Μπαουμαν etiketine sahip kayıtlar gösteriliyor. Tüm kayıtları göster
Μπαουμαν etiketine sahip kayıtlar gösteriliyor. Tüm kayıtları göster

17 Aralık 2014 Çarşamba

Ζίγκμουντ Μπάουμαν: «Δεν είναι κρίση, είναι αναδιανομή πλούτου»ΠΗΓΗ www.enallaktikos.gr

ΠΗΓΗ
  http://www.enallaktikos.gr/ar10330el_zigkmoynt-mpaoyman-den-einai-krisi-einai-anadianomi-ploytoy.html#.VIzIMTPzPvY.facebook


Ζίγκμουντ Μπάουμαν: «Δεν είναι κρίση, είναι αναδιανομή πλούτου»

Ζίγκμουντ Μπάουμαν: «Δεν είναι κρίση, είναι αναδιανομή πλούτου»


Ο επίτιμος καθηγητής κοινωνιολογίας Ζίγκμουντ Μπάουμαν μιλά για την κρίση, τον καταναλωτισμό, τις μορφές αντίστασης, την ανάγκη αλλαγής νοοτροπίας και το πώς βλέπει το μέλλον.


Τη συνέντευξη πήραν η Ντίνα Δαβάκη και ο Δημήτρης Μπούκας για την εφημερίδα Η Εποχή.

Η Ελλάδα και η Νότια Ευρώπη διέρχονται μια παρατεταμένη οικονομική κρίση και δέχονται συνέχεια σκληρά μέτρα λιτότητας. Ποια είναι η γνώμη σας για αυτά που συμβαίνουν;

Τα μέτρα συνδέονται με τα δάνεια που ζητούνται. Είναι σημαντικό όμως να δει κανείς για ποιο σκοπό χρησιμοποιούνται τα δάνεια που δίνονται στην Ελλάδα. Αν χρησιμοποιούνται για ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, τότε απλά τρέφεται η ρίζα του προβλήματος και οι πολιτικές λιτότητας θα συνεχιστούν αμείωτες. Οι οικονομικές κρίσεις έχουν να κάνουν όχι με καταστροφή του πλούτου, αλλά με αναδιανομή του. Σε κάθε κρίση υπάρχουν πάντα κάποιοι που κερδίζουν περισσότερα χρήματα σε βάρος των άλλων. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, μετά την κρίση έχει παρατηρηθεί μια αργή ανάκαμψη, όμως το 93% του επιπλέον ΑΕΠ που δημιουργήθηκε, κατέληξε μόνο στο 1% του πληθυσμού.

Στα βιβλία σας έχετε πολλές φορές αναφερθεί στον καταναλωτισμό της σύγχρονης, μετανεωτερικής κοινωνίας. Σε τι βαθμό υπάρχει συμβατότητα μεταξύ καταναλωτισμού και μέτρων λιτότητας;
Μέχρι το 1970, υπήρχε μια κυρίαρχη κουλτούρα αποταμίευσης και οι άνθρωποι δεν ξόδευαν χρήματα αν δεν τα είχαν προηγουμένως κερδίσει. Μετά το 1970, και με τη συνδρομή πολιτικών όπως ο Ρέϊγκαν, η Θάτσερ και θεωρητικών όπως ο Φρίντμαν, το καπιταλιστικό σύστημα αντιλήφθηκε ότι υπήρχε παρθένο έδαφος που μπορούσε να κατακτηθεί. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ ήταν αυτή που είχε πει ότι ο καπιταλισμός αναζωογονείται μέσω νέων παρθένων περιοχών. Αλλά προέβλεψε λανθασμένα ότι όταν το σύστημα κατακτήσει όλα τα παρθένα εδάφη θα καταρρεύσει. Αυτό που δεν προέβλεψε ήταν ότι ο καπιταλισμός θα αποκτούσε την ικανότητα να δημιουργεί τεχνητές παρθένες περιοχές και να τις κατακτά. Μία από αυτές είναι οι άνθρωποι που δεν έχουν χρέη. Έτσι εφευρέθηκαν οι πιστωτικές κάρτες.

Διαμορφώθηκε λοιπόν μια κουλτούρα διαφορετική από αυτή της αποταμίευσης. Τώρα πλέον μπορούσε κανείς να ξοδεύει χρήματα που δεν είχε αποκτήσει. Η φάση μεγάλης οικονομικής ανάπτυξης, που διήρκεσε από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 μέχρι τις αρχές του 21ου αιώνα, βασίστηκε σε αυτήν ακριβώς την πίεση για δανεισμό. Κι όταν κανείς χρωστούσε η αντίδραση των τραπεζών δεν ήταν όπως παλιότερα, να στείλουν τον κλητήρα, αλλά το αντίθετο: έστελναν ένα πολύ ευγενικό γράμμα, με το οποίο προσέφεραν ένα νέο δάνειο για να αποπληρωθεί το προηγούμενο χρέος! Αυτό συνεχίστηκε για τριάντα χρόνια, μέχρι που ο Κλίντον εισήγαγε τα ενυπόθηκα δάνεια υψηλού κινδύνου, που σήμαινε ότι ακόμη και οι άνθρωποι που δεν μπορούσαν να καλύψουν τα έξοδά τους με τα έσοδα, μπορούσαν να πάρουν στεγαστικά δάνεια κλπ. Τελικά αυτή η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο και έτσι δημιουργήθηκε η χρηματοπιστωτική κρίση.

