αυτό πολύ πιο πιεστικό, αφού τώρα δεν υπάρχει καμιά δυνατότητα επανόρθωσης: Μπορεί να επιστρέψεις στο χώρο αν εκλείψουν τα αίτια που σε κρατούν μακριά απ'αυτόν, όμως είναι αδύνατο να επιστρέψεις στο χρόνο και να ξαναζήσεις μια κατάσταση που πέρασε. Αυτή η παρωχημένη κατάσταση, στη μνημική λειτουργία, τοποθετείται πάντα σε χώρο, στον οποίο μπορείς βέβαια και να επιστρέψεις, αλλά τούτη η επιστροφή θα γίνει αναγκαστικά σ'έναν καινούργιο χρόνο, το χρόνο του τώρα: Ζούμε πάντα σε χρόνο ενεστώτα. Η ζωή μας σε χρόνους παρωχημένους (αόριστο και παρατατικό) έχει ήδη βιωθεί, έχει γίνει δηλαδή μια νεκρή ιστορία, ενώ η ζωή μας σε χρόνο μέλλοντα δεν έχει ακόμα βιωθεί, και δεν ξέρουμε αν και μέχρι ποιού ορίου θα βιωθεί.
Το μέλλον μας, σαν αξερίζωτα όντα, μπορεί να περιορίζεται στο προσεχές δευτερόλεπτο, κι αυτός είναι ο λόγος που το μέλλον δρα πάντα τρομακτικά: Ο θάνατος μας θα πραγματοποιηθεί σε χρόνο μέλλοντα. Πιο σωστά, θα πραγματοποιηθεί ακριβώς στο σημείο τομής του ενεστώτα με τον μέλλοντα χρόνο. Και ξέρουμε καλά πως κάποτε θα είμαστε και μεις “πρώην άνθρωποι”. Όμως δεν ξέρουμε πότε ακριβώς θα γίνει τούτο το ξερίζωμα που το φοβούμαστε όσο τίποτα. Και γι'αυτό φροντίζουμε να αντικαταστήσουμε τον πραγματικό μέλλοντα χρόνο μ' ένα φανταστικό “αιώνιο παρόν”, όπου δεν μπαίνει πρόβλημα θανάτου, αφού ο θάνατος τελείται πάντα σε χρόνο μέλλοντα.
Το “αιώνιο παρόν” είναι η αιώνια ζωή, δηλαδή μια ζωή έξω από το χρόνο, όπου ο διαχωρισμός σε παρελθόν, παρόν και μέλλον χάνει το νόημα του. Όμως, στους γνήσιους μυστικούς – και οι γνησιότεροι μυστικοί είναι οι Ρώσοι – δεν μπαίνει πρόβλημα του περάσματος μας στην αιωνιότητα, γιατί ήδη ζούμε σ'αυτήν. Για τους μυστικούς, η μετά θάνατον κατάσταση είναι ακριβώς η ίδια με την πριν απ'τη γέννηση μας κατάσταση, και αυτό που ονομάζουμε ζωή είναι ένα εμβόλιμο, ένα θορυβώδες ιντερμέτζο στην αιώνια σιωπή της ατέρμονης αιωνιότητας, που δε χρειάζεται να κάνουμε τίποτα για να την κερδίσουμε γιατί την έχουμε έτσι κι αλλιώς κερδισμένη, πράγμα που δεν θα άρεσε καθόλου στους “θεολόγους” αφού καταργεί τόσο την “ελεύθερη βούληση” που τους χρειάζεται για να εξηγήσουν θεολογικά την έννοια της αμαρτίας, όσο και τον Προστάτη Θεό που αποφασίζει αν είμαστε ή όχι άξιοι της αιωνιότητας. Οι γνήσιοι μυστικοί έχουν μια πολύ διαφορετική απ'τους θεολόγους αντίληψη για τη θεότητα, γιατί δεν περιμένουν τίποτα απ'τον Θεό, εκτός απ'το να είναι και να παραμείνει Αιώνιος, πράγμα που εγγυάται την ύπαρξη της αιωνιότητας, εντός της οποίας η ζωή και ο θάνατος έχουν ακριβώς την ίδια αξία, αφού εντάσσονται στον ίδιο ατέρμονα κύκλο του ατέρμονου χρόνου.
Η δυτική σκέψη είναι ιστορική: όλα αρχίζουν κάπου, κάποτε και όλα τελειώνουν κάπου, κάποτε – και τούτη η εξελικτική πορεία συνεχίζεται στον αιώνα τον άπαντα. Για τη δυτική σκέψη, η αιώνιότητα είναι ο ατέρμων χρόνος που κυλάει προς μια μοναδική κατεύθυνση, όπως τα ποτάμια, ενώ για την ανατολική σκέψη, η έννοια του ιστορικού χρόνου δεν υφίσταται καν, αφού όλα, παρελθόντα, τωρινά και μελλούμενα, τελούνται στον κυκλικό χρόνο της αιωνιότητας.
Η ευθεία είναι το γεωμετρικό σχήμα της αβεβαιότητας και της απροσδιοριστίας: Δεν ξέρεις μέχρι που μπορεί να προεκταθεί μια ευθεία. Ο κύκλος είναι το γεωμετρικό σχήμα της βεβαιότητας και της σταθερότητας: Ξέρεις πως ό,τι υπάρχει εντός του κύκλου είναι καλά προφυλαγμένο μέσα στην κλειστή καμπύλη, που ούτε αρχίζει κάπου ούτε τελειώνει κάπου. Η αρχή και το τέλος της καμπύλης του κύκλου είναι το ίδιο πράγμα και τούτη την αρχή που είναι και τέλος, μπορείς να την τοποθετήσεις σ'όποιο σημείο της περιφέρειας θέλεις.
