εθνολαικισμός etiketine sahip kayıtlar gösteriliyor. Tüm kayıtları göster
εθνολαικισμός etiketine sahip kayıtlar gösteriliyor. Tüm kayıtları göster

9 Şubat 2015 Pazartesi

Pierre Andre Taguieff-Ο νέος εθνικο-λαικισμός Δημοκρατία,Δημαγωγία,Ευρωπαικοί νεολαικισμοί/ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ Die Bestimmung des Menschen


Pierre Andre Taguieff-Ο νέος εθνικο-λαικισμός

Δημοκρατία,Δημαγωγία,Ευρωπαικοί νεολαικισμοί


Ας πούμε εξαρχής ότι με τη λέξη ''λαικισμός'' υποδεικνύω τη μορφή που λαμβάνει η δημαγωγία στις συγκαιρινές κοινωνίες των οποίων η πολιτική κουλτούρα θεμελιώνεται στις αξίες και τις δημοκρατικές νόρμες που αντιμετωπίζονται ως απόλυτες.Πρόκειται για ειδική μορφή δημαγωγίας,που προϋποθέτει την αρχή της κυριαρχίας του λαού και τη νόρμα του συνασπισμού του σε ένα ενωμένο έθνος.Η δημαγωγία ακολουθεί τη δημοκρατία σαν τη σκιά της από την αρχαία Ελλάδα,όπου,σύμφωνα, με τον Πλάτωνα,η δημοκρατία δεν ήταν παρά ανεπανόρθωτα ασταθής καθεστωτικός τύπος,που ανοίγει την πόρτα στην τυραννία. Σήμερα,στην εποχή των ΜΜΕ,των δημοσκοπήσεων και της ενημέρωσης σε πραγματικό χρόνο μέσω Διαδικτύου,που συντελούν ώστε η δημοκρατία να εκτρέπεται σε δημοκρατία της γνώμης,η δημαγωγία δεν μπορεί πλέον να διακρίνεται από την διαφήμιση και την προπαγάνδα και,όταν αυτή είναι αποτελεσματική,επιχειρεί μαζικό προσηλυτισμό.Συνεπώς,με τη διφορούμενη λέξη 'λαικισμός'' υποδεικνύω συνολικά τις δημαγωγίες της δημοκρατικής εποχής.Για να πάμε όμως,μακρύτερα,θα πρέπει να αναγειώσουμε την πολιτική θεωρία στις παρατηρούμενες πολιτικές πραγματικότητες.Όταν λέγεται ότι κάποιοι ανησυχούν από την ''άνοδο του λαικισμού'' ή ''των λαικισμών'' στις ευρωπαικές κοινωνίες,που έχουν σαρωθεί από ένα κύμα δεξιοποίησης,ο στόχος είναι δύο διακριτά φαινόμενα των οποίων η διασταύρωση ή η συγχώνευση εκλαμβάνεται ως απειλή:από τη μια πλευρά η αύξηση της δημαγωγίας στο σοβαρό παιγνίδι που συνιστά ο πολιτικός ανταγωνισμός και,από την άλλη πλευρά,η ανάδυση νέων μορφών εθνικισμού συνδεδεμένων με τους φόβους που ξεσπούν λόγω της παγκοσμιοποίησης,της ευρωπαικής οικοδόμησης ή της μαζικής μετανάστευσης.Οι αιτίες αυτών των φόβων δεν ανάγονται σε φαντάσματα:αφορούν ταυτόχρονα το επίπεδο ζωής (ανεργία,πτώση μισθών,απειλή υποτίμησης των περιουσιών) και την ποιότητα ζωής (ασφάλεια,μη μολυσμένο περιβάλλον,πρόσβαση στα πολιτισμικά αγαθά) απειλούμενα από την αποβιομηχάνιση και τις απεγκαταστάσεις επιχειρήσεων,τις ελλείψεις του κράτους πρόνοιας,τη γήρανση των πληθυσμών και την αύξηση των μεταναστευτικών ροών που φαίνονται ανεξέλεγκτες και αναφομοίωτες.

Οι ανησυχίες αγγίζουν τόσο τις μεσαίες όσο και τις λαϊκές τάξεις και μεταφράζονται πολιτικά με κινητοποιήσεις για την παλινόρθωση των εθνικών κυριαρχιών,συχνά με μια θέληση υπεράσπισης ορισμένων ''πολιτισμικών'' χαρακτηριστικών της συλλογικής ταυτότητας που αποτελεί την άυλη κληρονομιά του έθνους.Έτσι,οι λεγόμενες λαικιστικές αντιδράσεις αναμειγνύουν,σε διάφορες δοσολογίες, εθνικοκυριαρχικά και ταυτοτικά μοτίβα,που είναι ευρέως διαδεδομένα σε όλο τον πολιτικό χώρο.Διαδίδουν ερμηνείες που προέρχονται από τη μυθική αφήγηση αναμειγνύοντάς τες με περιγραφές παρατηρούμενων γεγονότων που προκαλούν την ανησυχία.Εφαρμόζουν συστηματικά στα γεγονότα μια μανιχαιστική εμπνεύσεως αποκωδικοποίηση,η οποία συνιστά την καρδιά της λαικιστικής ρητορικής:την αντίθεση μεταξύ των ισχυρών (σαρκοβόρα και ένοχοι) και του λαού(αθώος και ενάρετος, αλλά και θύμα).

Αυτά τα 'λαικιστικά'' κινήματα,μακράν από το να αντιτίθενται στη φιλελεύθερη δημοκρατία,διατείνονται αντιθέτως ότι θέλουν να υπερασπισθούν τις αξίες της: ελευθερία γνώμης,ανεκτικότητα,κοσμικότητα (ή εκκοσμίκευση),ισότητα ανδρών/γυναικών,σεβασμός των μειονοτήτων και των δικαιωμάτων των ομοφυλόφιλων,κλπ.ενάντια στην απειλή που ενσαρκώνεται από μία μουσουλμανικής κουλτούρας μετανάστευση που κατηγορείται ότι θέλει να επιβάλλει τις προσίδιες αξίες και νόρμες της,διαμέσου ενός θεσμικού ή ημι-θεσμικού πολυπολιτισμού που τις απαλλάσσει κριτικής-στο όνομα ενός νόμιμα προστατευόμενου δικαιώματος στη διαφορά.Η απόρριψη του ''εξισλαμισμού'' δεν θεμελιώνεται πλέον στην ξενόφοβη ή ρατσιστική κοσμοαντίληψη που αναγνωρίζουμε σε όλα τα ακροδεξιά κινήματα του δεύτερου μισού του 20ου αι. Από τη μια θεμελιώνεται στην επιθυμία των πολιτών να υπερασπισθούν μια πολιτισμική ταυτότητα από την οποία εξαρτάται ο τρόπος ζωής στον οποίο είναι αφοσιωμένοι και,από την άλλη πλευρά,στην απόλυτη απόρριψη εισαγωγής στην Ευρώπη της σαρία και,a fortiori της τζιχάντ η οποία,όπως ξέρουμε,παίζει το ρόλο ενός ''έκτου θεμελίου του ισλάμ'' για τους ριζοσπάστες ισλαμιστές.

Η αποκήρυξη επομένως του ''εξισλαμισμού'' επιχειρείται στο πεδίο των αξιών και των νορμών,ως προς τις συλλογικές προτιμήσεις που καθίστανται αντικείμενο υπεράσπισης με επιχειρήματα ξένα στην ξενοφοβία και το ρατσισμό-απόρριψη της περιφρόνησης της γυναίκας,του σεξισμού,της ομοφοβίας,της δίωξης των θρησκευτικών μειονοτήτων,κλπ.Αυτή είναι η μεγάλη καινοτομία των νεολαικισμών των ευρωπαικών δεξιών:αποκηρύσσουν την πολιτική και πολιτισμική επιρροή του ισλάμ λόγω της απειλής που αυτή κάνει να βαραίνει στα μεταυλιστικά ανθρώπινα δικαιώματα και την κοσμικότητα.Από την άποψη αυτή,όπως υποστηρίζει ο πολιτολόγος Λωράν Μπουβέ (Laurent Bouvet),οι ηγέτες τους θα μπορούσαν να αναβαπτισθούν σε ''ελευθεριακούς ισλαμόφοβους'' που αγωνίζονται κατά των σεξιστών και των ''αντι-ομοφυλόφιλων όλων των θρησκειών''

26 Ocak 2015 Pazartesi

Ο μνησικακος Ανθρωπος” ,o εθνολαικισμος και η αντιληψη της Δικαιοσυνης ως εκδίκησης

Ο Μ Σελερ στο έργο του Ο μνησίκακος Ανθρωπος” διέκρινε το πως  συνδέεται την μνησικακία με την δικαιοσύνη. Δηλαδή το ότι ο μνησίκακος ξυπνά και κοιμάται και ονειρευται τη Δικαιοσύνη – εννοώντας βέβαια τη δική του αποκλειστικά δικαιοσύνη – δηλαδή την εκδίκηση (πραγματική η φανταστική) . 

