αγανακτισμένοι etiketine sahip kayıtlar gösteriliyor. Tüm kayıtları göster
αγανακτισμένοι etiketine sahip kayıtlar gösteriliyor. Tüm kayıtları göster

4 Şubat 2015 Çarşamba

Το σύμπτωμα/αναδημοσίευση από το Στο ντιβάνι με το Λακάν/∞ Α π ε ι ρ 8

Το σύμπτωμα






του Kraftwerk


Βασικές έννοιες της λακανικής ψυχανάλυσης είναι το σύμπτωμα και η φαντασίωση. Αρχικά ο Λακάν εστίασε στην έννοια του συμπτώματος ενώ σταδιακά μετακινήθηκε στην έννοια της φαντασίωσης. Στο τέλος της διδασκαλίας του ο Λακάν επέστρεψε στην έννοια του συμπτώματος για να ορίσει μέσω αυτού το τέλος της ανάλυσης. Το σύμπτωμα και η φαντασίωση συνδέονται μεταξύ τους μέσα από την έννοια της jouissance. Το σύμπτωμα αποτελεί jouissance η οποία βιώνεται ως δυσαρέσκεια ενώ η φαντασίωση αποτελεί jouissance η οποία βιώνεται ως ηδονή (Σταυρακάκης,2012:102). Το σύμπτωμα είναι αυτό με το οποίο ξεκινά μια ανάλυση και για αυτό θα επικεντρωθούμε πρώτα σε αυτό πριν αναλύσουμε την έννοια της φαντασίωσης. Το σύμπτωμα αποτελεί χαρακτηριστικό κάθε υποκειμένου. Κάθε υποκείμενο έχει κάποιο σύμπτωμα το οποίο δημιουργεί δυσαρέσκεια αλλά προσφέρει ταυτόχρονα και κάποιο είδος οδυνηρής ηδονής (Σταυρακάκης,2012:103).
Το σύμπτωμα στον Φρόυντ διαφέρει στον ορισμό του από το τυπικό ιατρικό σύμπτωμα. Το φροϋδικό σύμπτωμα είναι κάτι που υπάρχει ή εμμένει εφόσον η αιτιολογία του είναι άγνωστη, είναι σωματοποιημένη άγνοια (Zizek,2006b:217). Σύμφωνα με το Φρόυντ το σύμπτωμα μπορεί να ερμηνευτεί όπως ένα όνειρο και σε σχέση με την επιθυμία. Επίσης το σύμπτωμα έχει ένα αποτέλεσμα αλήθειας. Την εμμονή ενός συμπτώματος και μετά την ερμηνεία ο Φρόυντ την αντιμετώπισε ως παράδοξο και επιχείρησε να την εξηγήσει μέσα από την ενόρμηση θανάτου (Miller,2011). Στο Λακάν συναντούμε διάφορες εννοιολογήσεις του συμπτώματος. Αρχικά το σύμπτωμα θεωρήθηκε από το Λακάν ότι αναδύεται εκεί όπου έχει συμβεί διακοπή του κυκλώματος της συμβολικής επικοινωνίας. Το σύμπτωμα εμφανίζεται όταν το υποκείμενο συμβιβάζει την επιθυμία του ή εξαιτίας της δυσλειτουργίας ή αποτυχίας του συμβολικού νόμου (Zizek,2000:116). Το σύμπτωμα θεωρείται ως παθολογικός σχηματισμός που αποτελεί εξαίρεση στην πληρότητα του συμβολικού. Το σύμπτωμα είναι κάτι που δεν έχει αρθρωθεί, που έχει απωθηθεί και αποτελεί ένα κρυπτογραφημένο μήνυμα. Το σύμπτωμα αναφέρεται στον Άλλο (τον αναλυτή στα πλαίσια της ανάλυσης) και αποζητά μια ερμηνεία. Ο αναλυτής είναι το υποκείμενο που υποτίθεται ότι γνωρίζει. Αυτό που υποτίθεται ότι γνωρίζει από τον αναλυόμενο (υποκείμενο που υποτίθεται ότι πιστεύει) είναι  το νόημα του συμπτώματος. Μέσα από την ερμηνεία το σύμπτωμα διαλύεται.
Η jouissance γίνεται κατανοητή ως ψευδής φαντασιακή πληρότητα που οδηγεί το υποκείμενο στο να αποφύγει την αλήθεια της επιθυμίας του (Zizek,2001:29). Η jouissance διαλύεται με την ερμηνεία του συμπτώματος, της απόδοσης νοήματος σε αυτό. Αυτή η προσέγγιση του νοήματος προϋποθέτει τον Άλλο ως πλήρη (Ζίζεκ,2006:133), ο οποίος αποτελεί τον εγγυητή του νοήματος. Σε αυτή τη θεώρηση Λακάν τονίζει τον κυρίαρχο ρόλο του συμβολικού. Το νόημα του συμπτώματος κατασκευάζεται αναδρομικά μέσα στην ανάλυση και δεν ανασύρεται από το παρελθόν. Η ερμηνεία παράγει την αλήθεια του συμπτώματος δηλαδή παράγει το σημαίνον πλαίσιο που δίνει στα συμπτώματα  το νόημά τους (Ζίζεκ,2006:106).
Ωστόσο αυτή η θεώρηση του Λακάν σταδιακά υποχωρεί. Το σύμπτωμα μέσα από την ανάλυση ενώ έχει ερμηνευτεί, εμμένει. Έτσι πέρα από τη συμβολική διάσταση του συμπτώματος ο Λακάν αναγνωρίζει το σύμπτωμα ως πραγματικό. Το σύμπτωμα έχει τη δομή του Ιανού, έχει δύο πρόσωπα, το πρόσωπο της αλήθειας και το πρόσωπο του πραγματικού (Miller,2011).  Το σύμπτωμα δεν αποτελεί πλέον μόνο κρυπτογραφημένο μήνυμα αλλά έχει έναν σκληρό πυρήνα μη νοήματος που δεν επιδέχεται ερμηνεία. Το σύμπτωμα ενέχει ταυτόχρονα και απόλαυση, jouissance την οποία το υποκείμενο δεν θέλει να αποποιηθεί.  Το υποκείμενο «αγαπά το σύμπτωμά του περισσότερο από τον εαυτό του» (Ζίζεκ,2006:134). Το σύμπτωμα δεν αποτελεί πια παθολογικό σχηματισμό, μια εξαίρεση του καθολικού συμβολικού νόμου. Υπάρχουν μόνο συμπτώματα και ο συμβολικός νόμος δεν είναι σε τελική ανάλυση παρά ένα ακόμη σύμπτωμα (Zizek,2000:116). Το όνομα του πατέρα είναι ένα προσποιητό, ένα σύνθωμα που δίνει συνοχή στη συμβολική τάξη. Η «διάλυση» του συμπτώματος δεν σχετίζεται πλέον με μια μη παθολογική κατάσταση επιθυμίας αλλά με την διάλυση της συμβολικής τάξης του υποκειμένου (Zizek,2000:117).
Το γλωσσικό ολίσθημα, το ανέκδοτο, το λάθος μπορούν να θεωρηθούν όπως και το όνειρο ως συμπτώματα εφόσον επαναλαμβάνονται συστηματικά. Έτσι γίνεται φανερό ότι το σύμπτωμα σχετίζεται με την επανάληψη, με ένα συμβάν που επαναλαμβάνεται. Ο Λακάν με αυτή την έννοια είπε ότι το σύμπτωμα είναι et cetera, η επιστροφή του ίδιου συμβάντος (Miller,2011), είναι το αντίθετο της έκπληξης. Κάποιος μπορεί να κάνει διαφορετικά πράγματα αναμασώντας το ίδιο. Έτσι το σύμπτωμα μπορεί να θεωρηθεί αντικείμενο φράκταλ αφού τα φράκταλ αντικείμενα δείχνουν ότι η επανάληψη του ίδιου μπορεί να δημιουργήσει τις πιο περίπλοκες και ακραίες μορφές (Miller,2011).

