Σαράντα ένα χρόνια μετά το Νοέμβρη του 1973, υπερασπιζόμαστε σήμερα την ιστορική μνήμη της εξέγερσης του Πολυτεχνείου απέναντι σ’ αυτούς που φοβούνται τα ανοιχτά πανεπιστήμια και την ιστορική μνήμη∙ που σκηνοθετούν την ένταση για να επιβάλουν τη λογική ενός κλειστού πανεπιστημίου και μιας φοβισμένης κοινωνίας. Οι αστυνομικές διαταγές για κλείσιμο του Πανεπιστημίου αποτελούν πρόκληση για τη δημοκρατία και φέρνουν στη μνήμη μας εκείνες τις σκοτεινές εποχές.
Σήμερα βαδίζουμε στο δρόμο του Νοέμβρη, υπερασπιζόμενοι/ες την αξιακή μας διαφορά από τις «ειδικές δυνάμεις» που επιτέθηκαν προχτές το βράδυ με ρόπαλα και χημικά, και με στρατιωτική και σεξιστική λύσσα, εναντίον μιας ειρηνικής φοιτητικής διαμαρτυρίας.
Σήμερα τιμάμε τη μνήμη του φοιτητή Ιάκωβου Κουμή και της εργάτριας Σταματίνας Κανελλοπούλου, θυμάτων της αστυνομικής βίας στην πορεία του Πολυτεχνείου του 1980. Τιμάμε τη μνήμη του 15χρονου μαθητή Μιχάλη Καλτεζά, που δολοφονήθηκε το βράδυ της 17ης Νοέμβρη 1985, μετά τη διαδήλωση του Πολυτεχνείου, στο πλαίσιο των βίαιων «επιχειρήσεων αρετής».
Μέσα από τα ερείπια της κρίσης
Τούτη την ιστορική στιγμή, μια νέα προοπτική αναδύεται μέσα από τα ερείπια της κρίσης. Αυτά τα χρόνια της κυριαρχίας της κρίσης, μάθαμε ότι ο αγώνας για επιβίωση, σε αντίθεση με τα κηρύγματα του νεοφιλελεύθερου αυταρχισμού, δεν είναι ατομική και ανταγωνιστική υπόθεση. Είναι αντίσταση στην καταστροφή των ζωών μας και αγώνας για συλλογική ανάκτηση της δυνατότητας για μια ζωή με αξιοπρέπεια και δικαιοσύνη.
Μέσα σ’ αυτό το καθεστώς που αυταρχικοποιείται ολοένα και περισσότερο, μάθαμε συλλογικά να στεκόμαστε κριτικά απέναντι στην επ’ αόριστον διαστελλόμενη «κατάσταση έκτακτης ανάγκης», που μετατρέπεται σε φρονηματική κοινοτοπία και κανοναρχεί στην υποταγή και τον ατομισμό. Καταλάβαμε πώς το επίπλαστο κενό δικαίου της έκτακτης ανάγκης μετατρέπεται σε διαρκή τάξη κανονικότητας που καταλύει το όριο ανάμεσα στη δημοκρατία και τον απολυταρχισμό.
Αυτά τα χρόνια αγωνιστήκαμε για την απο-νομιμοποίηση του νόμου της «έκτακτης ανάγκης». Πήραμε θέση μαζί με αυτούς και αυτές που η ζωή τους καταπατήθηκε ως ανάξια λόγου και σημασίας, τους πεσόντες και τους παρίες της συστημικής κρίσης του ύστερου καπιταλισμού. Αγωνιστήκαμε και αγωνιζόμαστε ενάντια σε μια ακροδεξιά κυβέρνηση που νομοθετεί με γνώμονα τα κέρδη των λίγων και την κοινωνική οδύνη των πολλών, που μας μετατρέπει σε αναλώσιμα σώματα χωρίς προοπτική και δικαιώματα, που μας υποκλέπτει το αίσθημα του μέλλοντος, που λεηλατεί εργασιακά δικαιώματα, που μετατρέπει τη δημόσια παιδεία σε επιχείρηση, που υφαρπάζει τα μέσα διαβίωσης και παράλληλα συκοφαντεί τα μέσα αντίστασης και τους κοινωνικούς αγώνες, που στήνει στρατόπεδα συγκέντρωσης για τους μετανάστες όταν δεν τους εγκαταλείπει στο Αιγαίο, που υποβάλλει την κοινωνία στη βία και στα χημικά της καταστολής, που καλλιεργεί τις συνθήκες για κάθε ρατσισμό, σεξισμό και ομοφοβία.