αυτή η έμμονη με την δικαιοσύνη -εκδίκηση τον εμποδίζει   να χαρεί το παρόν! Τον πληγώνει και τον αναγκάζει να ξυνει διαρκώς τις πληγές του.
Η εΘνολαικιστική Μνησικακία είναι σα να ξυνεις διαρκώς τις πληγές σου
Είναι σαν να πέφτεις σε μια δίνη και να βουλιάζεις  όλο και περισσότερο,σαν να αγκομαχας πνιγμένος μέσα στο δικό σου τραύμα. Με αυτή την έννοια η δικαιοσύνη -εκδίκηση κατατρώει κάθε αλλη ζωντανή ικμάδα , κάθε δημιουργικότητα και μετατρέπει τον άνθρωπο σε μνησίκακο άνθρωπο . Κάθε του λέξη αντανακλά το βάθος της όποιας πληγής του κάθε του πράξη αναπαράγει και πολλαπλασιάζει το όποιο τραύμα του μνησίκακου εθνολαικιστή ( η μάλλον του εθνολαικιΣτή που επενδύει στην μνησικακία

24 Ocak 2015 Cumartesi

Το Εκκρεμές του κυρίου Ράμφου (και η ερμηνεία του αποκλεισμού του Μέλλοντος μας απο τον Maurizio Lazzarato )

Το Εκκρεμές του Ραμφου
----------------------------------------
ουσιαστικά όλη η αφήγηση του κυρίου Ραμφου - στην μια ωρα και κατι που μιλούσε στο Ποτάμι-δεν είναι παρά το αναποδογύρισμα της αφήγησης του Νεορθόδοξου Ρεύματος (στο οποίο είχε και ο ίδιος συμβάλλει πριν από κανα δυο δεκαετίες) : σε εκείνο ολα τα καλά αποδίδονται στο Βυζάντιο και τον Ορθοδοξο καισαροπαπισμό του , στην  ( τωρινή) αφήγηση Ράμφο ( διότι αυτός μαζί με τον Γιανναρά είχαν θεμελιώσει το ... ρεύμα ) αποδίδονται στο Βυζάντιο όλα τα Κακά...

 Το Εκκρεμές του κυρίου Ράμφου :άλλαξε το σακάκι του και φόρεσε το μέσα έξω

λες και είμαστε κάτι ξεκομμένο από τον υπολοιπο κόσμο και μας επηρεάζει κατευθείαν και αδιαμεσολαβητα  η ιστορία  και η παραδοση * και όχι οι καθημερινές εισροές της παγκοσμιοποίησης και τα μαγματα που προκαλούνται από την συνάντηση  τους με τα εγχώρια ρεύματα  ..Λές και η παράδοση  είναι κάτι το συνεχές και όχι   ασυνεχές  Λες και δεν μας επηρεάζει η Συγχρονία  αλλά μόνο η Διαχρονία...

*  λές και δεν  έχει πολλαπλώς επινοηθεί , αλλοιωθεί , τροποποιηθεί, επαναρμηνευτεί η παράδοση  μας - οπως και καθε παράδοση

Υ. Γ και μιάς  και  ο κυριος Ράμφος  αναφερθηκε και στον Χρονο και αποδίδει στα ...καφενεία   μας τον αποκλεισμο του ...Μέλλοντος ας δουμε  πως και που αποδιδει τον  αποκλεισμο του Μέλλοντος
ο Maurizio Lazzarato:
'' αποδίδει αυτή την αίσθηση του ανακυκλώσιμου χρόνου στην επέκταση της χρηματοπιστωτικής οικονομίας. Ενώ στο Μεσαίωνα ο χρόνος άνηκε στον Θεό, σήμερα, ως δυνατότητα, δημιουργία επιλογή και απόφαση, είναι το πρώτο αντικείμενο της καπιταλιστικής ιδιοποίησης. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα φροντίζει ώστε οι μόνες δυνατές επιλογές και αποφάσεις να είναι αυτές του χρήματος που γεννά χρήμα, της παραγωγής για την παραγωγή.
«Ενώ στις βιομηχανικές κοινωνίες διατηρούνταν ακόμη ένας "ανοιχτός χρόνος" -με τη μορφή της προόδου ή της επανάστασης- σήμερα το μέλλον και οι δυνατότητές του, συντριμμένες από τα κολοσσιαία ποσά χρήματος που κινητοποιούνται από το χρηματοπιστωτικό σύστημα φαίνεται να έχουν μπλοκαριστεί: το χρέος εξουδετερώνει πλήρως το χρόνο, το χρόνο ως δημιουργία νέων δυνατοτήτων, δηλαδή την πρώτη ύλη κάθε ε πολιτικής, κοινωνικής η αισθητικής αλλαγής»[6].
 «Όλη η χρηματοπιστωτική καινοτομία -γράφει ο Lazzarato- δεν έχει παρά ένα σκοπό: να διαθέτει προκαταβολικά το μέλλον αντικειμενοποιώντας το. Η αντικειμενοποίηση αυτή είναι εντελώς άλλου τύπου από εκείνη του χρόνου εργασίας: αντικειμενοποίηση του χρόνου, προκαταβολική διάθεσή του σημαίνει υπαγωγή κάθε δυνατότητας επιλογής και απόφασης, την οποία κρύβει το μέλλον, στην αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων εξουσίας. Έτσι το χρέος όχι μόνο ιδιοποιείται τον παρόντα χρόνο απασχόλησης των μισθωτών και του πληθυσμού στο σύνολο του, αλλά προαγοράζει επίσης τον μη χρονολογικό χρόνο, το μέλλον καθενός και το μέλλον της κοινωνίας στο σύνολο της. Η αλλόκοτη αίσθηση ότι ζούμε σε μια κοινωνία χωρίς χρόνο, χωρίς δυνατότητα, χωρίς ορατή ρήξη βρίσκει την κυριότερη εξήγηση της στο χρέος»[7].

 πηγη :

Η (μετα)νεωτερική κοινωνία και ο συρρικνωμένος χρόνος

17 Ocak 2015 Cumartesi

ΑΓΑΝΑΚΤΙΣΜΕΝΟΙ .. Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ;Το μίσος για τις Πλατείες των Άκη Γαβριηλίδη και Μιχάλη Μπαρτσίδη αναδημοσιευση απο το http://koinoniko-ergastirio.blogspot.gr

Το μίσος για τις Πλατείες







                                                       



Σε αυτή την παρατεταμένη προεκλογική περίοδο, (η οποία τυπικά άρχισε τις προάλλες αλλά ουσιαστικά διαρκεί δύο τουλάχιστον χρόνια), ένα φάντασμα πλανιέται πάνω –ή ίσως, ορθότερα, κάτω- από τον πολιτικό λόγο στην Ελλάδα: το φάντασμα των πλατειών.

