ατομο etiketine sahip kayıtlar gösteriliyor. Tüm kayıtları göster
ατομο etiketine sahip kayıtlar gösteriliyor. Tüm kayıtları göster

29 Kasım 2014 Cumartesi

δειτε ξανά αυτό το κειμενο μεσα απο το φως της τωρινης μετακαταναλωτικής εμπειρίας: Καταναλώνω, άρα υπάρχω Από τον ΘΑΝΑΣΗ ΓΙΑΛΚΕΤΣΗ Κυκλοφόρησε πρόσφατα στη Γαλλία το τελευταίο βιβλίο του Ζιλ Λιποβετσκί με τίτλο «Le bonheur paradoxal» (Gallimard, 2006). Ο γάλλος φιλόσοφος μελετάει τις αντιφάσεις της σύγχρονης καταναλωτικής κοινωνίας και επικρίνει πολλές μονοδιάστατες και απλουστευτικές ερμηνείες της.





Από τον ΘΑΝΑΣΗ ΓΙΑΛΚΕΤΣΗ

Κυκλοφόρησε πρόσφατα στη Γαλλία το τελευταίο βιβλίο του Ζιλ Λιποβετσκί με τίτλο «Le bonheur paradoxal» (Gallimard, 2006). Ο γάλλος φιλόσοφος μελετάει τις αντιφάσεις της σύγχρονης καταναλωτικής κοινωνίας και επικρίνει πολλές μονοδιάστατες και απλουστευτικές ερμηνείες της.

«Το βιβλίο μου είναι μια προσπάθεια να απελευθερώσω τον καταναλωτή από αισθήματα ενοχής», εξηγεί ο Λιποβετσκί μιλώντας στο ιταλικό περιοδικό «L' Espresso». Και συνεχίζει: «Υπάρχει μια ολόκληρη διανοητική παράδοση, τόσο της δεξιάς όσο και της αριστεράς, που δαιμονοποιεί πάντα την κατανάλωση, χαρακτηρίζοντάς την αποκλειστικά με αρνητικό τρόπο. Η παράδοση του καθολικισμού την κατηγορεί ότι απομακρύνει τους ανθρώπους από την πίστη και από την Εκκλησία. Για την αριστερά αντιπροσωπεύει την παντοδυναμία του χρήματος, την ιδιωτικοποίηση της ζωής και την άρνηση της πολιτικής στράτευσης. Υπάρχουν έπειτα και εκείνοι που αποδίδουν στον καταναλωτισμό την ευθύνη για τον κυρίαρχο κομφορμισμό και τη μαζοποίηση, χωρίς να ξεχνάμε και τους άλλους που τον κατηγορούν ότι είναι ένας από τους πιο αποτελεσματικούς φορείς του σύγχρονου μηδενισμού. Η καταναλωτική κοινωνία, όμως, μας έβγαλε οριστικά από τον 19ο αιώνα και έπαιξε ένα βασικό ρόλο στη διαδικασία εκδημοκρατισμού της κοινωνίας.

Υπήρξε ένας φορέας αυτονόμησης της ύπαρξης. Πίσω από τον μαζικό καταναλωτισμό υπάρχει το γεγονός ότι τα πρόσωπα γίνονται άτομα προικισμένα με μια μεγάλη αυτονομία σε σχέση με τους θεσμούς και τις κοινωνικές ομάδες. Δεν μπορούμε, για παράδειγμα, να σκεφτούμε τον γαλλικό Μάη του '68, την απελευθέρωση των ηθών, το φεμινιστικό κίνημα και τη σεξουαλική απελευθέρωση χωρίς να λογαριάσουμε τον ηδονισμό που εμφανίστηκε μαζί με τον καταναλωτισμό».