αναδημοσίευση από το Στο ντιβάνι με το Λακάν

17 Ocak 2015 Cumartesi

ΑΓΑΝΑΚΤΙΣΜΕΝΟΙ .. Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ;Το μίσος για τις Πλατείες των Άκη Γαβριηλίδη και Μιχάλη Μπαρτσίδη αναδημοσιευση απο το http://koinoniko-ergastirio.blogspot.gr

Το μίσος για τις Πλατείες







                                                       



Σε αυτή την παρατεταμένη προεκλογική περίοδο, (η οποία τυπικά άρχισε τις προάλλες αλλά ουσιαστικά διαρκεί δύο τουλάχιστον χρόνια), ένα φάντασμα πλανιέται πάνω –ή ίσως, ορθότερα, κάτω- από τον πολιτικό λόγο στην Ελλάδα: το φάντασμα των πλατειών.

Νεοφιλελεύθεροι και κομμουνιστές, εκσυγχρονιστές και αναρχικοί, ακροκεντρώοι, πολιτειολόγοι, φιλόσοφοι, δημοσιογράφοι, πεζογράφοι και τεχνοκριτικοί, όλοι ομοθυμαδόν ή χωριστά ο καθένας συναγωνίζονται ποιος θα πρωτοκαταδικάσει με τον πιο έντονο τρόπο το «κίνημα των Αγανακτισμένων» όπως είχε αποκληθεί τότε.
Η επιμονή και η επαναληπτικότητα αυτής της καταδίκης είναι αξιοπερίεργη. Οι καταλήψεις των πλατειών έχουν τερματιστεί εδώ και καιρό, στο δε μεταξύ διάστημα δεν έχει υπάρξει ούτε ένα πολιτικό υποκείμενο το οποίο να επικαλείται την κληρονομιά τους και να μιλά εξ ονόματός της, όπως π.χ. έγινε στην Ισπανία, ή έστω απλώς να μιλά γι’ αυτήν με θετικό τρόπο[1]. Ποιον κίνδυνο ξορκίζουν λοιπόν όλοι αυτοί; Εναντίον ποίου βάλλουν;
Τα ίδια τα κατηγορητήρια αναφέρουν ότι οι Αγανακτισμένοι δεν είχαν προτάσεις, ο λόγος τους ήταν ασυνάρτητος, χαμηλού διανοητικού ή/ και αισθητικού επιπέδου, χρησίμευε κυρίως για συναισθηματική εκτόνωση, και φυσικά, πάνω απ’ όλα, ότι αποτελούσε έκφραση του «εθνολαϊκισμού» και των «παθογενειών της ελληνικής κοινωνίας».
Αν όμως θέλαμε να κάνουμε ένα εγελιανό καλαμπούρι, θα λέγαμε ότι, και εδώ, η μόνη ελληνική ιδιαιτερότητα είναι η ίδια η υπόθεση ότι υφίσταται κάποια ελληνική ιδιαιτερότητα. Ενώ διεθνώς αναπτύσσεται η βιβλιογραφία για την ανανοηματοδότηση της δημοκρατίας από τα κινήματα του 2011, στην Ελλάδα αυτόκλητοι «ευρωπαϊστές» θεωρητικοί επιμένουν στην «καθυστέρηση» του ελληνικού «Volksgeist»[2].
Η παραπάνω απαρίθμηση δείχνει ήδη ποια είναι η κοινή βάση που γεννά την αλλεργία και τη μνησικακία για τις πλατείες, και τη διαρκή ανάγκη να ξεθάβεται κάθε τόσο το πτώμα για να τουφεκίζεται και πάλι: είναι ο μοντερνισμός. Και, ειδικότερα, ο αβανγκαρντισμός: η αντίληψη της πολιτικής ως σκόπιμης/ ορθολογικής/ αποτελεσματικής δραστηριότητας και ως προνομίου μιας επίλεκτης ομάδας, κατά προτίμηση επαγγελματικής, η οποία πάντως ξέρεικαι μπορεί να εξασφαλίσει τη σταθερότητα –σε αντιδιαστολή με τον όχλο ο οποίος είναι άστατος, «δεν έχει κανένα μέτρο» και γι’ αυτό «τρομοκρατεί όταν δεν είναι ο ίδιος φοβισμένος», «είτε υπηρετεί με δουλοπρέπεια, είτε κυριαρχεί με υπεροψία» και «δεν υπάρχει σε αυτόν καμία αλήθεια και καμία κρίση»[3].
Το μίσος για τις πλατείες λοιπόν είναι μία υποπερίπτωση του φόβου των μαζών[4], ή του γενικότερου μίσους για τη δημοκρατία[5].
Φυσικά, οι μοντερνιστές θα αντιτείνουν: «μα ποια δημοκρατία; Αφού αυτοί που μετείχαν στις πλατείες ήταν δεξιοί, αφασικοί, ανοργάνωτοι». 
Και, για να μην μένουμε σε υποθέσεις, ας παραθέσουμε με τα ίδια της τα λόγια, αντί πολλών άλλων δυνατών παραδειγμάτων, μία από τις πιο καθαρές εκφράσεις αυτής της αριστοκρατικής απόρριψης προς τον όχλο:
Σε πολλούς από τους πολίτες αυτής της χώρας που επιμένουν να σκέπτονται, το αποτέλεσμα των εκλογών [του Μαΐου 2012] έγινε δεκτό με αντικρουόμενα συναισθήματα. Την ικανοποίηση για την κατάρρευση των βασικών πολιτικών υπαιτίων της οικτρής κατάστασης στην οποία βρίσκεται η χώρα αντιστάθμισε η θλίψη για το ποιόν των νικητών. Για όσους δεν το κατάλαβαν: νικητές των εκλογών ήταν η Πλατεία Συντάγματος και οι «Αγανακτισμένοι». Η Πλατεία μορφοποίησε πολιτικά τον κυρίαρχο τηλεοπτικό λόγο των τελευταίων ετών («κατοχή», «δωσίλογοι», «τοκογλύφοι» - βλ. και το εξαίρετο κείμενο Τσακυράκη στα «ΝΕΑ», 12/5). Και στις πρόσφατες εκλογές, οφέλη είχαν όσοι ιστιοδρόμησαν πάνω σε αυτό το παλιρροϊκό κύμα: ο αριστερός εθνικός λαϊκισμός του ΣΥΡΙΖΑ, ο δεξιός ψυχωτικός λαϊκισμός του Καμμένου και, βέβαια, η πιο ακραία αντισυστημική (και κατά τούτο η πιο «συνεπής»!) εκδοχή της αγανάκτησης: η νεοναζιστική Χρυσή Αυγή[6].
Το πρόβλημα με αυτή την αυτοπροβαλλόμενη ως «ορθολογική» ιεράρχηση του χυδαίου και συναισθηματικού όχλου στις χαμηλότερες κατηγορίες του πολιτικού δεν είναι μόνο ο ελιτισμός της. Είναι ότι δεν έχει τίποτε το ορθολογικό, και ότι αντιθέτως υποκύπτει η ίδια στην κρυφή γοητεία αυτού που δηλώνει δημοσίως ότι της προκαλεί θλίψη: του λαϊκισμού. Η παραπάνω παράγραφος διενεργεί τις εξής δύο βασικές λειτουργίες: α) έναν αναγωγιστικό διχασμό της κοινωνικής και πολιτικής πολλαπλότητας σε μία δυιστική αντιπαράθεση, αλλά και β) την επιδίωξη της επίζηλης θέσης τού underdog, αυτού που αδίκως αγνοείται και αποκλείεται. Πράγμα που γίνεται φανερό στον σχεδόν προκλητικό ισχυρισμό ότι «Η Πλατεία μορφοποίησε πολιτικά τον κυρίαρχο [sic] τηλεοπτικό λόγο των τελευταίων ετών» (!!!). Tη στιγμή που όλοι βλέπουμε ότι τα τελευταία έτη (αλλά και τα πρώτα, και όλα γενικώς τα έτη), ο κυρίαρχος –αν όχι ο μόνος- τηλεοπτικός λόγος δεν είναι φυσικά ο λόγος των Πλατειών, αλλά ο λόγος της αντιπολίτευσης στις Πλατείες[7].
Ο ισχυρισμός ότι «οι Πλατείες οδήγησαν στη Χρυσή Αυγή» γνωρίζει γενικότερη διάδοση. Σε αυτόν συναντώνται ο Δημήτρης Κουτσούμπας και η Άννα Φραγκουδάκη[8], η Αφροδίτη Αλ Σάλεχ και ομάδες που αυτοπροσδιορίζονται ως αναρχικοί/ αντιεξουσιαστές.