Παρόλα αυτά, η καπιταλιστική οικονομία φαίνεται να αντέχει.

Είχαμε, για παράδειγμα, το κίνημα «Καταλάβετε τη Wall Street», το οποίο έτυχε μεγάλης προσοχής από τα ΜΜΕ σε όλον τον κόσμο. Στο μόνο μέρος που δεν έγινε αισθητό ήταν στην ίδια τη Wall Street, η οποία λειτουργεί με τον ίδιο ακριβώς τρόπο! Και αυτό είναι το πρόβλημα. Κυριαρχεί η ιδέα, στο μυαλό της κας Μέρκελ και των άλλων πολιτικών, ότι ο μόνος τρόπος είναι να υποστηρίζονται οι τράπεζες για να μπορούν να δίνουν περισσότερα δάνεια. Αλλά αυτή είναι μια πολύ κοντόφθαλμη πολιτική, αφού αυτή η παρθένα περιοχή του καπιταλισμού έχει πια εξαντληθεί: Οποιοσδήποτε μπορούσε να χρεωθεί, έχει χρεωθεί! Ακόμα και τα εγγόνια σας είναι ήδη χρεωμένα, δεν υπάρχει αμφιβολία. Θα πληρώνουν αυτά τα τριάντα χρόνια καταναλωτικού οργίου. Κι ενώ στην αρχή η παρθένα περιοχή των ανθρώπων που χρεώνονται απέφερε τεράστια κέρδη, βαθμιαία τα κέρδη αυτά λιγόστεψαν και τώρα είναι μηδαμινά, σύμφωνα με το νόμο της φθίνουσας απόδοσης. Αυτό που γίνεται στην Ελλάδα τώρα είναι ότι η χώρα επενδύει σε φαντάσματα, αυτό ακριβώς είναι οι τράπεζες που δίνουν δάνεια!

Ποια είναι η διέξοδος, αν, όπως είπατε σε μια ομιλία σας, «έχει το μέλλον Αριστερά»;
Μού ζητάτε να απαντήσω ένα ερώτημα το οποίο πολύ πιο έξυπνοι άνθρωποι, όπως ο Στίγκλιτς, δυσκολεύονται να απαντήσουν.Είναι πολύ δύσκολο να βρεθούν ριζικές λύσεις. Κι εκείνο που με ανησυχεί, είναι ότι μεταξύ των πολιτικών θεσμών που έχουμε στη διάθεση μας, δεν υπάρχει ούτε ένας που να είναι σε θέση να παράσχει μακροπρόθεσμες λύσεις. Όλες οι κυβερνήσεις υπόκεινται στους, κατά τον R.D.Laing[1], διπλούς δεσμούς, που στην περίπτωση των κυβερνήσεων, για να χρησιμοποιήσω μια αναλογία, συνίστανται στις πιέσεις που δέχονται. Από τη μία για να επανεκλεγούν πρέπει να αφουγκράζονται τα αιτήματα του λαού, εκούσια ή ακούσια, και να υποσχεθούν την ικανοποίησή τους. Από την άλλη, όλες οι κυβερνήσεις, δεξιές και αριστερές, αδυνατούν να τηρήσουν τις προεκλογικές τους δεσμεύσεις λόγω των χρηματιστηρίων και των τραπεζών. Για παράδειγμα, όταν η κυρία Μέρκελ και ο κύριος Σαρκοζί συναντήθηκαν μια Παρασκευή να διαβουλευτούν για το μνημόνιο της Ελλάδας, έλαβαν και κοινοποίησαν κάποιες αποφάσεις, και έτρεμαν όλο το σαββατοκύριακο μέχρι να ανοίξουν τα χρηματιστήρια τη Δευτέρα.

Δεν ξέρω αν η άποψη του Laing είναι σωστή ή λάθος ως προς την οικογένεια, αλλά θεωρώ ότι έχω δίκιο όταν υποστηρίζω πως ισχύει στην περίπτωση των κυβερνήσεων.Ο κόσμος ψηφίζει από απογοήτευση. Εχουμε ολοένα και πιο συχνές εναλλαγές Δεξιάς και Αριστεράς. Στα πλαίσια της ίδιας κρίσης, ο αριστερός Θαπατέρο ηττήθηκε από τον δεξιό Ραχόι στην Ισπανία, ενώ στη Γαλλία ο δεξιός Σαρκοζί αντικαταστάθηκε από τον σοσιαλιστή Ολάντ. Αυτό ακριβώς εννοώ με τον όρο διπλοί δεσμοί. Από τη μία η πίεση του εκλογικού σώματος και από την άλλη το παγκόσμιο κεφάλαιο, χρηματιστήρια, τράπεζες, επενδυτές, που υπερβαίνουν οποιαδήποτε κυβέρνηση.

Μέχρι και οι ΗΠΑ είναι καταχρεωμένες. Φαντάζεστε να ζητήσουν οι δανειστές της αμερικανικής κυβέρνησης άμεση εξόφληση του χρέους; Η αμερικανική οικονομία θα καταρρεύσει εν ριπεί οφθαλμού. Σε συνθήκες διπλών δεσμών, τόσο στην ψυχολογία όσο και στην μακροοικονομία, δεν υπάρχει επιτυχής διαφυγή. Πρέπει να αλλάξει το σύστημα εκ βάθρων και αυτό χρειάζεται χρόνο.