Με δυο λόγια, δεν υπάρχει ελευθερία χωρίς κατανάλωση. Και αντίστροφα, όποιος προτείνει μια σπαρτιατική κοινωνία, στην πραγματικότητα δεν θέλει μια κοινωνία βασιζόμενη στα ατομικά δικαιώματα και στην ελεύθερη επιλογή των πολιτών. Το αληθινό πρόβλημα, σύμφωνα πάντα με τον Λιποβετσκί, δεν είναι η υπερβολή στην κατανάλωση αλλά ο αυξανόμενος αριθμός εκείνων που αποκλείονται από αυτήν. «Σήμερα στη Δύση υπάρχουν νέες ζώνες φτώχειας απολύτως ανησυχητικές. Και σε έναν κόσμο που κυριαρχείται από τον καταναλωτισμό, όποιος αποκλείεται από αυτόν είναι σαν να μην υπάρχει».

Στον Μποντριγιάρ, που είχε καταγγείλει την καταναλωτική κοινωνία ως έναν κόσμο κυριαρχούμενο από την αλλοτρίωση των υποκειμένων και από την απουσία στοχασμού, ο Λιποβετσκί απαντάει ότι δεν είναι πλέον έτσι. Αντίθετα, μάλιστα, ο τουρμποκαταναλωτισμός, ακριβώς επειδή αυξάνει υπέρμετρα τις δυνατότητες επιλογής του ατόμου, προκαλεί την εμφάνιση πιο προσεκτικών και περισσότερο κριτικών καταναλωτών, οι οποίοι πριν αγοράσουν σκέφτονται, αξιολογούν, πληροφορούνται.

Η κατανάλωση «έχει γίνει προβληματική, το εμπόρευμα δεν είναι πλέον αθώο και η αγορά του δεν γίνεται μόνον παρορμητικά».

Ο άνθρωπος-καταναλωτής του 21ου αιώνα είναι ένας ελεύθερος και προσεκτικός άνθρωπος, ο οποίος -διαφορετικά από όσα υποστηρίζουν όσοι παρουσιάζουν την καταναλωτική κοινωνία σαν το βασίλειο της έλλειψης αυθεντικότητας- δεν αγοράζει πλέον για να αναγνωριστεί από τους άλλους ή για να διακριθεί σε σχέση με μιαν ομάδα. Η λογική του status symbol υπάρχει ακόμα, αλλά δεν είναι πλέον η κυριότερη κινητήρια δύναμη των αγορών.

«Σήμερα κυριαρχεί μια λογική αναζήτησης συγκινήσεων και εμπειριών. Οι άνθρωποι καταναλώνουν για τον εαυτό τους και για την απόλαυσή τους. Η κατανάλωση είναι προσωποποιημένη και όχι υποχρεωτικά επιδεικτική. Η κυρίαρχη λογική είναι προσανατολισμένη προς τους εαυτούς μας περισσότερο παρά προς το βλέμμα των άλλων. Η εμπορική λογική επιβάλλει βέβαια παντού μια συμπεριφορά που λειτουργεί πάντα σε συνάρτηση με τη σχέση κόστους-ωφέλειας. Στο παρελθόν ορισμένες επιλογές υπαγορεύονταν από την παράδοση, από τη θρησκεία, την πολιτική ιδεολογία, την ηθική, το σύστημα αξιών. Σήμερα, όμως, ο πολίτης-καταναλωτής συμπεριφέρεται πάντα όπως στο σουπερμάρκετ, συγκρίνοντας τις διάφορες προσφορές και επιλέγοντας την πιο συμφέρουσα. Θέλει ένα αποτέλεσμα αντίστοιχο με την επένδυση».

Ο Λιποβετσκί αρνείται να δαιμονοποιήσει τον καταναλωτισμό, αλλά ταυτόχρονα παίρνει αποστάσεις και από κάθε άκριτη απολογία της καταναλωτικής κοινωνίας. Το δεύτερο μέρος του βιβλίου του φωτίζει τις αντιφάσεις που απειλούν εκ των ένδον τον υποτιθέμενο καταναλωτικό παράδεισο στον οποίο ζούμε. Και επισημαίνει ότι η ευτυχία που μας υπόσχεται η κατανάλωση δεν έρχεται ποτέ. «Τα έχουμε όλα, είμαστε ελεύθεροι, μπορούμε να προμηθευτούμε το καθετί σε οποιαδήποτε στιγμή κι ωστόσο είμαστε αβέβαιοι και δυστυχισμένοι».

