ρατσισμος etiketine sahip kayıtlar gösteriliyor. Tüm kayıtları göster
ρατσισμος etiketine sahip kayıtlar gösteriliyor. Tüm kayıtları göster

16 Ocak 2015 Cuma

ΞΕΝOΤΗΤΑ, ΦΙΛΟΞΕΝΙΑ KAI ΕΧΘΡΟΤΗΤΑ, Bernhard Waldenfels ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΝΕΚΕΝ

ΞΕΝOΤΗΤΑ, ΦΙΛΟΞΕΝΙΑ KAI ΕΧΘΡΟΤΗΤΑ, Bernhard Waldenfels




Mερικές φορές η ξενότητα μοιάζει να ομοιοκαταληκτεί με την εχθρότητα. Είναι όμως όντως έτσι; Ο στόχος των συλλογισμών μας είναι η σχέση μεταξύ του Ξένου και του Εχθρού, ενώ στο φόντο βρίσκεται ο φιλοξενούμενος ως μια μεταβατική μορφή. Και οι σκέψεις μας αφορούν τόσο τις σχέσεις μεταξύ ατόμων και ομάδων όσο και την ανταλλαγή μεταξύ των πολιτισμών. Η φιλοσοφική παράδοση της Δύσης προτρέπει, όπως και στην περίπτωση του Άγριου, να διαφοροποιήσουμε μεταξύ ενός καλού και ενός κακού Ξένου. Στην πρώτη περίπτωση, υπάρχει κατ’ αρχήν η δυνατότητα να κατανοήσουμε ο ένας τον άλλο και να συνεννοηθούμε μεταξύ μας, στη δεύτερη περίπτωση αυτό αποκλείεται. Ο καλός Ξένος είναι γενικώς ένας δικός μας, ο κακός Ξένος αντιθέτως όχι. Ο κακός Ξένος είναι φυσικά πάντα ο Άλλος. Η μανιχαϊστική δαιμονοποίηση του κακού Ξένου συνοδεύεται από μια προσπάθεια ο Ξένος να παρουσιαστεί γενικώς πιο ανώδυνος· για τον καλό Ξένο υπεύθυνος είναι ο διερμηνέας, για τον κακό η αστυνομία, συμπεριλαμβανομένης και μιας αστυνομίας των ιδεών που συχνά δρα μυστικά. Εδώ γίνεται σαφές πόσο πολύ συνδέονται μεταξύ τους η θεωρητική θεώρηση του Ξένου και η πρακτική συναναστροφή με τον Ξένο. Και ενόψει αυτού πρέπει να αναρωτηθούμε, αν η εχθρότητα δεν πηγάζει πολύ περισσότερο από μια αρχική αμφισημία του Ξένου, δηλαδή εντεύθεν του καλού και του κακού. Θα αναπτύξουμε αυτό το ερώτημα σε τρία στάδια, στην πορεία των οποίων η προβληματική οξύνεται όλο και περισσότερο.

Ο Ξένος στο λυκόφως

Η φαινομενολογία του Ξένου δυσκολεύεται να βρει το δρόμο της, καθώς το βλέμμα στον ή στο Ξένο ήταν ανέκαθεν και παραμένει μέχρι σήμερα περιορισμένο. Βλέπει κανείς αυτό που νομίζει ότι γνωρίζει. Το πρώτο στάδιο των σκέψεών μας περιορίζεται στη σύντομη διατύπωση ορισμένων ιδιαιτέρως αμφιλεγόμενων σημείων· αυτά αποφασίζουν αν θα εμπλακούμε στο Ξένο ή αν θα προσπαθήσουμε επίμονα να το αποφύγουμε.1

Σχετική και ακραία ξενότητα

Σχετική ονομάζω μια ξενότητα που εμφανίζει μόνο έναν προσωρινό ή μεταβατικό χαρακτήρα, η οποία δηλαδή μπορεί να ξεπεραστεί υπό ευνοϊκές συνθήκες και σε βάθος χρόνου. Η σχετικοποιητική δράση ξεκινά στη δυτική σκέψη αρχικά από μια συνολική τάξη πραγμάτων, δηλαδή από την παραδοχή μιας οικουμενικής τάξης πραγμάτων, η οποία περιλαμβάνει εμένα τον ίδιο και τους Άλλους, καθώς και όλα τα ιδία και τα ξένα. Το Ξένο με αυτό τον τρόπο ενσωματώνεται. Στη σύγχρονη εποχή το Εγώ περνά στο κέντρο μιας σφαίρας της μοναδικότητας (Eigenheitssphäre) σε σύγκριση με την οποία καθετί Ξένο, ακόμη και το alter ego, εμφανίζεται ως δευτερεύον είδωλο ή τροποποίηση. Το Ξένο υπο-τάσσεται στο εκάστοτε ιδίο. Στον επαπειλούμενο κατακερματισμό του κόσμου σε μεμονωμένες προοπτικές και μεμονωμένα συμφέροντα η νεωτερικότητα απαντά με την προσφυγή σε μια συνταγματική και νομοθετική τάξη πραγμάτων, στην οποία υπόκειμαι τόσο εγώ ο ίδιος όσο και όλοι οι άλλοι. Η ξενότητα με αυτό τον τρόπο εξουδετερώνεται. Η εν είδει δικαίου κατηγορική προσταγή γνωρίζει μόνον έλλογα όντα, δεν γνωρίζει Ξένους. Η ακραία ξενότητα σημαίνει αντιθέτως κάτι άλλο· σημαίνει μια ξενότητα που έγκειται στις «ρίζες όλων των πραγμάτων». Ανήκει, μιλώντας φαινομενολογικά, στα ίδια τα πράγματα και όχι μόνο στον περιορισμένο τρόπο πρόσβασής μας. Αυτή η μορφή της ξενότητας προϋποθέτει ότι κάθε τάξη πραγμάτων ως περιορισμένη τάξη επιλέγει συγκεκριμένες δυνατότητες, αποκλείει άλλες και επίσης προϋποθέτει ότι κανείς δεν είναι άρχοντας στο σπίτι του. Οι δύο πυλώνες ενός περιεκτικού Λόγου και ενός αυτόνομου υποκειμένου κλυδωνίζονται. Και τότε διαφαίνονται διάφορες διαστάσεις της ξενότητας. Η τάξη απελευθερώνει μια έκτακτη ξενότητα. Εγώ ο ίδιος είμαι εκτός εαυτού με τη μορφή μιας εκστατικής ξενότητας. Οι Άλλοι, οι οποίοι στη μακροεγγύτητά τους (Fernnähe) προσλαμβάνουν τη σκιώδη μορφή σωσιών, μας χαρίζουν τελικά μια ιδιαίτερη μορφή αντιγραφικής ξενότητας.2 Μια ακραία μορφή της ξενότητας δεν μπορεί επομένως να νοηθεί, χωρίς να αλλάξουμε τον τρόπο σκέψης μας όσον αφορά το λόγο, το υποκείμενο και τη διυποκειμενικότητα. Ο φόβος για αυτή την αλλαγή σκέψης μπορεί να εξηγεί το ότι η ξενότητα μέχρι σήμερα αποδυναμώνεται ξανά και ξανά ή και απορρίπτεται.

Αμφισημία του Ξένου

Αν ακολουθήσει κανείς τους παραδοσιακούς τρόπους σκέψης, τότε το Ξένο μοιάζει πάντα ως έλλειψη, ως κάτι που για εμάς δεν είναι προσιτό ή δεν είναι ακόμη προσιτό και κατανοητό. Αν αντιθέτως εκκινήσει κανείς από το Ξένο, όπως το συναντούμε βιώνοντάς το, πριν το ορίσουμε, τότε σημαίνει μια μορφή αποστέρησης. Εκδηλώνεται ως κάτι που δεν υπάρχει στη διάθεσή μας ή στην κοινή διάθεση, ως κάτι που δεν υπάρχει στα πλέγματα της εκάστοτε τάξης πραγμάτων. Το Ξένο εμφανίζεται καθώς επιδρά πάνω μας, καθώς μας πλησιάζει από μακριά και αποτραβιέται μακριά, καθώς είναι «σωματικά απόν» όπως το παρελθόν και το μέλλον. Με τον όρο του Ξένου κλυδωνίζεται και ο όρος του εκτός. Αυτό αφορά τόσο το ότι εγώ ο ίδιος είμαι έξω-από-μένα όσο και τον αποκλεισμό από δυνατότητες.3 Κατά την παραδοσιακή θεώρηση, το εκτός συνδέεται με τον αρνητικό χαρακτήρα της εξωτερικότητας· στην καλύτερη περίπτωση ανήκει σε ένα αναγκαίο μεταβατικό στάδιο της αποξένωσης. Διαφορετικά είναι αν εκκινήσουμε από μια ακραία μορφή της ξενότητας. Το έκτακτο που συνοδεύει κάθε τάξη ως μια σκιά δεν σημαίνει ότι κάτι μένει εκτός της τάξης, αλλά ότι η ίδια η τάξη ως δημιουργία και διατήρηση της τάξης δεν θεμελιώνεται σε αυτή καθαυτή. Το εκτός εαυτού ημών των ιδίων δεν σημαίνει ότι χάνουμε τον εαυτό μας αλλά ότι εκκινούμε από κάπου αλλού. Οι δυνατότητες που αποκλείονται δεν έχουν εξαλειφθεί. Η συμπάθεια για μια τα πάντα περιλαμβάνουσα κοινότητα, στην οποία στην ουσία τίποτα και κανείς δεν θα ήταν εξωτερικός, ανήκει στις ιδέες που ωχριούν μόλις προσπαθήσει κανείς να τις υλοποιήσει.4

Αμφισημία του Μεταξύ

Το μοτίβο του Μεταξύ απαντάται στη σύγχρονη σκέψη σε διάφορες μορφές, ως καθαρό Μεταξύ, ως ενδιάμεσος κόσμος ή ενδιάμεσο βασίλειο ή στη λατινίζουσα μορφή ως διυποκειμενικότητα, διασωματικότητα και διαπολιτισμικότητα.5 Αυτό το Μεταξύ αποκτά ένα δικό του βάρος, μόνον όταν δεν το αντιλαμβανόμαστε ως κενό χώρο ανάμεσα στα πράγματα και ούτε ως συναρμολόγηση ανεξάρτητων όντων, αλλά ως ένα πεδίο γεγονότων, μέσα στο οποίο κάτι και κάποιος γίνεται αυτό το οποίο είναι. Αυτό περιλαμβάνει ότι μεταξύ μας συμβαίνει κάτι που δεν μπορεί να αναχθεί σε μεμονωμένες επιδόσεις. Αν πάρουμε κατά λέξη τη διαπολιτισμικότητα, τότε σημαίνει περισσότερα από μια απλή πολυπολιτισμικότητα, η οποία περιλαμβάνει ένα πλήθος πολιτισμών. Μοιάζει με μαγνητικό πεδίο, όχι με δοχείο. Αλλά ακόμη και αν αποδώσουμε στο Μεταξύ έναν συντακτικό (konstitutiv) ρόλο, προσκρούουμε σε μια αμφισημία, η οποία συνδέεται με την αμφισημία του Ξένου. Το Μεταξύ μπορεί να ερμηνευτεί ως Μεσαίο, ως λόγος, νόμος ή δίκαιο που ρυθμίζει την επικοινωνία ανάμεσα στα ανεξάρτητα όντα, χωρίς το ίδιο να προέρχεται από αυτή την επικοινωνία. Η ιδέα ενός συμμετρικά διαμορφωμένου διαλόγου, οι εταίροι του οποίου μπορούν να ανταλλάξουν τους ρόλους τους, δεν σημαίνει στην ουσία τίποτα παραπάνω από έναν μονόλογο με κατανεμημένους ρόλους. Το ενδιάμεσο γίγνεσθαι δεν θα ήταν δημιουργικό ως τέτοιο. Ακόμη και η υποτιθέμενη διυποκειμενικότητα δεν θα ήταν τότε τίποτα περισσότερο από ένα πλήθος υποκειμενικοτήτων που έχουν μια συνοχή χάρη σε μια δια-υποκειμενική οντότητα. Αν σύμφωνα με τον Kleist σκεφτούμε μια «κατασκευή σκέψεων στην ανταλλαγή λόγου»6, τότε αυτό παραπέμπει σε κάτι, το οποίο συμβαίνει μεταξύ μας, και μάλιστα πέρα από ένα κατώφλι, το οποίο περνάμε με κάθε δήλωση, αλλά δεν το ξεπερνάμε όπως ένα εμπόδιο που τίθεται στο δρόμο μας. Η μία λέξη φέρνει την άλλη χωρίς η μία να ακολουθεί λόγω της άλλης. Έτσι φτάνουμε σε ένα entretien infini με την έννοια του Maurice Blanchot, μια συζήτηση που διατηρείται χάρη σε διακοπές. Ανάμεσα στο ίδιο και το Ξένο η σύνθεση είναι τόσο ελάχιστη όσο ανάμεσα στο ξύπνημα και τον ύπνο, ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο, ανάμεσα στη νεότητα και το γήρας. Σύνθεση υπάρχει μόνο στο βαθμό που η ομιλία μας και η πράξη μας έχουν ένα νόημα και ακολουθούν έναν κανόνα, όχι στο βαθμό που συμβαίνει κάτι στην ομιλία και στην πράξη. Η σύνθεση είναι ζήτημα του ειπωμένου και πεπραγμένου, όχι του λέγω και του πράττω. Υπόκειται στο σημείο θεώρησης ενός τρίτου, ο οποίος επεμβαίνει διαμεσολαβητικά σε αυτό, το οποίο συμβαίνει ανάμεσά μας, ως ουδέτερος παρατηρητής ή ως δικαστής, που όμως δεν βρίσκεται υπεράνω. Το σημείο θεώρησης του γενικού δεν πρέπει να συγχέεται με ένα γενικό σημείο θεώρησης, σαν να ήταν το ιδίο και το Ξένο, η ιδία και η ξένη γλώσσα, η ιδία και η ξένη χώρα, η ιδία και η ξένη κουλτούρα απλές μερικότητες. Το Ξένο αποτελεί το άμεσο εν μέσω όλων των διαμεσολαβήσεων. Το Ξένο δεν μπορεί ούτε να εντοπιστεί ούτε να παγκοσμιοποιηθεί, βρίσκεται πάντα κάπου αλλού.7

