εθνος και εθνικισμος etiketine sahip kayıtlar gösteriliyor. Tüm kayıtları göster
εθνος και εθνικισμος etiketine sahip kayıtlar gösteriliyor. Tüm kayıtları göster

9 Şubat 2015 Pazartesi

Pierre Andre Taguieff-Ο νέος εθνικο-λαικισμός Δημοκρατία,Δημαγωγία,Ευρωπαικοί νεολαικισμοί/ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ Die Bestimmung des Menschen


Pierre Andre Taguieff-Ο νέος εθνικο-λαικισμός

Δημοκρατία,Δημαγωγία,Ευρωπαικοί νεολαικισμοί


Ας πούμε εξαρχής ότι με τη λέξη ''λαικισμός'' υποδεικνύω τη μορφή που λαμβάνει η δημαγωγία στις συγκαιρινές κοινωνίες των οποίων η πολιτική κουλτούρα θεμελιώνεται στις αξίες και τις δημοκρατικές νόρμες που αντιμετωπίζονται ως απόλυτες.Πρόκειται για ειδική μορφή δημαγωγίας,που προϋποθέτει την αρχή της κυριαρχίας του λαού και τη νόρμα του συνασπισμού του σε ένα ενωμένο έθνος.Η δημαγωγία ακολουθεί τη δημοκρατία σαν τη σκιά της από την αρχαία Ελλάδα,όπου,σύμφωνα, με τον Πλάτωνα,η δημοκρατία δεν ήταν παρά ανεπανόρθωτα ασταθής καθεστωτικός τύπος,που ανοίγει την πόρτα στην τυραννία. Σήμερα,στην εποχή των ΜΜΕ,των δημοσκοπήσεων και της ενημέρωσης σε πραγματικό χρόνο μέσω Διαδικτύου,που συντελούν ώστε η δημοκρατία να εκτρέπεται σε δημοκρατία της γνώμης,η δημαγωγία δεν μπορεί πλέον να διακρίνεται από την διαφήμιση και την προπαγάνδα και,όταν αυτή είναι αποτελεσματική,επιχειρεί μαζικό προσηλυτισμό.Συνεπώς,με τη διφορούμενη λέξη 'λαικισμός'' υποδεικνύω συνολικά τις δημαγωγίες της δημοκρατικής εποχής.Για να πάμε όμως,μακρύτερα,θα πρέπει να αναγειώσουμε την πολιτική θεωρία στις παρατηρούμενες πολιτικές πραγματικότητες.Όταν λέγεται ότι κάποιοι ανησυχούν από την ''άνοδο του λαικισμού'' ή ''των λαικισμών'' στις ευρωπαικές κοινωνίες,που έχουν σαρωθεί από ένα κύμα δεξιοποίησης,ο στόχος είναι δύο διακριτά φαινόμενα των οποίων η διασταύρωση ή η συγχώνευση εκλαμβάνεται ως απειλή:από τη μια πλευρά η αύξηση της δημαγωγίας στο σοβαρό παιγνίδι που συνιστά ο πολιτικός ανταγωνισμός και,από την άλλη πλευρά,η ανάδυση νέων μορφών εθνικισμού συνδεδεμένων με τους φόβους που ξεσπούν λόγω της παγκοσμιοποίησης,της ευρωπαικής οικοδόμησης ή της μαζικής μετανάστευσης.Οι αιτίες αυτών των φόβων δεν ανάγονται σε φαντάσματα:αφορούν ταυτόχρονα το επίπεδο ζωής (ανεργία,πτώση μισθών,απειλή υποτίμησης των περιουσιών) και την ποιότητα ζωής (ασφάλεια,μη μολυσμένο περιβάλλον,πρόσβαση στα πολιτισμικά αγαθά) απειλούμενα από την αποβιομηχάνιση και τις απεγκαταστάσεις επιχειρήσεων,τις ελλείψεις του κράτους πρόνοιας,τη γήρανση των πληθυσμών και την αύξηση των μεταναστευτικών ροών που φαίνονται ανεξέλεγκτες και αναφομοίωτες.

Οι ανησυχίες αγγίζουν τόσο τις μεσαίες όσο και τις λαϊκές τάξεις και μεταφράζονται πολιτικά με κινητοποιήσεις για την παλινόρθωση των εθνικών κυριαρχιών,συχνά με μια θέληση υπεράσπισης ορισμένων ''πολιτισμικών'' χαρακτηριστικών της συλλογικής ταυτότητας που αποτελεί την άυλη κληρονομιά του έθνους.Έτσι,οι λεγόμενες λαικιστικές αντιδράσεις αναμειγνύουν,σε διάφορες δοσολογίες, εθνικοκυριαρχικά και ταυτοτικά μοτίβα,που είναι ευρέως διαδεδομένα σε όλο τον πολιτικό χώρο.Διαδίδουν ερμηνείες που προέρχονται από τη μυθική αφήγηση αναμειγνύοντάς τες με περιγραφές παρατηρούμενων γεγονότων που προκαλούν την ανησυχία.Εφαρμόζουν συστηματικά στα γεγονότα μια μανιχαιστική εμπνεύσεως αποκωδικοποίηση,η οποία συνιστά την καρδιά της λαικιστικής ρητορικής:την αντίθεση μεταξύ των ισχυρών (σαρκοβόρα και ένοχοι) και του λαού(αθώος και ενάρετος, αλλά και θύμα).

Αυτά τα 'λαικιστικά'' κινήματα,μακράν από το να αντιτίθενται στη φιλελεύθερη δημοκρατία,διατείνονται αντιθέτως ότι θέλουν να υπερασπισθούν τις αξίες της: ελευθερία γνώμης,ανεκτικότητα,κοσμικότητα (ή εκκοσμίκευση),ισότητα ανδρών/γυναικών,σεβασμός των μειονοτήτων και των δικαιωμάτων των ομοφυλόφιλων,κλπ.ενάντια στην απειλή που ενσαρκώνεται από μία μουσουλμανικής κουλτούρας μετανάστευση που κατηγορείται ότι θέλει να επιβάλλει τις προσίδιες αξίες και νόρμες της,διαμέσου ενός θεσμικού ή ημι-θεσμικού πολυπολιτισμού που τις απαλλάσσει κριτικής-στο όνομα ενός νόμιμα προστατευόμενου δικαιώματος στη διαφορά.Η απόρριψη του ''εξισλαμισμού'' δεν θεμελιώνεται πλέον στην ξενόφοβη ή ρατσιστική κοσμοαντίληψη που αναγνωρίζουμε σε όλα τα ακροδεξιά κινήματα του δεύτερου μισού του 20ου αι. Από τη μια θεμελιώνεται στην επιθυμία των πολιτών να υπερασπισθούν μια πολιτισμική ταυτότητα από την οποία εξαρτάται ο τρόπος ζωής στον οποίο είναι αφοσιωμένοι και,από την άλλη πλευρά,στην απόλυτη απόρριψη εισαγωγής στην Ευρώπη της σαρία και,a fortiori της τζιχάντ η οποία,όπως ξέρουμε,παίζει το ρόλο ενός ''έκτου θεμελίου του ισλάμ'' για τους ριζοσπάστες ισλαμιστές.

Η αποκήρυξη επομένως του ''εξισλαμισμού'' επιχειρείται στο πεδίο των αξιών και των νορμών,ως προς τις συλλογικές προτιμήσεις που καθίστανται αντικείμενο υπεράσπισης με επιχειρήματα ξένα στην ξενοφοβία και το ρατσισμό-απόρριψη της περιφρόνησης της γυναίκας,του σεξισμού,της ομοφοβίας,της δίωξης των θρησκευτικών μειονοτήτων,κλπ.Αυτή είναι η μεγάλη καινοτομία των νεολαικισμών των ευρωπαικών δεξιών:αποκηρύσσουν την πολιτική και πολιτισμική επιρροή του ισλάμ λόγω της απειλής που αυτή κάνει να βαραίνει στα μεταυλιστικά ανθρώπινα δικαιώματα και την κοσμικότητα.Από την άποψη αυτή,όπως υποστηρίζει ο πολιτολόγος Λωράν Μπουβέ (Laurent Bouvet),οι ηγέτες τους θα μπορούσαν να αναβαπτισθούν σε ''ελευθεριακούς ισλαμόφοβους'' που αγωνίζονται κατά των σεξιστών και των ''αντι-ομοφυλόφιλων όλων των θρησκειών''

24 Ocak 2015 Cumartesi

Το Εκκρεμές του κυρίου Ράμφου (και η ερμηνεία του αποκλεισμού του Μέλλοντος μας απο τον Maurizio Lazzarato )

Το Εκκρεμές του Ραμφου
----------------------------------------
ουσιαστικά όλη η αφήγηση του κυρίου Ραμφου - στην μια ωρα και κατι που μιλούσε στο Ποτάμι-δεν είναι παρά το αναποδογύρισμα της αφήγησης του Νεορθόδοξου Ρεύματος (στο οποίο είχε και ο ίδιος συμβάλλει πριν από κανα δυο δεκαετίες) : σε εκείνο ολα τα καλά αποδίδονται στο Βυζάντιο και τον Ορθοδοξο καισαροπαπισμό του , στην  ( τωρινή) αφήγηση Ράμφο ( διότι αυτός μαζί με τον Γιανναρά είχαν θεμελιώσει το ... ρεύμα ) αποδίδονται στο Βυζάντιο όλα τα Κακά...