Νεοφιλελεύθεροι και κομμουνιστές, εκσυγχρονιστές και αναρχικοί, ακροκεντρώοι, πολιτειολόγοι, φιλόσοφοι, δημοσιογράφοι, πεζογράφοι και τεχνοκριτικοί, όλοι ομοθυμαδόν ή χωριστά ο καθένας συναγωνίζονται ποιος θα πρωτοκαταδικάσει με τον πιο έντονο τρόπο το «κίνημα των Αγανακτισμένων» όπως είχε αποκληθεί τότε.
Η επιμονή και η επαναληπτικότητα αυτής της καταδίκης είναι αξιοπερίεργη. Οι καταλήψεις των πλατειών έχουν τερματιστεί εδώ και καιρό, στο δε μεταξύ διάστημα δεν έχει υπάρξει ούτε ένα πολιτικό υποκείμενο το οποίο να επικαλείται την κληρονομιά τους και να μιλά εξ ονόματός της, όπως π.χ. έγινε στην Ισπανία, ή έστω απλώς να μιλά γι’ αυτήν με θετικό τρόπο[1]. Ποιον κίνδυνο ξορκίζουν λοιπόν όλοι αυτοί; Εναντίον ποίου βάλλουν;
Τα ίδια τα κατηγορητήρια αναφέρουν ότι οι Αγανακτισμένοι δεν είχαν προτάσεις, ο λόγος τους ήταν ασυνάρτητος, χαμηλού διανοητικού ή/ και αισθητικού επιπέδου, χρησίμευε κυρίως για συναισθηματική εκτόνωση, και φυσικά, πάνω απ’ όλα, ότι αποτελούσε έκφραση του «εθνολαϊκισμού» και των «παθογενειών της ελληνικής κοινωνίας».
Αν όμως θέλαμε να κάνουμε ένα εγελιανό καλαμπούρι, θα λέγαμε ότι, και εδώ, η μόνη ελληνική ιδιαιτερότητα είναι η ίδια η υπόθεση ότι υφίσταται κάποια ελληνική ιδιαιτερότητα. Ενώ διεθνώς αναπτύσσεται η βιβλιογραφία για την ανανοηματοδότηση της δημοκρατίας από τα κινήματα του 2011, στην Ελλάδα αυτόκλητοι «ευρωπαϊστές» θεωρητικοί επιμένουν στην «καθυστέρηση» του ελληνικού «Volksgeist»[2].
Η παραπάνω απαρίθμηση δείχνει ήδη ποια είναι η κοινή βάση που γεννά την αλλεργία και τη μνησικακία για τις πλατείες, και τη διαρκή ανάγκη να ξεθάβεται κάθε τόσο το πτώμα για να τουφεκίζεται και πάλι: είναι ο μοντερνισμός. Και, ειδικότερα, ο αβανγκαρντισμός: η αντίληψη της πολιτικής ως σκόπιμης/ ορθολογικής/ αποτελεσματικής δραστηριότητας και ως προνομίου μιας επίλεκτης ομάδας, κατά προτίμηση επαγγελματικής, η οποία πάντως ξέρεικαι μπορεί να εξασφαλίσει τη σταθερότητα –σε αντιδιαστολή με τον όχλο ο οποίος είναι άστατος, «δεν έχει κανένα μέτρο» και γι’ αυτό «τρομοκρατεί όταν δεν είναι ο ίδιος φοβισμένος», «είτε υπηρετεί με δουλοπρέπεια, είτε κυριαρχεί με υπεροψία» και «δεν υπάρχει σε αυτόν καμία αλήθεια και καμία κρίση»[3].
Το μίσος για τις πλατείες λοιπόν είναι μία υποπερίπτωση του φόβου των μαζών[4], ή του γενικότερου μίσους για τη δημοκρατία[5].
Φυσικά, οι μοντερνιστές θα αντιτείνουν: «μα ποια δημοκρατία; Αφού αυτοί που μετείχαν στις πλατείες ήταν δεξιοί, αφασικοί, ανοργάνωτοι». 
Και, για να μην μένουμε σε υποθέσεις, ας παραθέσουμε με τα ίδια της τα λόγια, αντί πολλών άλλων δυνατών παραδειγμάτων, μία από τις πιο καθαρές εκφράσεις αυτής της αριστοκρατικής απόρριψης προς τον όχλο:
Σε πολλούς από τους πολίτες αυτής της χώρας που επιμένουν να σκέπτονται, το αποτέλεσμα των εκλογών [του Μαΐου 2012] έγινε δεκτό με αντικρουόμενα συναισθήματα. Την ικανοποίηση για την κατάρρευση των βασικών πολιτικών υπαιτίων της οικτρής κατάστασης στην οποία βρίσκεται η χώρα αντιστάθμισε η θλίψη για το ποιόν των νικητών. Για όσους δεν το κατάλαβαν: νικητές των εκλογών ήταν η Πλατεία Συντάγματος και οι «Αγανακτισμένοι». Η Πλατεία μορφοποίησε πολιτικά τον κυρίαρχο τηλεοπτικό λόγο των τελευταίων ετών («κατοχή», «δωσίλογοι», «τοκογλύφοι» - βλ. και το εξαίρετο κείμενο Τσακυράκη στα «ΝΕΑ», 12/5). Και στις πρόσφατες εκλογές, οφέλη είχαν όσοι ιστιοδρόμησαν πάνω σε αυτό το παλιρροϊκό κύμα: ο αριστερός εθνικός λαϊκισμός του ΣΥΡΙΖΑ, ο δεξιός ψυχωτικός λαϊκισμός του Καμμένου και, βέβαια, η πιο ακραία αντισυστημική (και κατά τούτο η πιο «συνεπής»!) εκδοχή της αγανάκτησης: η νεοναζιστική Χρυσή Αυγή[6].
Το πρόβλημα με αυτή την αυτοπροβαλλόμενη ως «ορθολογική» ιεράρχηση του χυδαίου και συναισθηματικού όχλου στις χαμηλότερες κατηγορίες του πολιτικού δεν είναι μόνο ο ελιτισμός της. Είναι ότι δεν έχει τίποτε το ορθολογικό, και ότι αντιθέτως υποκύπτει η ίδια στην κρυφή γοητεία αυτού που δηλώνει δημοσίως ότι της προκαλεί θλίψη: του λαϊκισμού. Η παραπάνω παράγραφος διενεργεί τις εξής δύο βασικές λειτουργίες: α) έναν αναγωγιστικό διχασμό της κοινωνικής και πολιτικής πολλαπλότητας σε μία δυιστική αντιπαράθεση, αλλά και β) την επιδίωξη της επίζηλης θέσης τού underdog, αυτού που αδίκως αγνοείται και αποκλείεται. Πράγμα που γίνεται φανερό στον σχεδόν προκλητικό ισχυρισμό ότι «Η Πλατεία μορφοποίησε πολιτικά τον κυρίαρχο [sic] τηλεοπτικό λόγο των τελευταίων ετών» (!!!). Tη στιγμή που όλοι βλέπουμε ότι τα τελευταία έτη (αλλά και τα πρώτα, και όλα γενικώς τα έτη), ο κυρίαρχος –αν όχι ο μόνος- τηλεοπτικός λόγος δεν είναι φυσικά ο λόγος των Πλατειών, αλλά ο λόγος της αντιπολίτευσης στις Πλατείες[7].
Ο ισχυρισμός ότι «οι Πλατείες οδήγησαν στη Χρυσή Αυγή» γνωρίζει γενικότερη διάδοση. Σε αυτόν συναντώνται ο Δημήτρης Κουτσούμπας και η Άννα Φραγκουδάκη[8], η Αφροδίτη Αλ Σάλεχ και ομάδες που αυτοπροσδιορίζονται ως αναρχικοί/ αντιεξουσιαστές.
Ο ισχυρισμός αυτός είναι τελείως ατεκμηρίωτος. Καθόσον γνωρίζουμε, δεν στηρίζεται σε καμία δημοσιευμένη ποσοτική ή ποιοτική ανάλυση. Φυσικά δεν συνιστά τέτοια ανάλυση η εμπειρική διαπίστωση «μα εμείς τους είδαμε, ξέρουμε ποιοι είναι», «κρατούσαν ελληνικές σημαίες», «ακούσαμε αυτά που λέγανε στις συνελεύσεις και ήταν ένας απολίτικος χυλός βασισμένος στον εθνικισμό, το θέαμα, τη νοσταλγία του παθητικού καταναλωτή» κ.λπ.
