Gilles Deleuze, μαθητεία στις Αλήθειες (Ο Προυστ και τα σημεία) gr
Gilles Deleuze, μαθητεία στις Αλήθειες (Ο Προυστ και τα σημεία)
(οι αριθμημένες παραπομπές θα δοθούν αν ζητηθούν)
σελ 41
Η ευαισθησία στα σημεία, η αντιμετώπιση του κόσμου σαν κάτι που πρέπει να αποκρυπτογραφηθεί, είναι βέβαια ένα χάρισμα. Αλλά το χάρισμα αυτό θα ήταν καταδικασμένο να παραμείνει για πάντα μέσα μας, αν δεν κάναμε ορισμένες αποφασιστικές συναντήσεις. Και οι συναντήσεις αυτές θα έμεναν χωρίς αποτέλεσμα αν δεν κατορθώναμε να υπερνικήσουμε ορισμένες προυπάρχουσες πεποιθήσεις. Η πρώτη απ'αυτές, είναι ότι αποδίνουμε στο αντικείμενο τα σημεία που φέρει. Τα πάντα μας ωθούν σε αυτό: η οπτική αντίληψη, το πάθος, η νόηση, η συνήθεια, ακόμη και η ματαιοδοξία μας [1]. Πιστεύουμε πως το ίδιο το ''αντικείμενο'' κρατά το μυστικό του σημείου που εκπέμπει. Εξετάζουμε προσεκτικά το αντικείμενο, επανερχόμαστε στο αντικείμενο για να αποκρυπτογραφήσουμε το σημείο. Για περισσότερη ευκολία, ας αποκαλέσουμε αντικειμενισμό την τάση τούτη που μας είναι φυσική ή, τουλάχιστον, συνηθισμένη.
Γιατί κάθε εντύπωσή μας έχει δύο πλευρές: ''Σχεδόν αναπόσπαστη από το αντικείμενο, προεκτείνεται μέσα μας από ένα δεύτερο τμήμα της που μονάχα εμείς θα μπορούσαμε να γνωρίζουμε'' [2]. Κάθε σημείο είναι χωρισμένο στα δύο: υποδηλώνει κάποιο αντικείμενο, σημαίνει κάτι διαφορετικό. Η αντικειμενική πλευρά είναι η πλευρά της ευχαρίστησης, της άμεσης απόλαυσης και της πρακτικής. Μόλις πάρουμε αυτήν την κατεύθυνση, έχουμε κιόλας θυσιάσει τη πλευρά ''αλήθεια''. Αναγνωρίζουμε τα πράγματα, αλλά δεν τα γνωρίζουμε ποτέ. Συγχέουμε αυτό που σημαίνει ένα σημείο, με το πρόσωπο ή το αντικείμενο που υποδηλώνει. Παραβλέπουμε τις πιο σημαντικές συναντήσεις, αποφεύγουμε τις επιτακτικές τους εντολές: προτιμούμε την ευκολία της αναγνώρισης από την εμβάθυνση των συναντήσεων. Και όταν νιώθουμε την απόλαυση που μας δίνει κάποια εντύπωση, όπως τη λαμπρότητα ενός σημείου, δεν ξέρουμε να εκφράσουμε την ικανοποίησή μας παρά με τη λέξη ''Πώ, πώ, πώ!'' ή-κάτι που σημαίνει περίπου το ίδιο-''μπράβο, μπράβο'': εκφράσεις που εκδηλώνουν το σεβασμό μας για το αντικείμενο [3]
[...] σελ 43
Από τον αντικειμενισμό δεν ξεφεύγει κανένα είδος σημείων. Γιατί δεν προκύπτει από μία μόνο τάση, αλλά συγκεντρώνει ένα σύνολο από τάσεις. Η αναγωγή ενός σημείου στο αντικείμενο που το εκπέμπει, η απόδοση σε ένα αντικείμενο του πλεονεκτήματος των σημείων, είναι πρώτα απ'όλα φυσική τάση της οπτικής αντίληψης ή της αναπαράστασης. Είναι όμως και η τάση της θεληματικής μνήμης που ανακαλεί πράγματα και όχι σημεία. Είναι ακόμη και η τάση της απόλαυσης και της πρακτικής δραστηριότητας που λογαριάζουν την απόκτηση των πραγμάτων ή την κατανάλωση των αντικειμένων. Και, με διαφορετικό τρόπο, είναι η τάση της νόησης. Η νόηση προτιμά την αντικειμενικότητα, όπως η αντίληψη προτιμά το αντικείμενο. Η νόηση ονειρεύεται αντικειμενικά περιεχόμενα, διευκρινισμένες αντικειμενικές σημασίες, που θα είχε η ίδια την ικανότητα να τις ανακαλύψει ή να τις δεχθεί, ή να τις μεταδώσει. Η νόηση ενέχει επομένως τον αντικειμενισμό όσο και η οπτική αντίληψη. Ταυτόχρονα η οπτική αντίληψη έχει για στόχο να συλλάβει το αισθητό αντικείμενο, και η νόηση να προσεγγίσει αντικειμενικές σημασίες. Γιατί η αντίληψη πιστεύει πως η πραγματικότητα πρέπει να ιδωθεί, να παρατηρηθεί. Αλλά η νόηση νομίζει πως η πραγματικότητα πρέπει να ειπωθεί και να διατυπωθεί.