 Το Εκκρεμές του κυρίου Ράμφου :άλλαξε το σακάκι του και φόρεσε το μέσα έξω

λες και είμαστε κάτι ξεκομμένο από τον υπολοιπο κόσμο και μας επηρεάζει κατευθείαν και αδιαμεσολαβητα  η ιστορία  και η παραδοση * και όχι οι καθημερινές εισροές της παγκοσμιοποίησης και τα μαγματα που προκαλούνται από την συνάντηση  τους με τα εγχώρια ρεύματα  ..Λές και η παράδοση  είναι κάτι το συνεχές και όχι   ασυνεχές  Λες και δεν μας επηρεάζει η Συγχρονία  αλλά μόνο η Διαχρονία...

*  λές και δεν  έχει πολλαπλώς επινοηθεί , αλλοιωθεί , τροποποιηθεί, επαναρμηνευτεί η παράδοση  μας - οπως και καθε παράδοση

Υ. Γ και μιάς  και  ο κυριος Ράμφος  αναφερθηκε και στον Χρονο και αποδίδει στα ...καφενεία   μας τον αποκλεισμο του ...Μέλλοντος ας δουμε  πως και που αποδιδει τον  αποκλεισμο του Μέλλοντος
ο Maurizio Lazzarato:
'' αποδίδει αυτή την αίσθηση του ανακυκλώσιμου χρόνου στην επέκταση της χρηματοπιστωτικής οικονομίας. Ενώ στο Μεσαίωνα ο χρόνος άνηκε στον Θεό, σήμερα, ως δυνατότητα, δημιουργία επιλογή και απόφαση, είναι το πρώτο αντικείμενο της καπιταλιστικής ιδιοποίησης. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα φροντίζει ώστε οι μόνες δυνατές επιλογές και αποφάσεις να είναι αυτές του χρήματος που γεννά χρήμα, της παραγωγής για την παραγωγή.
«Ενώ στις βιομηχανικές κοινωνίες διατηρούνταν ακόμη ένας "ανοιχτός χρόνος" -με τη μορφή της προόδου ή της επανάστασης- σήμερα το μέλλον και οι δυνατότητές του, συντριμμένες από τα κολοσσιαία ποσά χρήματος που κινητοποιούνται από το χρηματοπιστωτικό σύστημα φαίνεται να έχουν μπλοκαριστεί: το χρέος εξουδετερώνει πλήρως το χρόνο, το χρόνο ως δημιουργία νέων δυνατοτήτων, δηλαδή την πρώτη ύλη κάθε ε πολιτικής, κοινωνικής η αισθητικής αλλαγής»[6].
 «Όλη η χρηματοπιστωτική καινοτομία -γράφει ο Lazzarato- δεν έχει παρά ένα σκοπό: να διαθέτει προκαταβολικά το μέλλον αντικειμενοποιώντας το. Η αντικειμενοποίηση αυτή είναι εντελώς άλλου τύπου από εκείνη του χρόνου εργασίας: αντικειμενοποίηση του χρόνου, προκαταβολική διάθεσή του σημαίνει υπαγωγή κάθε δυνατότητας επιλογής και απόφασης, την οποία κρύβει το μέλλον, στην αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων εξουσίας. Έτσι το χρέος όχι μόνο ιδιοποιείται τον παρόντα χρόνο απασχόλησης των μισθωτών και του πληθυσμού στο σύνολο του, αλλά προαγοράζει επίσης τον μη χρονολογικό χρόνο, το μέλλον καθενός και το μέλλον της κοινωνίας στο σύνολο της. Η αλλόκοτη αίσθηση ότι ζούμε σε μια κοινωνία χωρίς χρόνο, χωρίς δυνατότητα, χωρίς ορατή ρήξη βρίσκει την κυριότερη εξήγηση της στο χρέος»[7].

 πηγη :

Η (μετα)νεωτερική κοινωνία και ο συρρικνωμένος χρόνος

17 Ocak 2015 Cumartesi

Περι Ουτοπίας και Νοσταλγίας


Άποψη μου είναι οτι η ουτοπική μάτια γεφυρώνει ,εξαφανίζει τή διαφορά. Και εννοώ εδώ ως διαφορά, όχι τόσο την εν γένει αλλότητα, όχι την εχθρότητα απέναντι στόν Αλλο-ατομικό ήεθνικό, αλλά εκείνες τις διαφορές πού ενυπάρχουν σε κάθε συλλόγικό ή αν θέλετε εθνικό εμείς. Διαφορές χρωματος ,καταγωγής, ταξικές και αλλές ‘διαφορές πού σημαδευουν την συλλογική πραγματικότητα με την ατέλεια, κηλίδες , τά χασματα και τις συγκρούσεις. Διαφορές πού παραπέμπουν σέ αντιστοιχες ελλείψεις ‘ και πού υπονοούν εν τέλει την απολυτη ελλειψη,τη γευση του φθαρτού των πραγματων, τον φοβο του θανατου.
· Αυτά τα χασματα,αυτή την ελλειψη η ουτοπική σκέψη προσπαθεί να καλύψει Σαν σκηνικό θεατρου η ουτοπία ντύνει την πραγματικότητα, της δίδει νόημα σκοπό,τελος Η την απλοποιει ,την φτωχαίνει , την διαστρεφει. Η ουτοπία γίνεται ονειρική σαν έργο τεχνης και ταυτόχρονα συνειδητή απιαστη και φευγαλέα αλλά και οικεία καθώς αποτελέι εκδήλωση του ναρκισσισμού μας. . Η ακομα σκηνοθετείται ως η ουτοπία του παρόντος: Εξωραισμένος πίνακας του εθνικού εαυτού μας, , πού συγκαλύπτει τα κενα, πού δειχνει την αιώνια ομορφιά και κρύβει την αρωστια, τον φοβο του θανατου, την ελλειψη.·
· Η ίδια η έννοια της ουτοπίας μετασχηματίζεται ιστορικάΣτήν αρχαιότητα και στην αναγέννηση χαρακτηρίζεται από την απουσία ιστορικότητας :Ηταν τοποθετημένη στόν χώρο. σε κάποια ουράνια πολιτεία ή σε φανταστικά νησιά· Η ιστορικότητα αντίθετα χαρακτηρίζει την νεωτερική εκδοχή της ουτοπίας.· Στόν 18 και 19ο αιωνα η Ιστορία εμφανίζεται ως νάχει ενα τέλος ,εντελέχεια. Η ουτοπία ενσωματτώνεται σε αυτήν την διαλεκτική της ιστορίας ως δυνατότητα,ως προεκταση του παρόντος . Στο κοινωνικό-ιστορικό παρόν ανευρίσκεται η ουτοπική δυνατότητα’ η αρνηση του παροντος δεν ειναι πληρης αρνηση: ειναι απάρνηση των ασχημων πλευρών και εντοπισμός των δυνατοτητων στον παρόν για την πραγματοπoίηση της .
· Πλαι στίς θετικές νεωτερικές ουτοπίες αυτου του ειδους (π.χ τίς σοσιαλιστικές ουτοπίες του 19ου αιώνα ) θα ανευρουμε επίσης και τίς , επίσης νεωτερικες, αρνητικές, νοσταλγικές ρομαντικές ουτοπίες. Εκείνο πού χαρακτηρίζει εντονα τίς τελευταίες εναι η Νοσταλγία, τό αισθημα της ελλειψης εστίας και της μοναξιάς. Νοσταλγία πού κινει την απατηλή φυγή πρός την Ουτοπία, τό παραμυθι , τό φανταστικό, τό αλλοκοτο και τό μυστηριώδες, λαχταρα για την παιδική ηλικία και τη φύση, τα ονειρα και τήν παραφροσύνη.