Όσοι προβάλλουν αυτές τις ενστάσεις και νομίζουν ότι έτσι κλείνουν το ζήτημα χωρίς υπόλοιπα, κάνουν ένα βασικό λάθος: διαβάζουν την πολιτική αποκλειστικά ως ρηματικότητα, ως απόλυτη κυριολεξία, και καθόλου ως επιτελεστικότητα (ακόμη και όταν επικαλούνται την ιδιότητα των queer περφόρμερς). Όταν ακούν μία πρόταση να εκφωνείται στην Πλατεία, της αποδίδουν το ίδιο καθεστώς και την αντιμετωπίζουν με τους ίδιους ακριβώς όρους με τους οποίους θα αντιμετώπιζαν την ίδια φράση μέσα σε μια προκήρυξη, ένα άρθρο σε εφημερίδα, ένα λόγο στη Βουλή ή μια ανάλυση πολιτικής/ οικονομικής θεωρίας. Εκκινούν δηλαδή από το δεδομένο ότι, για να καταλάβουμε την πολιτική σημασία ενός κινήματος, πρέπει –και αρκεί- να διαβάσουμε τον συντεταγμένο λόγο του και να αξιολογήσουμε αν αυτός προβάλλει και εμπνέεται από ένα πρόταγμα, έστω το σοσιαλισμό, τον αντικαπιταλισμό, τον αντικρατισμό, την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας μας κ.ο.κ. Και επίσης από το αξίωμα ότι κάθε λόγος στην πολιτική –και κάθε λόγος περί πολιτικής, πράγμα το οποίο γι’ αυτούς δεν έχει καμία διαφορά/ διαφωρά με το προηγούμενο- έχει ένα μόνο και σταθερό επίπεδο νοήματος· δεν υφίσταται ούτε προκαλεί κανένα μετασχηματισμό. Έτσι, ακούνε κάποιον να χρησιμοποιεί ένα υπάρχον πολιτικό λεξιλόγιο –έστω εν προκειμένω το πατριωτικό- και αυτομάτως θεωρούν ότι η νέα αυτή χρήση είναι απολύτως ταυτόσημη με κάθε προηγούμενη· ούτε στιγμή δεν τους περνά απ’ το μυαλό να αναρωτηθούν όχι τόσο τι λένε οι άνθρωποι, αλλά τι κάνουν όταν το λένε αυτό.
Πού μπορεί να οφείλεται αυτή η παραγνώριση της επικοινωνιακής, πολιτικής, καλλιτεχνικής διάστασης, της διαθετικής (affective) αλληλεπίδρασης των συμμετεχόντων που οδηγούσε προς μια «σκέψη των μαζών», προς μια «συλλογική ορθολογικότητα» ανάκτησης αξιών όπως η αξιοπρέπεια και υπεράσπισης μιας διατομικής-κοινής «ευθύνης» έναντι των ανεύθυνων μέχρι τούδε πολιτικών εκπροσώπων τους οποίους καλούσαν να «φύγουν»[9]; Εδώ θεωρούμε ότι επιχειρείται μια πολιτισμική διάκριση απόρριψης (κατά Μπουρντιέ) μεγαλύτερου εύρους από εκείνη της δεκαετίας του 80[10]: ο μοντερνισμός του ιδεολόγου-με-πρόταγμα έναντι των επιφανειακών μαζών που θέλουν μόνο να ανακτήσουν υλικά αγαθά τα οποία απώλεσαν στην κρίση, κινούμενες από ιδιοτελές συμφέρον και όχι από καθολικές αξίες.
Η εμμονοληπτική αυτή τελετουργία καταδίκης των Πλατειών φτάνει ακμαία έως τις μέρες μας, θέτοντας το ερώτημα «πού πήγαν οι Αγανακτισμένοι;», «γιατί δεν κινητοποιούνται πλέον;», συνοδευόμενο από μία ειρωνική «θεωρία του καναπέ».
Εξίσου ενδιαφέρον όμως με το ερώτημα «τι έμεινε από τις Πλατείες» θα ήταν να εξετάσουμε τι κληρονομιά άφησε η αντίδραση στις Πλατείες.
Το κίνημα των «Αγανακτισμένων» κατηγορήθηκε για «απολίτικο». Περισσότερο άξιος αυτού του χαρακτηρισμού όμως μας φαίνεται ο λόγος των επικριτών του, στο μέτρο που ως πολιτικό ορίζουμε –μαζί με τον Ρανσιέρ- τη λειτουργία που κατατείνει στο να διαταράξει παγιωμένες θέσεις και ρόλους και να φέρει στην επιφάνεια το μέρος εκείνων που δεν είχαν κανένα μέρος. Σε αντιδιαστολή με την αστυνομική λειτουργία, η οποία εδραιώνει και αναπαράγει τους καθιερωμένους ρόλους και εχθρεύεται την ανάδυση του απρόσκλητου.
Σε ένα άρθρο του με τίτλο «Η άνοδος και η εξαφάνιση των Αγανακτισμένων» (Καθημερινή 25.11.2012), ο Πάσχος Μανδραβέλης, μολονότι σε κάποια σημεία δεν παραλείπει να εκφράσει την αντιπάθεια και το σαρκασμό του για τους εξαφανισθέντες, αναγνωρίζει πάντως ότι «Το ‘καλοκαίρι των Αγανακτισμένων’ ήταν η πρώτη μεταπολιτική λαϊκή εκδήλωση που δεν μπαίνει στα κλασικά αναλυτικά εργαλεία». Στη συνέχεια του άρθρου, βέβαια, ο ίδιος προσφεύγει στα πιο κλασικά τέτοια εργαλεία: τη στατιστική και τις δημοσκοπήσεις. Επικαλείται «αστυνομικές» κατατάξεις των συγκεντρωμένων σε ιδεολογικές, κομματικές ή ηλικιακές κατηγορίες με βάση διαπιστώσεις «μελετητών»:
μελετητές της ακροδεξιάς βίας στον Άγιο Παντελεήμονα και των σχεδόν καθημερινών συγκρούσεων με τους αριστεριστές διαπίστωσαν, τον Μάιο του 2011, ότι ξαφνικά η περιοχή είχε αδειάσει και από τους ακροδεξιούς και από τους ακροαριστερούς. Όλοι είχαν μετακινηθεί στο Σύνταγμα.
Πουθενά όμως δεν τίθεται το ερώτημα αν, εκτός από αυτή τη γεωγραφική μετακίνηση, υπήρξε καμία άλλη. Οι «ακροδεξιοί», οι «ακροαριστεροί», οι «οπαδοί του ΠΑΣΟΚ» ή «της ΝΔ» εκλαμβάνονται ουσιοκρατικά ως κατηγορίες πάντοτε ίδιες με τον εαυτό τους. Οι άνθρωποι αυτοί προηγουμένως ήταν στον Άγιο Παντελεήμονα, μετά πήγαν στο Σύνταγμα, μετά έφυγαν από εκεί, αλλά παρέμειναν οι ίδιοι πριν και μετά. Ο αρθρογράφος παραδέχεται ότι «Υπήρξε ώσμωση», αλλά τη διαπίστωση δεν την κάνει τίποτε στη συνέχεια –πέρα από το να την ρίξει στο γνωστό μύλο της «συνάντησης των δύο άκρων» (η οποία ουσιαστικά ακυρώνει την ώσμωση διότι, για τη δεξιά σκέψη ήδη από την εποχή της θεωρίας περί «αριστεροχουντισμού» της δεκαετίας του 70, τα «άκρα» ούτως ή άλλως συγγένευαν).
Ο Μανδραβέλης καταλήγει:
«Γενικώς, πάντως, η ιστορία των Αγανακτισμένων πρέπει κάποια στιγμή να μελετηθεί».
Πολύ σωστά. Αλλά αυτό το «πρέπει» εξακολουθεί να μένει ξεκρέμαστο δύο και πλέον χρόνια.
Αν η ιστορία αυτή «πρέπει να μελετηθεί», σε ποιον άραγε αναλογεί το καθήκον αυτής της μελέτης;
Σίγουρα σε κάποιους/-ες που να μην κινούνται από περιφρόνηση και αποστροφή προς τους Αγανακτισμένους, αλλά να μπορούν να αντέξουν τον πανικό και την αμηχανία από την –όντως υπαρκτή- αντιφατικότητα και το στροβιλισμό της μετακίνησης του πλήθους. Υπάρχουν άραγε τέτοιοι;