Ο ισχυρισμός αυτός είναι τελείως ατεκμηρίωτος. Καθόσον γνωρίζουμε, δεν στηρίζεται σε καμία δημοσιευμένη ποσοτική ή ποιοτική ανάλυση. Φυσικά δεν συνιστά τέτοια ανάλυση η εμπειρική διαπίστωση «μα εμείς τους είδαμε, ξέρουμε ποιοι είναι», «κρατούσαν ελληνικές σημαίες», «ακούσαμε αυτά που λέγανε στις συνελεύσεις και ήταν ένας απολίτικος χυλός βασισμένος στον εθνικισμό, το θέαμα, τη νοσταλγία του παθητικού καταναλωτή» κ.λπ.
Όσοι προβάλλουν αυτές τις ενστάσεις και νομίζουν ότι έτσι κλείνουν το ζήτημα χωρίς υπόλοιπα, κάνουν ένα βασικό λάθος: διαβάζουν την πολιτική αποκλειστικά ως ρηματικότητα, ως απόλυτη κυριολεξία, και καθόλου ως επιτελεστικότητα (ακόμη και όταν επικαλούνται την ιδιότητα των queer περφόρμερς). Όταν ακούν μία πρόταση να εκφωνείται στην Πλατεία, της αποδίδουν το ίδιο καθεστώς και την αντιμετωπίζουν με τους ίδιους ακριβώς όρους με τους οποίους θα αντιμετώπιζαν την ίδια φράση μέσα σε μια προκήρυξη, ένα άρθρο σε εφημερίδα, ένα λόγο στη Βουλή ή μια ανάλυση πολιτικής/ οικονομικής θεωρίας. Εκκινούν δηλαδή από το δεδομένο ότι, για να καταλάβουμε την πολιτική σημασία ενός κινήματος, πρέπει –και αρκεί- να διαβάσουμε τον συντεταγμένο λόγο του και να αξιολογήσουμε αν αυτός προβάλλει και εμπνέεται από ένα πρόταγμα, έστω το σοσιαλισμό, τον αντικαπιταλισμό, τον αντικρατισμό, την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας μας κ.ο.κ. Και επίσης από το αξίωμα ότι κάθε λόγος στην πολιτική –και κάθε λόγος περί πολιτικής, πράγμα το οποίο γι’ αυτούς δεν έχει καμία διαφορά/ διαφωρά με το προηγούμενο- έχει ένα μόνο και σταθερό επίπεδο νοήματος· δεν υφίσταται ούτε προκαλεί κανένα μετασχηματισμό. Έτσι, ακούνε κάποιον να χρησιμοποιεί ένα υπάρχον πολιτικό λεξιλόγιο –έστω εν προκειμένω το πατριωτικό- και αυτομάτως θεωρούν ότι η νέα αυτή χρήση είναι απολύτως ταυτόσημη με κάθε προηγούμενη· ούτε στιγμή δεν τους περνά απ’ το μυαλό να αναρωτηθούν όχι τόσο τι λένε οι άνθρωποι, αλλά τι κάνουν όταν το λένε αυτό.
Πού μπορεί να οφείλεται αυτή η παραγνώριση της επικοινωνιακής, πολιτικής, καλλιτεχνικής διάστασης, της διαθετικής (affective) αλληλεπίδρασης των συμμετεχόντων που οδηγούσε προς μια «σκέψη των μαζών», προς μια «συλλογική ορθολογικότητα» ανάκτησης αξιών όπως η αξιοπρέπεια και υπεράσπισης μιας διατομικής-κοινής «ευθύνης» έναντι των ανεύθυνων μέχρι τούδε πολιτικών εκπροσώπων τους οποίους καλούσαν να «φύγουν»[9]; Εδώ θεωρούμε ότι επιχειρείται μια πολιτισμική διάκριση απόρριψης (κατά Μπουρντιέ) μεγαλύτερου εύρους από εκείνη της δεκαετίας του 80[10]: ο μοντερνισμός του ιδεολόγου-με-πρόταγμα έναντι των επιφανειακών μαζών που θέλουν μόνο να ανακτήσουν υλικά αγαθά τα οποία απώλεσαν στην κρίση, κινούμενες από ιδιοτελές συμφέρον και όχι από καθολικές αξίες.
Η εμμονοληπτική αυτή τελετουργία καταδίκης των Πλατειών φτάνει ακμαία έως τις μέρες μας, θέτοντας το ερώτημα «πού πήγαν οι Αγανακτισμένοι;», «γιατί δεν κινητοποιούνται πλέον;», συνοδευόμενο από μία ειρωνική «θεωρία του καναπέ».
Εξίσου ενδιαφέρον όμως με το ερώτημα «τι έμεινε από τις Πλατείες» θα ήταν να εξετάσουμε τι κληρονομιά άφησε η αντίδραση στις Πλατείες.
Το κίνημα των «Αγανακτισμένων» κατηγορήθηκε για «απολίτικο». Περισσότερο άξιος αυτού του χαρακτηρισμού όμως μας φαίνεται ο λόγος των επικριτών του, στο μέτρο που ως πολιτικό ορίζουμε –μαζί με τον Ρανσιέρ- τη λειτουργία που κατατείνει στο να διαταράξει παγιωμένες θέσεις και ρόλους και να φέρει στην επιφάνεια το μέρος εκείνων που δεν είχαν κανένα μέρος. Σε αντιδιαστολή με την αστυνομική λειτουργία, η οποία εδραιώνει και αναπαράγει τους καθιερωμένους ρόλους και εχθρεύεται την ανάδυση του απρόσκλητου.
Σε ένα άρθρο του με τίτλο «Η άνοδος και η εξαφάνιση των Αγανακτισμένων» (Καθημερινή 25.11.2012), ο Πάσχος Μανδραβέλης, μολονότι σε κάποια σημεία δεν παραλείπει να εκφράσει την αντιπάθεια και το σαρκασμό του για τους εξαφανισθέντες, αναγνωρίζει πάντως ότι «Το ‘καλοκαίρι των Αγανακτισμένων’ ήταν η πρώτη μεταπολιτική λαϊκή εκδήλωση που δεν μπαίνει στα κλασικά αναλυτικά εργαλεία». Στη συνέχεια του άρθρου, βέβαια, ο ίδιος προσφεύγει στα πιο κλασικά τέτοια εργαλεία: τη στατιστική και τις δημοσκοπήσεις. Επικαλείται «αστυνομικές» κατατάξεις των συγκεντρωμένων σε ιδεολογικές, κομματικές ή ηλικιακές κατηγορίες με βάση διαπιστώσεις «μελετητών»:
μελετητές της ακροδεξιάς βίας στον Άγιο Παντελεήμονα και των σχεδόν καθημερινών συγκρούσεων με τους αριστεριστές διαπίστωσαν, τον Μάιο του 2011, ότι ξαφνικά η περιοχή είχε αδειάσει και από τους ακροδεξιούς και από τους ακροαριστερούς. Όλοι είχαν μετακινηθεί στο Σύνταγμα.
Πουθενά όμως δεν τίθεται το ερώτημα αν, εκτός από αυτή τη γεωγραφική μετακίνηση, υπήρξε καμία άλλη. Οι «ακροδεξιοί», οι «ακροαριστεροί», οι «οπαδοί του ΠΑΣΟΚ» ή «της ΝΔ» εκλαμβάνονται ουσιοκρατικά ως κατηγορίες πάντοτε ίδιες με τον εαυτό τους. Οι άνθρωποι αυτοί προηγουμένως ήταν στον Άγιο Παντελεήμονα, μετά πήγαν στο Σύνταγμα, μετά έφυγαν από εκεί, αλλά παρέμειναν οι ίδιοι πριν και μετά. Ο αρθρογράφος παραδέχεται ότι «Υπήρξε ώσμωση», αλλά τη διαπίστωση δεν την κάνει τίποτε στη συνέχεια –πέρα από το να την ρίξει στο γνωστό μύλο της «συνάντησης των δύο άκρων» (η οποία ουσιαστικά ακυρώνει την ώσμωση διότι, για τη δεξιά σκέψη ήδη από την εποχή της θεωρίας περί «αριστεροχουντισμού» της δεκαετίας του 70, τα «άκρα» ούτως ή άλλως συγγένευαν).
Ο Μανδραβέλης καταλήγει:
«Γενικώς, πάντως, η ιστορία των Αγανακτισμένων πρέπει κάποια στιγμή να μελετηθεί».
Πολύ σωστά. Αλλά αυτό το «πρέπει» εξακολουθεί να μένει ξεκρέμαστο δύο και πλέον χρόνια.
Αν η ιστορία αυτή «πρέπει να μελετηθεί», σε ποιον άραγε αναλογεί το καθήκον αυτής της μελέτης;
Σίγουρα σε κάποιους/-ες που να μην κινούνται από περιφρόνηση και αποστροφή προς τους Αγανακτισμένους, αλλά να μπορούν να αντέξουν τον πανικό και την αμηχανία από την –όντως υπαρκτή- αντιφατικότητα και το στροβιλισμό της μετακίνησης του πλήθους. Υπάρχουν άραγε τέτοιοι;