η απατηλή Υπόσχεση της αγάπης

η απατηλή  Υπόσχεση της αγάπης
Π. Θεοδωριδη : ''Η Αισθητική ουτοπία του Εθνους ,

ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΜΑΡΞΙΣΤΙΚΕΣ ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΥ του Πέτρου Θεοδωρίδη .. Αποσπασμα απο άρθρο που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΕΝΕΚΕΝ ....



 Πέτρου Θεοδωρίδη:ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΕΣ  ΚΑΙ ΜΕΤΑΜΑΡΞΙΣΤΙΚΕΣ  ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥ  ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΥ: βιβλιογραφικό δοκίμιο

 ΕΝΕΚΕΝ 34ο



Πολλαπλές σχολές και τάσεις στο μαρξιστικό κίνημα ανάπτυξαν μια πλούσια συζήτηση για το έθνος και τον εθνικισμό. Πάντως ένας κοινός παρονομαστής των προσεγγίσεων αυτών φαίνεται να είναι η απόπειρα υλιστικής ερμηνείας του εθνικισμού και του έθνους μέσα από την αντιπαράθεση των κοινωνικών τάξεων .Ο εθνικισμός θεωρείται ένα σύγχρονο φαινόμενο ,έκφραση της αστικής κατά κύριο λόγο ιδεολογίας, πού εξυπηρέτησε τα ταξικά συμφέροντα της ανερχόμενης αστικής τάξης στην αντίθεση της προς την παραδοσιακή αριστοκρατία. Σε αυτή την οπτική η άνοδος του εθνο-κράτους θεωρείται στενά συνδεδεμένη με τις οικονομικές αναγκαιότητες του πρώιμου καπιταλισμό.

Ήδη στο Μανιφέστο και σε άλλα κείμενα του ο Μαρξ αντιλαμβάνεται την ιστορικότητα του εθνικιστικού φαινομένου και ανατρέχει στις ιστορικές συνθήκες προκειμένου να το κατανοήσει αλλά και να διατυπώσει μια θεωρία υπέρβασης του. Σε ένα άρθρο του 1845 ο Μαρξ γράφει:«Η εθνικότητα του εργάτη δεν είναι γαλλική, ούτε αγγλική, ούτε γερμανική, είναι η ελεύθερη σκλαβιά, το ξεπούλημα του εαυτού του. Η κυβέρνηση του δεν είναι ούτε γαλλικη,ουτε αγγλικη,ουτε γερμανικη,ειναι το κεφαλαιο.Ο πάτριος αέρας του δεν είναι ούτε γαλλικός, ούτε γερμανικός ούτε αγγλικός, είναι ο αέρας του εργοστάσιου. Η γη που του ανήκει δεν είναι ούτε γαλλική, ούτε αγγλική ούτε γερμανική, είναι λίγα πόδια κάτω από το χώμα» .(Μichael  Lowy:  85)

Η μαρξιστική προσέγγιση επικεντρώνεται στην εσωτερική ταξική σύγκρουση σε κάθε συγκεκριμένη κοινωνία . Έτσι ορίζεται ο εθνικισμός είτε ως έργο και έκφραση μιας μόνο τάξης ή και μιας ταξικής συμμαχίας μέσα στον οποίο είτε η κάθε τάξη διατηρεί τα δικά της συμφέροντα, είτε ως έργο μια ιδιαίτερης τάξη (συνήθως τη αστικής) προωθεί  τα δικά της  μόνο συμφέροντα και οδηγεί τις άλλες τάξεις να τον ακολουθήσουν ( J. Breuillly :21)

Ένα σημαντικό μέρος της Μαρξιστικής συζήτησης περιστράφηκε γύρω  από το μέλλον των εθνών και εθνοτήτων στον καπιταλισμό και στην μελλοντική σοσιαλιστική κοινωνία. Οι πρώτες μαρξιστικές προσεγγίσεις γίνονται από τους  ίδιους τους Μαρξ- Έγκελς, περισσότερο όμως σε μια μάλλον αποσπασματική μορφή παρά ως μια ολοκληρωμένη θεωρία για το εθνος και τον εθνικισμό.Στο Κομμουνιστικό μανιφέστο(1848) διατυπώνουν την θέση ότι '«Οι εθνικοί χωρισμοί και οι  εθνικές αντιθέσεις ανάμεσα στους λαούς εξαφανίζονται όλο και περισσότερο με την ανάπτυξη της αστικής τάξης , με την ελευθέρια του εμπορίου, με  την  παγκόσμια αγορά, με την ομοιομορφία της βιομηχανικής παραγωγής και των  συνθηκών ζωής πού αντιστοιχούν  σε αυτήν Η κυριαρχία του προλεταριάτου θα  τους εξαφανίσει ακόμα πιο γρήγορα»' (Mαρξ  Εγκελς : 41) θέση πού-όπως παρατηρεί ο  Μισέλ Λεβί προέρχεται από μια εκπληκτική  αισιοδοξία.(Μichael  Lowy:  20)

Κεντρική θέση των Μαρξ –Εγκελς ήταν η διάκριση σε '' προοδευτικά'' και'' αντιδραστικά' έθνη , ''ιστορικά και μη ιστορικά»( 'Μichael  Lowy : 43) Στον Έγκελς ο όρος «μη ιστορικά έθνη» προσδιόριζε εκείνα πού δεν διέθεταν τις «ιστορικές, γεωγραφικές, πολιτικές και βιομηχανικές προϋποθέσεις ανεξαρτησίας και ζωτικότητας». Αυτή η διάκριση βέβαια όπως δείχνει ο E Hobsbawm συνδεόταν με μια γενικότεροι πεποίθηση πού επικρατούσε στην Ευρώπη μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, ότι ορισμένες μικρές εθνότητες δεν είχαν μέλλον σαν ανεξάρτητες  κρατικές  οντότητες  (  Hobsbawm Eric:37,38) Οι προσεγγίσεις αυτές συνδέονται και με μια γενικότερη αίσθηση ''οικονομίας '' του χώρου που ενυπήρχε μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα στην  Ευρώπη. Κυριαρχούσε η ρασιοναλιστική ιδέα της αρμονίας, της  προόδου, της σύνθεσης των εθνών σε μια νέα παγκόσμια ορθολογική κοινότητα.  Ως κριτήρια πού επέτρεπαν σε ένα λαό να θεωρηθεί έθνος θεωρούνταν  ή σύνδεση με ένα ήδη υπάρχον κράτος, ή η ύπαρξη μιας πολιτικής ελίτ με μακρόχρονη γραπτή λογοτεχνική -διοικητική παράδοση, ή με μια αποδεδειγμένη ικανότητα για κατάκτηση. (E. Hobsbawm:37) . Τα ''μη ιστορικά έθνη'' θεωρούντο πολύ μικρά για να προσαρμοσθούν  στις οικονομικές και κοινωνικές δυνάμεις της ιστορία.