Ναι, χρειάζεται ριζική λύση. Ποιά η γνώμη σας για τα κινήματα στη Νότια Ευρώπη; Εμείς ελπίζουμε πως τα κινήματα βάσης φαίνονται να ενισχύονται ολοένα. Είναι η πρώτη φορά, που στην Ελλάδα παρατηρούνται ομοιότητες με τα μέσα της δεκαετίας του ’70, μετά την πτώση της δικτατορίας. Υπάρχει συσπείρωση των πολιτών και νομίζουμε πως είναι πολύ καλός οιωνός και ελπιδοφόρος.

Είναι η μόνη ελπίδα. Στο «Ημερολόγιο μιας κακής χρονιάς» ο Νοτιοαφρικανός συγγραφέας Κούτσι επανεξετάζει τις βασικές αρχές που διέπουν τη σκέψη μας, τα θεμέλια του στοχασμού μας, που θεωρούνται δεδομένα. Ο αρχαίος ελληνικός όρος είναι «δόξα» και υποδηλώνει τις ιδέες με βάση τις οποίες σκεπτόμαστε, που όμως δεν αμφισβητούμε (ΣτΜ «δοξασία» στα νέα ελληνικά). Μας διευκολύνουν να κατανοήσουμε τι γίνεται γύρω μας ή τουλάχιστον έτσι νομίζουμε, αλλά δεν υπόκεινται σε έλεγχο. Τις αποδεχόμαστε σιωπηρά.  Ο Κούτσι τις θέτει σε αμφισβήτηση. Και λέει λοιπόν: «Αν θέλουμε πόλεμο, τον έχουμε. Αν επιθυμούμε ειρήνη, μπορούμε να την αποκτήσουμε. Αν αποφασίσουμε πως τα έθνη πρέπει να δρουν σε καθεστώς ανταγωνισμού και όχι φιλικής συνεργασίας, αυτό θα γίνει». Επομένως, κάθε αλλαγή είναι εφικτή.
Είναι θέμα πολιτικής βούλησης…

Στη θέση των ιδιωτικών επιχειρήσεων, μπορούμε να έχουμε συνεταιρισμούς. Oταν έκανα τη διατριβή μου για υφηγεσία στο LSE, το θέμα μου ήταν η κοινωνιολογική ανάλυση του βρετανικού εργατικού κινήματος. Πώς από την παρακμή του στο τέλος του 19ου αιώνα εδραιώθηκε και απέκτησε ισχύ τον 20ο. Δεν έγινε χάρη στις τράπεζες, ούτε χρηματοδοτήθηκε από ιδρύματα. Ενισχύθηκε όμως από το συνεταιρισμό καταναλωτών Ροτσντέιλ, που ήταν ο πρώτος συνεταιρισμός το 19ου αιώνα. Τα μέλη του αποφάσισαν να σταματήσουν να αγοράζουν από τα μαγαζιά, να μην πληρώνουν τους κεφαλαιούχους, αλλά να διανέμουν τα έσοδα του συνεταιρισμού στα μέλη του και στις τοπικές κοινότητες. Ο Ροτσντέιλ δεν ήταν ο μόνος, υπήρχαν κι άλλοι. Υπήρχαν τα ταμεία αλληλοβοήθειας, που με μια μικρή συνδρομή, τα μέλη σε περίπτωση δυσκολίας μπορούσαν να δανειστούν χρήματα και να μην καταφύγουν στην τράπεζα. Αυτά τα ταμεία δεν ήταν κερδοσκοπικά. Επομένως δεν είναι αποκύημα της φαντασίας του Κούτσι, αλλά εφικτό το να γίνουν αλλαγές. Προΰποθέτουν όμως επανάσταση στο επίπεδο της κουλτούρας και νοοτροπίας.

Στην Ελλάδα της κρίσης υπάρχουν παρόμοιες πρωτοβουλίες των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, που παρακάμπτουν το μεσάζοντα και αγοράζουν από τους παραγωγούς και πωλούν σε τιμές κόστους απευθείας στους καταναλωτές. Μόνο έτσι μπορούν να αντεπεξέλθουν οι πολίτες , των οποίων η αγοραστική δύναμη έχει μειωθεί στο μισό από τις αλλεπάλληλες περικοπές. Πρόκειται για έγκλημα…

Αν τελικά η αλλαγή νοοτροπίας έχει αρχίσει, είναι μια αργή και μακροπρόθεσμη διαδικασία, που πρέπει να υπερνικήσει ισχυρότατους αντιπάλους. Ετσι όταν μιλάμε για λύσεις, το μείζον πρόβλημα δεν είναι το να βρούμε το τι είναι αναγκαίο να γίνει. Σ’ αυτό εύκολα μπορούμε να πετύχουμε σύγκλιση απόψεων. Το θέμα είναι το ποιός θα το κάνει.