[1] Ως μόνη τέτοια αναφορά, και αυτή όμως αδήλωτη και αρκετά απόμακρη, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε τη χρήση του όρου «αξιοπρέπεια» στο λόγο του ΣΥΡΙΖΑ.
[2] Βλ. π.χ. Παναγιώτης Θανασάς, «Ευρωπαϊκή Ελλάδα;», Τα Νέα, 17 Μαΐου 2012 –στη στήλη «Τρίτη άποψη».
[3] Σπινόζα, Πολιτική Πραγματεία, κεφ. 7 παρ. 27.
[4] Βλ. Étienne Balibar, «Spinoza, l' anti-Orwell - la crainte des masses», in: Les Temps Modernes 470, Σεπτέμβριος 1985. Στα ελληνικά: Ο φόβος των μαζών Σπινόζα, Μαρξ, Φουκώ, Πλέθρον, Αθήνα 2010.
[5] Βλ. Ζακ Ρανσιέρ, Το μίσος για τη δημοκρατία, Πεδίο, Αθήνα 2009.
[6] Παναγιώτης Θανασάς, «Ευρωπαϊκή Ελλάδα;», Τα Νέα, 17 Μαΐου 2012 –στη στήλη «Τρίτη άποψη». Η άποψη αυτή διαθέτει διαγνωστική ευστοχία κατά το ότι αναγνωρίζει ευθέως την επίδραση του συμβάντος των Πλατειών στην πολιτική σκηνή. Δεν είναι όμως μια «Τρίτη» αλλά η μία εκ των δυο, η «ενάντια» ακριβώς τοποθέτηση.
[7] Αυτό που επίσης είναι αξιοπρόσεκτο, και που υπονομεύει την εγκυρότητα του συμπεράσματος, είναι η χρήση του όρου «μορφοποίησε πολιτικά». Σε πείσμα του «φαντασιακού εγκλωβισμού» και της «πνευματικής καθυστέρησης» που του αποδίδεται στο ίδιο άρθρο, το «Volksgeist/ πνεύμα του λαού» αναπαρίσταται ως υποκείμενο όχι μόνο ενιαίο, αλλά και ικανό να ενοποιεί τον λόγο άλλων υποκειμένων.
[8] Ο εθνικισμός και η άνοδος της ακροδεξιάς, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2013, ιδίως ενότητα Γ8.
[9] Η βιβλιογραφία εμπλουτίστηκε έκτοτε,  ενδεικτικά όμως βλ. για το ζήτημα αυτό: Μιχάλη Μπαρτσίδη και Φωτεινής Τσιμπιρίδου, «Οι περιπέτειες της ‘αξιοπρέπειας’ ως πολιτειακής αρετής. Από τα παγκόσμια κινήματα στους ‘Αγανακτισμένους’», και εκτενέστερα, των ίδιων, «Για την επιστροφή της ‘πολιτικής ηθικής’. Παγκοσμιοτοπικά κινήματα ‘αξιοπρέπειας’».
[10] Άφθονο υλικό για τη σύγκριση στο Λεξικό της Δεκαετίας του 80,καθώς και την τουλάχιστον απορητική Εισαγωγήστην επανέκδοσή του στην οποία επιχειρείται να επανεγγραφεί στις σημερινές ανάγκες «κριτικής του λαϊκισμού» το βασικό ερμηνευτικό σχήμα περί «μαζικής-ατομικιστικής» κοινωνίας η οποία ευνοεί τον εθνολαϊκισμό. Βλ. Κυριάκος Αθανασιάδης, «Κύριε Παναγιωτόπουλε, μήπως ζούμε ακόμη στη δεκαετία του 80;»και «"Η Ελλάδα στη δεκαετία του '80", Κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό λεξικό, στο Γκάζι».

Μια συντομότερη μορφή του κειμένου αυτού δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Unfollow, τ. 37.

   ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗς  

Πολιτική του φόβου ή φόβος της πολιτικής; – InsideNews:

insidenews.gr/2015/01/06/πολιτική-του-φόβου-ή-φόβος-της-πολιτικ
Jan 6, 2015 - Του Ανδρέα Πανταζόπουλου, ΒΗΜΑ. Λέγεται ότι η πολιτική είναι συνώνυμη διλημμάτων και αποφάσεων. Οπως αυτά που προκύπτουν και θα ...

Ο «λαός» και η δημοκρατία - γνώμες - Το Βήμα Online

10 Aralık 2014 Çarşamba

Οι «Ταπεινωμένοι» Η διφορούμενη εικόνα του «Αγανακτισμένου» πολίτη Από τον ΑΝΔΡΕΑ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟ πηγηThe Athens Review of Books, Blog

The Athens Review of Books, Blog
Οι «Ταπεινωμένοι»
Η διφορούμενη εικόνα του «Αγανακτισμένου» πολίτη


Από τον ΑΝΔΡΕΑ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟ

Αν η συνεχιζόμενη κινητοποίηση μερίδας πολλών Ισπανών πολιτών, που ονομάσθηκε και «Κίνημα της 15ης Μάη», αυτοχρίσθηκε ως το κίνημα των «Αγανακτισμένων», είναι γιατί οι πολυπληθείς φορείς του, νεανικής κατά βάση ηλικίας, αισθάνονται βαθιά ταπεινωμένοι, σχεδόν απελπισμένοι ως προς τη διάψευση των υποσχέσεων που τους δόθηκαν από την προηγούμενη γενιά αλλά και από την πολιτική τάξη. Ο φόβος ανάμικτος με ογκούμενη οργή, που κάλλιστα μπορούν να μετατραπούν σε μνησικακία, αφορούν τη διαφαινόμενη πτώση μιας νέας γενιάς και μιας κοινωνικής τάξης, της νεο-μικροαστικής, σε ένα καθεστώς νεο-προλεταριοποίησης.
Τρία είναι τα βασικά προβλήματα που αναδεικνύει αυτή η κινητοποίηση. Το πρώτο, αυτό της εργασίας. Το δεύτερο, αυτό της χαμένης ατομικής αξιοπρέπειας που σχετίζεται με την απώλεια του εργασιακού ορίζοντα. Και το τρίτο, της μονοσήμαντα συναισθηματικής επένδυσης, μέσω της «αγανάκτησης», αυτής της διαδικασίας ατομικής και συλλογικής παρακμής.
Αν διαβάσει κάποιος με προσοχή το «Μανιφέστο» των Ισπανών Indignados θα δει μια συναισθηματικά φορτισμένη φωνή η οποία καθοδηγείται από εκείνη την ντροπή που προσιδιάζει στην ατομική ταπείνωση. Το έλλειμμα ατομικής αξιοπρέπειας των πολλών, λόγω της διάψευσης των προσδοκιών ανιούσας κινητικότητας, ακρωτηριάζει, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, το «δικαίωμα στην ευτυχία», και στρέφεται κατά της μικρής «μειοψηφίας» των «από πάνω», των πολιτικών και οικονομικών ελίτ, οι οποίες δεν «ακούνε» πλέον τη μάζα των «καθημερινών ανθρώπων». Η κινητοποίηση των «αγανακτισμένων» θέλει να υποδείξει ακριβώς αυτή τη διευρυνόμενη απόσταση ανάμεσα στους απλούς ανθρώπους και στην ιθύνουσα ελίτ, προβάλλοντας μια σειρά από γενικά αιτήματα (δικαίωμα στην κατοικία, την εργασία, την κουλτούρα, την υγεία, την εκπαίδευση, συμμετοχή στην πολιτική ζωή, ελευθερία στην προσωπική ανάπτυξη, δικαιώματα στην κατανάλωση), χωρίς, ωστόσο, να προσδιορίζει έναν έστω και στοιχειώδη προγραμματικό τρόπο υλοποίησής τους.
Με την έννοια αυτή, η κινητοποίηση των «Αγανακτισμένων» μπορεί, σύμφωνα με την τυπολογία του Πιέρ-Αντρέ Ταγκιέφ, κάλλιστα να κατανοηθεί ως ένας κοινωνιο-λαϊκισμός διαμαρτυρίας[1]. Αυτή η μορφή λαϊκισμού συνοψίζει την απογοήτευση από την αποσύνθεση των λειτουργιών της παλαιο-σοσιαλδημοκρατικής έμπνευσης κρατικο-προνοιακής λειτουργίας, διεκδικώντας απεγνωσμένα ένα δικαίωμα, μια επιστροφή στον ματαιωμένο σήμερα ηδονιστικό ατομικισμό των προηγούμενων γενεών. Στρέφεται κατά του «συστήματος» γενικότερα, χωρίς όμως να του αμφισβητεί θεμελιωτικές του αξίες, όπως, για παράδειγμα, αυτή του «χρήματος», για το οποίο απαιτεί να τεθεί στην υπηρεσία των πολλών, των «ανώνυμων». Τα αιτήματά του είναι ένα κράμα σοσιαλδημοκρατικών διεκδικήσεων της εποχής της ευμάρειας και μετανεωτερικών αιτημάτων αυτοπραγμάτωσης, μια απόπειρα συγκεχυμένης άρθρωσης του «εγώ» με το «εμείς», του ατόμου με τη συλλογικότητα.

