ολοκληρωτισμος etiketine sahip kayıtlar gösteriliyor. Tüm kayıtları göster
ολοκληρωτισμος etiketine sahip kayıtlar gösteriliyor. Tüm kayıtları göster

11 Ocak 2015 Pazar

Οι τρομοκράτες με την ετικέττα ισλαμιστές και ο Μπρέϊβικ: «Tο κακό που ακτινοβολεί» αναδημοσιευση απο τον ιστοτοπο Μετά την κρίση

Οι τρομοκράτες με την ετικέττα ισλαμιστές και ο Μπρέϊβικ: «Tο κακό που ακτινοβολεί»

Ο Άντερς Μπρέϊβικ σκότωσε 80 έφηβους στο κάμπινγκ των Νορβηγών Σοσιαλιστών στο νησί Ουτόγια, γιατί τους θεωρούσε «ένοχους για την εισβολή του Ισλάμ» στην Ευρώπη, ενώ άλλοι στρατευμένοι τρομοκράτες, αυτή τη φορά με την επιγραφή ισλαμιστές, σκοτώνουν σκιτσογράφους επειδή εισβάλλουν στον κόσμο των θείων τους και τα προσβάλλουν.
Αυτά, όπως πολύ χειρότερα που συνέβησαν στο παρελθόν, δεν είναι διαφορετικά πράγματα, ούτε επιστροφή στην «καθυστέρηση», στον
«Μεσαίωνα», στο προ-νεοτερικό παρελθόν: Είναι μια διεστραμμένη νεοτερικότητα που έγινε παρακμή, είναι αποτυχία της εκδοχής της νεοτερικότητας που νίκησε, είναι η «Διαλεκτική του Διαφωτισμού» που από νωρίς
πήρε δρόμο (αυτο)καταστροφικό, δηλαδή ο Διαφωτισμός που γίνεται καθαρός «νεοτερικός» σκοταδισμός. Είναι το «ακραίο μοντέρνο», ο μηδενισμός.
Βλέποντας το οικείο, καθημερινό, συμβολικό δαιμονικό και άσχημο στις οθόνες και στο διαδίκτυο*, καταλαβαίνεις πως όταν
«ο εντελώς διαφωτισμένος κόσμος
ακτινοβολεί από το κακό που θριαμβεύει» (Αντόρνο-Χορκχάϊμερ), τότε και πάλι δεν πρόκειται για οπισθοδρομικότητα, αλλά για lifestyle τραβηγμένο στα άκρα. Πανταχού παρόν, γιατί είναι συμβολικό, το κακό και άσχημο έχει μετατραπεί σε σύμβολο του πνεύματος της εποχής μας. Το δράμα δεν είναι ότι ο κόσμος επιστρέφει στο παρελθόν, αλλά ότι ολόκληρος, Δυτικός, Ανατολικός ή Μεσανατολικός, έγινε υπερβολικά «μοντέρνος».

Ο ένοπλος ισλαμισμός είναι μια ακόμη μορφή τρομοκρατίας που θέλει να επιβάλει έναν πολιτικό ολοκληρωτισμό, μιαν απολυταρχική εξουσία (στην προκειμένη περίπτωση τη σαρία). Η θρησκεία, όπως και οι ιδεολογίες, είναι τα προπαγανδιστικά μέσα της απολυταρχικής πολιτικής.
Η ιστορία αυτή έχει ρίζες και στην ίδια την (εκτροχιασθείσα) Γαλλική Επανάσταση: Ο Ροβεσπιέρος και οι φίλοι του έκοβαν κεφάλια για το «Γενικό Καλό». Για το «Γενικό Καλό» κόπηκαν και τα δικά τους. Σε ολόκληρο τον 20ό αιώνα η μέθοδος τελειοποιήθηκε από ηγέτες, κόμματα και οργανώσεις πολλών χρωμάτων, κατά τα γνωστά. Με κύριο σύνθημα, από τους πιο αποτρόπαιους δράστες, τη φυλετική ή εθνική «καθαρότητα», για να χαθεί το εβραϊκό ή άλλο «μίασμα». Και από άλλους, για τη δήθεν ισότητα σε μια δήθεν κομμουνιστική κοινωνία και για τη δήθεν εξαφάνιση των κοινωνικών τάξεων.
Για ποιό λόγο οι διψασμένοι για απόλυτη εξουσία τρομοκράτες πάσης μορφής βρίσκουν πάντα πολλούς και πρόθυμους υποστηρικτές, το έχει εξηγήσει καλά η Χάννα Άρεντ όταν έγραψε για την «κοινοτοπία του Κακού», για μερικούς ανθρώπους της διπλανής πόρτας που μπορούν, ενίοτε, να μεταμορφωθούν σε τέρατα. 
 Γ. Ρ.
 
* η φονική βία κάθε μορφής παντού - η προβολή μιας άκρως διεστραμμένης σχέσης μεταξύ των δύο φύλων - η παιδεραστία, η αδιαφορία ή και μίσος εναντίον των παιδιών και η αδιαφορία ή μίσος εναντίον της τεκνοποίησης - το πολύμορφο κοινωνικό μίσος εναντίον των φτωχών, άσημων και ανήμπορων - η κυριαρχία του ακραίου και εκκεντρικού με εξαφάνιση του απλού, συνήθους πολίτη και της οικογένειας - αλλά και η μανιακή επιθετικότητα εναντίον των ζώων και γενικά εναντίον της φύσης (η οποία, όπως πρώτος επισήμανε ο Τέοντορ Αντόρνο, είναι η ρίζα που τρέφει κάθε βαρβαρότητα εναντίον ανθρώπων)
 Στον ιστότοπο "Μετά την Κρίση":
 
 
 

30 Aralık 2014 Salı

Σάββας Μιχαήλ – Μορφές του μεσσιανικού-αναδημοσίευση απο το (εξαιρετικο ) Μπλογκ pandoxeio

