γνωστικοι etiketine sahip kayıtlar gösteriliyor. Tüm kayıtları göster
γνωστικοι etiketine sahip kayıtlar gösteriliyor. Tüm kayıtları göster

10 Şubat 2015 Salı

ΟΙ ΓΝΩΣΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ ..Πετρος Θεοδωριδης .. Απόσπασμα απο άρθρο που δημοσιευτηκε στο περιοδικό ΕΝΕΚΕΝ ΤΕΥΧΟς 33

ENEKEN 33o

  • Η Γνωση και η Δημιουργια 
  • ------------------------------------------------------- 


  • Ο γνωστικισμός αποτελούσε ένα θρησκευτικό σύστημα, βασισμένο στην έννοια της Γνώσης. Όμως τι σημαινε Γνώση;

  •  Ο –εχθρικός προς τους Γνωστικούς λατινοφωνος θεολόγος του δεύτερου αιώνα Τερτυλλιανός –σε έναν λίβελο εναντίον των Βαλεντινανων ΄-δίνει τον ορισμό ότι πρόκειται για τη «γνώση αυτού που ήμασταν ,αυτού που απογίναμε, από πού ήλθαμε ,που μας πέταξαν, που πηγαίνουμε, από τι έχουμε απελευθερωθεί, που είναι βέβαιο τι θα επιστρέψουμε»  «Από πού ήρθαμε; Που μας πέταξαν» .


    • Για να καταλάβουμε τους Γνωστικούς  θα πρέπει να ανατρέξουμε στον βασικό τους κεντρικό κοσμολογικό μύθο, τον Μύθο της Δημιουργίας , της κακής (ή εσφαλμένης} Δημιουργίας .« Κάτι πήγε λάθος –λεει ο υπαρξιστής και ειδικός στην Γνωση - Hans Jonas΄- και είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία–κάτι συνέβη, το οποίο οδήγησε σε μια διάσπαση. Μπορούμε να μιλάμε για τραγωδία. Μπορούμε να μιλάμε για Πόνο. Μπορούμε να μιλάμε για μια Σοφία που έκανε λάθος και έχασε τον δρόμο της, η οποία προσπαθεί να επιστρέψει στον Πατέρα αλλά δεν βρίσκει τον δρόμο για την πηγή της.» Ορισμένοι Γνωστικοί χαρακτήριζαν τον πλανήτη μας «έκτρωμα της ύλης» φτιαγμένο από πόνο και οδύνη, ενώ ανάλογα οι*Περσικης προελευσης } Μανιχαιστες πίστευαν ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε από τα αποσυντιθεμενα σώματα των δαιμόνων. Ο Μαρκιων πίστευε ότι είμαστε πλασμένοι κατ ΄εικόνα του μοχθηρού δημιουργού και οτι αυτή «η σάρκα η παραγεμισμένη με περιττώματα »είναι τόσο αποκρουστική που η αναπαραγωγή δεν μπορεί να δικαιολογηθεί με τίποτε.Ο γνωστικισμός δίδασκε ότι ο κόσμο μας κυβερνιόταν από έναν κατώτερο θεό/Δημιουργό. Τα ανθρώπινα σώματα, αν και περιέχουν το κακό στην ύλη τους, περιείχαν επίσης και έναν θείο σπινθήρα ή πνεύμα που προερχόταν από την Πηγή, ή το Τίποτα, τη θεϊκή πηγή εκπόρευσης όλων των πραγμάτων.Η Γνώση είναι εκείνη που σύμφωνα με τις αντιλήψεις των γνωστικών βοηθά τον θείο σπινθήρα να επιστρέψει στην πηγή από την οποία προήλθε.
