Η ιδέα της ευτυχίας ως ύψιστος στόχος για την κοινωνία και το άτομο εμφανίζεται περί τον 18ο αιώνα .Το να θεωρούμε ότι σε θρησκείες η ιδέα του παραδείσου , της Νιρβάνας κλπ αντιστοιχεί στην νεωτερική ιδέα της ευτυχίας είναι απλούστατα ΑΝΑΧΡΟΝΙΣΜΌΣ
Μπορούμε να διεκδικούμε ένα καλύτερο μέλλον χωρίς να πιστεύουμε ντε και καλά ότι θα επέλθει η εγκόσμια Ευτυχία( υπάρχει και ο καταναγκασμός της Ευτυχίας.....που κάνει την δυστυχία πιο ανυπόφορη) όπως και μπορούμε να πολεμούμε το -όποιο-κακό χωρίς να νοσταλγούμε έναν δήθεν Παράδεισο..
Νοσταλγικα etiketine sahip kayıtlar gösteriliyor. Tüm kayıtları göster
Νοσταλγικα etiketine sahip kayıtlar gösteriliyor. Tüm kayıtları göster
21 Ocak 2015 Çarşamba
7 Aralık 2014 Pazar
στην έρημο είναι καρφωμένη η καρδιά μας.
διασχίζουμε την έρημο με την ελπίδα να βρούμε μια Όαση αλλά μόλις την βρίσκουμε - αληθινή η αντικατοπτρισμό - έκπληκτοι ανακαλύπτουμε ότι την Έρημο έχουμε νοστάλγησει ,ότι στην έρημο είναι καρφωμένη η καρδιά μας.
...εκείνο που πράγματι επιθυμούμε είναι η έρημος .... η έρημος είναι που μας συναρπάζει όχι η όαση .. Την όαση την φαντασιωνομαστε για να προστατευτούμε από την Πραγματική επιθυμία που είναι και η Πιο ερωτική : η επιθυμία θανάτου.... Η όαση είναι για να διασκεδάσουμε και να απωθήσουμε την αυθεντική επιθυμία
...εκείνο που πράγματι επιθυμούμε είναι η έρημος .... η έρημος είναι που μας συναρπάζει όχι η όαση .. Την όαση την φαντασιωνομαστε για να προστατευτούμε από την Πραγματική επιθυμία που είναι και η Πιο ερωτική : η επιθυμία θανάτου.... Η όαση είναι για να διασκεδάσουμε και να απωθήσουμε την αυθεντική επιθυμία
1 Kasım 2014 Cumartesi
κάθε μέρα του ξεκινούσε ως μια αιωνιότητα έτσι συμπύκνωνε την αιωνιότητα σε μια μέρα
κάθε μέρα του ξεκινούσε ως μια αιωνιότητα
έτσι συμπύκνωνε την αιωνιότητα σε μια μέρα
- το ίδιο και την κάθε στιγμή: η μια μέσα στην άλλη ατέλειωτες κούκλες( μπαμπουσκες )που η μια χωνεται μεσα στην άλλη : σαν σε όνειρα η σαν ατέλειωτη σειρά από καθρέφτες... Εγκλωβισμένος στον Λαβυρινθο των αιωνιοτήτων ( σαν τον Μινώταυρο του Μπόρχες)
Etiketler:
ΜΗΝΥΜΑΛ,
μικρες πικρες αληθειες,
μνημη,
Νοσταλγικα,
χρονος
30 Ekim 2014 Perşembe
η Νοσταλγία έχει με την μνήμη την ίδια πάνω κάτω σχέση που έχει το Πένθος με την Μελαγχολία.....
η Νοσταλγία έχει με την μνήμη την ίδια πάνω κάτω σχέση που έχει το Πένθος με την Μελαγχολία: Το πένθος αφορά το χαμένο αντικείμενο η Μελαγχολία την χαμένη επιθυμία μας για ένα αντικείμενο που -κάποιες φορές- υφίσταται ακόμα ... Στην μνήμη θυμόμαστε στην Νοσταλγία επιθυμούμε αυτό που καλά καλά δεν το θυμόμαστε -η και επινοούμε....
Ενω το πενθος και η μνημη εχουν να κανουν με εξωτερικές καταστασεις και τον αντικειμενικό κοσμο η Νοσταλγια οπως και η Μελαγχολια εχουν να κανουν με τον Εαυτό
επισης η Νοσταλγια οπως και η Μελαγχολια ενεχει ηδονη -οδυνη
Επισης η Νοσταλγια συνδεεται αμεσα με την Αρχη της Ηδονης καθώς και την ορμη του Θανατουhttps://www.youtube.com/ watch?v=NavVfpp-1L4
Ενω το πενθος και η μνημη εχουν να κανουν με εξωτερικές καταστασεις και τον αντικειμενικό κοσμο η Νοσταλγια οπως και η Μελαγχολια εχουν να κανουν με τον Εαυτό
επισης η Νοσταλγια οπως και η Μελαγχολια ενεχει ηδονη -οδυνη
Επισης η Νοσταλγια συνδεεται αμεσα με την Αρχη της Ηδονης καθώς και την ορμη του Θανατουhttps://www.youtube.com/
έρωτας και Νοσταλγία
ο έρωτας δεν είναι τόσο επιθυμία αιωνιότητας όσο Νοσταλγία της μήτρας και της κατάστασης εμβρύου .. Γι αυτό και η εποχή μας γίνεται απεγνωσμένα -και ρευστά , στα γρήγορα - ερωτική: Δεν μπορεί να κοιτάξει το μέλλον , το παρόν την κομματιάζει, νοσταλγεί......
19 Ekim 2014 Pazar
Πολιτικές της νοσταλγίας Του Νικόλα Σεβαστάκη* αναδημοσιευση απο την Εφημερίδα των Συντακτών
19/10/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ
Πολιτικές της νοσταλγίας
«Ενώ η αρχαιότητα είναι κάτι που υφίσταται για μας, εμείς δεν υπάρχουμε για κείνη. Δεν υπήρχαμε ποτέ ούτε θα υπάρξουμε». Ετσι αρχίζει το δοκίμιό του «Φόρος Τιμής στον Μάρκο Αυρήλιο» ο Ρώσος ποιητής και νομπελίστας Γιόζεφ Μπρόντσκι.
Εδώ και εβδομάδες στην επικαιρότητά μας έχει θρονιαστεί ένα κομμάτι αρχαιότητας, ένας τύμβος ή ένα μνημειακό πλέγμα. Ζητούμε άραγε να αντλήσουμε ζωή από τους ένδοξους που κείτονται, πιθανόν, εκεί; Ή μήπως αυτό το ζωηρό ενδιαφέρον για ένα μεγάλο μνημείο είναι η «συμβολική μας αναχώρηση από τη γενική οριζοντίωση», η στιγμιαία έξοδός μας από την κύφωση και την κατάπτωση των καιρών;
Είτε έτσι είτε αλλιώς, η σχέση μας με το μνημειακό έχει παραπάνω από έναν μεσολαβητές: έναν ματαιωμένο εθνικισμό με δόσεις περασμένων μεγαλείων αλλά και την ανάγκη για σταθερές στον χρόνο, για κάποιες υπερβαίνουσες (δεν λέω υπερβατικές) αναφορές. Ο Μπρόντσκι γράφει ότι οι Ελληνες παθιάζονταν για την καταγωγή και οι Ρωμαίοι για την προαγωγή. Και στις δύο περιπτώσεις η ματαιοδοξία μπορεί πάντως να δημιουργεί μορφές που προορίζονται να διαρκέσουν.
Σύμφωνα επίσης με μια ορισμένη ποιητική του τόπου, το «μεγαλειώδες» είναι εν γένει ύποπτο. Αν αυτό που έχει χτιστεί υπερβαίνει το μέτρο του, αν γλιστράει στην υπερβολή και στην κυριαρχική περικύκλωση του γύρω χώρου, χάνει τη μεταφυσική ποιότητα του τόπου. Διαβάζοντας το μικρό κείμενο «Κτίζειν, κατοικείν, σκέπτεσθαι» του Χάιντεγκερ, έρχεται κανείς κοντά σε αυτή την ιδέα ταύτισης του κτίσματος και της κατοικίας με τη φειδώ και την αυτοσυγκράτηση.
Μιλώντας όμως για μεγάλα μνημεία και τύμβους όπως αυτόν της Αμφίπολης, μεταβαίνουμε εις άλλο γένος: τύμβος εδώ είναι αυτό που υψώνεται πάνω από τη μοίρα των κοινών θνητών, πάνω από τις κατοικίες και τα μικρά έργα των καθημερινών ανθρώπων. Ο τύμβος που γέννησε τον τάφο (the tomb), συμβολίζει το αναντίρρητο γεγονός ότι από τους αναρίθμητους κεκοιμημένους του παρελθόντος, ελάχιστοι αποκτούν το δικαίωμα στο μεγαλείο και βεβαίως στον θαυμασμό. Ακόμα και στο βασίλειο της ισότητας όλων με όλους, εκεί όπου, όπως έγραφε ο Καρούζος, «τι να τρών' τον Αισχύλο τα σκουλήκια/ τι τον Λάμπρο Πορφύρα», υπάρχουν νεκροί που διεκδίκησαν τη διάρκεια και εν τέλει την αθανασία.