1. Για τη συμπλήρωση αυτού του σύντομου σκιαγραφήματος παραπέμπουμε στην ακόλουθη βιβλιογραφία: Topographie des Fremden (Τοπογραφία του Ξένου), Φρανκφούρτη: Suhrkamp 1997, Verfremdung der Moderne (Ξενοποίηση της Νεωτερικότητας), Γκέτινγκεν: Wallstein 2001, Grundmotive einer Phänomenologie des Fremden (Βασικά μοτίβα μιας φαινομενολογίας του Ξένου), Φρανκφούρτη: Suhrkamp 2006.

2. Σχετικά με τη διαφοροποίηση των διαφόρων διαστάσεων της ξενικότητας πρβλ. διεξοδικότερα: του ιδίου συγγραφέα Bruchlinien der Erfahrung (Διακεκομμένες γραμμές της εμπειρίας), Φρανκφούρτη: Suhrkamp 2002, κεφ. V-VI.

3. Δύο μαρτυρίες αυτής της αλλαγής στον τρόπο σκέψης: το πρώτο μεγάλο σύγγραμμα του E. Levinas, Totalité et Infini του 1961 έχει τον υπότιτλο Essai sur l’ extériorité, και ο M. Foucault συνέγραψε το 1966 για το περιοδικό Critique ένα δοκίμιο με τίτλο Pense au dehors. Η κοινή τους κατεύθυνση δεν αποκλείει αποκλίσεις.
4. Πρβλ. σχετικά J. Habermas, Die Einbeziehung des Anderen (Η εμπλοκή του Άλλου), Φρανκφούρτη 1996. Ο συγγραφέας επικαλείται μια ηθική κοινότητα, η οποία είναι καθαρά περιλαμβάνουσα. Η ξενικότητα του Άλλου και κάθε άλλη ξενικότητα λιώνει κάτω από τον ήλιο του επικοινωνιακού λόγου.
5. Σχετικά με τις διάφορες μορφές του Ενδιάμεσου πρβλ. Topografie des Fremden, ό.π. σελ. 85 κ.ε.
6. Θυμίζω έτσι το δοκίμιο του Kleist Über die allmähliche Verfertigung der Gedanken beim Reden (Περί της σταδιακής κατασκευής των σκέψεων κατά την ομιλία). Το δοκίμιο είναι γραμμένο από την προοπτική του ομιλητή, αλλά ενός ομιλητή ο οποίος βλέπει πώς ακούει ο Άλλος ή η Άλλη, ο οποίος δηλαδή υποδέχεται τις σκέψεις του στην κατασκευή. Εγώ αυτό το ονομάζω δημιουργική αποκριτικότητα.   
7. Παραπέμπω σε αυτό το πλαίσιο στην έκθεσή μου για την Ευρώπη «Anderswo statt Überall» (Αλλού αντί Παντού) στο: Idiome des Denkens. Deutsch-Französische Gedankengänge II, Φρανκφούρτη: Suhrkamp 2005, πρώτη δημοσίευση στα Ιταλικά στο links I (2001), σελ. 13-19
Aπόσπασμα από το δοκίμιο (μετάφραση: Ανθή Βηδενμάιερ) που δημοσιεύτηκε στο τεύχος 14 του περιοδικού ΕΝΕΝΕΝ, Οκτώβριος Νοέμβριος Δεκέμβριος 2009. Στο τεύχος υπάρχει αφιέρωμα στον σημαντικό αυτόν γερμανό φιλόσοφο. Στο ίδιο τεύχος υπάρχει το δοκίμιό του με τίτλο ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΛΟΓΙΑ, ΜΕΤΑΞΥ ΠΑΘΟΥΣ ΚΑΙ ΑΠΟΚΡΙΣΗΣ σε μετάφραση της Σοφίας Παντελιάδου.

15 Aralık 2014 Pazartesi

Γιατί η ανεκτικότητα δε φτάνει Του Σλάβοϊ Ζίζεκ/∞ Α π ε ι ρ 8

Γιατί η ανεκτικότητα δε φτάνει






Όχι να περιοριστούμε στο να σεβόμαστε τους άλλους, αλλά να τους προσφέρουμε μια κοινή μάχη, όπως είναι κοινά σήμερα τα προβλήματά μας
Του Σλάβοϊ Ζίζεκ
Πριν δέκα χρόνια, όταν η Σλοβενία ετοιμαζόταν να μπει στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ένας από τους ευρωσκεπτικιστές μας αντέγραψε μια ατάκα των αδελφών Μαρξ για τους δικηγόρους: εμείς οι Σλοβένοι έχουμε κάποιο πρόβλημα; Ας μπούμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση! Θα έχουμε ακόμη περισσότερα προβλήματα, αλλά θα τα αναλαμβάνει η Ευρωπαϊκή ένωση! Έτσι βλέπουν πολλοί Σλοβένοι την Ευρώπη: είναι χρήσιμη, αλλά φέρνει μαζί της και πολλά προβλήματα. Αξίζει λοιπόν τον κόπο να υπερασπιστούμε την Ευρωπαϊκή Ένωση; Το πραγματικό ερώτημα, φυσικά, είναι ένα άλλο: ποια Ευρωπαϊκή Ένωση;
Πριν από ένα αιώνα ο Γκίλμπερτ Κιθ Τσέστερτον εξηγούσε ξεκάθαρα το θεμελιώδες αδιέξοδο της κριτικής στη θρησκεία: «Άνθρωποι που αρχίζουν να πολεμούν τη θρησκεία από αγάπη για την ελευθερία και την ανθρωπότητα, καταλήγουν να πολεμούν και την ελευθερία και την ανθρωπότητα προκειμένου να πολεμήσουν την εκκλησία». Το ίδιο ισχύει για τους υπερασπιστές της θρησκείας. Πόσοι φανατικοί υπερασπιστές της θρησκείας άρχισαν να επιτίθενται στην κοσμική κουλτούρα και κατέληξαν να προδώσουν οποιαδήποτε θρησκευτική εμπειρία; Κατά τον ίδιο τρόπο πολλοί φιλελεύθεροι πρόμαχοι αγωνιούν να πολεμήσουν τον αντιδημοκρατικό φονταμενταλισμό και καταλήγουν να απομακρυνθούν από την ελευθερία και τη δημοκρατία: Aν οι «τρομοκράτες» είναι έτοιμοι να ισοπεδώσουν αυτόν τον κόσμο στο όνομα ενός άλλου, οι αντιτρομοκράτες πολεμιστές μας είναι έτοιμοι να ισοπεδώσουν τον δημοκρατικό τους κόσμο κυριευμένοι από το μίσος για τον μουσουλμανικό κόσμο.
Ξενοφοβικός ζήλος
Δεν θα μπορούσαμε να πούμε το ίδιο για τους υπερασπιστές της Ευρώπης ενάντια στην απειλή των μεταναστών; Με το ζήλο τους να προστατεύσουν την ιουδαϊκή-χριστιανική παράδοση, οι νέοι ζηλωτές είναι έτοιμοι να προδώσουν την καρδιά της ιουδαϊκής-χριστιανικής παράδοσης: δηλαδή τη δυνατότητα κάθε ατόμου να έχει πρόσβαση στην οικουμενικότητα του αγίου πνεύματος (ή, σήμερα, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ελευθερίας ) και να μπορεί να συμμετέχει άμεσα σ’ αυτή την οικουμενική διάσταση, χωρίς να λαμβάνει υπόψη του τη θέση που κατέχει στην παγκόσμια τάξη.
Το αδιέξοδο της Ευρώπης έχει όμως πολύ βαθύτερες ρίζες. Το πραγματικό πρόβλημα είναι ότι όποιος κριτικάρει το ξενοφοβικό ρεύμα, δηλαδή όποιος θα ήθελε να υπερασπιστεί τις πολύτιμες ευρωπαϊκές παραδόσεις, τείνει αντίθετα να περιορίζεται στο τελετουργικό της ταπεινής αποδοχής των ορίων των ευρωπαϊκών παραδόσεων και της εξύμνησης του πλούτου των άλλων πολιτισμών. Τα λόγια του ποιήματος Η Δευτέρα Παρουσία του Γουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς αποδίδουν σωστά την κατάσταση: «Οι καλύτεροι δεν έχουν καμιά πεποίθηση, ενώ οι χειρότεροι είναι γεμάτοι ηχηρό πάθος». Είναι μια εξαιρετική περιγραφή του σημερινού διαχωρισμού μεταξύ άτολμων προοδευτικών και παθιασμένων φονταμενταλιστών, τόσο μουσουλμάνων όσο και χριστιανών. «Οι καλύτεροι» δεν είναι πλέον ικανοί να αναλάβουν μεγάλες ευθύνες, ενώ «οι χειρότεροι» υιοθετούν το θρησκευτικό, σεξιστικό και ρατσιστικό φανατισμό.
Πώς να βγούμε απ’ αυτό το αδιέξοδο; Μια πρόσφατη γερμανική συζήτηση μπορεί να μας δείξει το δρόμο. Τον Οκτώβριο η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ είπε ότι «η πολυπολιτισμική προσέγγιση απέτυχε». Τα λόγια της αναφέρονταν στη συζήτηση για  τη Leitkultur (την κυρίαρχη κουλτούρα) όπου οι Γερμανοί συντηρητικοί επέμεναν ότι κάθε κράτος βασίζεται σε έναν κυρίαρχο πολιτιστικό χώρο, που τα μέλη των άλλων πολιτισμών πρέπει να τον σέβονται. Το νόημα αυτών των λόγων είναι ότι αντί να γκρινιάζουμε για τη ρατσιστική Ευρώπη που αναδύεται θα έπρεπε να κάνουμε αυτοκριτική και να αναρωτηθούμε σε ποιο βαθμό η αφηρημένη πολυπολιτισμικότητά μας έχει συνεισφέρει στη θλιβερή αυτή κατάσταση.
Οι διαφορετικές κουλτούρες πρέπει να συμβιώνουν
Αν όλες οι παρατάξεις δεν συμμερίζονται τον ίδιο πολιτισμό, τότε η πολυπολιτισμικότητα μετατρέπεται σε αμοιβαία άγνοια και μίσος που ρυθμίζονται νομικά. Η σύγκρουση για την πολυπολιτισμικότητα είναι ήδη μια σύγκρουση για τη Leitkultur: δεν είναι μια σύγκρουση πολιτισμών, αλλά μια σύγκρουση μεταξύ διαφορετικών απόψεων σχετικά με το πώς μπορούν και πρέπει να συμβιώνουν οι διαφορετικές κουλτούρες, και σχετικά με τους κανόνες και τις συμπεριφορές που αυτές οι κουλτούρες πρέπει να συμμερίζονται. Επομένως θα έπρεπε να αποφύγουμε να μείνουμε εγκλωβισμένοι στο παιχνίδι τού «πόση ανεκτικότητα μπορούμε να επιτρέψουμε στον εαυτό μας». Ο μόνος τρόπος να βγούμε απ’ αυτό το αδιέξοδο είναι να στρατευθούμε και να αγωνιστούμε για ένα θετικό παγκόσμιο σχέδιο που όλοι θα το συμμερίζονται. Οι πιθανές μάχες υπ’ αυτή την έννοια είναι πολλές, από την οικολογία μέχρι την οικονομία.
Πριν λίγες μέρες στην υπό κατοχή Δυτική Όχθη συνέβη ένα μικρό θαύμα: μαζί με κάποιες παλαιστίνιες γυναίκες που διαδήλωναν ενάντια στο τείχος ενώθηκε μια ομάδα από ισραηλινές λεσβίες. Η αρχική αμοιβαία δυσπιστία διαλύθηκε στην πρώτη σύγκρουση με τους στρατιώτες, παραχωρώντας τη θέση της στην αλληλεγγύη: στο τέλος μια παλαιστίνια γυναίκα με παραδοσιακή ενδυμασία αγκάλιασε μια ισραηλινή λεσβία με μοβ μαλλιά. Ένα ζωντανό σύμβολο που δείχνει πώς θα έπρεπε να είναι η μάχη μας. Κι έτσι, ίσως, ο σαρκασμός του Σλοβένου ευρωσκεπτικιστή δεν έπιασε το νόημα του ζητήματος. Αντί να χάνουμε χρόνο με τα κόστη και τα οφέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα έπρεπε να επικεντρωθούμε στο τι εκπροσωπεί πραγματικά η Ευρωπαϊκή Ένωση. Δρα κυρίως ως ρυθμιστής του παγκόσμιου καπιταλισμού, κάποιες φορές φλερτάρει με τη συντηρητική άμυνα της παράδοσής της. Και οι δύο δρόμοι οδηγούν στην περιθωριοποίηση της γηραιάς ηπείρου. Η μοναδική διέξοδος είναι να αναστήσουμε την παράδοσή μας της ριζοσπαστικής και οικουμενικής χειραφέτησης. Πρέπει να προχωρήσουμε πέρα από την απλή ανεκτικότητα των άλλων και να ασπασθούμε μια πραγματική Leitkultur που να μπορεί να στηρίζει μια αυθεντική συνύπαρξη. Όχι να περιοριστούμε στο να σεβόμαστε τους άλλους, αλλά να τους προσφέρουμε μια κοινή μάχη, όπως είναι κοινά σήμερα τα προβλήματά μας.
Πηγή: Internazionale, νούμερο 888, 11 Μαρτίου 2011
Μετάφραση: Τόνια Τσίτσοβιτς
Πηγή : Red NoteBook 