    • Σύμφωνα με τους μύθους που αφηγούνταν οι γνωστικοί, ο αληθινός και αγαθός Θεός δεν δημιούργησε, αυτόν τον κόσμο. Στο απώτατο παρελθόν ο αληθινός Θεός απέκτησε διαδοχικές εκπορεύσεις του, θεϊκούς απογόνους (οι οποίοι αποκαλούνταν «Αιώνες»),:ένας «αιών» ή άγγελος ονόματι Σοφία επιδίωξε να μιμηθεί την αυτάρκη δημιουργικότητα του Ύψιστου Θεού΄ το λάθος της όμως αυτό της κόστισε την πτώση της από τους διάφανους, φωτεινούς και αμόλυντους ουρανούς. Με αγωνία και απόγνωση γέννησε ένα άμορφο έκτρωμα που απέβη ο Δημιουργός ή κατώτερος θεός, εκείνος δηλαδή που δημιούργησε το Σύμπαν τον κόσμο της ύλης και των ανθρώπινων όντων. Όλα αυτά τα κατασκεύασε αγνοώντας εντελώς τον Ύψιστο Θεό και την μητέρα του Σοφία ΄πίστευε ότι ήταν  ο μοναδικός Θεός. Ετσι ο κόσμος μας συνελήφθη μέσα στην άγνοια και τον παραλογισμό. Το ίδιο και εμείς, αφού ο θεός κατ εικόνα του οποίου πλαστήκαμε είναι Δημιουργός. Οποιαδήπε σπίθα καλού η πνευματικού υπάρχει στη Φύση εμφυσήθηκε από τη Σοφία, που σαν ουράνια πια εξόριστη προσπαθούσε να επανορθώσει το αρχικό της σφάλμα .
    •   Γιατί πως«μπορούσε να ονομαστεί άνθρωπος το αξιοθρήνητο κατασκεύασμα που βάλθηκε να ζει μέσα στα χέρια τους, εκείνο το γυμνό πλάσμα που είχε ανθρωποειδή μορφή αλλά ήταν ανίκανο να σταθεί πάνω στα ατροφικά πόδια του και κείτονταν στο χώμα στριφογυρίζοντας σαν σκουλήκι; Με μια κρούστα πηλό πασαλειμμένη ακόμα στο στόμα του ,με τα σχηματισμένα αλλά ανίκανα να το στηρίξουνε μέλη του, με τα σπαρακτικά κλαψουρίσματα του, δεν θα πρέπει να είχε παρά μια πολύ μακρινή σχέση με τη φωτεινή και θεϊκή εικόνα που το προκάλεσε .Όταν όμως ο αληθινός Θεός είδε εκείνο το λάθος, εκείνη τη φρίκη που σέρνονταν απάνω στη γη, απειλώντας να την κατακυριέψει, ένοιωσε οίκτο για την αδεξιότητα των αγγέλων και φύσηξε μέσα στο σκουλήκι που κλαψούριζε  τη σπίθα της ζωής που του δωσε τη δυνατότητα  να σταθεί στα πόδια του και να μιλήσει. Ετσι γεννήθηκε ο Homo Bipedus και Loquens ,ο δίπους και ομιλών άνθρωπος.Ετσι εξηγείται η διπλή φύση μας. Είμαστε κάπως σαν επιδιορθωμένο σκουλήκι, που το επιδιόρθωσε η επιείκεια του αληθινού Θεού και το προίκισε με ένα φωτεινό κλάσμα της Υπέρτατης ΔύναμηςΕτσι για τους Γνωστικές αιρέσεις –μας λέει ο Ζακ Λακαριερ- «είμαστε προλετάριοι ενός δήμιου δημιουργού, εξόριστοι κατακάθια ενός χαμένου ουρανού, ξένοι πάνω στην ίδια μας τη γη» .Οι γνωστικοί, ερμήνευαν τη δημιουργία του κόσμου ως το έργον ενός ριζικά κακού« δημιουργού»:η ύλη ,οι πλανήτες, τα άστρα, η ζωή, η σεξουαλική αναπαραγωγή, οι νόμοι του κράτους ,τα πάντα υπόκεινται στη δαιμονική εξουσία του συστήματος από το οποίο δεν υπάρχει καμία δυνατότητα διαφυγής.:ο Θεός είναι διασπασμένος δυιστικά, και ο καλός Θεός είναι εντελώς «άγνωστος » και ανήμπορος μέσα στον κόσμο, το έργον του κακού θεού 