Για να εξηγήσει αυτή την αντίφαση, ο Λιποβετσκί υπογραμμίζει ότι ο κυρίαρχος ατομικισμός έχει αποδυναμώσει και έχει κάνει πιο εύθραυστα τα άτομα. «Η καταναλωτική κουλτούρα άλλαξε ριζικά την εκπαίδευση και την κοινωνικοποίηση των ατόμων, τα οποία φαίνεται να είναι αφοπλισμένα, ανίκανα να αντιδράσουν στις αντιξοότητες και στις απογοητεύσεις. Είναι τέκνα της κουλτούρας του ηδονισμού, της άμεσης απόλαυσης με κάθε τίμημα και σίγουρα δεν έχουν συνηθίσει στην αυταπάρνηση και στην αναμονή».

Τίποτα δεν μας βεβαιώνει, όμως, ότι αυτός ο καταναλωτικός πολιτισμός θα διαρκέσει αιώνια. Λέει ο Λιποβετσκί: «Αν κάποτε βγούμε από αυτό το σύστημα αυτό θα συμβεί χάρη σε μια ριζική πολιτισμική στροφή, σε μιαν αλλαγή αξιών. Ο καταναλωτικός ηδονισμός θα χάσει την πρωταρχική του θέση. Τις αξίες τις δημιουργούν οι άνθρωποι. Και καθώς το τωρινό σύστημα, μολονότι ικανοποιεί πολλές επιθυμίες, δεν μας ικανοποιεί πλήρως, θα έρθει η μέρα που οι άνθρωποι θα επινοήσουν κάτι άλλο. Στο παρελθόν εξάλλου διάφοροι πολιτισμοί έζησαν με βάση αξίες πολύ διαφορετικές από εκείνες της ξέφρενης κατανάλωσης». 7 - 23/07/2006

για το Ατομο


Στην μεσαιωνική σκέψη ‘’ άτομο σήμαινε ‘’αδιαίρετος και χρησιμοποιείτο κυρίως μέσα στα συμφραζόμενα της θεολογικής αντιπαράθεσης για τη φύση της Αγίας Τριάδας


’Η ταυτότητα του μεσαιωνικού ανθρώπου δεν ήταν ατομική, καθοριζόταν κυρίως τη θέση του μέσα στην κοινωνική οργάνωση
Όπως γραφει ο Raymond Williams* :«Η κρίσιμη στιγμή στη σύγχρονη ιστορία του ορου ειναι μια αλλαγή στην έμφαση που μας εδωσε την δυνατότητα να σκεφτούμε το *άτομο» με τρόπο απόλυτο, προσέχοντας τη δομή του όρου χωρίς άμεσες αναφορές στην κοινότητα στην οποία ανήκει.
Αυτή η αλλαγή ,όσο μπορούμε να την ανιχνεύσουμε στην ατελώς καταγραμμένη ιστορία της λέξης ,φαίνεται να συνέβη στην Αγγλία στο τέλος του 16ου αρχές17ου αιώνα. Από τότε, αργά και με πολλές παλινδρομήσεις, μάθαμε να σκεφτόμαστε το άτομο ως αυτόνομη οντότητα.
Προηγουμένως , το να περιγράψεις ένα άτομο σήμαινε να δώσεις ένα παράδειγμα της ομάδας της οποίας ήταν μέλος επομένως να περιγράψεις την ομάδα και τις σχέσεις στο εσωτερικό της»Η έννοια του ατόμου συνδέθηκε και με τον «ατομισμό της προτεσταντικής σκέψης που αλλάζει την έννοια της μοίρας και του (μεταθανάτιου προορισμού). Με αυτό δεν εννοούμε ότι η ίδια η αντίληψη της ατομικής μοίρας είναι πιο έντονη απ ότι στα προηγούμενα συστήματα αλλά ότι οι σχέσεις μέσα από τις οποίες ορίζεται η μοίρα ορίζονταν διαφορετικά. Η νέα σημαία του *ατόμου» καταγράφεται ακριβώς στην αλλαγή της αντίληψης ων σχέσεων, η οποία πρόχειρα διατυπωμένη θα ήταν: από τη σχέση άνθρωπος – εκκλησία-θεός στη σχάση άνθρωπος΄- θεός.}
Δηλαδή , καθώς η διαμεσολάβηση του στρώματος των Ιερέων παυει να υπάρχει το ατομο απομένει μόνο στη σχεση του με τον θεό.
*Raymond Williams : Κουλτούρα και Ιστορία Μετάφραση Βενετία Αποστολίδου, εκ Γνώση