Ο Θεός λοιπόν έχει το σχήμα του κύκλου: Η αρχή και το τέλος του συμπίπτουν αιωνίως και γι'αυτό είναι Άναρχος (χωρίς αρχή), ενώ “κατοικία” του είναι ολόκληρη η περιφέρεια του κύκλου που περικλείει τα δημιουργήματα του. Απο θεολογική άποψη, και σύμφωνα με τα παραπάνω, νοσταλγία είναι η θλιμμένη αναπόληση της σιγουριάς του χαμένου κύκλου ή του χαμένου Θεού.
Ο ποιητής-ήρωας της ταινίας του Αντρέι Ταρκόφσκι Νοσταλγία είναι ένας Ρώσος που εγκατέλειψε την πατρίδα του (δεν ξέρουμε πότε, κι αυτό έχει σημασία για την αναχρονικότητα της ιδέας που αποδεσμεύει το φιλμ), για να αναζητήσει στην Ιταλία τα χνάρια ενός περάσματος από κει, κατά τον 18ο αιώνα ενός άλλου Ρώσου, μουσικού αυτού, που πέθανε από μαράζι, περπατώντας στην ευθεία του δυτικού πολιτισμού και νοσταλγώντας τον κύκλο του ανατολικού πολιτισμού, όπου, ωστόσο, θα επιστρέψει μόνο νεκρός. Το ίδιο ακριβώς θα ήθελε να πάθει και ο ήρωας της ταινίας που είχε την απερισκεψία να εγκαταλείψει τα οικεία κυκλικά πλαίσια αναφοράς του βίου του και να επιχειρήσει μια περιπλάνηση στην ιστορική ευθεία που του επιβάλλει στην Ιταλία η διερμηνέας του.
Πρόκειται για έναν κίνδυνο που τον αντιμετωπίζε, όπως φαίνεται, και ο ίδιος ο Ταρκόφσκι προσωπικά: Θα ήθελε ίσως να εγκαταλείψει την πατρίδα του, αλλά πως να ζήσει μέτοικος στη Δύση τούτος ο μέχρι μυελού οστέων Σλαύος; Θα μπορούσαμε ποτέ να φανταστούμε Παριζιάνο τον Ντοστογιέφσκι και Λονδρέζο τον Γεσένιν; Και πως να φανταστούμε Ρωμαίο τον Ταρκόφσκι, αυτόν τον πνευματικό επίγονο του Ντοστογιέφσκι, που ζει αυτό το σοσιαλιστικό καθεστώς χωρίς να πολυνοιάζεσαι για το σύστημα, αφού στο δικό του μεταφυσικό σύστημα, όλα τα συστήματα είναι ίδια, καθότι ξένα προς την ποιητική και μεταφυσική εσωτερικότητα, που αυτή και μόνον τον ενδιαφέρει:Ένας καλόγερος μπορεί να ζήσει οπουδήποτε, αρκεί να του το επιτρέψουν. Και οι Σοβιετικοί τον θέλουν δικό τους τούτον τον ιδιοφυή κινηματογραφιστή κοσμοκαλόγερο, προκαλώντας έτσι ένα μικρό σκάνδαλο για τον μικρόνοα δυτικό, που δεν θα καταλάβει ίσως ποτέ πως η Σοβιετική Ένωση δεν είναι μόνον η χώρα του Λένιν, αλλά και η χώρα καταγωγής του Ντοστογιέφσκι.
Στη σημερινή Σοβιετική Ένωση (σ.σ.: το κείμενο γράφτηκε το 1983), η Ανατολή και η Δύση συνυπάρχουν πάντα και τούτος ο εναγκαλισμός της Δύσης απ' την Ανατολή είναι που θα εξαφανίσει τελικά την κουρασμένη και γερασμένη Δύση, όπως προφήτεψε ο Νίτσε και απόδειξε ο Σπένγκλερ.
Απομένει να δούμε αν αυτή η νοσταλγία του χαμένου Παραδείσου, η νοσταλγία “του πριν”, η νοσταλγία της μήτρας η νοσταλγία της αρχέγονης μυθικής ρίζας της φιλοσοφικής σκέψης, η νοσταλγία του κύκλου που καθώς έσπασε, έγινε ευθεία, η νοσταλγία του Θεού που τον ενταφίασε οριστικά ο Νίτσε, η νοσταλγία του κομμένου αφαλού που συνεχίζει να στάζει αίμα, όλες αυτές οι νοσταλγίες που συνιστούν τη “Νοσταλγία”, νομιμοποιούνται ή όχι με όρους της νηφάλιας καρτεσιανής σκέψης, στην οποία η Δύση πίστεψε με πάθος, χωρίς ωστόσο να καταφέρει να ξεριζώσει την άλογη βαρβαρότητα, όπως φαίνεται και από εκείνη την εντελώς εκπληκτική σεκάνς για κινηματογραφική ανθολογία – όπου το “σόου” τελείται με υπόκρουση το “Τραγούδι της Χαράς” απ'την Ενάτη Συμφωνία του Μπετόβεν: Τα πρώτα φάλτσα (εξαιτίας της κακής λειτουργίας ενός τεχνικού μέσου, του μαγνητοφώνου) μέτρα της μουσικής εισάγονται με το ταυτόχρονο γαύγισμα ενός λυκόσκυλου. Έγινε, λοιπόν, το “Τραγούδι της Χαράς” ένα τραγούδι για λύκους; Έγινε. Κι αυτό το ξέρουμε όχι μόνο φιλμικά απ'τους οργανωτές του σόου που δεν κατάλαβαν τίποτα για το γιατί τούτης της αυτοπυρπόλησης του τρελού πάνω σ' ένα μνημείο του δυτικού πολιτισμού, αλλά και ιστορικά απ'την αγάπη για τη μουσική των Ναζί, που δεν έπαψαν να τραγουδούν το Τραγούδι της Χαράς, ανάβοντας τους φούρνους του Άουσβιτς, έτσι για να περνάει η ώρα “πολιτισμένα”, αλλά και για να μην ακούγονται οι οιμωγές όσων έγιναν κάρβουνο στο φούρνο της ιστορίας που συνεχίζει πάντα να παράγει πολιτιστικά προϊόντα καίγοντας ανθρώπους.