    •  «.Ετσι «γενέθλια γη» των γνωστικών δεν ήταν η γη αλλά ο χαμένος ουρανός που διατηρούσαν την ανάμνηση του. Οι Γνωστικοι θεωρουσαν τον εαυτό τους αυτόχθονα ενός άλλου κόσμου.Τα λόγια που μεταχειρίζονταν για να περιγράψουν τον επίγειο κόσμο μας συνοψίζονται σε εκφράσεις όπως «ερμητικα κλεισμένο φρούριο, φυλακή ,οχετός, λασπότοπος, έρημος.»και για το ανθρώπινο σώμα:«χυδαίο ύφασμα, αλυσίδα ,παρείσακτος, πνιγηρή θάλασσα».Οι Γνωστικοί σύμφωνα με τον Λακαριερ -είχαν το συναίσθημα«ότι έπεσαν, κάτοικοι ενός μακρινού πλανήτη στη γη μας, ότι έκαναν λάθος στον γαλαξία, καθώς και την επιθυμία να ξαναδούνε την αληθινή κοσμική πατρίδα τους, τον φωτεινό ΄Υπέρκοσμο που έλαμπε πάνω από το βαρύ παραπέτασμα της νύχτας.»Για τους γνωστικούς« όλοι οι άνθρωποι βρίσκονταν στην ίδια κατάσταση, ολόκληρη η ανθρωπότητα ήταν μπλεγμένη στην κοσμική εξορία που μας απόθεσε όλους πάνω στη λάσπη της γης».
    •   Βέβαια –λέει ο Ηανς Γιονας/ μπορεί να υπήρχαν μεταξύ των Γνωστικών εκείνοι που έβλεπαν τα πράγματα με περισσότερο αρμονικό και λιγότερο τραγικό τρόπο.«Οι Βαλεντινιανοί δηλαδή των χριστιανών Γνωστικών που ακολουθούσαν την παράδοση της διδασκαλίας του Ιδιοφυούς Αιγυπτίου Γνωστικού Βαλεντίνου«ήταν περισσότερο οξυδερκείς και  εκλεπτυσμένοι. Η πολικότητα που βίωναν τώρα, αυτή που μας παρουσιάζει ο υπάρχων κόσμος είναι τα αποτέλεσμα της Αυτό-αποξένωσης του θεού. Τμήματα της θεότητας αποξενώθηκαν από την πηγή τους  και έπρεπε να επανενωθουν με αυτήν»Σε αυτήν την πιο εκλεπτυσμένη εκδοχή οι Γνωστικοί αναφέρουν τον κόσμο ως ξένο, επειδή διακόπτει την κοινωνία τους με τον Θεό με τον οποιο εχουν ουσιαστική συγγένεια » «Υποστηρίζω »–λέει η Εlaine Pagels, συγγραφέας του βιβλίου The Gnostic Gospels -ότι η σκέψη των Βαλεντινιανων σε σχέση με τον Δημιουργό αναφέρεται σ¨ αυτόν όχι ως μια  κακή οντότητα αλλά ως ελαττωματικό ον που δεν κατανοεί πλήρως όλη τη δημιουργία με την οποία ασχολείται κατά κάποια έννοια ο Δημιουργός  αποτελεί τμήμα του νου του θεού. Οι Βαλεντινιανοί λένε ότι ο δημιουργός είναι μια εικόνα του θεού. Και πιστεύω ότι αναφέρονται στις δικές μας εικόνες για τον Θεό. Όταν λέμε «Θεός» χρησιμοποιούμε εικόνες και [οι Γνωστικοι} προσπαθούν να τονίσουν –ορισμένοι με ειρωνεία, άλλοι με παρωδία –ότι οι εικόνες μας για τον θεό είναι πολύ περιορισμένες. Ετσι λένε ότι οι εικόνες ας γι τον θεό-ότι είναι ο Πατέρας ή ότι είναι ο δημιουργός-είναι... εικόνες. Δεν ένα λανθασμένες, είναι ανεπαρκείς. Άλλοι περισσότερο ριζοσπάστες Γνωστικοί θα έλεγαν ότι είναι εντελώς λανθασμένες »





        29 Mayıs 2014 Perşembe

        Άλις Τέρνερ, "Ιστορία της Κόλασης" (The History of Hell, 1993)εκδόσεις Φιλίστωρ, Βασίλη Αδραχτά. βιβλιοπαρουσιαση Φ. Καραμεσίνης Άρδην τ. 16 αναδημοσίευση

        Ιστορία της Κόλασης

        Συγγραφέας: 
        Φ. Καραμεσίνης

        Ένα από τα πιο έντονα και διαχρονικά στοιχεία όλων των πολιτισμών είναι δίχως αμφιβολία η στάση του ανθρώπου ενώπιον του θανάτου. Από τη στιγμή που συνειδητοποιούμε τον περιορισμένο χαρακτήρα του βίου μας, η σκέψη και η υπόμνηση του αναπόδραστου τέλους μας συντροφεύει όσο ζούμε.
