Gill Page , οι Έλληνες πριν τους Οθωμανούς , ο Εθνισμός στο Ύστερο Βυζάντιο , μετάφραση Γιάννης Αβραμίδης- Αργύρης Παπασυριόπουλος .εκδόσεις Θύραθεν-Cambridge University Press, 2014
Του Πέτρου Π. Θεοδωρίδη
Η Gill Page ,ειδικευμένη στην Μεσαιωνική βυζαντινή ιστορία με διδακτορική διατριβή με θέμα την ελληνική εθνοτική ταυτότητα στα χρόνια της Φραγκοκρατίας, με το βιβλίο της αυτό, αναδεικνύει άγνωστες πτυχές του Βυζαντινού ύστερου Μεσαίωνα ,αποκαλύπτει τις νοοτροπίες και ιδεολογίες της εποχής εκείνης, εστιάζοντας ιδιαίτερα στις εθνοτικές ταυτότητες των Ελλήνων και στις σχέσεις τους με τους δυτικούς κατακτητές. Ας δούμε μερικές από τις παρατηρήσεις αυτού του άκρως ενδιαφέροντος βιβλίου :
Σύμφωνα με την Page μπορούμε πράγματι να μιλάμε για ύπαρξη ρωμαϊκής εθνοτικής ταυτότητας την παραμονή της φραγκικής κατάκτησης του 1204.Τούτη η ταυτότητα είχε τρεις μείζονες συνιστώσες:πολιτική, θρησκευτική και πολιτισμική. Η πολιτική συνιστώσα εδραζόταν στο γεγονός της αυτοκρατορικής εξουσίας της Κωνσταντινούπολης και, δυνάμει, την μοιράζονταν από κοινού οι υπήκοοι της αυτοκρατορίας. Η ρωμαϊκή αυτοκρατορική εξουσία συνδεόταν άμεσα με την ιδέα ότι όλοι όσοι ζούσαν εντός των συνόρων της ήταν Ρωμαίοι η ιδιότητα του Ρωμαίου αντιπαραβαλλόταν με εκείνη του βαρβάρου, στη βάση ενός δυαδικού μοντέλου: οι Ρωμαίοι ήταν αρχαίοι και πολιτισμένοι, οι βάρβαροι ήταν νεήλυδες, νομάδες και χωρίς αξιόλογους θεσμούς· οι Ρωμαίοι ήταν χριστιανοί, ενώ οι βάρβαροι παγανιστές· οι Ρωμαίοι ζούσαν εντός της επικράτειας, οι βάρβαροι εκτός: δεν είχαν πόλεις, ήταν νομάδες, ζούσαν στην ύπαιθρο, δεν είχαν γραπτούς νόμους, η συμπεριφορά τους ήταν ανεξέλεγκτη. δεν ήξεραν ελληνικά, ήταν απαίδευτοι.
Ιδιαίτερα σε ότι αφορά στη θρησκευτική συνιστώσα της ρωμαϊκής ταυτότητας η συγγραφέας μας θυμίζει πως η Βυζαντινή Ρωμαϊκή αυτοκρατορία –η οικουμένη– ήταν η επί γης βασιλεία των χριστιανών· το να είσαι χριστιανός σήμαινε ότι ήσουν υπήκοος της αυτοκρατορίας, και αντιστρόφως. Συνεπώς ο ρόλος του αυτοκράτορα ως επίγειου ηγεμόνα ήταν ιερός.Παρ’ ότι υπήρχαν ανέκαθεν θρησκευτικές αιρέσεις εντός της βυζαντινορωμαϊκής οικουμένης, το ορθόδοξο δόγμα σταδιακά επιβλήθηκε ως το μόνο έγκυρο και συνδέθηκε στενά με τον αυτοκρατορικό θεσμό· οι δεσμοί σφυρηλατήθηκαν την περίοδο της Εικονομαχίας κυρίως οπότε η νομιμότητα της εξουσίας συνδέθηκε άρρηκτα με την θρησκευτική Ορθοδοξία.