26 Kasım 2014 Çarşamba

O Ατομικισμός ειναι κομφορμισμός


Στην ταινία των Monty Python Ένας προφήτης μα τι προφήτης (1979 σκηνοθεσία Terry Jones):
o Μπραιαν μιλά σε ένα μεγάλο πλήθος ανθρώπων που τον έχουν επιλέξει για προφήτη τους. Ο Μπραιαν, που δεν θέλει τη δουλειά, τους φωνάζει :«Είστε όλοι άτομα »
Το πλήθος άπαντα με μια φωνή:« Ναι ,είμαστε όλοι άτομα » Η μοναδικά εξαίρεση είναι ένας άνδρας που λέει :«εγώ δεν είμαι»
Σήμερα ο καθένας πρέπει να είναι «κάτι ιδιαίτερο»,χωρίς όμως καθόλου να ξεχωρίζει με οποιονδήποτε τρόπο.
Σήμερα η παρέκκλιση είναι βαρετή.
Όταν ο ατομισμός είναι κομφορμιστικός και ο κομφορμισμός με τη σειρά του γίνεται ατομικιστικός

20 Ekim 2014 Pazartesi

Από το Νεωτερικό άτομο στη Μετανεωτερική εκρηκτική εξατομίκευση[1] του Πέτρου Θεοδωρίδη



Από το Νεωτερικό άτομο στη Μετανεωτερική εκρηκτική εξατομίκευση[1]
του Πέτρου Θεοδωρίδη