        Σ' όλη την ανθρώπινη ιστορία τόσο οι θρησκείες, όσο και διάφορα φιλοσοφικά συστήματα ή καλλιτεχνικά ρεύματα προσπάθησαν να δουν το φαινόμενο του θανάτου από διάφορες πλευρές και ιδιαίτερα στάθηκαν στον μετά θάνατον προορισμό του ανθρώπου ή της ψυχής, κάτι που στηρίχθηκε κυρίως στο γεγονός ότι για τους περισσότερους ανθρώπους -σ' όποιο πολιτισμό ή εποχή κι αν ανήκαν- η σκέψη του θανάτου, δεν καταργούσε την ελπίδα ή την πίστη σε μια μεταθανάτια μορφή ύπαρξης, με κάποιο τρόπο, σε κάποιο "τόπο", όπου ίσως ο καθένας θα κρινόταν για τις επιλογές του βίου του.
        Η χριστιανική θρησκεία εδραίωσε αυτή την πίστη στη μεταθανάτια ζωή και ουσιαστικά προσδιόρισε τους δύο προορισμούς της ανθρώπινης ψυχής, δημιουργώντας μια "μεταφυσική γεωγραφία" που είχε σημαδέψει επί αιώνες τη ζωή των χριστιανών, σ' όλες τις εκφράσεις της -καθημερινότητα, ηθική, τέχνη, ποίηση, φιλοσοφία: Παράδεισος και Κόλαση. Κι αν ο Παράδεισος είναι ένα μέρος ιδανικό και ειδυλλιακό για να ταξιδέψει κανείς, δε θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε το ίδιο για την Κόλαση.
        Κι όμως η κατάδυση στις υποχθόνιες περιοχές της Κόλασης -ή του Άδη, της Χώρας των Νεκρών ανάλογα με την εποχή και τον πολιτισμό -είναι κάτι που δεσπόζει τόσο στα θρησκευτικά κείμενα, όσο και στην τέχνη όλων των εποχών, από το "Έπος του Γιλγαμές" μέχρι τον "Ορφέα" του Ζαν Κοκτώ και τις σύγχρονες ταινίες τρόμου, όπως το "Inferno" του Ντάριο Αρτζέντο.
        Μια τέτοια περιήγηση στην εφιαλτική τοπογραφία της Κόλασης επιχειρεί η Άλις Τέρνερ, στο βιβλίο της με τίτλο "Ιστορία της Κόλασης" (The History of Hell, 1993) που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Φιλίστωρ, σε πολύ καλή μετάφραση του Βασίλη Αδραχτά.
        Όπως εξηγεί η συγγραφέας στην εισαγωγή του βιβλίου, "η έρευνα αυτή είναι περισσότερο γεωγραφική παρά θεολογική η ψυχολογική". Αυτό που την ενδιαφέρει να δει είναι περισσότερο την έννοια της Κόλασης, τις μεταμορφώσεις και τις αλλαγές του τοπίου της διαμέσου των αιώνων. Έτσι, θα καταφύγει στους μύθους των αρχαίων λαών, που είναι γεμάτοι από ταξίδια στον Κάτω Κόσμο, στα θρησκευτικά κείμενα ιδιαίτερα του χριστιανισμού, στα μεγάλα λογοτεχνικά έργα αλλά και στα λιγότερο γνωστά, ανώνυμα κείμενα που συχνά παρουσιάζουν τις λαϊκές αντιλήψεις για την Κόλαση.