[...] σελ 49-50
Η απογοήτευση είναι μια από τις βασικές στιγμές της αναζήτησης ή της μαθητείας: σε κάθε τομέα σημείων, απογοητευόμαστε όταν το αντικείμενο δεν μας αποκαλύπτει το μυστικό που περιμέναμε. Και η απογοήτευση είναι αυτή καθεαυτή πολύμορφη, ποικίλλει σύμφωνα με κάθε σειρά. Ελάχιστα είναι τα πράγματα που δεν μας απογοητεύουν όταν τα αντικρίζουμε για πρώτη φορά. Γιατί αυτή η πρώτη φορά είναι εκείνη της απειρίας, δεν είμαστε ακόμη ικανοί να διαχωρίσουμε το σημείο και το αντικείμενο, το αντικείμενο παρεμβαίνει και μπερδεύει τα σημεία [...] Πώς στον κάθε τομέα να αμβλύνουμε την απογοήτευση; Σε κάθε σειρά μαθητείας, ο ήρωας υποβάλλεται σε ανάλογη εμπειρία, σε διαφορετικές στιγμές: στην απογοήτευση που του δίνει το αντικείμενο, προσπαθεί να βρει ένα υποκειμενικό αντιστάθμισμα. Όταν αντικρίζει, και αργότερα γνωρίζει, την κυρία ντε Γκερμάντ, αντιλαμβάνεται πως δεν εμπεριέχει το μυστικό της έννοιας του ονόματός της. Το πρόσωπο και το σώμα τη δεν χρωματίζονται απο την υφή των συλλαβών. Τί άλλο να κάνει, παρά να αντισταθμίσει την απογοήτευση; Να ευαισθητοποιηθεί προσωπικά απέναντι σε σημεία λιγότερο βαθιά, αλλά πιο προσαρμοσμένα στη γοητεία της Δούκισσας, χάρη σε συνειρμούς ιδεών που η γοητεία αυτή διεγείρει μέσα του: ''Πώς η κυρία ντε Γκερμάντ είναι σαν τις άλλες γυναίκες, υπήρξε αρχικά για μένα μια απογοήτευση, ενώ τώρα, από αντίδραση, και με βοήθεια τόσα καλά κρασιά, ένα θαύμα'' [15]
[...] Κάθε σειρά μαθητείας περνά από τις δύο ακόλουθες καταστάσεις: την απογοήτευση που προέρχεται από μια προσπάθεια αντικειμενικής ερμηνείας, και έπειτα την προσπάθεια να απαλύνουμε την απογοήτευση αυτήν με μιαν υποκειμενική ερμηνεία, όπου αναδημιουργούμε συνειρμικά σύνολα. Το ίδιο γίνεται στον έρωτα, ακόμη και στην τέχνη. Εύκολο είναι να καταλάβουμε το γιατί. Είναι γιατί το σημείο είναι σίγουρα βαθύτερο από το αντικείμενο που το εκπέμπει, αλλά εξακολουθεί να είναι συνδεμένο με το αντικείμενο αυτό, να είναι ως ένα βαθμό ακόμη ένθετο σ'αυτό. Και το νόημα του σημείου είναι αναμφίβολα βαθύτερο από το πρόσωπο που το ερμηνεύει, αλλά συνδέεται μ'αυτό το πρόσωπο, ενσαρκώνεται ως ένα σημείο σε μια σειρά από υποκειμενικούς συνειρμούς. Μετατοπιζόμαστε από το ένα στο άλλο, πηδούμε από το ένα στο άλλο, αντισταθμίζουμε την απογοήτευση του αντικειμένου με ένα αντιστάθμισμα υποκειμένου.
Τότε, διαισθανόμαστε πως η στιγμή της αντιστάθμισης είναι αυτή καθαυτή ανεπαρκέστατη, πως δεν μας προσφέρει μια τελική αποκάλυψη. Αντικαθιστούμε τις αντικειμενικές νοητές αξίες με ένα συνδυασμό από υποκειμενικούς συνειρμούς ιδεών.
[...] σελ 52
Και όμως τί άλλο υπάρχει εκτός από το αντικείμενο και το υποκείμενο; Το παράδειγμα της Μπερμά μας το λέει. Ο ήρωας της Αναζήτησης θα καταλάβει τελικά πως ούτε η Μπερμά ούτε η Φαίδρα αποτελούσαν πρόσωπα προσδιορίσιμα, αλλά ούτε και ήταν στοιχεία συνειρμών. Η Φαίδρα είναι ένας ρόλος, και η Μπερμά ταυτίζεται με το ρόλο αυτό. Αλλά όχι σύμφωνα με την έννοια του ρόλου ως αντικειμένου ή σαν κάτι υποκειμενικό. Αντίθετα, πρόκειται εδώ για έναν κόσμο, για ένα πνευματικό περιβάλλον γεμάτο ουσίες. Η Μπερμά, φορέας σημείων, τα καθιστά τόσο άυλα, ώστε να ανοίγονται και να απορροφούν τις ουσίες αυτές. Τόσο μάλιστα, ώστε ακόμη και σ'ένα μέτριο ρόλο, οι χειρονομίες της Μπερμά μας αποκαλύπτουν ξανά έναν κόσμο από εφικτές ουσίες [20].
Πέρα από τα προσδιορίσιμα αντικείμενα, πέρα από τις νοητές και διατυπωμένες αλήθειες. Αλλά και πέρα από τις αλυσίδες των υποκειμενικών συνειρμών, πέρα από την αναβίωση με την ομοιότητα ή συνάφεια: υπάρχουν οι ουσίες, που είναι μη-λογικές ή υπερ-λογικές. Ξεπερνούν, όμως, και τις υποκειμενικές καταστάσεις και τις ιδιότητες του αντικειμένου. Η ουσία είναι εκείνη που αποτελεί την πραγματική ενότητα του σημείου και της έννοιας. Εκείνη που συνιστά την έννοια με τη μη αναγωγή της στο υποκείμενο που τη συλλαμβάνει. Η ουσία είναι η τελευταία λέξη της μαθητείας ή η τελική αποκάλυψη. Γι'αυτό ο ήρωας της Αναζήτησης, πολύ περισσότερο παρά με τη βοήθεια της Μπερμά, κατορθώνει να φτάσει στην αποκάλυψη των ουσιών με τη βοήθεια του έργου τέχνης, με τη ζωγραφική και τη μουσική, και κυρίως με το πρόβλημα της λογοτεχνίας. Τα κοσμικά σημεία, τα ερωτικά σημεία, ακόμα και τα αισθητά σημεία είναι ανίκανα να μας αποκαλύψουν την ουσία: μας πλησιάζουν σ'αυτήν, αλλά πέφτουμε πάνω στην παγίδα του αντικειμένου, στα δίχτυα της υποκειμενικότητας. Οι ουσίες αποκαλύπτονται μονάχα στο επίπεδο της τέχνης. Αλλά αφού εκδηλωθούν στο έργο τέχνης, επιδρούν πάνω σε όλα τα άλλα πεδία. Μαθαίνουμε πως ήταν ήδη ενσαρκωμένες, πως υπήρχαν ήδη εκεί σε όλα αυτά τα είδη σημείων, σε όλους τους τύπους της μαθητείας.
σελ 56
[...] Τί είναι μια ουσία, έτσι όπως μας αποκαλύπτεται στο έργο τέχνης; Είναι μια διαφορά, μια έσχατη και απολυτη Διαφορά. Αυτή συνιστά το είναι, μας επιτρέπει να συλλάβουμε το είναι.
[...] Τί είναι όμως μια έσχατη απόλυτη διαφορά; Δεν είναι μια εμπειρική διαφορά ανάμεσα σε δύο πράγματα, σε δύο αντικείμενα, μια διαφορά εξωτερική. Ο Προύστ μας δίνει μια κατά προσέγγιση εξήγηση της ουσίας, όταν λέει πως είναι κάτι μέσα σ'ένα υποκείμενο, κάτι σα μια έσχατη ιδιότητα στην καρδιά ενός υποκειμένου: διαφορά εσωτερική, ''ποιοτική διαφορά που υπάρχει στον τρόπο με τον οποίο μας φανερώνεται ο κόσμος, διαφορά που, αν δεν υπήρχε η τέχνη, θα παρέμενε το αιώνιο μυστικό του καθένα μας'' [9]. Ο Προύστ ακολουθεί εδώ τη θεωρία του Λάιμπνιτς: οι ουσίες είναι πραγματικές μονάδες, και η καθεμιά τους καθορίζεται από την άποψη με την οποία εκφράζει τον κόσμο, και η κάθε άποψη ανάγεται σε μια έσχατη ποιότητα που βρίσκεται στο βάθος της μονάδας. Όπως λέει ο Λάιμπνιτς, δεν έχουν ούτε πόρτες ούτε παράθυρα: και καθώς η άποψη είναι η ίδια η διαφορά, οι απόψεις πάνω σ'ένα κόσμο υποτιθέμενα όμοιο είναι τόσο διαφορετικές όσο και οι πιο απόμακροι κόσμοι. Γι'αυτό η φιλία δημιουργεί πάντα ψεύτικες επικοινωνίες, βασισμένες σε παρεξηγήσεις, και δεν ανοίγει παρά ψεύτικα παράθυρα. Γι'αυτό ο έρωτας, πιο διορατικός, αποφεύγει κατ'αρχή κάθε επικοινωνία. Τα μόνα παράθυρά μας, οι μόνες πόρτες μας, είναι καθαρά πνευματικές: δεν υπάρχει σχέση μεταξύ υποκειμένων παρά μόνο καλλιτεχνική.
