Φασισμος etiketine sahip kayıtlar gösteriliyor. Tüm kayıtları göster
Φασισμος etiketine sahip kayıtlar gösteriliyor. Tüm kayıtları göster

6 Şubat 2015 Cuma

Umberto Εco:Αυτοί που σήμερα είναι έτοιμοι να πυροβολήσουν τους διανοουμένους απλώς δεν διαβάζουν


«Κουλτουριάρης» ή απλώς διανοούμενος;

Αυτοί που σήμερα είναι έτοιμοι να πυροβολήσουν τους διανοουμένους απλώς δεν διαβάζουν

Ουμπέρτο Εκο

αποσπασμα






''Υπάρχουν μεγάλοι φασίστες ή αντισημίτες συγγραφείς, όπως ο Λουί-Φερντινάν Σελίν (επάνω αριστερά) και ο Εζρα Πάουντ (επάνω δεξιά). Ο γερμανός φιλόσοφος Μάρτιν Χάιντεγκερ (κάτω αριστερά) ήταν εχθρικός με τη σύγχρονη εποχή, ενώ ο Πιερ Πάολο Παζολίνι υπερασπίστηκε την επιστροφή ανθρώπων και φύσης στο προβιομηχανικό στάδιο Πρόσφατα ξεκίνησε στην Ιταλία μια συζήτηση με μειωτικούς όρους, όπως «κουλτουριάρης» (culturame) και «σκουπίδι της διανόησης», ο οποίοι χρησιμοποιούνται πάλι ύστερα από δεκαετίες. Πολιτικοί σε πολλές κυβερνήσεις επιστρατεύουν αυτούς τους όρους για να μειώσουν τους διανοουμένους της αντιπολίτευσης.



Οπως θυμάμαι, ο όρος «κουλτουριάρης» εισήχθη από τον Μάριο Σέλμπα, τον ιταλό υπουργό Εσωτερικών στα τέλη της δεκαετίας του ΄40, άνδρα πιστό μόνο στη λογική του ροπάλου.



Ο Σπύρος Αγκνιου, ο αντιπρόεδρος του Ρίτσαρντ Νίξον, αναφερόταν σε «ξεπεσμένους υπερόπτες», φέρνοντας στο μυαλό τις παλιές, εβδομαδιαίες εφημερίδες επί φασισμού, οι οποίες γελοιοποιούσαν τους συγγραφείς ή τους διανοουμένους που δεν έλεγαν καλά το ρο, αναφερόμενες σε «γομαντικούς ποιητές». «Αβγοκέφαλοι» (eggheads) ήταν μια ανάλογη έκφραση που χρησιμοποιούνταν στα αγγλικά. Και κατά τη διάρκεια των πολιτικών αγώνων της μεταπολεμικής περιόδου, οι δεξιοί διαμορφωτές σκέψης αναβίωσαν την έκφραση «χρήσιμοι ηλίθιοι» , με την οποία ο Βλαντίμιρ Λένιν περιέγραψε τους διανοουμένους που απλώς συμπαθούσαν την Αριστερά. Ολοι αυτοί οι όροι ενισχύουν την ιδέα πως η περιφρόνηση για τους διανοουμένους είναι ένα χαρακτηριστικό της Δεξιάς. Λογικό επακόλουθο μοιάζει το να μην υπάρχουν δεξιοί διανοούμενοι, αφού όλοι οι διανοούμενοι είναι με την αντιπολίτευση.



Από τη φύση του ένας διανοούμενος είναι πάντα αντίθετος σε κάτι. Αλλά ακόμη και οι δεξιοί μπορούν να είναι αντίθετοι σε πολλά πράγματα. Εχουν υπάρξει σπουδαίοι συντηρητικοί διανοούμενοι, ορισμένοι ακόμη και αντιδραστικοί. «Αντιδραστικός» δεν είναι μια κακή λέξη. Πολλοί πνευματικοί άνθρωποι και καλλιτέχνες έχουν ονειρευτεί την επιστροφή σε μια παράδοση ή σε κάποιο «παλαιό καθεστώς».
Αντιδραστικός δεν είναι απαραιτήτως κάποιος που θέλει να πεινάσουν οι εργαζόμενοι ούτε είναι αυτομάτως φασίστας. Με αυτή τη λογική ο Δάντης ως διανοούμενος ήταν μέγας αντιδραστικός. Και στην εποχή μας πολλοί συγγραφείς δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να επικρίνουν τους νεωτερισμούς, την τεχνολογία και την επαναστατική ουτοπία.

Πρόσφατα η ιταλική Δεξιά ανέδειξε ως πνευματικούς της «ήρωες» ανθρώπους που ήταν αριστεροί εξ ορισμού, με πιο χαρακτηριστική την περίπτωση (ίσως όχι άδικα) του ιταλού διανοουμένου και σκηνοθέτη Πιερ Πάολο Παζολίνι, δεδομένου ότι υπερασπίστηκε την επιστροφή ανθρώπων και φύσης στο προβιομηχανικό στάδιο.