Από αυτή την αθανασία δανειζόμαστε και τώρα για να μπαλώσουμε τις τρύπες του παρόντος. Πέρα δηλαδή από τις προφανείς ιδεολογικές και πολιτικές χρήσεις της αρχαιολογίας (αρχαίες και αυτές με τη σειρά τους), ο άνθρωπος δεν μπορεί παρά να εντυπωσιάζεται από τα λαμπρά εργόχειρα της Ιστορίας. Οσο περισσότερο δεσπόζει αυτό που ο Γάλλος ιστορικός François Hartog ονομάζει παροντισμό τόσο πιο πυρετικά θα πολιτευόμαστε με τη νοσταλγία. Οχι μόνον όσοι ενστερνίζονται τη νοσταλγία ως ρομαντικοί εθνικιστικές αλλά και οι άλλοι, όσοι, ας πούμε, λέμε ότι θέλουμε να αντιστεκόμαστε στους αρχαιοκάπηλους πειρασμούς της ελληνικής ιδεολογίας.
…………………………………………………………………………..
* Συγγραφέας και πανεπιστημιακός
8 Ekim 2014 Çarşamba
Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ του Ταρκόφσκι και ενα υπεροχο κειμενο του Β. Ραφαηλίδη :Το γάλα του Παραδείσου: Ο Βασίλης Ραφαηλίδης για τη Νοσταλγία του Αντρέι Ταρκόφσκι αναδημοσιευση απο το Μετά την κρίση -αρχικά απο το Broken Road
Το γάλα του Παραδείσου: Ο Βασίλης Ραφαηλίδης για τη Νοσταλγία του Αντρέι Ταρκόφσκι
Το μεγάλο δυστύχημα δεν είναι ότι πέθανε ο Θεός, αλλά το ότι πεθαίνουν οι μάνες μας
από το "Λεξικό Ταινιών", εκδόσεις "Αιγόκερως", δεύτερος τόμος
από τον ιστότοπο Broken Road: Ο Βασίλης Ραφαηλίδης για τη Νοσταλγία του Αντρέι Ταρκόφσκι
Ένα σπουδαίο γραπτό του Β. Ραφαηλίδη, που δεν φθείρεται από το χρόνο
Νόστο έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες τον πόθο της επιστροφής στην πατρίδα. Η νοσταλγία συνεπώς είναι η ψυχολογική κατάσταση που δημιουργεί ο πόθος της επιστροφής στην πατρίδα και κατά προέκταση σε κάθε οικείο χώρο που λειτουργεί σαν “χαμένος παράδεισος” όταν απομακρυνθούμε ή μας απομακρύνουν απ'αυτόν παρά τη θέληση μας.
Η νοσταλγία νοούμενη σαν ψυχολογική κατάσταση είναι μια δυσθυμία και μια βαρυθυμία που εξωτερικεύεται με τη μελαγχολία, που στους ευαίσθητους μπορεί να οδηγήσει και στο θάνατο από “μαράζι”, όπως λέει κυριολεκτώντας ο λαός. Πράγματι, η απομάκρυνση από τον οικείο χώρο είναι ένα “ξερίζωμα” και ο μέτοικος, ένας άνθρωπος “χωρίς ρίζες” που μπορεί να πεθάνει από μαρασμό (μαράζι), όπως ακριβώς και τα ξεριζωμένα φυτά, που κάποιος τα έχει απομακρύνει απ'την αναγκαία για τη ζωή τους γη.
Νοσταλγία είναι ακόμα η μελαγχολική ανάμνηση ευχάριστων καταστάσεων που ξέρεις πως παρήλθαν ανεπιστρεπτί. Τούτη η μεταφορική δεύτερη έννοια της λέξης διαφέρει ελάχιστα απ'την πρώτη. Γιατί πρόκειται και πάλι για ένα ξερίζωμα, που αυτή τη φορά δεν είναι χωρικό αλλά χρονικό και γι'αυτό πολύ πιο πιεστικό, αφού τώρα δεν υπάρχει καμιά δυνατότητα επανόρθωσης: Μπορεί να επιστρέψεις στο χώρο αν εκλείψουν τα αίτια που σε κρατούν μακριά απ'αυτόν, όμως είναι αδύνατο να επιστρέψεις στο χρόνο και να ξαναζήσεις μια κατάσταση που πέρασε. Αυτή η παρωχημένη κατάσταση, στη μνημική λειτουργία, τοποθετείται πάντα σε χώρο, στον οποίο μπορείς βέβαια και να επιστρέψεις, αλλά τούτη η επιστροφή θα γίνει αναγκαστικά σ'έναν καινούργιο χρόνο, το χρόνο του τώρα: Ζούμε πάντα σε χρόνο ενεστώτα. Η ζωή μας σε χρόνους παρωχημένους (αόριστο και παρατατικό) έχει ήδη βιωθεί, έχει γίνει δηλαδή μια νεκρή ιστορία, ενώ η ζωή μας σε χρόνο μέλλοντα δεν έχει ακόμα βιωθεί, και δεν ξέρουμε αν και μέχρι ποιού ορίου θα βιωθεί.
Το μέλλον μας, σαν αξερίζωτα όντα, μπορεί να περιορίζεται στο προσεχές δευτερόλεπτο, κι αυτός είναι ο λόγος που το μέλλον δρα πάντα τρομακτικά: Ο θάνατος μας θα πραγματοποιηθεί σε χρόνο μέλλοντα. Πιο σωστά, θα πραγματοποιηθεί ακριβώς στο σημείο τομής του ενεστώτα με τον μέλλοντα χρόνο. Και ξέρουμε καλά πως κάποτε θα είμαστε και μεις “πρώην άνθρωποι”. Όμως δεν ξέρουμε πότε ακριβώς θα γίνει τούτο το ξερίζωμα που το φοβούμαστε όσο τίποτα. Και γι'αυτό φροντίζουμε να αντικαταστήσουμε τον πραγματικό μέλλοντα χρόνο μ' ένα φανταστικό “αιώνιο παρόν”, όπου δεν μπαίνει πρόβλημα θανάτου, αφού ο θάνατος τελείται πάντα σε χρόνο μέλλοντα.
Το “αιώνιο παρόν” είναι η αιώνια ζωή, δηλαδή μια ζωή έξω από το χρόνο, όπου ο διαχωρισμός σε παρελθόν, παρόν και μέλλον χάνει το νόημα του. Όμως, στους γνήσιους μυστικούς – και οι γνησιότεροι μυστικοί είναι οι Ρώσοι – δεν μπαίνει πρόβλημα του περάσματος μας στην αιωνιότητα, γιατί ήδη ζούμε σ'αυτήν. Για τους μυστικούς, η μετά θάνατον κατάσταση είναι ακριβώς η ίδια με την πριν απ'τη γέννηση μας κατάσταση, και αυτό που ονομάζουμε ζωή είναι ένα εμβόλιμο, ένα θορυβώδες ιντερμέτζο στην αιώνια σιωπή της ατέρμονης αιωνιότητας, που δε χρειάζεται να κάνουμε τίποτα για να την κερδίσουμε γιατί την έχουμε έτσι κι αλλιώς κερδισμένη, πράγμα που δεν θα άρεσε καθόλου στους “θεολόγους” αφού καταργεί τόσο την “ελεύθερη βούληση” που τους χρειάζεται για να εξηγήσουν θεολογικά την έννοια της αμαρτίας, όσο και τον Προστάτη Θεό που αποφασίζει αν είμαστε ή όχι άξιοι της αιωνιότητας. Οι γνήσιοι μυστικοί έχουν μια πολύ διαφορετική απ'τους θεολόγους αντίληψη για τη θεότητα, γιατί δεν περιμένουν τίποτα απ'τον Θεό, εκτός απ'το να είναι και να παραμείνει Αιώνιος, πράγμα που εγγυάται την ύπαρξη της αιωνιότητας, εντός της οποίας η ζωή και ο θάνατος έχουν ακριβώς την ίδια αξία, αφού εντάσσονται στον ίδιο ατέρμονα κύκλο του ατέρμονου χρόνου.
Η δυτική σκέψη είναι ιστορική: όλα αρχίζουν κάπου, κάποτε και όλα τελειώνουν κάπου, κάποτε – και τούτη η εξελικτική πορεία συνεχίζεται στον αιώνα τον άπαντα. Για τη δυτική σκέψη, η αιώνιότητα είναι ο ατέρμων χρόνος που κυλάει προς μια μοναδική κατεύθυνση, όπως τα ποτάμια, ενώ για την ανατολική σκέψη, η έννοια του ιστορικού χρόνου δεν υφίσταται καν, αφού όλα, παρελθόντα, τωρινά και μελλούμενα, τελούνται στον κυκλικό χρόνο της αιωνιότητας.
Η ευθεία είναι το γεωμετρικό σχήμα της αβεβαιότητας και της απροσδιοριστίας: Δεν ξέρεις μέχρι που μπορεί να προεκταθεί μια ευθεία. Ο κύκλος είναι το γεωμετρικό σχήμα της βεβαιότητας και της σταθερότητας: Ξέρεις πως ό,τι υπάρχει εντός του κύκλου είναι καλά προφυλαγμένο μέσα στην κλειστή καμπύλη, που ούτε αρχίζει κάπου ούτε τελειώνει κάπου. Η αρχή και το τέλος της καμπύλης του κύκλου είναι το ίδιο πράγμα και τούτη την αρχή που είναι και τέλος, μπορείς να την τοποθετήσεις σ'όποιο σημείο της περιφέρειας θέλεις.
Ο Θεός λοιπόν έχει το σχήμα του κύκλου: Η αρχή και το τέλος του συμπίπτουν αιωνίως και γι'αυτό είναι Άναρχος (χωρίς αρχή), ενώ “κατοικία” του είναι ολόκληρη η περιφέρεια του κύκλου που περικλείει τα δημιουργήματα του. Απο θεολογική άποψη, και σύμφωνα με τα παραπάνω, νοσταλγία είναι η θλιμμένη αναπόληση της σιγουριάς του χαμένου κύκλου ή του χαμένου Θεού.
