Λίγες νομικές σκέψεις με αφορμή την υπόθεση του Νίκου Ρωμανού
Για την υπόθεση του Νίκου Ρωμανού δεν είναι απολύτως ξεκάθαρη η ενημέρωση ως προς ορισμένα στοιχεία που θα επέτρεπαν να διαμορφωθεί πλήρως η εικόνα της νομικής διάστασής της. Παρόλα αυτά, μέσω της μεγάλης σχετικής ειδησεογραφίας των ημερών αυτών δημοσιοποιήθηκαν ορισμένες πτυχές των λόγων στους οποίους στηρίχτηκε τόσο η απόρριψη του αιτήματός του για εκπαιδευτική άδεια όσο και γενικά η περαιτέρω αντιμετώπισή του μέχρι να φτάσουμε στη σημερινή κατάσταση. Έτσι, θεωρούμε ότι με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία μπορούμε να διατυπώσουμε τις παρακάτω νομικές σκέψεις:
Α. Κατ’ αρχάς, καταγράφεται από τα ΜΜΕ ότι η αίτησή του για εκπαιδευτική άδεια απορρίφθηκε επειδή είναι προσωρινά κρατούμενος (υπόδικος). Το γεγονός αυτό πράγματι έχει καίριο νομικό ενδιαφέρον. Τις εκπαιδευτικές άδειες χορηγεί το Συμβούλιο του άρθρου 70 παρ. 1 Ν. 2776/1999 - ΣωφρΚ (Πειθαρχικό Συμβούλιο στο οποίο συμμετέχει και δικαστικός λειτουργός) σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 58 παρ. 1 εδ. α και β ΣωφρΚ. Στην περίπτωση όμως που πρόκειται για προσωρινά κρατούμενο ενεργοποιείται με ρητή διάταξη του άρθρου 58 παρ. 1. εδ. γ΄ ΣωφρΚ, η ανάγκη ενός πρόσθετου αναγκαίου όρου: «Για μεν τους υποδίκους απαιτείται και η σύμφωνη γνώμη του δικαστικού οργάνου που διέταξε την προσωρινή κράτηση (…)». Λοιπόν, αυτό το δικαστικό όργανο –εν προκειμένω ο ανακριτής- διαφώνησε για τη χορήγηση της άδειας. Ήταν όμως αναγκαία στην προκειμένη περίπτωση η αναζήτηση αυτής της πρόσθετης προϋπόθεσης;
Ακόμη και αν ξεπεράσουμε το παράδοξο να απαιτείται ένας επιπλέον όρος για τη χορήγηση άδειας σε υπόδικο από ότι σε κρατούμενο που ήδη εκτίει ποινή, κι αυτό γιατί ως προς τον πρώτο δεν έχει ακόμη καμφθεί το τεκμήριο της αθωότητας (άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγματος και άρθρο 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ), ενώ για τον δεύτερο αυτό έχει πληγεί σε ορισμένο βαθμό, σε κάθε περίπτωση είναι γνωστό ότι ο Ρωμανός έχει πρόσφατα καταδικαστεί για την υπόθεση ληστείας στο Βελβεντό με την υπ’ αριθμ. 3390/2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών. Θυμίζουμε ότι στη γνωστή αυτή υπόθεση μεγαλύτερη αίσθηση είχε προκαλέσει η κακοποίηση των δραστών από αστυνομικούς που ήταν τόσο έντονη ώστε χρειάστηκε να γίνει χρήση του φώτοσοπ για να κρυφτούν τα τραύματά τους στις σχετικές φωτογραφίες τους. Στη δίκη για την υπόθεση του Βελβεντού ο έμπειρος εισαγγελέας εφετών κ. Γρ. Πεπόνης ανέφερε μεταξύ άλλων στη σχετική πρότασή του: «Πρώτη φορά βλέπω ληστεία που να αφήνουν τους ομήρους ελεύθερους, κατά δε την καταδίωξη, ενώ είχαν το επάνω χέρι διαθέτοντας βαρύ οπλισμό, ούτε πυροβόλησαν τους αστυνομικούς που τους καταδίωκαν ούτε χρησιμοποίησαν τον όμηρο σαν ασπίδα για να διαφύγουν...» και πως «από κανένα στοιχείο δεν μου προκύπτει ότι αποδεικνύεται η κατηγορία για συγκρότηση και ένταξη σε τρομοκρατική ομάδα»