σελ 58
[...] Πρέπει μήπως να συμπεράνουμε ότι η ουσία είναι υποκειμενική, και πως η διαφορά βρίσκεται ανάμεσα σε υποκείμενα περισσότερο παρά ανάμεσα σε αντικείμενα; Μια τέτοια άποψη θα παρέβλεπε τα κείμενα όπου ο Προύστ πραγματεύεται τις ουσίες ως πλατωνικές Ιδέες, και πως δίνει μιαν ανεξάρτητη πραγματικότητα.
σελ 58-59
[...] Κάθε υποκείμενο εκφράζει τον κόσμο από μια ορισμένη άποψη. Αλλά η άποψη αυτή είναι η ίδια η διαφορά, η εσώτερη απόλυτη διαφορά. Κάθε υποκείμενο εκφράζει λοιπόν έναν κόσμο απόλυτα διαφορετικό. Και αναμφισβήτητα, ο εκφρασμένος κόσμος δεν υπάρχει ανεξάρτητα από το υποκείμενο που τον εκφράζει (αυτό που αποκαλούμε εξωτερικό κόσμο δεν είναι παρά η απατηλή προβολή, το όριο που καθιστά ομοιόμορφους όλους αυτούς τους εκφρασμένους κόσμους). Όμως, ο εκφρασμένος κόσμος δεν ταυτίζεται με το υποκείμενο: ξεχωρίζει απ'αυτό, ακριβώς όπως και η ουσία ξεχωρίζει από την ύπαρξη, ακόμη και από την ίδια του την ύπαρξη. Ο κόσμος δεν υπάρχει ανεξάρτητα από το υποκείμενο που τον εκφράζει, αλλά εκφράζεται όπως η ουσία, όχι από το ίδιο το υποκείμενο αλλά από το Είναι, ή την περιοχή εκείνη του Είναι που αποκαλύπτεται στο υποκείμενο. Γι'αυτό και κάθε ουσία είναι μια πατρίδα, ένας τόπος [12]. Δεν ανάγεται σε μια ψυχολογική κατάσταση ούτε σε μια ψυχολογική υποκειμενικότητα, ούτε καν σε κάποια μορφή ανώτερης υποκειμενικότητας. Η ουσία είναι πραγματικά η έσχατη ιδιότητα που βρίσκεται στην καρδιά ενός υποκειμένου. Αλλά η ιδιότητα αυτή είναι βαθύτερη από το υποκείμενο, ανήκει σε μιαν άλλη κατηγορία: ''Άγνωστη ιδιότητα ενός κοσμου μοναδικού'' [13]. Δεν είναι το υποκείμενο αυτό που εξηγεί την ουσία, αλλά μάλλον η ουσία είναι εκείνη που εισχωρεί, περιτυλίγεται, περικλείνεται μέσα στο υποκείμενο. Και κάτι περισσότερο: καθώς περιελίσσεται γύρω από τον εαυτό της, αυτή συνθέτη την υποκειμενικότητα. Δεν είναι τα άτομα που συνθέτουν τον κόσμο, αλλά οι περικλεισμένοι κόσμοι, οι ουσίες είναι που σχηματίζουν τα άτομα. ''Οι κόσμοι αυτοί που τους αποκαλούμε άτομα, και που χωρίς την τέχνη δεν θα γνωρίσουμε ποτέ'' [14]. Η ουσία δεν είναι μόνο ατομική, είναι και ατομικοποιητική.
Η άποψη δεν συγχέεται μ'εκείνον που την υιοθετεί, η εσώτερη ποιότητα δε συγχέεται με το υποκείμενο που εκείνη ατομικοποιεί. Η διάκριση αυτή, ανάμεσα στην ουσία και το υποκείμενο, είναι πολύ σημαντική, γιατί ο Προύστ βλέπει σ'αυτήν τη μόνη δυνατή απόδειξη της αθανασίας της ψυχής. την ψυχή αυτού που την αποκαλύπτει, ή και που μόνο την καταλαβαίνει, η ουσία είναι μια ''θεική σκλάβα'' [15]. Ίσως οι ουσίες να σκλαβώθηκαν μόνες τους, να περικλείστηκαν μόνες τους μέσα σ'αυτές τις ψυχές που ατομικοποιούν. Δεν υπάρχουν παρά μόνο μέσα σ'αυτήν την σκλαβιά, αλλά δεν αποχωρίζονται την ''άγνωστη πατρίδα'' που την περικλείουν μαζί τους μέσα μας. Είναι οι ''όμηροί'' μας: πεθαίνουν όταν πεθαίνουμε, αν όμως είναι αιώνιες, τότε κι εμείς κατά κάποιο τρόπο γινόμαστε αθάνατοι. Καθιστούν λοιπόν το θάνατο λιγότερο πιθανό. Μόνη απόδειξη, μόνη ελπίδα είναι η Τέχνη.
σελ 60-61
Ορισμένοι νεοπλατωνιστές χρησιμοποίησαν μια βαθύτατη έννοια για να καθορίσουν την πρωταρχική κατάσταση που προτρέχει την κάθε εξέλιξη, την κάθε ανάπτυξη, την κάθε ''εξήγηση'': την περιπλοκή που περικλείνει το πολλαπλό στο Ένα και βεβαιώνει το Ένα του πολλαπλού. Η αιωνιότητα δεν ήταν γι'αυτούς η έλλειψη μιας αλλαγής, ούτε καν η προέκταση μιας ύπαρξης χωρίς όρια, αλλά η περίπλοκη κατάσταση του ίδιου του χρόνου (uno ictu mutationes tuas completitur). Ο Λόγος, omnia complicans, και που περιέχει όλες τις ουσίες, προσδιοριζόταν ως η υπέρτατη περιπλοκή, περιπλοκή των αντιθέσεων, η άστατη αντίθεση...Καταλήγουν στο συμπέρασμα πως το Σύμπαν είναι ουσιαστικά εκφραστικό, και οργανώνεται σύμφωνα με μια κλίμακα από σύμφυτες περιπλοκές και με μια σειρά από κατιούσες εξηγήσεις.