Ο ποιητής-ήρωας της ταινίας του Αντρέι Ταρκόφσκι “Νοσταλγία” είναι ένας Ρώσος που εγκατέλειψε την πατρίδα του (δεν ξέρουμε πότε, κι αυτό έχει σημασία για την αναχρονικότητα της ιδέας που αποδεσμεύει το φιλμ), για να αναζητήσει στην Ιταλία τα χνάρια ενός περάσματος από κει, κατά τον 18ο αιώνα ενός άλλου Ρώσου, μουσικού αυτού, που πέθανε από μαράζι, περπατώντας στην ευθεία του δυτικού πολιτισμού και νοσταλγώντας τον κύκλο του ανατολικού πολιτισμού, όπου, ωστόσο, θα επιστρέψει μόνο νεκρός. Το ίδιο ακριβώς θα ήθελε να πάθει και ο ήρωας της ταινίας που είχε την απερισκεψία να εγκαταλείψει τα οικεία κυκλικά πλαίσια αναφοράς του βίου του και να επιχειρήσει μια περιπλάνηση στην ιστορική ευθεία που του επιβάλλει στην Ιταλία η διερμηνέας του.
Πρόκειται για έναν κίνδυνο που τον αντιμετωπίζε, όπως φαίνεται, και ο ίδιος ο Ταρκόφσκι προσωπικά: Θα ήθελε ίσως να εγκαταλείψει την πατρίδα του, αλλά πως να ζήσει μέτοικος στη Δύση τούτος ο μέχρι μυελού οστέων Σλαύος; Θα μπορούσαμε ποτέ να φανταστούμε Παριζιάνο τον Ντοστογιέφσκι και Λονδρέζο τον Γεσένιν; Και πως να φανταστούμε Ρωμαίο τον Ταρκόφσκι, αυτόν τον πνευματικό επίγονο του Ντοστογιέφσκι, που ζει αυτό το σοσιαλιστικό καθεστώς χωρίς να πολυνοιάζεσαι για το σύστημα, αφού στο δικό του μεταφυσικό σύστημα, όλα τα συστήματα είναι ίδια, καθότι ξένα προς την ποιητική και μεταφυσική εσωτερικότητα, που αυτή και μόνον τον ενδιαφέρει:Ένας καλόγερος μπορεί να ζήσει οπουδήποτε, αρκεί να του το επιτρέψουν. Και οι Σοβιετικοί τον θέλουν δικό τους τούτον τον ιδιοφυή κινηματογραφιστή κοσμοκαλόγερο, προκαλώντας έτσι ένα μικρό σκάνδαλο για τον μικρόνοα δυτικό, που δεν θα καταλάβει ίσως ποτέ πως η Σοβιετική Ένωση δεν είναι μόνον η χώρα του Λένιν, αλλά και η χώρα καταγωγής του Ντοστογιέφσκι.
Πρόκειται για έναν κίνδυνο που τον αντιμετωπίζε, όπως φαίνεται, και ο ίδιος ο Ταρκόφσκι προσωπικά: Θα ήθελε ίσως να εγκαταλείψει την πατρίδα του, αλλά πως να ζήσει μέτοικος στη Δύση τούτος ο μέχρι μυελού οστέων Σλαύος; Θα μπορούσαμε ποτέ να φανταστούμε Παριζιάνο τον Ντοστογιέφσκι και Λονδρέζο τον Γεσένιν; Και πως να φανταστούμε Ρωμαίο τον Ταρκόφσκι, αυτόν τον πνευματικό επίγονο του Ντοστογιέφσκι, που ζει αυτό το σοσιαλιστικό καθεστώς χωρίς να πολυνοιάζεσαι για το σύστημα, αφού στο δικό του μεταφυσικό σύστημα, όλα τα συστήματα είναι ίδια, καθότι ξένα προς την ποιητική και μεταφυσική εσωτερικότητα, που αυτή και μόνον τον ενδιαφέρει:Ένας καλόγερος μπορεί να ζήσει οπουδήποτε, αρκεί να του το επιτρέψουν. Και οι Σοβιετικοί τον θέλουν δικό τους τούτον τον ιδιοφυή κινηματογραφιστή κοσμοκαλόγερο, προκαλώντας έτσι ένα μικρό σκάνδαλο για τον μικρόνοα δυτικό, που δεν θα καταλάβει ίσως ποτέ πως η Σοβιετική Ένωση δεν είναι μόνον η χώρα του Λένιν, αλλά και η χώρα καταγωγής του Ντοστογιέφσκι.
Στη σημερινή Σοβιετική Ένωση (σ.σ.: το κείμενο γράφτηκε το 1983), η Ανατολή και η Δύση συνυπάρχουν πάντα και τούτος ο εναγκαλισμός της Δύσης απ' την Ανατολή είναι που θα εξαφανίσει τελικά την κουρασμένη και γερασμένη Δύση, όπως προφήτεψε ο Νίτσε και απόδειξε ο Σπένγκλερ.
Απομένει να δούμε αν αυτή η νοσταλγία του χαμένου Παραδείσου, η νοσταλγία “του πριν”, η νοσταλγία της μήτρας η νοσταλγία της αρχέγονης μυθικής ρίζας της φιλοσοφικής σκέψης, η νοσταλγία του κύκλου που καθώς έσπασε, έγινε ευθεία, η νοσταλγία του Θεού που τον ενταφίασε οριστικά ο Νίτσε, η νοσταλγία του κομμένου αφαλού που συνεχίζει να στάζει αίμα, όλες αυτές οι νοσταλγίες που συνιστούν τη “Νοσταλγία”, νομιμοποιούνται ή όχι με όρους της νηφάλιας καρτεσιανής σκέψης, στην οποία η Δύση πίστεψε με πάθος, χωρίς ωστόσο να καταφέρει να ξεριζώσει την άλογη βαρβαρότητα, όπως φαίνεται και από εκείνη την εντελώς εκπληκτική σεκάνς για κινηματογραφική ανθολογία – όπου το “σόου” τελείται με υπόκρουση το “Τραγούδι της Χαράς” απ'την Ενάτη Συμφωνία του Μπετόβεν: Τα πρώτα φάλτσα (εξαιτίας της κακής λειτουργίας ενός τεχνικού μέσου, του μαγνητοφώνου) μέτρα της μουσικής εισάγονται με το ταυτόχρονο γαύγισμα ενός λυκόσκυλου. Έγινε, λοιπόν, το “Τραγούδι της Χαράς” ένα τραγούδι για λύκους; Έγινε. Κι αυτό το ξέρουμε όχι μόνο φιλμικά απ'τους οργανωτές του σόου που δεν κατάλαβαν τίποτα για το γιατί τούτης της αυτοπυρπόλησης του τρελού πάνω σ' ένα μνημείο του δυτικού πολιτισμού, αλλά και ιστορικά απ'την αγάπη για τη μουσική των Ναζί, που δεν έπαψαν να τραγουδούν το Τραγούδι της Χαράς, ανάβοντας τους φούρνους του Άουσβιτς, έτσι για να περνάει η ώρα “πολιτισμένα”, αλλά και για να μην ακούγονται οι οιμωγές όσων έγιναν κάρβουνο στο φούρνο της ιστορίας που συνεχίζει πάντα να παράγει πολιτιστικά προϊόντα καίγοντας ανθρώπους.
Απομένει να δούμε αν αυτή η νοσταλγία του χαμένου Παραδείσου, η νοσταλγία “του πριν”, η νοσταλγία της μήτρας η νοσταλγία της αρχέγονης μυθικής ρίζας της φιλοσοφικής σκέψης, η νοσταλγία του κύκλου που καθώς έσπασε, έγινε ευθεία, η νοσταλγία του Θεού που τον ενταφίασε οριστικά ο Νίτσε, η νοσταλγία του κομμένου αφαλού που συνεχίζει να στάζει αίμα, όλες αυτές οι νοσταλγίες που συνιστούν τη “Νοσταλγία”, νομιμοποιούνται ή όχι με όρους της νηφάλιας καρτεσιανής σκέψης, στην οποία η Δύση πίστεψε με πάθος, χωρίς ωστόσο να καταφέρει να ξεριζώσει την άλογη βαρβαρότητα, όπως φαίνεται και από εκείνη την εντελώς εκπληκτική σεκάνς για κινηματογραφική ανθολογία – όπου το “σόου” τελείται με υπόκρουση το “Τραγούδι της Χαράς” απ'την Ενάτη Συμφωνία του Μπετόβεν: Τα πρώτα φάλτσα (εξαιτίας της κακής λειτουργίας ενός τεχνικού μέσου, του μαγνητοφώνου) μέτρα της μουσικής εισάγονται με το ταυτόχρονο γαύγισμα ενός λυκόσκυλου. Έγινε, λοιπόν, το “Τραγούδι της Χαράς” ένα τραγούδι για λύκους; Έγινε. Κι αυτό το ξέρουμε όχι μόνο φιλμικά απ'τους οργανωτές του σόου που δεν κατάλαβαν τίποτα για το γιατί τούτης της αυτοπυρπόλησης του τρελού πάνω σ' ένα μνημείο του δυτικού πολιτισμού, αλλά και ιστορικά απ'την αγάπη για τη μουσική των Ναζί, που δεν έπαψαν να τραγουδούν το Τραγούδι της Χαράς, ανάβοντας τους φούρνους του Άουσβιτς, έτσι για να περνάει η ώρα “πολιτισμένα”, αλλά και για να μην ακούγονται οι οιμωγές όσων έγιναν κάρβουνο στο φούρνο της ιστορίας που συνεχίζει πάντα να παράγει πολιτιστικά προϊόντα καίγοντας ανθρώπους.