Στη ταινία Memento[2]o ήρωας φαίνεται να πάσχει από μια σπάνια ψυχική ασθένεια: την απώλεια πρόσφατης μνήμης. Καθημερινά ξεχνά τα πρόσωπα και τα πράγματα πού του συμβαίνουν και τα ξαναθυμάται με "βοηθητικές μνήμες" -με υπομνήματα, ξέθωρες φωτογραφίες και τατουάζ στο σώμα του ως ντοκουμέντα της προσωπικής του ζωής. Έτσι ο διάσπαρτος χρόνος της πραγματικής ζωής του ανασυγκροτείται διαρκώς. Η ταινία μπορεί να ιδωθεί και ως δοκίμιο πάνω στη σύγχρονη εκρηκτικά εξατομικευμένη ταυτότητα
Στη μεσαιωνική σκέψη "άτομο “σήμαινε " αδιαίρετος’’ και χρησιμοποιείτο κυρίως μέσα στα συμφραζόμενα της θεολογικής αντιπαράθεσης για τη φύση της Αγίας Τριάδας. «Η ταυτότητα του μεσαιωνικού ανθρώπου δεν ήταν ατομική, καθοριζόταν κυρίως από τη θέση του μέσα στην κοινωνική οργάνωση. Η κοινωνική και η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη νεωτερικότητα οδήγησε σε επανακαθορισμό του ατόμου: η φράση "αυτό που είμαι" επεκτάθηκε και έγινε "αυτό που θέλω να γίνω"»[3].
Ωστόσο το άτομο στο κοσμοθεωρητικό πλαίσιο του 19ου και 20ου αιώνα προσπαθούσε να εναρμονίσει τις αντιφάσεις των επιμέρους στοιχείων της ταυτότητάς του, συνθετικά και ιεραρχικά με μια σειρά που θύμιζε το αστικό μυθιστόρημα: αρχή, μέση και τέλος.
Η έννοια της σύγχρονης μετανεωτερικής εξατομίκευσης είναι διαφορετική. Ο εξατομικευμένος μετανεωτερικός άνθρωπος -σε αντίθεση με το νεωτερικό άτομο- καλείται να διαλέξει μέσα από ένα καλειδοσκόπιο άπειρων επιλογών.
Αυτή η καθημερινή ανασφάλεια καταργεί τον «κανονικό τρόπο ζωής που γίνεται πια δυνητικός, ευέλικτος, κατασκευάσιμος. Έτσι το γεγονός ότι έχουμε νικήσει τη μοίρα, καταντά απρόσμενο μειονέκτημα της σύγχρονης ζωής. Από μας περιμένουν να αποφασίζουμε για πολλά, σχεδόν για όλα. Οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν σε τέτοιες αποφάσεις είναι διαρκείς και πάντα παραμονεύει η αποτυχία»[4].
Αυτή η διαρκής αναζήτηση της ατομικής εμπειρίας δεν αποτελεί ελεύθερη επιλογή. Αντίθετα, οι άνθρωποι είναι "καταδικασμένοι στην εξατομίκευση"[5], σε μια αναζήτηση "χειροτεχνημένης" βιογραφίας, στην αναζήτηση της ταυτότητας τους και στην ανάγκη να μετατρέψει κανείς τις ξένες-οικείες θρυμματισμένες επιλογές σε μια "ενότητα" για τον εαυτό του και τους άλλους επιλογές[6]. «Χειροτεχνημένη βιογραφία» ανάμεσα στα άλλα σημαίνει και καθημερινή, προσωπική επιλογή και ανασκευή του χρόνου μας, όχι μόνο του παροντικού ή μελλοντικού, αλλά και του προσωπικού μας παρελθόντος. Ο καθένας καλείται να επιλέξει την προσωπική ιστορία του με τον αποκλεισμό εικόνων που ενοχλούν και απωθούνται, να κατασκευάσει ένα "παρελθόν" αναπλασμένο έτσι ώστε να ταιριάζει στο παρόν ως "ενθυμούμενο παρόν"[7]. Το άτομο γίνεται πια σκηνοθέτης της βιογραφίας του, της ταυτότητάς του, της κοινωνικής του δικτύωσης, των δεσμών, των πεποιθήσεων του.
Εξατομίκευση σήμερα σημαίνει και αποσύνθεση των βιομηχανικών κοινωνικών αυτονόητων καθώς και την ανάγκη να βρει κανείς και να επινοήσει για τον εαυτό του και με άλλους νέα αυτονόητα[8]. Σημαίνει και πως η διάκριση του "φίλου από τον εχθρό" μετατρέπεται σε καθημερινό επίπονο εγχείρημα. Και για το λόγο αυτό αναγορεύεται η "προδοσία" ως καθημερινό καθήκον και απόλαυση μαζί, η προδοσία ως «πανταχού παρούσα, προσιτή, επιτρεπτή παράβαση»[9]. Προδοσία που δεν καλύπτεται πια κάτω από το πέπλο της υποκρισίας της πρώτης νεωτερικότητας του καπιταλισμού και του μοντέρνου ατόμου. Η υποκρισία αντιστοιχούσε στην νεωτερική συνθετική εικόνα του κόσμου (Π. Κονδύλης), η σύνταξη των επιχειρημάτων ήταν ιεραρχική, η επίκληση των καλών προφάσεων συγκάλυπτε την κόλαση των προθέσεων.
Στη μετανεωτερική πολυπρισματική εποχή όμως αντιστοιχεί ο ειρωνεία «ως υποκρισία με "υπερβολική μετριοφροσύνη", κατά τον Πλάτωνα, ως "λεπτός χαμηλότονος τρόπος για να κοροϊδεύει κανείς τους ανθρώπους" σύμφωνα με τον Αριστοτέλη[10] και ο κυνισμός ως "αυτοεξυμνούμενη πανουργία"[11]. Τα επιχειρήματα παρατάσσονται αποϊεραρχημένα, σκωπτικά, ασυντόνιστα σε ένα είδος λόγου που περισσότερο αποκαλύπτει παρά συγκαλύπτει[12].
H σύγχρονη ταυτότητα μοιάζει όλο και περισσότερο με τον χαμαιλέοντα,[13] αφορά στον πρωτεϊκό άνθρωπο της νέας εποχής ο οποίος όλο και περισσότερο ζει σε προσομοιωμένα περιβάλλοντα και αναπτύσσει πολλαπλούς χαρακτήρες-ρόλους, που πορεύεται χωρίς Εγώ και εαυτό, αλλά με θρύμματα μιας βραχύβιας συνείδησης που χρησιμοποιούνται γα την εκάστοτε επικοινωνία του με τους εικονικούς του κόσμους[14].