Μήπως οι αγανακτισμένοι πολίτες;

Σίγουρα όχι τα πολιτικά κόμματα, οποιασδήποτε απόχρωσης. Ούτε οι κυβερνήσεις, που δεν ελέγχουν την οικονομία, οι δυνάμεις τις οποίας είναι παγκόσμιες. Τα κράτη είναι εξ ορισμού υποχρεωμένα να δρουν στα πλαίσια της επικράτειάς τους. Η οικονομία δεν ασχολείται πλέον με το τοπικό επίπεδο, τη νομοθεσία του τόπου, τις προτιμήσεις ή σύστημα αξιών των κατοίκων του. Μόλις διαπιστωθεί σύγκρουση, παίρνουν τα laptop, τα i-pad και i-phones και μετακομίζουν σε χώρες σαν το Μπανγκλαντές, όπου βρίσκουν απρόσκοπτη πρόσβαση σε εργατικά χέρια που κοστίζουν 2 δολάρια τη μέρα.  Υπάρχει αυτό που ο Ισπανός κοινωνιολόγος Μανουέλ Καστέλς αποκαλεί «χώρο των ροών» (space of flows). Εκατομμύρια δολλάρια μεταφέρονται ελεύθερα, με το πάτημα ενός πλήκτρου στον υπολογιστή. Έτσι λοιπόν, από τη μια μεριά έχουμε την εξουσία που είναι απελευθερωμένη από τον πολιτικό έλεγχο, και από την άλλη έχουμε την πολιτική, που συνεχώς πάσχει από έλλειμα εξουσίας, μια και η εξουσία εξατμίζεται στον χώρο των ροών.

Εννοείτε ότι η πολιτική είναι τοπική, ενώ η εξουσία παγκόσμια…
Ακριβώς. Και ο πιο αδύναμος κρίκος δεν είναι η κοινότητα, η πόλη ή οποιαδήποτε άλλη μορφή τοπικότητας, αλλά το ίδιο το κράτος, που είναι παγιδευμένο μεταξύ δύο πυρών, του έθνους από τη μια και των αγορών από την άλλη. Και οι πρωτοβουλίες που αναφέρατε γεννιούνται στο υπο-εθνικό επίπεδο. Οι θεσμοί του εθνικού επιπέδου (κόμματα, κυβέρνηση, βουλή κλπ.) δε μπορούν  να αντεπεξέλθουν στη διπλή αυτή πίεση.

Οι πολίτες στην προσπάθεια τους να προστατευθούν από τις επιπτώσεις αυτών των ανώνυμων δυνάμεων της αγοράς, αντιδρούν με τον παραδοσιακό τρόπο, δηλαδή οργανώνονται με γνωστούς τους, γείτονες, με όλους αυτούς με τους οποίους αντιλαμβάνονται από κοινού πως η βελτίωση του τόπου τους θα έχει θετικό αντίκτυπο σε όλους και δεν είναι ανταγωνιστικό παιχνίδι με νικητές και ηττημένους.

Γίνεται στις μέρες μας συχνά λόγος για δίκτυα…

Ξέρετε, αντιμετωπίζω τον όρο αυτον με δυσπιστία. Τα δίκτυα έχουν να κάνουν με την επικοινωνία και η επικοινωνία περικλείει ταυτόχρονα τη δυναμική της σύνδεσης και τη δυναμική της αποσύνδεσης. Προτιμώ να μιλώ για κοινότητα, γιατί αυτός ο όρος εμπεριέχει την έννοια της δέσμευσης, κάτι που δεν ισχύει στην περίπτωση των δικτύων. Σήμερα, μπορεί κανείς να έχει εκατοντάδες φίλους σε ένα online δίκτυο και απλά κάποια στιγμή να σταματήσει να επικοινωνεί με κάποιους, χωρίς να χρειαστεί καν να εξηγήσει γιατί ή να ζητήσει συγγνώμη.

Στις τελευταίες εκλογές στην Ελλάδα, ο ΣΥΡΙΖΑ πέτυχε ποσοστό περίπου 27% για πρώτη φορά στην ιστορία. Η δέσμευσή του είναι ότι θα σταματήσει την αποπληρωμή του χρέους και τα μέτρα λιτότητας που έχουν επιβληθεί.


Από μια άποψη ήταν ευτυχής συγκυρία που η Αριστερά δε μπόρεσε να γίνει κυβέρνηση. Μπορώ να φανταστώ τη δυσκολία της θέσης της απέναντι σε πολιτικές που έχουν επιβληθεί, όχι από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά από τις ανώνυμες δυνάμεις της αγοράς. Όσο ισχυρή θέληση και καλή οργάνωση και να έχουν τα κόμματα, δε νομίζω ότι μπορούν να καταφέρουν κάτι αν δεν αλλάξει το σύστημα. Όπως ανέφερα, εκείνο που παρατηρείται σήμερα, είναι η αποκοπή της εξουσίας από την πολιτική.

Ως εξουσία αντιλαμβάνομαι την ικανότητα να κάνει κανείς κάποια πράγματα. Ως πολιτική αντιλαμβάνομαι την ικανότητα να αποφασίζει κανείς τι πρέπει να γίνει. Παλιότερα, το ζητούμενο ήταν να επιβάλλει κανείς τη δική του πολιτική ατζέντα. Ήταν δεδομένο ότι το κράτος θα υλοποιούσε την όποια ατζέντα. Σήμερα, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Δεν εννοώ ότι το κράτος είναι τελείως ανίσχυρο, αλλά ότι έχει περιορισμένα περιθώρια ελιγμών. Έτσι, μπορεί π.χ. να αποφασίσει ποιούς θα φορολογήσει περισσότερο, αλλά δεν έχει λόγο στα μεγάλα προβλήματα. Όλοι οι πολιτικοί θεσμοί που δημιουργήθηκαν μεταπολεμικά, βασίζονταν στην αντίληψη ότι το κράτος είναι ικανό να διαχειριστεί την οικονομία, την άμυνα, όπως και τις πολιτισμικές νόρμες μιας κοινωνίας. Αλλά τώρα πια η ιδέα της εθνικής κυριαρχίας αποτελεί αυταπάτη, αφού δεν υπάρχει ούτε ένα έθνος που να είναι κυρίαρχο. Ακόμη και πολύ θαραλλέοι πολιτικοί, όπως ο Λούλα στη Βραζιλία, χρειάζεται να παρακολουθούν τις αντιδράσεις των αγορών όταν υιοθετούν τη μια ή την άλλη πολιτική.