29 Kasım 2014 Cumartesi

Pierre Milza, Οι μελανοχίτωνες της Ευρώπης. Η ευρωπαϊκή ακροδεξιά από το 1945 μέχρι σήμερα, μτφρ: Γ. Καυκιάς, επιμέλεια: Ν. Βουλέλης, Εκδόσεις Scripta


Περιοδικο ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Βιβλιοπαρουσιαση

Βασιλική Γεωργιάδου
Εδώ:

http://www.media.uoa.gr/sas/issues/15_issue/gewrgiadou.html


Απόσπασμα:
Ο γαλλο-ιταλός ιστορικός Pierre Milza καταγράφει στο βιβλίο του αυτό διεξοδικά τα ιδεολογικά και πολιτικά ρεύματα, τις ομάδες και τις οργανώσεις της άκρας Δεξιάς, καθώς και τις ηγετικές φυσιογνωμίες που επηρέασαν την πορεία του συγκεκριμένου χώρου στη μεταπολεμική Ευρώπη, από τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου έως σχεδόν τις μέρες μας. Ταυτοχρόνως, αναζητεί με επιμονή τις ιδεολογικο-πολιτικές συνιστώσες της μεταπολεμικής ακροδεξιάς, καθώς τον απασχολούν ιδιαιτέρως οι σχέσεις εκλεκτικής συγγένειάς της με τον φασισμό και τον ναζισμό.
Ο Milza δεν ασπάζεται την ‘εύκολη' θέση περί συνέχειας φασισμού/ναζισμού και άκρας Δεξιάς, μια θέση που --ιδίως σε επίπεδο δημοσιότητας-- έχει γίνει πολύ δημοφιλής τα τελευταία χρόνια. Παρότι (πάντοτε) ‘είναι μεγάλος ο πειρασμός να συγκρίνουμε το παρόν με το παρελθόν', ωστόσο, δεν πρέπει να παραβλέπουμε την προσαρμοστική ικανότητα (των καταλοίπων) του παρελθόντος στα δεδομένα και τις απαιτήσεις του παρόντος, διατείνεται ο συγγραφέας.
Κεντρική του θέση όσον αφορά την ιδεολογική καταγωγή της μεταπολεμικής άκρας Δεξιάς αποτελεί η άποψη, ότι παρότι μετά τον πόλεμο η ακροδεξιά στην Ευρώπη ‘δεν αναπαράγει το μουσολινικό και χιτλερικό πρότυπο της δεκαετίας του 1930', ωστόσο τούτο δεν σημαίνει ότι ‘δεν έχει καμία σχέση με τις διάφορες συνιστώσες του γαλαξία της εξτρεμιστικής Δεξιάς'. Η δεξαμενή από την οποία η άκρα Δεξιά αντλεί την ιδεολογία της μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είναι η ίδια από την οποία άντλησαν τη δική τους ιδεολογία όλα τα ρεύματα της εξτρεμιστικής Δεξιάς από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά. Πρόκειται, σύμφωνα με τον Milza , για τις ‘πολιτικές κουλτούρες' της αντεπανάστασης (Γαλλία) και της συντηρητικής επανάστασης (Γερμανία), του δημοψηφισματικού/ βοναπαρτικού εθνικισμού και του φασισμού. Αυτές αποκαθιστούν το λεπτό νήμα που διατρέχει όλα τα ρεύματα και τις παραλλαγές της άκρας Δεξιάς, παλιάς και νέας, κυρίως όσον αφορά τις αντιλήψεις τους περί ισότητας, δημοκρατίας και συγκρότησης της κοινωνίας.
Με άλλα λόγια, σύμφωνα με τον Milza , η προπολεμική εξτρεμιστική Δεξιά και οι μεταπολεμικές παραλλαγές της βγαίνουν από την ίδια ιδεολογικο-πολιτική μήτρα, η οποία υποστηρίζει τη φυσική ανισότητα ανθρώπων και ομάδων, αποκηρύσσει την αντιπροσωπευτική-κοινοβουλευτική δημοκρατία και πρεσβεύει την οργανική ομοιομορφία της κοινωνικής ολότητας. Η μεταπολεμική άκρα Δεξιά, ωστόσο, συν τω χρόνω, ‘απαλύνει τις αιχμηρές πλευρές του δόγματός της', ισχυρίζεται ο συγγραφέας. Έτσι, προσαρμόζεται στα πολιτικο-ιδεολογικά δεδομένα της μεταπολεμικής εποχής που ορίζονται πλέον από τις αρχές και τις πρακτικές

22 Ekim 2014 Çarşamba

Πέτρος Θεοδωρίδης, Για την «πολυπολιτισμικότητα», τον Ξένο και την εποχή μας αναδημοσιευση απο το ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΤΟΜΟ

 

 

ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΤΟΜΟ

Πέτρος Θεοδωρίδης, Για την «πολυπολιτισμικότητα», τον Ξένο και την εποχή μας

Posted on
CAB7D0993457749D17387005A54E3AC0
Η “πολυπολιτισμικότητα” ως επιστημονική έννοια διακρίνεται σαφώς από την “πολυπολιτισμικότητα” ως ιδεολογία. Την πρώτη την καθιέρωσε ο μεγάλος κοινωνικός ανθρωπολόγος C. Levi Strauss σε μια μελέτη που πρώτο κυκλοφόρησε το 1952 από την Unesco (σε μια σειρά μελέτες αφιερωμένες στο πρόβλημα του ρατσισμού). Η δεύτερη καθιερώθηκε τη δεκαετία του 1990 ως το κομβικό σημείο αιχμής του -τότε κυρίαρχου ιδεολογικού σχήματος- η οποία παράλληλα εμφανιζόταν ως το τέλος των ιδεολογιών κατά το περίφημο άρθρο του Φουκουγιάμα.
Η υπεράσπιση της πολυπολιτισμικότητας από τον C. Levi Strauss αποτελούσε και συστηματική κριτική στις θεωρίες του Γκομπινώ που θεωρείται και πατέρας της ρατσιστικής ιδεολογίας. Το 1853 ο Κόμης ντε Γκομπινώ[1] είχε δημοσιεύσει το “Δοκίμιο για την ανισότητα των ανθρώπινων φυλών“. Για τον Γκομπινώ ο θεμελιώδης παράγων προόδου η παρακμής μιας κοινωνίας είναι ο φυλετικός. Η πτώση των πολιτισμών οφείλεται στην παρακμή της φυλής και αυτή με τη σειρά της στην επιμειξία με τις άλλες φυλές. Αντίθετα από την φυλετική θεωρία του Γκομπινώ, σύμφωνα με τον C. Levi Strauss. η ανθρωπότητα εξελίσσεται με αφάνταστα μεγάλη ποικιλία κοινωνικών και πολιτιστικών μορφών. Είναι δυνατόν δυο πολιτισμοί που αναπτύχθηκαν από ανθρώπους της αυτής φυλής να διαφέρουν τόσο μεταξύ τους όσο διαφέρουν και δυο άλλοι που ανήκουν σε διαφορετικές φυλές. Η διαφορά των πολιτισμών είναι, αποτέλεσμα των αμοιβαίων, άμεσων ή έμμεσων σχέσεων των κοινωνιών. Κατά τον Λέβι Στρως «όταν κλείνουμε έξω από την ανθρωπότητα αυτούς που μας φαίνονται οι πιο “βάρβαροι”, πιο “άγριοι” μέσα σε αυτήν το μόνο που κατορθώνουμε είναι να μιμούμαστε ένα χαρακτηριστικό τρόπο συμπεριφοράς αυτών των άγριων: βάρβαρος πρώτα απ όλα είναι αυτός που πιστεύει στην βαρβαρότητα».
Ο Levi Strauss αποποιείται «την εξίσωση ιστορίας και ανθρωπότητας»[2] «η πρόοδος -κατ’ αυτόν- δεν είναι ούτε απαραίτητη ούτε συνεχής, προχωρεί με μικρά πηδήματα ή άλματα ή όπως λένε οι βιολόγοι με μεταλλάξεις». Αυτά τα πηδήματα και τα άλματα δεν σημαίνουν ότι προχωρούμε πάντα προς την ιδία κατεύθυνση. «Υπάρχουν άλλες κατευθύνσεις σαν τα άλογα του σκακιού που έχουν πολλούς δυνατούς δρόμος αλλά ποτέ δεν προχωρούν προς την ίδια κατεύθυνση». Ο χαρακτηρισμός ως στάσιμου ενός πολιτισμού είναι συνήθως απόρροια της οπτικής του εθνοκεντρισμού: «έτσι θα θεωρούσαμε ως προοδευτική κάθε κοινωνία που εξελίσσεται προς μια κατεύθυνση ανάλογη με τη δική μας, ενώ άλλες κοινωνίες θα μας φαίνονταν στάσιμες γιατί η κατεύθυνση της εξέλιξης τους, δεν έχει νόημα για μας». Ο Levi Strauss θεώρησε, εντέλει, ότι «κανένα μέρος της ανθρωπότητας δε διαθέτει κανόνες που ισχύουν για το σύνολό της και ότι μια ανθρωπότητα που ζει με έναν και μοναδικό τρόπο ζωής είναι αδιανόητη γιατί θα ήταν μια απολιθωμένη ανθρωπότητα»[3].
b79219
Αντίθετα από την πολυπολιτισμική θεωρία του Levi Strauss, η “πολυπολιτισμικότητα” υπήρξε ένα ιδεολόγημα της δεκαετίας του ’90. Δεν αφορούσε πολιτισμούς αλλά φολκλόρ, δεν αφορούσε κοινωνίες ή φυλές αλλά άτομα. Κατά την δεκαετία του 1990 είχαμε και την κορύφωση αυτού που ο Ζυλ Λιποβέτσκι αλλά και άλλοι ονόμασαν «δεύτερη ατομιστική επανάσταση» όπου «ο πειθαρχικός και μαχητικός, ηρωικός και ηθικολογικός ατομικισμός είχε αντικατασταθεί από έναν ατομικισμό ala carte, ηδονιστικό και ψυχολογικό[…] Πανωλεθρία των μεγάλων προσταγμάτων της κοινωνίας, διάβρωση των κοινωνικών ταυτοτήτων και των καταναγκαστικών νορμών, λατρεία της ελεύθερης διάθεσης του εαυτού, στην οικογένεια, την θρησκεία, την σεξουαλικότητα, τον αθλητισμό, η δεύτερη ατομικιστική επανάσταση ήταν αυτή που συγκεκριμενοποίησε, στην καθημερινή ζωή το φιλελεύθερο ιδεώδες της αυτοκυβέρνησης του εαυτού»[4]. Έτσι η “πολυπολιτισμικότητα” της δεκαετίας του 1990 πήρε τη μορφή, κυρίως, μιας ατομικιστικής–φιλελεύθερης “πολυπολιτισμικότητας” και η αποτυχία της -αν υπάρχει σήμερα αποτυχία- είναι και αποτυχία του (νεο)φιλελευθερισμού και των ατομικιστικών του ιδεολογημάτων και όχι της θεωρίας της πολυπολιτισμικότητας, όπως την εννόησε και θεμελίωσε ο Levi Strauss.
Στο άρθρο που ακλουθεί, θα προσπαθήσω να δείξω την πορεία της σχέσης με τον Άλλο, το Ξένο που δεν υπήρξε διαχρονικά ενιαία, αλλά μετασχηματίζεται καθώς διαπέρνα τρεις τύπους κοινωνιών: την Παραδοσιακή, τη Νεωτερική και την Υστερονεωτερικη κοινωνία[5], αυτή δηλαδή που βιώνουμε σήμερα.
Ο Ξένος στην Παραδοσιακή κοινωνία: Η «σωστή» απόσταση
Ο κανόνας στις παραδοσιακές κοινωνίες ήταν η εμφανής, ιεραρχημένη, συστηματική, και νομικά επιβεβλημένη κοινωνική ανισότητα. Επιπλέον στην παραδοσιακή κοινωνία (στο μεγαλύτερο κομμάτι της ιστορίας της και κυρίως στην Μεσαιωνική Ευρωπαϊκή της ιστορία), οι θρησκευτικές διαφοροποιήσεις επικάλυπταν όλες τις άλλες. Για τον προνεωτερικό άνθρωπο, η αλήθεια και η πραγματικότητα, αποτελούσαν το προϊόν της πρόθεσης του Θεού. Η δοθείσα, προφανής, αναλλοίωτη φύση της θέσης του ανθρώπου, στην αλυσίδα της ύπαρξης[6], υπέβαλλε και την κατανόηση του κόσμου ως εκπλήρωση μιας θεϊκής πρόθεσης[7].
Στην παραδοσιακή νοοτροπία, η ανισότητα υποτίθεται ότι εξέφραζε “φυσικές” διαφορές: η παραδοσιακή ταυτότητα, βρισκόταν σε ασφαλή απόσταση από τον «άλλο», η ιεραρχημένη, συστηματική, νομικά επιβεβλημένη ανισότητα, έκανε τον άλλο να εμφανίζεται ως εντελώς διαφορετικός και γι αυτό ανεκτός[8]. Η ίδια η λειτουργικότητα για παράδειγμα του δικαιώματος στη φιλοξενία, στηριζόταν σε αυτή την θεμελιακή ανισότητα. Αν ο ξένος, είναι από τη φύση του διαφορετικός από μας, δεν διεκδικεί την ισότητα και δεν αποτελεί απειλή: μπορεί να φιλοξενηθεί. Έτσι στην περίφημη του παρέκβαση για τον Ξένο ο Ζίμμελ θεωρούσε ότι η κύρια ιδιότητα του ξένου -στις προνωτερικές κοινωνίες- σημαίνει ότι «ο μακρινός βρίσκεται κοντά». «Ο ξένος παρουσιάζεται μέσα σε ολόκληρη τη (προνεωτερική) ιστορία της οικονομίας -συνεχίζει ο Ζίμμελ- ως έμπορος που πρέπει απαραίτητα να είναι “ξένος” μιας και κανένας άλλος δεν έχει την ευκαιρία να ζήσει από αυτή την δραστηριότητα […] Ο ξένος από τη φύση του δεν κατέχει έδαφος ούτε με την κυριολεκτική σημασία αλλά ούτε και με τη μεταφορική ενός περιεχομένου ζωής, το οποίο είναι εδραιωμένο, αν όχι στο χώρο πάντως σε μια ιδεατή θέση του κοινωνικού περίγυρου. Ακόμη κι αν, στις πιο οικείες διαπροσωπικές σχέσεις ο ξένος μπορεί να ξεδιπλώσει τη γοητεία και τη σημασία του όσο θεωρείτο ξένος παραμένει στη συνείδηση του αλλού ως “ακτήμονας”. Η εξάρτησή του από το διαμεσολαβητικό εμπόριο, αλλά συχνά και από τη μετουσιωμένη μορφή του, τις καθαρά χρηματοοικονομικές συναλλαγές, προσδίδει στον ξένο το ιδιαίτερο γνώρισμα της κινητικότητας. Καθώς αυτή εκδηλώνεται μέσα σε μια οροθετημένη ομάδα, εμπεριέχει τη σύνθεση της εγγύτητας και της απόστασης, η οποία και διαμορφώνει την τυπική θέση του ξένου μέσα στην ομάδα»[9].
  1. Νεωτερική κοινωνία και ξένος: η εξόντωση
Στη νεωτερική εποχή δεν παύουν να υπάρχουν κοινωνικές ανισότητες, αντίθετα αυτές γενικεύονται και βαθαίνουν. Όμως οι ανισότητες αυτές προβάλλουν σε ένα εξισωτικό ιδεολογικό τοπίο καθώς συνυπάρχουν με μια γενικευμένη προσδοκία ισότητας. «Η νεωτερική επανάσταση της ισότητας έθεσε τέλος στο σύστημα της περιχαράκωσης των ανθρώπων στις διάφορές τους και εγκαινίασε την αμοιβαία δεκτικότητα, της μιας ταυτότητας στην άλλη»[10]. Στη νεωτερικότητα, ο άλλος έγινε (σταδιακά), αντιληπτός ως κάτι όμοιο, ως υποκείμενο ίσο με κάθε άλλο υποκείμενο και προικισμένο με τα ίδια δικαιώματα με αυτό. Η θεμελιώδης αρχή, ήταν η ισότητα των συνθηκών: το υποκείμενο είναι αυτό που είναι και έχει τα δικαιώματα που του αναγνωρίζονται, όχι λόγω της συμμετοχής του σε μια ομάδα, αλλά λόγω της καθεαυτής ατομικότητάς του. Μόνιμο χαρακτηριστικό σχέδιο της νεωτερικότητας ήταν (και σε μεγάλο βαθμό είναι ακόμα) η εγκαθίδρυση μιας συνέχειας στο κοινωνικό πεδίο, στην οποία, κανένα άτομο δεν αποκλειόταν λόγω της φύσης του ή της συμμετοχής του σε μια ομάδα. Αντίθετα, το αμετάβλητο των παραδοσιακών κοινωνιών, συνίστατο στο γεγονός ότι η θέση του καθενός, προσδιοριζόταν αμετάκλητα από τη συμμετοχή του σε κάποια ομάδα[11].
Σαν συνέπεια, η κεντρική ιδέα του μηχανισμού, στον οποίο στηρίχθηκε ο νεωτερικός ανθρωπισμός για την αντιμετώπιση του άλλου, δεν ήταν η ανεκτική αποδοχή της φυσικής του διαφορετικότητας, αλλά αντίθετα η οριοθέτηση, η περιχαράκωση, ο περιορισμός ή η εξολόθρευση της ετερότητας. «Ο τυπικός σύγχρονος ξένος» -γράφει ο Ζygmunt Bauman- υπήρξε το απόρριμμα του ταξινομητικού ζήλου του (νεωτερικού) κράτους. «Οι νεωτερικοί ξένοι δεν ταίριαζαν στο όραμα της τάξης […]. Η οικοδόμηση μιας τέτοιας τάξης σήμαινε συντριπτικό πόλεμο κατά των ξένων και του ξένου στοιχείο»[12]. «Σε αυτόν τον πόλεμο -συνεχίζει ο Bauman- εφαρμόσθηκαν, κατά περιόδους δυο εναλλακτικές αλλά και συμπληρωματικές μεταξύ τους στρατηγικές: η μια ήταν ανθρωποφαγική: […]στρατηγική της αφομοίωσης, που είχε στόχο να εξομοιώσει το διαφορετικό[…]. Η άλλη στρατηγική ήταν ανθρωποεμετική: το σχέδιό της ήταν να “ξεράσει” τους ξένους, να τους εκτοπίσει πέρα από τα όρια του τακτοποιημένου κόσμου[…], να περιορίσει τους ξένους μέσα στα ορατά τείχη των γκέτο ή να τους απαγορεύσει τη συμβίωση, την επιγαμία και τις εμπορικές συναλλαγές[...]. Κι αν, κανένα από τα δυο μέτρα δεν μπορούσε να εφαρμοσθεί, τότε ακολουθούσε η φυσική εξόντωση των ξένων»[13].
Η εξόντωση των ιθαγενών
Τη νεωτερική στάση εξόντωσης του Ξένου μπορούμε να τη διακρίνουμε σε τρεις χαρακτηριστικές περιπτώσεις: στη συστηματική εξόντωση των Ινδιάνων της Αμερικής, στη δημιουργία της φυλετικής θεωρίας και του ρατσισμού ως αποτέλεσμα της μαύρης δουλείας και στη μετατροπή του θρησκευτικού αντισημιτισμού στο νεωτερικό βιολογικό αντισημιτισμό που κατέληξε στο Ολοκαύτωμα.
