ΑΠΟΡΗΔόΝ
ΑΠΟΡΗΔόΝ
1.
Γρόθοι στορίας κατέχουνε τα μέλλοντα φαρσί.
Άτοπη να ποδείχνεται η γεωγραφία των βρόχων.
Πώς στρέφονται στις αγωνίες αμέριμνα
τα οχήματα των όντων;
Πώς τα φρενάρουν όταν βρέχει προσμονές;
Πες. Πώς απολογιούνται στη μέση της παλαίστρας
γονατιστοί μπρος στο δοχείο μ' έντρομα τα περιττώματα;
Πώς έμπλεοι αφροντούς
όλο ανακτούν την υποδόρια μνήμη;
Τόση μανία για ευφορικά ανοήτων;
Τόση απεραντοσύνη του κενού
σε φιάλες μίας κρίσεως;
2.
Μυαλά που σούμπιτα τα στούμπισαν
σε κατακάθια ξυδιασμένης αλκοόλης.
Αλλού αιχμαλώτισαν ζωύφια πεινασμένα
μες σε καρδίας χύτρα παχύτητος.
Υφαίνουν έκδοχα εκδοχών.
Ποιος είναι κει ακόμα και ιστορεί;
Ποιος είναι αυτός που ιστορεί ακόμα;
Ποιος ξεφυλλίζει τις σελίδες των σιγών;
Ποια κόγχη ανταγωνίζεται η σιαγών;
Πώς διαμελίστηκαν λουλούδια λασπωμένα
σε διαδηλώσεις των τραυλών αισθήσεων;
3.
Δες. Λέξεις γραπώνουν τη σκέψη.
Ταξίμια χιμάνε στους κώδικες.
Χάδια κρεμούν τους αλγόριθμους.
Προβολείς επιβλέπουν την όραση.
Κάφτρες ξενυχτούν. Πυροτεχνουργούν.
Πόσες ερωτήσεις γίνεται να κουστούν;
Τρεις; Για το νέρωτα, το θάνατο, το θεό;
Εφτά; Για τη σκύλλα, τη χάρυβδη, το πλοίο,
την ελπίδα, το δόρυ, το στήθος, τη νύχτα;
Καμιά; Για το αιμόφυρτο κενό
που πόθησε; Την άνοιξη;
4.
Μπορώ να κατακρίνω:
κάθε δημόσια εκδορά του λόγου
όπως και κάθε λόγο που εισφέρεται πικρός
μες στο κουκούτσι της κοινότροπης αλήθειας.
Μπορώ να τρέξω ακόμα μέτρα,
μέτρα,
θα λαχανιάσω,
μπορώ να συνεχίσω, αν θέλεις.
Μπορώ να μην μπορέσεις να σταθείς
σε ισορροπία. Ν' αυξήσω ενστικτωδώς
την εντροπία. Μπορώ και να πορίσω
ν' απορήσω:
Ποιος ξενυχτάει κι αλυχτάει;
Ποιος έκρυψε την πράσινη μποτίλια;
Ποιος τρύγησε το θέρος;
Ποιος θέρισε την ιστορία;
Γιατί κοιμούνται όσοι κοιμούνται;
Γιατί γίνονται ερωτ...
5.
Εν κατακλείδει
άπορος ιδεών απορών μαζάνθρωπος
άλλοτε με λουκούμι σκέτο και βαρύ
τώρα με καπουτσίνικα και τέτοια
ρωτώντας για τα ίδια
για εικοσιτετράωρες πληροφορίες άωρες
στήνοντας αυτί-καρτέρι-καταστάσεις
λέξεις βεληνεκούς βδομήντα φτερολέπτων
ρεμβάζοντας σπουδαία κενοτάφια
σιγώντας καθώς οι όχθες ερημώνουν
καθώς στεγνώνει το που απόμενε ρυάκι
καθώς κρυώνει ο ήλιος και κοιμιέται.
Το ΑΠΟΡΗΔόΝ
δημοσιεύθηκε στο δέκατο τεύχος
του νέου ποιητικού σκεύους (και όχι μόνο) ΤΕΦΛΟΝ.
Αυτές τις μέρες κυκλοφόρησε το ενδέκατο τεύχος του.
Hiç yorum yok:
Yorum Gönder