[1] Ως μόνη τέτοια αναφορά, και αυτή όμως αδήλωτη και αρκετά απόμακρη, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε τη χρήση του όρου «αξιοπρέπεια» στο λόγο του ΣΥΡΙΖΑ.
[2] Βλ. π.χ. Παναγιώτης Θανασάς, «Ευρωπαϊκή Ελλάδα;», Τα Νέα, 17 Μαΐου 2012 –στη στήλη «Τρίτη άποψη».
[3] Σπινόζα, Πολιτική Πραγματεία, κεφ. 7 παρ. 27.
[4] Βλ. Étienne Balibar, «Spinoza, l' anti-Orwell - la crainte des masses», in: Les Temps Modernes 470, Σεπτέμβριος 1985. Στα ελληνικά: Ο φόβος των μαζών Σπινόζα, Μαρξ, Φουκώ, Πλέθρον, Αθήνα 2010.
[5] Βλ. Ζακ Ρανσιέρ, Το μίσος για τη δημοκρατία, Πεδίο, Αθήνα 2009.
[6] Παναγιώτης Θανασάς, «Ευρωπαϊκή Ελλάδα;», Τα Νέα, 17 Μαΐου 2012 –στη στήλη «Τρίτη άποψη». Η άποψη αυτή διαθέτει διαγνωστική ευστοχία κατά το ότι αναγνωρίζει ευθέως την επίδραση του συμβάντος των Πλατειών στην πολιτική σκηνή. Δεν είναι όμως μια «Τρίτη» αλλά η μία εκ των δυο, η «ενάντια» ακριβώς τοποθέτηση.
[7] Αυτό που επίσης είναι αξιοπρόσεκτο, και που υπονομεύει την εγκυρότητα του συμπεράσματος, είναι η χρήση του όρου «μορφοποίησε πολιτικά». Σε πείσμα του «φαντασιακού εγκλωβισμού» και της «πνευματικής καθυστέρησης» που του αποδίδεται στο ίδιο άρθρο, το «Volksgeist/ πνεύμα του λαού» αναπαρίσταται ως υποκείμενο όχι μόνο ενιαίο, αλλά και ικανό να ενοποιεί τον λόγο άλλων υποκειμένων.
[8] Ο εθνικισμός και η άνοδος της ακροδεξιάς, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2013, ιδίως ενότητα Γ8.
[9] Η βιβλιογραφία εμπλουτίστηκε έκτοτε,  ενδεικτικά όμως βλ. για το ζήτημα αυτό: Μιχάλη Μπαρτσίδη και Φωτεινής Τσιμπιρίδου, «Οι περιπέτειες της ‘αξιοπρέπειας’ ως πολιτειακής αρετής. Από τα παγκόσμια κινήματα στους ‘Αγανακτισμένους’», και εκτενέστερα, των ίδιων, «Για την επιστροφή της ‘πολιτικής ηθικής’. Παγκοσμιοτοπικά κινήματα ‘αξιοπρέπειας’».
[10] Άφθονο υλικό για τη σύγκριση στο Λεξικό της Δεκαετίας του 80,καθώς και την τουλάχιστον απορητική Εισαγωγήστην επανέκδοσή του στην οποία επιχειρείται να επανεγγραφεί στις σημερινές ανάγκες «κριτικής του λαϊκισμού» το βασικό ερμηνευτικό σχήμα περί «μαζικής-ατομικιστικής» κοινωνίας η οποία ευνοεί τον εθνολαϊκισμό. Βλ. Κυριάκος Αθανασιάδης, «Κύριε Παναγιωτόπουλε, μήπως ζούμε ακόμη στη δεκαετία του 80;»και «"Η Ελλάδα στη δεκαετία του '80", Κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό λεξικό, στο Γκάζι».