Ωστόσο, πρέπει να 'μαστε αισιόδοξοι όσο υπάρχουν άνθρωποι που θα προσπαθούν να κρατήσουν αναμένο το κερί πάνω απ' τα αχνίζοντα βαλτόνερα της Ιστορίας, που οι αποκτηνωμένοι αστοί τα μετέτρεψαν σε ιαματικά λουτρά, προσπαθώντας να επαναλάβουν για ιατρικούς λόγους, το παλιό μυθικό θαύμα της Αγίας Αικατερίνης, που εκείνη όμως δεν το έκανε για να σώσει τον εαυτό της αλλά τον κόσμο. Δεν τα κατάφερε, όπως δεν τα κατάφεραν κι όλοι οι ποιητές, κι όπως δεν πρόκειται να τα καταφέρει ούτε ο Ταρκόφσκι, ο μέγιστος των κινηματογραφικών ποιητών.
Όμως, τουλάχιστον αυτοί, οι μάγοι-ποιητές, επιμένουν να κρατούν αναμμένο το κερί τους και να πορεύονται με το λιγοστό φως του μέσα στα σκοτάδια ενός πολιτισμού, όπου οι τρελοί φαντάζουν πια σαν οι έσχατοι των γνωστικών. Γιατί ο χαμένος Παράδεισος για τον τρελό δεν είναι πρόβλημα νοσταλγίας, όπως για τον ποιητή. Είναι ο φανταστικός και προνομιακός χώρος ιδιωτικής χρήσεων Παραδείσου, όπου η σωτηρία έχει τελεστεί ερήμην του πολιτισμού, αλλά και εξαιτίας του πολιτισμού. Δεν τρελένεται κανείς γιατί το θέλει (πολλοί που θα ήθελαν να φέρουν την ταμπέλα του “καλλιτέχνη” το επιδιώκουν αλλά μόνο γελοίο θέαμα προσφέρουν), αλλά γιατί λειτουργεί αυτόματα η ασφαλιστική δικλίδα του εγκλωβισμού στον κύκλο, αυτή τη φορά της τρέλας, την προηγούμενη φορά της ποίησης. Ο ποιητής και ο τρελός της ταινίας συνεννοούνται γιατί είναι αδέλφια ομογάλακτα: Ήπιαν το ίδιο γάλα του πολιτισμού αλλά κάποιος πέταξε δηλητήριο στην κούπα.
Αξίζει να σημειωθεί πως τούτο το έγκλημα έγινε στη Δύση, πολύ κοντά στη Ρώμη, το σωτήριον φιλμικό έτος 1983, χρονιά που γυρίστηκε τούτη η ταινία, αφιερωμένη απ'το σκηνοθέτη στη μνήμη της μάνας του, Ίσως γιατί το δικό της γάλα ήταν το γνήσιο γάλα του Παραδείσου.
Το μεγάλο δυστύχημα, φαίνεται να λέει ο Ταρκόφσκι, δεν είναι ότι πέθανε ο Θεός, αλλά το ότι πεθαίνουν οι μάνες μας. Και τούτη η απώλεια είναι η απώλεια της ρίζας, και η απώλεια της ρίζας δημιουργεί τη νοσταλγία για την ανέφικτη επιστροφή στην κοιτίδα. Ο Παράδεισος έχει χαθεί για πάντα και για όλους. Δουλειά των ποιητών είναι να μας θυμίζουν τούτη τη μεγάλη απώλεια. Κι ο Ταρκόφσκι είναι ένας πολύ μεγάλος ποιητής.
Για τον Αντρέι Ταρκόφσκι, στον ιστότοπο Μετά την Κρίση
Ο κατά Ταρκόφσκι Αντρέϊ Ρουμπλιόφ: Αγιογράφος του Μεσαίωνα ή Βόρειος Αναγεννησιακός;
Ίκαρος Μπαμπασάκης - Ο Αντρέι Ταρκόφσκι ήξερε τον Χρόνο να σμιλεύει
aftercrisis : Την επιλογή του εξαιρετικού κειμένου του Βασίλη Ραφαηλίδη και την δημοσίευση, την οφείλουμε στον ιστότοπο Broken Road και στον Άκη Καπράνο, τον οποίο και ευχαριστούμε.
http://akiskapranos.blogspot.gr/2010/10/blog-post_30.html
Etiketler:
αγωνια,
μνημη,
Νοσταλγικα,
περι χρόνου,
χρονος
28 Eylül 2014 Pazar
όνειρο μικρής χώρας/MHNYMAL
όνειρο μικρής χώρας
όνειρο μικρής χώρας
Κάθε πρωί ξυπνούσε, σηκωνόταν, νιβόταν, έψηνε καφέ, έτρωγε κάτι κι έβγαινε στο περιβόλι έξω απ' το σπίτι. Όταν σουρούπωνε γυρνούσε κι έπιανε το βιβλίο. Το άνοιγε στην ίδια σελίδα, στην 106. Διάβαζε:
Η μικρή χώρα έχει λίγους κατοίκους. Δεν χρειάζονται εργαλεία και όπλα. Δεν ταξιδεύουν μακριά. Ζουν και πεθαίνουν στα όριά της. Ίσως υπάρχουν καράβια και άμαξες, θώρακες κι άρματα, όμως εκεί δεν τα έχουν ανάγκη. Οι κάτοικοι ξέρουν να δένουν κόμπους τα σχοινιά, έχουν αγνή τροφή, ρούχα απλά και όμορφα, σπίτια ειρηνικά, ευτυχισμένες σχέσεις. Είναι τόσο κοντά οι χώρες οι γειτονικές, ακούγονται οι σκύλοι και τα πετεινά. Όμως δε νοιάζεται κανείς. Οι άνθρωποι εδώ ζουν και πεθαίνουν ήσυχα, δίχως να έχουνε δοσοληψίες...
Έπεφτε στο κρεβάτι, κοιμόταν, ξυπνούσε και ζούσε πια στη χώρα τη μικρή, του Λάο - Τσε. Στο περιβόλι δεν ήταν μόνος, βοηθούσε ο ένας τον άλλο, είχαν κοινά εργαλεία, όσα μάζευε του περιβολιού τα μοίραζε τα πιο πολλά γιατί του περισσεύανε αφού όλοι μοίραζαν ό,τι βγάζανε κι έτσι δεν του έλειπε τίποτα, είχε κρασί κι ας μην είχε αμπέλι, είχε και μπόλικα κούτσουρα για το χειμώνα. Τα βράδια πλάγιαζε νωρίς, ξυπνούσε κι ήταν πάλι αλλιώς. Όσο κι αν ήθελε ν' απαλλαγεί, ο τεχνικός πολιτισμός είχε οριστικά νικήσει. Εκτός αν κοιμόταν, αν ήταν όνειρο κι ήταν αλήθεια αυτό που νόμιζε ότι ονειρευόταν. Το έζησε άραγε ποτέ κανείς αυτό; αναρρωτιόταν. Μα, μήπως αυτό είναι το λάθος; Να έχεις την ψευδαίσθηση ότι μπορεί να το ζήσεις; Μπορεί να είναι μετέωρη η ουτοπία; Να είναι η ελευθερία χαρισμένη, όπως στον κήπο των πρωτόπλαστων; Ελευθερία, σκεφτόταν, είναι να επιλέγεις απ' όσα μπορείς να επιλέξεις. Ή να μπορείς να μην επιλέγεις. Ελευθερία είναι να διαλέγεις τον δρόμο. Μα και να τον διαλέγουν κι άλλοι. Να αρνιέσαι και να γελάς. Να παίζεις τις χορδές και να μην σκέφτεσαι.
Ξυπνώντας διαρκώς μέσα σε όνειρο, ήταν αδύνατο να καταλάβει αν κοιμόταν ή αν ήταν ξύπνιος, αφού κάθε φορά ξυπνούσε και το πριν ήταν όνειρο, αλλά, τι στο διάβολο, αν αυτό δεν τελειώσει ποτέ, θα ζει για πάντα στην αβεβαιότητα, σκεφτόταν χωρίς να ξέρει αν σκεφτόταν στον ύπνο ή στον ξύπνο, ώσπου άρχισε να πιστεύει πως ή είχε πεθάνει ή είχε τρελαθεί, ένα από τα δύο, πάντως ούτε κοιμόταν ούτε δεν κοιμόταν, αφού κάθε φορά ξυπνούσε μέσα σε όνειρο, όπως καταλάβαινε την επόμενη φορά που ξυπνούσε. Απλώς δεν ήξερε ποτέ αν το όνειρο συνεχιζόταν ή είχε τελειώσει, γι' αυτό και αντικατέστησε τελικά τις δύο εκδοχές με τις άλλες δύο, της τρέλας και του θανάτου. Τρελός ήταν, αναμφίβολα, πεθαμένος όμως δεν ήξερε αν ήταν, αφού δεν ήξερε πώς ήταν να είσαι πεθαμένος. Εκτός αν ήξερε πια.
Ετικέτες ΕλΕυΘΕΡίΑ / ΟυτοΠίΑ, ΤάΔε ΈφΗ, ΧαΡΤί στΟ ΜπΟΥΚάΛι
1 σχόλιο:
Tamistas28 Σεπτεμβρίου 2014 - 10:52 π.μ.
Μεταφέρω από το άρθρο του Πέτρου Θεοδωρίδη Από την Ουτοπία στη Μετανεωτερική Νοσταλγία:
Η μάταιη επιθυμία της εναρμόνισης του κόσμου και η Νοσταλγία μιας υποτιθεμένης παραδείσιας κατάστασης πλήρους ενότητας είναι και μια από τις αίτιες για τα περισσότερα δεινά του σύγχρονου κόσμου.
Η μάταιη επιθυμία της εναρμόνισης του κόσμου και η Νοσταλγία μιας υποτιθεμένης παραδείσιας κατάστασης πλήρους ενότητας είναι και μια από τις αίτιες για τα περισσότερα δεινά του σύγχρονου κόσμου.