Ελάχιστοι έξω από την Ιταλία (ή μέσα σε αυτήν) θα το θυμούνται αυτό, αλλά τη δεκαετία του ΄60 έγινε πολλή συζήτηση για την αναγέννηση μιας δεξιάς κουλτούρας. Κυκλοφόρησε ακόμη κι ένα περιοδικό, υπό τον τίτλο «La Destra» («Η Δεξιά»). Εκδότες όπως ο Μποργκέζε από μικροϋπερασπιστές του Αδόλφου Χίτλερ έφτασαν να εκδίδουν κείμενα του Σπύρου Αγκνιου (που κάποτε αποκλήθηκε «ο αντιδραστικότερος αντιπρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, ο άνδρας που λέει δυνατά ό,τι ο Ρίτσαρντ Νίξον λέει μέσα απ΄ τα δόντια του»). Οι εκδόσεις Ρουσκόνι που είχαν εκδώσει πολλούς εκπροσώπους της «δεξιάς διανόησης», από τον ιάπωνα συγγραφέα Γιούκιο Μισίμα ως τον Ρουμάνο Βιντίλα Χορία, από τον ιταλό συγγραφέα Τζιουζέπε Πρετζολίνι ως τον συγγραφέα και πολιτικό Πανφίλο Τζεντίλε, ανακαλύπτουν και πάλι μια αληθινή, «μεγάλη» αντιδραστική φιλοσοφία, όπως αυτή του Ζοζέφ ντε Μεστρ, του γάλλου διπλωμάτη της μετεπαναστατικής εποχής, ο οποίος θεωρείται πρόδρομος του φασισμού.

Για να βρούμε μεγάλους συγγραφείς που ήταν ή είναι δεξιοί, συντηρητικοί ή αντιδραστικοί, χρειάζεται μόνο να κοιτάξουμε γύρω μας. Μπορούμε να βρούμε φασίστες ή αντισημίτες συγγραφείς, όπως ο Λουί-Φερντινάν Σελίν ή ο Εζρα Πάουντ, και εχθρούς της σύγχρονης εποχής, όπως ο αυστριακός ιστορικός της τέχνης Χανς Σεντλμαΐρ, ο γερμανός φιλόσοφος Μάρτιν Χάιντεγκερ ή ο γάλλος διανοούμενος Ρενέ Γκενόν. Αν ψάξουμε τους καταλόγους των «δημοκρατικών» εκδοτών, μπορούμε να βρούμε προσπάθειες αριστερών να χαρακτηρίσουν «δικούς τους» δεξιούς συγγραφείς, όπως τον Ερνστ Γιούνγκερ ή τον Οσβαλντ Σπένγκλερ. Αραγε αυτοί οι δεξιοί συγγραφείς δεν είναι επίσης «κουλτουριάρηδες»;

Η αλήθεια είναι ότι αντιλαμβανόμαστε τη Δεξιά σαν να είναι κάτι ομοιογενές. Αλλά ακόμη και σε αυτούς τους κύκλους βρίσκουμε διανοουμένους που αναγνωρίζουν «τον εαυτό τους». Ακριβώς γιατί είναι διανοούμενοι, δεν κολλάνε εύκολα στους αντιπάλους τους την ταμπέλα του «σκουπιδιού της διανόησης» ή των «ξεπεσμένων υπεροπτών».

Αλλοι, πλάσματα του συστήματος των ρουσφετολογικών διορισμών, λακέδες των πολιτικών, που ενδιαφέρονται μόνο για την εξουσία (ή τα χρήματα), δεν έχουν ποτέ διαβάσει αρκετά για να γνωρίζουν ότι υπάρχουν δεξιοί διανοούμενοι. Βλέπουν μόνον τους αριστερούς της αντιπολίτευσης. Στα μυαλά τους ο διανοούμενος είναι συνώνυμο του αντίθετου. Οπως ο ναζιστής διοικητής της Λουφτβάφε Χέρμαν Γκέρινγκ, μόλις ακούν για κουλτούρα βγάζουν έξω τα ρεβόλβερ τους.

Αν και η απόδοση της φράσης στον Γκέρινγκ αμφισβητείται, η φράση ακούγεται στο φιλοναζιστικό έργο «Σλαγκέτερ» του Χανς Γιοστ: «Οταν ακούω για κουλτούρα, βγάζω το μπράουνινγκ μου». Αλλά αυτοί που σήμερα είναι έτοιμοι να πυροβολήσουν τους διανοούμενους δεν γνωρίζουν τίποτε για την προέλευση της φράσης. Δεν διαβάζουν. Απλώς δεν διαβάζουν.

Το τελευταίο βιβλίο του ιταλού συγγραφέα και δοκιμιογράφου Ουμπέρτο Εκο είναι «Η ιστορία της ασχήμιας». Εχει επίσης συγγράψει, μεταξύ άλλων, τα διεθνώς ευπώλητα βιβλία «Το όνομα του Ρόδου», «Μπαουντολίνο» και «Το εκκρεμές του Φουκώ».