Η νεοφιλελεύθερη (και ακροδεξιά) δυσφορία με τη Μεταπολίτευση
Αυτές τις μέρες, όπως σχεδόν τελετουργικά συμβαίνει τα τελευταία χρόνια γύρω από την επέτειο του Πολυτεχνείου, επανέρχεται στο προσκήνιο η κουρασμένη πια προπαγάνδα του κυρίαρχου μπλοκ εξουσίας, αυτή που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «δυσφορία με τη Μεταπολίτευση». Πρόκειται για το σημείο τομής ανάμεσα στους νεοφιλελεύθερους θιασώτες του εθνοσωτήριου μονόδρομου και τους ακροδεξιούς νοσταλγούς της επταετίας που μιλούν για το «μύθο του Πολυτεχνείου».
Αυτός ο κυνικός στιγματισμός της Μεταπολίτευσης ήταν άλλωστε το ιδεολογικό όχημα που έφερε την ακροδεξιά στην κυβέρνηση της νεοφιλελεύθερης «εθνικής σωτηρίας», πλήρως νομιμοποιημένη ως εθνικά «υπεύθυνη» δύναμη, ανοίγοντας το δρόμο στην επέλαση της νεοναζιστικής ακροδεξιάς και του φασισμού.
Ο ευσεβής πόθος του μπλοκ της νεοφιλελεύθερης δυσφορίας με τη Μεταπολίτευση δύσκολα μπορεί πια να κρυφτεί. Και δεν είναι άλλος από την κυριαρχική διακυβέρνηση αντί της δημοκρατίας. Η μεταδημοκρατία είναι η κυβερνητική πρακτική μιας αλλοτριωμένης δημοκρατίας μετά το δήμο και χωρίς το δήμο, που ανάγεται σε ένα κενό περίβλημα τυπικών λειτουργιών και σ’ έναν τεχνοκρατικό πραγματισμό της «διοίκησης» με γνώμονα ένα και μοναδικό εγγυημένο δικαίωμα –αυτό της ανταγωνιστικής κερδοσκοπίας. Πρόκειται για τη διακυβέρνηση που εξαλείφει τη διαφωνία του λαού και περνά στον έλεγχο αυτοαναφορικών τεχνοκρατών και ολιγαρχικών προνομιούχων ομάδων που χειραγωγούν τις μεσαίες και κατώτερες τάξεις.
Σύμπτωμα της μετα-δημοκρατικής βιοπολιτικής του αυταρχικού ρεαλισμού είναι η φρονηματική εμπέδωση μιας ομοθυμίας γύρω από το ταυτόχρονα ενοχοποιητικό και σωτηριολογικό αφήγημα του υπο-χρεωμένου ανθρώπου: ενός τύπου υποκειμένου που πρέπει να λειτουργεί με γνώμονα τον οικονομικό λογισμό, και κυρίως τον ατομιστικό ωφελιμισμό και την ανταγωνιστική ιδιοτέλεια. Που πρέπει να είναι πάνω απ’ όλα ιδιώτης και επιχειρηματίας του εαυτού του.[1]
Η ανατροπή των κατακτήσεων των κινημάτων φυσικοποιήθηκε στο όνομα μιας πολιτικής θεολογίας του χρέους και της «θυσίας» και όλων των κλισέ που τη συνοδεύουν: οι συλλογικότητες καταγγέλλονται ως συντεχνίες σκοτεινών συμφερόντων, οι κινηματικές πρακτικές παθολογικοποιούνται ως ανεύθυνος λαϊκισμός, τα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα απαξιώνονται ως αποτρόπαιες ιδεοληψίες της Μεταπολίτευσης που υπονομεύουν την «εθνική προσπάθεια». Για την κρίση ευθύνονται οι «σπάταλες» κοινωνικές παροχές, οι «ασύδοτες» διεκδικήσεις και η «ανευθυνότητα» της Αριστεράς.