Το γεγονός, ωστόσο, ότι η κινητοποίηση αυτή στερείται πολιτικής εκπροσώπησης, δηλαδή ηγεσίας, το διαφοροποιεί από παρελθούσες λαϊκιστικές εμπειρίες. Αυτό αποτελεί μία πολύ σοβαρή αδυναμία, γιατί περιορίζει δραστικά την αποτελεσματικότητα της δράσης του στο λεγόμενο πεδίο της «υποπολιτικής»· ακόμα, θα έλεγε κανείς, συνδυάζοντας αυτή την αδυναμία με την απουσία «προγράμματος», μπορεί να το κατευθύνει και στο πεδίο της «αρνητικής πολιτικής».
Ο Ισπανός σοσιαλφιλελεύθερος πολιτικός φιλόσοφος Ντανιέλ Ινεράριτυ επισημαίνοντας στην El Pais καίρια αυτό το χαρακτηριστικό της κινητοποίησης των «Αγανακτισμένων» θα σταθεί στις «αρνητικές ενέργειες αγανάκτησης και θυματοποίησης»[2] που αποδεσμεύουν τέτοιες λαϊκιστικές πρωτοβουλίες οι οποίες, εξαντλούμενες σε συναισθηματικά αναθέματα και στην ανθρωπομορφική, θα προσθέταμε, αναζήτηση των «ενόχων», οδηγούν τελικά, παρά τη θέλησή τους, στο να σταθεροποιούν το «σύστημα» κατά του οποίου βάλλουν.
Άραγε, αυτή η αναδυόμενη φιγούρα ενός συναισθηματικού πολίτη μπορεί να αποτελέσει μια ενθαρρυντική υπόσχεση για τις λεγόμενες προοδευτικές δυνάμεις; Αυτός ο νέος αριστερόστροφος κοινωνιο-λαϊκισμός μπορεί να κοντράρει τον ακροδεξιό ξενοφοβικό εθνικο-λαϊκισμό της τελευταίας εικοσαετίας; Από μια πρώτη προσέγγιση, ο πρώτος φαίνεται αυτή τη στιγμή να αποτελεί μία αυθόρμητη απάντηση στον δεύτερο. Παρατηρώντας, ωστόσο, τα δεδομένα κάπως εγγύτερα, ο Werner A. Perger, αρθρογράφος της Die Zeit, θα επισημάνει: «Όσοι συγκεντρώνονται στις πλατείες σε όλη τη χώρα έχουν έναν κοινό εχθρό: τη δημοκρατία των κομμάτων και την πολιτική τάξη που την ενσαρκώνει. Στις δημοσκοπήσεις, αυτή η τελευταία έρχεται τρίτη, μετά από την ανεργία και την οικονομία, πριν από τη μετανάστευση και την τρομοκρατία, στον κατάλογο των μεγάλων ανησυχιών των πολιτών. Σε αυτό το σημείο, οι λαϊκιστές δεξιάς και αριστεράς διατηρούν την ίδια στερεοτυπική εικόνα του εχθρού»[3]

Επομένως, μία απροϋπόθετη υπόκλιση σε αυτή τη φιγούρα του συναισθηματικού και αντιστασιακού πολίτη έχει τα ρίσκα της. Τα γενικά ευχολόγια που αντικαθιστούν πλήρως τα πολιτικά προγράμματα, αλλά και οι ανορθολογικές ονειρώξεις που τα συνοδεύουν, ακόμα και αν έχουν αποκλείσει κάθε προσφυγή στη βία, αναπαράγουν ηρεμιστικές χίμαιρες. Η «Αγανάκτηση», από μόνη της, όπως αυτή στην οποία προτρέπει ο Στεφάν Εσσέλ στην νηπιακής πολιτικής σκέψης μπροσούρα του Αγανακτήστε!, συνιστά σε τελευταία ανάλυση κλήτευση σε αντιπολιτική ανευθυνότητα στο όνομα ενός αφηρημένου ουμανισμού της «ευθύνης». Αν η μανιχαϊστική πρόσληψη της πραγματικότητας, και η αναγόρευση της «αγανάκτησης» σε «κινητήρια δύναμη»[4] μιας αντιστασιακής ιστορίας είναι η μοναδική συνταγή για την υπέρβαση της σημερινής κακοδαιμονίας, αν σε αυτό το παιδικό φαντασιακό εγκλωβιστούν θεμιτές ατομικές και συλλογικές αγωνίες, τότε με συνοπτικό τρόπο και «αγανακτώντας» κάποιοι θα μπορούσαν να αναφωνήσουν: κάθε εποχή έχει την αντιπολίτευση που της προσιδιάζει…




[1] Pierre-André Taguieff, L’Illusion Populiste. Essai sur les démagogies de l’âge démocratique, Flammarion, Παρίσι 2007.
[2] Βλ. Le Courrier International, τχ. 1073, 26-31 Μαΐου 2011.
[3] Ό.
[4] Βλ. Stéphane Hessel, Αγανακτήστε!, μτφρ. Σώτη Τριανταφύλλου, Πατάκη, Αθήνα 2011, σ. 17.
Copyright © 2011 Booksreview.gr.