© 2009 Umberto Εco/ L΄ Εspresso (Distributed by Τhe Νew Υork Τimes Syndicate)
πηγη





11 Ocak 2015 Pazar

Οι τρομοκράτες με την ετικέττα ισλαμιστές και ο Μπρέϊβικ: «Tο κακό που ακτινοβολεί» αναδημοσιευση απο τον ιστοτοπο Μετά την κρίση

Οι τρομοκράτες με την ετικέττα ισλαμιστές και ο Μπρέϊβικ: «Tο κακό που ακτινοβολεί»

Ο Άντερς Μπρέϊβικ σκότωσε 80 έφηβους στο κάμπινγκ των Νορβηγών Σοσιαλιστών στο νησί Ουτόγια, γιατί τους θεωρούσε «ένοχους για την εισβολή του Ισλάμ» στην Ευρώπη, ενώ άλλοι στρατευμένοι τρομοκράτες, αυτή τη φορά με την επιγραφή ισλαμιστές, σκοτώνουν σκιτσογράφους επειδή εισβάλλουν στον κόσμο των θείων τους και τα προσβάλλουν.
Αυτά, όπως πολύ χειρότερα που συνέβησαν στο παρελθόν, δεν είναι διαφορετικά πράγματα, ούτε επιστροφή στην «καθυστέρηση», στον
«Μεσαίωνα», στο προ-νεοτερικό παρελθόν: Είναι μια διεστραμμένη νεοτερικότητα που έγινε παρακμή, είναι αποτυχία της εκδοχής της νεοτερικότητας που νίκησε, είναι η «Διαλεκτική του Διαφωτισμού» που από νωρίς
πήρε δρόμο (αυτο)καταστροφικό, δηλαδή ο Διαφωτισμός που γίνεται καθαρός «νεοτερικός» σκοταδισμός. Είναι το «ακραίο μοντέρνο», ο μηδενισμός.
Βλέποντας το οικείο, καθημερινό, συμβολικό δαιμονικό και άσχημο στις οθόνες και στο διαδίκτυο*, καταλαβαίνεις πως όταν
«ο εντελώς διαφωτισμένος κόσμος
ακτινοβολεί από το κακό που θριαμβεύει» (Αντόρνο-Χορκχάϊμερ), τότε και πάλι δεν πρόκειται για οπισθοδρομικότητα, αλλά για lifestyle τραβηγμένο στα άκρα. Πανταχού παρόν, γιατί είναι συμβολικό, το κακό και άσχημο έχει μετατραπεί σε σύμβολο του πνεύματος της εποχής μας. Το δράμα δεν είναι ότι ο κόσμος επιστρέφει στο παρελθόν, αλλά ότι ολόκληρος, Δυτικός, Ανατολικός ή Μεσανατολικός, έγινε υπερβολικά «μοντέρνος».

Ο ένοπλος ισλαμισμός είναι μια ακόμη μορφή τρομοκρατίας που θέλει να επιβάλει έναν πολιτικό ολοκληρωτισμό, μιαν απολυταρχική εξουσία (στην προκειμένη περίπτωση τη σαρία). Η θρησκεία, όπως και οι ιδεολογίες, είναι τα προπαγανδιστικά μέσα της απολυταρχικής πολιτικής.
Η ιστορία αυτή έχει ρίζες και στην ίδια την (εκτροχιασθείσα) Γαλλική Επανάσταση: Ο Ροβεσπιέρος και οι φίλοι του έκοβαν κεφάλια για το «Γενικό Καλό». Για το «Γενικό Καλό» κόπηκαν και τα δικά τους. Σε ολόκληρο τον 20ό αιώνα η μέθοδος τελειοποιήθηκε από ηγέτες, κόμματα και οργανώσεις πολλών χρωμάτων, κατά τα γνωστά. Με κύριο σύνθημα, από τους πιο αποτρόπαιους δράστες, τη φυλετική ή εθνική «καθαρότητα», για να χαθεί το εβραϊκό ή άλλο «μίασμα». Και από άλλους, για τη δήθεν ισότητα σε μια δήθεν κομμουνιστική κοινωνία και για τη δήθεν εξαφάνιση των κοινωνικών τάξεων.
Για ποιό λόγο οι διψασμένοι για απόλυτη εξουσία τρομοκράτες πάσης μορφής βρίσκουν πάντα πολλούς και πρόθυμους υποστηρικτές, το έχει εξηγήσει καλά η Χάννα Άρεντ όταν έγραψε για την «κοινοτοπία του Κακού», για μερικούς ανθρώπους της διπλανής πόρτας που μπορούν, ενίοτε, να μεταμορφωθούν σε τέρατα. 
 Γ. Ρ.
 
* η φονική βία κάθε μορφής παντού - η προβολή μιας άκρως διεστραμμένης σχέσης μεταξύ των δύο φύλων - η παιδεραστία, η αδιαφορία ή και μίσος εναντίον των παιδιών και η αδιαφορία ή μίσος εναντίον της τεκνοποίησης - το πολύμορφο κοινωνικό μίσος εναντίον των φτωχών, άσημων και ανήμπορων - η κυριαρχία του ακραίου και εκκεντρικού με εξαφάνιση του απλού, συνήθους πολίτη και της οικογένειας - αλλά και η μανιακή επιθετικότητα εναντίον των ζώων και γενικά εναντίον της φύσης (η οποία, όπως πρώτος επισήμανε ο Τέοντορ Αντόρνο, είναι η ρίζα που τρέφει κάθε βαρβαρότητα εναντίον ανθρώπων)
 Στον ιστότοπο "Μετά την Κρίση":
 