Η θέση για τα ιστορικά και μη ιστορικά έθνη –γράφει ο ιστορικός Αντώνης Λιάκος ΄-ανταποκρίνεται επιπλέον και σε ένα  σχήμα που εξηγείται από την αντίληψη που είχαν οι Μαρξ και Έγκελς  για την ιστορία ως νομοτέλεια. Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή  η ιστορία διευκολύνει την πρόοδο, απομακρύνοντας  αμείλικτα τα εμπόδια που συναντά  απ τα κατώτερα στα ανώτερα  πεδία ανάπτυξης  των παραγωγικών δυνάμεων. Ιστορικά  έθνη , θεωρούνταν  εκείνα τα οποία συνδύαζαν μεγάλο πληθυσμό , ικανό για τον καταμερισμό της εργασίας οποίος  ήταν απαραίτητος  για την ανάπτυξη του καπιταλιστικού  συστήματος , με μεγάλη και συνεκτική εδαφική έκταση για την ανάπτυξη βιώσιμου κράτους  (Αντώνης Λιάκος  :16)

Ο Α.Λιάκος επικαλείται και τον Τσέχο ιστορικό του εθνικισμού Μιροσλάβ Χροχ ο οποίος έχει υποδείξει τρεις βασικούς λόγους  της αδυναμίας των δυο φίλων του Μαρξ και του Έγκελς να δουν τη εξέλιξη των εθνών και να  σταθμίσουν το βάρος  τους στην   ιστορική  πορεία  της Ευρώπης .Ο πρώτος λόγος ήταν ότι στο ζήτημα αυτό σκέπτονταν με ιστορικές αναλογίες. Θεωρούσαν δηλαδή  ότι η μοίρα τω λαών όπως  oι Προβηγκιανοί , οι Ουαλλοί και οι Βρετόννοι, οι οποίοι εξαφανίστηκαν μέσα στα μεγάλα δυναστικά κράτη ,προοιώνιζε και τη μοίρα και των μικρών  λαών της Κέντρο ανατολικής και νοτιανατολικής Ευρώπης. Ο δεύτερος ήταν ότι θεωρούσαν  πως , αν το  έθνος ήταν υπόθεση της αστικής τάξης άρα οι κοινωνίες  χωρίς αστική τάξη δεν είχαν καμία πιθανότητα να δημιουργήσουν έθνη. Και ο τρίτος  ότι πίστευαν  πως ο καπιταλισμός θα κατέστρεφε τους μικροαστούς και θα τους προλεταριοποιούσε ( Αντώνης Λιάκος: 22)



Ένας δεύτερος κοινός παρονομαστής των μαρξιστικών προσεγγίσεων είναι ο υπαινιγμός ότι η εθνική διαπάλη αποτελεί μορφή της ταξικής διαμάχης, και ότι  οι εθνικές ή εθνοτικές αντιπαραθέσεις υποκρύπτουν ταξικές αντιπαραθέσεις, με τον τρόπο πού έδειξε ο Οtto Bauer στην ανάλυση των εθνοτικών διαφοροποιήσεων στην Αυτοκρατορία των  Αψβούργων  (Charles  Herod: 52-53.)

 Ο Βαuer υποστήριξε  ότι το εθνικό μίσος δεν ήταν παρά μετασχηματισμένο ταξικό-μίσος: ερευνώντας την αναπτυσσόμενη αντιπαλότητα μεταξύ των εθνικών  ομάδων στην Αυτοκρατορία των  Αψβούργων, εστίασε την προσοχή του στα  οικονομικά συμφέροντα  πού υπέβοσκαν  πίσω από τις εθνικές αντιθέσεις ,όπως τα ανεδείκνυε ο ανταγωνισμός μεταξύ Γερμανών και μη Γερμανών εργατών στην αυτοκρατορία. Οι Γερμανοί εργάτες ήσαν ευνοημένοι σε σχέση με τους άλλους εργάτες, τοποθετημένοι σε εξειδικευμένες  και εποπτικές θέσεις έτσι ώστε η συλλογικότητα των Γερμανών ως εθνική ομάδα να επιδεικνύει υψηλότερα πολιτιστικά επιτεύγματα .Τα μη Γερμανικά  εργατικά κινήματα συμπέραναν ότι τα πολιτισμικά επιτεύγματα είναι παράλληλα με τα οικονομικά αποτελέσματα, ανέπτυξαν συνεπώς προγράμματα προσανατολισμένα στην ανάπτυξη των δικών τους  εθνικών πολιτισμών. Αποτέλεσμα: η εθνοτική  αντιπαλότητα, πού ξεκίνησε από την πλευρά των  Γερμανών για να αφυπνίσει το μίσος των μη  Γερμανικών μειονοτήτων

Στην τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα και στις πρώτες του 2οου αιώνα διεξάγεται στην  Β Σοσιαλιστική Διεθνή μια μεγάλη θεωρητική συζήτηση για το έθνος , συζήτηση  στην οποία συμμετέχουν Οι Κ. Κάουτσκι, Οττο  Μπαουερ, Ροζα Λουξεμπουργκ κ.α. Προέκταση της συζήτησης αυτής είναι  και οι θέσεις για το εθνικό ζήτημα πού διατυπώνονται από  τον  Λένιν ( Το δικαίωμα των εθνών για αυτοδιάθεση  1910  ) και του Ι. Στάλιν (Ο Μαρξισμός και το εθνικό ζήτημα 1913)) Αυτή η συζήτηση αξίζει την προσοχή μας, σε ότι αφορά κυρίως στις απόψεις των δυο αντίθετων ''πόλων''  του ''ορθόδοξου ''Κ.Καουτσκι και του αυστρομαρξιστή Οττο  Μπάουερ : O K.Kαουτσκι καθορίζει τα έθνη με βάση το  κριτήριο της γλώσσας  πού  συμπληρώνεται  από το τόπο εγκατάστασης Το έθνος συνδέεται με το αστικό κράτος το οποίο τείνει να συγκροτηθεί ως εθνικό, επιβάλλοντας στο  εσωτερικό  του μια ενιαία γλώσσα για να επιτύχει την δημιουργία ενιαίας αγοράς   ( Δημήτρη Γιαννούλη , -Χριστίνα Γιαννούλη , :30.κ.ε) H συζήτηση ξεκίνησε  με ένα άρθρο του  Καουτσκι   ( Charles  Herod: 42)πού αφορούσε στα εθνοτικά προβλήματα της αυτοκρατορίας των  Αψβούργων, όπου επισημαίνονταν  ότι ο Τσεχικός λαός δεν είχε ελπίδα προόδου και υψηλότερων οικονομικών επιτευγμάτων χωρίς την αφομοίωση της γερμανικής γλώσσας και ίσως και την εξαφάνιση της Τσεχικής γλώσσας. Το 1898  πρότεινε μια ομοσπονδιακή λύση πού θα έλυνε το πρόβλημα των μικρών εθνικών ομάδων στην Αυτοκρατορία των Αψβούργων, μια ομοσπονδία βασισμένη στη γλώσσα.

 O Otto Bauer συμφώνησε με την ομοσπονδιακή λύση αλλά διαφωνησε με την βασική θέση του Κάουτσκι σε ότι  αφορά τη μοίρα των μικρών εθνικών ομάδων. Υποστήριξε ότι με την ανάπτυξη του καπιταλισμού τα μικρά έθνη δεν τείνουν να εξαφανισθούν αλλά αντίθετα να αφυπνισθούν και νέα σχηματίσουν βιώσιμα έθνη κράτη και ανέπτυξε τρεις νέες έννοιες για το έθνος: το έθνος ως μια κοινότητα προορισμού, την αφύπνιση των εθνών χωρίς ιστορία, και  την  θεώρηση του εθνικού μίσους  ως αντανάκλαση του ταξικού μίσος ( Charles  Herod: 43-46  ) 

 Το βιβλίο του Otto Bauer « το εθνικό ζήτημα και η Σοσιαλδημοκρατία ( 1907))αποτέλεσε την πρώτη συστηματική θεωρητική  διαπραγμάτευση του εθνικού ζητήματος εντός  της μαρξιστικής  παράδοση  . Ο σύντομος  ορισμός  του έθνους  του έδωσε ήταν « το έθνος  είναι το συνοδό των  ανθρώπων οι οποίοι  συνδέονται με μια κοινή μοίρα σε μια κοινότητα χαρακτήρα «Για μένα   η ιστορία δεν αντανακλά την πάλη ανάμεσα στα έθνη , αλλά το ίδιο το έθνος εμφανίζεται ως αντανάκλαση της ιστορικής πάλης.  Γιατί το έθνος εκδηλώνεται στον εθνικό χαρακτήρα , στην εθνικότητα του ατόμου. Και η εθνικότητα του ατόμου είναι μόνο μια πλευρά του προσδιορισμού του από την ιστορία  της κοινωνίας , από την ανάπτυξη των συνθηκών και της τεχνικής τα εργασίας» (Αντωνης Λιακος :29-30) 