Ωστόσο, πρέπει να 'μαστε αισιόδοξοι όσο υπάρχουν άνθρωποι που θα προσπαθούν να κρατήσουν αναμένο το κερί πάνω απ' τα αχνίζοντα βαλτόνερα της Ιστορίας, που οι αποκτηνωμένοι αστοί τα μετέτρεψαν σε ιαματικά λουτρά, προσπαθώντας να επαναλάβουν για ιατρικούς λόγους, το παλιό μυθικό θαύμα της Αγίας Αικατερίνης, που εκείνη όμως δεν το έκανε για να σώσει τον εαυτό της αλλά τον κόσμο. Δεν τα κατάφερε, όπως δεν τα κατάφεραν κι όλοι οι ποιητές, κι όπως δεν πρόκειται να τα καταφέρει ούτε ο Ταρκόφσκι, ο μέγιστος των κινηματογραφικών ποιητών.
Όμως, τουλάχιστον αυτοί, οι μάγοι-ποιητές, επιμένουν να κρατούν αναμμένο το κερί τους και να πορεύονται με το λιγοστό φως του μέσα στα σκοτάδια ενός πολιτισμού, όπου οι τρελοί φαντάζουν πια σαν οι έσχατοι των γνωστικών. Γιατί ο χαμένος Παράδεισος για τον τρελό δεν είναι πρόβλημα νοσταλγίας, όπως για τον ποιητή. Είναι ο φανταστικός και προνομιακός χώρος ιδιωτικής χρήσεων Παραδείσου, όπου η σωτηρία έχει τελεστεί ερήμην του πολιτισμού, αλλά και εξαιτίας του πολιτισμού. Δεν τρελένεται κανείς γιατί το θέλει (πολλοί που θα ήθελαν να φέρουν την ταμπέλα του “καλλιτέχνη” το επιδιώκουν αλλά μόνο γελοίο θέαμα προσφέρουν), αλλά γιατί λειτουργεί αυτόματα η ασφαλιστική δικλίδα του εγκλωβισμού στον κύκλο, αυτή τη φορά της τρέλας, την προηγούμενη φορά της ποίησης. Ο ποιητής και ο τρελός της ταινίας συνεννοούνται γιατί είναι αδέλφια ομογάλακτα: Ήπιαν το ίδιο γάλα του πολιτισμού αλλά κάποιος πέταξε δηλητήριο στην κούπα.
Αξίζει να σημειωθεί πως τούτο το έγκλημα έγινε στη Δύση, πολύ κοντά στη Ρώμη, το σωτήριον φιλμικό έτος 1983, χρονιά που γυρίστηκε τούτη η ταινία, αφιερωμένη απ'το σκηνοθέτη στη μνήμη της μάνας του, Ίσως γιατί το δικό της γάλα ήταν το γνήσιο γάλα του Παραδείσου. 
Το μεγάλο δυστύχημα, φαίνεται να λέει ο Ταρκόφσκι, δεν είναι ότι πέθανε ο Θεός, αλλά το ότι πεθαίνουν οι μάνες μας. Και τούτη η απώλεια είναι η απώλεια της ρίζας, και η απώλεια της ρίζας δημιουργεί τη νοσταλγία για την ανέφικτη επιστροφή στην κοιτίδα. Ο Παράδεισος έχει χαθεί για πάντα και για όλους. Δουλειά των ποιητών είναι να μας θυμίζουν τούτη τη μεγάλη απώλεια. Κι ο Ταρκόφσκι είναι ένας πολύ μεγάλος ποιητής.