        Ήδη, από τα πρώτα γνωστά κείμενα του ανθρώπινου πολιτισμού, παρουσιάζεται ο Κάτω Κόσμος ως ένα καταχθόνιο βασίλειο με φρικτή και απογοητευτική όψη, ένα εφιαλτικό τοπίο όπου όλοι "ζουν" ένα ζοφερό, άχαρο και απόλυτα εξομοιωμένο βίο.
        Στο "Έπος του Γιλγαμές" που γράφτηκε δύο χιλιάδες χρόνια πριν τη γέννηση του Χριστού, συναντάμε αυτή ακριβώς την εικόνα του Κάτω Κόσμου και τους ήρωες σε μια προσπάθεια να ξεφύγουν από το φόβο του θανάτου. Συναντάμε επίσης στοιχεία που επανέρχονται με διάφορες μορφές στην Ιστορία της Κόλασης, όπως τα "νερά του θανάτου", η προσπάθεια να νικηθεί ο θάνατος, η αναζήτηση της αθανασίας.
        Παρόμοια, πλούσια μυθολογικά μοτίβα βρίσκουμε στην αιγυπτιακή "Βίβλο των Νεκρών" και στην "Αβέστα", το ιερό βιβλίο του Ζωροαστρισμού, που άσκησε ιδιαίτερη επίδραση στον Χριστιανισμό και στις αντιλήψεις σχετικά με την Κόλαση, καθώς κυριαρχεί η σύγκρουση του Καλού με το Κακό και η καταμέτρηση των καλών και κακών πράξεων, η στιγμή που η Ψυχή δικάζεται και αναλόγως ακολουθεί το δρόμο για τον Οίκο του Άσματος, της Κόλασης ή της Λήθης.
        Η Λήθη, η λησμονιά ως "τόπος" που ξεχνιούνται όλα τα ανθρώπινα πάθη και αδυναμίες, βρίσκεται μπροστά μας, ένας από τους παραποτάμους της Στυγός, απ' όπου οι νεκροί οδηγούνται στον Κάτω Κόσμο. Συμπληρώνει μαζί με τους άλλους παραποτάμους τη γεωγραφία του Άδη στην κλασική ελληνική αντίληψη που μεταφέρει ο Αχέροντας, το φλεγόμενο τοπίο του Φλεγέθοντα, οι οδυρμοί που ταιριάζουν στον Κωκυτό και το νεκρό τοπίο του ποταμού Άορνι (=χωρίς πουλιά), δικαιολογούν απόλυτα τη διάθεση του Αχιλλέα στο επεισόδιο από την περίφημη "Νέκυια" της Οδύσσειας, όπου ο νεκρός ήρωας δηλώνει στον Οδυσσέα πως θα προτιμούσε να είναι δούλος σ' ένα γεωργό -αλλά ζωντανός- παρά βασιλιάς στους "ανήμπορους νεκρούς".
        Η συγγραφέας μας δίνει επίσης και τις άλλες όψεις του καταχθόνιου βασιλείου στην αρχαία Ελλάδα, τόσο αυτές που συνδέονται με την «Θεογονία» του Ησίοδου, όσο και τις τελετουργικές καθόδους στον Άδη, όπως αποκαλύπτονται μέσα από την αρχαία λατρεία: Δήμητρα και Περσεφόνη, η κάθοδος που συνδέεται με το μύθο της γονιμότητας, Ορφέας και Ευρυδίκη, η ορφική λατρεία που επηρέασε βαθύτατα την ελληνική και τη χριστιανική θρησκεία.
        Κι ακόμη, η κωμική πλευρά του Κάτω Κόσμου, όπως την περιέγραψε αριστουργηματικά ο Αριστοφάνης, στους «Βατράχους» το 405 π.Χ. (το ταξίδι στον Άδη σε αναζήτηση των τραγικών ποιητών) αλλά και πολύ αργότερα ο Λουκιανός στους περίφημους «Νεκρικούς Διαλόγους» (2ος αι. μ.Χ.).