σελ 63-64
Καθώς είναι ιδιότητα ενός κόσμου, η ουσία δεν συγχέεται ποτέ μ'ένα αντικείμενο, αλλά αντίθετα συνδέει δυο αντικείμενα ολότελα διαφορετικά, και αντιλαμβανόμαστε ότι τα αντικείμενα αυτά αποκτούν την ιδιότητά τους αυτή στο αποκαλυπτικό περιβάλλον. Και την ώρα που η ουσία ενσαρκώνεται σε μια ύλη η έσχατη ιδιότητα που τη διαμορφώνει εκφράζεται ως κοινή ιδιότητα δυο διαφορετικών αντικειμένων, που διαπλάθονται μέσα σ'αυτή τη φωτεινή ύλη και που βυθίζονται μέσα στο διαθλαστικό αυτό περιβάλλον. Σ'αυτό ακριβώς έγκειται το ύφος: ''Μπορούμε να παραθέσουμε επ'άπειρο σε μια περιγραφή αντικείμενα υπαρκτά στον τόπο που περιγράφεται, η αλήθεια όμως δε θα φανεί παρά μόνο τη στιγμή που ο συγγραφέας θα πάρει δυο διαφορετικά αντικείμενα, θα προσδιορίσει τη σχέση τους-ανάλογη στον κόσμο της τέχνης με τη μοναδική εκείνη σχέση που αποτελεί τον νόμο της αιτιότητας στον κόσμο της επιστήμης-και θα δέσει τα αντικείμενα αυτά στους απαραίτητους κρίκους ενός ωραίου ύφους'' [23]. Αυτό σημαίνει πως το ύφος είναι κυρίως μεταφορά. Αλλά η μεταφορά είναι κυρίως μεταμόρφωση και δείχνει με ποιό τρόπο δυο αντικείμενα ανταλλάσσουν τον προσδιορισμό τους, ανταλλάσσουν το όνομα που τα υποδηλώνει, μέσα στο καινούργιο περιβάλλον που τους προσδίδει την κοινή ιδιότητα.
64-65
[...] Μια ουσία είναι πάντα η γένεση ενός κόσμου. Αλλά το ύφος είναι η εξακολουθητική και διαθλαστή αυτή γένεση, η γένεση που την ξαναβρίσκουμε σε ύλες ταιριαστές με τις ουσίες, η γένεση που έχει μετατραπεί σε μεταμόρφωση των αντικειμένων. Το ύφος δεν είναι ο άνθρωπος, το ύφος είναι η ίδια η ουσία.
Η ουσία δεν είναι μόνο ιδιόμορφη, ατομική, αλλά και ατομικοποιητική. Η ίδια η ουσία ατομικοποιεί και προσδιορίζει τις ύλες στις οποίες ενσαρκώνεται, καθώς και τα αντικείμενα που περικλείνει μέσα στους κρίκους του ύφους [...] Γιατί η ουσία είναι αυτή καθεαυτή η διαφορά. Δε διαθέτει όμως την ικανότητα να διαφοροποιεί ή να διαφοροποιείται, χωρίς να έχει και τη δυνατότητα να επαναλαμβάνεται, ταυτόσημη με τον εαυτό της. Τί θα μπορούσε κανείς να κάνει με την ουσία-που είναι η έσχατη διαφορά-εκτός να την επαναλάβει, αφού είναι αναντικατάσταση και τίποτε δεν μπορεί να πάρει τη θέση της; Γι'αυτό και μια εξαίσια μουσική σύνθεση άλλο δεν μπορεί παρά να ξαναπαιχτεί, ένα θαυμάσιο ποίημα, παρά να μαθευτεί και να απαγγελθεί. Η διαφορά και η επανάληψη αντιτάσσονται η μία στην άλλη μόνο φαινομενικά. Δεν υπάρχει μεγάλος καλλιτέχνης που το έργο του να μη μας αναγκάζει να πούμε: ''Είναι ίδιο κι όμως άλλο'' [27].
Γιατί η διαφορά, ως ποιότητα ενός κόσμου, επιβεβαιώνεται μόνο μέσ'από μιαν αυτοεπανάληψη που διασχίζει ποικιλόμορφα περιβάλλοντα, και συνδέει διαφορετικά αντικείμενα. Η επανάληψη αποτελεί τις βαθμίδες μιας πρωταρχικής διαφοράς, αλλά ταυτόχρονα η ποικιλία αποτελεί τα επίπεδα μιας επανάληψης το ίδιο θεμελιακής [...]Ένας καλλιτέχνης δε γερνά επειδή επαναλαμβάνεται, γιατί η επανάληψη είναι δύναμη διαφοράς, ενώ κατά τον ίδιο τρόπο η διαφορά είναι ικανότητα επανάληψης.
Όλοι περάσαμε από τον πειρασμό του αντικειμενισμού, από την υποκειμενική αναπλήρωση: όπως άλλωστε και σε άλλον τομέα. Αλλά η αποκάλυψη της ουσίας (πέρα από το αντικείμενο, πέρα κι από το ίδιο το υποκείμενο) ανήκει μόνο στο χώρο της τέχνης. Αν πρόκειται να πραγματοποιηθεί, θα πραγματοποιηθεί σε αυτόν το χώρο. Γι'αυτό η τέχνη είναι η τελεολογία του κόσμου και ο ασύνειδος προορισμός του μαθητευόμενου.
Βρισκόμαστε έτσι μπροστά σε δύο ειδών ερωτήματα. Τί αξία έχουν τα άλλα σημεία, αυτά που αποτελούν τα πεδία της ζωής: Από μόνα τους, τί μας διδάσκουν; Μπορούμε άραγε να πούμε πως ανοίγουν το δρόμο στην τέχνη, και με ποιόν τρόπο; Αλλά, πάνω απ'όλα, αφού η τέχνη θα μας έχει προσφέρει την τελική αποκάλυψη, με ποιόν τρόπο η αποκάλυψη αυτή θα επιδράσει πάνω στα άλλα πεδία, πώς θα γίνει το κέντρο ενός συστήματος όπου όλα συμπεριλαμβάνονται; Η ουσία είναι πάντα μια καλλιτεχνική ουσία. Αλλά αφού ανακαλυφθεί, δεν ενσαρκώνεται μόνο στις πνευματοποιημένες ύλες, στα άυλα σημεία του έργου τέχνης. Ενσαρκώνεται ακόμη και στα άλλα πεδία, που θα ενσωματωθούν πια στο έργο τέχνης. Περνάει λοιπόν σε περιβάλλοντα πιο αδιάφανα, σε πιο υλικά σημεία. Εκεί χάνει ορισμένα από τα πρωταρχικά της χαρακτηριστικά, αποκτά άλλα, που εκφράζουν την εισχώρηση της ουσίας στις ύλες αυτές που γίνονται ολοένα και πιο ανυπόταχτες. Υπάρχουν νόμοι μετατροπής της ουσίας σε σχέση με τους καθορισμούς της ζωής.