Αντίθετα, κυριαρχούν τα χρηματιστήρια που δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να παρακολουθούν τις ισοτιμίες των νομισμάτων κι όταν εντοπίσουν μια αδυναμία, να τη διογκώνουν μέχρι να πάρει διαστάσεις τεράστιου προβλήματος, μέσω των ΜΜΕ και της πληροφορικής, ώστε να οδηγήσουν σε πτώση των μετοχών και υποτιμήσεις και να δημιουργήσουν συνθήκες κερδοσκοπίας για το μεγάλο κεφάλαιο.

Πώς μπορεί να επέλθει η αλλαγή; Πώς είναι δυνατόν το σύστημα της αγοράς να παραμένει τόσο σταθερό σ’ένα περιβάλλον γενικής ρευστότητας, για να χρησιμοποιήσουμε δικούς σας όρους;

Όπως σάς είπα, δε βλέπω κάποια αρχή ικανή να επιβάλει κάτι διαφορετικό και πιστεύω ότι για να υπάρξει θα περάσουν δεκαετίες, δεν είναι κάτι που θε εμφανιστεί μέχρι τις επόμενες εκλογές. Η μόνη ριζική λύση που βλέπω είναι να εδραιωθεί ένας τρόπος ζωής, που θα καταστήσει το υπάρχον σύστημα έκπτωτο. Δηλαδή, να σταματήσει το σκεπτικό τού να δανείζεται κανείς για την απόκτηση αυτοκινήτου ή σε επίπεδο κρατών, το να καταφεύγουν σε δανεισμό για να μειώσουν τους φόρους για τους πολύ πλούσιους, και να υιοθετηθεί ένας τρόπος ζωής, που θα παρέχει σε κάποιο βαθμό ασφάλεια σε όλους. Σε τέτοιο περιβάλλον οι κερδοσκόποι δεν μπορούν να κάνουν πολλά πράγματα.

Δηλαδή ένας αντικαταναλωτικός τρόπος ζωής.


Ακριβώς. Το μισό πρόβλημα είναι ο υπερβολικός καταναλωτισμός της σπατάλης, που κυριαρχεί. Γι’ αυτό και κανένα επίδοξο κόμμα εξουσίας δεν υπόσχεται στους ψηφοφόρους πως θα πατάξει τον καταναλωτισμό. Δεν μιλάμε φυσικά για λιτότητα, αλλά για αλλαγή νοοτροπίας και τρόπου ζωής, με έμφαση στην ικανοποίηση των αναγκών και όχι την ικανοποίηση των καταναλωτών. Ο κόσμος τότε δεν θα σπαταλάει χρήματα για την απόκτηση διάφορων gadgets, όπως για παράδειγμα το να αγοράζεις καινούριο κινητό, χωρίς το παλιό να έχει βλάβη…

Αυτό γίνεται γιατί οι κατασκευαστές των gadgets διασφαλίζουν ότι μόλις εισαχθεί το νέο μοντέλο μιας συσκευής τα παλιότερα θα γίνουν παρωχημένης τεχνολογίας και αυτό ακριβώς τονίζουν όταν τα διαφημίζουν. Τέτοια τεχνάσματα χρησιμοποιούν για να παγιδεύουν τους καταναλωτές.


Φυσικά. Τα διαφημιστικά κόλπα αρχίζουν από τις διαφημίσεις στην παιδική τηλεόραση, όταν π.χ. τα νέα μοντέλα αθλητικών παπούτσιών παρουσιάζονται με τέτοιον τρόπο, που κάνει τα παιδιά να αισθάνονται πως θα γίνουν ρεζίλι στο σχολείο αν εμφανιστούν με παλιότερα. Μ’αυτόν τον τρόπο ασκούνται πιέσεις από παντού και απαιτείται θάρρος και αντοχή για να αντισταθεί κανείς στον καταναλωτισμό. Κάποιοι το κατορθώνουν και δημιουργούνται μικροί πυρήνες, όπως για παράδειγμα στην Ιταλία υπάρχει το κίνημα «slow food», που έχει εξαπλωθεί σε 160 χώρες ή το «Cittaslow», που αποσκοπεί στην επιβράδυνση του ρυθμού ζωής στα αστικά κέντρα και στη διασφάλιση της ποιότητας ζωής, αντί για την ποιότητα της κατανάλωσης. Τέτοιες πρωτοβουλίες αποτελούν «νησάκια» σε ένα αρχιπέλαγος. Από αυτό το σημείο ως τη ριζική αλλαγή νοοτροπίας είναι μακρύς ο δρόμος.  Με παρηγορεί όμως η σκέψη πως κάθε πλειοψηφία στην ιστορία ξεκίνησε ως μειοψηφία κι έτσι το ίδιο μπορεί να συμβεί και με τις κινήσεις που αναφέραμε. Δεν έχω δυστυχώς άλλο όραμα να σας προσφέρω.