Η εξόντωση του ξένου, ξεκινά μαζί με τα πρώτα βήματα της Νεωτερικότητας, την συμβολική αρχή της, την κατάληψη της Αμερικής από τους Ισπανούς και συνοδεύεται από την συστηματική, επίμονη σφαγή. Σύμφωνα με κάποιους υπολογισμούς, γύρω στα 30 έως 50 εκατομμύρια ιθαγενείς «προνεωτερικών» χωρών (δηλαδή περίπου το 80% του πληθυσμού τους), εξολοθρεύτηκαν, στο διάστημα μεταξύ των πρώτων αφίξεων και εποικισμών από Ευρωπαίους στρατιώτες και εμπόρους και των αρχών του 20ου αιώνα. Ο Κάρολος Δαρβίνος συνόψισε ως εξής το έπος της καθοδηγούμενης από την Ευρώπη διαδικασίας “εκπολιτισμού των αγρίων”: «Όπου πατάει πόδι Ευρωπαίος, ο θάνατος καταδιώκει τον ιθαγενή»[14]. Η εξόντωση ξεκινά με τα πρώτα βήματα της Νεωτερικότητας, τη συμβολική αρχή της, την κατάληψη της Αμερικής από τους Ισπανούς. Και φυσικά συνοδεύεται από τη συστηματική, επίμονη σφαγή, όπως φαίνεται στην έκθεση (γράφτηκε γύρω στα 1546) του Βαρθολομαίου ντε λας Κάζας που απευθύνεται στον «Δον Φίλιππο τον πρίγκιπα της Ισπανίας». «Κανείς δε θα μπορούσε να διηγηθεί τις σκληρότητες που έγιναν» γράφει ο Βαρθολομαίο ντε λας Κάζας «Σ’ αυτά τα σαράντα χρόνια περισσότερα από δώδεκα εκατομμύρια ψυχές, άνδρες γυναίκες και παιδιά, πέθαναν άδικα από την τυραννία και τη μοχθηρία των χριστιανών[...]. Οι άθλιοι Ισπανοί αναζητούσαν τους Ινδιάνους, άντρες ή γυναίκες, και τους απειλούσαν με τα άγρια σκυλιά τους. Μια άρρωστη Ινδιάνα, βλέποντας ότι δεν θα μπορούσε να ξεφύγει από τα σκυλιά και ότι θα κατακομματιαζόταν, όπως οι άλλοι, πήρε ένα σκοινί, έδεσε στο πόδι της, το μωρό της που ήταν ενός χρόνου και κρεμάστηκε σε ένα δοκό. Δεν τα κατάφερε πολύ γρήγορα και ήρθαν τα σκυλιά και κατασπάραξαν το μωρό της»[15]. Πολύ αργότερα ένας “λαμπρός” Πρόεδρος των ΗΠΑ, ο Θεόδωρος Ρούζβελτ, παρουσίασε την εξολόθρευση των Ινδιάνων της Αμερικής, ως «ανιδιοτελή πράξη» στην υπηρεσία του πολιτισμού, γιατί «οι πρωτοπόροι και οι έποικοι κατά βάθος είχαν το δίκιο με το μέρος τους: η μεγάλη αυτή ήπειρος δεν θα μπορούσε να παραμείνει ένα απλό καταφύγιο θηραμάτων για βρώμικους άγριους»[16].
Ο ρατσισμός και η μαύρη δουλεία
Η «βιολογικά» θεμελιωμένη κατώτερη θέση του μαύρου στην ιεραρχία των φυλών υπήρξε και αυτή προϊόν της νεωτερικότητας. Πού οφειλόταν αυτός ο βίαιος υποβιβασμός της θέσης των Νέγρων; Ο (μαρξιστής κοινωνιολόγος) Άλεξ Καλλίνικος[17] δε δέχεται ότι η χρησιμοποίηση των Αφρικανών σκλάβων στηρίχθηκε στον ήδη προϋπάρχοντα ρατσισμό. Αντίθετα, όπως γράφει «ο ρατσισμός υπήρξε συνέπεια της δουλείας» και αναπτύχθηκε στο έδαφος που δημιούργησε η συστηματική δουλεία στο Νέο Κόσμο. Η ιδέα ότι οι Αφρικανοί ήταν βιολογικά κατώτεροι από τους λευκούς, δικαιολογούσε τη στέρηση από τα δικαιώματα και την μετατροπή τους σε δούλους[18].
Γιατί ήταν αναγκαίος ο ρατσισμός για να δικαιολογηθεί η δουλεία; Η φύση της εκμετάλλευσης, στις προνεωτερικές κοινωνίες -γράφει ο Καλλίνικος- είχε την αντανάκλασή της στην ιεραρχική οργάνωση και τη διαίρεση του πληθυσμού σε νομικά άνισες ομάδες. Σε τόσο ιεραρχημένες κοινωνίες, η δουλεία ήταν απλώς πλευρά των άνισων κοινωνικών καταστάσεων. «Δεν ισχύει το ίδιο στην καπιταλιστική κοινωνία[…] Οι εργάτες είναι απόλυτα ελεύθεροι να μην πουλήσουν την εργατική τους δύναμη»[19]. Έτσι, «η στήριξη του καπιταλισμού στην εργασία των δούλων εμφανιζόταν σαν μια ανωμαλία που απαιτούσε ιδεολογική στήριξη[...] Ήταν σε αυτό το πλαίσιο, που άρχιζε να κερδίζει έδαφος η ιδέα ότι, οι μαύροι ήταν κατώτεροι άνθρωποι, και γι’ αυτό δεν άξιζαν τα αντίστοιχα δικαιώματα, που ολοένα και περισσότερο αναγνωρίζονταν στα ανθρώπινα όντα»[20].
Βέβαια, η ιδεολογική εκλογίκευση-φυσικοποίηση της κατωτερότητας των μαύρων, βρίσκει την επεξεργασία της σε μεγάλο βαθμό και μέσα από τις ψευδοβιολογικές θεωρίες, που κατακλύζουν την Ευρώπη και Αμερική σε όλη σχεδόν τη διάρκεια του 19ου αιώνα και ένα μεγάλο μέρος του 20ου. Σύμφωνα με αυτόν υπάρχει μια υποτιθέμενη ιεραρχία φυλών, ράτσες που “συμπτωματικά” αντιστοιχούσαν στον τότε παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας.
Ο νεωτερικός αντισημιτισμός
Στην αντικατάσταση των θρησκευτικών επικαλύψεων των ταυτοτήτων και της ετερότητας από τις νεωτερικές, μπορούμε να αποδώσουμε και τον νεωτερικό αντισημιτισμό που δεν ταυτίζεται με τον παραδοσιακό χριστιανικό αντισημιτισμό. Οι Εβραίοι διώκονται βέβαια στην μεσαιωνική Ευρώπη όχι όμως για κάποιες εγγενείς φυλετικές τους ιδιότητες αλλά ως προαιώνιοι εχθροί των Χριστιανών. Είναι βέβαια, πολύ διαδεδομένη η άποψη ότι «ο αντισημιτισμός είναι μια προαιώνια προκατάληψη» και συνεπώς «οι διωγμοί δεν χρειάζονται ιδιαίτερη εξήγηση τη στιγμή που είναι η φυσική συνέπεια ενός προαιώνιου προβλήματος»[21].
Όμως οι εντάσεις που καθόριζαν τη θέση των Εβραίων στη φεουδαρχική Ευρώπη, ήταν στην πραγματικότητα πολύ στενά συνδεδεμένες με την συγκεκριμένη τους οικονομική δραστηριότητα. «Αν και στη μεσαιωνική Ευρώπη οι Εβραίοι ήταν σε ιδιαίτερη ευάλωτη θέση εξαιτίας της θέσης τους ως θρησκευτική μειονότητα, αυτό δεν τους απέκλειε ολοκληρωτικά από την ενσωμάτωση στις κυρίαρχες κοινωνικές συνθήκες. Σε μια κοινωνία χωρισμένη σε φεουδαρχικές τάξεις, οι Εβραίοι ήταν απλά μια απ’ όλες»[22].
Ο σύγχρονος αντισημιτισμός αναπτύχθηκε, κυρίως, κατά τον 19ο αιώνα, στο φόντο της κατάρρευσης της ιεραρχικής δομής των φεουδαρχικών τάξεων, και η αντιμετώπιση των Εβραίων δεν ήταν πλέον η δίωξη μιας θρησκευτικής μειονότητας, αλλά η συστηματική καταπίεση μιας, υποτίθεται επικίνδυνης βιολογικά φυλής. Η εμφάνιση του φυλετικού αντισημιτισμού έκανε δυνατή την φρικτή ιδέα της Ναζιστικής «τελικής λύσης». Τη διαφορά του φυλετικού από τον θρησκευτικό αντισημιτισμό την αποδίδει με μεγάλη σαφήνεια η Hannah Arrendt. «Οι Εβραίοι μπορούσαν να γλιτώσουν από τις διακρίσεις με το θρησκευτικό κριτήριο του Ιουδαϊσμού, αν άλλαζαν πίστη. Από την εξόντωση, με το φυλετικό κριτήριο του εβραϊσμού, δεν υπήρχε καμία διαφυγή»[23].
Για την «πολυπολιτισμικότητα», τον Ξένο και την εποχή μας
Μετανεωτερική πολυπολιτισμικότητα: ο «καλός» ξένος
Η σύγχρονη μετανεωτερικότητα συνδέεται και με μια σειρά από κοσμοϊστορικές αλλαγές συνέβησαν στη δεκαετία του 1990 και που σφραγίσθηκε από αυτό που κάποιοι αποκάλεσαν «παγκόσμια κοσμική θρησκεία» με ιερό κείμενο την Οικουμενική Σιακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Τα ανθρώπινα δικαιώματα έγιναν το κύριο άρθρο πίστης μιας κοσμικής κουλτούρας, η lingua franca της παγκόσμιας ηθικής σκέψης[24].
Αρχικά, η δεκαετία του 1990, φαινόταν να είναι η δεκαετία της πολυπολιτισμικής αρμονικής συμφωνίας εθνών κάτω από την μπαγκέτα ενός μεγάλου μαέστρου -του παγκοσμιοποιημένου κεφαλαίου- που, ως ”γενικό ισοδύναμο” εξισώνει τις διαφορές μέσα και από την αποδοχή της κυριαρχίας του. Η παγκοσμιοποιημένη εκδοχή της πολυπολιτισμικότητας αναδείκνυε ως κυριότερη ηθική αρετή την ανεκτικότητα η οποία εύκολα γλίστρησε στην αδιαφορία. Όλοι είναι ίσοι! Καμία ηθική στάση δεν είναι καλύτερη από την άλλη! Και έτσι, υπηρετώντας τάχα την ανοχή μπαίνουμε σε απαγορεύσεις που επιβάλλονταν στο όνομα της συμπόνιας, σε μια κατάσταση παράφορης μισαλλοδοξίας. Το μυθιστόρημα του Φίλιπ Ροθ «Το Ανθρώπινο στίγμα»[25] μας δίνει ένα παράδειγμα: ο κοσμήτορας Σίλκ χάνει τη θέση του και η ζωή του καταστρέφεται όταν χαρακτηρίζει δυο διαρκώς απόντες φοιτητές με μια λέξη που ενείχε και μια δευτερεύουσα σημασία ως προσβλητικός όρος που χρησιμοποιείται ενίοτε γα τους μαύρους. Οι φοιτητές που χαρακτηρίσθηκαν έτσι και ήταν πράγματι ασυνεπείς και άφαντοι έτυχε να είναι και έγχρωμοι.
Αν κάτι χαρακτήριζε την ιδεολογία και ηθική του Δικαίου, κατά τη δεκαετία του 1990, ήταν η αντίφαση ανάμεσα στη θεωρία της κυριαρχίας του κράτους και στην ιδέα τωνανθρωπίνων δικαιωμάτων ως φυσικών και αναπαλλοτρίωτων που αναβίωσαν την ιδεολογία του φυσικού δικαίου του 18ου αιώνα. Αυτό συνδυαζόταν με μια ιδεολογική θεώρηση της Δημοκρατίας ως απόλαυσης δικαιωμάτων[26]. Αυτή η καταναλωτική δημοκρατία συνοδεύτηκε και από έναν πολλαπλασιασμό δικαιούχων υποκείμενων και από μια διάσπαση της ιδιότητας του πολίτη. Ως πολίτης πια, έπαυε να θεωρείται μόνο ο άνδρας, αρχηγός οικογενείας-συμμέτοχος μιας εθνικής, ανεξάρτητης, συλλογικότητας. Τα δικαιώματα πολλαπλασιάζονταν επ’ άπειρον ως δικαιώματα του (των) ανθρώπου(ων) στον πληθυντικό. Όμως μια τέτοια επ’ άπειρον επέκταση, τόσο του αριθμού των δικαιωμάτων όσο και των υποκειμένων αυτών των δικαιωμάτων δε θα μπορούσε να αντέξει σε καιρό κρίσης. Όπως έγραφε (σχεδόν προφητικά) ήδη από το 1991 ο Π. Κονδύλης «τα ανθρώπινα δικαιώματα θα μπορούσαν να γίνουν υπόθεση εκρηκτική, αν π.χ. κάτω από δύσκολες οικολογικές συνθήκες εμπεριείχαν και το δικαίωμα για αέρα και νερό»[27]. Καθώς η σύγχρονη ρευστή νεωτερικότητα εγκαλεί, με ένα πλήθος λόγων, δυνητικά άπειρων, το έθνος-κράτος παύει να γίνεται η πηγή και το όριο των δικαιωμάτων: τα δικαιώματα τα απολαμβάνουν θεωρητικά όλοι/ες, είτε εντός είτε εκτός, είτε πάρα το έθνος-κράτος Έτσι, ενώ την ιδεολογική εκλογίκευση της πηγής των δικαιωμάτων, κατά τον Μεσαίωνα και κατά τον 18ο αιώνα ανελάμβανε το θεωρητικό οικοδόμημα του Φυσικού Δίκαιου, στη νέα αντίληψη των ανθρώπινων δικαιωμάτων η επέκταση επ’ άπειρον σε πλάτος (όλη η ανθρωπότητα), ή σε βάθος (πολυπολιτισμικότητα) δημιουργούσε ένα νέο πρόβλημα: ποιος θα ήταν ο κοινός παρονομαστής που θα διένεμε στην πολλαπλότητα υποκειμένων τα «ανθρώπινα δικαιώματα»[28]; Η απάντηση δόθηκε από την ιδιότητά τους ως καταναλωτές.
 Σύμφωνα με τον Φράνσις Φουκουγιάμα «αυτό που αφήνει να εννοηθεί το αίτημα για ισότητα στην αναγνώριση είναι ότι αν αφαιρέσουμε από ένα πρόσωπο όλα τα ενδεχομενικά και τυχαία χαρακτηριστικά του, παραμένει κάποια ουσιώδης ανθρώπινη ιδιότητα από κάτω που αξίζει κάποιον ελάχιστο σεβασμό –ας την αποκαλέσουμε Παράγοντα Χ[….] Στο πολιτικό πεδίο έχουμε την υποχρέωση να σεβόμαστε όλους τους ανθρώπους εξίσου, επειδή έχουν στην κατοχή τους τον Παράγοντα Χ»[29].
Ποιος είναι αυτό ο απροσδιόριστος παράγοντας Χ.; Ο Zizek μας δίνει την απάντηση με ένα απροσδόκητο παράδειγμα: το σοκολατένιο αυγό Κίντερ-έκπληξη. Όταν ξετυλίγεις το σοκολατένιο κέλυφος, βρίσκεις στο εσωτερικό του ένα μικρό πλαστικό παιχνίδι. Το παιδί συχνά το ξετυλίγει νευρικά και απλώς σπάει τη σοκολάτα, χωρίς να μπαίνει στον κόπο να τη φάει, ενδιαφερόμενος μόνο για το παιχνίδι στο εσωτερικό του. Έτσι «το αυγό της Κίντερ μας παρέχει τη φόρμουλα για κάθε προϊόν που υπόσχεται “περισσότερα”. Γιατί το εμπόρευμα είναι ένα συγκεκριμένο αντικείμενο που ικανοποιεί μια συγκεκριμένη ανάγκη, αλλά ταυτόχρονα υπόσχεται και “κάτι περισσότερο” μια απύθμενη απόλαυση που ο αληθινός της τόπος είναι η φαντασίωση»[30].