26 Eylül 2014 Cuma
Από την Ουτοπία στη Μετανεωτερική Νοσταλγία Πέτρος Θεοδωρίδης. ΤVΧΣ
Από την Ουτοπία στη Μετανεωτερική Νοσταλγία
08:10 | 26 Σεπ. 2014
Πέτρος Θεοδωρίδης
Η Νεωτερικότητα ήταν μέχρι πρόσφατα η εποχή της ουτοπίας, η δε έννοια της ουτοπίας μετασχηματίζεται ιστορικά. Τις ουτοπίες τις τοποθετούσαν αρχικά όχι στο μέλλον, σε απόσταση χρόνου αλλά σε απόσταση χώρου από τον τόπο παραμονής του συγγραφέα, σε κάποια ουράνια πολιτεία ή σε φανταστικά νησιά. Η νεωτερική εκδοχή της ουτοπίας υπήρξε διαφορετική. Η ουτοπία δεν παραμένει τοποθετημένη σε έναν υποθετικό, φανταστικό [Ου]τόπο, αντίθετα ενσωματώνεται στη διαλεκτική της ιστορίας ως προέκταση του παρόντος, ως η ''εντελέχειά'' του.
Πλάι στις θετικές νεωτερικές ουτοπίες αυτού του είδους (π.χ. σοσιαλιστικές ουτοπίες του 19ου αιώνα) θα ανεύρουμε και τις επίσης νεωτερικές, αρνητικές, νοσταλγικές, ρομαντικές ουτοπίες. Εκείνο που χαρακτηρίζει έντονα τις τελευταίες, είναι η Νοσταλγία που κινεί την απατηλή φυγή προς την Ουτοπία, το παραμύθι, το φανταστικό και το μυστηριώδες[1]. Η νοσταλγία της "κοινότητας" τέμνει εγκάρσια και εξαρχής την νεωτερικότητα, ως επιθυμία της παραδοσιακής κοινότητας που δεν υφίσταται πια, αλλά και ως αντι-νεωτερική φαντασιακή ανάπλασή της. Η αντι-νεωτερική Νοσταλγία γεννιέται μαζί και αποτελεί αξεχώριστο κομμάτι της νεωτερικότητας. Η νεώτερη "βιομηχανική" κοινωνία συνιστά έτσι «μια αντιφατική ιστορική συμβίωση μεταξύ της νεωτερικότητας και αντινεωτερικότητας»[2]. Ο Μαξ Βέμπερ ανέλυσε ορθά τη νεωτερικότητα ως διαδικασία «αποσαγήνευσης», αποϊεροποίησης της κοινωνίας. Όμως ταυτόχρονα, όπως γράφει ο Ulrich Beck, «συντελείται και μια διαδικασία ιεροποίησης, φυσικοποίησης και αναγωγής των κοινωνικών σχέσεων σε ταμπού. Η απομυθοποίηση και η επαναμυθοποίηση πηγαίνουν χέρι με χέρι»[3].
Στην "νοσταλγία" δένονται μεν δυο ελληνικές λέξεις, λέξεις ομηρικές: ο νόστος [από το νοστέω, επιστρέφω στην πατρίδα, επανέρχομαι ασφαλώς] και το άλγος [ο διάχυτος στο σώμα πόνος] αλλά η λέξη αυτή δεν υπήρχε στα ελληνικά ούτε φυσικά σε καμιά άλλη γλώσσα: είναι δημιούργημα του 17ου αιώνα και άλλου τόπου. Τη λέξη νοσταλγία την κατασκεύασε το 1688 ο εικοσάχρονος γιατρός Jean Hofer (της Ελβετικής Βασιλείας), στο πλαίσιο μιας ολιγοσέλιδης μελέτης του[4]. Ο όρος που έπλασε δεν είναι παρά η διάγνωσή του σε δυο περιστατικά: ενός φοιτητή που σπούδαζε μακριά από τα σπίτι του και ανέπτυξε θλίψη, μυϊκή αδυναμία και πυρετό, τα οποία «απέδραμον» όταν μεταφέρθηκε στην πατρίδα του και μιας νεαρής αγρότισσας που παρουσίασε έντονη θλίψη, μυϊκή αδυναμία, άρνηση τροφής και κάθε θεραπείας ζητώντας μόνο, με εξασθενημένη φωνή, να επιστρέψει στον τόπο της. Τα συμπτώματα «υποχώρησαν» κι εδώ όταν μεταφέρθηκε σπίτι της[5]. Λίγο αργότερα έγινε παράδοση για τους Ελβετούς γιατρούς, η θεραπεία της νοσταλγίας των στρατιωτών: οι ορεσίβιοι Ελβετοί που τροφοδοτούσαν εκείνη την εποχή τις τάξεις των μισθοφόρων που πολεμούσαν στα ευρωπαϊκά πεδία των μαχών συχνά κατέρρεαν ακόμα και στο άκουσμα ενός παλιού μουσικού σκοπού της Ελβετίας. Τέτοια ακούσματα απαγορευόταν επί ποινή θανάτου στις τάξεις των μισθοφορικών στρατευμάτων[6].
Εδώ να διευκρινίσουμε ότι η νοσταλγία είναι συναίσθημα και επιθυμία, μα όχι μνήμη. «Στα είκοσι χρόνια που έλλειψε ο Οδυσσέας -γράφει ο Μίλαν Κούντερα στην Άγνοια- «οι Ιθακήσιοι θυμόντουσαν πολλά από αυτόν, αλλά δεν τον νοσταλγούσαν, ενώ ο Οδυσσέας υπέφερε από νοσταλγία και δεν θυμόταν σχεδόν τίποτε[…] Όσο πιο έντονη είναι η νοσταλγία όσο πιο πολύ αδειάζει από αναμνήσεις. Όσο πιο πολύ αδημονούσε ο Οδυσσέας, τόσο πιο πολύ ξεχνούσε. Γιατί η νοσταλγία[…] αρκείται στον εαυτό της, στη δική της συγκίνηση, έτσι όπως είναι απορροφημένη από τον δικό της αποκλειστικό πόνο»[7]. «Η νοσταλγία -λέει ο Αντρέι Ταρκόφσκι, σκηνοθέτης της ομώνυμης ταινίας- είναι ένα ολοκληρωτικό απόλυτα συναίσθημα. Μπορεί κανείς να νιώθει νοσταλγία μένοντας στη χώρα του, δίπλα στους δικούς του[...] Ο άνθρωπος μπορεί να υποφέρει από νοσταλγία, απλά και μόνο επειδή νιώθει ότι η ψυχή του είναι περιορισμένη, ότι δεν μπορεί ν’ απλωθεί όπως θα το ήθελε»[8] .
Κατά το 19ο η νοσταλγία απέκτησε πολιτική–πολιτισμική σημασία. Αρχίζει να χάνει τη σύνδεσή της με τη φαντασία και τον τόπο και να συνδέεται με το Χρόνο και την ιστορία, καθώς οι κάτοικοι της Ευρώπης καλούνταν να "μετατρέψουν" την ενστικτώδη και φαναριωτική αγάπη για τον τόπο τους σε κάτι πιο αφηρημένο, σε πατριωτισμό που κατευθύνεται προς το έθνος[9]. Είναι πια η εποχή του λεγομένου "πολιτισμικού εθνικισμού" που αντιπαραβάλλεται στο πρότυπο του "πολιτικού εθνικισμού". Βασικές ιδέες του πρότυπου του "πολιτιστικού εθνικισμού" αποτελούσαν η συμπάθεια προς τον Μεσαίωνα, η αντίληψη της Ιστορίας σαν δύναμης όχι λιγότερο ισχυρής από τη φύση, η θεώρηση της γλώσσας ως την πιο ζωτική δύναμης της λαϊκής συλλογικής συνείδησης.
Ο "πολιτισμικός εθνικισμός" αποζητούσε και τη νοσταλγική ουτοπία του που έμοιαζε με τον τρόπο που ο Νοβάλις όριζε την νοσταλγία, σαν την «ορμή να είσαι παντού σαν στο σπίτι σου, σαν το όνειρο της πατρίδας εκείνης που βρίσκεται παντού και πουθενά. Όλα γίνονται ρομαντικά -λέει ο Νοβάλις- και ποιητικά αν τα βάλουμε σε μιαν απόσταση... αν δώσουμε μυστηριώδη όψη στο συνηθισμένο, την αξιοπρέπεια του αγνώστου στο οικείο και μιαν άπειρη σημασία στο πεπερασμένο»[10].
Έτσι ο «πολιτισμικός» εθνικισμός ξαναβλέποντας τη χαμένη κοινότητα στη θέση της κοινωνίας, σχημάτιζε ένα εξωραϊσμένο φαντασιακό είδωλο του έθνους.
Στις μέρες μας η νοσταλγία αναδύεται και πάλι και μάλιστα περισσότερο έντονα: είτε θετικά ως ανάμνηση αξιών και αναζήτησης μιας θετικής ουτοπίας είτε, πιο συχνά αρνητικά, ως βίαιη καταστροφική άρνηση του παρόντος. Όπως γράψαμε σε προηγούμενο άρθρο «ό,τι χαρακτηρίζει τη σύγχρονη εποχή είναι η αδυναμία να παραμείνεις στη θέση σου. «Δεν επιλέγεις να είσαι σε κίνηση, τίθεσαι σε κίνηση. Πρέπει να επιταχύνουμε, να γίνουμε "ευκίνητοι", "εύκαμπτοι", να δείξουμε περισσότερη “ευελιξία”, να "προσαρμοσθούμε"». Η σύγχρονη, μετανεωτερική κοινωνία που αποτελεί επιτάχυνση της νεωτερικότητας, σε βαθμό εξαΰλωσης, όπου κάθε τι το σταθερό -όπως έλεγε κάποτε ο Μαρξ- «εξαχνώνεται». Κι η νοσταλγία αναλαμβάνει διαρκώς να μετατρέπει σε νοσταλγικά αντικείμενα τις περασμένες δεκαετίες: Νοσταλγία της δεκαετίας ’70, του ’80 του ’90. Κάθε τι, πριν προλάβει να εξατμιστεί, περιβάλλεται στα γρήγορα από την εμπορευματοποιημένη αύρα της «Νοσταλγίας».