Σάββας Μιχαήλ – Μορφές του μεσσιανικού

effe
Ποιος είναι ο κεντρικός πυρήνας των ανομολόγητων ψυχικών διεργασιών μέσα από τις οποίες διαμεσοποιείται η μετατροπή ενός «κοινού» μέχρι χτες, «ανθρωπάκου» σε αντισημίτη σήμερα και σε δήμιο αύριο; Αν ήταν ποτέ δυνατό να βρεθεί κανείς ξανά στην χαμένη για πάντα Yiddishland και να ρωτήσει ένα διδάσκαλο των Χασσιντίμ τι στοιχειώνει την ψυχή ενός Ναζί, εκείνος θα απαντούσε άμεσα: Ο Dybbuk! Τίποτα δεν μαγνητίζει, δεν πανικοβάλλει και δεν εξαγριώνει έναν εκκολαπτόμενο ναζί όσο εκείνο το ξωτικό πλάσμα αλλά και κάθε εξωτικό και εξώβλητο ον· ο διφυής και δισυπόστατος που ζει ανάμεσα σε δυο τουλάχιστον κόσμους: ο Dybbuk.
Έτσι ονομάζεται το πιο διάσημο έργο του λαϊκού θεάτρου γίντις, που γράφτηκε από τον Σολωμών Ααρόνοβιτς / Σεμυόν Ασίμοβιτς το 1912 και ανέβηκε το 1919. Ο Dybbuk είναι μύθος και εικόνα του ίδιου του Εβραίου αλλά όχι μόνου του μα πάντα μαζί με τον Άλλο που κουβαλάει μέσα κι έξω του. Είναι ένα ον με μόνο τρόπο ύπαρξης τη συνεχή διαπίδυση από τον έναν χώρο στον άλλον, γλιστρώντας πάνω στους διάμεσους ιστούς της κοινωνίας· ένας Άνθρωπος των Μεταιχμίων.
Dybbuk Yiddish film Poland 1937
Ο ίδιος ο Χίτλερ στο Mein Kampf περιγράφει πώς έγινε ο ίδιος αντισημίτης και πώς ένας μικροαστός κάτω από ορισμένες ιστορικοκοινωνικές συνθήκες αρχίζει να μισεί τους Εβραίους. Μπορεί το παράξενο παρουσιαστικό τους να τον έκανε να σκεφτεί πως πρόκειται για κάποια μια διαφορετική φυλή ξένη προς την Ευρώπη των Αρίων, αλλά εκείνο που του προκάλεσε την μεγάλη απέχθεια ήταν το γεγονός ότι οι ίδιοι οι αλλογενείς εγκατέλειπαν συχνά αυτή την εμφάνιση και παρίσταναν τόσο καλά τους Άριους. Έτσι το χαρακτηριστικότερο στη γένεση της αντισημιτικής / ρατσιστικής τάσης δεν είναι τόσο η απόρριψη της Διαφοράς όσο ο φόβος για την ανασφαλή Ταυτότητα που στην πραγματικότητα ήδη εμπεριέχει την αόρατη αλλοίωση.
Είναι ακριβώς η δυσφορία του όμοιου απέναντι στο σχεδόν όμοιο. Πώς αλλιώς εξηγείται το γεγονός ότι το παλιό αντιρατσιστικό σύνθημα του δικαιώματος στη Διαφορά» το οικειοποιήθηκε ο νεορατσισμός από την δεκαετία του ’80 ιδιαίτερα, για να προωθήσει μέτρα αποκλεισμού των ξένων μεταναστών στο όνομα του «σεβασμού» και της «προστασίας της πολυπολιτισμικής διαφορετικότητας»; Εκείνο που φοβάται ο αντισημίτης ρατσιστής είναι ακριβώς η παρουσία της Διαφοράς μέσα στην Ταυτότητα και της Ταυτότητας μέσα στη διαφορά. Κάπως έτσι η Γερμανία, γράφει ο Heiner Müller, δεν έπλεξε έναν αυθεντικό δεσμό με την Ευρώπη και βρίσκεται ακόμα μετέωρη μεταξύ Ανατολής και Δύσης.
 sovjets_posters_gr_050-051_Image_0001
Ο Franz Kafka στο περίφημο Γράμμα στον Πατέρα του φωτίζει την άθλια κατάσταση του Εβραίου Dybbuk, που ζει μεταξύ δυο κόσμων, του παλιού αγροτικού γκέτο και του νέου αστικού περιβάλλοντος. Ο Dybbuk της μεγαλούπολης προσπαθεί απεγνωσμένα όπως ο Κ. στον Πύργο αλλά είναι πάντα υπεράριθμος στην αλυσίδα. Και ελάχιστοι αντιλαμβάνονται πως δεν φταίει παρά η ίδια η αλυσίδα, συνεπώς η μόνη λύση είναι η συντριβή της και η καθολική μεταμόρφωση ενός κόσμου χωρίς αλυσίδες. Γι’ αυτό και ο χιτλερικός Αγών ταυτίζει τον αγώνα «κατά της εβραϊκής πανούκλας» με εκείνον «κατά του μπολσεβικισμού». Το πρώτο αυτό εξαιρετικά ενδιαφέρον κείμενο του Μιχαήλ μας οδηγεί μέσα από όλες αυτές τις δαιδαλώδεις διαδρομές σε μια πρώτη μορφή του Μεσσιανικού.
Ακριβώς το άνοιγμα αυτού του Μεσσιανικού στον ορίζοντα της ιστορίας αναζητούν τα κείμενα αυτού του τόμου. Το Μεσσιανικό εδώ δεν ζει μέσα σε μυστικισμούς και θρησκείες αλλά ανιχνεύεται, όπως και στον Βάλτερ Μπένγιαμιν, στην επαναστατική ρήξη της συνέχειας της ιστορίας, που μέχρι τώρα δεν έχει πάψει να είναι η ιστορία της διάβασης μέσα στην κοιλάδα των δακρύων και στο ασίγαστο αίτημα μιας πέρα από δίκαια και νόμους Δικαιοσύνης, όπως γράφει ο συγγραφέας στο εισαγωγικό του σημείωμα. Φυσικά ο μαρξισμός εγκλήθηκε για υλιστική εσχατολογία και εκκοσμικευμένο μεσσιανισμό αλλά μάλλον συνέβη το αντίστροφο: τα γραφειοκρατικά μορφώματα, σοσιαλδημοκρατικά και σταλινικά, που ζήτησαν νομιμοποίηση στο όνομά του, στην πραγματικότητα εξόρισαν, εξόρκισαν και εξόντωσαν τον μεσσιανικό του πυρήνα.
Landauer
Αυτά τα κείμενα λοιπόν, είτε γραπτά σε περιοδικά [Εξώπολις, Μανδραγόρας, Νέα Κοινωνιολογία, Ομπρέλα, Ουτοπία, Τετράδια Ψυχιατρικής, Τα Νέα της Τέχνης] είτε ομιλίες σε σεμινάρια και συνέδρια, αλλά και ανέκδοτα, «πάντα μέρη ενός και αυτού σώματος, που δεν έπαψε να πλάθεται, αυτοτελείς στιγμές της ανάπτυξής του», παρακολουθούν την Μεσσιανικότητα στην διαδρομή της σ’ όλη την παράδοση των καταπιεσμένων, στους αγώνες τους και στο όραμα της εκ βάθρων αλλαγής του κόσμου, ως η διαρκής Αρχή της ελπίδας (Έρνστ Μπλοχ) για τη ριζική μεταμόρφωση των πάντων.
Το Μεσσιανικό δεν υπάρχει έξω από την Ιστορία· για πρώτη φορά εμφανίστηκε εγγεγραμμένο στο ιστορικό σώμα του εβραϊκού λαού και των βασάνων του. Ο Σιοράν έγραφε: Το να είσαι άνθρωπος είναι ένα δράμα· το να είσαι Εβραίος είναι ένα άλλο. Να ζεις το δράμα του αποκλεισμού και ταυτόχρονα το δράμα όλης της ανθρωπότητας, να υπομένεις το μαρτύριο μια αφόρητης ιδιαιτερότητα για χάρη της καθολικότητας….Ο συγγραφέας προσκαλεί τις μορφές που ιχνηλατούν άγνωστη γη, πέρα από τους θρησκευτικούς μύθους και την αστική εκκοσμίκευση, «εκεί που αρχίζει η ήπειρος της Αταξικής». Συνομιλεί με τον Jacques Hassoun, διαβάζει το Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος του Πρίμο Λέβι [Arbeit Macht Frei. Η αντι-ανθρωπολογία του Άουσβιτς], εντοπίζει «το μείζον μέσα στο έλασσον» στην περίπτωση του ταπεινού Γιαννιώτη ποιητή Γιωσέφ Ελιγιά και της παραδείσιας Ρεβέκκας του και ανιχνεύει την διαλεκτική της αγαθότητας στον ακόμα ταπεινότερο φίλο του Καραγκιόζη και στοχαστή της τέχνης Τζούλιο Καΐμη [«Τα μαύρα χρώματα της ψυχής μας τότε θα λάμπουνε»]. Άλλα γραπτά αφορούν την Ανθρωπολογία του Ταλμούδ, τον Εβραίο Μπαρούχ Σπινόζα και την Εβραϊκή παράδοση και εκκοσμίκευση και τον Πάουλ Τσέλαν και την δική του ιδιόμορφη διαδρομή από τον … Πίνδαρο μέχρι του Κανενός το Ρόδο.
A.E.