Ο   Otto Bauerτο δεν όριζε το έθνος  με εξωτερικά εμπειρικά στοιχεία  ( λ.χ γλώσσα , όπως ο Κ Καουτσκι ) αλλά με στοιχεία εσωτερικευμένα στα άτομα που αποτελούν ένα έθνος .Τα στοιχεία αυτά  αποτελούν την «κοινότητα  χαρακτήρα». Τα μέλη , δηλαδή ,ενός έθνους ξεχωρίζουν από τα μέλη άλλων εθνών  γιατί  διαθέτουν  ένα διαφορετικό χαρακτήρα . Πως αποκτάται αυτός ο χαρακτήρας; Μέσα  από τις  κοινές εμπειρίες τις οποίες έχουν βιώσει  οι οποίες  ξεπερνάν τον ορίζοντα της κάθε γενιάς. .Αυτή  είναι  «η κοινότητα της κοινής  ιστορικής μοίρας» που στα αγγλικά έχει αποδοθεί ως community of destiny. Οι ιστορικές  συλλογικές εμπειρίες αποτυπώνονται στην κουλτούρα των ανθρώπων και στους τρόπους  με τους οποίους  προσλαμβάνουν την πραγματικότητα  και τις νέες εξελίξεις  έτσι ώστε άνθρωποι από διαφορετικά έθνη να διαθέτουν διαφορετικούς  προληπτικούς τρόπους  και επομένως  να αντιδρούν σε κοινά ερεθίσματα με διαφορετικό τρόπο( Αντωνης Λιακος:29-30)

Το έθνος, για τον Otto Bauer, είναι ένα σύνολο ανθρώπων  πού συνδέονται μεταξύ τους στη βάση της ταυτότητα των  χαρακτήρων τους. Αυτή η κοινότητα είναι το  αποτέλεσμα συγκεκριμένων συνθηκών της κοινωνικής ζωής, μια ιδιαίτερη  ιστορική κατηγορία πολιτιστικής τάξης πού στηρίζεται στην ύπαρξη ενός διαμορφωμένου εθνικού χαρακτήρα''  πού δημιουργείται μέσα από την ιστορική επανάληψη της σχέσης της ομάδας με τις συνθήκες ύπαρξης της '' Το έθνος είναι το σύνολο των ανθρώπων  πού συνδέονται μεταξύ τους  μέσω  ενός κοινού προορισμού σε μια κοινότητα χαρακτήρα»(Tom   Bottomore :107)

Η  αφύπνιση-κατά  Bauer- των εθνών «χωρίς ιστορία» αφορούσε  σε εκείνα ακριβώς τα έθνη πού ο Εγκελς θεωρούσε ανίκανα να αποκτήσουν ιστορική ζωή (Charles  Herod: 48)O Bauer αντίθετα  ισχυριζόταν ότι « Ο καπιταλισμός και ο  ακόλουθος του, το σύγχρονο κράτος ενεργοποίησαν παντού μια διεύρυνση της πολιτιστικής κοινότητας προσκαλώντας τις μάζες να συμμετάσχουν στην  αναγέννηση  μιας εθνικής κουλτούρας ».Ετσι  ο Bauer ταυτιζει  σχεδον την τάση εθνικοποίησης του κόσμου  με την  αφύπνιση των εθνών πού θα ζητήσουν την ανεξαρτησία τους. Το βασικό συμπέρασμα  του ήταν  ότι ο καπιταλισμός όχι μόνο δεν οδήγησε στην δημιουργία ενός μη-εθνικού ταξικά συνειδητού προλεταριάτου αλλά αντίθετα σε ένα εθνικά -ταξικά-συνειδητόπρολεταριάτο πού αξιολογούσε  πάνω από όλα την εθνική αποκλειστικότητα  (Charles  Herod: 52,53)

 Καθήκον της Σοσιαλδημοκρατίας –κατά Bauer -ήταν να επανασυνδέσει το προλεταριάτο με την εθνική κουλτούρα, καθώς, η πρόοδος στο δρόμο του σοσιαλισμού, συμβαδίζει με την ανάπτυξη της πολιτιστικής διαφοροποίησης ανάμεσα στα έθνη και «αναγκαστικά »οδηγεί στην πραγματοποίηση της αρχής της εθνότητας. Η σοσιαλιστική κοινωνία  βαθμιαία  θα  κατασκεύαζε πάνω από την εθνική κοινότητα ένα ομοσπονδιακό  κράτος στο οποίο οι κοινότητες των ιδιαίτερων εθνών θα ενσωματώνονται ξανά. Έτσι  η αρχή της εθνότητας  μεταλλάσσεται  σε εκείνη της εθνικής αυτονομίας, από έναν κανόνα για τον σχηματισμό των εθνών σε ένα  κανόνα για το κρατικό σύνταγμα. Η σοσιαλιστική αρχή της εθνότητας θα συμβάδιζε με την ανάπτυξη της  πολιτιστικής διαφοροποίησης την υψηλότερη ενότητα της αρχής της εθνότητας και της εθνικής αυτονομίας( Οtto Bauer ,στο Tom   Bottomore: 115,116)'' Εν τέλει ο Οtto Bauer διέβλεπε την δυνατότητα μιας εξελικτικής σοσιαλιστικής εξέλιξης πού θα οδηγούσε στην ολοκλήρωση κάθε έθνους με την σταδιακή πρόσβαση στον ιδιαίτερο εθνικό πολιτισμό του

 Ο Κ. Κάουτσκι ασκώντας κριτική στον ορισμό  του  Βauer για το έθνος (Charles  Herod :54 )  υποστήριξε ότι ο ορισμός του έθνους ως «κοινότητα προορισμού « είναι  πολύ  ασαφής –καθώς  «κάθε κοινωνική ομάδα αποτελεί μια'' κοινότητα προορισμού''»- και ότι ο Bauer δεν κατενόησε την λειτουργία της γλώσσας ως την πρωταρχική σταθερά  στην ιστορική ανάπτυξη του έθνους .

Διαφώνησε  με την θέση του Bauer για την ανάπτυξη της αρχής   της   εθνότητας      στον σοσιαλισμό ,υποστηρίζοντας ότι η εξάπλωση του διεθνούς εμπορίου θα  οδηγούσε αναπόφευκτα στην ανάπτυξη μιας παγκόσμιας  γλώσσας  ,ιδιαίτερα μεταξύ των εμπορικών κοινοτήτων, πού θα οδηγούσε στο σμίξιμο των εθνών σε μια διεθνή πολιτιστική κοινότητα . Σύμφωνα με τον Κάουτσκι ''Ποτέ  μια καθαρά εθνική κουλτούρα  δεν ήταν τόσο λίγο πιθανή όσο σήμερα'' (Charles  Herod:59 )To προλεταριάτο είναι σε κυρίαρχο βαθμό διεθνές  στον  προσανατολισμό του. Όταν η Σοσιαλδημοκρατία θα κυριαρχούσε μεταξύ των εθνών της Ευρώπης, η εκπαίδευση πού θα παρεχόταν στις λαϊκές μάζες θα τους προσέφερε  την πιθανότητα να κατέχουν περισσότερες γλώσσες και έτσι να συμμετέχουν στην Διεθνή κουλτούρα και όχι μόνο σε μια ειδική εθνική κουλτούρα μια ιδιαίτερης κοινότητας και γλώσσας.





γ) Στη συζήτηση για την τύχη της Ρωσικής Αυτοκρατορίας διασταυρώθηκαν τα πυρά ανάμεσα στον Λένιν και στην Ρόζα Λούξεμπουργκ. Η κριτική της Ρόζας Λούξεμπουργκ στο πρόγραμμα της ρωσικής  σοσιαλδημοκρατίας (μενσεβίκοι και μπολσεβίκοι μαζί) ότι τα έθνη που αποτελούσαν τον Ρωσική Αυτοκρατορία  θα είχαν  το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης έως και του αποχωρισμού από το κράτος, κινήθηκε σε τρία επίπεδα .Το πρώτο αφορούσε την κριτική της αρχής ότι κάθε έθνος έχει το δικαίωμα να καθορίζει το ίδιο την τύχη του . Υποστήριζε  ότι παρόμοιες αρχές ,όπως το δικαίωμα στην εργασία  αποτελούσαν φράσεις χωρίς περιεχόμενο .

Το δεύτερο αφορούσε  τον ουτοπικά χαρακτήρα της εθνικής αυτοδιάθεσης και μάλιστα μικρών λαών , εφόσον η ιστορική  τάση ήταν η δημιουργία μεγάλων κρατικών  οντοτήτων .Ακόμη και η ύπαρξη μικρών  κρατών όπως ήταν η Ελλάδα και τα υπόλοιπα  βαλκανικά κράτη , θεωρούνταν αποτέλεσμα προσωρινής διεθνούς συγκυρίας .