σελ 41
Η ευαισθησία στα σημεία, η αντιμετώπιση του κόσμου σαν κάτι που πρέπει να αποκρυπτογραφηθεί, είναι βέβαια ένα χάρισμα. Αλλά το χάρισμα αυτό θα ήταν καταδικασμένο να παραμείνει για πάντα μέσα μας, αν δεν κάναμε ορισμένες αποφασιστικές συναντήσεις. Και οι συναντήσεις αυτές θα έμεναν χωρίς αποτέλεσμα αν δεν κατορθώναμε να υπερνικήσουμε ορισμένες προυπάρχουσες πεποιθήσεις. Η πρώτη απ'αυτές, είναι ότι αποδίνουμε στο αντικείμενο τα σημεία που φέρει. Τα πάντα μας ωθούν σε αυτό: η οπτική αντίληψη, το πάθος, η νόηση, η συνήθεια, ακόμη και η ματαιοδοξία μας [1]. Πιστεύουμε πως το ίδιο το ''αντικείμενο'' κρατά το μυστικό του σημείου που εκπέμπει. Εξετάζουμε προσεκτικά το αντικείμενο, επανερχόμαστε στο αντικείμενο για να αποκρυπτογραφήσουμε το σημείο. Για περισσότερη ευκολία, ας αποκαλέσουμε αντικειμενισμό την τάση τούτη που μας είναι φυσική ή, τουλάχιστον, συνηθισμένη.
Γιατί κάθε εντύπωσή μας έχει δύο πλευρές: ''Σχεδόν αναπόσπαστη από το αντικείμενο, προεκτείνεται μέσα μας από ένα δεύτερο τμήμα της που μονάχα εμείς θα μπορούσαμε να γνωρίζουμε'' [2]. Κάθε σημείο είναι χωρισμένο στα δύο: υποδηλώνει κάποιο αντικείμενο, σημαίνει κάτι διαφορετικό. Η αντικειμενική πλευρά είναι η πλευρά της ευχαρίστησης, της άμεσης απόλαυσης και της πρακτικής. Μόλις πάρουμε αυτήν την κατεύθυνση, έχουμε κιόλας θυσιάσει τη πλευρά ''αλήθεια''. Αναγνωρίζουμε τα πράγματα, αλλά δεν τα γνωρίζουμε ποτέ. Συγχέουμε αυτό που σημαίνει ένα σημείο, με το πρόσωπο ή το αντικείμενο που υποδηλώνει. Παραβλέπουμε τις πιο σημαντικές συναντήσεις, αποφεύγουμε τις επιτακτικές τους εντολές: προτιμούμε την ευκολία της αναγνώρισης από την εμβάθυνση των συναντήσεων. Και όταν νιώθουμε την απόλαυση που μας δίνει κάποια εντύπωση, όπως τη λαμπρότητα ενός σημείου, δεν ξέρουμε να εκφράσουμε την ικανοποίησή μας παρά με τη λέξη ''Πώ, πώ, πώ!'' ή-κάτι που σημαίνει περίπου το ίδιο-''μπράβο, μπράβο'': εκφράσεις που εκδηλώνουν το σεβασμό μας για το αντικείμενο [3]
[...] σελ 43
Από τον αντικειμενισμό δεν ξεφεύγει κανένα είδος σημείων. Γιατί δεν προκύπτει από μία μόνο τάση, αλλά συγκεντρώνει ένα σύνολο από τάσεις. Η αναγωγή ενός σημείου στο αντικείμενο που το εκπέμπει, η απόδοση σε ένα αντικείμενο του πλεονεκτήματος των σημείων, είναι πρώτα απ'όλα φυσική τάση της οπτικής αντίληψης ή της αναπαράστασης. Είναι όμως και η τάση της θεληματικής μνήμης που ανακαλεί πράγματα και όχι σημεία. Είναι ακόμη και η τάση της απόλαυσης και της πρακτικής δραστηριότητας που λογαριάζουν την απόκτηση των πραγμάτων ή την κατανάλωση των αντικειμένων. Και, με διαφορετικό τρόπο, είναι η τάση της νόησης. Η νόηση προτιμά την αντικειμενικότητα, όπως η αντίληψη προτιμά το αντικείμενο. Η νόηση ονειρεύεται αντικειμενικά περιεχόμενα, διευκρινισμένες αντικειμενικές σημασίες, που θα είχε η ίδια την ικανότητα να τις ανακαλύψει ή να τις δεχθεί, ή να τις μεταδώσει. Η νόηση ενέχει επομένως τον αντικειμενισμό όσο και η οπτική αντίληψη. Ταυτόχρονα η οπτική αντίληψη έχει για στόχο να συλλάβει το αισθητό αντικείμενο, και η νόηση να προσεγγίσει αντικειμενικές σημασίες. Γιατί η αντίληψη πιστεύει πως η πραγματικότητα πρέπει να ιδωθεί, να παρατηρηθεί. Αλλά η νόηση νομίζει πως η πραγματικότητα πρέπει να ειπωθεί και να διατυπωθεί.
[...] σελ 49-50
Η απογοήτευση είναι μια από τις βασικές στιγμές της αναζήτησης ή της μαθητείας: σε κάθε τομέα σημείων, απογοητευόμαστε όταν το αντικείμενο δεν μας αποκαλύπτει το μυστικό που περιμέναμε. Και η απογοήτευση είναι αυτή καθεαυτή πολύμορφη, ποικίλλει σύμφωνα με κάθε σειρά. Ελάχιστα είναι τα πράγματα που δεν μας απογοητεύουν όταν τα αντικρίζουμε για πρώτη φορά. Γιατί αυτή η πρώτη φορά είναι εκείνη της απειρίας, δεν είμαστε ακόμη ικανοί να διαχωρίσουμε το σημείο και το αντικείμενο, το αντικείμενο παρεμβαίνει και μπερδεύει τα σημεία [...] Πώς στον κάθε τομέα να αμβλύνουμε την απογοήτευση; Σε κάθε σειρά μαθητείας, ο ήρωας υποβάλλεται σε ανάλογη εμπειρία, σε διαφορετικές στιγμές: στην απογοήτευση που του δίνει το αντικείμενο, προσπαθεί να βρει ένα υποκειμενικό αντιστάθμισμα. Όταν αντικρίζει, και αργότερα γνωρίζει, την κυρία ντε Γκερμάντ, αντιλαμβάνεται πως δεν εμπεριέχει το μυστικό της έννοιας του ονόματός της. Το πρόσωπο και το σώμα τη δεν χρωματίζονται απο την υφή των συλλαβών. Τί άλλο να κάνει, παρά να αντισταθμίσει την απογοήτευση; Να ευαισθητοποιηθεί προσωπικά απέναντι σε σημεία λιγότερο βαθιά, αλλά πιο προσαρμοσμένα στη γοητεία της Δούκισσας, χάρη σε συνειρμούς ιδεών που η γοητεία αυτή διεγείρει μέσα του: ''Πώς η κυρία ντε Γκερμάντ είναι σαν τις άλλες γυναίκες, υπήρξε αρχικά για μένα μια απογοήτευση, ενώ τώρα, από αντίδραση, και με βοήθεια τόσα καλά κρασιά, ένα θαύμα'' [15]
[...] Κάθε σειρά μαθητείας περνά από τις δύο ακόλουθες καταστάσεις: την απογοήτευση που προέρχεται από μια προσπάθεια αντικειμενικής ερμηνείας, και έπειτα την προσπάθεια να απαλύνουμε την απογοήτευση αυτήν με μιαν υποκειμενική ερμηνεία, όπου αναδημιουργούμε συνειρμικά σύνολα. Το ίδιο γίνεται στον έρωτα, ακόμη και στην τέχνη. Εύκολο είναι να καταλάβουμε το γιατί. Είναι γιατί το σημείο είναι σίγουρα βαθύτερο από το αντικείμενο που το εκπέμπει, αλλά εξακολουθεί να είναι συνδεμένο με το αντικείμενο αυτό, να είναι ως ένα βαθμό ακόμη ένθετο σ'αυτό. Και το νόημα του σημείου είναι αναμφίβολα βαθύτερο από το πρόσωπο που το ερμηνεύει, αλλά συνδέεται μ'αυτό το πρόσωπο, ενσαρκώνεται ως ένα σημείο σε μια σειρά από υποκειμενικούς συνειρμούς. Μετατοπιζόμαστε από το ένα στο άλλο, πηδούμε από το ένα στο άλλο, αντισταθμίζουμε την απογοήτευση του αντικειμένου με ένα αντιστάθμισμα υποκειμένου.