Ο Μπρετόν κι ο Εμπειρίκος, παρά το πλήγμα της Ιστορίας, δεν κατέρρευσαν. Ο Έλληνας υπερρεαλιστής άρχισε να υφαίνει και να ξαναϋφαίνει την ωκεάνια γραφή του και μέσω αυτής ξανάδεσε τους αρμούς του προτάγματος της αταξικής κοινωνίας, που τόσο δυσφήμισε και ακρωτηρίασε και μπλόκαρε ο σταλινισμός. Είναι χαρακτηριστικό ότι σ’ αυτό το έργο με τις πιο βίαιες, φαινομενικά, αντιχριστιανικές και αντισοσιαλιστικές επιθέσεις – επιθέσεις κατά της ηθικολογούσας, λυπομανούς και ερωτοφάγου χριστιανοσύνης και κατά του ευνουχισμένου ψευτοσοσιαλισμού – ο Α. Εμπειρίκος διασώσει το Μεσσιανικό και Προφητικό στοιχείο της βιβλικής παράδοσης και την προσδοκία της «άνευ τάξεων» απελευθερωμένης κοινωνίας. [σ. 161]
… γράφει ο συγγραφέας για τον Ανδρέα Εμπειρίκο και το Μέγα Φως το Άκτιστον επί ουρανού και … του καταστρώματος του Μεγάλου Ανατολικού, εστιάζοντας στην ιδιότητα του Εμπειρίκου ως απελευθερωτή της εμπειρίας αλλά και κατεξοχήν ερωτικού και μεσσιανικού ποιητή, που προμήνυσε την Ανάγκη των Νέων Παραδείσων, μιας νέας Ιερουσαλήμ που ο ίδιος ονόμασε Οκτάνα. Ο Εμπειρίκος υποφέρει λόγω της ταξικής του καταγωγής, ενάντια στην οποία ο ίδιος είχε εξεγερθεί, ενστερνιζόμενος τις ιδέες της Οκτωβριανής Επανάστασης και τον ανόθευτο κομμουνισμό της πρώτης περιόδου. Ο Μιχαήλ αντιπαραβάλει τον ποιητή με τον μαρκήσιο ντε Σαντ, φωτίζει την εφαπτομένη του Μεσσιανισμού με την αιμομιξία και εντοπίζει μια ακόμα παλαιότερη ένωση του ερωτισμού με την μεσσιανική προσδοκία στο Άσμα Ασμάτων
wb.
Ένα ιδιαίτερο σώμα πέντε κειμένων αναφέρεται στον Βάλτερ Μπένγιαμιν και τον Έρνστ Μπλοχ. Στο πρώτο ερευνάται η ενδιαφέρουσα διαλεκτική Μπένγιαμιν και Τρότσκυ, πενήντα χρόνια μετά. Περιπλανώμενος Ιουδαίος του προδομένου Οκτώβρη, φάντασμα του κομμουνισμού που πλανιέται πάνω από έναν πλανήτη δίχως βίζα τρομάζοντας τον Στάλιν και τους ισχυρούς της γης ακόμα και την ώρα της έσχατης αδυναμίας, ο Τρότσκυ δολοφονείται στο Μεξικό το 1940. Ένα μήνα μετά, ο Μπένγιαμιν διπλά καταδιωγμένος, Εβραίος και κομμουνιστής διανοούμενος, συλλαμβάνεται και αυτοκτονεί για να μην παραδοθεί στα χέρια της Γκεστάπο.
Ο Μπένγιαμιν είναι η ιστορικο – φιλοσοφική και ποιητική συνείδηση της προλεταριακής επανάστασης που χάθηκε στη Δύση – στη Κεντρική Ευρώπη και προπαντός στη Γερμανία – αφήνοντας την Οκτωβριανή Επανάσταση μόνη στα νύχια μια αρπαχτικής θερμιδωριανής γραφειοκρατίας. Υπήρξε το εξαίσιο άνθος της αριστερής εβραϊκής ιντελιγκέντσιας του ευρύτερου γερμανόφωνου χώρου, που βλάστησε σ’ ένα κλίμα όπου διασταυρώνονταν όλα τα ρεύματα του μοντερνισμού και του επαναστατικού σοσιαλισμού, ο αντικαπιταλιστικός ρομαντισμός του Kierkegaard, η νοσταλγία της αρχέγονης μητριαρχίας του Bachofen, η ψυχανάλυση με τον μαρξισμό, τα αναρχικά μεσσιανικά οράματα του Gustav Landauer, ο αναρχοσυνδικαλισμός του Σορέλ, οι θρύλοι των Χασσιντίμ και η Λούξενμπουργκ.
trotsky
Ο Μπένγιαμιν κράτησε τη ίδια πολιτική στάση με τον Τρότσκυ, τον οποίο υποστήριξε κατά του σταλινισμού σε όλα τα μέτωπα και κατήγγειλε τον συμβιβασμό της επαναστατικής σκέψης στην Ισπανία με τον μακιαβελισμό των Ρώσων ηγετών. Απεχθανόταν τους αντιδραστικούς εθνικισμούς που φούντωναν και θεωρούσε ότι τόσο η γερμανική κουλτούρα όσο και η εβραϊκή παράδοση θα αυτοκαταστρέφονταν με τον εθνικιστικό αυτοεγκλεισμό τους. Αρνήθηκε τους δρόμους διαφυγής που του είχαν προτείνει οι φίλοι του Αντόρνο και Μπρεχτ. Στον πρώτο, που τον καλούσε στη νέα Υόρκη, αντιπαρέθετε ότι έπρεπε να δοθεί πολιτική μάχη στην Ευρώπη κατά του φασισμού κι ότι δεν μπορούσε ο μαρξισμός να αναπτυχθεί ερήμην της, στη γαλήνη των ακαδημαϊκών σπουδαστηρίων. Αυτή την εμμονή στις αρχές την πλήρωσε με την ίδια τη ζωή του. Τόσο για τον ίδιο όσο και για τον Τρότσκυ ο μαρξισμός δεν ήταν μόνο μια θεωρία αλλά μια κοσμοθεώρηση. Τι συνδέει και τι διαφοροποιεί τις δυο μορφές που πενήντα χρόνια μετά «συνεχίζουν να αυλακώνουν τον ορίζοντα τις Ιστορίας σας αστραπές»;
Ένα δεύτερο εκτενέστατο κείμενο ερευνά τον Μύθο σε σχέση με την Ιστορία, την Πολιτική, την Λογική, την Αλληγορία, το Όνειρο, την Διαλεκτική, την Τέχνη και φυσικά τον Μεσσιανισμό. Κατόπιν σειρά έχει ο κατεξοχήν μαρξιστής φιλόσοφος της ελπίδας σε καιρούς απελπισμένους, ο Έρνστ Μπλοχ. Το δικό του εγχείρημα υπήρξε μια τολμηρή κατάδυση στο ουτοπικό βάθος της τραγικής του εποχής, η επανεπεξεργασία της έννοιας της Ουτοπίας κάτω από την ισχυρή επιρροή του Λαντάουερ. Μετά την άνοδο του φασισμού στο κέντρο της προβληματικής του έρχονται πια οι αδυναμίες του υποκειμενικού παράγοντα της επανάστασης, ενώ μετά την ήττα του χιτλερισμού εγκαταστάθηκε γεμάτος ελπίδα στην Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία. Μετά την ουγγρική εξέγερση και την σύλληψη του Λούκατς ο Μπλοχ γίνεται στόχος των επιθέσεων της ανατολικογερμανικής σταλινικής γραφειοκρατίας, που δεν κατάφερε όμως να του σπάσει την προσήλωσή του στον επαναστατικό μαρξισμό, τον οποίο έβλεπε ως την Αρχή της Ελπίδας να αναδύεται ως αντικειμενική πραγματική δυνατότητα.
sovjets_posters_gr_202-203_Image_0001
Είναι άραγε η ουτοπία το ανέφικτο της δυνατότητα ενός κόσμου άλλου ή είναι η δυνατότητα του ανέφικτου να πραγματωθεί; Είναι η ανήμπορη παρηγοριά του απαρηγόρητου ή η άσβεστη προσδοκία του απροσδόκητου; Την μεγαλύτερη επίδραση πάνω στον Μπλοχ πριν γίνει μαρξιστής την άσκησε ο εβραϊκός μεσσιανικός αναρχισμός του φίλου του και αδικοχαμένου ηγέτη της εφήμερης Σοβιετικής Δημοκρατίας της Βαυαρίας, του προαναφερθέντος Γκούσταβ Λαντάουερ, την κληρονομιά του οποίου μετασχημάτισε ολοκληρωτικά. Η Ουτοπία δεν άσκησε έλξη στον Μπλοχ ως κάποια υποκειμενική – ανορθολογική φυγή από την τραγικήπραγματικότητα· αναζήτησε αντίθετα την θεμελίωση και την λογική της μέσα στον αντικειμενικό κόσμο. Ο Μπλοχ ανανεώνει επαναστατικά το Πνεύμα της Ουτοπίας στο οποίο έγραφε: Υπάρχω, υπάρχουμε. Δεν χρειάζεται τίποτα παραπάνω. Σ’ εμάς απομένει ν’ αρχίσουμε. Στα χέρια μας είναι η ζωή. Καιρό τώρα έχει αδειάσει πια από κάθε περιεχόμενο. Παράλογη, τρεκλίζει εδώ κι εκεί, αλλά εμείς αντέχουμε κι έτσι θέλουμε να γίνουμε η γροθιά μας κι οι σκοποί της. [σ. 333]
Εκδ. Άγρα, 1999, σελ. 425. Περιλαμβάνοναι κατάλογος των πρώτων δημοσιεύσεων, ευρετήριο προσώπων και ασπρόμαυρες φωτογραφίες.
Σημ.: Το Πανδοχείο έχει ήδη συναντηθεί με το έργο του Σάββα Μιχαήλ: συνομίλησε με τις δικές του Μορφές της περιπλάνησης και άκουσε την δική του Musica ex Nihilo.
Στις εικόνες: σκηνή από την Πολωνική κινηματογραφική εκδοχή του Dybbuk [1937] / Gustav Landauer / Ανδρέας Εμπειρίκος / Walter Benjamin / Leon Trotsky / Οκτώβριος 1917.