 
Για τον Αντρέι Ταρκόφσκι, στον ιστότοπο Μετά την Κρίση

 
Ο κατά Ταρκόφσκι Αντρέϊ Ρουμπλιόφ: Αγιογράφος του Μεσαίωνα ή Βόρειος Αναγεννησιακός;
     
 
Ίκαρος Μπαμπασάκης - Ο Αντρέι Ταρκόφσκι ήξερε τον Χρόνο να σμιλεύει 

 aftercrisis : Την επιλογή του εξαιρετικού κειμένου του Βασίλη Ραφαηλίδη και την δημοσίευση, την οφείλουμε στον ιστότοπο Broken Road και στον Άκη Καπράνο, τον οποίο και ευχαριστούμε.
http://akiskapranos.blogspot.gr/2010/10/blog-post_30.html

5 Ekim 2014 Pazar

Norman Cohn : Ο Χιλιασμός.. ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ Χοιροβοσκός ο Αναγνώστης

ΠΗΓΗ:http://anagnosmatario.blogspot.gr/2012/02/norman-cohn_27.html

Το αρχικό νόημα της λέξης «χιλιασμός» ήταν στενό και ακριβές. Ο χριστιανισμός είχε ανέκαθεν μιαν εσχατολογία, με την έννοια ενός δόγματος που αφορούσε στους «τελευταίους καιρούς» ή τις «τελευταίες μέρες» ή την «τελική κατάσταση του κόσμου»• ο χριστιανικός χιλιασμός ήταν απλώς μια παραλλαγή χριστιανικής εσχατολογίας. Αναφερόταν στην πεποίθηση ορισμένων χριστιανών, που βασιζόταν στην Αποκάλυψη (Κ, 4-6) ότι μετά την Δευτέρα Παρουσία ο Χριστός θα ίδρυε στη γη ένα μεσσιανικό βασίλειο και θα βασίλευε επί χίλια χρόνια πριν από την Έσχατη Κρίση. Σύμφωνα με την Αποκάλυψη, οι πολίτες του βασιλείου αυτού θα είναι οι χριστιανοί μάρτυρες, που θ' αναστηθούν για τον λόγο αυτόν χίλια χρόνια πριν από την γενική ανάσταση των νεκρών. Αλλά ήδη οι πρώιμοι χριστιανοί ερμήνευαν αυτό το μέρος τής προφητείας ελεύθερα και όχι κυριολεκτικά, καθώς εξίσωναν τους μάρτυρες με τους τυραννισμένους πιστούς -δηλαδή με τον εαυτό τους- και ανέμεναν την Δευτέρα Παρουσία κατά την διάρκεια της ζωής τους. Και πρόσφατα, οι ανθρωπολόγοι και οι κοινωνιολόγοι και ως έναν βαθμό οι ιστορικοί συνήθισαν να χρησιμοποιούν την λέξη «χιλιασμός» με ακόμα πιο πλατύ νόημα. Η λέξη έγινε απλώς κατάλληλος χαρακτηρισμός για έναν συγκεκριμένο τύπο σωτηριολογίας. Και έτσι ακριβώς την χρησιμοποιώ στο βιβλίο μου.
Οι χιλιαστικές αιρέσεις ή κινήματα παρουσιάζουν την σωτηρία ως:

α. συλλογική, με την έννοια ότι θα την χαρούν συλλογικά οι πιστοί•
β. επίγεια, με την έννοια ότι θα πραγματοποιηθεί πάνω σ' αυτήν τη γη και όχι σ' έναν κάποιον παράδεισο τού άλλου κόσμου•
γ. επικείμενη, με την έννοια ότι θα έρθει σύντομα και αιφνιδιαστικά•
δ. συνολική, με την έννοια ότι θα μεταμορφώσει πλήρως τη ζωή πάνω στη γη, με αποτέλεσμα η καινούρια διανομή των αγαθών να μην είναι απλώς βελτίωση τού παρόντος, αλλά η τελειότητα-
ε. θαυματουργή, με την έννοια ότι θα επιτελεστεί από υπερφυσικές δυνάμεις, ή με την βοήθειά τους.

Ως και μέσα σ' αυτά τα πλαίσια, υπάρχει φυσικά χώρος για άπειρη ποικιλία: υπάρχουν αναρίθμητοι τρόποι για να φανταστούμε την Χιλιετή Βασιλεία τού Θεού και τον δρόμο προς αυτήν. Οι χιλιαστικές αιρέσεις και κινήματα είχαν ποικίλες στάσεις, που εκτείνονταν από την πιο άγρια επιθετικότητα μέχρι την πιο ήπια ειρηνοφιλία και από την πιο αιθέρια πνευματικότητα μέχρι τον πιο γήινο υλισμό. Παρουσίασαν μεγάλη ποικιλία και ως προς την κοινωνική σύνθεση και την κοινωνική λειτουργία τους.