 
 

30 Aralık 2014 Salı

Σάββας Μιχαήλ – Μορφές του μεσσιανικού-αναδημοσίευση απο το (εξαιρετικο ) Μπλογκ pandoxeio

Σάββας Μιχαήλ – Μορφές του μεσσιανικού

effe
Ποιος είναι ο κεντρικός πυρήνας των ανομολόγητων ψυχικών διεργασιών μέσα από τις οποίες διαμεσοποιείται η μετατροπή ενός «κοινού» μέχρι χτες, «ανθρωπάκου» σε αντισημίτη σήμερα και σε δήμιο αύριο; Αν ήταν ποτέ δυνατό να βρεθεί κανείς ξανά στην χαμένη για πάντα Yiddishland και να ρωτήσει ένα διδάσκαλο των Χασσιντίμ τι στοιχειώνει την ψυχή ενός Ναζί, εκείνος θα απαντούσε άμεσα: Ο Dybbuk! Τίποτα δεν μαγνητίζει, δεν πανικοβάλλει και δεν εξαγριώνει έναν εκκολαπτόμενο ναζί όσο εκείνο το ξωτικό πλάσμα αλλά και κάθε εξωτικό και εξώβλητο ον· ο διφυής και δισυπόστατος που ζει ανάμεσα σε δυο τουλάχιστον κόσμους: ο Dybbuk.
Έτσι ονομάζεται το πιο διάσημο έργο του λαϊκού θεάτρου γίντις, που γράφτηκε από τον Σολωμών Ααρόνοβιτς / Σεμυόν Ασίμοβιτς το 1912 και ανέβηκε το 1919. Ο Dybbuk είναι μύθος και εικόνα του ίδιου του Εβραίου αλλά όχι μόνου του μα πάντα μαζί με τον Άλλο που κουβαλάει μέσα κι έξω του. Είναι ένα ον με μόνο τρόπο ύπαρξης τη συνεχή διαπίδυση από τον έναν χώρο στον άλλον, γλιστρώντας πάνω στους διάμεσους ιστούς της κοινωνίας· ένας Άνθρωπος των Μεταιχμίων.
Dybbuk Yiddish film Poland 1937
Ο ίδιος ο Χίτλερ στο Mein Kampf περιγράφει πώς έγινε ο ίδιος αντισημίτης και πώς ένας μικροαστός κάτω από ορισμένες ιστορικοκοινωνικές συνθήκες αρχίζει να μισεί τους Εβραίους. Μπορεί το παράξενο παρουσιαστικό τους να τον έκανε να σκεφτεί πως πρόκειται για κάποια μια διαφορετική φυλή ξένη προς την Ευρώπη των Αρίων, αλλά εκείνο που του προκάλεσε την μεγάλη απέχθεια ήταν το γεγονός ότι οι ίδιοι οι αλλογενείς εγκατέλειπαν συχνά αυτή την εμφάνιση και παρίσταναν τόσο καλά τους Άριους. Έτσι το χαρακτηριστικότερο στη γένεση της αντισημιτικής / ρατσιστικής τάσης δεν είναι τόσο η απόρριψη της Διαφοράς όσο ο φόβος για την ανασφαλή Ταυτότητα που στην πραγματικότητα ήδη εμπεριέχει την αόρατη αλλοίωση.
Είναι ακριβώς η δυσφορία του όμοιου απέναντι στο σχεδόν όμοιο. Πώς αλλιώς εξηγείται το γεγονός ότι το παλιό αντιρατσιστικό σύνθημα του δικαιώματος στη Διαφορά» το οικειοποιήθηκε ο νεορατσισμός από την δεκαετία του ’80 ιδιαίτερα, για να προωθήσει μέτρα αποκλεισμού των ξένων μεταναστών στο όνομα του «σεβασμού» και της «προστασίας της πολυπολιτισμικής διαφορετικότητας»; Εκείνο που φοβάται ο αντισημίτης ρατσιστής είναι ακριβώς η παρουσία της Διαφοράς μέσα στην Ταυτότητα και της Ταυτότητας μέσα στη διαφορά. Κάπως έτσι η Γερμανία, γράφει ο Heiner Müller, δεν έπλεξε έναν αυθεντικό δεσμό με την Ευρώπη και βρίσκεται ακόμα μετέωρη μεταξύ Ανατολής και Δύσης.
 sovjets_posters_gr_050-051_Image_0001
Ο Franz Kafka στο περίφημο Γράμμα στον Πατέρα του φωτίζει την άθλια κατάσταση του Εβραίου Dybbuk, που ζει μεταξύ δυο κόσμων, του παλιού αγροτικού γκέτο και του νέου αστικού περιβάλλοντος. Ο Dybbuk της μεγαλούπολης προσπαθεί απεγνωσμένα όπως ο Κ. στον Πύργο αλλά είναι πάντα υπεράριθμος στην αλυσίδα. Και ελάχιστοι αντιλαμβάνονται πως δεν φταίει παρά η ίδια η αλυσίδα, συνεπώς η μόνη λύση είναι η συντριβή της και η καθολική μεταμόρφωση ενός κόσμου χωρίς αλυσίδες. Γι’ αυτό και ο χιτλερικός Αγών ταυτίζει τον αγώνα «κατά της εβραϊκής πανούκλας» με εκείνον «κατά του μπολσεβικισμού». Το πρώτο αυτό εξαιρετικά ενδιαφέρον κείμενο του Μιχαήλ μας οδηγεί μέσα από όλες αυτές τις δαιδαλώδεις διαδρομές σε μια πρώτη μορφή του Μεσσιανικού.