Τι άλλο μπορεί να είναι αυτός ο απροσδιόριστος Παράγοντας Χ του Φουκουγιάμα, αυτό το γενικό ισοδύναμο που εξισώνει τις διαφορές, παρά η κρυμμένη, μυστική ουσία του εμπορεύματος, δηλαδή αυτή που παράγει πλεόνασμα, υπεραξία;
Η ανοχή, στη δεκαετία του 1990, επιδεικνυόταν σε ό,τι εθεωρείτο “πολιτισμικό”, δηλαδή γραφικό και ακίνδυνο. Το ιδεολογικό οικοδόμημα της πολυπολιτισμικότητας θα μπορούσε να σταθεί μόνο με την αφαίρεση της υπαρκτής, ριζικής Διαφοράς (δηλαδή της Αντίθεσης). Όπως λέει ο S Zizek, «στη σημερινή αγορά(…) βρίσκουμε ένα σωρό προϊόντα από τα οποία έχουν αφαιρεθεί οι βλαβερές τους συνέπειες: καφέ χωρίς καφεΐνη, μπίρα χωρίς αλκοόλ[….], εικονικό σεξ ως σεξ χωρίς σεξ, για πόλεμο χωρίς απώλειες (από την πλευρά μας φυσικά)[…] μέχρι και για τον σημερινό ανεκτικό φιλελεύθερο πολυπολιτισμό ως μια εμπειρία του Άλλου στερημένου από την Ετερότητά του (του εξιδανικευμένου Άλλου) που χορεύει συναρπαστικούς χορούς[31].
Όμως οι “άλλοι” πολιτισμοί δεν αποτελούν απλά φολκλόρ, αποτελούν συχνά συμπυκνωμένες πολιτικές πρακτικές, παράγονται από και παράγουν πολιτική. Και όπως παρατηρεί ο Alain Badiou, «οι δηλωμένοι απόστολοι της ηθικής και του “δικαιώματος στη διαφορά” είναι εμφανώς τρομαγμένοι από τις κάπως εντονότερες διαφορές[..] Για να πούμε την αλήθεια αυτός ο περιβόητος ”άλλος” δεν είναι εμφανίσιμος παρά μόνο εάν είναι ένας “καλός άλλος”, που σημαίνει τι, αν όχι ότι είναι ο ίδιος με εμάς»[32].
Μετά το 2001, το ιδεολογικό τσιμέντο της πολυπολιτισμικότητας έχασε τη συγκολλητική του ισχύ (με τον ίδιο εκκωφαντικό κρότο που κατέρρευσαν οι Δίδυμοι Πύργοι). Οι ταυτότητες ξεκόλλησαν και η αίσθηση της οικειότητας αντικαταστάθηκε από ένα σχεδόν καθολικό αίσθημα ξενότητας. Οι άνθρωποι έχουν αρχίσει να βιώνουν αυτό που μπορεί να θεωρήσουμε ως μια ζωή χωρίς ξεκάθαρα σύνορα. Η διαφορά είναι, κατά κάποιο τρόπο διάσπαρτη, ώστε την αντιμετωπίζουμε παντού, καθημερινά. Στη σημερινή εποχή όλοι είμαστε εν δυνάμει «ξένοι στη κοινωνία των ξένων», ως υπεράριθμοι, πλεονάζον πληθυσμός, όλοι είμαστε νομάδες.
Σήμερα όλοι είμαστε νομάδες. Αυτό που βιώνουμε στην Ευρώπη -γράφει ο φιλόσοφος Waldenfels- είναι μια περίεργη αύξηση και μείωση της ξενότητας, μια αύξηση καθώς το Ξένο μας πλησιάζει όλο κα περισσότερο, μια μείωση, καθώς το Ξένο κινδυνεύει να μειωθεί σε κάτι καθημερινό και να αμβλυνθεί στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης μέχρι το σημείο που δεν θα διακρίνεται. Αλλά μαζί με το Ξένο θα καταργούσαμε και το ίδιο»[33]. Στην εποχή μας, στην καθημερινή ζωή είμαστε συνεχώς εκτεθειμένοι στο σοκ της διαφοράς: η διάκριση του οικείου από το ξένο, το διαφορετικό ή το αλλότριο έχει γίνει περισσότερο εύθραυστη παρά ποτέ. Έτσι σήμερα δε θα ήταν ο συγκεκριμμένος «άλλος», ο «εχθρός», αλλά εν δυνάμει κάθε άλλος, αντικείμενο βίαιων ενεργειών στην βαθμό που είναι ασθενέστερος από τον επιτιθέμενο και θεωρείται κατώτερος και ανυπεράσπιστος
Στην εποχή μας, η κοινωνική κατασκευή της εικόνας του εχθρού αποτελεί ξανά τη συγκολλητική ουσία των ταυτοτήτων και το αλλότριο ανακατασκευάζεται διαρκώς ως ένας τρόπος επανοριοθέτησης του οικείου.
 Κατά την δεκαετία του ’90 ο δυτικός κόσμος θεώρησε ότι η διαφορά μπορούσε να εξημερωθεί. Έτσι δοκίμασε να την αιχμαλωτίσει στο “ζαχαρωμένο κλουβί” της κατανάλωσης, να την οικειοποιηθεί ως κατοικίδιο στην αυλή του. Όμως καθώς η παγκοσμιοποίηση αγκάλιασε και ενσωμάτωσε σχεδόν όλο τον πλανήτη, καθώς δεν απέμεινε πια πολιτισμός που να μην έχει ενσωματωθεί ή έστω αλλοιωθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό από την επίδραση της Δύτης, δεν απέμεινε πλέον (προνεωτερικός) Ξένος, Άλλος, ριζική ετερότητα. Ή μάλλον γίναμε όλοι “ξένοι” στο εσωτερικό του κήτους του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, της ύστερης (μετά)νεωτερικότητας.
Στην ταινία «Οι άλλοι» (The Others) η ηρωίδα (Νικόλ Κίντμαν), μια μητέρα που ζει με τα δυο μικρά παιδιά της σε ένα στοιχειωμένο σπίτι στο Jersey Island ανακαλύπτει στο τέλος ότι όλοι οι οικείοι, κι αυτή η ίδια, είναι οι πραγματικοί ξένοι, φαντάσματα: ένα δυο χρόνια πριν στραγγάλισε πρώτα τα παιδιά της και μετά αυτοπυροβολήθηκε. Οι «εισβολείς» που διαταράσσουν που και που την ησυχία της είναι οι πραγματικοί άνθρωποι, πιθανοί αγοραστές που ενδιαφέρονται για το σπίτι τους[34].
Σήμερα καθώς η ανοχή γίνεται σχεδόν αβάσταχτη στις συνθήκες της ύστερης νεωτερικότητας, της παγκοσμιοποίησης και των μεγάλων κρατικών μορφωμάτων καθώς οι κοινότητες πολλαπλασιάζονται διαρκώς, καθώς εγείρουν διαφορετικές και συχνά αντιφατικές απαιτήσεις πίστης, το άτομο βρίσκεται διαρκώς σε μια κατάσταση αμφιθυμίας. Έτσι συχνά βρίσκει καταφύγιο στην “κατασκευασμένη, ενεργητική, συνειδητή εγκατάλειψη της αμφιβολίας”[35]. Εγκαταλείπει την ανοχή, που σε συνθήκες διαρκούς αβεβαιότητας μοιάζει να μετατρέπεται σε κινούμενη άμμο, και βυθίζεται στη θαλπωρή είτε του εθνικισμού είτε του θρησκευτικού φανατισμού για να ανακουφισθεί κατά κάποιο τρόπο ή ένταση των διλημμάτων που αντιμετωπίζει. Η σύγχρονη αναβίωση εθνικισμών και φονταμενταλισμών μοιάζει να σφραγίζεται από αυτή την εγκατάλειψη[36].
Και η διαφορά -η ριζική διαφορά, η εχθρότητα, το μίσος- επανέρχεται πια, αλλά από μέσα. Όπως και στην ταινία Alien, ο Ξένος, είναι ένα “Πράγμα” μέσα μας, ένα κομμάτι μας αλλά και ριζικά ξένος, η απωθημένη ετερότητα, ο Άλλος που βγαίνει από μέσα μας .
———————————————-
[1] Για τη φυλετική σκέψη του Gobineau, βλ. κυρίως D. Biddiss, Father of Racist Ideology, The social and Political Thought of Count Gobineau, Weybright and Talley, New York 1970, επίσης George L. Mosse, Toward The Final Solution, A History of European Racism, Wisconsin Press, New York 1978 σ. 50-62. Ακόμα Γεωργίου Κυβελου Φυλετικές Θεωρίες, Ελεύθερη σκέψη, Αθήνα 1986, σελ. 9-13.
[2] Βλ. και το κλασσικό πια βιβλίο Claude Levi Strauss, Άγρια Σκέψη, μτφ. Εύα Καλπυρτζή, πρόλ.- επιμ. Άλκη Κυριακίδου Νεστορος, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα (1962) 1977, σ. 362-363.
[3] Τα αποσπάσματα από το C Levi Strauss, Φυλές και ιστορία, μτφ. Γ. Λόγγος Γ’ έκδοση, Μπάιρον xx (σελ: 13, 17, 21, 34-35, 71).
[4] Βλ Ζυλ Λιπβετσκί, Επίμετρο 1993, στο Ζυλ Λιποβετσκί, Η εποχή του κενού, Δοκίμια για τον σύγχρονο ατομικισμό (1983) μτφ. Βασίλης Τομανάς, x.x σ. 185 κε.
[5] Βλ και Πέτρου Θεοδωρίδη , Ταυτότητες και Ξένοι , στο  Πέτρου Θεοδωρίδη, Η  απατηλή υπόσχεση της αγάπης , εκδ ΕΝΕΚΕΝ .Θεσσαλονίκη ,2012. σ 133-155
[6] Για την αντίληψη της αλυσίδας της ύπαρξης που ήταν κυρίαρχη στη μεσαιωνική δύση βλ το περίφημο Α. Lovejoy The Greatchain of being, Cambridge, Harvard University Press(1936)1964.
[7] Ζygmunt Bauman, Η Μετανεωτερικότητα και τα δεινά της, μτφ. Γιώργος Ίκαρος Μπαμπασάκης. Εκδ. Ψυχογιός, Αθήνα (1997) 2002,σ. 230.
[8] Sylvie Mesure/Alain Renaut, Alter Ego Τα παράδοξα της Δημοκρατικής ταυτότητας, μτφ. Φροσύνη Στεφοπούλου, εκδ. Πόλις 2005, σ. 86.
[9] Georg Simmel, Περιπλάνηση στη Νεωτερικότητα, επιμ. Σπ. Γαγγας- Κ. Θ. Καλφόπουλος, μτφ Γιώργος Σαγκριώτης – Όλγα Σταθάτου, εκδ. Αλεξάνδρεια 2004, σ. 170-171.
[10] Sylvie Mesure / Alain Renaut ό.π, σ. 87,88.
[11] Sylvie Mesure / Alain Renaut, ό.π. σ. 88.
[12] Ζygmunt Bauman,Η  Μετανεωτερικότητα ο.π,σ. 46.
[13]Ζygmunt Bauman, Η Μετανεωτερικότητα, ό.π, σ. 48 .
[14] Zygmunt Bauman, Σπαταλημένες ζωές, Οι απόβλητοι της Νεωτερικότητας, μτφ. Μάρκος Καρασαρίνης, εκδ. Κατάρτι, 2005, σ. 66.
[15] Βαρθολομαίος Ντε Λας Κάζας, Σύντομη ανασκόπηση της καταστροφής των Ινδιών, μτφ. Πηνελόπη Μαξίμου, εκδ. Αίολος, 1982, σ. 70-71.
[16] Zygmunt Bauman, Σπαταλημένες ζωές, ό.π, σ. 67.
[17] Άλεξ Καλλίνικος, Ρατσισμός, Τι είναι και πως παλεύετε, εκδ. Εργατική Δημοκρατία, Αθήνα 1993, σ. 26 κ.ε.
[18] Άλεξ Καλλίνικος, Ρατσισμός, ό.π, σ. 27.
[19] Άλεξ Καλλίνικος, Ρατσισμός, ό.π, σ. 29.
[20] Άλεξ Καλλίνικος, Ρατσισμός, ό.π, σ. 30.
[21] Hannah Arrendt The Origins of Totalitarianism, Harvest/ HBJ Book, San Diego, New York, London (1951) 1986, p. 7
[22] Ζ. Bauman, Modernity and the Holocaust, Cambridge University Press, 1991, p. 35.
[23] Hannah Arrendt The Origins ο.π, p. 87.
[24] Αναφ. στο Μάικλ Ιγκνάτιεφ, Τα ανθρώπινα δικαιώματα ως πολιτική και ως ειδωλολατρία, μτφ Ελένη Αστερίου, εκδ. Καστανιώτη, (2001) 2004, σ. 100.
[25] Philip Roth, Το ανθρώπινο στίγμα, εκδ. Πόλις, επιμ. Η. Μαγκλίνης–Κ Μποτοπουλος, (2000) 2003.
[26] Για το γρήγορο πέρασμα από την καταναλωτική δημοκρατία των Δικαιωμάτων στην σύγχρονη κατάσταση έκτακτης ανάγκης και στο Ποινικό δίκαιο του εχθρού, βλ Παντελή Θεοδωρίδη.
[27] Παναγιώτης Κονδύλης, Η Παρακμή του Αστικού Πολιτισμού, Από τη μοντέρνα στη μεταμοντέρνα εποχή κι από τον φιλελευθερισμό στη μαζική Δημοκρατία, Θεμέλιο, 1991, σ. 333, 334.
[28]   Για την προβληματική αυτή του περάσματος από την καταναλωτική   ιδεολογία των ‘’ανθρωπίνων δικαιωμάτων  στην σημερινή κατάσταση έκτακτης ανάγκης και στο  Ποινικό Δίκαιο του Εχθρού , βλ Παντελή Θεοδωρίδη    Δίκαιο και Ιδεολογία. Ανθρώπινα Δικαιώματα, Κατάσταση Εξαίρεσης και Ποινικό Δίκαιο του Εχθρού (2014).
[29] Francis Fukuyama, Our Posthuman Future, Profile Books, London 2002, pp. 149-150. Αναφορά στο Slavoj Zizek, η μαριονέτα και ο νάνος, ο διαστροφικός πυρήνας του Χριστιανισμού, μτφ. Κωνσταντίνος Περέζους, εκδ. Scripta, Αθήνα 2005, ό.π, σ. 224.
[30] Zizek, η μαριονέτα και ο νάνος, ό.π, σ. 218-219.
[31] S zizek, H Μαριονέτα…, ό.π, σ. 145.
[32] Α Βadiou, Ηθική, Δοκίμιο για τη συνείδηση του Κακού, μτφ. Β. Σκολίδης-Κ. Μπόμπας , Scripta, Αθήνα1998, σ. 33.
[33] Bernhard Waldenfels, Ξενότητα, φιλοξενία και, εχθρότητα, μτφ  Ανθή Βηδενμάιερ, περιοδικό ΕΝΕΚΕΝ τευχ 14 , σ.114
[34] The Others, Alejandro Amenabar, 2oo1. Αναφορά στο Zizek, η μαριονέτα, ό.π, σ. 149-150.
[35] Beck U., Η επινόηση του πολιτικού, μτφ Κ. Καβουλάκος, Αθήνα, Νέα Συνορα1996, σ. 142.
[36] βλ και Πέτρου Θεοδωρίδη, Οι μεταμορφώσεις της ταυτότητας, έθνος, νεωτερικότητα και εθνικιστικός λόγος, Αντιγόνη, 2004, σ. 134.