Έτσι ο Ρωμανός εκτός από υπόδικος (για άλλες κατηγορίες) είναι πρωτίστως κατάδικος για την παραπάνω υπόθεση. Φαίνεται λοιπόν να συντρέχουν παράλληλα δυό λόγοι για να κρατηθεί, δηλαδή τόσο η έκτιση της ποινής κάθειρξης των 15 ετών και 11 μηνών που του επιβλήθηκε, όσο και η προσωρινή κράτησή του για άλλες πράξεις. Σε αυτήν την περίπτωση, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Αρείου Πάγου, ισχύει ότι η έκτιση της ποινής προηγείται έναντι της προσωρινής κράτησης. Ενδεικτικά στην ΑΠ 1262/2008 διαλαμβάνεται: «Να σημειωθεί ότι είναι πάγια η νομολογία των δικαστηρίων ως προς το ότι η έκτιση της ποινής προηγείται στην εκτέλεση της υποδικίας»∙ αλλά και η πιο πρόσφατη ΑΠ 150/2012 αναφέρει επί λέξει «όταν ο χρόνος της προσωρινής κράτησης κάποιου κατηγορουμένου συμπίπτει με το χρόνο εκτίσεως ποινής από αυτόν για άλλο έγκλημα, τότε ο χρόνος της προσωρινής κρατήσεως διακόπτεται μέχρι την ολοσχερή έκτιση της ποινής».
Επομένως, ακόμη και αν αυτή τη στιγμή είναι και υπόδικος για άλλες πράξεις, προηγείται πάντως η έκτιση της ποινής που του επιβλήθηκε για τις πράξεις της υπόθεσης στο Βελβεντό και επομένως ο πρόσθετος κατά το νόμο αναγκαίος όρος της έκφρασης σύμφωνης γνώμης από τον ανακριτή φαίνεται ότι δεν έπρεπε να απαιτείται εν προκειμένω. Ως εκ τούτου η κρίση για τη χορήγηση της εκπαιδευτικής άδειας θα έπρεπε χωρίς πρόβλημα να προχωρήσει στην εξέταση των σχετικών τυπικών και ουσιαστικών προϋποθέσεων, που θα δούμε παρακάτω.
Β. Στην περίπτωση της άρνησης χορήγησης άδειας ο κρατούμενος έχει τη δυνατότητα να προσφύγει σε ένα αμιγώς δικαστικό όργανο που θα κρίνει σχετικά, σύμφωνα με το άρθρο 70 παρ. 2 ΣωφρΚ. Φέρεται, λοιπόν, εν δευτέροις, ότι το αρμόδιο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, στο οποίο ακριβώς προσέφυγε ο Ρωμανός μετά την άρνηση του ανακριτή και τη δέσμευση του Πειθαρχικού Συμβουλίου από αυτή, εξέφρασε την άποψη ότι επίσης δεσμεύεται από την άρνηση του ανακριτή και χωρίς να μπει στην ουσία της υπόθεσης απέρριψε την προσφυγή του.
Ακόμη όμως και αν υποθέταμε ότι ο Ν. Ρωμανός ήταν μόνο προσωρινά κρατούμενος (υπόδικος), χωρίς να εξέτιε ποινή, έχουμε την άποψη ότι η σύμφωνη γνώμη του ανακριτή και πάλι θα μπορούσε να απαιτηθεί μόνο στην «πρώτη φάση» της σχετικής διαδικασίας, όταν δηλαδή κρίνεται αν θα δοθεί η άδεια από το Πειθαρχικό Συμβούλιο, και όχι στη «δεύτερη φάση» που με την άσκηση προσφυγής ενώπιον του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, αυτό έχει την εξουσία πιά να αποφασίζει αποκλειστικά, ως δευτεροβάθμιο όργανο κρίσης (άρθρο 70 παρ. 2 ΣωφρΚ). Και τούτο, διότι θα συνιστούσε νομικό παράδοξο η κρίση του δευτεροβάθμιου οργάνου, που σημειωτέον είναι πολυμελές και ταυτόχρονα αμιγώς δικαστικό, να εξαρτάται και πάλι από τη σύμφωνη γνώμη ενός από τα όργανα που σε πρώτο βαθμό εξέφρασαν σχετικά την άποψή τους. Θα νοθευόταν με τον τρόπο αυτόν η ουσιαστική επανάκριση των υποθέσεων που θα έφταναν ενώπιόν του.