Ποιός θεωρείτε ότι είναι ο ρόλος των διανοούμενων σε αυτήν την προσπάθεια;

Η διανόηση έχει γίνει κι αυτή ένα προϊόν που πωλείται και αγοράζεται και αυτό ισχύει για όλους, τόσο συντηρητικούς, όσο και προοδευτικούς. Παλιότερα, ας πούμε στη δεκαετία του ’30, υπήρχαν διανοούμενοι με κάποιο όραμα, κομμουνιστικό ή ακόμη και φασιστικό. Σήμερα οι διανοούμενοι με όραμα είναι πολύ λίγοι. Ο Μισέλ Φουκώ έχει πει ότι δεν υπάρχουν πια ολοκληρωμένοι διανοούμενοι: οι πανεπιστημιακοί στηρίζουν τα πανεπιστήμια, οι καλλιτέχνες τα θέατρα, οι γιατροί τα νοσοκομεία, η κάθε κατηγορία τα δικά της επαγγελματικά συμφέροντα. Λείπουν οι διανοούμενοι που θα στοχαστούν με πλαίσιο αναφοράς την ανθρωπότητα ολόκληρη.

Αυτή η απουσία έχει να κάνει με τη σχετικοποίηση και την εμπορευματοποίηση της γνώσης;


Οι διαδικασίες της εμπορευματοποίησης, της απορρύθμισης, του ατομισμού χαρακτηρίζουν όλες τις πλευρές της σύγχρονης κοινωνίας. Έτσι δεν υπάρχουν πια «κέντρα βάρους», σημεία συνεύρεσης, και «εργοστάσια αλληλεγγύης». Όλα είναι σκόρπια, ρευστά. Συνεργαζόμαστε στιγμιαία για την αντιμετώπιση ενός προβλήματος και στη συνέχεια μεταπηδάμε σε κάτι άλλο, όταν βαρεθούμε, και όχι όταν το πρόβλημα έχει επιλυθεί. Δεν υπάρχει αγκυροβόλι.

Αν λοιπόν, όπως περιγράφετε και στα βιβλία σας, ζούμε πια σε ένα μεταμοντέρνο, ρευστό κόσμο, μια ρευστή μετανεωτερικότητα, ποιά θα είναι η διάδοχη κατάσταση;

Χρησιμοποιώ, όπως ίσως ξέρετε, τον όρο interregnum, που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Τίτο Λίβιο για να περιγράψει την κατάσταση στη Ρώμη μετά το θάνατο του Ρωμύλου, που βασίλεψε για 37 χρόνια, όσο ήταν τότε ο μέσος όρος ζωής. Μετά το θάνατό του, ελάχιστοι Ρωμαίοι θυμούνταν τη Ρώμη πριν το Ρωμύλο. Οπότε επικρατούσε μια κατάσταση τραγικής αβεβαιότητας και έλλειψης προσανατολισμού, μέχρι να βρεθεί βασιλιάς.

Ο Γκράμσι δανείστηκε τον όρο και τον προσάρμοσε για να περιγράψει μια κατάσταση όπου οι παλιές πρακτικές δεν είναι πια αποτελεσματικές, ενώ νέοι τρόποι δεν έχουν ακόμα εφευρεθεί. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να προβλέψουμε ποιοί θα είναι αυτοί οι τρόποι. Ίσως σε άλλα σημεία της υδρογείου να έχουν ήδη βρεθεί και να μην το γνωρίζουμε. Αυτό το μαθαίνουμε πάντα εκ των υστέρων. Στη διάρκεια του 20ου αιώνα, ούτε ένα από τα γεγονότα που άλλαξαν τον ρου της ιστορίας δεν είχε προβλεφθεί. Όλα αποτέλεσαν εκπλήξεις και ο κόσμος δεν μπορούσε να πιστέψει πως συνέβαιναν. Οταν μελετούσα την ιστορία του εργατικού κινήματος στη Βρετανία και έκανα έρευνα στα αρχεία της Guardian στο Μάντσεστερ, διαπίστωσα πως ούτε μια φορά μέχρι το 1870  δεν είχε γίνει αναφορά στην βιομηχανική επανάσταση, ούτε στην κοιτίδα της, το Μάντσεστερ. Ο κόσμος δεν είχε αντιληφθεί πως ζούσε τη βιομηχανική επανάσταση. Επομένως, αν τώρα ζούμε μια μετα-ρευστή επανάσταση, μόνο τα παιδιά σας θα τη συνειδητοποιήσουν.

Αυτό είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον.


Ο συμπατριώτης σας Κορνήλιος Καστοριάδης, όταν λόγω των ριζοσπαστικών του θέσεων ερωτήθηκε αν στόχος του ήταν να αλλάξει τον κόσμο, απάντησε «Ούτε κατά διάνοια. Ποτέ δεν πέρασε από το μυαλό μου να αλλάξω τον κόσμο. Αυτό που επιθυμώ είναι να αλλάξει η ανθρωπότητα από μόνη της, όπως έκανε τόσες φορές στο παρελθόν». Αυτή είναι οπτική αισιόδοξου ανθρώπου.