8 Eylül 2014 Pazartesi

Μετανεωτερική πολυπολιτισμικότητα: Ο «καλός» ξένος αναδημοσιευση-tvx

Μετανεωτερική πολυπολιτισμικότητα: Ο «καλός» ξένος


08:50 | 08 Σεπ. 2014
Τελευταία ανανέωση 09:11 | 08 Σεπ. 2014
Πέτρος Θεοδωρίδης
Για την «πολυπολιτισμικότητα», τον Ξένο και την εποχή μας (μέρος Γ΄). Διαβάστε το Α΄ μέρος και το Β΄ μέρος.
Η σύγχρονη μετανεωτερικότητα συνδέεται και με μια σειρά από κοσμοϊστορικές αλλαγές συνέβησαν στη δεκαετία του 1990 και που σφραγίσθηκε από αυτό που κάποιοι αποκάλεσαν «παγκόσμια κοσμική θρησκεία» με ιερό κείμενο την Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Τα ανθρώπινα δικαιώματα έγιναν το κύριο άρθρο πίστης μιας κοσμικής κουλτούρας, η lingua   franca της παγκόσμιας ηθικής σκέψης  1.
Αρχικά, η δεκαετία του 1990, φαινόταν να είναι η δεκαετία της πολυπολιτισμικής αρμονικής συμφωνίας εθνών κάτω από την μπαγκέτα ενός μεγάλου μαέστρου-του παγκοσμιοποιημένου κεφαλαίου-που, ως ''γενικό ισοδύναμο" εξισώνει τις διαφορές μέσα και από την αποδοχή της κυριαρχίας του. Η παγκοσμιοποιημένη εκδοχή της πολυπολιτισμικότητας αναδείκνυε ως κυριότερη ηθική αρετή την ανεκτικότητα η οποία εύκολα γλίστρησε στην αδιαφορία. Όλοι είναι ίσοι! Καμία ηθική στάση δεν είναι καλύτερη από την άλλη!Και έτσι, υπηρετώντας τάχα την ανοχή μπαίνουμε σε απαγορεύσεις που επιβάλλονταν στο όνομα της συμπόνιας, σε μια κατάσταση παράφορης μισαλλοδοξίας.
Το μυθιστόρημα του Φίλιπ Ροθ «Το Ανθρώπινο στίγμα»2μας δίνει ένα παράδειγμα: ο κοσμήτορας Σιλκ χάνει τη θέση του και η ζωή του καταστρέφεται όταν χαρακτηρίζει δυο διαρκώς απόντες φοιτητές με μια λέξη που ενείχε και μια δευτερεύουσα σημασία ως προσβλητικός όρος που χρησιμοποιείται ενίοτε γα τους μαύρους. Οι φοιτητές που χαρακτηρίσθηκαν έτσι και ήταν πράγματι ασυνεπείς και άφαντοι έτυχε να είναι και έγχρωμοι.
Αν κάτι χαρακτήριζε την ιδεολογία και ηθική του Δικαίου, κατά τη δεκαετία του 1990, ήταν η αντίφαση ανάμεσα στη θεωρία της κυριαρχίας του κράτους και στην ιδέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως φυσικών και αναπαλλοτρίωτων που αναβίωσαν την ιδεολογία του φυσικού δικαίου του 18ουαιώνα. Αυτό συνδυαζόταν με μια ιδεολογική θεώρηση της Δημοκρατίας ως απόλαυσης δικαιωμάτων3. Αυτή η καταναλωτική δημοκρατία συνοδεύτηκε και από έναν πολλαπλασιασμό δικαιούχων υποκείμενων και από μια διάσπαση της ιδιότητας του πολίτη.Ως πολίτης πια, έπαυε να θεωρείται μόνο ο άνδρας, αρχηγός οικογενείας-συμμέτοχος μιας εθνικής, ανεξάρτητης, συλλογικότητας. Τα δικαιώματα πολλαπλασιάζονταν επ’ άπειρον ως δικαιώματα του (των) ανθρώπου(ων) στον πληθυντικό. Όμως μια τέτοια επ’ άπειρον επέκταση, τόσο του αριθμού των δικαιωμάτων όσο και των υποκειμένων αυτών των δικαιωμάτων δε θα μπορούσε να αντέξει σε καιρό κρίσης.
Όπως έγραφε (σχεδόν προφητικά) ήδη από το 1991 ο Π. Κονδύλης «τα ανθρώπινα δικαιώματα θα μπορούσαν να γίνουν υπόθεση εκρηκτική, αν π.χ. κάτω από δύσκολες οικολογικές συνθήκες εμπεριείχαν και το δικαίωμα για αέρα και νερό»4.Καθώς η σύγχρονη ρευστή νεωτερικότητα εγκαλεί, με ένα πλήθος λόγων δυνητικά άπειρων, το έθνος-κράτος παύει να γίνεται η πηγή και το όριο των δικαιωμάτων: τα δικαιώματα τα απολαμβάνουν θεωρητικά όλοι/ες, είτε εντός είτε εκτός, είτε πάρα το έθνος-κράτος Έτσι, ενώ την ιδεολογική εκλογίκευση της πηγής των δικαιωμάτων, κατά το Μεσαίωνα και κατά το 18οαιώνα αναλάμβανε το θεωρητικό οικοδόμημα του Φυσικού Δίκαιου, στη νέα αντίληψη των ανθρώπινων δικαιωμάτων η επέκταση επ’ άπειρον σε πλάτος (όλη η ανθρωπότητα), ή σε βάθος (πολυπολιτισμικότητα) δημιουργούσε ένα νέο πρόβλημα: ποιος θα ήταν ο κοινός παρονομαστής που θα διένεμε στην πολλαπλότητα υποκειμένων τα «ανθρώπινα δικαιώματα»4; Η απάντηση δόθηκε από την ιδιότητά τους ως καταναλωτές.
Σύμφωνα με το Φράνσις Φουκουγιάμα «αυτό που αφήνει να εννοηθεί το αίτημα για ισότητα στην αναγνώριση είναι ότι αν αφαιρέσουμε από ένα πρόσωπο όλα τα ενδεχομενικά και τυχαία χαρακτηριστικά του, παραμένει κάποια ουσιώδης ανθρώπινη ιδιότητα από κάτω που αξίζει κάποιον ελάχιστο σεβασμό -ας την αποκαλέσουμε Παράγοντα Χ[….]Στο πολιτικό πεδίο έχουμε την υποχρέωση να σεβόμαστε όλους τους ανθρώπους εξίσου, επειδή έχουν στην κατοχή τους τον Παράγοντα Χ»6.
Ποιος είναι αυτό ο απροσδιόριστος παράγοντας Χ.;Ο Zizek μας δίνει την απάντηση με ένα απροσδόκητο παράδειγμα: το σοκολατένιο αυγό Κίντερ-έκπληξη.Όταν ξετυλίγεις το σοκολατένιο κέλυφος, βρίσκεις στο εσωτερικό του ένα μικρό πλαστικό παιχνίδι. Το παιδί συχνά το ξετυλίγει νευρικά και απλώς σπάει τη σοκολάτα, χωρίς να μπαίνει στον κόπο να τη φάει, ενδιαφερόμενος μόνο για το παιχνίδι στο εσωτερικό του. Έτσι «το αυγό της Κίντερ μας παρέχει τη φόρμουλα για κάθε προϊόν που υπόσχεται "περισσότερα". Γιατί το εμπόρευμα είναι ένα συγκεκριμένο αντικείμενο που ικανοποιείμια συγκεκριμένη ανάγκη, αλλά ταυτόχρονα υπόσχεται και "κάτι περισσότερο" μια απύθμενη απόλαυση που ο αληθινός της τόπος είναι η φαντασίωση»7.
Τι άλλο μπορεί να είναι αυτός ο απροσδιόριστος Παράγοντας Χ του Φουκουγιάμα, αυτό το γενικό ισοδύναμο που εξισώνει τις διαφορές, παρά η κρυμμένη, μυστική ουσία του εμπορεύματος, δηλαδή αυτή που παράγει πλεόνασμα, υπεραξία;
Η ανοχή, στη δεκαετία του 1990, επιδεικνυόταν σε ό,τι εθεωρείτο "πολιτισμικό", δηλαδή γραφικό και ακίνδυνο.Το ιδεολογικό οικοδόμημα της πολυπολιτισμικότητας θα μπορούσε να σταθεί μόνο με την αφαίρεση της υπαρκτής, ριζικής Διαφοράς (δηλαδή της Αντίθεσης). Όπως λέει ο S.Zizek, «στη σημερινή αγορά(…) βρίσκουμε ένα σωρό προϊόντα από τα οποία έχουν αφαιρεθεί οι βλαβερές τους συνέπειες:καφέ χωρίς καφεΐνη, μπίρα χωρίς αλκοόλ[….], εικονικό σεξ ως σεξ χωρίς σεξ, για πόλεμο χωρίς απώλειες (από την πλευρά μας φυσικά) […]μέχρι και για τον σημερινό ανεκτικό φιλελεύθερο πολυπολιτισμό ως μια εμπειρία του Άλλου στερημένου από την Ετερότητά του(του εξιδανικευμένου Άλλου) που χορεύει συναρπαστικούς χορούς 8.
Όμως οι "άλλοι" πολιτισμοί δεν αποτελούν απλά φολκλόρ, αποτελούν συχνά συμπυκνωμένες πολιτικές πρακτικές, παράγονται από και παράγουν πολιτική.Και όπως παρατηρεί ο Alain Badiou, «οι δηλωμένοι απόστολοι της ηθικής και του "δικαιώματος στη διαφορά" είναι εμφανώς τρομαγμένοι από τις κάπως εντονότερες διαφορές[...]Για να πούμε την αλήθεια αυτός ο περιβόητος ''άλλος'' δεν είναι εμφανίσιμος παρά μόνο εάν είναι ένας "καλός άλλος", που σημαίνει τι, αν όχι ότι είναι ο ίδιος με εμάς»9.
Μετά το 2001,το ιδεολογικό τσιμέντο της πολυπολιτισμικότητας έχασε τη συγκολλητική του ισχύ(με τον ίδιο εκκωφαντικό κρότο που κατέρρευσαν οι Δίδυμοι Πύργοι).Οι ταυτότητες ξεκόλλησαν και η αίσθηση της οικειότητας αντικαταστάθηκε από ένα σχεδόνκαθολικό αίσθημα ξενότητας. Οι άνθρωποι έχουν αρχίσει να βιώνουν αυτόπου μπορεί να θεωρήσουμε ως μια ζωή χωρίς ξεκάθαρα σύνορα. Η διαφορά είναι, κατά κάποιο τρόπο διάσπαρτη, ώστε την αντιμετωπίζουμε παντού, καθημερινά.Στη σημερινή εποχή όλοι είμαστε εν δυνάμει «ξένοι στη κοινωνία των ξένων», ως υπεράριθμοι, πλεονάζον πληθυσμός, όλοι είμαστε νομάδες.
Σήμερα όλοι είμαστε νομάδες. Αυτό που βιώνουμε στην Ευρώπη -γράφει ο φιλόσοφος Waldenfels- είναι μια περίεργη αύξηση και μείωση της ξενότητας, μια αύξηση καθώς το Ξένο μας πλησιάζει όλο κα περισσότερο, μια μείωση, καθώς το Ξένο κινδυνεύει να μειωθεί σε κάτι καθημερινό και να αμβλυνθεί στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης μέχρι το σημείο που δεν θα διακρίνεται. Αλλά μαζί με το Ξένο θα καταργούσαμε και το ίδιο»10. Στηνεποχή μας, στην καθημερινή ζωή είμαστε συνεχώς εκτεθειμένοι στο σοκ της διαφοράς:η διάκριση του οικείου από το ξένο, το διαφορετικό ή το αλλότριο έχει γίνει περισσότερο εύθραυστη παρά ποτέ. Έτσι σήμερα δε θα ήταν ο συγκεκομμένος «άλλος»,ο «εχθρός», αλλά εν δυνάμει κάθε άλλος, αντικείμενο βίαιων ενεργειών στην βαθμό που είναι ασθενέστερος από τον επιτιθέμενο και θεωρείται κατώτερος και ανυπεράσπιστος.
Στην εποχή μας, η κοινωνική κατασκευή της εικόνας του εχθρού αποτελεί ξανά τη συγκολλητική ουσία των ταυτοτήτων και το αλλότριο ανακατασκευάζεται διαρκώς ως ένας τρόπος επανοριοθέτησης του οικείου.
Κατά την δεκαετία του ‘90ο δυτικός κόσμος θεώρησε ότι η διαφορά μπορούσενα εξημερωθεί. Έτσι δοκίμασε να τηναιχμαλωτίσει στο "ζαχαρωμένο κλουβί" της κατανάλωσης, να τηνοικειοποιηθεί ως κατοικίδιοστην αυλή του. Όμως καθώς η παγκοσμιοποίησηαγκάλιασε και ενσωμάτωσε σχεδόνόλο τον πλανήτη, καθώς δεν απέμεινε πια πολιτισμός που να μην έχει ενσωματωθεί ή έστω αλλοιωθεί σε πολύ μεγάλο βαθμόαπό την επίδραση της Δύτης,δεν απέμεινε πλέον (προνεωτερικός) Ξένος, Άλλος, ριζική ετερότητα. Ή μάλλον γίναμε όλοι "ξένοι" στο εσωτερικό του κήτους του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, της ύστερης (μετά)νεωτερικότητας.
Στην ταινία «Οι άλλοι» (The Others) η ηρωίδα (Νικόλ Κίντμαν), μια μητέρα που ζει με τα δυο μικρά παιδιά της σε ένα στοιχειωμένο σπίτι στο Jersey Island ανακαλύπτει στο τέλος ότι όλοι οι οικείοι, κι αυτή η ίδια, είναι οι πραγματικοί ξένοι, φαντάσματα: ένα δυο χρόνια πριν στραγγάλισε πρώτα τα παιδιά της και μετά αυτοπυροβολήθηκε. Οι «εισβολείς»που διαταράσσουν που και που την ησυχία της είναι οι πραγματικοί άνθρωποι, πιθανοί αγοραστές που ενδιαφέρονται για το σπίτι τους11.
Σήμερα καθώς η ανοχή γίνεται σχεδόν αβάσταχτη στις συνθήκες της ύστερης νεωτερικότητας, της παγκοσμιοποίησης και τωνμεγάλων κρατικών μορφωμάτων καθώς οι κοινότητες πολλαπλασιάζονται διαρκώς, καθώς εγείρουν διαφορετικές και συχνά αντιφατικές απαιτήσειςπίστης,το άτομο βρίσκεται διαρκώς σε μια κατάσταση αμφιθυμίας. Έτσι συχνά βρίσκει καταφύγιο στην "κατασκευασμένη, ενεργητική, συνειδητή εγκατάλειψη της αμφιβολίας"12. Εγκαταλείπει την ανοχή, που σε συνθήκες διαρκούς αβεβαιότητας μοιάζει να μετατρέπεται σε κινούμενη άμμο, και βυθίζεται στη θαλπωρήείτετου εθνικισμού είτε του θρησκευτικού φανατισμού για να ανακουφισθεί κατά κάποιο τρόπο ή ένταση των διλημμάτων που αντιμετωπίζει. Η σύγχρονη αναβίωση εθνικισμών και φονταμενταλισμώνμοιάζει νασφραγίζεται από αυτή την εγκατάλειψη13.
Καιη διαφορά -η ριζική διαφορά, η εχθρότητα, το μίσος- επανέρχεται πια, αλλά από μέσα. Όπως καιστην ταινία Alien, ο Ξένος, είναι ένα "Πράγμα"μέσα μας, ένα κομμάτι μας αλλά και ριζικά ξένος, η απωθημένη ετερότητα, ο Άλλος που βγαίνει από μέσα μας.