Το τρίτο αφορούσε στην κριτική της έννοιας του έθνους ως οντότητας Θεωρούσε τις ταξικές διάφορες  ισχυρότερες  από την εθνική  ενότητα και τα εθνικά κινήματα ως αστικά κινήματα.

. Τέλος θεωρούσε , αναφερόμενη στην Πολωνία  , ότι η οικονομία  της ήταν  τόσο στενά δεμένη με την Ρωσική , εφόσον η Ρωσία α αποτελούσε  την αγορά  της πολωνικής  βιομηχανίας , ώστε κάθε σκέψη πολωνικής ανεξαρτησίας να αποδείχνεται ανεδαφική. (Αντώνης  Λιακος:  26 ,27)

Ο Λένιν  στην κριτική του στην Λούξεμπουργκ υποστήριξε ότι η φάση της τελικής νίκης του καπιταλισμού επί του φεουδαλισμού συνδέεται με τα εθνικά κινήματα .Η υλική βάση αυτών των κινημάτων συνίστατο στο γεγονός ότι για να αποκτήσει η αστική τάξη πλήρη έλεγχο επί της αγοράς έπρεπε να εξασφαλίσει την πολιτική ένωση εδαφών στα οποία ο πληθυσμός θα  επικοινωνούσε, δηλαδή θα ήταν  ομόγλωσσος. Επομένως η τάση κάθε  εθνικού κινήματος ήταν ο σχηματισμός εθνικού κράτους το οποίο ανταποκρινόταν στις ανάγκες  της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Άρα η δημιουργία εθνικών κρατών στην Δυτική Ευρώπη αποτελούσε πρότυπο για όλο τον κόσμο. Το εθνικό κράτος  ήταν για τον Λένιν ο τύπος του κράτους που ανταποκρινόταν στην εποχή του καπιταλισμού γιατί εξασφάλιζε την ανάπτυξη του. Ο Λένιν σκεπτόταν την επανάσταση κατά στάδια. Πρώτα η ολοκλήρωση του καπιταλισμού  και μετά ο σοσιαλισμός ,ο οποίος θα στηριζόταν στην κοινωνική δυναμική που θα είχε  απελευθερώσει ο καπιταλισμός. Η διαδικασία αυτή δεν θεωρούσε ότι θα συνέβαινε  διαφορετικά  στην Ασία και  στα Βαλκάνια  από ο,τι στην Δυτική Ευρώπη  (Αντωνης Λιακος:27,28)

 Ενδιαφέρον έχει και ο ορισμός του Στάλιν για το έθνος : «το έθνος είναι μια ιστορικά διαμορφωμένη σταθερή κοινότητα γλώσσας , εδάφους οικονομικής  ζωής  ψυχοσύνθεσης  που η τελευταία εκδηλώνεται στην κοινότητα κουλτούρας» (Αντωνης Λιακος :37) Η σημασία  αυτού του ορισμού του Στάλιν ήταν η αναζήτηση και η διατύπωση αντικειμενικών κριτηρίων  για να οριστεί  μια συλλογικότητα  ως έθνος η όχι. Με βάση τα κριτήρια αυτά  λ.χ  ονομάζει τους Εβραίους « χάρτινο έθνος » γιατί δεν περνούν το κριτήριο της γλώσσας  και του κοινού εδάφους. Ο Στάλιν επέμενε ότι το έδαφος ήταν αποφασιστικό κριτήριο  για ένα έθνος , και σε αυτό το σημείο εξέφραζε την αντίθεση  του στη θεωρία της εξω-εδαφικής οργάνωσης των αυστρομαρξιστών.  Η διασπορά ( αναφερόταν  στην αρμένικη και την εβραίικη)  δεν συγκροτούσε έθνος.

Το έργο του Στάλιν –σύμφωνα με τον Α.Λιάκο -θα πρέπει να το διαβάσουμε στα συμφραζόμενα της εποχής του .Το ερώτημα που απασχολούσε τους Μπολσεβίκους  και στο οποίο επιχειρεί  να απαντήσει είναι ποιες από τις  εθνικού τύπου συλλογικότητες  της αχανούς Ρωσικής  Αυτοκρατορίας ( πάνω από  100) έπρεπε να αποκτήσουν  το στάτους του έθνους μ ώστε να  υποστηριχτεί το δικαίωμα  του αποχωρισμού από το κράτος , και ποιες όχι,. (Αντωνης Λιακος: 38)

Μια ενδιαφέρουσα παραλλαγή  των μαρξιστικών θεωριών για το έθνος ήταν αυτή που αναπτύχτηκε   στα αντιαποικιακά κινήματα Μετά την Ρωσική επανάσταση και έως την  επανάσταση των ισλαμιστών  στο Ιρανή , για  60 περίπου χρόνια , εκτός από  λίγες  αποκλίσεις  η πολιτική  γλώσσα μέσω της οποίας αρθρώθηκαν τα εθνικά και κοινωνικά   αιτήματα  των αποικιοκρατούμενων εθνών ήταν ο μαρξισμός . Αυτή η γλώσσα εξασφάλιζε  την επικοινωνία αλλά και την μετάφραση  το τοπικού στο εθνικό  και του εθνικού στο καθολικό ,  Αυτή η μετάφραση  την οποία εξασφάλισε ο μαρξισμός είχε μεγάλη σημασία ., Στο βαθμό που ο μαρξισμός  ως γλώσσα εξέφραζε  αιτήματα  στον ίδιο βαθμό σύσταινε , δημιουργούσε , κατασκεύαζε  τα υποκείμενα  που άρθρωναν αιτήματα  (Αντωνης Λιακος: 42)

Η συνεισφορά του Γκράμσι :Ο  Γκράμσι δεν έγραψε  συστηματικά μια θεωρία  του εθνικισμού όπως ο Μπάουερ . Η συνεισφορά του   είναι έμμεση και προκύπτει αφενός από τη ανάλυση της ιδεολογίας και την επεξεργασία  της έννοιας της ηγεμονίας » αφετέρου από την ερμηνεία του Risorgimento  ως « λειψής επανάστασης » ως «revoluzione mancata ». Η θεωρία του  για την ιδεολογία βρισκόταν σε αντίθεση τόσο με  τη  αντιπαράθεση  ιδεολογία θεωρίας (Μαρξ) οσο και με τις σύγχρονες  του θεωρίες  της « ιδεολογίας ως ψευδούς συνείδησης » (  Λουκατς ) και της  ιδεολογίας ως εποικοδομήματος ( Στάλιν )( Αντωνης Λιάκος :51)

Ο Γκράμσι ανέπτυξε μια θεωρία της ιδεολογίας ως συστήματος ιδεών  το οποίο διαστρωματώνεται  σε μια κλίμακα από το φολκλόρ, έως την φιλοσοφία και την υψηλή λογοτεχνία . Η  ιδεολογία γίνεται ηγεμονική όταν μπορεί να μεταφράσει τις επιθυμίες των μαζών σε ιδέες , άξιες  και συγκεκριμένες κατευθύνσεις  δράσης. Ο όρος «εθνική ιδεολογία» αποκτά  στον Γκράμσι  μια ποιοτική σημασία , γιατί δείχνει την ικανότητα να μεταφραστεί το λαϊκό ,το πληβειακό, το επιμέρους κι ανεπεξέργαστο σε όρους λογοτεχνίας. Για τον λόγοι αυτόν προβάλλει το έργο ων ελλήνων  τραγικών ποιητών και του Σαίξπηρ  ως πρότυπα αυτής της συνάρθρωσης  , της επεξεργασίας   και της μετατροπής  της λαϊκής κουλτούρας  σε εθνική. Επομένως  ο όρος εθνικός αποκτά την έννοια του ηγεμονικού.  Αυτό είναι το νόημα της φράσης  του ότι το προλεταριάτο πρέπει να γίνει  μια εθνική τάξη . Αυτό που προκύπτει από το έργο του Γκραμσι  είναι ότι το έθνος δεν είναι μια  κοινότητα που  σχηματίζεται  αυθόρμητα  πάνω στη βάση της σύμπτωσης  ορισμένων χαρακτηριστικών, αλλά μια  κοινότητα  η οποία δομείται συνειδητά πάνω στην ικανότητα ορισμένων  τάξεων να υποδυθούν ηγεμονικούς ρόλους,επομένως να  μετασχηματίσουν σε εθνικά τα διάσπαρτα  λαϊκά στοιχεία  αλλά όχι μόνο : ο Γκραμσι γράφει και για τον   εθνικό μετασχηματισμό  και των στοιχείων της κοσμοπολίτικης κουλτούρας , όπως είναι η καθολική αλλά και οι κληρονομιές  της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας  και του αναγεννησιακού ουμανισμού.  (Αντωνης Λιακος: 52) Το έθνος  δημιουργείται χτίζεται, κατασκευάζεται από κοινωνικές τάξεις οι οποίες επιδιώκουν την κοινωνική και επομένως   και την πολιτισμική  ηγεμονία . Βέβαια, γράφοντας γι αυτή την διαδικασία ο Γκράμσι, εννοεί την αναγκαιότητα  μιας ριζοσπαστικής – γιακωβινικης   φάσης στη δημιουργία   του έθνους , δηλαδή μιας  πολιτικής κινητοποίησης η οποία θα ολοκληρώσει τον αστικό μετασχηματισμό των θεσμών  και των νοοτροπιών   με αποτέλεσμα  να ομοιογεειοποιησε το έθνος .. Δεν αποκλείει  όμως ότι το έθνος μπορεί να προέλθει και ως αποτέλεσμα  μεγάλων εξωτερικών μεταβολών  όπως στην συγκεκριμένοι περίπτωση της Ιταλίας ήταν οι Ναπολεόντειοι Πόλεμοι. Την  διαδικασία  αυτή την περιέγραψε ως «παθητική επανάσταση ». (Αντωνης Λιακος: 53 )