Αυτή όμως η πολιτική έκφανση της θρησκευτικής ταυτότητας συνάντησε μεγάλες δυσκολίες καθώς συγκροτούνταν πολλά χριστιανικά κράτη που δεν αναγνώριζαν την βυζαντινορωμαϊκή υπεροχή – είτε με την έννοια της πολιτικο-θρησκευτικής πρωτοκαθεδρίας, είτε με την έννοια ότι δεν αναγνώριζαν την ορθότητα της Ορθοδοξίας. Οι εξωτερικές εκφάνσεις της ορθόδοξης θρησκείας ταυτίζονταν ολοένα και περισσότερο με τη ρωμαϊκότητα, με τρόπο που περιόριζε την Ορθόδοξη πίστη σε μία μόνο ομάδα Χριστιανών, ώσπου τελικά ήταν φανερό πως μόνο οι Ρωμαίοι μπορούσαν να είναι Ορθόδοξοι, πράγμα που ερχόταν σε αντίφαση με το ιδεώδες του θρησκευτικού οικουμενισμού. Από την άλλη, η Ορθοδοξία εξαπλωνόταν πέρα από τα σύνορα της βυζαντινορωμαϊκής επικράτειας· έτσι το κράτος έχανε την αποκλειστικότητα του ιερού του ρόλου και, μεγάλο μέρος του ιδεολογικού του οπλοστασίου. Η ταξινόμησή των βαρβάρων γινόταν όλο και πιο δύσκολη όταν αυτοί άρχισαν να εκχριστιανίζονται (π.χ οι Βούλγαροι) και σχηματίστηκε έτσι μια σκιώδη ζώνη που ιδεολογικά δεν ήταν ούτε ρωμαϊκή ούτε εξ ολοκλήρου βαρβαρική: οι « μιξοβάρβαροι»
Πέρα από την πολιτική και τη θρησκευτική όψη της,η βυζαντινορωμαϊκή ταυτότητα –σύμφωνα πάντα με την Gill Page -είχε και την γλωσσική. Στην ανατολή τα ελληνικά πάντα υπήρχαν ως μια –τουλάχιστον παράλληλη– γλώσσα , πάνω απ’ όλα ήταν η γλώσσα της καθημερινής επικοινωνίας, των συναλλαγών και του πολιτισμού, η γλώσσα της φιλοσοφίας και η πιο χρήσιμη κοινή γλώσσα . Για την εθνοτική ρωμαϊκή ταυτότητα η ελληνομάθεια είχε θεμελιακό χαρακτήρα. Όμως θα πρέπει να ξεχωρίσουμε την τεράστια πλειονότητα η οποία δεν είχε καμία εκπαίδευση από την πολύ μικρή μειονότητα εκείνων που σπούδαζαν στην Κωνσταντινούπολη και εξοικειώνονταν με τα αρχαία πρότυπα. Απόρροια του τεραστίου χάσματος παιδείας ανάμεσα στην άρχουσα ελίτ και τη μεγάλη μάζα του πληθυσμού ήταν η διγλωσσία .Παιδεία και γλώσσα ήταν ένας διχαστικός παράγοντας μεταξύ πρωτεύουσας και επαρχιών.
Στις συνθήκες κρίσης του 12ου αιώνα, κατά την Gill Page,η ελληνική γλώσσα έγινε ακόμη πιο σημαντική ως τρόπος αυτοπροσδιορισμού μιας ομάδας πολιορκημένης από άλλες απειλητικές ομάδες. Οι Φράγκοι εν τελει μετέβαλαν και τα γλωσσικά δεδομένα: τα ελληνικά, εν μέρει τουλάχιστον, έπαψαν να είναι η γλώσσα της εξουσίας
Η ονοματοθεσία Ελλην και Γραικός ενείχε και αυτή την σημασία της σύμφωνα με την συγγραφέα: Στη χριστιανική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, για αιώνες η χρήση του ονόματος ‘Ελληνείχε μειωτικό χαρακτήρα καθώς .τα ελληνικά θεωρούνταν γλώσσα του παγανισμού στο εσωτερικό της ανατολικής αυτοκρατορίας. Όμως παρά τις αρνητικές συνδηλώσεις, ο ελληνισμός απέκτησε τεράστια σημασία στους κύκλους της κωνσταντινουπολίτικης ελίτ του 12ου αιώνα. Ορισμένοι Βυζαντινορωμαίοι συγγραφείς άρχισαν να αυτοαποκαλούνται Έλληνες, και το Ελλην --σύνδεση με ένα ένδοξο παρελθόν- χρησιμοποιήθηκε προς επίρρωση του κύρους των Βυζαντινορωμαίων. Πέραν της κωνσταντινουπολίτικης ελίτ όμως, οι αντιλήψεις για τους αρχαίους ήταν πολύ διαφορετικές, από τον μεσαίωνα μέχρι τα νεώτερα χρόνια η λαϊκή αντίληψη για τους Έλληνες ήταν πως υπήρξαν κάποτε στο παρελθόν μια μυθική φυλή γιγάντων
Στους πρώτους αιώνες της αυτοκρατορίας, το εθνώνυμο Γραικός, που προέρχεται από τη λατινική ονομασία για τους αρχαίους Έλληνες, χρησιμοποιούταν ευρέως, ως λιγότερο μειωτικό, αντί του Ἕλλην .Ωστόσο, από τον 9ο αιώνα και μετά το Γραικός περιέπεσε σε αχρησία, εξαιτίας του ότι οι δυτικοί αποκαλούσαν έτσι (Graeci) τους κατοίκους της αυτοκρατορίας και τον ηγεμόνα τους imperator Graecorum. Οι βυζαντινορωμαίοι το εισέπρατταν ως προσβολή, ως άρνηση της ρωμαϊκής αυτοκρατορικής κληρονομιάς τους.