Όμως όπως είπαμε και πιο πάνω η Νοσταλγία δεν είναι μνήμη, αλλά συναίσθημα και επιθυμία. Και στις μέρες μας καταλήγει πολύ εύκολα σε κάθε λογής φονταμενταλισμούς: καθώς η ανοχή γίνεται σχεδόν αβάσταχτη στις συνθήκες της ύστερης νεωτερικότητας, της παγκοσμιοποίησης και των μεγάλων κρατικών μορφωμάτων. καθώς οι κοινότητες πολλαπλασιάζονται ,καθώς εγείρουν διαφορετικές και συχνά αντιφατικές απαιτήσεις πίστης το άτομο βρίσκεται διαρκώς σε μια κατάσταση αμφιθυμίας. Έτσι συχνά βρίσκει καταφύγιο στην ''κατασκευασμένη, ενεργητική, συνειδητή εγκατάλειψη της αμφιβολίας''[11]. Εγκαταλείπει την ανοχή, που σε συνθήκες διαρκούς αβεβαιότητας μοιάζει να μετατρέπεται σε κινούμενη άμμο, και βυθίζεται στη θαλπωρή είτε του εθνικισμού είτε του θρησκευτικού φανατισμού για να ανακουφισθεί κατά κάποιο τρόπο η ένταση των διλημμάτων που αντιμετωπίζει. Η σύγχρονη αναβίωση εθνικισμών και φονταμενταλιστών μοιάζει να σφραγίζεται από αυτή την -εκ των υστέρων- εγκατάλειψη.
Η μάταιη επιθυμία της εναρμόνισης του κόσμου και η Νοσταλγία μιας υποτιθεμένης παραδείσιας κατάστασης πλήρους ενότητας είναι και μια από τις αίτιες για τα περισσότερα δεινά του σύγχρονου κόσμου. Αν δεν αποδεχτούμε την καταστατική διαίρεση της κοινωνίας, το ενύπαρκτο σχίσμα που σημαδεύει πάντα το κοινωνικό και πολιτικό, θα θεωρούμε πάντα ανυπόφορη την κάθε ένταση, θα ψάχνουμε πάντα για αυτόν που υποτίθεται προκαλεί τον διχασμό: τον «Εβραίο, τον κομμουνιστή, τον ταραχοποιό, τη συνωμοσία». Όμως ο κόσμος μας βάδιζε πάντα σε τεντωμένο σχοινί και ήταν εξαρχής διχασμένος. Ποτέ δεν υπήρξε Παράδεισος, και η Νοσταλγία (που όπως είπαμε δεν είναι Μνήμη) οδηγεί σχεδόν πάντα στην επιλεκτική και επινοημένη μνήμη.
Η Νοσταλγία μπορεί να είναι -κατά Ταρκόφσκι- κι ένα καταστροφικό για το παρόν συναίσθημα. Στην αρχή της ταινίας του «Νοσταλγία», η διερμηνέας (Δ) του ήρωα της ταινίας Γκορσακώφ (Κ) συζητά μαζί του για την νοσταλγία στο χολ ενός ξενοδοχείου:
«Δ: Ήταν κάποτε μια υπηρέτρια στο Μιλάνο που έβαλε φωτιά στο σπίτι
Κ: ποιο σπίτι;
Δ: των αφεντικών της
Κ: Γιατί;
Δ: Από νοσταλγία για την οικογένεια της στο νότο. Έκαψε λοιπόν αυτό που την εμπόδιζε να γυρίσει πίσω»[12].
Ο Πέτρος Θεοδωρίδης είναι συγγραφέας των δοκιμίων «οι μεταμορφώσεις της ταυτότητας» και «η απατηλή υπόσχεση της αγάπης» και της συλλογής «Ακόμα και η Αριάδνη ήταν ψέμα»
(κατεβάστε την ή διαβάστε την online)
«Δ: Ήταν κάποτε μια υπηρέτρια στο Μιλάνο που έβαλε φωτιά στο σπίτι
Κ: ποιο σπίτι;
Δ: των αφεντικών της
Κ: Γιατί;
Δ: Από νοσταλγία για την οικογένεια της στο νότο. Έκαψε λοιπόν αυτό που την εμπόδιζε να γυρίσει πίσω»[12].
Ο Πέτρος Θεοδωρίδης είναι συγγραφέας των δοκιμίων «οι μεταμορφώσεις της ταυτότητας» και «η απατηλή υπόσχεση της αγάπης» και της συλλογής «Ακόμα και η Αριάδνη ήταν ψέμα»
(κατεβάστε την ή διαβάστε την online)
[1] Για τη σχέση του χρόνου και του χώρου(γεωγραφικό και κοινωνικό) με την έννοια της ουτοπίας βλ. Habermas, J. Ο Φιλοσοφικός λόγος της νεωτερικότητας, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1993, σ. 20 κ.ε
[2] Ulrich Beck, Η Επινόηση του Πολιτικού, μτφ. Κωνσταντίνος Καβουλάκος, Λιβάνης, Αθήνα 1996, σ. 137.
[3] Ulrich Beck, ό.π., σ. 147,148
[4] Θανάσης Καραβάτος, Έχει και η Νοσταλγία την ιστορία της, εκδ. Συνάψεις 13, Αθήνα 2013, σ. 20.
[5] Θανάσης Καραβάτος, ό.π, σ 22
[6] Θανάσης Καραβάτος, ό.π σ 23,24
[7] Κούντερα Μ., Η Άγνοια, μτφ. Γιάννης Χάρης, Εστία 2009, σελ. 34-36 αναφέρεται και στο Θανάσης Καραβάτος, ό.π., σ. 64-65.
[8] πηγή: Antoine de Baecque "ΑΝΤΡΕΪ ΤΑΡΚΟΦΣΚΙ μια ξενάγηση στο έργο του", μτφ. Δώρα Δημητρούλια, εκδόσεις Γκοβόστης. Αθήνα 1991.
[9] Θανάσης Καραβάτος, ό.π, σ. 26.
[10] βλ. Α. Hauzer, Κοινωνική ιστορία της Τέχνης, εκδ. Κάλβος Αθηνα 1970 τομ. Γ΄, σ. 221-222.
[11] Beck, U, ό.π. σελ. 142.
[12] Αναφέρεται στο Θανάσης Καραβάτος, ό.π., σ. 33.
Κατηγορία άρθρου:
19 Ağustos 2014 Salı
Το Παρόν είναι το Μηδέν της διαρκούς μας απουσίας,
ο Χρόνος ποτέ δεν βιώνεται ως παρόν .. Βιώνεται πάντα ως Μνήμη η ως προσδοκία -Υπόσχεση
δηλαδή ως παρελθόν η μέλλον
Όμως το παρελθόν δεν υπάρχει πια ουτε το μέλλον έχει ακόμα υπάρξει
το μόνο που υπάρχει είναι ένα παρόν που εξαφανίζεται πάντα στην δίνη του παρελθόντος
Υπάρχουμε χαρη στην απουσία ... Το Παρόν είναι το Μηδέν της διαρκούς μας απουσίας, η στιγμή που πάντα μας ξεφεύγει ....
δηλαδή ως παρελθόν η μέλλον
Όμως το παρελθόν δεν υπάρχει πια ουτε το μέλλον έχει ακόμα υπάρξει
το μόνο που υπάρχει είναι ένα παρόν που εξαφανίζεται πάντα στην δίνη του παρελθόντος
Υπάρχουμε χαρη στην απουσία ... Το Παρόν είναι το Μηδέν της διαρκούς μας απουσίας, η στιγμή που πάντα μας ξεφεύγει ....
Etiketler:
μικρες πικρες αληθειες,
μνημη,
Νοσταλγικα,
χρονος
22 Haziran 2014 Pazar
η Νοσταλγία δεν είναι Μνήμη... η μάλλον είναι επιλεκτική και επινοημένη μνήμη ...
η μάταιη επιθυμία της εναρμόνισης του κόσμου και η Νοσταλγία μιας υποτιθεμένης παραδείσιας κατάστασης πλήρους ενότητας είναι και (μια) αίτια για τα περισσότερα δεινά του σύγχρονου κόσμου...Αν δεν αποδεχτούμε την καταστατική διαίρεση της κοινωνίας , το ενύπαρκτο σχίσμα που σημαδεύει το κοινωνικό και Πολιτικό θα θεωρούμε πάντα ανυπόφορη την κάθε ένταση, θα ψάχνουμε πάντα για αυτόν που Υποτίθεται προκαλεί τον διχασμό : Τον Εβραίο , τον κομμουνιστή, τον ταραχοποιός ,τηνσυνωμοσία ...Όμως ο κόσμος μας βάδιζε πάντα σε τεντωμένο σχοινί και ήταν εξαρχής διχασμένος :ποτέ δεν υπήρξε Παράδεισος, και η Νοσταλγία δεν είναι Μνήμη... η μάλλον είναι επιλεκτική και επινοημένη μνήμη ...