23 Aralık 2014 Salı

Συνέντευξη του Έντζο Τραβέρσο στο RedNotebook: Η ουτοπία του 21ου αιώνα θα είναι αντικαπιταλιστική ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ RedNotebook

Συνέντευξη του Έντζο Τραβέρσο στο RedNotebook: Η ουτοπία του 21ου αιώνα θα είναι αντικαπιταλιστική


Ο ιστορικός Έντζο Τραβέρσο βρέθηκε αυτές τις μέρες στην Ελλάδα, προσκεκλημένος του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς. Λίγο μετά τη διάλεξη στη μνήμη του Νίκου Πουλαντζά, με θέμα τις πολιτικές χρήσεις του παρελθόντος, συζητήσαμε μαζί του για ζητήματα της επικαιρότητας, αλλά και για τη στρατηγική της Αριστεράς του 21ου αιώνα: για την κρίση στον αραβικό κόσμο και τη ρευστότητα στην Ευρώπη της κρίσης, για τη νέα ταυτότητα της ριζοσπαστικής Αριστεράς και το ρόλο των διανοουμένων στην εποχή των «τεχνικών» της εξουσίας. Τη συνέντευξη πήρε ο Δημοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος.
***
Η σφαγή των 132 μαθητών από τους Ταλιμπάν, την περασμένη εβδομάδα, ήταν η πιο αιματηρή επίθεση στην ιστορία του Πακιστάν, και μαζί μια υπόμνηση ότι ο 21ος αιώνας μπορεί να είναι πιο βάρβαρος κι από τον «σύντομο» εικοστό. Ποιες είναι οι ρίζες αυτής της βίας; Έχοντας ασχοληθεί με το φαινόμενο του ολοκληρωτισμού, θεωρείς ότι πρόκειται για μία εκδοχή του;
Δεν είμαι ειδικός του ισλαμικού φονταμενταλισμού και του τζιχαντιστικού φαινομένου, αλλά μπορώ να κάνω ορισμένες εκτιμήσεις ως ιστορικός. Θα πω καταρχάς κάτι για την περιπλοκότητα της σύγκρουσης: ξέρουμε ότι οι Ταλιμπάν υπήρξαν δημιούργημα των πακιστανικών υπηρεσιών. Από κεί και μετά, μια βία τόσο ακραία μπορεί να εξηγηθεί μόνο ως προϊόν συσσώρευσης της βίας επί δεκαετίες. Το Αφγανιστάν, απ” όπου ξεκίνησαν οι Ταλιμπάν, είναι μια χώρα σε πόλεμο από το 1978, σχεδόν χωρίς καμιά διακοπή. Ο όρος απανθρωποποίηση [brutalisation], που πρότεινε ο ιστορικός Georges Mosse για τον Α” Παγκόσμιο Πόλεμο και τις συνέπειές του στην Ευρώπη, ιδίως στη Γερμανία, μπορεί εδώ να είναι βοηθητικός. Σε μια χώρα όπως το Αφγανιστάν, που έχει ζήσει επί δεκαετίες τον πόλεμο και τους εμφυλίους, η αξία της ανθρώπινης ζωής έχει μειωθεί σε τέτοιον ασύλληπτο βαθμό, ώστε σήμερα να είναι νοητή μια τέτοια σφαγή. Υπό κανονικές συνθήκες, καμιά κοινωνία δεν μπορεί να συλλάβει ένα τέτοιο φαινόμενο. Αλλά ό,τι συμβαίνει στο Πακιστάν και το Αφγανιστάν δεν είναι κανενός είδους κανονικότητα.
Το φαινόμενο έχει αναλογέις με την περίπτωση των Ερυθρών Χμερ στην Καμπότζη. Εκείνη την εποχή, η συντηρητική ανάγνωση της κατάστασης θα αρκούνταν στην ερμηνεία ότι αυτοί εκεί είναι κομμουνιστές, άρα οπαδοί του ολοκληρωτισμού, πολύ φυσιολογικά λοιπόν σκοτώνουν τους πολιτικούς τους αντιπάλους. Στην πραγματικότητα, επρόκειτο για κάποιους που επί πολλές γενιές είχαν ζήσει τη βία των βομβαρδισμών, «λογικά» λοιπόν θεωρούσαν ότι ένα σχέδιο ριζικού μετασχηματισμού πέρναγε αναπόφευκτα από παρόμοια επίπεδα βίας. Νομίζω ότι πρόκειται για ανάλογα φαινόμενα.
Δεν θεωρώ ότι μπορούμε να αναλύσουμε το φαινόμενο με την έννοια του ολοκληρωτισμού. Ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε στο παρελθόν άκριτα, και με έντονα ιδεολογική χροιά, όπως συνέβη εξάλλου και με τον φασισμό. Ο ολοκληρωτισμός είναι μια πολιτική θρησκεία. Στα συμφραζόμενα του 20ου αιώνα, οι πολιτικές θρησκείες υποκαθιστούν τις παραδοσιακές· σε αντίθεση με αυτές, που δεν έχουν οπαδούς αλλά πιστούς, πρόκειται για ιδεολογίες κοσμικές, με την έννοια ότι προτείνουν μια διαδικασία εκκοσμίκευσης και την διατυπώνουν με ορθολογικά επιχειρήματα. Από αυτή λοιπόν την άποψη, όχι, ο ισλαμικός φονταμενταλισμός δεν είναι μια πολιτική θρησκεία, κοσμική, που διαφοροποιείται από τις παραδοσιακές θρησκείες. Είναι μια παραδοσιακή θρησκεία που πολιτικοποιείται και ριζοσπαστικοποιείται. Η εξέλιξη αυτή έχει σχέση με την απώλεια της αξιοπιστίας και της νομιμοποίησης των κοσμικών ιδεολογιών της νεωτερικότητας.
Νομίζω ότι καταλληλότερος όρος για να περιγραφεί το φαινόμενο Ταλιμπάν είναι η συντηρητική επανάσταση. Ενώ δηλαδή οι ομάδες αυτές επιδιώκουν να εγκαθιδρύσουν ένα καθεστώς σε θρησκευτικές βάσεις, επιστρέφοντας στην καθαρότητα του Ισλάμ, τα μέσα που χρησιμοποιούν για να το πετύχουν είναι απολύτως σύγχρονα: χρησιμοποιούν τις νέες τεχνολογίες, διαχειρίζονται με επιδέξιο τρόπο τα ΜΜΕ και το Ίντερνετ, λαφυραγωγούν την κεντρική τράπεζα της κατειλημμένης Μοσούλης. Πρόκειται για σχέδιο που παραπέμπει στη Συντηρητική Επανάσταση – ένα κράμα αρχαϊκής, αντιδραστικής ιδεολογίας και νεωτερικής τεχνικής.
Στη Νοσταλγία του Απόλυτου, ο Τζωρτζ Στάινερ έγραφε κάπως κυνικά ότι η κατάρρευση του μύθου του χριστιανισμού άνοιξε το δρόμο για την άνοδο τριών σύγχρονων μυθολογιών, αρχής γενομένης από τον μαρξισμό. Τι είναι αυτό που τροφοδοτεί σήμερα τον μύθο του πολιτικού Ισλάμ;
Η άνοδος του πολιτικού Ισλάμ μπορεί να εξηγηθεί υπό το πρίσμα της ήττας κάθε γνωστού σχεδίου χειραφέτησης στον αραβικό κόσμο στη διάρκεια του 20ου αιώνα. Ο παναραβισμός απέτυχε. Ο σοσιαλισμός, το ίδιο. Τα κοσμικά εθνικιστικά κινήματα, όπως ο νασερισμός, μετασχηματίστηκαν σε στρατιωτικές δικτατορίες, εναντίον των οποίων ξεσηκώθηκαν οι πρόσφατες επαναστάσεις. Δεν υπάρχουν πια περιθώρια για τους νέους αποικιοκράτες να κυβερνήσουν με συναίνεση. Σε μια εποχή στην οποία δεν υπάρχουν πια μεγάλες ουτοπίες, μεγάλες ελπίδες, μεγάλα σχέδια που μπορούν να δημιουργήσουν ταυτίσεις και να κινητοποιήσουν, τι μένει στο τμήμα αυτό του κόσμου; Η εκ νέου ανακάλυψη του Ισλάμ, που παίρνει μια μορφή πολιτική και ριζοσπαστική.
Δεν είμαι της άποψης ότι η άνοδος του πολιτικού Ισλάμ οφείλεται στην αποτυχία της διαδικασίας εκκοσμίκευσης. Σε μεγάλο βαθμό, πρόκειται για δική μας αποτυχία. Ο σοσιαλισμός και ο κομμουνισμός, η παγκόσμια επανάσταση και τα αντίστοιχα κινήματα στη Δύση, τα κινήματα ενάντια στο σταλινισμό στις χώρες της Ανατολής, τα αντιαποικιοκρατικά κινήματα στο Νότο –όλα αυτά τα πολιτικά σχέδια απέτυχαν. Αν λοιπόν προκύπτει μια οπισθοδρόμηση προς το Ισλάμ, είναι γιατί το μοντέλο που πρότεινε η Αριστερά στη Δύση αποδείχτηκε δυσλειτουργικό. Αντί λοιπόν να κουνάμε το δάχτυλο για όσα συνέβησαν στον ισλαμικό κόσμο, καλό θα ήταν να επερωτήσουμε το δικό μας παρελθόν. Αυτό είναι, κατά τη γνώμη μου, το ερώτημα που τίθεται σήμερα.
Αυτό που μπορεί να πει κανείς με βεβαιότητα είναι ότι, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και στην εκπνοή του 20ου αιώνα, εγκαθιδρύθηκε μια ανομική τάξη πραγμάτων. Ο κόσμος στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου είχε μία ορισμένη τάξη· διπολική, ασφαλώς, πάντως μια τάξη που ζύγιζε τον συσχετισμό δύναμης και είχε έναν ρυθμιστικό ρόλο, είχε όρια που δεν γινόταν να ξεπεραστούν. Μπορούσε, για παράδειγμα, να οργανωθεί μια εξέγερση στην Ουγγαρία ή την Πολωνία, αλλά οι χώρες αυτές ανήκαν αδιαμφισβήτητα στη σοβιετική σφαίρα επιρροής – εξου και όταν θα παρενέβαινε ο Κόκκινος Στρατός, η Δύση θα καθόταν να κοιτάει. Το ίδιο θα συνέβαινε σε άλλα σημεία του κόσμου με τις ΗΠΑ. Υπήρχε, λοιπόν, μια τάξη – ή, αν θέλετε, διακριτά και συγκεκριμένα στρατόπεδα.