Την προσυπογράφετε σε τελική ανάλυση;

Δεν θα προλάβω να το δω, γιατί είναι μακροπρόθεσμο. Όμως ελπίζω ο 21ος αιώνας να είναι αφιερωμένος στην επανασύνδεση εξουσίας και πολιτικής, μέσα από συλλογική δράση και κοινούς στόχους. Η διάκριση μεταξύ αισιόδοξης και απαισιόδοξης στάσης κατά τη γνώμη μου είναι λογικά εσφαλμένη, αφού δεν εξαντλεί όλες τις πιθανότητες. Ποιός είναι ο αισιόδοξος; Όποιος πιστεύει πως ο κόσμος ως έχει εδώ και τώρα, είναι ο καλύτερος δυνατός. Ποιός είναι ο απαισιόδοξος; Αυτός που σκέφτεται πως ίσως ο αισιόδοξος να έχει δίκιο.

Υπάρχει και ο Καστοριάδης μεταξύ των δύο θέσεων, που λέει πως ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός και έλπιζε πως κάποτε θα πραγματοποιηθεί. Όσον αφορά στο απώτερο μέλλον, η άποψη του είναι σωστή, όχι όμως όσον αφορά στο άμεσο μέλλον.

Όσο για μένα, είμαι βραχυπρόθεσμα απαισιόδοξος και μακροπρόθεσμα αισιόδοξος. Δεν βλέπω ριζοσπαστικές αλλαγές σύντομα, αλλά είμαι σίγουρος, πως είναι στο πρόγραμμα.

[1] Ο ψυχίατρος R.D. Laing, ορίζει ως «διπλούς δεσμούς», τα διαφορετικά αντιφατικά μηνύματα στα οποία είναι εκτεθειμένα τα μέλη της οικογένειας λόγω της ταυτόχρονης επιρροής της κοινωνίας και της οικογένειας και την ανάγκη να απαντήσουν σε πολύ συχνά παράλογες προκλήσεις για να μην τιμωρηθούν.



eyedoll.gr

29 Kasım 2014 Cumartesi

Μια περιεκτική παρουσιαση του Εργου του Ζ ..Μπαουμαν απο τον Γ. Σιακαντάρη στην Βιβλιοθήκη της ''Ε''




ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΖΙΓΚΜΟΥΝΤ ΜΠΑΟΥΜΑΝ
Ο άνθρωπος ως εμπόρευμα
ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΙΑΚΑΝΤΑΡΗ






Αποσπασμα :


'' Η κοινωνιολογική σκέψη του Μπάουμαν είναι σε ευθεία αντιπαράθεση με τον «κατεστημένο» κοινωνιολογικό λόγο, αφού αυτό που τον ενδιαφέρει δεν είναι το πώς λειτουργούν τα δομικά συστήματα,

αλλά κυρίως

πώς βιώνουν οι άνθρωποι τις σχέσεις τους μέσα στα συστήματα,

πώς οι παγκόσμιες στρατηγικές κυριαρχίας έχουν άμεσο αντίκτυπο στις ιδιωτικές πτυχές των ανθρώπινων σχέσεων και πώς μεταβάλλονται οι ζωές των ανθρώπων.




Η σκέψη του Μπάουμαν αποτελεί ένα σύγχρονο κατηγορητήριο κατά του «εξαναγκαστικού» εκσυγχρονισμού.

Στο στόχαστρό του συμπεριλαμβάνονται οι «παράπλευρες απώλειες» της εκσυγχρονιστικής διαδικασίας και όχι ο εκσυγχρονισμός.

Πιο σωστά, μέμφεται εκείνους τους εκσυγχρονισμούς οι οποίοι αδιαφορούν για τα θύματα που γεννούν και μετατρέπουν την καταγραφή της φτώχειας, της υπόταξης και του κοινωνικού αποκλεισμού σε αρνητική αξιολόγηση για όσους συμπεριλαμβάνονται στις παραπάνω κατηγορίες.


Ο Μπάουμαν δεν είναι κήρυκας της επιστροφής στις κλειστές κοινότητες και στις κοινωνίες που η αρχή συγκρότησής τους βρίσκεται πέρα από τον άνθρωπο. Αντιθέτως, η κριτική του, κυρίως στις «Σπαταλημένες ζωές» (Εκδόσεις «Κατάρτι», μτφρ.: Μάρκος Καρασαρίνης), εστιάζει στο γεγονός της μετάβασης από την κοινωνία των παραγωγών (πρώτη νεωτερικότητα) στη σύγχρονη καταναλωτική κοινωνία (δεύτερη ή ρευστή νεωτερικότητα),


μετάβαση η οποία συνοδεύεται, όχι από την αναβάθμιση του ανθρώπου,

αλλά από τη μετατροπή των «υπεράριθμων» και «περιττών ανθρώπων» σε απορρίμματα.




Με πολύ εύστοχο τρόπο δείχνει πως στην πρώτη νεωτερικότητα ήταν ο σχεδιασμός που δημιουργούσε τους «περιττούς», ενώ στη ρευστή εποχή μας είναι η έλλειψη μόνιμων σκοπών που δημιουργεί τα «ανθρώπινα απορρίμματα».




Είναι άλλο ζήτημα η κριτική των Ζίγκμουντ Μπάουμαν (κριτική στη ρευστή κοινωνία), Ρίτσαρντ Σένετ (κριτική στην παρακμή της δημόσιας ζωής και της κουλτούρας του καπιταλισμού), Λιούις Μάμφορντ (κριτική στα τεχνολογικά συστήματα ισχύος και στην τεχνοκρατία) και Κρίστοφερ Λας (κριτική στις ελίτ, την αξιοκρατία και τη μαζική επικοινωνία)


και άλλο ο εγκλωβισμός κάποιων θαυμαστών τους που άκριτα προσχωρούν σε ιδεολογικά μοντέλα προνεωτερικής σκέψης.