Τότε, διαισθανόμαστε πως η στιγμή της αντιστάθμισης είναι αυτή καθαυτή ανεπαρκέστατη, πως δεν μας προσφέρει μια τελική αποκάλυψη. Αντικαθιστούμε τις αντικειμενικές νοητές αξίες με ένα συνδυασμό από υποκειμενικούς συνειρμούς ιδεών.
[...] σελ 52
Και όμως τί άλλο υπάρχει εκτός από το αντικείμενο και το υποκείμενο; Το παράδειγμα της Μπερμά μας το λέει. Ο ήρωας της Αναζήτησης θα καταλάβει τελικά πως ούτε η Μπερμά ούτε η Φαίδρα αποτελούσαν πρόσωπα προσδιορίσιμα, αλλά ούτε και ήταν στοιχεία συνειρμών. Η Φαίδρα είναι ένας ρόλος, και η Μπερμά ταυτίζεται με το ρόλο αυτό. Αλλά όχι σύμφωνα με την έννοια του ρόλου ως αντικειμένου ή σαν κάτι υποκειμενικό. Αντίθετα, πρόκειται εδώ για έναν κόσμο, για ένα πνευματικό περιβάλλον γεμάτο ουσίες. Η Μπερμά, φορέας σημείων, τα καθιστά τόσο άυλα, ώστε να ανοίγονται και να απορροφούν τις ουσίες αυτές. Τόσο μάλιστα, ώστε ακόμη και σ'ένα μέτριο ρόλο, οι χειρονομίες της Μπερμά μας αποκαλύπτουν ξανά έναν κόσμο από εφικτές ουσίες [20].
Πέρα από τα προσδιορίσιμα αντικείμενα, πέρα από τις νοητές και διατυπωμένες αλήθειες. Αλλά και πέρα από τις αλυσίδες των υποκειμενικών συνειρμών, πέρα από την αναβίωση με την ομοιότητα ή συνάφεια: υπάρχουν οι ουσίες, που είναι μη-λογικές ή υπερ-λογικές. Ξεπερνούν, όμως, και τις υποκειμενικές καταστάσεις και τις ιδιότητες του αντικειμένου. Η ουσία είναι εκείνη που αποτελεί την πραγματική ενότητα του σημείου και της έννοιας. Εκείνη που συνιστά την έννοια με τη μη αναγωγή της στο υποκείμενο που τη συλλαμβάνει. Η ουσία είναι η τελευταία λέξη της μαθητείας ή η τελική αποκάλυψη. Γι'αυτό ο ήρωας της Αναζήτησης, πολύ περισσότερο παρά με τη βοήθεια της Μπερμά, κατορθώνει να φτάσει στην αποκάλυψη των ουσιών με τη βοήθεια του έργου τέχνης, με τη ζωγραφική και τη μουσική, και κυρίως με το πρόβλημα της λογοτεχνίας. Τα κοσμικά σημεία, τα ερωτικά σημεία, ακόμα και τα αισθητά σημεία είναι ανίκανα να μας αποκαλύψουν την ουσία: μας πλησιάζουν σ'αυτήν, αλλά πέφτουμε πάνω στην παγίδα του αντικειμένου, στα δίχτυα της υποκειμενικότητας. Οι ουσίες αποκαλύπτονται μονάχα στο επίπεδο της τέχνης. Αλλά αφού εκδηλωθούν στο έργο τέχνης, επιδρούν πάνω σε όλα τα άλλα πεδία. Μαθαίνουμε πως ήταν ήδη ενσαρκωμένες, πως υπήρχαν ήδη εκεί σε όλα αυτά τα είδη σημείων, σε όλους τους τύπους της μαθητείας.
σελ 56
[...] Τί είναι μια ουσία, έτσι όπως μας αποκαλύπτεται στο έργο τέχνης; Είναι μια διαφορά, μια έσχατη και απολυτη Διαφορά. Αυτή συνιστά το είναι, μας επιτρέπει να συλλάβουμε το είναι.
[...] Τί είναι όμως μια έσχατη απόλυτη διαφορά; Δεν είναι μια εμπειρική διαφορά ανάμεσα σε δύο πράγματα, σε δύο αντικείμενα, μια διαφορά εξωτερική. Ο Προύστ μας δίνει μια κατά προσέγγιση εξήγηση της ουσίας, όταν λέει πως είναι κάτι μέσα σ'ένα υποκείμενο, κάτι σα μια έσχατη ιδιότητα στην καρδιά ενός υποκειμένου: διαφορά εσωτερική, ''ποιοτική διαφορά που υπάρχει στον τρόπο με τον οποίο μας φανερώνεται ο κόσμος, διαφορά που, αν δεν υπήρχε η τέχνη, θα παρέμενε το αιώνιο μυστικό του καθένα μας'' [9]. Ο Προύστ ακολουθεί εδώ τη θεωρία του Λάιμπνιτς: οι ουσίες είναι πραγματικές μονάδες, και η καθεμιά τους καθορίζεται από την άποψη με την οποία εκφράζει τον κόσμο, και η κάθε άποψη ανάγεται σε μια έσχατη ποιότητα που βρίσκεται στο βάθος της μονάδας. Όπως λέει ο Λάιμπνιτς, δεν έχουν ούτε πόρτες ούτε παράθυρα: και καθώς η άποψη είναι η ίδια η διαφορά, οι απόψεις πάνω σ'ένα κόσμο υποτιθέμενα όμοιο είναι τόσο διαφορετικές όσο και οι πιο απόμακροι κόσμοι. Γι'αυτό η φιλία δημιουργεί πάντα ψεύτικες επικοινωνίες, βασισμένες σε παρεξηγήσεις, και δεν ανοίγει παρά ψεύτικα παράθυρα. Γι'αυτό ο έρωτας, πιο διορατικός, αποφεύγει κατ'αρχή κάθε επικοινωνία. Τα μόνα παράθυρά μας, οι μόνες πόρτες μας, είναι καθαρά πνευματικές: δεν υπάρχει σχέση μεταξύ υποκειμένων παρά μόνο καλλιτεχνική.