Μια συντομότερη μορφή του κειμένου αυτού δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Unfollow, τ. 37.

   ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗς  

Πολιτική του φόβου ή φόβος της πολιτικής; – InsideNews:

insidenews.gr/2015/01/06/πολιτική-του-φόβου-ή-φόβος-της-πολιτικ
Jan 6, 2015 - Του Ανδρέα Πανταζόπουλου, ΒΗΜΑ. Λέγεται ότι η πολιτική είναι συνώνυμη διλημμάτων και αποφάσεων. Οπως αυτά που προκύπτουν και θα ...

Ο «λαός» και η δημοκρατία - γνώμες - Το Βήμα Online

15 Aralık 2014 Pazartesi

Γιατί η ανεκτικότητα δε φτάνει Του Σλάβοϊ Ζίζεκ/∞ Α π ε ι ρ 8

Γιατί η ανεκτικότητα δε φτάνει






Όχι να περιοριστούμε στο να σεβόμαστε τους άλλους, αλλά να τους προσφέρουμε μια κοινή μάχη, όπως είναι κοινά σήμερα τα προβλήματά μας
Του Σλάβοϊ Ζίζεκ
Πριν δέκα χρόνια, όταν η Σλοβενία ετοιμαζόταν να μπει στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ένας από τους ευρωσκεπτικιστές μας αντέγραψε μια ατάκα των αδελφών Μαρξ για τους δικηγόρους: εμείς οι Σλοβένοι έχουμε κάποιο πρόβλημα; Ας μπούμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση! Θα έχουμε ακόμη περισσότερα προβλήματα, αλλά θα τα αναλαμβάνει η Ευρωπαϊκή ένωση! Έτσι βλέπουν πολλοί Σλοβένοι την Ευρώπη: είναι χρήσιμη, αλλά φέρνει μαζί της και πολλά προβλήματα. Αξίζει λοιπόν τον κόπο να υπερασπιστούμε την Ευρωπαϊκή Ένωση; Το πραγματικό ερώτημα, φυσικά, είναι ένα άλλο: ποια Ευρωπαϊκή Ένωση;
Πριν από ένα αιώνα ο Γκίλμπερτ Κιθ Τσέστερτον εξηγούσε ξεκάθαρα το θεμελιώδες αδιέξοδο της κριτικής στη θρησκεία: «Άνθρωποι που αρχίζουν να πολεμούν τη θρησκεία από αγάπη για την ελευθερία και την ανθρωπότητα, καταλήγουν να πολεμούν και την ελευθερία και την ανθρωπότητα προκειμένου να πολεμήσουν την εκκλησία». Το ίδιο ισχύει για τους υπερασπιστές της θρησκείας. Πόσοι φανατικοί υπερασπιστές της θρησκείας άρχισαν να επιτίθενται στην κοσμική κουλτούρα και κατέληξαν να προδώσουν οποιαδήποτε θρησκευτική εμπειρία; Κατά τον ίδιο τρόπο πολλοί φιλελεύθεροι πρόμαχοι αγωνιούν να πολεμήσουν τον αντιδημοκρατικό φονταμενταλισμό και καταλήγουν να απομακρυνθούν από την ελευθερία και τη δημοκρατία: Aν οι «τρομοκράτες» είναι έτοιμοι να ισοπεδώσουν αυτόν τον κόσμο στο όνομα ενός άλλου, οι αντιτρομοκράτες πολεμιστές μας είναι έτοιμοι να ισοπεδώσουν τον δημοκρατικό τους κόσμο κυριευμένοι από το μίσος για τον μουσουλμανικό κόσμο.
Ξενοφοβικός ζήλος
Δεν θα μπορούσαμε να πούμε το ίδιο για τους υπερασπιστές της Ευρώπης ενάντια στην απειλή των μεταναστών; Με το ζήλο τους να προστατεύσουν την ιουδαϊκή-χριστιανική παράδοση, οι νέοι ζηλωτές είναι έτοιμοι να προδώσουν την καρδιά της ιουδαϊκής-χριστιανικής παράδοσης: δηλαδή τη δυνατότητα κάθε ατόμου να έχει πρόσβαση στην οικουμενικότητα του αγίου πνεύματος (ή, σήμερα, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ελευθερίας ) και να μπορεί να συμμετέχει άμεσα σ’ αυτή την οικουμενική διάσταση, χωρίς να λαμβάνει υπόψη του τη θέση που κατέχει στην παγκόσμια τάξη.
Το αδιέξοδο της Ευρώπης έχει όμως πολύ βαθύτερες ρίζες. Το πραγματικό πρόβλημα είναι ότι όποιος κριτικάρει το ξενοφοβικό ρεύμα, δηλαδή όποιος θα ήθελε να υπερασπιστεί τις πολύτιμες ευρωπαϊκές παραδόσεις, τείνει αντίθετα να περιορίζεται στο τελετουργικό της ταπεινής αποδοχής των ορίων των ευρωπαϊκών παραδόσεων και της εξύμνησης του πλούτου των άλλων πολιτισμών. Τα λόγια του ποιήματος Η Δευτέρα Παρουσία του Γουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς αποδίδουν σωστά την κατάσταση: «Οι καλύτεροι δεν έχουν καμιά πεποίθηση, ενώ οι χειρότεροι είναι γεμάτοι ηχηρό πάθος». Είναι μια εξαιρετική περιγραφή του σημερινού διαχωρισμού μεταξύ άτολμων προοδευτικών και παθιασμένων φονταμενταλιστών, τόσο μουσουλμάνων όσο και χριστιανών. «Οι καλύτεροι» δεν είναι πλέον ικανοί να αναλάβουν μεγάλες ευθύνες, ενώ «οι χειρότεροι» υιοθετούν το θρησκευτικό, σεξιστικό και ρατσιστικό φανατισμό.
Πώς να βγούμε απ’ αυτό το αδιέξοδο; Μια πρόσφατη γερμανική συζήτηση μπορεί να μας δείξει το δρόμο. Τον Οκτώβριο η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ είπε ότι «η πολυπολιτισμική προσέγγιση απέτυχε». Τα λόγια της αναφέρονταν στη συζήτηση για  τη Leitkultur (την κυρίαρχη κουλτούρα) όπου οι Γερμανοί συντηρητικοί επέμεναν ότι κάθε κράτος βασίζεται σε έναν κυρίαρχο πολιτιστικό χώρο, που τα μέλη των άλλων πολιτισμών πρέπει να τον σέβονται. Το νόημα αυτών των λόγων είναι ότι αντί να γκρινιάζουμε για τη ρατσιστική Ευρώπη που αναδύεται θα έπρεπε να κάνουμε αυτοκριτική και να αναρωτηθούμε σε ποιο βαθμό η αφηρημένη πολυπολιτισμικότητά μας έχει συνεισφέρει στη θλιβερή αυτή κατάσταση.
Οι διαφορετικές κουλτούρες πρέπει να συμβιώνουν
Αν όλες οι παρατάξεις δεν συμμερίζονται τον ίδιο πολιτισμό, τότε η πολυπολιτισμικότητα μετατρέπεται σε αμοιβαία άγνοια και μίσος που ρυθμίζονται νομικά. Η σύγκρουση για την πολυπολιτισμικότητα είναι ήδη μια σύγκρουση για τη Leitkultur: δεν είναι μια σύγκρουση πολιτισμών, αλλά μια σύγκρουση μεταξύ διαφορετικών απόψεων σχετικά με το πώς μπορούν και πρέπει να συμβιώνουν οι διαφορετικές κουλτούρες, και σχετικά με τους κανόνες και τις συμπεριφορές που αυτές οι κουλτούρες πρέπει να συμμερίζονται. Επομένως θα έπρεπε να αποφύγουμε να μείνουμε εγκλωβισμένοι στο παιχνίδι τού «πόση ανεκτικότητα μπορούμε να επιτρέψουμε στον εαυτό μας». Ο μόνος τρόπος να βγούμε απ’ αυτό το αδιέξοδο είναι να στρατευθούμε και να αγωνιστούμε για ένα θετικό παγκόσμιο σχέδιο που όλοι θα το συμμερίζονται. Οι πιθανές μάχες υπ’ αυτή την έννοια είναι πολλές, από την οικολογία μέχρι την οικονομία.
Πριν λίγες μέρες στην υπό κατοχή Δυτική Όχθη συνέβη ένα μικρό θαύμα: μαζί με κάποιες παλαιστίνιες γυναίκες που διαδήλωναν ενάντια στο τείχος ενώθηκε μια ομάδα από ισραηλινές λεσβίες. Η αρχική αμοιβαία δυσπιστία διαλύθηκε στην πρώτη σύγκρουση με τους στρατιώτες, παραχωρώντας τη θέση της στην αλληλεγγύη: στο τέλος μια παλαιστίνια γυναίκα με παραδοσιακή ενδυμασία αγκάλιασε μια ισραηλινή λεσβία με μοβ μαλλιά. Ένα ζωντανό σύμβολο που δείχνει πώς θα έπρεπε να είναι η μάχη μας. Κι έτσι, ίσως, ο σαρκασμός του Σλοβένου ευρωσκεπτικιστή δεν έπιασε το νόημα του ζητήματος. Αντί να χάνουμε χρόνο με τα κόστη και τα οφέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα έπρεπε να επικεντρωθούμε στο τι εκπροσωπεί πραγματικά η Ευρωπαϊκή Ένωση. Δρα κυρίως ως ρυθμιστής του παγκόσμιου καπιταλισμού, κάποιες φορές φλερτάρει με τη συντηρητική άμυνα της παράδοσής της. Και οι δύο δρόμοι οδηγούν στην περιθωριοποίηση της γηραιάς ηπείρου. Η μοναδική διέξοδος είναι να αναστήσουμε την παράδοσή μας της ριζοσπαστικής και οικουμενικής χειραφέτησης. Πρέπει να προχωρήσουμε πέρα από την απλή ανεκτικότητα των άλλων και να ασπασθούμε μια πραγματική Leitkultur που να μπορεί να στηρίζει μια αυθεντική συνύπαρξη. Όχι να περιοριστούμε στο να σεβόμαστε τους άλλους, αλλά να τους προσφέρουμε μια κοινή μάχη, όπως είναι κοινά σήμερα τα προβλήματά μας.
Πηγή: Internazionale, νούμερο 888, 11 Μαρτίου 2011
Μετάφραση: Τόνια Τσίτσοβιτς
Πηγή : Red NoteBook 

10 Aralık 2014 Çarşamba

Οι «Ταπεινωμένοι» Η διφορούμενη εικόνα του «Αγανακτισμένου» πολίτη Από τον ΑΝΔΡΕΑ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟ πηγηThe Athens Review of Books, Blog

The Athens Review of Books, Blog
Οι «Ταπεινωμένοι»
Η διφορούμενη εικόνα του «Αγανακτισμένου» πολίτη


Από τον ΑΝΔΡΕΑ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟ

Αν η συνεχιζόμενη κινητοποίηση μερίδας πολλών Ισπανών πολιτών, που ονομάσθηκε και «Κίνημα της 15ης Μάη», αυτοχρίσθηκε ως το κίνημα των «Αγανακτισμένων», είναι γιατί οι πολυπληθείς φορείς του, νεανικής κατά βάση ηλικίας, αισθάνονται βαθιά ταπεινωμένοι, σχεδόν απελπισμένοι ως προς τη διάψευση των υποσχέσεων που τους δόθηκαν από την προηγούμενη γενιά αλλά και από την πολιτική τάξη. Ο φόβος ανάμικτος με ογκούμενη οργή, που κάλλιστα μπορούν να μετατραπούν σε μνησικακία, αφορούν τη διαφαινόμενη πτώση μιας νέας γενιάς και μιας κοινωνικής τάξης, της νεο-μικροαστικής, σε ένα καθεστώς νεο-προλεταριοποίησης.
Τρία είναι τα βασικά προβλήματα που αναδεικνύει αυτή η κινητοποίηση. Το πρώτο, αυτό της εργασίας. Το δεύτερο, αυτό της χαμένης ατομικής αξιοπρέπειας που σχετίζεται με την απώλεια του εργασιακού ορίζοντα. Και το τρίτο, της μονοσήμαντα συναισθηματικής επένδυσης, μέσω της «αγανάκτησης», αυτής της διαδικασίας ατομικής και συλλογικής παρακμής.
Αν διαβάσει κάποιος με προσοχή το «Μανιφέστο» των Ισπανών Indignados θα δει μια συναισθηματικά φορτισμένη φωνή η οποία καθοδηγείται από εκείνη την ντροπή που προσιδιάζει στην ατομική ταπείνωση. Το έλλειμμα ατομικής αξιοπρέπειας των πολλών, λόγω της διάψευσης των προσδοκιών ανιούσας κινητικότητας, ακρωτηριάζει, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, το «δικαίωμα στην ευτυχία», και στρέφεται κατά της μικρής «μειοψηφίας» των «από πάνω», των πολιτικών και οικονομικών ελίτ, οι οποίες δεν «ακούνε» πλέον τη μάζα των «καθημερινών ανθρώπων». Η κινητοποίηση των «αγανακτισμένων» θέλει να υποδείξει ακριβώς αυτή τη διευρυνόμενη απόσταση ανάμεσα στους απλούς ανθρώπους και στην ιθύνουσα ελίτ, προβάλλοντας μια σειρά από γενικά αιτήματα (δικαίωμα στην κατοικία, την εργασία, την κουλτούρα, την υγεία, την εκπαίδευση, συμμετοχή στην πολιτική ζωή, ελευθερία στην προσωπική ανάπτυξη, δικαιώματα στην κατανάλωση), χωρίς, ωστόσο, να προσδιορίζει έναν έστω και στοιχειώδη προγραμματικό τρόπο υλοποίησής τους.
Με την έννοια αυτή, η κινητοποίηση των «Αγανακτισμένων» μπορεί, σύμφωνα με την τυπολογία του Πιέρ-Αντρέ Ταγκιέφ, κάλλιστα να κατανοηθεί ως ένας κοινωνιο-λαϊκισμός διαμαρτυρίας[1]. Αυτή η μορφή λαϊκισμού συνοψίζει την απογοήτευση από την αποσύνθεση των λειτουργιών της παλαιο-σοσιαλδημοκρατικής έμπνευσης κρατικο-προνοιακής λειτουργίας, διεκδικώντας απεγνωσμένα ένα δικαίωμα, μια επιστροφή στον ματαιωμένο σήμερα ηδονιστικό ατομικισμό των προηγούμενων γενεών. Στρέφεται κατά του «συστήματος» γενικότερα, χωρίς όμως να του αμφισβητεί θεμελιωτικές του αξίες, όπως, για παράδειγμα, αυτή του «χρήματος», για το οποίο απαιτεί να τεθεί στην υπηρεσία των πολλών, των «ανώνυμων». Τα αιτήματά του είναι ένα κράμα σοσιαλδημοκρατικών διεκδικήσεων της εποχής της ευμάρειας και μετανεωτερικών αιτημάτων αυτοπραγμάτωσης, μια απόπειρα συγκεχυμένης άρθρωσης του «εγώ» με το «εμείς», του ατόμου με τη συλλογικότητα.