Ο Πέτρος Θεοδωρίδης είναι συγγραφέας-δοκιμιογράφος. Κατεβάστε ελεύθερα την τελευταία του συλλογή«Ακόμα και η Αριάδνη ήταν ψέμα» ή διαβάστε την online


βιβλιογραφικές αναφορές:
1Αναφ. στο ΜάικλΙγκνάτιεφ, Τα ανθρώπινα δικαιώματα ως πολιτική και ως ειδωλολατρία, μτφ. Ελένη Αστερίου, εκδ. Καστανιώτη, (2001) 2004, σ. 100.
2PhilipRoth, Το ανθρώπινο στίγμα, εκδ. Πόλις, επιμ. Η. Μαγκλίνης–ΚΜποτόπουλος, (2000) 2003.
3 Για το γρήγορο πέρασμα από την καταναλωτική δημοκρατία των Δικαιωμάτων στην σύγχρονη κατάσταση έκτακτης ανάγκης και στο Ποινικό δίκαιο του εχθρού, βλ. Παντελή Θεοδωρίδη.
4 Παναγιώτης Κονδύλης, Η Παρακμή του Αστικού Πολιτισμού, Από τη μοντέρνα στη μεταμοντέρνα εποχή κι από τον φιλελευθερισμό στη μαζική Δημοκρατία, Θεμέλιο, 1991, σ. 333, 334.
5 Για την προβληματική αυτή του περάσματος από την καταναλωτική ιδεολογία των ‘’ανθρωπίνων δικαιωμάτωνστην σημερινή κατάσταση έκτακτης ανάγκης και στοΠοινικό Δίκαιο του Εχθρού, βλ. Παντελή Θεοδωρίδη, Δίκαιο και Ιδεολογία. Ανθρώπινα Δικαιώματα, Κατάσταση Εξαίρεσης και Ποινικό Δίκαιο του Εχθρού (2014).
6 Francis Fukuyama, Our Posthuman Future, Profile Books, London 2002, pp. 149-150. Αναφορά στο SlavojZizek, η μαριονέτα και ο νάνος, ο διαστροφικός πυρήνας του Χριστιανισμού, μτφ. Κωνσταντίνος Περέζους, εκδ. Scripta, Αθήνα 2005, ό.π, σ. 224.
7 Zizek, η μαριονέτα και ο νάνος, ό.π, σ. 218-219.
8 S.zizek, H Μαριονέτα…, ό.π, σ. 145.
9 Α Βadiou, Ηθική, Δοκίμιο για τη συνείδηση του Κακού, μτφ. Β. Σκολίδης-Κ. Μπόμπας , Scripta, Αθήνα1998, σ. 33.
10 BernhardWaldenfels, Ξενότητα, φιλοξενία και, εχθρότητα, μτφΑνθή Βηδενμάιερ, περιοδικό ΕΝΕΚΕΝ τεύχ. 14 , σ.114.
11 TheOthers, AlejandroAmenabar, 2oo1.Αναφορά στο Zizek, η μαριονέτα, ό.π, σ. 149-150.
12 BeckU., Η επινόηση του πολιτικού, μτφ Κ. Καβουλάκος, Αθήνα, Νέα Συνορα1996, σ. 142.
13 βλ και Πέτρου Θεοδωρίδη, Οι μεταμορφώσεις της ταυτότητας, έθνος, νεωτερικότητα και εθνικιστικός λόγος, Αντιγόνη, 2004, σ. 134.

7 Eylül 2014 Pazar

Silentcrossing: ένα ποίημα αναδημοσίευση απο τον ΜΗΝΥΜΑΛ

Silentcrossing: ένα ποίημα



Στην Ελλάδα οι μετανάστες φοβούνται περισσότερο απ’ τους ποιητές
Φοβούνται, ας πούμε, τα κύματα
Ασήμαντα πράγματα
Κι όμως αυτοί φοβούνται
Φοβούνται και τα χαντάκια
Τις βραδυνές ώρες που οι ποιητές παίρνουν το δείπνο τους
Αυτοί φοβούνται
Και την ώρα του φρούτου αυτοί φοβούνται
Μην συναντήσουν
Ακόμα, φοβούνται τα ύψη
Καθώς και τις σφαίρες της Frontex
Τον ήχο της μοτοσυκλέτας
Και το βιτριόλι
Φοβούνται επίσης στο λεωφορείο 
Φοβούνται στο μετρό
Φοβούνται στο ταξί
Φοβούνται στη δουλειά 
Φοβούνται στην πόλη
Φοβούνται στην επαρχία
 Φοβούνται και τα αφεντικά
Κυρίως τα αφεντικά!
Φοβούνται τους λοστούς
Φοβούνται τα μαχαίρια
Και την ώρα  που οι ποιητές κοιμούνται
Αυτοί φοβούνται
Μην πεθάνουν
Στις ράγες του τραίνου
Κυνηγημένοι
Κωνσταντίνα Κούνεβα
Μοχάμεντ Καμράν Ατίφ
Έντισον Γιαχάι
Σαχτζάτ Λουκμάν
Αριβάν Οσμάν Αμπντουλάχ
Γκραμός Παλούσι
Χουσεΐν Ζαχιντούλ
Chiekh Ndiaye
Abdukarim Yahya Idris
Ίλμι Λατές
Τόνυ Ονούοχα
Μη φοβάστε πια
Για ‘σας
Δεν θα γράψουν
Ποτέ
Οι ποιητές