Υπήρξε ασφαλώς μεγάλη ποικιλία από χιλιαστικές αιρέσεις και κινήματα στην μεσαιωνική Ευρώπη. Στο ένα άκρο ήταν οι λεγόμενοι «Φραγκισκανοί Πνευματικοί», που άκμασαν κατά τον 13ο αιώνα. Αυτοί οι αυστηροί ασκητές προήλθαν κυρίως από την ανάμειξη αριστοκρατικών και εμπορικών οικογενειών, που αποτελούσαν την άρχουσα τάξη στις ιταλικές πόλεις. Πολλοί απ' αυτούς απαρνήθηκαν μεγάλα πλούτη, για να γίνουν φτωχότεροι κι από ζητιάνοι- και φαντάζονταν ότι η Χιλιετής Βασιλεία τού Θεού θα ήταν μια εποχή τού Πνεύματος, στην οποία όλη η ανθρωπότητα θα ήταν ενωμένη στην προσευχή, τον μυστικιστικό διαλογισμό και την εθελούσια φτώχεια. Στο άλλο άκρο ήταν οι διάφορες χιλιαστικές αιρέσεις και κινήματα, που αναπτύχθηκαν στούς κόλπους των ξεριζωμένων φτωχών των πόλεων και τής υπαίθρου. Η φτώχεια των ανθρώπων αυτών ήταν κάθε άλλο παρά εθελούσια, το μερτικό τους στη ζωή ήταν η άκρα και αδυσώπητη ανασφάλεια, και ο χιλιασμός τους ήταν βίαιος, αναρχικός και κατά καιρούς αληθινά επαναστατικός.

Το βιβλίο αυτό πραγματεύεται τον χιλιασμό που άνθησε στούς κόλπους των ξεριζωμένων φτωχών τής δυτικής Ευρώπης ανάμεσα στον 11ο και τον 16ο αιώνα και τις περιστάσεις που τον ευνόησαν. Αλλά, αν αυτό είναι το κυρίως θέμα, δεν είναι και το μοναδικό. Γιατί οι φτωχοί δεν δημιούργησαν οι ίδιοι τις χιλιαστικές τους πεποιθήσεις, αλλά τις παρέλαβαν από επίδοξους προφήτες ή μεσσίες. Και οι άνθρωποι αυτοί, πολλοί τέως κατώτεροι κληρικοί, παρέλαβαν με την σειρά τους τις ιδέες τους από τις πιο ποικίλες πηγές. Ορισμένα χιλιαστικά φαντασιοκοπήματα κληρονομήθηκαν από τούς Εβραίους και τούς πρώιμους χριστιανούς και άλλα από τον ηγούμενο τού 12ου αιώνα Ιωακείμ τής Φλόρας. Άλλα, πάλι, τα επινόησαν οι αιρετικοί μυστικιστές, που είναι γνωστοί με την επωνυμία Αδελφοί τού Ελεύθερου Πνεύματος. Το βιβλίο αυτό εξετάζει τόσο το πώς γεννήθηκαν αυτά τα διάφορα σύνολα χιλιαστικών πεποιθήσεων, όσο και το πώς τροποποιήθηκαν κατά την μεταβίβαση τους στούς φτωχούς.

Συνεπώς, ο κόσμος τής χιλιαστικής ανάτασης και ο κόσμος τής κοινωνικής αναστάτωσης δεν συνέπιπταν αλλά επικαλύπτονταν. Πολλές φορές συνέβη να επηρεάζει ένας χιλιαστής προφήτης ορισμένα τμήματα των φτωχών. Τότε, στην συνηθισμένη λαχτάρα των φτωχών να βελτιώσουν τις υλικές συνθήκες τής ζωής τους, μεταγγίζονταν φανταστικές εικόνες ενός κόσμου, που ξαναγεννήθηκε μέσα στην αθωότητα δια μέσου μιας έσχατης σφαγής τής Αποκαλύψεως. Οι αμαρτωλοί -κατά κανόνα οι Εβραίοι, οι κληρικοί ή οι πλούσιοι- θα εξοντώνονταν- κατόπιν, οι Άγιοι, δηλαδή οι εν λόγω φτωχοί, θα εγκαθίδρυαν την βασιλεία τους, ένα βασίλειο χωρίς βάσανα και χωρίς αμαρτία. Εμπνεόμενοι από τέτοιες φανταστικές εικόνες, πάμπολλοι φτωχοί κινούσαν για εγχειρήματα που ήταν τελείως διαφορετικά από τις συνηθισμένες εξεγέρσεις των αγροτών ή των χειροτεχνών, με τοπικούς, περιορισμένους στόχους. Στο Συμπέρασμα τού παρόντος βιβλίου θα επιχειρήσω να ορίσω τις ιδιαιτερότητες αυτών των χιλιαστικών κινημάτων των φτωχών τού Μεσαίωνα. Θα υποδείξω και ότι, από ορισμένες απόψεις, ήταν αληθινοί πρόδρομοι ορισμένων από τα μεγάλα επαναστατικά κινήματα τού αιώνα μας.

Δεν υπάρχει άλλη συνολική μελέτη αυτών των μεσαιωνικών κινημάτων. Πράγματι, πολύ μεγάλη προσοχή δόθηκε στις πιο αμιγώς θρησκευτικές αιρέσεις, που εμφανίστηκαν και εξαφανίστηκαν κατά τον Μεσαίωνα αλλά πολύ μικρότερη προσοχή δόθηκε στην ιστορία τού πώς, ξανά και ξανά , σε καταστάσεις αποπροσανατολισμού και αναστάτωσης των μαζών, οι πατροπαράδοτες πεποιθήσεις για μια μελλοντική χρυσή εποχή ή για την βασιλεία τού Μεσσία έφτασαν να χρησιμεύσουν ως οχήματα για κοινωνικές φιλοδοξίες και κοινωνικές εχθρότητες. Μολονότι υπάρχουν αρκετές έξοχες μονογραφίες, που πραγματεύονται ξεκομμένα επεισόδια ή πτυχές, η ιστορία στο σύνολο της δεν έχει ειπωθεί. Το παρόν έργο φιλοδοξεί, στο μέτρο τού δυνατού, να καλύψει αυτό το κενό.