Επιπλέον, η απαίτηση αυτής της πρόσθετης προϋπόθεσης (συναίνεσης του ανακριτή) και στην ενώπιον του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών διαδικασία θα ακύρωνε ουσιαστικά τη δυνατότητα του κρατουμένου η επανάκριση της υπόθεσής του να γίνει από ένα ανεξάρτητο και αυτοτελές, ανώτερο όργανο στις περιπτώσεις ακριβώς που η έλλειψη της σύμφωνης γνώμης του οργάνου που διέταξε την προσωρινή του κράτηση ενεργοποιεί περισσότερο την ανάγκη για την άσκηση της συγκεκριμένης προσφυγής. Αντίθετα, θα φαινόταν να επιτρέπεται σε άλλες περιπτώσεις, όπως του κρατούμενου που θα εξέτιε ποινή και του προσωρινά κρατούμενου που, μολονότι θα είχε την εν λόγω σύμφωνη γνώμη του ανακριτή για τη χορήγηση της άδειας, το σχετικό αίτημά του εντέλει θα είχε απορριφθεί από το Πειθαρχικό Συμβούλιο. Ωστόσο ο εν λόγω αποκλεισμός αφενός δεν προβλέπεται στο νόμο και αφετέρου θα προσέβαλε την αρχή της ισότητας.
Επομένως, κατά την άποψή μας, ακόμη και αν ο αιτών τη χορήγηση της εκπαιδευτικής άδειας ήταν προσωρινά κρατούμενος, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών θα έπρεπε να προχωρήσει στην εξέταση για το αν υφίσταντο εν προκειμένω οι προβλεπόμενες ουσιαστικές και τυπικές προϋποθέσεις χωρίς η κρίση του να εξαρτάται από τη σύμφωνη γνώμη του ανακριτή.
Γ. Ποιες είναι, όμως, οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση εκπαιδευτικής άδειας; Τούτες ορίζονται στο άρθρο 58 ΣωφρΚ και διακρίνονται σε τυπικές και ουσιαστικές:
α) Οι τυπικές προϋποθέσεις είναι δύο: i. Να μην πρόκειται να χρησιμοποιηθούν για σπουδές σε εκπαιδευτικό ίδρυμα κατώτερης βαθμίδας από εκείνο στο οποίο έχει ήδη σπουδάσει ο κρατούμενος (παρ. 2 άρθρου 58 ΣωφρΚ) και ii. Στην περιοχή φοίτησης να λειτουργεί αντίστοιχο προς την κατηγορία στη οποία ανήκουν οι ενδιαφερόμενοι κατάστημα κράτησης (παρ. 1 εδ. α΄ άρθρου 58 ΣωφρΚ) – προϋποθέσεις που πληρούνται στην περίπτωση του Ν. Ρωμανού,
β) Ως προς τις ουσιαστικές προϋποθέσεις η παρ. 1 του άρθρου 58 παραπέμπει στο άρθρο 55 παρ. 1 περ. γ΄ «Η άδεια χορηγείται (…) με τις προϋποθέσεις (…) του άρθρου 55 παρ. 1 περ. γ΄ (…) του παρόντος». Με βάση λοιπόν την επιβεβλημένη γραμματική ερμηνεία, η μοναδική περίπτωση γ΄ που συναντάται στην παρ. 1 του άρθρου 55 ΣωφΚ είναι «η ωφέλεια, την οποία μπορεί να έχει για την προσωπικότητα του καταδίκου και τη μελλοντική του εξέλιξη η λήψη μέτρων για τη σταδιακή επάνοδό του σε καθεστώς πλήρους ελευθερίας». Συνεπώς τούτη είναι η μοναδική ουσιαστική προϋπόθεση για τη χορήγηση εκπαιδευτικών αδειών (έτσι ΒουλΣυμβΠλημΘεσ 1155/2010, ΠοινΔικ 2012, σελ. 30).