σελ 58
[...] Πρέπει μήπως να συμπεράνουμε ότι η ουσία είναι υποκειμενική, και πως η διαφορά βρίσκεται ανάμεσα σε υποκείμενα περισσότερο παρά ανάμεσα σε αντικείμενα; Μια τέτοια άποψη θα παρέβλεπε τα κείμενα όπου ο Προύστ πραγματεύεται τις ουσίες ως πλατωνικές Ιδέες, και πως δίνει μιαν ανεξάρτητη πραγματικότητα.
σελ 58-59
[...] Κάθε υποκείμενο εκφράζει τον κόσμο από μια ορισμένη άποψη. Αλλά η άποψη αυτή είναι η ίδια η διαφορά, η εσώτερη απόλυτη διαφορά. Κάθε υποκείμενο εκφράζει λοιπόν έναν κόσμο απόλυτα διαφορετικό. Και αναμφισβήτητα, ο εκφρασμένος κόσμος δεν υπάρχει ανεξάρτητα από το υποκείμενο που τον εκφράζει (αυτό που αποκαλούμε εξωτερικό κόσμο δεν είναι παρά η απατηλή προβολή, το όριο που καθιστά ομοιόμορφους όλους αυτούς τους εκφρασμένους κόσμους). Όμως, ο εκφρασμένος κόσμος δεν ταυτίζεται με το υποκείμενο: ξεχωρίζει απ'αυτό, ακριβώς όπως και η ουσία ξεχωρίζει από την ύπαρξη, ακόμη και από την ίδια του την ύπαρξη. Ο κόσμος δεν υπάρχει ανεξάρτητα από το υποκείμενο που τον εκφράζει, αλλά εκφράζεται όπως η ουσία, όχι από το ίδιο το υποκείμενο αλλά από το Είναι, ή την περιοχή εκείνη του Είναι που αποκαλύπτεται στο υποκείμενο. Γι'αυτό και κάθε ουσία είναι μια πατρίδα, ένας τόπος [12]. Δεν ανάγεται σε μια ψυχολογική κατάσταση ούτε σε μια ψυχολογική υποκειμενικότητα, ούτε καν σε κάποια μορφή ανώτερης υποκειμενικότητας. Η ουσία είναι πραγματικά η έσχατη ιδιότητα που βρίσκεται στην καρδιά ενός υποκειμένου. Αλλά η ιδιότητα αυτή είναι βαθύτερη από το υποκείμενο, ανήκει σε μιαν άλλη κατηγορία: ''Άγνωστη ιδιότητα ενός κοσμου μοναδικού'' [13]. Δεν είναι το υποκείμενο αυτό που εξηγεί την ουσία, αλλά μάλλον η ουσία είναι εκείνη που εισχωρεί, περιτυλίγεται, περικλείνεται μέσα στο υποκείμενο. Και κάτι περισσότερο: καθώς περιελίσσεται γύρω από τον εαυτό της, αυτή συνθέτη την υποκειμενικότητα. Δεν είναι τα άτομα που συνθέτουν τον κόσμο, αλλά οι περικλεισμένοι κόσμοι, οι ουσίες είναι που σχηματίζουν τα άτομα. ''Οι κόσμοι αυτοί που τους αποκαλούμε άτομα, και που χωρίς την τέχνη δεν θα γνωρίσουμε ποτέ'' [14]. Η ουσία δεν είναι μόνο ατομική, είναι και ατομικοποιητική.
Η άποψη δεν συγχέεται μ'εκείνον που την υιοθετεί, η εσώτερη ποιότητα δε συγχέεται με το υποκείμενο που εκείνη ατομικοποιεί. Η διάκριση αυτή, ανάμεσα στην ουσία και το υποκείμενο, είναι πολύ σημαντική, γιατί ο Προύστ βλέπει σ'αυτήν τη μόνη δυνατή απόδειξη της αθανασίας της ψυχής. την ψυχή αυτού που την αποκαλύπτει, ή και που μόνο την καταλαβαίνει, η ουσία είναι μια ''θεική σκλάβα'' [15]. Ίσως οι ουσίες να σκλαβώθηκαν μόνες τους, να περικλείστηκαν μόνες τους μέσα σ'αυτές τις ψυχές που ατομικοποιούν. Δεν υπάρχουν παρά μόνο μέσα σ'αυτήν την σκλαβιά, αλλά δεν αποχωρίζονται την ''άγνωστη πατρίδα'' που την περικλείουν μαζί τους μέσα μας. Είναι οι ''όμηροί'' μας: πεθαίνουν όταν πεθαίνουμε, αν όμως είναι αιώνιες, τότε κι εμείς κατά κάποιο τρόπο γινόμαστε αθάνατοι. Καθιστούν λοιπόν το θάνατο λιγότερο πιθανό. Μόνη απόδειξη, μόνη ελπίδα είναι η Τέχνη.
σελ 60-61
Ορισμένοι νεοπλατωνιστές χρησιμοποίησαν μια βαθύτατη έννοια για να καθορίσουν την πρωταρχική κατάσταση που προτρέχει την κάθε εξέλιξη, την κάθε ανάπτυξη, την κάθε ''εξήγηση'': την περιπλοκή που περικλείνει το πολλαπλό στο Ένα και βεβαιώνει το Ένα του πολλαπλού. Η αιωνιότητα δεν ήταν γι'αυτούς η έλλειψη μιας αλλαγής, ούτε καν η προέκταση μιας ύπαρξης χωρίς όρια, αλλά η περίπλοκη κατάσταση του ίδιου του χρόνου (uno ictu mutationes tuas completitur). Ο Λόγος, omnia complicans, και που περιέχει όλες τις ουσίες, προσδιοριζόταν ως η υπέρτατη περιπλοκή, περιπλοκή των αντιθέσεων, η άστατη αντίθεση...Καταλήγουν στο συμπέρασμα πως το Σύμπαν είναι ουσιαστικά εκφραστικό, και οργανώνεται σύμφωνα με μια κλίμακα από σύμφυτες περιπλοκές και με μια σειρά από κατιούσες εξηγήσεις.