Με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, ξεκινά μια περίοδος καθολικής αταξίας, πραγματικού χάους. Οι Ηνωμένες Πολιτείες προσπάθησαν να επιβάλουν την ηγεμονία τους στο πλαίσιο μιας παγκόσμιας νέας τάξης, εντούτοις αποδείχτηκαν αδύναμες γι” αυτό. Με τους δύο πολέμους στο Ιράκ, τον πόλεμο στο Αφγανιστάν και την επέμβαση στη Λιβύη, αυτό που κατάφεραν εντέλει ήταν να βαθύνουν την αταξία. Πέρα από την αδυναμία τους να εγγυηθούν μια παγκόσμια νέα τάξη, έκαναν σοβαρά στρατηγικά λάθη. Η προσπάθεια, για παράδειγμα, να αντιμετωπιστεί μια τρομοκρατική οργάνωση όπως η Αλ Κάιντα, που δεν είναι κράτος ή στρατός, με μέσα που χρησιμοποιήθηκαν παλιότερα κατά της Σοβιετικής Ένωσης, δημιούργησε χάος. Από εκεί λοιπόν που είχαμε μια τρομοκρατική οργάνωση γεωγραφικά εντοπισμένη, φτάσαμε σε ένα σωρό παρακλάδια, κάποια από τα οποία μάλιστα ανακηρύχτηκαν σε κράτος.
Για να έχει κανείς ένα μέτρο της αποτυχίας, αρκεί να δει ότι οι ΗΠΑ αναγκάζονται σήμερα να συμμαχήσουν με το Ιράν, έναν ιστορικό τους εχθρό, ακριβώς για να ανακόψουν την επέκταση του Ισλαμικού Κράτους. Ο ίδιος ο Ομπάμα ήταν που δήλωσε πολύ έντιμα ότι οι αμερικανοί δεν είναι σε θέση να κατανοήσουν τι συμβαίνει στη Συρία και να εκπονήσουν την ανάλογη στρατηγική, με αποτέλεσμα να αντιμάχονται δυνάμεις πάνω στις οποίες τελικά αναγκάζονται να στηριχτούν.
Στο βιβλίο σου «Διά πυρός και σιδήρου» αναλύεις την περίοδο 1914-1945 ως «ευρωπαϊκό εμφύλιο πόλεμο», και την περιγράφεις ως υπαρξιακή σύγκρουση τριών παραδειγμάτων –του φιλελευθερισμού, του φασισμού και του κομμουνισμού. Όμως, ενώ η κρίση, οι ενδοευρωπαϊκοί ανταγωνισμοί και η άνοδος της Ακροδεξιάς δίνουν συχνά ερεθίσματα για αναλογίες με την εποχή εκείνη, είσαι από τους επιφυλακτικούς σε ό,τι αφορά τέτοιου είδους «χρήσεις» της ιστορίας.
Πράγματι, μια τέτοια μηχανιστική μεταφορά μου φαίνεται παραπλανητική. Ισχύει, βέβαια, ότι για να βρει κανείς μια κρίση ανάλογου βάθους με αυτήν που βιώνουμε σήμερα στην Ευρώπη, πρέπει να ανατρέξει στο Μεσοπόλεμο. Όμως, πρόκειται για πολύ διαφορετικές καταστάσεις.
Καταρχάς η Αριστερά είναι εκτός παιχνιδιού: ο ΣΥΡΙΖΑ ή το Podemos δεν είναι η Σοβιετική Ένωση της δεκαετίας του ’30. Το ίδιο ισχύει και για το φασισμό: η Χρυσή Αυγή δεν είναι ο Μεταξάς, όπως εξάλλου και η Λίγκα του Βορρά δεν είναι το καθεστώς του Μουσολίνι. Στη δεκαετία του ’30 ο καπιταλισμός βρισκόταν στο χείλος της αβύσσου. Αρκεί να διαβάσει κανείς τα έργα της εποχής. Όταν ο Κέυνς γράφει τη Γενική Θεωρία, αυτό που τον απασχολεί είναι πώς θα σώσει τον καπιταλισμό.
Το ’30 ο κομμουνισμός φάνταζε ως πιθανή εναλλακτική λύση για έναν καπιταλισμό σε κρίση, και το ίδιο συνέβαινε με το φασισμό, καθώς ο φιλελευθερισμός θεωρούνταν το παρελθόν και όχι το μέλλον: μια παρωχημένη κληρονομιά του 18ου αιώνα. Σήμερα η κατάσταση είναι πολύ διαφορετική. Τα κράτη αντιμετωπίζουν μια δημοσιονομική κρίση, αλλά η κρίση αυτή, που μπορεί βεβαίως να είναι καταστροφική, δεν είναι κρίση του καπιταλισμού. Ακόμα λοιπόν κι αν δεν έχει τίποτα να προτείνει, ο καπιταλισμός δεν είναι σήμερα στο χείλος της αβύσσου. Ακόμα και όταν οικονομολόγοι ή κοινωνιολόγοι όπως ο Βαλερστάιν σκέφτονται τον θάνατο του καπιταλισμού, δεν τον σκέφτονται ως συνέπεια μιας σοσιαλιστικής εναλλακτικής λύσης. Το τέλος του καπιταλισμού γι” αυτούς σημαίνει την αντικατάσταση του καπιταλισμού με ένα άλλο σύστημα εκμετάλλευσης, καταπίεσης και ανισότητας. Εξίσου λάθος κάνουν και όσοι σκέφτονται μια διαδικασία εκφασισμού της Ευρώπης ανάλογη με αυτήν του ’30. Την εποχή εκείνη, ο φασισμός εκπροσωπούσε μια διακριτή εναλλακτική λύση: έχοντας καταφέρει να γίνει μαζικό κίνημα σε μια σειρά από χώρες, μπορούσε να αποτελέσει «χαρτί» για τις κυρίαρχες τάξεις –και ορισμένες από αυτές έπαιξαν αυτό το χαρτί για να υπερασπιστούν τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους. Δεν είμαστε εκεί σήμερα. Η επιλογή των κυρίαρχων τάξεων σήμερα είναι η τρόικα.
Φυσικά δεν υποστηρίζω ότι αποκλείεται να αλλάξουν τα πράγματα. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι σήμερα πολύ ευάλωτη και το ενδεχόμενο μιας κατάρρευσής της δεν μπορεί να αποκλειστεί. Για παράδειγμα, μια νίκη της Λεπέν στη Γαλλία, που αν και όχι πιθανή δεν είναι αδύνατη, θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια τέτοια εξέλιξη. Σε μια τέτοια περίπτωση, λοιπόν, θα τεθεί στις κυρίαρχες τάξεις το ερώτημα πώς συνεχίζουν. Όλα αυτά όμως είναι σενάρια –και δεν πηγαίνουν μόνο προς τη μία κατεύθυνση. Παράλληλα με την άνοδο της Ακροδεξιάς, υπάρχει η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα και του Podemos στην Ισπανία.
Πράγματι. Αλλά θεωρείς ότι ο κίνδυνος της διάλυσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης έρχεται μόνο από την Ακροδεξιά; Θέλω να πω ότι, καθώς η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει πάει πέρα από τα εθνικά κράτη, βλέπουμε ότι στα χρόνια της κρίσης είναι εντέλει ο εθνικισμός, και όχι η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, που δίνει τον τόνο.
Κατά τη γνώμη μου, το σχέδιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι η υπέρβαση της εθνικής κυριαρχίας προς την κατεύθυνση της δημιουργίας ενός κράτους εξαίρεσης, με την έννοια που το έθετε ο Σμιτ, ακόμα και με τη μορφή του βοναπαρτισμού: μια εκτελεστική εξουσία αυτονομημένη από κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες ή άλλα θεσμικά φρένα. Θα πρόκειται για ένα κράτος εξαίρεσης σε υπερεθνικό επίπεδο, που θα εκφράζει την αυτονομία του πολιτικού επιπέδου κατά τη σμιτιανή έννοια, στην πραγματικότητα όμως θα σημαίνει την πλήρη αυτονόμηση του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Στην προσπάθεια να επιβληθεί ένα τέτοιο μοντέλο, δημιουργούνται ήδη θεσμοί που δεν υπόκεινται σε δημοκρατικό έλεγχο ή άλλους περιορισμούς. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι ένας τέτοιος «αυτόνομος» θεσμός. Κυβερνήσεις τεχνοκρατών, όπως του Μόντι στην Ιταλία, αποτελούν έκφραση αυτού του σχεδίου στην καθαρή του μορφή. Πρόκειται βέβαια για ριζικούς μετασχηματισμούς της δημοκρατίας που υπάρχει σήμερα στη Δύση. Αλλά το πείραμα βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη. Δεν μπορώ να πω ότι το κράτος εξαίρεσης είναι ήδη εδώ. Είμαστε ακόμα μακριά.
Στη συνθήκη που περιγράφεις, με τα επαναστατικά σχέδια του 20ου αιώνα να έχουν αποδειχτεί μη βιώσιμα, και την κοινοβουλευτική πολιτική να βρίσκει το όριό της στην ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας και την αυτονόμησή της από το δημοκρατικό έλεγχο, πώς μπορεί η Αριστερά να ξαναμπεί στο παιχνίδι;