        Στις κλασικές αντιλήψεις θα στηριχθούν τόσο ο Πλάτωνας, που οι απόψεις του για την κρίση των ψυχών θα επηρεάσουν ιδιαίτερα κάποιους Πατέρες της χριστιανικής εκκλησίας, όσο και ο Βιργίλιος, που στο δεύτερο μισό του 1ου αι. π.Χ. θα απεικονίσει μια καταπληκτική και μακάβρια Κόλαση στην «Αινειάδα» του, που όπως τονίζει η Άλις Τέρνερ άσκησε τεράστια επίδραση «όχι μόνο στους μεταγενέστερους ποιητές και παραμυθάδες, όπως ο Δάντης, ο οποίος θα τον επικαλεστεί ως οδηγό και μέντορα, αλλά και σε ανθρώπους που σφυρηλάτησαν τους πρώτους άξονες της χριστιανικής κοσμολογίας: τον Κλήμη τον Αλεξανδρέα, τoν Ωριγένη, τον Τερτυλλιανό και ιδιαίτερα τον Άγιο Αυγουστίνο, ο οποίος και παρέπεμπε σ’ αυτόν συχνά» και φθάνοντας μέχρι την εποχή μας παραδέχεται ότι ακόμη και «το Χόλλυγουντ οφείλει πολλά στον Βιργίλιο».
        Προσπερνώντας σύντομα τις ιουδαϊκές, τις γνωστικές και τις μανιχαϊκές αντιλήψεις για την Κόλαση, όπου εντοπίζει κανείς τις ελληνικές απόψεις να επιβιώνουν (π.χ. στην πίστη των Εσσαίων για την ψυχή και την ενάρετη ζωή, όπως τη σκιαγραφεί ο Ιουδαίος ιστορικός Φλάβιος Ιώσηπος) καθώς και το κλασικό δυϊστικό σχήμα της σύγκρουσης του Καλού με το Κακό (ο Θεός του Φωτός εναντίον του Βασιλιά του Σκότους, στον Μανιχαϊσμό), η συγγραφέας θα διεισδύσει στην Κόλαση του Χριστιανισμού, με τις ποικίλες μεταμορφώσεις της και τις αναπαραστάσεις της στη λογοτεχνία και την τέχνη πολλών αιώνων.
        Αξίζει να σταθεί κανείς στην περίοδο του Μεσαίωνα και να δει τον τρόπο με τον οποίο «στήνεται» το σκηνικό της Κόλασης και συνάμα διαμορφώνεται από την επίσημη θεολογία του Σχολαστικισμού και πολύ περισσότερο από τη λεγόμενη «λαϊκή θεολογία». Αυτή συνίστατο σε μια προσπάθεια προσέγγισης του απλού λαού της Δύσης από την εκκλησία και επισήμανσης των συνεπειών της αμαρτίας, που γίνεται εκείνη την περίοδο με αρκετά έργα λαϊκού θεάτρου. Επίσης, ιδιαίτερα ανθεί μια παράδοση «οραματικής» γραμματείας, κειμένων που εξιστορούν «δοκιμασίες» ή οράματα επισκέψεων στην Κόλαση και μας μεταφέρουν με λεπτομέρειες τα εφιαλτικά υποχθόνια τοπία: παγωμένες κοιλάδες, πυρακτωμένες σκάλες, δάση με αγκάθια, καζάνια με πίσσα, φλογισμένες λίμνες, διάσημοι κολασμένοι σε αιώνια βασανιστήρια και ακόμη περιγραφές του Άρχοντα του Σκότους, του Εωσφόρου του εκπεσόντος Αγγέλου που κάποτε ήταν το πιο όμορφο πλάσμα που δημιούργησε ο Θεός.
        Όπως αναφέρει η συγγραφέας είναι φανερό «ότι η εξάπλωση και η δημοτικότητα της οραματικής γραμματείας από τον τέταρτο μέχρι τον δέκατο τέταρτο αιώνα οφειλόταν στην ίδια δίψα που ζητά στις μέρες μας ταινίες τρόμου»
        Κατά τον ύστερο, φεουδαρχικό μεσαίωνα, έχουμε παραστάσεις και λαϊκά δρώμενα με θέμα τους την Κόλαση ή την Έσχατη Κρίση καθώς και τα «θρησκευτικά δράματα», εξιστορήσεις της ανθρώπινης ιστορίας από τη Δημιουργία μέχρι την Έσχατη Κρίση. Είναι η εποχή που εμφανίζεται στην ευρωπαϊκή τέχνη -πλάι στη φιγούρα του Σατανά-Εωσφόρου- η μορφή του Θανάτου ως ένας έμψυχος σκελετός με σαρδόνιο μορφασμό, που συχνά χορεύει το μακάβριο χορό του, καγχάζοντας.