Για να παρουσιάσουμε το εν πολλοίς ανεξερεύνητο αυτό πεδίο χρειάστηκε να συνδυάσουμε πολλές εκατοντάδες πρωτότυπων πηγών σε λατινικά, ελληνικά, παλαιά γαλλικά, γαλλικά τού 16ου αιώνα, μεσαιωνικά γερμανικά και γερμανικά τού 16ου αιώνα, στην καθομιλούμενη και στην λόγια γλώσσα. Η έρευνα και η συγγραφή διάρκεσαν, συνολικά, περίπου μια δεκαετία- και επειδή ακριβώς παρατραβούσε, αποφάσισα -απρόθυμα- να περιορίσω την έρευνά μου στην βόρεια και την κεντρική Ευρώπη. Όχι ότι ο μεσαιωνικός κόσμος τής Μεσογείου δεν έχει να προσφέρει παρόμοια ή εξ ίσου συναρπαστικά θεάματα αλλά θεώρησα λιγότερο σημαντικό ν' αγκαλιάσει η έρευνά μου τα πάντα από γεωγραφικής απόψεως, και περισσότερο να είναι όσο γίνεται πιο εξαντλητική και ακριβής για τα εδάφη στα οποία εκτείνεται.

Το υλικό μού το έδωσαν οι πιο ποικίλες συγκαιρινές πηγές —χρονικά, αναφορές ιεροεξεταστικών ερευνών, αφορισμοί από Πάπες, επισκόπους και [εκκλησιαστικά] συμβούλια, θεολογικά συστήματα, φυλλάδια πολεμικής, επιστολές, ως και λυρικά ποιήματα. Το μεγαλύτερο μέρος τού υλικού αυτού το έγραψαν κληρικοί, που αντιμετώπιζαν τελείως εχθρικά τις πεποιθήσεις και τα κινήματα τα οποία περιγράφουν και δεν ήταν πάντα εύκολο να εκτιμήσω επακριβώς την ασύνειδη διαστρέβλωση ή την συνειδητή πλαστοποίηση. Αλλά ευτυχώς, μάς έδωσε και η άλλη πλευρά μεγάλο όγκο γραπτών, που τα περισσότερα επιβίωσαν, παρά τις σποραδικές προσπάθειες των κοσμικών και εκκλησιαστικών αρχών να τα καταστρέψουν κι έτσι, κατόρθωσα να ελέγξω τις εκκλησιαστικές πηγές αντιπαραβάλλοντας τες όχι μόνο μεταξύ τους, αλλά και με τα γραπτά πολλών χιλιαστών προφητών. Το κείμενο που ακολουθεί είναι το τελικό αποτέλεσμα μιας μακράς διαδικασίας συλλογής και αντιπαραβολής, αποτίμησης και ανα-αποτίμησης πολύ μεγάλου όγκου μαρτυριών. Αν σε γενικές γραμμές η εξιστόρηση δεν κομπιάζει, ο λόγος είναι ότι, σχεδόν όλες οι μείζονες αμφιβολίες και απορίες που ανέκυψαν στην πορεία, απαντήθηκαν πριν τελειώσει το έργο. Εξυπακούεται ότι επισημαίνω τα σημεία στα οποία εξακολουθεί να υπάρχει αβεβαιότητα.

Norman Cohn
«Αγώνες για την έλευση της Χιλιετούς Βασιλείας του Θεού: Χιλιαστές Επαναστάτες και Μυστικιστές Αναρχικοί του Μεσαίωνα»
Εκδόσεις Νησίδες,2006,
σελ.11-14

30 Temmuz 2014 Çarşamba

Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ (Χαλίλ Γκιμπράν) Πηγή: ordorosariussapienti.blogspot.com Αντικλείδι , http://antikleidi.com Αγάπη, Πόνος, Χρόνος, Θάνατος