5 Aralık 2014 Cuma

ΦΑΝΤΑΣΤΕΙΤΕ ΟΤΙ ΕΙΣΤΕ ΜΙΑ ΜΠΑΛΑ ΤΟΥ ΜΠΙΛΙΑΡΔΟΥ



μια  αλλη μπαλα σας χτυπησε .. ΑΓΑΝΑΚΤΕΙΤΕ .. ''με κτυπησε η μ@λ@κισμένη ''σκεφτεστε
ομως κιαυτηνα την μπαλα μια αλλη την κτυπησε 
και την πρωτη την κτυπησε η στεκα ...
Κιαν μιλαμε για αμερικανικο μπιλιαρδο μιλάμε για πολλές μπαλες 
και πολλές στέκες

12 Haziran 2014 Perşembe

μια προφητικη συνεντευξη (16.08.2011) -του Πιέρ-Αντρέ Ταγκιέφ Η Ιστορία δεν μοιάζει με ήσυχο ποτάμι | Kathimerini www.kathimerini.gr



  1. Η Ιστορία δεν μοιάζει με ήσυχο ποτάμι | Kathimerini
    www.kathimerini.gr
    Η Ιστορία δεν μοιάζει με ήσυχο ποτάμι Ο φιλόσοφος Πιέρ-Αντρέ Ταγκιέφ μιλά για την «εβραιοφοβ


    ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

    Η Ιστορία δεν μοιάζει με ήσυχο ποτάμι


    Η Ιστορία δεν μοιάζει με ήσυχο ποτάμι
    Ο φιλόσοφος Πιέρ-Αντρέ Ταγκιέφ μιλά για την «εβραιοφοβία», τους «Αγανακτισμένους» και την Ακρα Δεξιά στην Ευρώπη