Είμαστε ακόμα σε μεταβατική φάση –μια μελαγχολική Αριστερά. Σύμφωνα με τον κλασικό ορισμό του Φρόιντ για τη μελαγχολία, πρόκειται για μια διαδικασία επεξεργασίας του πένθους για την απώλεια, που καθώς δεν καταλήγει, μονιμοποιείται και αποκτά παθολογικά χαρακτηριστικά. Το θέμα είναι να μεταστοιχειώσει κανείς αυτό το πένθος, να το κάνει κάτι άλλο – κι εδώ βρισκόμαστε σήμερα. Ο κομμουνισμός και οι μεγάλες ουτοπίες του 20ου αιώνα δεν μπορούν να διατυπωθούν ως πρόταση για το σήμερα, αλλά δεν έχει γεννηθεί ένα καινούριο πρότυπο. Αυτό ήταν το πρόβλημα με τις αραβικές εξεγέρσεις: ηττήθηκαν, γιατί δεν είχαν πίσω τους μια καινούρια ουτοπία.
Χρειάζεται να επινοήσουμε μια νέα παράδοση, αυτό δηλαδή που κάνουν ο ΣΥΡΙΖΑ και το Podemos. Τα βλέπω σαν εργαστήρια. Φυσικά, όταν δημιουργείς κάτι νέο, αναπόφευκτα θα γίνουν και λάθη. Αλλά δεν βλέπω άλλον δρόμο πέρα από αυτόν μιας πραγματιστικής Αριστεράς, που επιδιώκει να ξεπεράσει τον ιδεολογικό σεχταρισμό του παρελθόντος. Το ελληνικό και το ισπανικό παράδειγμα είναι οι δύο προτάσεις για διέξοδο που διαθέτουμε σήμερα. Στην Ιταλία, οι προσπάθειες να δημιουργηθεί μια ριζοσπαστική Αριστερά απέτυχαν και στη Γαλλία το Front de Gauche δεν κατάφερε να βγει από το περιθώριο. Η βασική του συνιστώσα, το ΚΚ Γαλλίας, μέχρι τώρα πήρε μέρος σε όλες τις αποτυχημένες εμπειρίες διακυβέρνησης μαζί με το Σοσιαλιστικό Κόμμα.
Θα έλεγε κανείς για λόγους πραγματισμού…
Ενός καιροσκοπικού πραγματισμού. Ο ορίζοντας αυτής της πολιτικής ήταν η παραμονή εντός του πολιτικού μηχανισμού, χάρη σε συμβιβασμούς κορυφής με το Σοσιαλιστικό Κόμμα, χάρη σε εκλογικές συμμαχίες, και στη στήριξη, άμεση ή έμμεση, κυβερνητικών σχημάτων. Ο πραγματισμός αυτός δεν έχει καμία αξιοπιστία. Το ίδιο ισχύει και για την Κομμουνιστική Επανίδρυση στην Ιταλία, που επίσης πήρε μέρος στην κυβέρνηση της Κεντροαριστεράς.
Υποστηρίζω ότι μας χρειάζεται ένα άλλο είδος πραγματισμού, που κατά τη γνώμη μου είναι σαφώς πιο παραγωγικός. Είναι ο πραγματισμός των κινημάτων στα οποία βλέπουμε να συμπορεύονται πρώην κομμουνιστές, τροτσκιστές, αναρχικοί, εκφράσεις κοινωνικών κινημάτων με διαφορετικούς ιδεολογικούς ορίζοντες. Ιδίως στην Ισπανία έχει ξεκινήσει μια συζήτηση για τον λαϊκισμό που μου φαίνεται ενδιαφέρουσα. Και είναι σημαντικό ότι εκεί, οι επαφές μεταξύ Podemos και Ενωμένης Αριστεράς δεν καταλήγουν στη συνεργασία με το PSOE προκειμένου να επαναληφθεί η ίδια πολιτική που μας έφτασε ως εδώ.
Τα κινήματα αυτά συνέλαβαν την τομή σε σχέση με τον 20ο αιώνα. Μέχρι τότε υπήρχε ένας ορίζοντας –θα τον έλεγα ορίζοντα αναμονής. Τα κομμουνιστικά κόμματα, δηλαδή, ήταν ταυτισμένα με το σχέδιο της Μόσχας –και μπορεί εκεί να συνέβαιναν δυσάρεστα πράγματα, μπορεί τα γκούλαγκ να ήταν μια αθλιότητα, και πολλοί να έλεγαν ότι όσα γίνονται εκεί δεν αρέσουν σε κανέναν, όμως τα κομμουνιστικά κόμματα εκπροσωπούσαν το μέλλον: εγγράφονταν στην εξέλιξη της Ιστορίας. Επρόκειτο για μια μορφή ιστορικισμού, για την οποία η αναμονή του μέλλοντος δικαιολογούσε τις αντιφάσεις που παρουσίαζε το σχέδιο στο παρόν. Σε κάθε περίπτωση, υπήρχε μια γραμμή, μία κατεύθυνση για να πορευτεί κανείς –ένας ορατός ορίζοντας. Σήμερα, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Αν στο παρελθόν δεν μου άρεσε μια πολιτική, εντούτοις υποστήριζα το συγκεκριμένο κόμμα γιατί λεγόταν κομμουνιστικό και εκπροσωπούσε το μέλλον, τώρα το συγκεκριμένο κόμμα μπορεί να μου αρέσει, μπορεί να έχει ενδιαφέρουσες ιδέες και καλές προτάσεις, αλλά δεν μπορώ να το στηρίξω, ακριβώς γιατί λέγεται κομμουνιστικό.
Το Podemos θεωρητικοποιεί με τρόπο σχεδόν κανονιστικό αυτή την άρνηση της κομμουνιστικής ταυτότητας. Μπορεί κανείς να διαφωνεί, αλλά η επιλογή αυτή έχει πίσω της μια συζήτηση. Λένε ότι γεννήθηκαν από το κίνημα των Indignados, ένα αυθόρμητο νεανικό κίνημα, που δεν αναγνωρίζεται σε αυτές τις παραδόσεις και αυτές τις ιδεολογίες.
Θέτεις το ζήτημα της ιδεολογίας. Αυτές τις μέρες κυκλοφορεί το τρίτο σου βιβλίο στα ελληνικά, το «Τι απέγιναν οι διανοούμενοι». Ένας από τους τρόπους να το διαβάσει κανείς είναι ως προσπάθεια ενός κομμουνιστή διανοούμενου να ξανασκεφτεί την πνευματική του διαμόρφωση, και κυρίως, ποιος είναι ο ρόλος του σήμερα, σε μια εποχή αντιδιανοουμενισμού, που αναμφίβολα προτιμά τους τεχνικούς συμβούλους και τους ειδικούς της επικοινωνίας από τους διανοούμενους και τις ουτοπίες τους.
Η σημερινή γενιά διαμορφώνεται με εμπειρίες θεμελιωδώς διαφορετικές από εκείνες της γενιάς μου, και πολύ περισσότερο της προηγούμενης γενιάς. Στα χρόνια μου, το να αυτοπροσδιορίζεσαι ως κομμουνιστής ήταν η φυσική τάξη των πραγμάτων, κι αυτό ίσχυε σε ολόκληρη την Ευρώπη. Η γενιά που πολιτικοποιείται και ριζοσπαστικοποιείται σήμερα, θεωρεί τον κομμουνισμό κληρονομιά του 20ου αιώνα, όχι όμως πραγματικότητα που αφορά το σήμερα.
Κατά τη γνώμη μου θα ήταν λάθος για τα κόμματα και τα κινήματα που συγκροτούνται σήμερα να μείνουν αγκυλωμένα στη διαμάχη για το περιεχόμενο μιας κομμουνιστικής ταυτότητας και το αν πρέπει ή όχι να λεγόμαστε κομμουνστές. Εγώ λέω τον εαυτό μου κομμουνιστή γιατί προέρχομαι από αυτή την παράδοση –δεν βάζω όμως μπροστά αυτή την ταυτότητα. Δεν το κάνω, γιατί μεταξύ άλλων έχω τη βεβαιότητα ότι ένα εναλλακτικό σχέδιο, μια καινούρια ουτοπία που μπορεί να γεννηθεί στον 21ο αιώνα, θα είναι αντικαπιταλιστική. Αν αυτή η ουτοπία θα είναι κομμουνιστική, δεν είμαι καθόλου σίγουρος. Σκέφτομαι όμως ότι το να προτάσσει κανείς την ταυτότητα ίσως αποτελεί ένα είδος διανοητικού και ιδεολογικού συντηρητισμού, που θα μπορούσε να αποβεί έως και διαλυτικός. Φυσικά, η ριζοσπαστική Αριστερά και τα κινήματα πρέπει να συζητήσουν τι μένει από την κληρονομιά του ιστορικού κομμουνισμού – να σκεφτούν, μεταξύ άλλων, το παρελθόν και την κουλτούρα τους. Αλλά να το κάνουν χωρίς σεχταρισμό. Αυτό μου φαίνεται μια πραγματιστική πολιτική που, την ίδια στιγμή, δεν ενδίδει στον καιροσκοπισμό.
Υποτίθεται ότι οι διανοούμενοι ασχολούνται περισσότερο με τις ουτοπίες. Πώς «συμβιώνουν» ουτοπία και πραγματισμός;
Το εναλλακτικό σχέδιο που χρειαζόμαστε δεν θα το φτιάξουν οι διανοούμενοι επί χάρτου. Η δική τους δουλειά είναι να το επεξεργαστούν, να προτείνουν μια πιθανή μορφή του, να το συστηματοποιήσουν. Όμως το σχέδιο αυτό είναι πρωτίστως υπόθεση της κοινωνίας και των κινημάτων της. Για να κλείσουμε δε όπως ξεκινήσαμε, δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι το σχέδιο αυτό θα προέλθει από την Ευρώπη –και όχι, για παράδειγμα, από τον αραβικό κόσμο.
Καταπώς έχουν τα πράγματα σήμερα, η κατανόηση του κόσμου δεν αποτελεί αποκλειστικό προνόμιο της Δύσης. Στο παρελθόν, οι αντιαποικιακές επαναστάσεις στην Ασία ή τη Λατινική Αμερική στηρίχτηκαν σε ιδέες που γεννήθηκαν στη Δύση –στον μαρξισμό, τον εθνικισμό, τον αντιιμπεριαλισμό. Δεν είμαι σίγουρος ότι στον 21ο αιώνα  θα συμβεί το ίδιο. Δεδομένου ότι προερχόμαστε από μια ιστορική ήττα, καλό είναι να σκεφτόμαστε με μια μετριοπάθεια. Συλλάβαμε την επανάσταση ως ένα στρατιωτικό σχέδιο, γιατί έτσι λειτουργούσαν οι επαναστάσεις στον 20ο αιώνα. Αν συνεχίσουμε να τις σκεφτόμαστε έτσι και σήμερα, δεν θα έχουμε κάνει ούτε ένα βήμα μπροστά.