        Την ίδια περίπου εποχή έχουμε και τις περίφημες απεικονίσεις της Κόλασης και της Έσχατης Κρίσης, από τους μεγάλους ευρωπαίους ζωγράφους. Ο Ιερώνυμος Μπος με την «Κόλαση» και τον «Κήπο των επίγειων απολαύσεων», ο Πέτερ Μπρέγκελ με την «Έσχατη Κρίση» και την «Πτώση των εξεγερθέντων αγγέλων» και βέβαια ο Μιχαήλ Άγγελος με την «Έσχατη Κρίση», με την οποία διακόσμησε την Καπέλα Σιξτίνα του Βατικανού, είναι τρεις από τις σημαντικότερες μορφές καλλιτεχνών που έδωσαν ανεπανάληπτες εικόνες στις οποίες κυριαρχούν εφιαλτικά οράματα, τερατόμορφες υπάρξεις, πλήθη αμαρτωλών και βέβαια πολλά μοτίβα ήδη γνωστά από την κληρονομημένη παράδοση λογοτεχνικής και εικαστικής αναπαράστασης της Κόλασης, στα οποία όμως οι μεγάλοι αυτοί ζωγράφοι έχουν προσθέσει τα δικά τους στοιχεία και τις καινοτομίες που τα έκαναν αθάνατα.
        Αυτός όμως που συνδύασε τα παραδοσιακά στοιχεία με μία νέα αντίληψη για την Κόλαση, είναι πολύ πρωτύτερα ο Δάντης. Η Άλις Τέρνερ αφιερώνει ένα ξεχωριστό κεφάλαιο στον ποιητή της «Θείας Κωμωδίας», επιμένοντας ιδιαίτερα στο γεγονός ότι συνταίριασε ριζοσπαστικά τον Άδη – που είχαν περιγράψει οι κλασικοί και ιδίως ο «δάσκαλός» του Βιργίλιος – με τη χριστιανική Κόλαση που περιέγραψαν τα κείμενα της οραματικής λογοτεχνίας και ακόμη ότι εικονογράφησε και χαρτογράφησε την Κόλασή του με μια εκπληκτική ακρίβεια, που τον καθιέρωσε ως τον μέγιστο αρχιτέκτονα του Κάτω Κόσμου. Όπως επισημαίνει η συγγραφέας «…με τον Δάντη η ιστορία της Κόλασης πέρασε σε μία άλλη φάση. Ξεκαθάρισε εντελώς την οραματική γραμματεία και την ίδια την έννοια της Κόλασης…και κάλεσε τους αναγνώστες να συντροφεύσουν τον ίδιο το Δάντη και τον Βιργίλιο σε μια ιστορία που κοιτάζει προς τα πίσω με μάτι επαινετικό αλλά και ταυτόχρονα κριτικό».
        Η ιστορία της Κόλασης βέβαια δεν τελειώνει με τον Δάντη ή τους ζωγράφους του Μεσαίωνα. Η συγγραφέας παρουσιάζει με λεπτομέρειες όλες τις επόμενες φάσεις: την Κόλαση της Μεταρρύθμισης και των προτεσταντών, όπου κυριαρχεί η ιστορία του «Δόκτωρ Φάουστους», έργο του μεγάλου βλάσφημου συγγραφέα Κρίστοφερ Μάρλοου. Την Κόλαση του Μπαρόκ, όπου ο συνθέτης Κλαούντιο Μοντεβέρντι αντλεί από τον αρχετυπικό μύθο του Ορφέα και της Ευρυδίκης και συνθέτει την πρώτη μεγάλη όπερα, «Ο Ορφέας στον Άδη». Την Κόλαση του ποιητή Τζον Μίλτον, όπως απεικονίζεται στο έργο του «Ο απολεσθείς Παράδεισος», τα οράματα του Σβέντεμποργκ και των ρομαντικών ποιητών (Μπλέηκ, Σέλλεϋ, Βύρων), την Κόλαση του Αρθούρου Ρεμπώ που ουσιαστικά είναι μια κόλαση προσωπική, ένα ταξίδι στην παραίσθηση που προκαλούν τα ναρκωτικά και το αλκοόλ, ένα καταραμένο όραμα που φέρνει στο νου μας τα τοπία και την ατμόσφαιρα του Ιερώνυμου Μπος.