Ακριβώς το άνοιγμα αυτού του Μεσσιανικού στον ορίζοντα της ιστορίας αναζητούν τα κείμενα αυτού του τόμου. Το Μεσσιανικό εδώ δεν ζει μέσα σε μυστικισμούς και θρησκείες αλλά ανιχνεύεται, όπως και στον Βάλτερ Μπένγιαμιν, στην επαναστατική ρήξη της συνέχειας της ιστορίας, που μέχρι τώρα δεν έχει πάψει να είναι η ιστορία της διάβασης μέσα στην κοιλάδα των δακρύων και στο ασίγαστο αίτημα μιας πέρα από δίκαια και νόμους Δικαιοσύνης, όπως γράφει ο συγγραφέας στο εισαγωγικό του σημείωμα. Φυσικά ο μαρξισμός εγκλήθηκε για υλιστική εσχατολογία και εκκοσμικευμένο μεσσιανισμό αλλά μάλλον συνέβη το αντίστροφο: τα γραφειοκρατικά μορφώματα, σοσιαλδημοκρατικά και σταλινικά, που ζήτησαν νομιμοποίηση στο όνομά του, στην πραγματικότητα εξόρισαν, εξόρκισαν και εξόντωσαν τον μεσσιανικό του πυρήνα.
Landauer
Αυτά τα κείμενα λοιπόν, είτε γραπτά σε περιοδικά [Εξώπολις, Μανδραγόρας, Νέα Κοινωνιολογία, Ομπρέλα, Ουτοπία, Τετράδια Ψυχιατρικής, Τα Νέα της Τέχνης] είτε ομιλίες σε σεμινάρια και συνέδρια, αλλά και ανέκδοτα, «πάντα μέρη ενός και αυτού σώματος, που δεν έπαψε να πλάθεται, αυτοτελείς στιγμές της ανάπτυξής του», παρακολουθούν την Μεσσιανικότητα στην διαδρομή της σ’ όλη την παράδοση των καταπιεσμένων, στους αγώνες τους και στο όραμα της εκ βάθρων αλλαγής του κόσμου, ως η διαρκής Αρχή της ελπίδας (Έρνστ Μπλοχ) για τη ριζική μεταμόρφωση των πάντων.
Το Μεσσιανικό δεν υπάρχει έξω από την Ιστορία· για πρώτη φορά εμφανίστηκε εγγεγραμμένο στο ιστορικό σώμα του εβραϊκού λαού και των βασάνων του. Ο Σιοράν έγραφε: Το να είσαι άνθρωπος είναι ένα δράμα· το να είσαι Εβραίος είναι ένα άλλο. Να ζεις το δράμα του αποκλεισμού και ταυτόχρονα το δράμα όλης της ανθρωπότητας, να υπομένεις το μαρτύριο μια αφόρητης ιδιαιτερότητα για χάρη της καθολικότητας….Ο συγγραφέας προσκαλεί τις μορφές που ιχνηλατούν άγνωστη γη, πέρα από τους θρησκευτικούς μύθους και την αστική εκκοσμίκευση, «εκεί που αρχίζει η ήπειρος της Αταξικής». Συνομιλεί με τον Jacques Hassoun, διαβάζει το Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος του Πρίμο Λέβι [Arbeit Macht Frei. Η αντι-ανθρωπολογία του Άουσβιτς], εντοπίζει «το μείζον μέσα στο έλασσον» στην περίπτωση του ταπεινού Γιαννιώτη ποιητή Γιωσέφ Ελιγιά και της παραδείσιας Ρεβέκκας του και ανιχνεύει την διαλεκτική της αγαθότητας στον ακόμα ταπεινότερο φίλο του Καραγκιόζη και στοχαστή της τέχνης Τζούλιο Καΐμη [«Τα μαύρα χρώματα της ψυχής μας τότε θα λάμπουνε»]. Άλλα γραπτά αφορούν την Ανθρωπολογία του Ταλμούδ, τον Εβραίο Μπαρούχ Σπινόζα και την Εβραϊκή παράδοση και εκκοσμίκευση και τον Πάουλ Τσέλαν και την δική του ιδιόμορφη διαδρομή από τον … Πίνδαρο μέχρι του Κανενός το Ρόδο.
A.E.