σελ 63-64
Καθώς είναι ιδιότητα ενός κόσμου, η ουσία δεν συγχέεται ποτέ μ'ένα αντικείμενο, αλλά αντίθετα συνδέει δυο αντικείμενα ολότελα διαφορετικά, και αντιλαμβανόμαστε ότι τα αντικείμενα αυτά αποκτούν την ιδιότητά τους αυτή στο αποκαλυπτικό περιβάλλον. Και την ώρα που η ουσία ενσαρκώνεται σε μια ύλη η έσχατη ιδιότητα που τη διαμορφώνει εκφράζεται ως κοινή ιδιότητα δυο διαφορετικών αντικειμένων, που διαπλάθονται μέσα σ'αυτή τη φωτεινή ύλη και που βυθίζονται μέσα στο διαθλαστικό αυτό περιβάλλον. Σ'αυτό ακριβώς έγκειται το ύφος: ''Μπορούμε να παραθέσουμε επ'άπειρο σε μια περιγραφή αντικείμενα υπαρκτά στον τόπο που περιγράφεται, η αλήθεια όμως δε θα φανεί παρά μόνο τη στιγμή που ο συγγραφέας θα πάρει δυο διαφορετικά αντικείμενα, θα προσδιορίσει τη σχέση τους-ανάλογη στον κόσμο της τέχνης με τη μοναδική εκείνη σχέση που αποτελεί τον νόμο της αιτιότητας στον κόσμο της επιστήμης-και θα δέσει τα αντικείμενα αυτά στους απαραίτητους κρίκους ενός ωραίου ύφους'' [23]. Αυτό σημαίνει πως το ύφος είναι κυρίως μεταφορά. Αλλά η μεταφορά είναι κυρίως μεταμόρφωση και δείχνει με ποιό τρόπο δυο αντικείμενα ανταλλάσσουν τον προσδιορισμό τους, ανταλλάσσουν το όνομα που τα υποδηλώνει, μέσα στο καινούργιο περιβάλλον που τους προσδίδει την κοινή ιδιότητα.
64-65
[...] Μια ουσία είναι πάντα η γένεση ενός κόσμου. Αλλά το ύφος είναι η εξακολουθητική και διαθλαστή αυτή γένεση, η γένεση που την ξαναβρίσκουμε σε ύλες ταιριαστές με τις ουσίες, η γένεση που έχει μετατραπεί σε μεταμόρφωση των αντικειμένων. Το ύφος δεν είναι ο άνθρωπος, το ύφος είναι η ίδια η ουσία.
Η ουσία δεν είναι μόνο ιδιόμορφη, ατομική, αλλά και ατομικοποιητική. Η ίδια η ουσία ατομικοποιεί και προσδιορίζει τις ύλες στις οποίες ενσαρκώνεται, καθώς και τα αντικείμενα που περικλείνει μέσα στους κρίκους του ύφους [...] Γιατί η ουσία είναι αυτή καθεαυτή η διαφορά. Δε διαθέτει όμως την ικανότητα να διαφοροποιεί ή να διαφοροποιείται, χωρίς να έχει και τη δυνατότητα να επαναλαμβάνεται, ταυτόσημη με τον εαυτό της. Τί θα μπορούσε κανείς να κάνει με την ουσία-που είναι η έσχατη διαφορά-εκτός να την επαναλάβει, αφού είναι αναντικατάσταση και τίποτε δεν μπορεί να πάρει τη θέση της; Γι'αυτό και μια εξαίσια μουσική σύνθεση άλλο δεν μπορεί παρά να ξαναπαιχτεί, ένα θαυμάσιο ποίημα, παρά να μαθευτεί και να απαγγελθεί. Η διαφορά και η επανάληψη αντιτάσσονται η μία στην άλλη μόνο φαινομενικά. Δεν υπάρχει μεγάλος καλλιτέχνης που το έργο του να μη μας αναγκάζει να πούμε: ''Είναι ίδιο κι όμως άλλο'' [27].
Γιατί η διαφορά, ως ποιότητα ενός κόσμου, επιβεβαιώνεται μόνο μέσ'από μιαν αυτοεπανάληψη που διασχίζει ποικιλόμορφα περιβάλλοντα, και συνδέει διαφορετικά αντικείμενα. Η επανάληψη αποτελεί τις βαθμίδες μιας πρωταρχικής διαφοράς, αλλά ταυτόχρονα η ποικιλία αποτελεί τα επίπεδα μιας επανάληψης το ίδιο θεμελιακής [...]Ένας καλλιτέχνης δε γερνά επειδή επαναλαμβάνεται, γιατί η επανάληψη είναι δύναμη διαφοράς, ενώ κατά τον ίδιο τρόπο η διαφορά είναι ικανότητα επανάληψης.
Όλοι περάσαμε από τον πειρασμό του αντικειμενισμού, από την υποκειμενική αναπλήρωση: όπως άλλωστε και σε άλλον τομέα. Αλλά η αποκάλυψη της ουσίας (πέρα από το αντικείμενο, πέρα κι από το ίδιο το υποκείμενο) ανήκει μόνο στο χώρο της τέχνης. Αν πρόκειται να πραγματοποιηθεί, θα πραγματοποιηθεί σε αυτόν το χώρο. Γι'αυτό η τέχνη είναι η τελεολογία του κόσμου και ο ασύνειδος προορισμός του μαθητευόμενου.
Βρισκόμαστε έτσι μπροστά σε δύο ειδών ερωτήματα. Τί αξία έχουν τα άλλα σημεία, αυτά που αποτελούν τα πεδία της ζωής: Από μόνα τους, τί μας διδάσκουν; Μπορούμε άραγε να πούμε πως ανοίγουν το δρόμο στην τέχνη, και με ποιόν τρόπο; Αλλά, πάνω απ'όλα, αφού η τέχνη θα μας έχει προσφέρει την τελική αποκάλυψη, με ποιόν τρόπο η αποκάλυψη αυτή θα επιδράσει πάνω στα άλλα πεδία, πώς θα γίνει το κέντρο ενός συστήματος όπου όλα συμπεριλαμβάνονται; Η ουσία είναι πάντα μια καλλιτεχνική ουσία. Αλλά αφού ανακαλυφθεί, δεν ενσαρκώνεται μόνο στις πνευματοποιημένες ύλες, στα άυλα σημεία του έργου τέχνης. Ενσαρκώνεται ακόμη και στα άλλα πεδία, που θα ενσωματωθούν πια στο έργο τέχνης. Περνάει λοιπόν σε περιβάλλοντα πιο αδιάφανα, σε πιο υλικά σημεία. Εκεί χάνει ορισμένα από τα πρωταρχικά της χαρακτηριστικά, αποκτά άλλα, που εκφράζουν την εισχώρηση της ουσίας στις ύλες αυτές που γίνονται ολοένα και πιο ανυπόταχτες. Υπάρχουν νόμοι μετατροπής της ουσίας σε σχέση με τους καθορισμούς της ζωής.
Δημοσιεύτηκε 2 hours ago από τον χρήστη Ονειρμός
Ετικέτες: Deleuze/Guattari Proust