20 Haziran 2014 Cuma
Τότε που οι άνθρωποι έγραφαν με το χέρι sarantakos.wordpress.com
Τότε που οι άνθρωποι έγραφαν με το χέρι
sarantakos.wordpress.com
Τότε που οι άνθρωποι έγραφαν με το χέρι
Δημοσιεύθηκε από sarant στο 20 Ιουνίου, 2014
6 Votes
Έτσι που το γράφω, είναι σαν να αφηγούμαι πανάρχαια περιστατικά, σαν να λέμε τότε που έγραφαν σε παπύρους ή που κυνηγούσαν με το τόξο και τα βέλη, και ομολογώ ότι επίτηδες έδωσα αυτόν τον τίτλο -αλλά το βέβαιο είναι πως οι περισσότεροι που γράφουν στο πλαίσιο του επαγγέλματός τους δεν γράφουν πια με το χέρι.
Αν κρίνω από τον εαυτό μου, η τέχνη της χειρογραφής ξεμαθαίνεται εύκολα. Τα τελευταία χρόνια, αμέσως μόλις χαράξω δυο-τρεις χειρόγραφες αράδες κουράζομαι, ενώ ο γραφικός μου χαρακτήρας καταντάει ιατροπρεπώς δυσανάγνωστος. Θυμάμαι μια φορά, σχετικά πρόσφατα, σε μια βιβλιοθήκη (δεν θα προσδιορίσω περισσότερο), που δεν μου επιτρέπαν να φωτογραφίσω κάτι επιστολές, αλλά με άφηναν, αν θέλω, να τις αντιγράψω με το χέρι: έκατσα λοιπόν και τις αντέγραψα, με το χεράκι μου, έξι σελίδες σχετικά αραιές, κι ήταν η πιο μαρτυρική ώρα που έχω περάσει εδώ και καιρό -εκτός οδοντιάτρου.
Κι όμως, στα νιάτα μου, όταν δούλευα φριλάνς μεταφραστής, έγραφα σελίδες επί σελίδων με το χέρι, ολόκληρο το Γεράκι της Μάλτας χειρόγραφο το έχω μεταφράσει, και δεκάδες άλλα βιβλία, σε κόλες Α4 που τις δίπλωνα κατά τη μεγάλη τους διάσταση έτσι που μια λωρίδα περίπου το ένα τέταρτο του πλάτους της σελίδας να μένει άδεια για διορθώσεις, και κάθε δέκα κόλες τις συνέραπτα με το συρραπτικό και τις έφτιαχνα τετραδιάκι -αυτά μου τάχε μάθει ένας παλιός και τα εφάρμοζα ευλαβικά. Και το δικό μου άλλωστε πρώτο βιβλίο χειρόγραφο το έδωσα στον εκδότη -αλλά αυτό, πες, ήταν λιγοσέλιδο. Θέλω να πω, κάποτε δεν με τρόμαζε το γράψιμο με το χέρι.
Μπορεί βέβαια να είναι δικό μου κουσούρι, που ξέμαθα να γράφω με το χέρι -στα σχόλια θα μου πείτε αν αυτό συμβαίνει μόνο σε μένα. Πάντως, όλα δείχνουν πως οδεύουμε προς μια κοινωνία που θα γράφει με το χέρι όλο και λιγότερο, παρόλο που, απ’ όσο ξέρω, τα παιδιά στο σχολείο, στην Ελλάδα τουλάχιστον, εξακολουθούν να αφιερώνουν πολλές ώρες, σε πολλές τάξεις, στο γράψιμο με το χέρι.
Φαίνεται πως σε άλλες χώρες τα πράγματα έχουν αλλάξει περισσότερο, και πως ήδη από το δημοτικό σχολείο δίνεται έμφαση στην πληκτρολόγηση και όχι στη χειρογραφή. Πρόσατα δημοσιεύτηκε στη Νιου Γιορκ Τάιμς ένα άρθρο για αυτό το θέμα, που μου φάνηκε αξιόλογο. Ο τίτλος του ήταν What’s lost as handwriting fades, Τι χάνεται καθώς ξεχνιέται το γράψιμο με το χέρι, θα μπορούσαμε να πούμε. Το άρθρο δημοσιεύτηκε διασκευασμένο στο tvxs, με τον τίτλο Τι χάνεται μαζί με την γραφή, που βέβαια δεν είναι σωστός τίτλος, αφού δεν χάνεται η γραφή καθαυτή αλλά η γραφή με το χέρι. Έστω, τι χάνεται μαζί με το χειρόγραφο. Αλλά το βασικό δεν είναι ο τίτλος, είναι ότι το άρθρο του tvxs είναι συρραφή-διασκευή.
Ο φίλος xray είχε την πρωτοβουλία να μεταφράσει ολόκληρο το πρωτότυπο άρθρο της ΝΥΤ, και θα σας το παρουσιάσω στα επόμενα. Έκανα πρόχειρα μερικές αλλαγές στη μετάφρασή του, ίσως πολύ πρόχειρα. Κάθε πρόταση για βελτίωση, δεκτή. Δυο θέματα ορολογίας. Το cursive writing το αποδίδουμε “συνεχή γραφή”, είναι το χειρόγραφο του ενήλικα εγγράμματου, που κάποια γράμματα (αλλά όχι όλα) είναι ενωμένα με τα άλλα, αυτό παλιά το λέγαν και “επισεσυρμένη γραφή”, όποιος ξέρει πώς το λέμε τώρα ας μας πει. Έπειτα, το printing, δεν είναι βέβαια, σε αυτά τα συμφραζόμενα, η εκτύπωση, είναι όταν γράφεις μεμονωμένα, ασύνδετα γράμματα -όπως το παιδί που μαθαίνει τώρα να γράφει. Πολύ θα ήθελα να ξέρω αν υπάρχει ειδικός ελληνικός όρος.
Τι χάνουμε καθώς ξεχνάμε να γράφουμε με το χέρι
Έχει σημασία το γράψιμο με το χέρι;
Όχι πολλή, σύμφωνα με πολλούς εκπαιδευτικούς. Τα Common Core standards, ένας γενικός οδηγός για την εκπαίδευση στην Αμερική, (http://www.corestandards.org), ο οποίος έχει υιοθετηθεί από τις περισσότερες πολιτείες, προτείνουν να διδάσκεται το παιδί να γράφει ευανάγνωστα, αλλά μόνο στο νηπιαγωγείο και την πρώτη τάξη του δημοτικού. Μετά από αυτό το στάδιο, η έμφαση δίνεται στην ευχέρεια στην πληκτρολόγηση.
Ψυχολόγοι όμως και νευροφυσιολόγοι λένε ότι είναι πάρα πολύ νωρίς για να ανακηρύξουμε τη γραφή με το χέρι απομεινάρι του παρελθόντος. Νέα στοιχεία καταδεικνύουν ότι η σχέση της χειρόγραφης γραφής και της γενικότερης μαθησιακής εξέλιξης είναι πολύ βαθύτερη.
Τα παιδιά όχι μόνο μαθαίνουν να διαβάζουν γρηγορότερα όταν πρωτομαθαίνουν να γράφουν με το χέρι, αλλά βελτιώνουν επίσης και την ικανότητά τους να γεννούν ιδέες και να συγκρατούν πληροφορίες. Με άλλα λόγια, δεν έχει σημασία μόνο το τι γράφουμε, αλλά και το πώς.
“Όταν γράφουμε, ένα μοναδικό νευρικό κύκλωμα ενεργοποιείται αυτόματα,” λέει ο Στανισλάς Ντεέν (Stanislas Dehaene), ψυχολόγος στο Κολλέγιο της Γαλλίας στο Παρίσι, “Υπάρχει μια θεμελιώδης εσωτερική αναγνώριση της κίνησης του χεριού που γράφει μια λέξη, ένα είδος διανοητικής αναγνώρισης μέσα από μια προσομοίωση στο μυαλό μας. Και φαίνεται ότι αυτό το κύκλωμα συμβάλλει στη διαδικασία με τρόπους που δεν είχαμε συνειδητοποιήσει,” συνεχίζει. “Η μάθηση γίνεται ευκολότερη”.
Μια μελέτη του 2012 της Κάριν Τζέημς, ψυχολόγου στο Πανεπιστήμιο της Ιντιάνας, πρόσφερε νέα επιχειρήματα σε αυτή την προσέγγιση. Σε παιδιά που δεν είχαν μέχρι τότε μάθει να διαβάζουν και να γράφουν δόθηκαν ένα γράμμα, ή ένα σχήμα σε μια κάρτα και τους ζητήθηκε να το αναπαράξουν με έναν από τους εξής τρεις τρόπους: να το ζωγραφίσουν σε λευκό χαρτί, να το σχηματίσουν ενώνοντας αντίστοιχες τελείες, ή να το πληκτρολογήσουν απλώς σε υπολογιστή. Στη συνέχεια μπήκαν σε ένα εγκεφαλογράφο (brain scanner) και τους επιδείχθηκε για άλλη μια φορά η εικόνα.
Οι ερευνητές βρήκαν ότι η αρχική διαδικασία της αντιγραφής ήταν πολύ σημαντική. Όταν τα παιδιά σχεδίαζαν ένα γράμμα με το χέρι, έδειχναν αυξημένη δραστηριότητα σε τρεις περιοχές του εγκεφάλου που ενεργοποιούνται στους ενήλικες όταν διαβάζουν ή γράφουν: στην αριστερή ατρακτοειδή έλικα, στην κάτω μετωπιαία έλικα και στον οπίσθιο βρεγματικό φλοιό.
Αντίθετα, παιδιά που πληκτρολογούσαν ή που σχημάτιζαν το γράμμα ή το σχήμα ενώνοντας τελείες, δεν έδειχναν τέτοια δραστηριότητα.