Καθώς η πολιτική μετατρέπεται σε μια αποκαλυπτική θεολογία, χωρίς κριτική και πέραν της κριτικής, το κράτος γίνεται ο θεματοφύλακας της τάξης και της ηθικής. Απαλλαγμένο από τις ενοχλητικές δεσμεύσεις της πολιτικής, διοικεί για τις αγορές (όπως μας λέει ο Φουκώ), οι οποίες αναδεικνύονται στον μοναδικό «αυθεντικό» κριτή του κοινωνικού γίγνεσθαι. Το κράτος υπάρχει για να διασφαλίζει τις συνθήκες της απρόσκοπτης αυτο-ρύθμισής τους, εισάγοντας και ενεργοποιώντας μηχανισμούς ασφάλειας.[2]
Καθώς η ακροδεξιά καθιερώνεται ως επιδραστική συνιστώσα του πολιτικού κατεστημένου, εμπεδώνονται ο αντιφεμινισμός, η ξενοφοβία και κάθε είδους κοινωνικός συντηρητισμός. Αναζωογονείται, σε διάφορες εκδοχές, το προ-μεταπολιτευτικό δόγμα «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια». Είναι ακριβώς αυτή η όσμωση της νεοφιλελεύθερης εργαλειακής κουλτούρας με την ακροδεξιά ατζέντα που αποθεώνεται όταν ο Υπουργός Παιδείας, μετά από την επιχείρηση διαπόμπευσης των οροθετικών για την προστασία του «Έλληνα οικογενειάρχη», κατεβάζει τη σελίδα στο facebook των μαθητικών καταλήψεων θυμίζοντας παιδονόμο παλαιότερων δεκαετιών, ενώ ταυτόχρονα φιλοδοξεί να καταργήσει τη μισθωτή εργασία προτείνοντας εθελοντική εργασία των αδιόριστων εκπαιδευτικών με αντάλλαγμα μοριοδότηση. Ή όταν ο κυβερνητικός εκπρόσωπος δηλώνει, με απολυταρχικό ύφος, ότι «η ΕΡΤ θα διακοπεί τα μεσάνυχτα». Ή όταν ο Υπουργός Υγείας δηλώνει πως πρόκειται για μύθο ότι η κρίση αποτελεί αιτία χιλιάδων αυτοκτονιών.
Η λειτουργία του κράτους έκτακτης ανάγκης συνίσταται στη βιοπολιτική νομιμοποίηση του κρατικού αυταρχισμού σε βάρος όποιων λογίζονται ως περιττοί και μη-ανταγωνιστικοί. Γι’ αυτό και βασίζεται καταστατικά στην κοινωνική εκκαθάριση, τον εκφοβισμό και τη συλλογική ενοχοποίηση με στόχο να συμβιβαστούμε με την μνημονιακή εξαθλίωση και να συνηθίσουμε την περιστολή των δημοκρατικών κεκτημένων. Σ’ αυτό το πλαίσιο, οι συναλλαγές με τους ναζί σε υψηλό κυβερνητικό επίπεδο (όπως ανέδειξε η υπόθεση Μπαλτάκου) δεν αποτελούν τυχαίο επεισόδιο αλλά συγκροτητικό πολιτικό γνώρισμα της νεοφιλελεύθερης διακυβέρνησης.
Αυταρχικός κρατισμός και απόσυρση του κράτους
Σ’ αυτό το πλέγμα εξουσίας, κατέχουν καταστατική θέση η κρατική αυθαιρεσία και η καταστολή της κοινωνικής διαμαρτυρίας∙ η εντατικοποίηση του κοινωνικού ελέγχου, ο εκφοβισμός και η ολοένα επεκτεινόμενη επικράτεια της εκτελεστικής εξουσίας, σε σκοπό την απρόσκοπτη ανακατανομή κεφαλαίων και αγαθών προς τα πάνω. Μέσω της κρίσης, εμπεδώνεται η μορφή του ύστερου καπιταλισμού που εμπεριέχει στοιχεία ολοκληρωτισμού και που ο Νίκος Πουλαντζάς αποκάλεσε «αυταρχικό κρατισμό». [3] Με το δόγμα του νόμου και της τάξης, η συγκυβέρνηση τα παίζει όλα για όλα για να πειθαρχήσει κοινωνικά έναν οικονομικά εξουθενωμένο λαό και να εξουδετερώσει τις αντιστάσεις του.
Στο νεοφιλελευθερισμό, τα αντι-κρατικά ιδεολογήματα και η απόσυρση του κράτους από την ευθύνη του δημόσιου χώρου συνάδουν απόλυτα με τον αυταρχικό κρατισμό. Η απολυτότητα και η αυτοαναφορικότητα της κυριαρχικής διακυβέρνησης, η συσκότιση της βαθιάς της σχέσης με την αντι-δημοκρατία, αποτελεί την ύστατη ευκαιρία της για τη διαιώνιση της εξουσίας της.