Πέραν όμως από τα παραπάνω ζητήματα που φαντάζουν μεν τεχνικά, πλην όμως αναδεικνύονται σε καίριας σημασίας στο μέτρο που φαίνεται ότι κωλύουν τη χορήγηση εκπαιδευτικής άδειας στο Ν. Ρωμανό, τις μέρες αυτές ήλθαν στο προσκήνιο εξίσου κρίσιμα ερωτήματα γενικότερου ενδιαφέροντος.
Κυρίως με το ερώτημα αν «είναι δυνατόν ένας «αρνητής του συστήματος» να ζητά να κάνει χρήση των νόμων του», γίνεται προσπάθεια να αμφισβητηθεί από κάποιους η ηθική νομιμοποίηση εκείνου που διεκδικεί την άσκηση ορισμένου δικαιώματός του, επειδή δεν αποδέχεται το σύνολο του δικαιϊκού συστήματος.
Όλη αυτή η προβληματική γύρω από το «ηθικό ζήτημα» σκοπεύει εξ αρχής να θέσει εν αμφιβόλω την ίδια την απόλαυση του δικαιώματος. Η αμφιβολία για την ηθική βάση της άσκησής του έχει παραπλήσια αποτελέσματα με την ευθεία αμφισβήτησή του ως νομικό θεσμό, παίρνοντας ακόμη και τη μορφή της απαίτησης να εξαρτάται από αυθαίρετους και άτυπους, σε σχέση με το γράμμα του νόμου, όρους –κάποιοι ζήτησαν έγγραφη δέσμευση ότι θα γίνει καλή χρήση της εκπαιδευτικής άδειας! Το σημείο αυτό δεν βρίσκεται πολύ μακριά από τη γενικευμένη αμφισβήτηση της σκοπιμότητας ύπαρξης των σχετικών δικαιωμάτων –ατραπός δυσχερής, κοινωνικά διχαστική και δικαιοπολιτικά επικίνδυνη. Εκείνο που κατ’ αρχάς ζητείται για κάθε νόμο, η αφηρημένη γενικότητα της εφαρμογής του, δεν ισχύει για το νόμο που ρυθμίζει το καθεστώς των εκπαιδευτικών αδειών; Η εξάρτηση του από πρόσθετους όρους ηθικής ή ιδεολογικής χροιάς θα καθιστούσε τη λειτουργία του περιπτωσιολογική ανάλογα με το ποιο είναι το πρόσωπο εκείνου που αποβλέπει στην ισχύ του και με το ποια είναι η ειδική σχέση του με την κρατική εξουσία.
Στο πλαίσιο ενός δημοκρατικού κράτους δικαίου, έχει άλλωστε από καιρό επισημανθεί (Μαργαρίτης Λ./ Παρασκευόπουλος Ν., Ποινολογία, 2005) αναφορικά με τις νομικές διατάξεις που συνάπτονται με την ποινή το εξής χαρακτηριστικό γνώρισμα: το κείμενο και η ερμηνεία τους, και τελικά το ίδιο το ποινικοδικαιϊκό σύστημα που συγκροτούν, λειτουργεί ταυτόχρονα με δυό τρόπους, αντεγκληματικά και εγγυητικά/φιλελεύθερα –δηλαδή τόσο αντιμετωπίζοντας το έγκλημα όσο και διαφυλάσσοντας παράλληλα θεμελιώδη δικαιώματα των κοινωνών. Η κάθε μία από αυτές τις λειτουργίες συνδέεται με διαφορετικές έννομες συνέπειες. Στην έκτιση της ποινής η αντιμετώπιση του εγκλήματος, οριοθετείται ως προς το σκοπό της αφού δεν πρέπει να ασκείται αυθαίρετα αλλά με μέτρο και υπό το πρίσμα της ειδικής πρόληψης ότι δεν θα τελεστούν νέα εγκλήματα από τον καταδικασθέντα.