Ο Πέτρος Θεοδωρίδης είναι συγγραφέας-δοκιμιογράφος.
Κατεβάστε ελεύθερα την τελευταία του συλλογή «Ακόμα και η Αριάδνη ήταν ψέμα» ή διαβάστε την online




[1] βλ και Πέτρος Θεοδωρίδης, Οι μεταμορφώσεις της Ταυτότητας, έθνος νεωτερικότητα και εθνικιστικός λόγος, εκδ. Αντιγόνη 2004, επίμετρο.
[2] σκηνοθέτης ο Κρίστοφερ Νόλαν, 2000
[3] Raymond Williams: Κουλτούρα και Ιστορία ,Μετάφραση Βενετία Αποστολίδου, εκδ. Γνώση, σ. 180,182.
[4] Beck U., Η Επινόηση του Πολιτικού, μτφ Καβουλάκος Κ., Νέα Σύνορα, Αθήνα 1996, σ. 194.
[5] Beck U., ό.π., σ. 192
[6] Beck U., ό.π, σ. 192.
[7] αναφορά στο Peter A. Levine, Ann Frederick, "Το Ξύπνημα Της Τίγρης", θεραπεύοντας τις τραυματικές εμπειρίες, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1999, σ. 259.
[8] Beck U., ό.π., σ. 191.
[9] Να υπονομεύεις αγαπημένους. Να υπονομεύεις ανταγωνιστές. Να υπονομεύεις φίλους. Όλοι αυτοί οι ανταγωνισμοί και μετά ο χείμαρρος της προδοσίας. Κάθε ψυχή και το δικό της εργοστάσιο προδοσίας. Για όποιο λόγο θες: επιβίωση, συγκίνηση, πρόοδο, ιδεαλισμό (Ροθ Φ., Παντρεύτηκα Έναν Κομμουνιστή, μτφ Τ. Παπαϊωάνου, εκδ Πόλις, Αθήνα (1998) 2000 σ. 345-346).
[10] αναφορά στο D.C Muecke, Ειρωνεία, μτφ. Κώστας Πύρζας, εκδ Ερμής, Αθήνα 1974, σ. 27.
[11] Jankelevitch V, Η Ειρωνεία, μτφ Μ. Καραχάλιος, Πλέθρον, Αθήνα 1997, σ. 102.
[12] Beck U., ό.π., σ. 191.
[13] «ζώο που αλλάζει χρώμα ανάλογα με τον τρόπο που βρίσκεται και μπορεί να γίνει από μαύρο ως απαλό πράσινο, ενώ το μόνο χρώμα πού δεν μπορεί να πάρει είναι το λευκό, το χρώμα της αθωότητας" (Ουμπέρτο Έκο, Μπαουντολίνο, μτφ. Εφη Καλλιφατίδου, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2001, σ. 417-418.
[14] Jeremy Rifkin, H νέα εποχή της πρόσβασης, μτφ. Αριάδνη Αλαβάνου, Νέα Σύνορα, Αθήνα 2001, σ. 365 κ.ε.