    Συνέντευξη στον Ανδρεα Πανταζοπουλο
    Ο φιλόσοφος, πολιτειολόγος και ιστορικός των ιδεών Πιέρ-Αντρέ Ταγκιέφ (Pierre-Andre Taguieff), γνωστός και στο ελληνικό κοινό για το έργο του, σχετικά με τον ρατσισμό, τον αντισημιτισμό, την Aκρα Δεξιά και τον λαϊκισμό, με την ευκαιρία της έκδοσης αυτές τις ημέρες στα ελληνικά, σε παγκόσμια πρώτη έκδοση, ενός νέου βιβλίου του για τον αντισημιτισμό (Πιέρ-Αντρέ Ταγκιέφ, Τι είναι αντισημιτισμός; - μετάφραση: Αναστασία Ηλιαδέλη-Ανδρέας Πανταζόπουλος, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, σειρά Εστία Ιδεών, 2011), δέχθηκε να απαντήσει σε ορισμένα ερωτήματά μας για τη μορφή και το περιεχόμενο του νέου αντισημιτισμού. Με αφορμή και την πρόσφατη έκδοση στα γαλλικά ενός νέου του βιβλίου για το ίδιο θέμα (Israel et la Question Juive, Les Provinciales, 2011), ο Ταγκιέφ, στη συνέντευξη που ακολουθεί, συνοψίζει τα χαρακτηριστικά του ρατσιστικού μίσους κατά των Εβραίων και του Ισραήλ και, σχολιάζει τις κινητοποιήσεις των «Αγανακτισμένων» στην Ισπανία και την Ελλάδα, καθώς και τις εκλογικές επιτυχίες της άκρας δεξιάς στην Ευρώπη.
    - Kάνετε λόγο εδώ και είκοσι χρόνια για ένα νέο αντισημιτισμό που τον αποκαλείτε «εβραιοφοβία». Μπορείτε να μας δώσετε τα βασικά της χαρακτηριστικά;
    - Το αξίωμα της νέας εβραιοφοβίας είναι το ακόλουθο: οι Εβραίοι αποτελούν έναν περιττό λαό. Από την άποψη αυτή υπάρχει μια συνέχεια στις μορφές εχθρότητας κατά των Εβραίων. Η πρωταρχική διαφορά συνίσταται στην αντικατάσταση της περί «κοσμοπολιτισμού» ή «νομαδισμού» αιτίασης από τον «εθνικισμό» ή την «αποικιοκρατία»: στον παλιό πολιτικό αντισημιτισμό οι Εβραίοι ενσάρκωναν τον αντί-τύπο του «χωρίς-πατρίδα», σήμερα, στο πλαίσιο μιας εβραιοφοβίας με αντισιωνιστική βάση, ενσαρκώνουν τον αρνητικό τύπο του «εθνικιστή» (αποικιοκράτη, ακόμα και «ρατσιστή»). Συνεπάγεται ότι η ένταξη των Εβραίων στην κοινή ανθρωπότητα τίθεται εν αμφιβόλω, και, κατά τον ίδιο τρόπο, για τους ριζοσπάστες αντιεβραίους, αντικείμενο καθαρής άρνησης. Πράγμα το οποίο μπορεί να μεταφρασθεί με την ακόλουθη προσταγή: «Εβραίοι, πάψτε να είσθε Eβραίοι για να γίνετε άνθρωποι!». Οι Εβραίοι, για να γίνουν ανθρωπίνως αποδεκτοί, πρέπει να εξαφανισθούν ως Εβραίοι. Στη νέα όμως αντιεβραϊκή κοσμοαντίληψη, το πρώτο βήμα αυτής της εξαφάνισης δεν είναι άλλο από την καταστροφή του Ισραήλ. Η υλοποίηση αυτού του στόχου αποτελεί τη «λύση» του νέου «εβραϊκού ζητήματος», που είναι αποτέλεσμα του εξισλαμισμού του αντισιωνιστικού λόγου, ο οποίος αναμειγνύει επιχειρήματα εθνικιστικού ή εθνοτικο-εθνικιστικού τύπου με τα πολιτικο-θρησκευτικά θέματα του μουσουλμανικού φονταμενταλισμού. Το «αντισιωνιστικό» πρόγραμμα, στις ριζοσπαστικές εκδοχές του, έχει έναν ρητό στόχο: να «εκκαθαρίσει» ή να «ξεπλύνει» την Παλαιστίνη από τη «σιωνιστική παρουσία», που τη θεωρεί ως «εισβολή» η οποία κηλιδώνει μια παλαιστινιακή ή αραβική (για τους εθνικιστές) γη, ή μια γη του Ισλάμ (για τους ισλαμιστές).
    Τεχνικές προπαγάνδας
    - Τι πρεσβεύει η σημερινή εβραιοφοβία; Ποια είναι η φυσιογνωμία των ριζοσπαστών αντισιωνιστών;
    - Πέντε γνωρίσματα επιτρέπουν να ορισθεί το ύφος και το περιεχόμενο του λόγου των ριζοσπαστών αντισιωνιστών: α) ο συστηματικός χαρακτήρας της κριτικής του Ισραήλ, μια υπερβολική και διαρκής κριτική που παίρνει τη μορφή της δημόσιας καταγγελίας και προσφεύγει στις τεχνικές της προπαγάνδας (συνθήματα, αμαλγάματα, κλπ.), β) η πρακτική του «δύο μέτρα δύο σταθμά» έναντι του Ισραήλ, δηλαδή η προσφυγή στο «διπλό στάνταρντ». Αυτή η συστηματική πρακτική της κακοπιστίας, όταν πρόκειται για το εβραϊκό κράτος, οδηγεί στη μονομερή καταδίκη του Ισραήλ, ανεξαρτήτως κάθε ανάλυσης των γεγονότων\, γ) η δαιμονοποίηση του εβραϊκού κράτους, που αντιμετωπίζεται ως η ενσάρκωση του κακού, πράγμα που προϋποθέτει μια διαρκή κατηγορία της ισραηλινής πολιτικής. Η δαιμονοποίηση αυτή θεμελιώνεται σε έναν τριπλό αναγωγισμό: τον ρατσισμό/ναζισμό/απαρτχάϊντ, την εγκληματικότητα που επικεντρώνεται στον φόνο Παλαιστίνιων (ή μουσουλμανικών) παιδιών, και τη συνωμοσία, δ) η απονομιμοποίηση του εβραϊκού κράτους, η άρνηση του δικαιώματός του να υπάρχει, άρα, η άρνηση του δικαιώματος του εβραϊκού λαού να ζει όπως κάθε άλλος λαός μέσα σε ένα κυρίαρχο κράτος-έθνος, πράγμα το οποίο προϋποθέτει να απομονώνεται το κράτος του Ισραήλ σε όλα τα επίπεδα, οργανώνοντας κυρίως εναντίον του ένα γενικευμένο μποϋκοτάζ, ε) η επαναλαμβανόμενη κλήση για την καταστροφή του εβραϊκού κράτους, που προϋποθέτει την υλοποίηση ενός προγράμματος ριζικής «αποσιωνιστικοποίησης» ή, απλούστερα, έναν πόλεμο εξόντωσης, στον οποίον το πυρηνικό Ιράν θα έπαιζε τον πρωταρχικό ρόλο.
    Η υποκατάσταση
    - Στις αναλύσεις σας εμμένετε ιδιαιτέρως στην πολύ στενή σχέση του ριζοσπαστικού ισλαμισμού με τη νέα εβραιοφοβία, το επαναλαμβανόμενο θέμα της οποίας είναι η καταστροφή του Ισραήλ. Τίθεται όμως ένα ερώτημα. Πώς μπορεί κάποιος να ασκεί κριτική στο Ισραήλ χωρίς να είναι εβραιόφοβος;
    - Ο παλιός αντισημιτισμός επιβιώνει μέσω της απλής υποκατάστασης της λέξης «Εβραίος» από τη λέξη «σιωνιστής», κυρίως στους οπαδούς της συνωμοσιολογικής σκέψης: έτσι, η «διεθνής εβραϊκή συνωμοσία» αναβαπτίζεται στην «παγκόσμια σιωνιστική συνωμοσία». Ο εξισλαμισμός των «Πρωτοκόλλων των Σοφών της Σιών», στα οποία αναφέρεται ο Χάρτης της Χαμάς, αποτελεί τον πρωταρχικό της φορέα.
    Η διεθνής συνωμοσία ερμηνεύεται με παρανοϊκό τρόπο από τους ριζοσπάστες ισλαμιστές, ως μία μεγάλη συνωμοσία κατά του Ισλάμ και των μουσουλμάνων, η οποία καθοδηγείται από τους Εβραίους. Η ίδια η ύπαρξη του κράτους του Ισραήλ θεωρείται ως η απόδειξη της μεγα-συνωμοσίας. Αν το Ισραήλ πρέπει να καταστραφεί, είναι γιατί αυτό είναι το αποτέλεσμα μιας επιχείρησης που θεωρείται εγκληματική: της εγκατάστασης των Εβραίων σε μία υποτιθέμενη «γη του Ισλάμ».
    Ο εξισλαμισμός της παλαιστινιακής υπόθεσης καθιστά αδύνατη κάθε πραγματική διαπραγμάτευση που θα κατέληγε σε έναν συμβιβασμό. Σε όλο μου το έργο από τη δεκαετία του 1980, διακρίνω με σαφήνεια τον ριζοσπαστικό αντισιωνισμό από τη θεμιτή κριτική, εντός μιας φιλελεύθερης/πλουραλιστικής προοπτικής, προς την πολιτική της μιας ή της άλλης ισραηλινής κυβέρνησης, δεξιάς ή αριστερής. Η δημοκρατική κριτική της πολιτικής μιας κυβέρνησης, υπαγόμενη στη θεμιτή δημόσια αντιπαράθεση, δεν πρέπει να ταυτίζεται με την κλήση για την καταστροφή ενός κράτους-έθνους. Αυτή όμως η κλήση προς εξαφάνιση αποτελεί την καρδιά του προγράμματος του ριζοσπαστικού αντισιωνισμού.
    H «αγανάκτηση» έγινε μόδα
    - Σήμερα, στην Ελλάδα, αλλά και στην Ισπανία, έχει κάνει την αυθόρμητη εμφάνισή του ένα νέο κίνημα, οι «Αγανακτισμένοι». Στρέφεται κατά των «διεφθαρμένων» πολιτικών συστημάτων, κατά της «ολιγαρχίας». Πώς να ερμηνεύσουμε αυτές τις κινητοποιήσεις; Η «αγανάκτηση» είναι το άλλο όνομα ενός αριστερού λαϊκισμού;
    - Δεν πιστεύω ότι οι κινητοποιήσεις που φέρουν το όνομα «αγανακτισμένοι», στην Ισπανία ή στην Ελλάδα, είναι «αυθόρμητες». Βρήκαν το μοντέλο τους στις μαζικές διαδηλώσεις, οι οποίες, σε ορισμένες χώρες του Μαγκρέμπ ή του Μακρέκ, κατέληξαν σε αυτό που ο μιντιακός κόσμος, σε μια έξαρση λυρικής ψευδαίσθησης, βάφτισε «αραβική άνοιξη». Η μόνη αυθεντικότητά τους ήταν ότι άδραξαν τη μοδάτη λέξη που έθεσε σε κυκλοφορία ο ασήμαντος λίβελος του Στεφάν Εσσέλ, του ψευδο-συντάκτη της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
    Η λέξη «αγανάκτηση» είναι πανσυλλεκτική. Μπορεί να μπει σε όλες τις σάλτσες. Ποιος δεν είναι «αγανακτισμένος» για τον έναν ή τον άλλο λόγο; Σε κάθε πολιτικό κίνημα πρέπει να διακρίνουμε τη ρητορική διατύπωση από τις βλέψεις ή τις πραγματικές προθέσεις. Η ρητορική διατύπωση των «αραβικών εξεγέρσεων» πρόκρινε τα μοτίβα της «ελευθερίας», της «δημοκρατίας» και της «δικαιοσύνης», καθώς και την καταγγελία της «διαφθοράς». Η πραγματική τους στόχευση ήταν να εκδιώξουν την ιθύνουσα ομάδα («Φύγε»!): το επίπεδο μηδέν του πολιτικού προγράμματος, έκφραση μιας απόρριψης συνοδευόμενης από διακίνηση φημών.