1 Aralık 2014 Pazartesi

Πώς διδάσκεται η φρίκη του ναζισμού; του Γιάννη Θ. Θανασέκου αναδημοσίευση απο τα ΕΝΘΕΜΑΤΑ

Πώς διδάσκεται η φρίκη του ναζισμού;


ΑΠΟ ΤΟ ΤΕΥΧΟΣ 16 ΤΟΥ «ΑΡΧΕΙΟΤΑΞΙΟΥ»
 του Γιάννη Θ. Θανασέκου

Έργο του Μίκαελ Χάφτα, από την ενότητα «Μνήμη του Ολοκαυτώματος»
Πιστό στο ετήσιο ραντεβού του, εδώ και δεκαπέντε χρόνια, κυκλοφορεί το «Αρχειοτάξιο», έκδοση των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ), σε συνεργασία με τις εκδόσεις Θεμέλιο. Το παρόν, 16ο τεύχος, είναι αφιερωμένο στην ελληνική Ακροδεξιά, ανιχνεύοντας τις ιστορικές διαδρομές της, από τον Μεσοπόλεμο μέχρι σήμερα, με αναφορές στον διεθνή περίγυρο. Θα βρούμε, έτσι, μελέτες για τους Επίστρατους στα χρόνια του Διχασμού, την οργάνωση «Χ», τους παρακρατικούς του 1960 και τους «τεταρτοαυγουστιανούς» του Κώστα Πλεύρη. Επίσης, για τις σχέσεις κράτους και παρακράτους στη μεταπολίτευση, την εκλογική εμβέλεια της Χρυσής Αυγής και συγγενών της οργανώσεων στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα, τη μνήμη του ναζισμού και τη διαχείρισή της στα σύγχρονα αρχεία. Γράφουν: Στρατής Μπουρνάζος, Δέσποινα Παπαδημητρίου, Κώστας Κατσούδας, Στράτος Δορδανάς, Δημήτρης Ψαρράς, Τάσος Κωστόπουλος, Παναγιώτης Κουστένης, Βασιλική Γεωργιάδου, Αγγέλικα Ψαρρά, Γιάννης Θ. Θανασέκος. Το τεύχος συμπληρώνουν οι σταθερές στήλες Προσεγγίσεις (Λεωνίδας Καλλιβρετάκης, για τις προσπάθειες σταθεροποίησης της Χούντας το 1968), Αρχειολογήματα (Σωκράτης Κουγέας, για την αλληλογραφία του ακαδημαϊκού Σωκράτη Κουγέα με τον Παναγιώτη Γαργαλίδη από το μέτωπο της Σμύρνης), Διασταυρώσεις (Σίλβιο Πονς, Κωστής Καρπόζηλος, Θανάσης Γάλλος).
Δημοσιεύουμε σήμερα ένα απόσπασμα από το κείμενο «Ιστορία, μνήμη και νεοναζισμός», του Γιάννη Θανασέκου, πρώην διευθυντή του Ιδρύματος Άουσβιτς στις Βρυξέλλες, ο οποίος θεωρείται διεθνώς ένας από τους κατεξοχήν ειδικούς στη μελέτη του ναζισμού και της ιστορικής μνήμης.
ENΘΕΜΑΤΑ
 Όταν αναφερόμαστε στο Άουσβιτς ως παράδειγμα όλων των διαστάσεων της ναζιστικής εγκληματικότητας (Saul Friedländer), γνωρίζουμε, τόσο από τα αρχεία όσο και από τις μαρτυρίες, ότι ο πυρήνας αυτής της εγκληματικότητας έγκειται στην αποανθρωποποίηση του ανθρώπου. Η έκπτωση (réduction) του ανθρώπου στην κατάσταση (statut) ενός αντικειμένου, ενός «πράγματος», ενός «μέσου»· ο άνθρωπος παύει να είναι «αυτοσκοπός», μετατρέπεται σε απλό «μέσο» προς την επίτευξη ενός σκοπού. Η πεμπτουσία της ναζιστικής εγκληματικότητας είναι ακριβώς η άρνηση του άλλου ως ανθρώπου. Περιττό να το επεκτείνω. Βρισκόμαστε εδώ στον απόλυτο αντίποδα του ουσιαστικού, του θεμελιώδους προστάγματος του Καντ σε ελεύθερη μετάφραση: ποτέ να μη θεωρείς τον άλλο, όπως και σένα τον ίδιο, ως μέσο, αλλά παντού και πάντα ως αυτοσκοπό.
Αυτή η τραγική διαπίστωση –σχετικά με το τι είναι ικανός να κάνει ο άνθρωπος σε άλλους ανθρώπους– απορρέει άμεσα από τη στροφή του βλέμματός μας προς το παρελθόν, όταν σκύβουμε πάνω στο παρελθόν· όχι μόνο όταν σκύβουμε πάνω στο Άουσβιτς αλλά και σε άλλες σκοτεινές και βάρβαρες σελίδες στο βάθος της ιστορίας. Ας στρέψουμε ωστόσο το βλέμμα μας προς το παρόν, ας σκύψουμε πάνω στο παρόν, πάνω στις σημερινές κοινωνίες μας. Νομίζω ότι χωρίς μεγάλες δυσκολίες ούτε υπερβολικούς κόπους, θα μπορέσουμε να διαπιστώσουμε και να εντοπίσουμε ένα σωρό δείγματα, κρούσματα, στίγματα αποανθρωποποίησης του ανθρώπου, την έκπτωσή του στην κατάσταση ενός αντικειμένου, ενός «πράγματος», ενός γυμνού «μέσου». Όλοι οι θεσμοί και οι τρόποι λειτουργίας τους, οι κοινωνικοί, οι πολιτικοί και οι οικονομικοί θεσμοί (ακόμα κι ο εκπαιδευτικός θεσμός) εγκλείουν, παράγουν και αναπαράγουν, σε διάφορες κλίμακες, αυτήν την απο-ανθρωποποίηση, τη réification του ανθρώπου. Θέλω να πω ότι το «Άουσβιτς», ως παροξυστικό παράδειγμα αποανθρωποποίησης του ανθρώπου, μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε, παιδαγωγικά, ως μεγεθυντικό φακό για να εξετάσουμε και να μελετήσουμε μαζί με τους νέους την παραγωγή και την αναπαραγωγή του στίγματος αυτού στο παρόν, μέσα στις δομές και τη λειτουργία των σημερινών κοινωνιών, δηλαδή εντός των ορίων της ισχύουσας κανονιστικής αξιολόγησης.
Νομίζω ότι ο δρόμος αυτός, δηλαδή η στροφή, υπό το πρίσμα αυτό, προς μια αυστηρή κριτική του παρόντος θα κινούσε πιο εύκολα και πιο αποδοτικά το ενδιαφέρον και την προσοχή των νέων, παρά ένα προκαταρκτικό μάθημα επί του παρελθόντος και των εκτρωμάτων του. Θα έλεγα μάλιστα ότι αυτού του είδους η αυστηρή κριτική του παρόντος, ως προηγούμενο, διευκολύνει κατά πολύ την επιστροφή της προσοχής στα γεγονότα του παρελθόντος και την κριτική τους αντιμετώπιση. Αντιλαμβάνομαι, βέβαια, τον κίνδυνο ενός τέτοιου παιδαγωγικού εγχειρήματος. Οδηγεί στην ενοχοποίηση της ισχύουσας κανονιστικής, εκθέτει τον «κανόνα», κάνει τη νόρμα, αυτό που τίθεται ως νορμάλ, συνυπεύθυνη, αν όχι συνένοχη, του μη κανονικού, του αποτρόπαιου. Ενέχει όντως κινδύνους μια τέτοια παιδαγωγική προοπτική, αλλά νομίζω ότι πρέπει να τη διακινδυνεύσουμε. Οι νέοι μας, οι μαθητές μας, είναι πολύ πιο διεισδυτικοί απ’ ό,τι συχνά νομίζουμε.