11 Haziran 2014 Çarşamba

Η κατάθλιψη ως παθολογία της ελευθερίας ALAIN EHRENBERG «Η κούραση να είσαι ο εαυτός σου» Μετάφραση Βασιλική Δημουλά Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου 2013, ANAΔΗΜΟΣΙΕΣΥΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ.

Η κατάθλιψη ως παθολογία της ελευθερίας

ALAIN EHRENBERG «Η κούραση να είσαι ο εαυτός σου» Μετάφραση Βασιλική Δημουλά Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου 2013, σελ. .
     
Του Θανάση Γιαλκέτση

Οι ψυχίατροι αναζητούν τις αιτίες της κατάθλιψης στη βιολογία του ανθρώπινου σώματος και στη χημεία του εγκεφάλου. Οι ψυχαναλυτές ψάχνουν στο εσωτερικό της ανθρώπινης ψυχής. Ο Γάλλος κοινωνιολόγος Αλέν Ερενμπέργκ συνιστά σε ψυχιάτρους και ψυχαναλυτές να στρέψουν το βλέμμα τους στην κοινωνική πραγματικότητα και στις μεταβολές των σχέσεων ατόμου και κοινωνίας. Ο Ερενμπέργκ ερμηνεύει την κατάθλιψη με τρόπο πολύ διαφορετικό από εκείνον που διαβάζουμε στα εγχειρίδια ψυχολογίας, ψυχανάλυσης και ψυχιατρικής.

Η κατάθλιψη είναι γι’ αυτόν η κατεξοχήν ασθένεια του δημοκρατικού ανθρώπου, είναι το αναπόδραστο ψυχικό τίμημα που πληρώνει ο άνθρωπος που θέλει να είναι κύριος του εαυτού του. Η κατάθλιψη γίνεται η πλέον διαδεδομένη ψυχική ασθένεια, όταν –στη δεκαετία του 1960– το πειθαρχικό μοντέλο διαχείρισης των συμπεριφορών υποχωρεί μπροστά στην επιταγή της δημοκρατικής αυτονομίας και της αυτοπραγμάτωσης.

Η ψυχανάλυση γεννήθηκε και αναπτύχθηκε ως θεραπεία της νεύρωσης. Και η νεύρωση ήταν η κύρια μορφή της ψυχικής ασθένειας στην πειθαρχική κοινωνία, σε έναν πολιτισμό βασισμένο στην απαγόρευση και την υπακοή. Ο άνθρωπος γινόταν νευρωτικός επειδή δεν μπορούσε να υποφέρει τις απαγορεύσεις, τις πειθαρχικές ρυθμίσεις, τις υποχρεώσεις αυταπάρνησης που του επέβαλλαν οι κοινωνικοί κανόνες. Η νεύρωση ήταν το αποτέλεσμα μιας σύγκρουσης ανάμεσα στην επιθυμία και τον κανόνα που απαγορεύει την ικανοποίηση της επιθυμίας.