Οριοθετείται όμως και «εξωτερικά» από την ύπαρξη ορισμένου χώρου που καταλαμβάνουν τα κατοχυρωμένα δικαιώματα του κρατούμενου και η διαμόρφωση της ποινής ως ένα ελαστικό μέγεθος, ώστε να μπορεί να ανταποκρίνεται σε μια ποικιλία ατομικών και ευρύτερων αναγκών και εξελίξεων που συνδέονται με την ευχερέστερη αποφυγή των αποδιοργανωτικών για τη ζωή του κρατούμενου συνεπειών που επιφέρει ο περιορισμός της ελευθερίας του. Το σημείο ισορροπίας στην οποία βρίσκονται αυτές οι δυό λειτουργίες μετακινείται είτε προς τη μια πλευρά είτε προς την άλλη ως αποτέλεσμα των κοινωνικών αγώνων και της εξέλιξης των ποινικών θεσμών, αφού οι κοινωνικοί δρώντες αποβλέπουν, ανάλογα με τα γενικά ή κατά περίπτωση συμφέροντά τους, είτε στη μία είτε στην άλλη λειτουργία. Δεν είναι λοιπόν παράδοξο το κύριο ενδιαφέρον του κατηγορούμενου, του κρατούμενου και εν γένει εκείνου που υφίσταται την κρατική εξουσία να είναι η στήριξή του σε εκείνα τα στοιχεία του νόμου που αποτελούν κοινωνικές κατακτήσεις οι οποίες συμβάλλουν στη διατήρηση ενός ελάχιστου χώρου ελευθερίας για αυτούς και εξασφαλίζουν ορισμένο όριο στην κρατική δράση αποτρέποντας κατά κάποιο τρόπο την ενδεχόμενη αυθαιρεσία της.
Η τελευταία παρατήρηση εξηγεί εν μέρει και τον πυρήνα των λόγων που η απεργία πείνας του Ν. Ρωμανού έχει κινητοποιήσει τόσες δράσεις αλληλεγγύης. Στις μέρες μας, με την έκρηξη της κατασταλτικής πολιτικής είναι ευκολότερο από ποτέ να ενταχθεί κάποιος στον κύκλο εκείνων που ορίζονται ως παραβατικοί (Ν. Παρασκευόπουλος, Οι πλειοψηφίες στο στόχαστρο, 2003) ή που θα αντιμετωπίσουν ποινικές κατηγορίες ή και, ενδεχομένως, θα αναγκαστούν να εκτίσουν ποινή ως κρατούμενοι. Γι’ αυτό άλλωστε, όπως είχε επισημανει παλαιότερα ο καθηγητής Ι. Μανωλεδάκης, το καθήκον διασφάλισης των δικαιωμάτων μοιάζει πιο έντονο από ποτέ. Η εικόνα συμπληρώνεται αν σκεφτεί κανείς ότι στην απέναντι πλευρά βρίσκεται μια κυβέρνηση που ασκεί μια απεχθή, ακραία πολιτική λιτότητας, φτώχειας και γενικευμένης επίθεσης σε διαχρονικά κατοχυρωμένα δικαιώματα πολλών, διαφορετικών δικαιϊκών πεδίων.
Η απεργία πείνας του Νίκου Ρωμανού έβγαλε στην επιφάνεια νομικά και κοινωνικά ζητήματα εκφρασμένα στη λειτουργία των θεσμών της δικαιοσύνης. Οι απόψεις που εκφράζονται εδώ στηρίζονται και σε μια οπτική κατίσχυσης και προτεραιότητας της επιείκειας η οποία είναι η μόνη που μπορεί από ό,τι φαίνεται να δώσει λύση και στα ζητήματα που έχουν δημιουργηθεί εν προκειμένω. Ας σημειωθεί όμως, τέλος, ότι ιστορικά η επιείκεια ασκείται κατά κανόνα από μιά εξουσία η οποία δεν νιώθει πολιτικά αδύναμη.
Χρήστος Λαμπάκης, δικηγόρος Θεσσαλονίκης
Γεώργιος Σάρλης, δικηγόρος Θεσσαλονίκης
Γεώργιος Σάρλης, δικηγόρος Θεσσαλονίκης
Hiç yorum yok:
Yorum Gönder