Για την συγγραφέα η φραγκική κατάκτηση υπήρξε γεγονός καταλυτικό για τη βυζαντινορωμαϊκή ταυτότητα: Επέφερε μια ρήξη ανάμεσα στη ρωμαϊκή θρησκευτική ταυτότητα και την αντίστοιχη πολιτική και σφυρηλάτησαν νέες εθνοτικές ταυτότητες. το γεγονός ότι οι αφέντες ήταν Λατίνοι και όχι Ρωμαίοι ανέδειξε τις πολιτισμικές και θρησκευτικές διαφορές μεταξύ Ρωμαίων και Λατίνων, δίνοντάς τους πρόσθετη δύναμη ως εκδηλώσεων της ρωμαϊκότητας κόντρα στη «λατινικότητα», κι έτσι, μέσω της διαφοράς, οι υποτελείς Ρωμαίοι απέκτησαν μια νέα αίσθηση ομαδικής ταυτότητας. Με τη σειρά της, η εθνοτική έννοια της ρωμαϊκότητας, έκφανση της οποίας ήταν τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά, ήρθε σε πρώτο πλάνο. Μπορούσες τώρα να είσαι Ρωμαίος χωρίς να είσαι υπήκοος του αυτοκράτορα των Ρωμαίων,πράγμα που αποδυνάμωνε το κύρος της αυτοκρατορίας.
Η Gill Page θεωρεί ότι επί Παλαιολόγων, αναζωογονήθηκε γι’ άλλη μια φορά η ιδέα περί πεπρωμένου της αυτοκρατορίας, ενώ παράλληλα επιδιώχτηκε η αναψηλάφηση του αρχαιοελληνικού παρελθόντος. Όμως έξω από τους κύκλους της μορφωμένης ελίτ, η πολιτική -αυτοκρατορική συνιστώσα της ρωμαϊκής ταυτότητας έχανε τη σπουδαιότητά της, ενώ οι φραγκικές κατακτήσεις έδωσαν περαιτέρω ώθηση στις χωριστικές τάσεις που είχαν ήδη εκδηλωθεί στα τέλη του 12ου αιώνα. Παρ’ όλο που οι Βυζαντινορωμαίοι μπόρεσαν να επανεδραιώσουν την εξουσία τους στην Πελοπόννησο τον 14ο αιώνα, για πολλούς ντόπιους η ρωμαϊκή ταυτότητα σχετιζόταν πολύ περισσότερο με την καταγωγή, και την Ορθοδοξία και την πολιτισμική σκευή.Η φραγκική κατάκτηση διέσπασε τον ρωμαϊκό κόσμο, οπότε εμφανίστηκαν βιώσιμες εναλλακτικές μορφές εξουσίας είτε δυτικών είτε ντόπιων αρχόντων, που μπόρεσαν να εκμεταλλευτούν το χάος που είχε προκύψει. Από την άλλη, η στάση απέναντι στους δυτικούς δεν ήταν η ίδια παντού, αλλά κυμαινόταν ,από τη λυσσαλέα αντίδραση μιας μερίδας των Κωνσταντινουπολιτών μέχρι τα θολά εθνοτικά περιγράμματα στην Πελοππόννησο: η συγγραφέας υπενθυμίζει ότι σε μερικές δημώδεις μυθιστορίες της εποχής υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι ορισμένοι δυτικοί τρόποι και στυλ είχαν γίνει αντικείμενο θαυμασμού.
Με ενδελεχή ανάλυση των πηγών της περιόδου , με γραφή πυκνή και στιβαρή , με λόγο επιστημονικό και όχι ιδεολογικό το βιβλίο της Gill Page αποτελεί ένα πολύτιμο βοήθημα τόσο για ιστορικούς της υστεροβυζαντινής εποχής όσο και για μελετητές των ιστορικο-κοινωνικών φαινομένων του έθνους και εθνικισμού.
·