Gill Page , οι Έλληνες πριν τους Οθωμανούς , ο Εθνισμός στο Ύστερο Βυζάντιο , μετάφραση Γιάννης Αβραμίδης- Αργύρης Παπασυριόπουλος .εκδόσεις Θύραθεν-Cambridge University Press, 2014 Βιβλιοπαρουσίαση του Πέτρου Π. Θεοδωρίδη Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΕΝΕΚΕΝ



Gill  Page , οι  Έλληνες πριν τους Οθωμανούς , ο Εθνισμός στο Ύστερο Βυζάντιο , μετάφραση Γιάννης Αβραμίδης- Αργύρης  Παπασυριόπουλος .εκδόσεις Θύραθεν-Cambridge University Press, 2014
                                                                Του  Πέτρου Π. Θεοδωρίδη
Η Gill Page  ,ειδικευμένη  στην Μεσαιωνική βυζαντινή ιστορία με  διδακτορική διατριβή με θέμα την ελληνική εθνοτική ταυτότητα   στα χρόνια της Φραγκοκρατίας, με το βιβλίο της  αυτό,  αναδεικνύει άγνωστες πτυχές του Βυζαντινού ύστερου Μεσαίωνα ,αποκαλύπτει τις νοοτροπίες και ιδεολογίες της εποχής εκείνης, εστιάζοντας ιδιαίτερα στις εθνοτικές ταυτότητες των Ελλήνων και στις σχέσεις τους με τους δυτικούς κατακτητές. Ας δούμε μερικές από τις  παρατηρήσεις αυτού του άκρως ενδιαφέροντος βιβλίου  :
Σύμφωνα  με την Page  μπο­ρούμε πράγματι να μιλάμε για ύπαρξη ρωμαϊκής εθνοτικής ταυτότητας την παραμονή της φρα­γκικής κατάκτησης του 1204.Τούτη η ταυτότητα είχε τρεις μείζονες συνιστώσες:πο­λιτική, θρη­σκευτική και πολιτισμική. Η πολιτική συνιστώσα εδραζόταν στο γεγο­νός της αυτοκρατορικής εξουσίας της Κωνσταντινούπολης και, δυνάμει, την μοιράζονταν από κοινού οι υ­πήκοοι της αυτοκρατορίας. Η ρω­­μαϊκή αυτοκρα­τορική εξουσία συνδεόταν άμεσα με την ιδέα ότι ό­λοι ό­σοι ζούσαν εντός των συνόρων της ήταν Ρω­μαίοι η ιδιό­τη­τα του Ρω­μαίου α­ντιπαραβαλλόταν με εκείνη του βαρβάρου, στη βάση ε­νός δυ­α­δικού μοντέλου: οι Ρωμαίοι ήταν αρ­χαίοι και πολιτισμένοι, οι βάρβαροι ήταν νεήλυδες, νομάδες και χωρίς αξιόλογους θεσμούς· οι Ρω­μαίοι ήταν χρι­στιανοί, ενώ οι βάρβαροι πα­γα­νι­στές· οι Ρωμαίοι ζού­σαν ε­ντός της ε­πικράτειας, οι βάρβαροι εκτός: δεν είχαν πόλεις, ήταν νομάδες, ζούσαν στην ύπαιθρο, δεν είχαν γραπτούς νόμους, η συμπε­ρι­­­­φο­ρά τους ήταν ανεξέλεγκτη. δεν ήξεραν ελληνικά, ήταν απαίδευτοι.
 Ιδιαίτερα σε  ότι αφορά στη θρησκευτική συνιστώσα της ρωμαϊκής ταυτότη­τας η συγγραφέας  μας θυμίζει πως  η Βυζαντινή Ρωμαϊκή αυτοκρατορία –η οικουμένη– ήταν η επί γης βασιλεία των χριστιανών· το να είσαι χριστιανός σή­μαι­­νε ότι ήσουν υπήκοος της αυτοκρατορίας, και αντιστρό­φως. Συ­νε­πώς ο ρόλος του αυτοκράτορα ως επίγειου ηγεμόνα ή­ταν ιερός.Παρ’ ότι υπήρχαν ανέκαθεν θρησκευτικές αι­ρέσεις ε­ντός της βυζαντινορωμαϊκής οικουμένης, το ορθόδοξο δόγ­μα σταδι­α­κά επι­βλή­θηκε ως το μόνο έγκυρο και συνδέθηκε στενά με τον αυτο­κρα­τορι­κό θεσμό· οι δεσμοί σφυρηλατήθηκαν την πε­ρί­ο­­δο της Εικο­νο­μαχίας κυ­ρίως  οπότε η νομι­μό­τη­­τα της εξουσίας συν­δέ­θηκε άρρηκτα με την θρη­σκευτική Ορθοδοξία.
Αυτή όμως η πολι­τι­κή έκφαν­ση της θρησκευτικής ταυτότητας συνάντησε μεγάλες δυ­σκο­λίες καθώς συγκροτούνταν πολ­­λά χριστιανικά κρά­τη που δεν α­να­­γνώ­ρι­ζαν την βυζαντινορωμαϊκή υπεροχή – είτε με την έν­νοια της πο­λι­τικο-θρησκευτικής πρωτοκαθεδρίας, είτε με την έννοια ότι δεν α­να­γνώ­ρι­ζαν την ορθότητα της Ορθοδοξίας. Οι εξωτερικές εκ­φάν­σεις της ορ­θό­δο­ξης θρησκείας ταυτίζονταν ολοένα και πε­ρισ­σό­τε­ρο με τη ρω­μα­ϊ­κό­τητα, με τρόπο που περιόριζε την Ορθόδοξη πί­στη σε μία μόνο ο­μάδα Χριστιανών, ώσπου τελικά ήταν φανερό πως μό­­νο οι Ρω­μαίοι μπο­ρού­σαν να είναι Ορθό­δο­ξοι, πράγμα που ερχόταν σε αντί­φα­ση με το ιδεώ­δες του θρησκευτικού οικουμενισμού. Από την άλλη, η Ορθοδοξία εξαπλωνόταν πέρα α­πό τα σύνορα της βυζαντινο­ρω­μαϊ­κής επικράτειας· έτσι το κράτος έ­χανε την αποκλειστικότητα του ιε­ρού του ρό­λου και, με­γάλο μέρος του ιδεολογικού του ο­­πλο­στα­σίου. Η  ταξινόμησή των βαρ­βάρων γινόταν όλο και πιο δύσκολη όταν αυτοί άρχισαν να εκχριστιανίζονται (π.χ οι Βούλ­γα­­ροι) και  σχηματίστηκε  έτσι   μια σκιώδη ζώνη που ιδεολογικά δεν ή­ταν ούτε ρω­μα­­ϊκή ούτε εξ ολοκλήρου βαρβαρική: οι « μιξοβάρβαροι»
Πέρα από την  πο­λιτική και τη θρησκευτική όψη της,η βυζαντινορωμαϊκή ταυτότητα –σύμφωνα πάντα με την Gill  Page  -είχε και την γλωσσική. Στην ανατολή τα ελληνικά πάντα υπήρχαν ως μια –τουλάχιστον παράλληλη– γλώσσα , πάνω απ’ όλα ήταν η γλώσσα της καθη­με­ρι­νής επικοινωνίας, των συναλλαγών και του πολιτισμού, η  γλώσσα της φιλοσοφίας και  η πιο χρήσιμη κοινή γλώσσα . Για την εθνο­τι­κή ρω­μαϊ­κή ταυτότητα η ελληνομάθεια είχε θεμελιακό χαρακτήρα. Όμως θα πρέπει να ξεχωρίσουμε  την τεράστια πλειονότητα η οποία δεν είχε καμία εκπαίδευση  από την πολύ μικρή μειονότητα εκείνων που σπού­δα­ζαν στην Κωνσταντινούπολη και εξοικειώνονταν με τα αρχαία πρότυ­πα. Απόρροια του τεραστίου χάσματος παιδείας ανάμεσα στην άρ­χου­σα ε­λίτ και τη μεγάλη μάζα του πληθυσμού ήταν η διγλωσσία .Παιδεία και γλώσσα ήταν ένας διχαστικός παράγοντας με­τα­­ξύ πρωτεύουσας και ε­παρ­χιών.
Στις συνθήκες κρίσης του 12ου αιώνα, κατά την Gill  Page,η ελληνική γλώσσα έγινε ακόμη πιο σημαντική ως τρόπος αυτο­προσ­διορισμού μιας ομάδας πολιορκημένης από άλλες α­πει­λητι­κές ο­μά­δες. Οι Φράγκοι  εν τελει  με­τέβα­λαν και τα γλωσσικά  δεδομένα: τα ελληνικά, εν μέρει τουλάχιστον, έπαψαν να εί­ναι η γλώσσα της εξουσίας
Η ονοματοθεσία Ελλην και Γραικός  ενείχε και αυτή την σημασία της σύμφωνα με την συγγραφέα:      Στη χριστιανική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, για αιώνες η χρήση του ονόματος  ‘Ελληνείχε μει­ωτικό χαρα­κτή­ρα καθώς .τα ελληνικά θεωρούνταν  γλώσσα του πα­γα­νισμού στο εσωτερικό της ανατολικής αυτοκρατορίας. Όμως παρά τις αρνητικές συνδηλώσεις, ο ελληνισμός απέκτησε τεράστια σημασία στους κύκλους της κωνσταντινουπολίτικης ελίτ του 12ου αιώνα. Ορισμένοι Βυζαντινορωμαίοι συγγραφείς άρ­χισαν να αυτοαποκαλούνται  Έλληνες, και το  Ελλην --σύνδεση με ένα έν­δοξο παρελ­θόν- χρησιμοποιήθηκε προς επίρρωση του κύρους των Βυζαντινορωμαίων. Πέραν της κωνσταντινουπολίτικης ελίτ ό­μως, οι α­ντι­λήψεις για τους αρχαίους ήταν πολύ διαφορετικές, από τον μεσαίωνα μέχρι τα νεώτερα χρό­νια η λα­ϊ­κή α­ντί­­­ληψη για τους Έλληνες ήταν πως υπήρξαν κάποτε στο πα­ρελ­θόν μια μυθική φυλή γι­γά­ντων
 Στους πρώτους αιώνες της αυτοκρατορίας, το εθνώνυμο Γραικός, που προέρχεται από τη λατινική ονομασία για τους αρχαίους Έλ­λη­νες, χρησιμοποιούταν ευρέως, ως λιγότερο μειωτικό, αντί του  Ἕλλην .Ωστόσο, από τον 9ο αι­ώνα και μετά το Γραικός περιέπεσε σε αχρησία, εξαιτίας του ότι οι δυ­τι­κοί α­ποκαλούσαν έτσι (Graeci) τους κατοίκους της αυτοκρατορίας και τον ηγεμόνα τους imperator Graecorum. Οι βυζαντινορωμαίοι το εισ­έ­­πρατταν ως προσ­βολή, ως άρνηση της ρωμαϊκής αυτοκρατορικής κλη­ρονομιάς τους.
Για την συγγραφέα η  φραγκική κατάκτηση υπήρξε γεγονός καταλυτικό για τη βυ­ζα­ντινορωμαϊκή ταυτότητα: Επέφερε μια ρήξη ανάμεσα στη ρωμαϊκή θρη­σκευ­τι­κή ταυτότητα και την αντίστοιχη πολιτική και σφυρηλάτησαν  νέες εθνοτικές ταυτότητες. το γε­γο­νός ότι οι α­­­­­φέντες ήταν Λατίνοι και όχι Ρωμαίοι ανέδειξε τις πολιτι­σμι­κές και θρη­­­σκευτικές διαφορές μεταξύ Ρωμαίων και Λατίνων, δίνο­ντάς τους πρόσθετη δύναμη ως εκδηλώσεων της ρωμαϊκότητας κόντρα στη «λα­τι­νικότητα», κι έτσι, μέσω της διαφοράς, οι υ­πο­τελείς Ρωμαίοι απέκτη­σαν μια νέα αίσθηση ομαδικής ταυτότη­τας. Με τη σειρά της, η ε­θνο­­τι­κή έννοια της ρωμαϊκότητας, έκφανση της οποίας ήταν τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά, ήρθε σε πρώτο πλάνο. Μπορούσες τώρα να είσαι Ρω­­μαίος χωρίς να είσαι υπήκοος του αυτοκράτορα των Ρωμαίων,πράγ­­­μα που αποδυνάμωνε το κύρος της αυτοκρατορίας.