Ο Μπρετόν κι ο Εμπειρίκος, παρά το πλήγμα της Ιστορίας, δεν κατέρρευσαν. Ο Έλληνας υπερρεαλιστής άρχισε να υφαίνει και να ξαναϋφαίνει την ωκεάνια γραφή του και μέσω αυτής ξανάδεσε τους αρμούς του προτάγματος της αταξικής κοινωνίας, που τόσο δυσφήμισε και ακρωτηρίασε και μπλόκαρε ο σταλινισμός. Είναι χαρακτηριστικό ότι σ’ αυτό το έργο με τις πιο βίαιες, φαινομενικά, αντιχριστιανικές και αντισοσιαλιστικές επιθέσεις – επιθέσεις κατά της ηθικολογούσας, λυπομανούς και ερωτοφάγου χριστιανοσύνης και κατά του ευνουχισμένου ψευτοσοσιαλισμού – ο Α. Εμπειρίκος διασώσει το Μεσσιανικό και Προφητικό στοιχείο της βιβλικής παράδοσης και την προσδοκία της «άνευ τάξεων» απελευθερωμένης κοινωνίας. [σ. 161]
… γράφει ο συγγραφέας για τον Ανδρέα Εμπειρίκο και το Μέγα Φως το Άκτιστον επί ουρανού και … του καταστρώματος του Μεγάλου Ανατολικού, εστιάζοντας στην ιδιότητα του Εμπειρίκου ως απελευθερωτή της εμπειρίας αλλά και κατεξοχήν ερωτικού και μεσσιανικού ποιητή, που προμήνυσε την Ανάγκη των Νέων Παραδείσων, μιας νέας Ιερουσαλήμ που ο ίδιος ονόμασε Οκτάνα. Ο Εμπειρίκος υποφέρει λόγω της ταξικής του καταγωγής, ενάντια στην οποία ο ίδιος είχε εξεγερθεί, ενστερνιζόμενος τις ιδέες της Οκτωβριανής Επανάστασης και τον ανόθευτο κομμουνισμό της πρώτης περιόδου. Ο Μιχαήλ αντιπαραβάλει τον ποιητή με τον μαρκήσιο ντε Σαντ, φωτίζει την εφαπτομένη του Μεσσιανισμού με την αιμομιξία και εντοπίζει μια ακόμα παλαιότερη ένωση του ερωτισμού με την μεσσιανική προσδοκία στο Άσμα Ασμάτων
wb.
Ένα ιδιαίτερο σώμα πέντε κειμένων αναφέρεται στον Βάλτερ Μπένγιαμιν και τον Έρνστ Μπλοχ. Στο πρώτο ερευνάται η ενδιαφέρουσα διαλεκτική Μπένγιαμιν και Τρότσκυ, πενήντα χρόνια μετά. Περιπλανώμενος Ιουδαίος του προδομένου Οκτώβρη, φάντασμα του κομμουνισμού που πλανιέται πάνω από έναν πλανήτη δίχως βίζα τρομάζοντας τον Στάλιν και τους ισχυρούς της γης ακόμα και την ώρα της έσχατης αδυναμίας, ο Τρότσκυ δολοφονείται στο Μεξικό το 1940. Ένα μήνα μετά, ο Μπένγιαμιν διπλά καταδιωγμένος, Εβραίος και κομμουνιστής διανοούμενος, συλλαμβάνεται και αυτοκτονεί για να μην παραδοθεί στα χέρια της Γκεστάπο.
Ο Μπένγιαμιν είναι η ιστορικο – φιλοσοφική και ποιητική συνείδηση της προλεταριακής επανάστασης που χάθηκε στη Δύση – στη Κεντρική Ευρώπη και προπαντός στη Γερμανία – αφήνοντας την Οκτωβριανή Επανάσταση μόνη στα νύχια μια αρπαχτικής θερμιδωριανής γραφειοκρατίας. Υπήρξε το εξαίσιο άνθος της αριστερής εβραϊκής ιντελιγκέντσιας του ευρύτερου γερμανόφωνου χώρου, που βλάστησε σ’ ένα κλίμα όπου διασταυρώνονταν όλα τα ρεύματα του μοντερνισμού και του επαναστατικού σοσιαλισμού, ο αντικαπιταλιστικός ρομαντισμός του Kierkegaard, η νοσταλγία της αρχέγονης μητριαρχίας του Bachofen, η ψυχανάλυση με τον μαρξισμό, τα αναρχικά μεσσιανικά οράματα του Gustav Landauer, ο αναρχοσυνδικαλισμός του Σορέλ, οι θρύλοι των Χασσιντίμ και η Λούξενμπουργκ.
trotsky
Ο Μπένγιαμιν κράτησε τη ίδια πολιτική στάση με τον Τρότσκυ, τον οποίο υποστήριξε κατά του σταλινισμού σε όλα τα μέτωπα και κατήγγειλε τον συμβιβασμό της επαναστατικής σκέψης στην Ισπανία με τον μακιαβελισμό των Ρώσων ηγετών. Απεχθανόταν τους αντιδραστικούς εθνικισμούς που φούντωναν και θεωρούσε ότι τόσο η γερμανική κουλτούρα όσο και η εβραϊκή παράδοση θα αυτοκαταστρέφονταν με τον εθνικιστικό αυτοεγκλεισμό τους. Αρνήθηκε τους δρόμους διαφυγής που του είχαν προτείνει οι φίλοι του Αντόρνο