        Συγχρόνως θα δούμε την αμφισβήτηση της Κόλασης την οποία προετοίμασε η Αναγέννηση με τις νέες επιστημονικές αντιλήψεις και την καινούρια ιδέα ενός μηχανικού σύμπαντος, αμφισβήτηση που εδραίωσε και ενίσχυσε ο Διαφωτισμός με την έντονη επίθεσή του στη Θρησκεία γενικά και ειδικότερα την προσπάθεια να αποκαλυφθεί η Κόλαση και οι φόβοι που γεννούσε ως ένας καταναγκαστικός μηχανισμός (Βολταίρος, Ντιντερό).
        Φθάνοντας μέχρι την εποχή μας, η Άλις Τέρνερ θα περάσει ακόμη από τη Βικτοριανή Αγγλία, εκεί όπου κυριάρχησε η γοτθική ατμόσφαιρα που τόνωσε τη λαϊκή φαντασία και γέννησε νέους δαίμονες, οι οποίοι όμως έχουν ως πεδίο δράσης, όχι το υποχθόνιο βασίλειο, αλλά τον ανθρώπινο κόσμο, σε μια λογοτεχνική παράδοση που αντλεί τα θέματά της από τους λαϊκούς θρύλους («Δράκουλας» του Μπραμ Στόουκερ) ή την παλαιά φαντασίωση κυριάρχησης πάνω στη φύση με τη βοήθεια της επιστήμης («Φρανκενστάιν» της Μαίρη Σέλλεϋ) σε συνδυασμό με την αρρωστημένη έλξη που ασκούσε στη βικτοριανή κοινωνία η λατρεία του νεκρού σώματος, ο πνευματισμός, ο θεοσοφισμός και οι διηγήσεις ιστοριών με φαντάσματα και βρικόλακες. Είναι η εποχή που η εικόνα της χριστιανικής Κόλασης αρχίζει και εξαφανίζεται στη λαϊκή κουλτούρα μέχρι και τα τέλη του 19ου αιώνα, για να επανέλθει με διαφορετικό τρόπο στο προσκήνιο κατά τη διάρκεια του αιώνα μας, περισσότερο μέσα από τα έργα συγγραφέων και καλλιτεχνών που την χρησιμοποίησαν με πολλούς τρόπους και μεγάλη δόση φαντασίας. Χαρακτηριστικά θα μπορούσε κανείς να βρει την Κόλαση να απεικονίζεται στη ζωγραφική, στον κινηματογράφο, στο θέατρο, στη λογοτεχνία, να παίρνει στοιχεία από την παράδοση και τη θρησκεία και να τα συνταιριάζει με τις όψεις της πραγματικότητας αυτού του αιώνα: οικολογική καταστροφή, πόλεμος, αλλοτρίωση, αδυναμία επικοινωνίας των ανθρώπων – η Κόλαση είναι οι άλλοι, γράφει ο Σαρτρ στο έργο του «Κεκλεισμένων των θυρών», το Τσερνομπίλ, η Χιροσίμα ή το Άουσβιτς – δηλαδή η ιστορία του αιώνα μας, ίσως είναι μορφές της Κόλασης που πραγματοποιείται στον ιστορικό χρόνο και όχι πια στον φαντασιακό χρόνο της λογοτεχνίας, της θρησκείας, των μύθων και των οραμάτων. Και είναι μορφές εφιαλτικές, που αναδίνουν οσμές και σκορπούν τον τρόμο περισσότερο ίσως από τους πίνακες του Μπος και τους στίχους της «Αποκάλυψης» και της «Θείας Κωμωδίας».