Η Αλμήτρα είπε:
Μίλησέ μας για την Αγάπη.
Κι εκείνος, ύψωσε το κεφάλι του κι αντίκρυσε το λαό, κι απλώθηκε βαθιά ησυχία. Και με φωνή μεγάλη είπε:
aΌταν η αγάπη σε καλεί, ακολούθησέ την, Μ' όλο που τα μονοπάτια της είναι τραχιά κι απότομα. Κι όταν τα φτερά της σ' αγκαλιάσουν, παραδώσου, μ' όλο που το σπαθί που είναι κρυμμένο ανάμεσα στις φτερούγες της μπορεί να σε πληγώσει. Κι όταν σου μιλήσει, πίστεψέ την, μ' όλο που η φωνή της μπορεί να διασκορπίσει τα όνειρά σου σαν το βοριά που ερημώνει τον κήπο. Γιατί, όπως η αγάπη σε στεφανώνει, έτσι και θα σε σταυρώσει. Κι όπως είναι για το μεγάλωμά σου, είναι και για το κλάδεμά σου. Κι όπως ανεβαίνει ως την κορφή σου και χαϊδεύει τα πιο τρυφερά κλαδιά σου που τρεμοσαλεύουν στον ήλιο, Έτσι κατεβαίνει κι ως τις ρίζες σου και ταράζει την προσκόλλησή τους στο χώμα. Σα δεμάτια σταριού σε μαζεύει κοντά της. Σε αλωνίζει για να σε ξεσταχιάσει. Σε κοσκινίζει για να σε λευτερώσει από τα φλούδια σου. Σε αλέθει για να σε λευκάνει. Σε ζυμώνει ώσπου να γίνεις απαλός. Και μετά σε παραδίνει στην ιερή φωτιά της για να γίνεις ιερό ψωμί για του Θεού το  άγιο δείπνο.
Όλα αυτά θα σου κάνει η αγάπη για να μπορέσεις να γνωρίσεις τα μυστικά της καρδιάς σου, και με τη γνώση αυτή να γίνεις κομμάτι της καρδιάς της ζωής. Αλλά αν από το φόβο σου, γυρέψεις μόνο την ησυχία της αγάπης και την ευχαρίστηση της αγάπης, Τότε, θα ήταν καλύτερα για σένα να σκεπάσεις τη γύμνια σου και να βγεις έξω από το αλώνι της αγάπης. Και να σταθείς στον χωρίς εποχές κόσμο όπου θα γελάς, αλλά όχι με ολάκερο το γέλιο σου, και θα κλαις, αλλά όχι με όλα τα δάκρυά σου. Η αγάπη δε δίνει τίποτα παρά μόνο τον εαυτό της, και δεν παίρνει τίποτα παρά από τον εαυτό της. Η αγάπη δεν κατέχει κι ούτε μπορεί να κατέχεται. γιατί η αγάπη αρκείται στην αγάπη. Όταν αγαπάς, δε θα 'πρεπε να λες: «Ο Θεός είναι στην καρδιά μου», αλλά μάλλον «Εγώ βρίσκομαι μέσα στην καρδιά του Θεού.» Και μη πιστέψεις οτι μπορείς να κατευθύνεις την πορεία της αγάπης, γιατί η αγάπη, αν σε βρει άξιο, θα κατευθύνει εκείνη τη δική σου πορεία. Η αγάπη δεν έχει καμιά άλλη επιθυμία έκτος από την εκπλήρωσή της. Αλλά αν αγαπάς κι είναι ανάγκη να έχεις επιθυμίες, ας είναι αυτές οι επιθυμίες σου: Να λιώσεις και να γίνεις σαν το τρεχούμενο ρυάκι που λέει το τραγούδι του στη νύχτα. Να γνωρίσεις τον πόνο της πολύ μεγάλης τρυφερότητας. Να πληγωθείς από την ίδια τη γνώση σου της αγάπης. Και να ματώσεις πρόθυμα και χαρούμενα. Να ξυπνάς την αυγή με καρδιά έτοιμη να πετάξει και να προσφέρεις ευχαριστίες για μια ακόμα μέρα αγάπης. Να αναπαύεσαι το μεσημέρι και να στοχάζεσαι την έκσταση της αγάπης· Να γυρίζεις σπίτι το σούρουπο μ' ευγνωμοσύνη στην καρδιά. Και ύστερα να κοιμάσαι με μια προσευχή για την αγάπη που έχεις στην καρδιά σου και μ' έναν ύμνο δοξαστικό στα χείλη σου.
bΚΑΙ μια γυναίκα μίλησε και είπε, Μίλησέ μας για τον Πόνο.
Κι εκείνος αποκρίθηκε:
Ο πόνος σας είναι το σπάσιμο του όστρακου που περικλείει τη γνώση σας. Όπως το τσόφλι του καρπού πρέπει να σπάσει, για να βγει η καρδιά του στο φως του ήλιου, έτσι κι εσείς πρέπει να γνωρίσετε τον πόνο. Κι αν μπορούσατε να κρατάτε στην καρδιά σας το θαυμασμό για τα καθημερινά θαύματα της ζωής σας, ο πόνος δε θα σας φαινόταν λιγότερο θαυμαστός από τη χαρά σας. Και θα δεχόσαστε τις εποχές της καρδιάς σας, όπως δέχεστε από πάντα τις εποχές που περνούν πάνω από τα χωράφια σας. Και θα παρατηρούσατε με ηρεμία τους χειμώνες της θλίψης σας. Πολλούς από τους πόνους σας τους διαλέγετε μονάχοι. Είναι το πικρό φάρμακο που μ' αυτό ο γιατρός που είναι μέσα σας θεραπεύει τον άρρωστο εαυτό σας. Γι' αυτό, να εμπιστεύεστε το γιατρό, και να πίνετε το φάρμακό του, σιωπηλά και ήρεμα. Γιατί το χέρι του, αν και βαρύ και σκληρό, οδηγείται από το τρυφερό χέρι του Αόρατου, Και η κούπα που σας δίνει, μ' όλο που καίει τα χείλη σας, είναι φτιαγμένη από τον πηλό που ο μεγάλος Αγγειοπλάστης μούσκεψε με τα δικά του άγια δάκρυα.