και Μπρεχτ. Στον πρώτο, που τον καλούσε στη νέα Υόρκη, αντιπαρέθετε ότι έπρεπε να δοθεί πολιτική μάχη στην Ευρώπη κατά του φασισμού κι ότι δεν μπορούσε ο μαρξισμός να αναπτυχθεί ερήμην της, στη γαλήνη των ακαδημαϊκών σπουδαστηρίων. Αυτή την εμμονή στις αρχές την πλήρωσε με την ίδια τη ζωή του. Τόσο για τον ίδιο όσο και για τον Τρότσκυ ο μαρξισμός δεν ήταν μόνο μια θεωρία αλλά μια κοσμοθεώρηση. Τι συνδέει και τι διαφοροποιεί τις δυο μορφές που πενήντα χρόνια μετά «συνεχίζουν να αυλακώνουν τον ορίζοντα τις Ιστορίας σας αστραπές»;
Ένα δεύτερο εκτενέστατο κείμενο ερευνά τον Μύθο σε σχέση με την Ιστορία, την Πολιτική, την Λογική, την Αλληγορία, το Όνειρο, την Διαλεκτική, την Τέχνη και φυσικά τον Μεσσιανισμό. Κατόπιν σειρά έχει ο κατεξοχήν μαρξιστής φιλόσοφος της ελπίδας σε καιρούς απελπισμένους, ο Έρνστ Μπλοχ. Το δικό του εγχείρημα υπήρξε μια τολμηρή κατάδυση στο ουτοπικό βάθος της τραγικής του εποχής, η επανεπεξεργασία της έννοιας της Ουτοπίας κάτω από την ισχυρή επιρροή του Λαντάουερ. Μετά την άνοδο του φασισμού στο κέντρο της προβληματικής του έρχονται πια οι αδυναμίες του υποκειμενικού παράγοντα της επανάστασης, ενώ μετά την ήττα του χιτλερισμού εγκαταστάθηκε γεμάτος ελπίδα στην Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία. Μετά την ουγγρική εξέγερση και την σύλληψη του Λούκατς ο Μπλοχ γίνεται στόχος των επιθέσεων της ανατολικογερμανικής σταλινικής γραφειοκρατίας, που δεν κατάφερε όμως να του σπάσει την προσήλωσή του στον επαναστατικό μαρξισμό, τον οποίο έβλεπε ως την Αρχή της Ελπίδας να αναδύεται ως αντικειμενική πραγματική δυνατότητα.
sovjets_posters_gr_202-203_Image_0001
Είναι άραγε η ουτοπία το ανέφικτο της δυνατότητα ενός κόσμου άλλου ή είναι η δυνατότητα του ανέφικτου να πραγματωθεί; Είναι η ανήμπορη παρηγοριά του απαρηγόρητου ή η άσβεστη προσδοκία του απροσδόκητου; Την μεγαλύτερη επίδραση πάνω στον Μπλοχ πριν γίνει μαρξιστής την άσκησε ο εβραϊκός μεσσιανικός αναρχισμός του φίλου του και αδικοχαμένου ηγέτη της εφήμερης Σοβιετικής Δημοκρατίας της Βαυαρίας, του προαναφερθέντος Γκούσταβ Λαντάουερ, την κληρονομιά του οποίου μετασχημάτισε ολοκληρωτικά. Η Ουτοπία δεν άσκησε έλξη στον Μπλοχ ως κάποια υποκειμενική – ανορθολογική φυγή από την τραγικήπραγματικότητα· αναζήτησε αντίθετα την θεμελίωση και την λογική της μέσα στον αντικειμενικό κόσμο. Ο Μπλοχ ανανεώνει επαναστατικά το Πνεύμα της Ουτοπίας στο οποίο έγραφε: Υπάρχω, υπάρχουμε. Δεν χρειάζεται τίποτα παραπάνω. Σ’ εμάς απομένει ν’ αρχίσουμε. Στα χέρια μας είναι η ζωή. Καιρό τώρα έχει αδειάσει πια από κάθε περιεχόμενο. Παράλογη, τρεκλίζει εδώ κι εκεί, αλλά εμείς αντέχουμε κι έτσι θέλουμε να γίνουμε η γροθιά μας κι οι σκοποί της. [σ. 333]
Εκδ. Άγρα, 1999, σελ. 425. Περιλαμβάνοναι κατάλογος των πρώτων δημοσιεύσεων, ευρετήριο προσώπων και ασπρόμαυρες φωτογραφίες.
Σημ.: Το Πανδοχείο έχει ήδη συναντηθεί με το έργο του Σάββα Μιχαήλ: συνομίλησε με τις δικές του Μορφές της περιπλάνησης και άκουσε την δική του Musica ex Nihilo.
Στις εικόνες: σκηνή από την Πολωνική κινηματογραφική εκδοχή του Dybbuk [1937] / Gustav Landauer / Ανδρέας Εμπειρίκος / Walter Benjamin / Leon Trotsky / Οκτώβριος 1917.