Η Δρ. Τζέημς αποδίδει τις διαφορές στην εγγενή ατέλεια του γραψίματος με το χέρι. Όχι μόνο πρέπει να προσχεδιάσουμε και να εκτελέσουμε το έργο με ένα τρόπο που δεν απαιτείται όταν έχουμε να ακολουθήσουμε σταθερά περιγράμματα, αλλά και είναι πιθανό να παράξουμε αποτέλεσμα κάθε φορά διαφορετικό.
Αυτή η ίδια η διαφορετικότητα, μπορεί να αποτελέσει από μόνη της ένα εκπαιδευτικό εργαλείο. “Όταν ένα παιδί γράφει ένα κακογραμμένο γράμμα,” λέει η Δρ. Τζέημς, “αυτό καθαυτό το γεγονός μπορεί να το βοηθήσει να το μάθει.”
Το μυαλό μας πρέπει να καταλάβει ότι κάθε επανάληψη του “α” για παράδειγμα, αποτελεί το ίδιο γράμμα, ανεξάρτητα από το πώς είναι γραμμένο. Η δυνατότητα της αποκωδικοποίησης της κακογραφίας του κάθε “α” μπορεί να αποδειχθεί χρησιμότερη στην εδραίωση της κατανόησης αυτού που αναπαριστά, από το να βλέπει κανείς το ίδιο απαράλλαχτο γράμμα επανειλημμένα.
“Αυτή είναι μια από τις πρώτες ενδείξεις της αλλαγής του εγκεφάλου λόγω αυτής της πρακτικής,” είπε η Δρ. Τζέημς.
Σε μια άλλη μελέτη, η Δρ. Τζέημς συγκρίνει παιδιά που σχηματίζουν λέξεις, με άλλα που απλώς παρακολουθούν τη διαδικασία. Από τις παρατηρήσεις της προκύπτει ότι μόνο η πραγματική προσπάθεια εμπλέκει το μυαλό και χαρίζει τα μαθησιακά πλεονεκτήματα της χειρογραφής.
Το αποτέλεσμα όμως εκτείνεται πέρα από την απλή αναγνώριση γραμμάτων. Σε μια μελέτη που ακολούθησε σε παιδιά τρίτης έως και πέμπτης δημοτικού, η Βιρτζίνια Μπέρνιγκερ, ψυχολόγος στο Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον, έδειξε ότι το γράψιμο μεμονωμένων γραμμάτων (printing), η συνεχής γραφή και η πληκτρολόγηση, είναι δραστηριότητες που συνδέονται με διακριτά και ξεχωριστά εγκεφαλικά μοτίβα – και καθεμιά τους έχει και διαφορετικό αποτέλεσμα. Όταν τα παιδιά έγραφαν κείμενο με το χέρι, δεν κατάφερναν απλώς να γράφουν συστηματικά περισσότερες λέξεις απ’ ό,τι τα παιδιά που πληκτρολογούσαν, αλλά εξέφραζαν και περισσότερες ιδέες.
Φαίνεται μάλιστα ότι μπορεί να υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα στο γράψιμο μεμονωμένων γραμμάτων (printing) και στη συνεχή γραφή – μια σημαντική διαφορά, καθώς η διδασκαλία του συνεχούς γραψίματος σταδιακά εξαφανίζεται από τα εκπαιδευτικά προγράμματα. Στη δυσγραφία, μια κατάσταση μειωμένης ικανότητας γραφής, συνήθως μετά από τραυματισμό του εγκεφάλου, αυτή η διαφορά μπορεί εκδηλωθεί με απροσδόκητα αποτελέσματα: σε μερικούς ανθρώπους η ικανότητα για συνεχής γραφή παραμένει σχετικά ανεπηρέαστη, ενώ σε άλλους φαίνεται να μην επηρεάζεται η γραφή μεμονωμένων γραμμάτων.
Στην αλεξία, την κατάσταση μειωμένης ικανότητας διαβάσματος, μερικοί άνθρωποι που δεν μπορούν να κατανοήσουν τυπωμένο κείμενο (print), μπορούν να διαβάσουν χειρόγραφο κείμενο, ενώ συμβαίνει και το αντίθετο – πράγμα που υποδηλώνει ότι οι δύο τρόποι γραφής ενεργοποιούν διαφορετικά δίκτυα του εγκεφάλου και εμπλέκουν περισσότερους γνωστικούς πόρους απ’ ό,τι θα συνέβαινε αν η προσέγγιση ήταν ενιαία.
Η Δρ. Μπέρνιγκερ φτάνει στο σημείο να θεωρεί ότι η συνεχής γραφή μπορεί να συμβάλλει στην εκπαίδευση στον αυτοέλεγχο με ένα τρόπο που δεν είναι δυνατός για άλλους τρόπους γραφής, ενώ μερικοί ερευνητές της αποδίδουν μέχρι και συμβολή στη θεραπεία της δυσλεξίας. Μια μελέτη του 2012 δείχνει ότι το συνεχές γράψιμο μπορεί να είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική για άτομα με προχωρημένη δυσγραφία – δυσκολίες κινητικού ελέγχου στη διαδικασία σχηματισμού γραμμάτων – και ότι μπορεί να βοηθήσει στο να αποφεύγεται το γράψιμο των γραμμάτων ανάποδα ή αντίστροφα.
Συνεχές ή όχι, τα οφέλη του γραψίματος με το χέρι φαίνεται ότι εκτείνονται πέρα από την παιδική ηλικία. Για τους ενηλίκους, η πληκτρολόγηση μπορεί να είναι μια γρήγορη και αποτελεσματική εναλλακτική της χειρογραφής, αλλά αυτή η ίδια η αποτελεσματικότητά της, μπορεί να μειώνει την ικανότητά μας να επεξεργαζόμαστε καινούριες πληροφορίες. Όχι μόνο μαθαίνουμε καλύτερα τα γράμματα όταν τα καταχωρούμε στη μνήμη μας μέσω της χειρογραφής, αλλά και η μνήμη και η ικανότητα μάθησης μπορεί να ωφελούνται παράλληλα.
Δύο ψυχολόγοι, η Παμ Α. Μίλερ από το Πρίνστον και ο Ντάνιελ Μ. Οπενχάιμερ από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Λος Άντζελες ανέφεραν ότι τόσο σε συνθήκες εργαστηρίου, όσο και σε πραγματικές τάξεις σχολείων, οι μαθητές αφομοιώνουν την ύλη καλύτερα όταν κρατούν σημειώσεις με το χέρι, παρά πληκτρολογώντας σε κάποιο ψηφιακό μέσο. Αντίθετα με προηγούμενες μελέτες που απέδιδαν τη διαφορά στους περισπασμούς των υπολογιστών, η νέα έρευνα ενισχύει την άποψη ότι το γράψιμο με το χέρι δίνει στον μαθητή τη δυνατότητα να επεξεργαστεί τα περιεχόμενα της παράδοσης του καθηγητή και να τα επανατοποθετήσει – μια διαδικασία στοχασμού και χειρισμού που μπορεί να οδηγήσει σε μεγαλύτερη κατανόηση και κωδικοποίηση της μνήμης.
Δεν είναι όλοι οι ερευνητές πεπεισμένοι ότι τα μακροπρόθεσμα οφέλη του γραψίματος με το χέρι είναι τόσο σημαντικά. Ένας από τους σκεπτικιστές πάντως, ο Πολ Μπλούμ, ψυχολόγος στο Γέιλ, λέει ότι η νέα έρευνα αν μη τι άλλο δίνει έναυσμα για σκέψεις.
“Όταν γράφεις με το χέρι, και μόνο το γεγονός ότι καταγράφεις κάτι, σε αναγκάζει να εστιάσεις στο τι είναι πραγματικά σημαντικό,” λέει. Και προσθέτει, ύστερα από λίγη σκέψη, “Ίσως να βοηθάει να σκέφτεσαι καλύτερα.”
Η Μαρία Κονίκοβα είναι αρθρογράφος του διαδικτυακού Νιου Γιόρκερ και συγγραφέας του “Mastermind: How to Think Like Sherlock Holmes.”
2 Haziran 2014 Pazartesi
το νεο βιβλιο του Νικολα Σεβαστακη ......................
Νικόλας Σεβαστάκης «Γυναίκα με ποδήλατο» (Πόλις)
Ενα μπουκέτο ιστοριών από το γνωστό καθηγητή Πολιτικής Φιλοσοφίας του ΑΠΘ και συγγραφέα της «Αλχημείας της ευτυχίας», με τις οποίες προσεγγίζονται οι λεπτές αποχρώσεις που περιπλέκουν πότε έναν έρωτα, πότε έναν καλά κρυμμένο φόβο, πότε μια τυχαία συνάντηση. Ιστορίες όπου μια συνηθισμένη μέρα μπορεί ν' αποκτήσει απρόβλεπτες διαστάσεις, κι όπου οι μνήμες εισβάλλουν στο παρόν με φόρα, κουβαλώντας εικόνες και χειρονομίες που δείχνουν ότι η απώλεια μπορεί να συνυπάρχει με την ομορφιά.
Ενα μπουκέτο ιστοριών από το γνωστό καθηγητή Πολιτικής Φιλοσοφίας του ΑΠΘ και συγγραφέα της «Αλχημείας της ευτυχίας», με τις οποίες προσεγγίζονται οι λεπτές αποχρώσεις που περιπλέκουν πότε έναν έρωτα, πότε έναν καλά κρυμμένο φόβο, πότε μια τυχαία συνάντηση. Ιστορίες όπου μια συνηθισμένη μέρα μπορεί ν' αποκτήσει απρόβλεπτες διαστάσεις, κι όπου οι μνήμες εισβάλλουν στο παρόν με φόρα, κουβαλώντας εικόνες και χειρονομίες που δείχνουν ότι η απώλεια μπορεί να συνυπάρχει με την ομορφιά.
Kaydol:
Kayıtlar (Atom)