Το γεγονός, ωστόσο, ότι η κινητοποίηση αυτή στερείται πολιτικής εκπροσώπησης, δηλαδή ηγεσίας, το διαφοροποιεί από παρελθούσες λαϊκιστικές εμπειρίες. Αυτό αποτελεί μία πολύ σοβαρή αδυναμία, γιατί περιορίζει δραστικά την αποτελεσματικότητα της δράσης του στο λεγόμενο πεδίο της «υποπολιτικής»· ακόμα, θα έλεγε κανείς, συνδυάζοντας αυτή την αδυναμία με την απουσία «προγράμματος», μπορεί να το κατευθύνει και στο πεδίο της «αρνητικής πολιτικής».
Ο Ισπανός σοσιαλφιλελεύθερος πολιτικός φιλόσοφος Ντανιέλ Ινεράριτυ επισημαίνοντας στην El Pais καίρια αυτό το χαρακτηριστικό της κινητοποίησης των «Αγανακτισμένων» θα σταθεί στις «αρνητικές ενέργειες αγανάκτησης και θυματοποίησης»[2] που αποδεσμεύουν τέτοιες λαϊκιστικές πρωτοβουλίες οι οποίες, εξαντλούμενες σε συναισθηματικά αναθέματα και στην ανθρωπομορφική, θα προσθέταμε, αναζήτηση των «ενόχων», οδηγούν τελικά, παρά τη θέλησή τους, στο να σταθεροποιούν το «σύστημα» κατά του οποίου βάλλουν.
Άραγε, αυτή η αναδυόμενη φιγούρα ενός συναισθηματικού πολίτη μπορεί να αποτελέσει μια ενθαρρυντική υπόσχεση για τις λεγόμενες προοδευτικές δυνάμεις; Αυτός ο νέος αριστερόστροφος κοινωνιο-λαϊκισμός μπορεί να κοντράρει τον ακροδεξιό ξενοφοβικό εθνικο-λαϊκισμό της τελευταίας εικοσαετίας; Από μια πρώτη προσέγγιση, ο πρώτος φαίνεται αυτή τη στιγμή να αποτελεί μία αυθόρμητη απάντηση στον δεύτερο. Παρατηρώντας, ωστόσο, τα δεδομένα κάπως εγγύτερα, ο Werner A. Perger, αρθρογράφος της Die Zeit, θα επισημάνει: «Όσοι συγκεντρώνονται στις πλατείες σε όλη τη χώρα έχουν έναν κοινό εχθρό: τη δημοκρατία των κομμάτων και την πολιτική τάξη που την ενσαρκώνει. Στις δημοσκοπήσεις, αυτή η τελευταία έρχεται τρίτη, μετά από την ανεργία και την οικονομία, πριν από τη μετανάστευση και την τρομοκρατία, στον κατάλογο των μεγάλων ανησυχιών των πολιτών. Σε αυτό το σημείο, οι λαϊκιστές δεξιάς και αριστεράς διατηρούν την ίδια στερεοτυπική εικόνα του εχθρού»[3]

Επομένως, μία απροϋπόθετη υπόκλιση σε αυτή τη φιγούρα του συναισθηματικού και αντιστασιακού πολίτη έχει τα ρίσκα της. Τα γενικά ευχολόγια που αντικαθιστούν πλήρως τα πολιτικά προγράμματα, αλλά και οι ανορθολογικές ονειρώξεις που τα συνοδεύουν, ακόμα και αν έχουν αποκλείσει κάθε προσφυγή στη βία, αναπαράγουν ηρεμιστικές χίμαιρες. Η «Αγανάκτηση», από μόνη της, όπως αυτή στην οποία προτρέπει ο Στεφάν Εσσέλ στην νηπιακής πολιτικής σκέψης μπροσούρα του Αγανακτήστε!, συνιστά σε τελευταία ανάλυση κλήτευση σε αντιπολιτική ανευθυνότητα στο όνομα ενός αφηρημένου ουμανισμού της «ευθύνης». Αν η μανιχαϊστική πρόσληψη της πραγματικότητας, και η αναγόρευση της «αγανάκτησης» σε «κινητήρια δύναμη»[4] μιας αντιστασιακής ιστορίας είναι η μοναδική συνταγή για την υπέρβαση της σημερινής κακοδαιμονίας, αν σε αυτό το παιδικό φαντασιακό εγκλωβιστούν θεμιτές ατομικές και συλλογικές αγωνίες, τότε με συνοπτικό τρόπο και «αγανακτώντας» κάποιοι θα μπορούσαν να αναφωνήσουν: κάθε εποχή έχει την αντιπολίτευση που της προσιδιάζει…




[1] Pierre-André Taguieff, L’Illusion Populiste. Essai sur les démagogies de l’âge démocratique, Flammarion, Παρίσι 2007.
[2] Βλ. Le Courrier International, τχ. 1073, 26-31 Μαΐου 2011.
[3] Ό.
[4] Βλ. Stéphane Hessel, Αγανακτήστε!, μτφρ. Σώτη Τριανταφύλλου, Πατάκη, Αθήνα 2011, σ. 17.
Copyright © 2011 Booksreview.gr.

"Deep in the brain" ενός θεωρητικού του λαϊκισμού*ο λαϊκιστής ηγέτης κάνει το αντίθετο από ό,τι ο καλός ψυχαναλυτής: ενισχύει τους ασυνείδητους φόβους, τις προκαταλήψεις και τους καταγκασμούς των οπαδών του – ‘η ανωριμότητά τους είναι το δικό του κεφάλαιο’, υποστηρίζει ο Dubiel, προκειμένου ο αρχηγός να κατακτήσει την εξουσία.