Η Gill  Page θεωρεί ότι  επί Παλαιολόγων, αναζωογονήθηκε γι’ άλλη μια φορά η ιδέα περί πε­πρω­μέ­νου της αυτοκρατορίας, ενώ παράλληλα επιδιώχτηκε η αναψηλάφηση του αρχαιοελληνικού πα­ρελ­­θόντος. Όμως έξω από τους κύκλους της μορφωμένης ελίτ, η πολιτική -αυτοκρατορική συ­ν­ιστώσα της ρωμαϊκής ταυτότη­τας έχανε τη σπου­δαι­ότητά της, ενώ οι φραγκικές κατακτήσεις έδωσαν περαιτέρω ώθη­ση στις χωριστικές τά­σεις που είχαν ήδη εκδηλω­θεί στα τέλη του 12ου αιώνα. Παρ’ όλο που οι Βυ­ζαντινορωμαίοι μπόρεσαν να επανε­δραι­ώ­σουν την εξουσία τους στην Πε­λοπόννησο τον 14ο αιώνα, για πολλούς ντόπιους η ρω­μαϊκή ταυτότητα σχετιζόταν πολύ περισσότερο με την καταγωγή, και  την Ορθοδοξία και την πολιτισμική σκευή.Η φρα­γκική κατάκτηση διέσπασε τον ρωμαϊκό κόσμο, οπότε εμφανίστηκαν βιώσιμες εναλλακτικές μορφές εξουσίας είτε δυ­τι­κών είτε ντόπιων αρ­χόντων, που μπόρεσαν να εκ­μεταλλευ­τούν το χάος που είχε προκύψει. Από την άλλη, η στάση απέναντι στους δυτικούς δεν ήταν η ίδια πα­ντού, αλλά κυμαινόταν ,από τη λυσ­σαλέα αντίδραση μιας μερίδας των Κωνσταντινουπολιτών μέχρι τα θολά ε­θνοτικά περιγράμματα στην Πελοππόννησο: η συγγραφέας  υπενθυμίζει ότι σε μερικές δημώδεις μυθιστορίες της εποχής υπάρ­χουν ι­σχυρές εν­δεί­ξεις ότι ορισμένοι δυ­τικοί τρόποι και στυλ είχαν γίνει αντικείμενο θαυμασμού.
Με  ενδελεχή  ανάλυση των πηγών  της περιόδου , με γραφή πυκνή και στιβαρή , με λόγο επιστημονικό και όχι  ιδεολογικό το βιβλίο της Gill  Page αποτελεί ένα  πολύτιμο βοήθημα  τόσο για ιστορικούς της υστεροβυζαντινής  εποχής όσο και για μελετητές των ιστορικο-κοινωνικών  φαινομένων του     έθνους και εθνικισμού.

·