Η λογική του φόβου και της ασφάλειας –το καθεστώς του «γύψου», σύμφωνα με την ορολογία της χούντας– επιστρατεύεται για να χαραχτούν ή να βαθύνουν ακόμη περισσότερο οι βιοπολιτικές διαχωριστικές γραμμές του πολιτικού σώματος έναντι των όποιων παρείσακτων και αναλώσιμων «ξένων σωμάτων» και «εσωτερικών εχθρών». Έτσι, η κρατική εξουσία μετέρχεται το ρατσισμό, εγγράφοντάς τον στους μηχανισμούς της.
Καπιταλισμός εναντίον δημοκρατίας
Η αντι-μεταπολίτευση επιστρατεύεται σήμερα, από το ηγεμονικό μπλοκ παραγωγής και διαχείρισης της κρίσης, ως υπέρτατο τεκμήριο πολιτικής και εθνικής ορθότητας. Ακριβώς όπως το «τέλος της ιστορίας» που διακήρυξαν ο κυρίαρχες ελίτ στις αρχές της δεκαετίας του ’90 διά στόματος Φράνσις Φουκουγιάμα εκφράζοντας τον ευσεβή πόθο τους για την θριαμβευτική επικράτηση του καπιταλισμού, αλλά και αποκαλύπτοντας άθελά τους τη θανάσιμη αγωνία τους για τις εξεγερσιακές προοπτικές των καταπιεσμένων.
Σήμερα ο κορμός του επιχειρήματος των κηρύκων του τέλους της ιστορίας, που βασιζόταν στην υποτιθέμενη άρρηκτη σχέση καπιταλισμού και δημοκρατίας, έχει καταρρεύσει. Σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, ο καπιταλισμός καταπνίγει τη δημοκρατία. Τελειώνει οριστικά το τέλος της ιστορίας. Φανερώνεται, έτσι, αυτό που πάντα ήταν εδώ, ακόμη και στις υποτιθέμενα ανέμελες εποχές της καταναλωτικής σαγήνης: ότι ο καπιταλισμός, είτε με τη μορφή του καταναλωτισμού είτε με τη μορφή της λιτότητας, σκοτώνει. Σήμερα, ο νεοφιλελευθερισμός εξουθενώνει από την ανεργία, τη φτώχια, την αγωνία της επιβίωσης, τις αποδεκατισμένες υπηρεσίες δημόσιας υγείας. Σκοτώνει μέσα στον ύπνο, από τις αναθυμιάσεις ενός μαγκαλιού (όπως έγινε με τη 13χρονη μαθήτρια Σάρα Πλέτσας από τη Σερβία, στη Θεσσαλονίκη την 1η Δεκεμβρίου 2013).
Αυτή η καταστροφική, ή θανατοπολιτική, διάσταση λειτουργεί παράλληλα με τον παραγωγικό, βιοπολιτικό ρόλο της εξουσίας στη συγκρότηση υποκειμένων: ατομιστικών, ανταγωνιστικών, καταναλωτικών, υπο-χρεωμένων. Αυτή η πολυεπίπεδη, διάχυτη και αποκεντρωμένη εκφορά της εξουσίας -ταυτόχρονα κυριαρχική και ρυθμιστική-«διοικητική» (managerial)- εγκαθιδρύει μια μόνιμη κατάσταση «έκτακτης ανάγκης». Κυριαρχία (sovereignty) και κυβερνολογική (governmentality) συνυφαίνονται. [4]
Το «πνεύμα» της επαναστατημένης αξιοπρέπειας
Η δυσφορία με τη Μεταπολίτευση είναι ένα σύμπτωμα της βαθιάς μνησικακίας εκ μέρους των κυρίαρχων τάξεων, η οποία σχετίζεται με την αγωνία διατήρησης των προνομίων τους. Επιστρατεύεται σήμερα για να αποσοβήσει το φάντασμα που πλανιέται ξανά πάνω από την Ελλάδα και την Ευρώπη –το «πνεύμα» της επαναστατημένης αξιοπρέπειας: ανανεωμένο, πολυσήμαντο, αυτο-κριτικό, και ανοιχτό σε μια νέα μεταφρασιμότητα της ίδιας του της «κληρονομιάς».