Μέσα στην ίδια αυτή προοπτική, θα έδινα ένα δεύτερο παράδειγμα του «πήγαιν’-έλα» μεταξύ παρελθόντος και παρόντος. Πρόκειται με ακρίβεια για τον σύγχρονο θεσμό της γραφειοκρατίας που εξέτασε και ανάλυσε με τόση διαύγεια ο Μαξ Βέμπερ — ιδιαίτερα την ενδόμυχη τάση της να μετατρέπει κάθε κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό πρόβλημα σε ένα τεχνικό και τεχνολογικό πρόβλημα προς λύση. Γνωρίζουμε ότι η γραφειοκρατία ήταν ένας από τους ουσιαστικούς φορείς και εκτελεστές των ναζιστικών εγκλημάτων, ιδιαίτερα δε των γενοκτονιών — ο νεολογισμός «έγκλημα γραφείου» τείνει να συμπυκνώσει αυτό τον αποφασιστικό ρόλο της γραφειοκρατίας στη διεκπεραίωση και εκτέλεση των ναζιστικών εγκλημάτων. Γνωρίζουμε επίσης ότι ο θεσμός αυτός προϋπήρχε, προ πολλού, του Γ΄ Ράιχ. Βέβαια, με την άφιξη των Ναζί στην εξουσία, δεν έλειψαν οι εκκαθαρίσεις εντός του θεσμού, αλλά ο μηχανισμός αυτός καθαυτόν παρέμεινε άθικτος — κληρονομιά του 19ου αιώνα.
Αν θυμάμαι καλά, ο Μπίσμαρκ έλεγε ότι αν η Τουρκία είναι ένα κράτος που διαθέτει έναν ισχυρό στρατό, η Πρωσία είναι μια ισχυρή γραφειοκρατία που έχει στη διάθεσή της ένα κράτος. Αυτά ως προς το παρελθόν και τη συμμετοχή της γραφειοκρατίας στα αποτρόπαια γεγονότα που ξέρουμε. Ας στρέψουμε πάλι όμως το βλέμμα μας προς το παρόν, ας σκύψουμε πάνω στους μηχανισμούς, τη λειτουργία, τις πρακτικές και τις συμπεριφορές της γραφειοκρατίας στην καρδιά των σημερινών κοινωνιών. Κι εδώ λοιπόν η αυστηρή κριτική του παρόντος, δηλαδή των καταστάσεων που ζούμε και που αντιμετωπίζουμε σήμερα, στα κανονιστικά πλαίσια των κοινωνιών μας, μπορεί να γίνει η αφετηρία για μια επιστροφή στο παρελθόν, για μια εξέταση του παρελθόντος. Ναι, η κριτική του παρόντος, η κριτική της νόρμας, του νορμάλ, μας οδηγεί στην εξέταση και επανεξέταση του παρελθόντος.
Θα τελείωνα μ’ ένα τρίτο παράδειγμα του πήγαιν’-έλα «παρόν-παρελθόν», «παρελθόν-παρόν». Η Χάννα Άρεντ σημειώνει κάπου ότι στην πεμπτουσία της η ναζιστική ιδεολογία, κι αυτό το ίδιο το ναζιστικό σύστημα, κάνουν τον άνθρωπο «περιττό», ή, στην καλύτερη περίπτωση, θα έλεγα, άνθρωπο «μιας χρήσεως» — βλέπε τις συνθήκες καταναγκαστικής εργασίας στα ναζιστικά στρατόπεδα. Ας ρίξουμε πάλι ωστόσο, υπ’ αυτό το συγκεκριμένο πρίσμα, μια ματιά στο παρόν, ειδικά στο πλαίσιο της κρίσης που ζούμε και που διαιωνίζεται.
H κατηγορία του «περιττού» ανθρώπου, του ανθρώπου «μιας χρήσεως», είναι όχι μόνο επίκαιρη, αλλά και συστατικό στοιχείο του παρόντος. Οι κοινωνίες μας παράγουν σήμερα σωρεία «περιττών» όχι μόνο ανθρώπων αλλά και ολόκληρων κοινωνικών στρωμάτων. Δεν αναφέρομαι μόνο στο τεράστιο και τραγικό πρόβλημα της μαζικής μετανάστευσης, αλλά και στη δομική λειτουργία της οικονομικής σφαίρας. Κι εδώ λοιπόν η αυστηρή κριτική του παρόντος μας οδηγεί πιο ζωντανά, πιο βιωματικά θα έλεγα, στο παρελθόν.
Πιστεύω εν ολίγοις ότι η νεολαία μας –γιατί περί αυτού πρόκειται– θα ήταν πολύ πιο πρόθυμη να ακούσει τον «ιστορικό λόγο» αν παίρναμε ως έναυσμα, ως αφετηρία, την κριτική του παρόντος. Από το παρόν στο παρελθόν και από το παρελθόν πάλι στο παρόν.

10 Kasım 2014 Pazartesi

στο περιοδικό ΕΝΕΚEΝ : άρθρο του Μισέλ Λέβι Βαρβαρότητα και Νεωτερικoτητα στον 20 Αιώνα:

στο περιοδικό ΕΝΕΚεΝ στο άρθρο του Μισέλ Λέβι Βαρβαρότητα και Νεωτερικοτητα στον 20 Αιώνα: ο Λέβι θεώρει την βαρβαρότητα – και τον συνυφασμένο με αυτή φασισμό – όχι ως ένα προνεωτερικο κατάλοιπο αλλά παιδι της σύγχρονης εποχής … .είναι σαφέστατα σύγχρονη η βαρβαρότητα –λέει ο Λέβι – και εμφανίζει τα εξής χαρακτηριστικά :
χρήση σύγχρονων τεχνολογιών ,. βιομηχανοποίηση του θανάτου. μαζικές εξολοθρεύσεις με την συνδρομή τεχνολογιών αιχμής .
Αποπροσωποποίηση της σφαγής : Ολόκληροι πληθυσμοί εξολοθρεύονται με τη λιγότερη δυνατή επαφη ανάμεσα σε αυτούς που λαμβανουναποφασεις και τα θύματα ..
Γραφειοκρατική διαχείριση , διοίκηση , αποτελεσματικότητα, ορθολογικός σχεδιασμός (με όρους εγαλειοποιησης πράξεων βαρβαρότητας ..)
Ιδεολογική νομιμοποιηση σύγχρονου τύπου : « Βιολογική υγιεινιστική ‘επιστημονική» και όχι θρησκευτική η παραδοσιακού χαρακτήρα ..
κατά τον Λεβι οι τέσσερις σφαγές που ενσωματώνουν με τον πιο ολοκληρωμένο τρόπο την νεωτερική βαρβαρότητα είναι :
Η ναζιστική γενοκτονία των Εβραίων και των Τσιγγάνων,
η ατομική βόμβα στη Χιροσίμα ,
τα σταλινικά Γκουλαγκ ,
ο αμερικανικός πόλεμος στο Βιετνάμ .
Οι δυο πρώτες είναι πιθανόν καθ ‘ολοκληρίαν νεωτερικές . Οι θάλαμοι αέριων των Ναζί και η ατομική βόμβα περιλαμβάνουν σχεδόν όλα τα χαρακτηριστικά της νεωτερικής τεχνγραφειοκρατικής βαρβαρότητας ( ΕΝΕΚΕΝ ΤΕΥΧ 32 Ιούνιος 2014 )