--> "Deep in the brain" ενός θεωρητικού του λαϊκισμού*
 αποσπασμα


--> "Deep in the brain" ενός θεωρητικού του λαϊκισμού*
Ο Helmut Dubiel είναι καθηγητής (ομότιμος πλέον) Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Giessen (Γερμανία) και μεταξύ των ετών 1989 -1997 διηύθυνε το φημισμένο Ινστιτούτο Κοινωνικής Έρευνας, το οποίο είχαν ιδρύσει οι θεμελιωτές της Σχολής της Φρανκφούρτης, Theodor Adorno και Max Horkheimer.
Ο Dubiel έχει μια διεθνή επιστημονική παρουσία (δίδαξε για αρκετά χρόνια στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και του Μπέρκλεϋ), το δε επιστημονικό έργο του επηρέασε σημαντικά την κατεύθυνση των ερευνών για το φαινόμενο του λαϊκισμού. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, ήταν ήδη γνωστός για τις μελέτες του σχετικά με τους λεγόμενους ιστορικούς λαϊκισμούς (το κίνημα των αγροτών στις ΗΠΑ, τη Ρωσία και τη Νοτιοανατολική Ευρώπη στα τέλη του 19ου αιώνα), αλλά και τα λαϊκιστικά κινήματα και τα καθεστώτα του 20ού αιώνα – του Βάργκας στη Βραζιλία και του Περόν στην Αργεντινή. 

Σύμφωνα με το γερμανό καθηγητή, ο λαϊκισμός δεν περιγράφει μόνο ένα συγκεκριμένο τύπο κοινωνικού κινήματος, που έχει ως κύριο στοιχείο του τον αντικαπιταλισμό και εμφανίζεται ως αντίδραση στον εκσυγχρονισμό. 
Επιπλέον, ο λαϊκισμός αποτελεί μια ’εξουσιαστική τεχνική’, την οποία εφαρμόζει μια ελίτ, ώστε στηριζόμενη στο λαό, να καταλάβει την εξουσία.
Με τις τεχνικές του λαϊκισμού ασχολήθηκε αρκετά ο Dubiel, για να υποστηρίξει ότι εν τέλει ο λαϊκισμός είναι η εφαρμογή μιας ‘αντεστραμμένης ψυχανάλυσης’ (Leo Löwenthal): ο λαϊκιστής ηγέτης κάνει το αντίθετο από ό,τι ο καλός ψυχαναλυτής: ενισχύει τους ασυνείδητους φόβους, τις προκαταλήψεις και τους καταγκασμούς των οπαδών του – ‘η ανωριμότητά τους είναι το δικό του κεφάλαιο’, υποστηρίζει ο Dubiel, προκειμένου ο αρχηγός να κατακτήσει την εξουσία.
 

29 Kasım 2014 Cumartesi

Ο Νικόλας Σεβαστάκης για την θεωρία του F. Jameson και τον μεταμοντερνισμό/ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ: Η ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ "ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΤΟΜΟ"


Ο Νικόλας Σεβαστάκης για την θεωρία του F. Jameson και τον μεταμοντερνισμό

Απόσπασμα από τις σελ. 25-26  του βιβλίου:
[σελ. 25] (…) Είναι γνωστό ότι ειδικά στην εργασία του Jameson, η οποία αφορά κατά κύριο λόγο τις μητροπόλεις της Δύσης, ο “μεταμοντερνισμός” αποτιμάται ως η κυρίαρχη πολιτισμική λογική στις κοινωνίες του ύστερου πολυεθνικού καπιταλισμού. Αντίθετα, ο μοντερνισμός, ως σύνθετο αισθητικό, πολιτικό και ιδεολογικό φαινόμενο στενά συνδεδεμένο με την πρώιμη και μέση περίοδο του καπιταλισμού, θεωρείται πλέον ως [σελ. 26] ένα πολιτισμικό κατάλοιπο στις ώριμες δυτικές κοινωνίες. Η κριτική ακτινογραφία των χαρακτηριστικών του μεταμοντερνισμού, έτσι όπως την προτείνει ο Jameson, δεν αφήνει περιθώρια για κάποια θετική αξιολόγηση της συμβολής του στο ύφος και στους προσανατολισμούς της σημερινής εποχής. Δεν υφίσταται εδώ η διάκριση στην οποία έχουν προβεί άλλοι σύγχρονοι μελετητές μεταξύ ενός “αντιστασιακού” και ενός αντιδραστικού μεταμοντερνισμού, όπου ο μεν πρώτος αποδομεί τις αφηγήσεις της νεωτερικότητας με σκοπό να ιχνηλατήσει νέους τόπους αντίστασης, ενώ ο δεύτερος εκθειάζει και αποδέχεται άκριτα τις αυθόρμητες διεργασίες της πολιτιστικής βιομηχανίας του όψιμου καπιταλισμού. Τα ιδιάζοντα χαρακτηριστικά τα οποία υπερτονίζει ο Jameson σε σχέση με τον μεταμοντερνισμό είναι τα εξής:
1. ένα είδος ιστορικής αμνησίας και αδιαφορίας,
2. η καθήλωση σε ένα ασυνεχές, υπερτροφικό και διεσταλμένο παρόν,
3. το αμάλγαμα και η παρωδία της “συμπαράθεσης” και της εκλεκτικής ανάμειξης των υφών στα έργα τέχνης, στη σκέψη και στη θεωρία,
4. η αποθέωση του καταναλωτισμού και του φετιχισμού του εμπορεύματος στη σφαίρα της καθημερινότητας.
Είναι προφανές πως αυτά τα χαρακτηριστικά δεν αφήνουν αμφιβολίες για το βασικό συμπέρασμα του συγγραφέα ότι ο μεταμοντερνισμός όχι μόνο αναπαράγει αλλά και εντατικοποιεί τη λογική του καταναλωτικού καπιταλισμού. Η πολιτισμική λογική του μεταμοντερνισμού φαίνεται, επιπλέον, να υπονομεύει τις δυνατότητες μιας έλλογης κριτικής και αντιπαράθεσης στις σύγχρονες και καθορισμένες από το πολυεθνικό κεφάλαιο κοινωνικές σχέσεις. Η κυριαρχία του μεταμοντερνισμού συνοδεύεται από ένταση της κρίσης όλων των προσπαθειών για έλλογους σχεδιασμούς με στόχο τη συστημική αλλαγή. (…)
Διαβάστε επίσης:

21 Kasım 2014 Cuma

Χαρακτηριστικά του εθνορομαντικου κριτικού ρεύματος . Aπο το Νικόλας Σεβαστάκης , Κοινότοπη Χώρα , όψεις του Δημόσιου χώρου και αντινομίες άξιων στη σημερινή Ελλάδα , Σαββαλας, Αθηνα 2004

Χαρακτηριστικά του εθνορομαντικου κριτικού ρεύματος :
  1. Το ελληνικό πρόβλημα είναι θεμελιωδώς  πρόβλημα πολιτισμού δηλαδή αξακών και οντολογικών  προϋποθέσεων  της συλλογικής  ζωής και της προσωπικής άξιας . Κάθε άλλη διάσταση , πολιτική, ταξική κ.λ.π θεωρείται υποδεέστερης  σημασίας  από την παρέμβαση στο επίπεδο του πολιτισμού
  2.  Το ελληνικό  πρόβλημα αφορά  τις εθνικές  πληγές  η τραγωδίες του ελληνισμού , την περιπέτεια της αυτοσυνειδησίας των ελλήνων που υπέστη συστηματικούς βιασμούς από διάφορα μεταπρατικά συστήματα  ιδεολογικών  αναπαραστάσεων  και θεσμικών  κατασκευών . Ετσι πρέπει  να απορριφθούν  τα αναλυτικά εργαλεία  των κοινωνικών  επιστημών , τα οποία επηρεάζονται από τον ιστορικό  υλισμό  και εν γένει από τις αλλότριες» επιστημολογίες
  3. Επείγει ,ετσι και εδώ  η έκκληση σε μια νέα λαϊκότητα ,αυθεντικά αντιπολιτική ΄δίχως δηλαδή ιδεολογικές δεσμεύσεις  σε επείσακτα και αλλότρια συστήματα σκέψης ΄και ικανή να εμπνεύσει  νέες ποιότητες  αυτονομίας του ελληνισμού λαικότητ αυτή οφείλει  να αφήσει  πίσω της τα σχίσματα του  παρελθόντος (Αριστερά και Δεξιά , πρόοδος ΄συντήρηση ,σοσιαλισμός΄φιλελευθερισμός κ.λ.π  και να συγκροτηθεί ως προσδοκία νέων πολιτικών – πολιτισμικών ρευμάτων Νικόλας Σεβαστάκης , Κοινότοπη Χώρα , όψεις  του Δημόσιου  χώρου  και αντινομίες  άξιων  στη  σημερινή Ελλάδα , Σαββαλας,  Αθηνα 2004)