Σήμερα, οι πολιτικά απογυμνωμένες ζωές απογυμνώνουν την εξουσία, αποκαλύπτοντας την πιο τρομαχτική καθαρότητά της, αλλά και, ταυτόχρονα, ανασυντάσσοντας τις συνθήκες δυνατότητας για ένα πολιτικό πράττειν πέρα από τον αυταρχικό ρεαλισμό της έκτακτης ανάγκης. Μέσα από τις αντιξοότητες της ιστορίας συντελείται το άνοιγμα του κριτικού στοχασμού στον ορίζοντα της ιστορίας, «καθώς αστράφτει σε μια στιγμή κινδύνου».[5]
Στο όνομα των δημοκρατικών κατακτήσεων και της δημοκρατίας που δεν υπάρχει ακόμη, αγωνιζόμαστε ενάντια στις συνθήκες που μετατρέπουν το φασισμό σε «κοινοτοπία».
Σε μια συγκυρία που επιζητεί να αποτρέψει κάθε εναλλακτικό όραμα, κριτήριο και αισθητήριο, ενεργοποιούμε την ανατρεπτική δυναμική του δημοκρατικού πολιτικού ιδεώδους, πέραν της υπαρκτής αυταρχικής δημοκρατίας.
Γι’ αυτό δεν αρκεί να αναλάβουμε την ευθύνη της κυβέρνησης. Δεν αρκεί ακόμη και ένα οικονομικό και διαχειριστικό σχέδιο. Χρειάζεται να εμπεδώσουμε μια διαφορετική λογική όχι μόνο διακυβέρνησης αλλά και συμμετοχικής δημοκρατίας.
Το Νοέμβρη του ’73, οι φοιτητές και οι φοιτήτριες εξέπεμπαν μέσα από το Πολυτεχνείο «είμαστε άοπλοι». Σήμερα, απαιτούμε να φύγουν τα ΜΑΤ από τις Σχολές μας. Λέμε «είμαστε άοπλοι», γι’ αυτό θα νικήσουμε.
Με εφόδια τη συλλογικότητα, την ανιδιοτέλεια και τη δημοκρατία, διεκδικούμε να ζούμε αλλιώς και μετατρέπουμε αυτή τη διεκδίκηση σε πολιτική πράξη ισότητας και δικαιοσύνης. Κι αυτός είναι ένας αγώνας στο όνομα των δημοκρατικών κατακτήσεων και της δημοκρατίας που δεν υπάρχει ακόμη.
Ομιλία στην κεντρική εκδήλωση της Νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ στο πλαίσιο του εορτασμού του Πολυτεχνείου, «Πέρα από την ανάθεση, στο δρόμο για τη χειραφέτηση» (16/1/2014, Τεχνόπολις).
______________
Σημειώσεις
[1] Βλ. και Μαουρίτσιο Λαζαράτο,
Η κατάσταση του χρεωμένου ανθρώπου. Αθήνα: Αλεξάνδρεια, 2014.
[2] Michel Foucault,
Security, territory, population, διαλέξεις στο Κολλέγιο της Γαλλίας 1977-1978. Επίσης, Η Γέννηση της Βιοπολιτικής. Μτφρ. Βασίλης Πατσογιάννης. Αθήνα: Πλέθρον, 2012.
[3] Βλ. Νίκος Πουλαντζάς,
Το Κράτος, η Εξουσία, ο Σοσιαλισμός. Αθήνα: Θεμέλιο 2001.
[4] Βλ. Judith Butler,
Ευάλωτη Ζωή: Οι Δυνάμεις του Πένθους και της Βίας. Μτφρ. Μιχάλης Λαλιώτης και Κώστας Αθανασίου. Εισαγωγή Αθηνά Αθανασίου. Αθήνα: νήσος 2009.
[5] Βάλτερ Μπένγιαμιν,
Θέσεις για της Φιλοσοφία της Ιστορίας. Αθήνα: Ουτοπία, 1983. Η φράση αναφέρεται στο πώς ο ιστορικός υλισμός επιχειρεί να συλλάβει μια εικόνα του παρελθόντος, καθώς εμφανίζεται απροσδόκητα στο ιστορικό υποκείμενο.
βλ επισης και την εργασια
Δίκαιο και Ιδεολογία. Ανθρώπινα Δικαιώματα, Κατάσταση Εξαίρεσης και Ποινικό Δίκαιο του Εχθρού (2014) /
Θεοδωρίδης, Παντελής Πέτρου [GRI-2014-12513]