c
ΚΙ ένας αστρονόμος είπε, Δάσκαλε, τι έχεις να πεις για το Χρόνο;
Κι εκείνος αποκρίθηκε:
Θα θέλατε να μετρήσετε το χρόνο που είναι χωρίς μέτρα και άμετρος.
Θα θέλατε να προσαρμόσετε τη διαγωγή σας, ακόμα και να κατευθύνετε την πορεία της ψυχής σας, σύμφωνα με τις ώρες και τις εποχές.
Θα θέλατε να κάνετε το χρόνο ένα ποταμάκι για να καθίσετε στην όχθη του και να παρακολουθείτε το κύλισμά του.
Ωστόσο, το άχρονο που είναι μέσα σας έχει επίγνωση του άχρονου της ζωής, Και ξέρει ότι το χθες δεν είναι τίποτα περισσότερο από την ανάμνηση του σήμερα, και το αύριο, το όνειρο του σήμερα. Κι ότι αυτό που τραγουδά και διαλογίζεται μέσα σας κατοικεί ακόμα μέσα στα όρια της πρώτης εκείνης στιγμής που διασκόρπισε τα αστέρια στο διάστημα. Ποιός ανάμεσά σας δε νιώθει ότι η δύναμή του ν' άγαπα είναι απεριόριστη; Αλλά και ποιός, ωστόσο, δεν αίσθάνεται ότι αυτή η ίδια η αγάπη, αν και απεριόριστη, είναι αιχμαλωτισμένη μέσα στο κέντρο της ύπαρξής του, και δεν πετά από σκέψη αγάπης σε άλλη σκέψη αγάπης, ούτε από πράξεις αγάπης σε άλλες πράξεις αγάπης; Και μήπως δεν είναι ο Χρόνος όπως είναι η αγάπη, αδιαίρετος και χωρίς ρυθμό; Αλλά αν στη σκέψη σας έχετε ανάγκη να μετράτε το χρόνο σε εποχές, κάνετε κάθε εποχή να περιλαμβάνει όλες τις άλλες εποχές, Και κάνετε το σήμερα να αγκαλιάζει το παρελθόν με την ανάμνηση και το μέλλον με τη λαχτάρα.
dΚΑΙ τότε η Αλμήτρα μίλησε ξανά, και είπε, Και τώρα θα σε ρωτήσουμε για το Θάνατο.
Κι εκείνος είπε:
Θέλετε να μάθετε το μυστικό του θανάτου. Αλλά πως θα το βρείτε αν δεν το γυρέψετε μέσα στην καρδιά της ζωής; Η κουκουβάγια που τα νυχτόθωρα μάτια της είναι τυφλά στο φως της μέρας, δεν μπορεί ν' αποκαλύψει το μυστήριο του φωτός. Αν θέλετε πραγματικά ν' αντικρύσετε την ψυχή του θανάτου, ανοίξτε την καρδιά σας ολάκερη στο σώμα της ζωής. Γιατί η ζωή κι ο θάνατος είναι ένα, καθώς ο ποταμός κι η θάλασσα είναι ένα. Στο βάθος των ελπίδων και των πόθων σας υπάρχει η σιωπηλή σας γνώση για το υπερπέραν. Και σαν τους σπόρους που ονειρεύονται κάτω από το χιόνι, η καρδιά σας ονειρεύεται την άνοιξη. Να εμπιστεύεστε τα όνειρα, γιατί σ' αυτά είναι κρυμμένη η πύλη προς την αίωνιότητα. Ο φόβος σας για το θάνατο είναι σαν το τρεμούλιασμα του βοσκού όταν στέκεται μπροστά στο βασιλιά που το χέρι του θα τον ακουμπήσει για να τον τιμήσει. Μήπως δε χαίρεται ο βοσκός κάτω από το τρεμούλιασμά του, που θα φορέσει το μετάλλιο του βασιλιά; Κι ωστόσο, δεν είναι η ταραχή εκείνο που τον νοιάζει πιο πολύ; Γιατί, τι άλλο είναι ο θάνατος εκτός από το να σταθείς γυμνός μέσα στον άνεμο και να λιώσεις μέσα στον ήλιο; Και τι σημαίνει να πάψεις ν' αναπνέεις εκτός από το να ελευθερώσεις την ανάσα από τα ασταμάτητα κύματά της, για να μπορέσει να υψωθεί και ν' απλωθεί και να γυρέψει το Θεό ελαφριά κι ανεμπόδιστη; Μονάχα όταν πιείτε από το ποτάμι της σιωπής, θα μπορέσετε πραγματικά να τραγουδήσετε. Και μόνο όταν φτάσετε στη βουνοκορφή, θ' αρχίσετε να σκαρφαλώνετε. Και όταν η γη γυρέψει τα μέλη σας, τότε μόνο θα χορέψετε πραγματικά.
kahlil
  Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ (Χαλίλ Γκιμπράν)
  Πηγή: ordorosariussapienti.blogspot.com
Αντικλείδι , http://antikleidi.com