    Αυτές οι υποτιθέμενες «επαναστάσεις» δεν ήταν παρά πραξικοπήματα, ακριβέστερα, στρατιωτικά πραξικοπήματα μεταμφιεσμένα σε νίκες του «λαού» ή της «δημοκρατίας». Στις ευρωπαϊκές δημοκρατίες, για τους «αγανακτισμένους», το διακύβευμα είναι επιπλέον να πάρουν την εξουσία (αρνητικά οριζόμενη: να εκδιώξουν από την εξουσία τους «διεφθαρμένους» ή τους «κλέφτες»), αλλά ο εχθρός δεν ορίζεται με σαφήνεια, ούτε η ομάδα διαμαρτυρίας μπορεί με επάρκεια να ταυτοποιηθεί. Οι ηγέτες δεν είναι πολιτικά αξιόπιστοι. Το πρόγραμμα είναι και σε αυτό το σημείο υπερ-μινιμαλιστικό και πλήρως αρνητικό: ενάντια στους «διεφθαρμένους» κ. λπ.
    Ο Γάλλος μαρξο-λαϊκιστής Ζαν-Λυκ Μελανσόν διατύπωσε το σύνθημα: «Να φύγουν όλοι!». Η δαιμονοποίηση του εχθρού αντικαθιστά την ανάλυση της κατάστασης και τον στοχασμό για τους πολιτικούς στόχους. Τίποτα δεν είναι πιο αξιοθρήνητο από την προσφυγή των Ελλήνων «αγανακτισμένων» στα πιο τετριμμένα προπαγανδιστικά αμαλγάματα του τύπου «Ναζί-Ναζί/Μέρκελ-Σαρκοζί». Η ναζιστικοποίηση του αντιπάλου είναι ο νέος σοσιαλισμός των ηλιθίων. Θλίβεται κανείς μπροστά στη διανοητική μιζέρια μιας τέτοιας πολιτικής αμφισβήτησης.
    Η αγανάκτηση δεν συνιστά πολιτική, εικονίζει τη σημερινή τάση προς το απολίτικο, που αντικαθιστά τον πολιτικό στοχασμό από έναν χωρίς προοπτικές ηθικισμό, ή από αντικαπιταλιστικά αναθέματα διεπόμενα από το μαγικό φαντασιακό. Οσο για τη στρατηγική, αυτή ανάγεται στην πρωτογενή πολιτική έκφραση που είναι η διαδήλωση. Ακόμα μια φορά, η «οργή» του λαού ή των μαζών ιεροποιείται. Στο βάθος, όμως, πιστεύω ότι αυτές οι κινητοποιήσεις εκφράζουν έναν φόβο του μέλλοντος, που έγινε τελείως αδιαφανές. Το μεγάλο μήνυμα που ακούγεται σε αυτές τις συγκεντρώσεις των θυμάτων της χρηματιστικοποιημένης κρίσης, είναι το αναπάντητο ερώτημα: «τι θα απογίνουμε;». Πρόκειται για ερώτημα που τίθεται όταν κάποιος είναι απολιθωμένος από το αίσθημα ότι ζει την τελική παρακμή. Συνεπώς, δεν πρόκειται τόσο για διεκδικήσεις όσο για θρηνωδίες, ενδεχομένως συνοδευόμενες από βιαιότητες. Για μιζεραμπιλισμό μάλλον, παρά για λαϊκισμό. Για περισσότερο ή λιγότερο οργισμένες οιμωγές των «θυμάτων», παρά για πραγματικές εξεγέρσεις.
    Οι απογοητευμένοι του παρόντος εμφανίζονται την ίδια στιγμή ως οι αποκλεισμένοι του μέλλοντος. Η αλήθεια αυτών των κινητοποιήσεων είναι το αίσθημα μιας ολικής αδυναμίας των πολιτικών ιθυνόντων, που έχουν παρασυρθεί από τις ανεξέλεγκτες αναταράξεις μιας χρηματιστικοποιημένης οικονομίας. Αυτό που αποκαλείται παγκοσμιοποίηση, νέα φιγούρα του πεπρωμένου, απρόσωπη και ανελέητη. Καμία απάντηση δεν είναι πλέον αξιόπιστη στην ερώτηση «Τι να κάνουμε;». Αυτό που κερδίζει έδαφος είναι η απελπισία, δηλαδή το κατεξοχήν απολιτικό πάθος. Το μίσος κατά των «σάπιων» ή των «κλεφτών» μπορεί να οδηγήσει οπουδήποτε. Περιλαμβανομένης και μιας νέας μορφής δικτατορίας, μιας μετα-φιλελεύθερης δικτατορίας.
    ία», τους «Αγανακτισμένους» 
      Ο λαϊκισμός και η Ακρα Δεξιά
    - Τον τελευταίο καιρό ιδιαίτερα, «η Ευρώπη της άκρας δεξιάς» κερδίζει έδαφος, όπως το είδαμε και με την περίπτωση των «Πραγματικών Φινλανδών». Στη Γαλλία, επίσης, η Μαρίν Λεπέν θέλει να καταστήσει σεβαστό το κόμμα της. Ποιες είναι οι αιτίες αυτής της νέας ώθησης;
    - Στη δεκαετία του 2000, γίναμε μάρτυρες της εξαφάνισης των καταστατικών στοιχείων του πεδίου της άκρας δεξιάς, όπως αυτό αναδιαμορφώθηκε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι «νέο-» εξαφανίσθηκαν, αφήνοντας χώρο σε κινήματα ή αναδυόμενα κόμματα που δεν παρουσιάζονται ως κληρονόμοι μιας καλά προσδιορισμένης παράδοσης. «Νεο-ναζί» και «νεο-φασίστες» δεν είναι πλέον παρά φολκλορικές επιβιώσεις, έχοντας μεγαλύτερη σχέση με την «αντεργκράουντ» κουλτούρα των δεκαετιών του εξήντα και του εβδομήντα παρά με το Τρίτο Ράιχ.
    Ο, τι σήμερα εξακολουθούμε να αποκαλούμε «άκρα δεξιά», λόγω παλιάς γλωσσικής συνήθειας, συνομαδώνει και αμαλγαμοποιεί με καταχρηστικό τρόπο όλες τις περισσότερο ή λιγότερο ενορμητικές αντιδράσεις κατά της χρηματιστικής παγκοσμιοποίησης και του εξευρωπαϊσμού προς μια μεταεθνική κατεύθυνση. Αυτές όμως οι αντιδράσεις βαίνουν προς κάθε κατεύθυνση: μπορούν να ερμηνευθούν ως «πρόοδοι» ή ως «παλινδρομήσεις», νομιμοποιημένες ή μη «αντιστάσεις», αναδυόμενες μορφές ξενοφοβίας ή ταυτοτικές επιβεβαιώσεις που μένουν στο πλαίσιο του δημοκρατικού πλουραλισμού.
    Το συγκινησιακο-φαντασιακό τους φόντο είναι ο φόβος, που εντοπίζεται είτε στο παρόν (φόβος απώλειας κεκτημένων), είτε στο μέλλον (φόβος εθνοτικοποιημένων εμφυλίων πολέμων). Η διανοητική οκνηρία οδηγεί στο να ερμηνεύουμε όλες αυτές τις μαζικές αντιδράσεις αρνητικά, να τις δαιμονοποιούμε ανάγοντάς τες σε εκφράσεις μιας φαντασματικής «άκρας δεξιάς», η οποία είναι καταδικασμένη από το Νόημα της Ιστορίας. Αυτή είναι η μεγάλη ψευδαίσθηση, κληρονομιά του εγελιανο-μαρξιστικού 19ου αιώνα. Γιατί δεν υπάρχει Νόημα της Ιστορίας: η παγκοσμιοποίηση βαίνει προς κάθε κατεύθυνση, και προκαλεί αντιδράσεις που και αυτές οδεύουν προς κάθε κατεύθυνση.
    Η ενίσχυση της Ευρώπης δεν είναι περισσότερο πιθανή από την κατάρρευσή της μετά την εξαφάνιση του ευρώ, ακολουθούμενη από γενικευμένες επανεθνοτικοποιήσεις ή ανακερματισμούς, που μπορεί να ωφελήσουν τα παλιά κράτη-έθνη, αλλά που μπορεί και να ευνοήσουν τη διάλυσή τους. Το νέο «Εθνικό Μέτωπο» της Μαρίν Λεπέν εικονίζει καλά τα διφορούμενα των εθνικο-λαϊκιστικών κινημάτων: στον ιδεολογικό τους λόγο βρίσκουμε δάνεια τόσο από την ακροαριστερή αντι-παγκοσμιοποίηση όσο και στοιχεία που προέρχονται από εθνικιστικές παραδόσεις. Κάτι που τα καθιστά ταυτοχρόνως αταξινόμητα και ελκυστικά. Αλλά αυτό, ακριβώς, πρέπει να μας κάνει ώστε να τα ενσωματώσουμε στο «ομαλό» πολιτικό παιγνίδι.
    - Τι πρέπει να κάνουν οι ευρωπαϊκές δημοκρατίες;
    - Οι νέοι ταυτοτικοί λαϊκισμοί ή οι λαϊκισμοί διαμαρτυρίας διαβρώνουν τις αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες εκ των έσω. Εκπροσωπούν γι' αυτές μια πρόκληση που πρέπει να την αντιμετωπίσουν με διαύγεια και κουράγιο. Αν η «εξομάλυνση» των λαϊκιστικών κινημάτων δεν επιχειρηθεί, τα παλιά κόμματα αριστεράς και δεξιάς κινδυνεύουν να χάσουν την ελκτικότητά τους, και να καταλήξουν να ταυτισθούν μέσα σε ένα αδιαφοροποίητο κέντρο έναντι του οποίου θα κατισχύσει το νέο στρατόπεδο της «αλλαγής» (μαγική λέξη σήμερα που προκρίνεται από τους δημαγωγούς), μονοπωλούμενης από τους δημαγωγούς της «αντιπαγκοσμιοποίησης».
    Αυτοί οι τελευταίοι θα βρίσκουν εύφορο έδαφος στο να καταγγέλλουν τη διεθνή «πλουτοκρατία» ή τις χρηματιστικές ολιγαρχίες, την ευρωπαϊστική «γραφειοκρατία», κλπ. Εδώ βρίσκονται τα στοιχεία του νέου λόγου της εξέγερσης «της γης των κολασμένων». Η κρίση να γενικευθεί ριζοσπαστικοποιούμενη, και οι νέοι δημαγωγοί που δεν θα αργήσουν να αναδυθούν, η πολιτική φύση εχθρεύεται το κενό, να παρουσιασθούν ως σωτήρες γοητεύοντας τα πελαγωμένα πλήθη. Αυτοί όμως οι δημαγωγοί δεν θα έχουν άλλη νομιμοποίηση από αυτή που θα τους αποδίδει το κυνηγητό των εικαζόμενων υπευθύνων των συμφορών του «λαού» τους, κυνήγι μαγισσών που θα μπορούσε να πάρει τη μορφή κλητεύσεων για εμφύλιο πόλεμο ή εκστρατειών σε περιφερειακούς πολέμους.
    Φυγή προς τα μπρος μέσα στο χάος. Τότε, η ειρωνεία της Ιστορίας θα μπορούσε να πάρει το πρόσωπο του τραγικού. Αλλά ποιος μπορεί να πιστεύει ότι η πορεία της Ιστορίας μοιάζει με αυτή ενός ήσυχου ποταμού;
    Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