Αυτή η αντιπαράθεση επιτρεπτού/απαγορευμένου ρύθμιζε την ανθρώπινη υποκειμενικότητα μέχρι και τις δεκαετίες του 1950 και του 1960. Η παρακμή της νεύρωσης και η διάδοση της κατάθλιψης είναι ένα από τα αποτελέσματα της δημοκρατικής χειραφέτησης, που, μετά το 1968, απελευθέρωσε το άτομο από τα δεσμά της πειθάρχησης και της απαγόρευσης. Το άτομο κατακτάει το δικαίωμα να διαλέγει τη ζωή που θέλει να ζήσει, να μπορεί να γίνει ο εαυτός που επιθυμεί. Αυτό που απαιτείται στο εξής από το άτομο δεν είναι η πειθάρχηση και η συμμόρφωση στον κανόνα. Είναι αντίθετα η αυτονομία και η πρωτοβουλία. Το υποκείμενο δεν δεσμεύεται από αυστηρά προκαθορισμένα πρότυπα, ούτε ρυθμίζεται από μιαν εξωτερική τάξη, αλλά μπορεί να αλλάζει, να δρα μόνο του και να στηρίζεται στις δικές του επιλογές και αποφάσεις. Ολα αυτά έχουν συνέπεια την αύξηση της πίεσης για δράση και γενικά των απαιτήσεων που βαραίνουν το άτομο. Ο καθένας, ακόμη και ο πιο ευάλωτος, πρέπει να μπορεί να προσαρμόζεται σε έναν ασταθή και μεταβαλλόμενο κόσμο, επιδεικνύοντας ευελιξία, επινοητικότητα, ταχύτητα αντιδράσεων, ενώ καλείται επιπλέον να αναλαμβάνει ακέραιη την ευθύνη των αποτυχιών του. Το μέτρο του ιδανικού ατόμου δεν είναι πλέον η ευπείθεια και η υπακοή, αλλά η πρωτοβουλία, το σχέδιο, τα κίνητρα και τα αποτελέσματα που μπορεί να πετύχει στην προσπάθεια για τη μέγιστη αυτοέκφρασή του. Το ατομικό υποκείμενο πρέπει να επιστρατεύσει τις δικές του εσωτερικές δυνάμεις, τις διανοητικές του ικανότητες, για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του περιβάλλοντος, για να πετύχει εκείνα τα αποτελέσματα με βάση τα οποία θα αξιολογηθεί.

Αυτή η βαθιά μεταβολή της νεωτερικής έννοιας του υποκειμένου συνοδεύεται από μια ριζική αλλαγή της ψυχικής του παθολογίας. Η κατάθλιψη δεν πηγάζει πλέον από τη νευρωτική σύγκρουση ανάμεσα στον κανόνα και την παραβίασή του, που γεννά ένα αίσθημα ενοχής. Στις νέες συνθήκες, όπου δεν υπάρχουν πλέον απαγορευτικοί κανόνες, επειδή υποτίθεται ότι «όλα είναι δυνατά», η κατάθλιψη προέρχεται από ένα αίσθημα ανεπάρκειας γι’ αυτό που καλείται να κάνει το υποκείμενο και δεν είναι σε θέση να το κάνει σύμφωνα με τις προσδοκίες των άλλων, με βάση τις οποίες μετράει την αξία του ίδιου του εαυτού του. Με αυτήν την έννοια, η κατάθλιψη τείνει να παρουσιάζεται όχι τόσο ως μια απώλεια της χαράς της ζωής όσο ως μια παθολογία της δράσης, στενά συνδεδεμένη με μιαν ανασφάλεια του ατόμου γύρω από την ταυτότητά του. Το υποκειμενικό βίωμα που τη χαρακτηρίζει δεν είναι πλέον το αίσθημα της ενοχής, αλλά εκείνο της ανεπάρκειας. Ο καταθλιπτικός αισθάνεται ότι δεν είναι στο ύψος των περιστάσεων, «τον κουράζει να πρέπει να γίνει ο εαυτός του». Για να περιγράψει αυτή τη μεταβολή στην ψυχική παθολογία του σύγχρονου ατόμου, ο Ερενμπέργκ προσφεύγει σε δύο μυθικές μορφές: τον Οιδίποδα, που συμβολίζει το παλιό αίσθημα ενοχής και την πάλη για την απελευθέρωση από τον νόμο του πατέρα, και τον Νάρκισσο, που αντιπροσωπεύει τον φόβο ότι δεν είμαστε στο ύψος των υποχρεώσεών μας, το αίσθημα του κενού και της ανημπόριας. Τόσο η νεύρωση όσο και η κατάθλιψη, μας λέει ο Ερενμπέργκ, είναι ονόματα που δώσαμε στον ψυχικό αντίκτυπο κοινωνικών μεταβολών και των μετασχηματισμών της ατομικής υποκειμενικότητας που τις συνόδευαν