16 Aralık 2014 Salı

oi Nαζι φωτογραφιζαν υποσιτισμένους εβραιους . Αποσπασμα απο το βιβλιο :Fritzsche, Peter, Ζωή και θάνατος στο Τρίτο Ράιχ, Εκδόσεις ΘΥΡΑΘΕΝ, Θεσσαλονίκη 2013



 

Είναι δύσκολο να εξιχνιάσει κανείς τις φωνές των απλών Γερμανών στα χρόνια του πολέμου. Οι αναφορές της αστυνομίας και της Γκεστάπο φιλτράρονταν σε διάφορα επίπεδα, και ήταν διατυπωμένες έτσι ώστε αφ' ενός να αναδεικνύουν την εθνική ομοψυχία και αφ' ετέρου να αξιολογούν τη διαφωνία. Δύο ανεπίσημες αναφορές, και οι δύο από τη δυτικογερμανική πόλη Μύνστερ, παρέχουν αξιόπιστες πληροφορίες για τις συζητήσεις μεταξύ πολιτών σχετικά με τον εκτοπισμό των Εβραίων. Σε ένα αδημοσίευτο «χρονικό του πολέμου», ένας ανώνυμος ιστορικός άφησε την εξής αναφορά, Δεκέμβριο του 1941:

Σήμερα, πήρα μέρος στον έλεγχο που κάναμε σε δυο ακόμη ταβέρνες και αναμείχθηκα με τους πελάτες στο μπαρ. Σε αυτό το δεύτερο μέρος, στην Έγκιντιστράσσε, καθώς στέκομαι ανάμεσα σε δημόσιους υπαλλήλους, τεχνίτες και επιχειρηματίες, ακούω πως όλοι οι Εβραίοι θα υποχρεωθούν να εγκαταλείψουν το Μύνστερ μέχρι τις 13 του μηνός. Η είδηση πυροδότησε ζωηρές συζητήσεις. Οι περισσότεροι θαμώνες στο μπαρ συμφωνούν πλήρως με το μέτρο. Οι Εβραίοι θα μπουν σε μεγάλα στρατόπεδα εργασίας στην ανατολή ώστε να δουλεύουν εκεί, και συγχρόνως θα απελευθερώσουν διαμερίσματα στο Μύνστερ, που είναι απολύτως απαραίτητα. Σωστά, πολύ σωστά, εγκρίνουν εν χορώ κάποιοι παρευρισκόμενοι, που τώρα ξέρουν ότι η έλλειψη σπιτιών θα μετριαστεί. Στην πόλη, ακόμη και οι γυναίκες δείχνουν έντονο ενδιαφέρον για τις φήμες περί μεταγωγής των Εβραίων.

Η μαρτυρία δείχνει ότι θέμα των καθημερινών συζητήσεων, τόσο μεταξύ των ανδρών στις ταβέρνες όσο και μεταξύ των γυναικών στον δρόμο, ήταν οι εκτοπισμοί. Αν και αυτός ο θιασώτης των Ναζί αναφέρει λογής-λογής μέλη της γερμανικής κοινωνίας, «δημόσιους υπαλλήλους, τεχνίτες και επιχειρηματίες», ως «πολύ ικανοποιημένους», οι συζητήσεις ήταν πάντως «ζωηρές» και, ως εκ τούτου, πιθανό να υπήρξαν και έριδες. Μεταξύ άλλων, οι εκτοπισμοί είχαν συνδεθεί με το θέμα της στέγασης: στις πόλεις της δυτικής Γερμανίας που βομβαρδίστηκαν από τους Βρετανούς από το 1940 και μετά, οι κατοικίες δεν επαρκούσαν. Το πρόβλημα της στέγασης υπήρξε πρόσχημα για τους εκτοπισμούς από το Αμβούργο: το καλοκαίρι του 1941, ο γκάουλαϊτερ Karl Kaufmann ζήτησε επανειλημμένα από τις αρχές του Βερολίνου να απομακρύνουν τους Εβραίους ώστε να δοθούν τα σπίτια στους Γερμανούς.

 Καθώς εντείνονταν οι βομβαρδισμοί, οι Γερμανοί άρχισαν να μιλούν σαν θύματα και να αναλογίζονται τη μοίρα των Εβραίων σαν αντιστάθμισμα στα δικά τους μαρτύρια. Και τέλος, υπάρχει το ίδιο το χρονικό αυτής της πόλης. Έγιναν επανειλημμένες προσπάθειες να διαφυλαχθεί ο εκτοπισμός των Εβραίων στα αρχεία της πόλης ως μια ιστορία θριάμβου. Στο Βερολίνο, ο Γκέμπελς θέλησε να κινηματογραφήσει τις απελάσεις, και στη Στουτγάρδη και τη Νυρεμβέργη το Νοέμβριο του 1941 οι αρχές πράγματι κινηματογράφησαν τη συγκέντρωση και την επιβίβαση των Εβραίων στα τραίνα. Στο Μπαντ Νόισταντ, 22 Απριλίου του 1942, ντόπιοι Ναζί φωτογράφισαν υποσιτισμένους, γέρους Εβραίους που στέκονταν μπροστά στο σιντριβάνι της αγοράς, και μάλιστα τους έβαλαν να στηθούν για τραβήξουν ομαδικές φωτογραφίες, λίγο πριν τους οδηγήσουν στον σιδηροδρομικό σταθμό για μεταγωγή. Αργότερα, μεγέθυναν τις φωτογραφίες και τις κρέμασαν στο κέντρο της πόλης, ως πιστοποίηση μιας επιτυχούς επιχείρησης