Ο εκσυγχρονισμός, σύμφωνα με τους προαναφερθέντες, υψηλού επιπέδου στοχαστές, αντικατέστησε την έκλυτη και απειθάρχητη ιστορία με μια ιστορία λογικά σχεδιασμένη και πειθαρχημένη.


Ταυτοχρόνως όμως δημιούργησε και κοινωνικές συσσωματώσεις που «πετάχτηκαν» έξω από τον πυρήνα των σύγχρονων κοινωνιών. Δεν απορρίπτουν όμως τον εκσυγχρονισμό για χάρη των παραδοσιακών κοινοτικών μορφών ζωής και συστημάτων, ούτε αδιαφορούν για την τομή δημοκρατίας και ολοκληρωτισμού.


Αυτό που επιδιώκουν είναι να προκαλέσουν τις αριστερές δυνάμεις να καταλάβουν πως ο αδιάφορος για τα θύματά του εκσυγχρονισμός αποτελεί στην ουσία την άρνηση της νεωτερικότητας.


Αυτοί δεν καταδικάζουν την ιδέα της προόδου. Αυτή την ιδέα τη θεωρούν μια αρχικά απελευθερωτική ιδέα, αφού είναι αυτή που αποτίναξε τις σκουριασμένες αλυσίδες που είχαν αλυσοδέσει το ανθρώπινο πνεύμα. Ούτε βεβαίως αρνούνται τον ρόλο και τη χρήση της επιστήμης. Αυτό που αμφισβητούν είναι πως κάθε επιστημονική και τεχνολογική πρόοδος συνοδεύεται από δεδομένα οφέλη για τον άνθρωπο, ανεξάρτητα από τις πολιτικές που ακολουθούνται.

Ταυτοχρόνως δεν διστάζουν να συγκρίνουν και να αξιολογούν πολιτισμικές και τεχνολογικές παραδόσεις, αλλά και δεν σταματούν να διακηρύσσουν πως κάθε καινοτομία δεν μπορεί να γίνεται δεκτή χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι κοινωνικές της επιπτώσεις. Βεβαίως τα όρια ανάμεσα στην κριτική του εκσυγχρονισμού και στην απόρριψη της νεωτερικότητας είναι πολύ δυσδιάκριτα. Αυτό οδηγεί ακόμα και στοχαστές τέτοιου επιπέδου να μετατρέπουν πολλές φορές την επιθυμητή κριτική σε συντηρητικό νοσταλγισμό.




Για να επανέλθουμε στον Μπάουμαν στο «Η εργασία, ο καταναλωτισμός και οι νεόπτωχοι» (εκδόσεις «Μεταίχμιο», μτφρ.: Κων/νος Γεωρμάς) και στο «Ρευστή αγάπη» (εκδόσεις «Εστία», μτφρ.: Γιώργος Καράμπελας) αναλύει τις συνέπειες των παγκόσμιων στρατηγικών κυριαρχίας στις ιδιωτικές πτυχές των ανθρώπινων σχέσεων.


Στον κόσμο της ρευστής νεωτερικότητας ο κανόνας είναι πως τίποτα δεν είναι μόνιμο, σταθερό και συνεχές.

Οι ανθρώπινες σχέσεις όχι μόνο δεν εξαιρούνται απ' αυτόν τον κανόνα, αλλά αποτελούν και το κατεξοχήν πεδίο επιβεβαίωσής του.

Σ' αυτόν τον κόσμο κυρίαρχες δεν είναι οι σταθερές σχέσεις, αλλά οι δεσμοί που στηρίζονται στο «δίκτυο».

Ο άνθρωπος της ρευστής κοινωνίας έχει απολέσει κάθε κοινωνική δεξιότητα και ικανότητα.

Είναι ένας άνθρωπος που φοβάται τη μείξη (μειξιφοβία) και τη σχέση με τους διαφορετικούς απ' αυτόν.

Ο χωρίς ιδιότητες άνθρωπος της πρώτης νεωτερικότητας εκτοπίζεται από τον άνθρωπο χωρίς δεσμούς.



Στο βιβλίο του «Παγκοσμιοποίηση, οι συνέπειες για τον άνθρωπο» (εκδόσεις «Πολύτροπο», μτφρ.: Χρήστος Βαλλιάνος) εστιάζει τον φακό του κοινωνιολόγου στις αόρατες πλευρές της παγκοσμιοποίησης.

Σκοπός του είναι να καταδείξει τη διπλή και αντιφατική πλευρά της παγκοσμιοποίησης. Αυτό που για ορισμένους σημαίνει ελευθερία κίνησης στον χώρο, γι' άλλους αποτελεί μια διαδικασία περιχαράκωσης σε τοπικές παραμέτρους.

Μια τέτοια εξέλιξη σε έναν διαρκώς κινούμενο χώρο «αποτελεί σημάδι κοινωνικής στέρησης και υποβάθμισης...''


--------------------------------------------------------------------------------------------------



βλ επισης στο ιδιο αφιερωμα :



ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΖΙΓΚΜΟΥΝΤ ΜΠΑΟΥΜΑΝ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΕΙ ΣΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΜΑΣ:
* «Ο πολιτισμός ως πράξη», μετάφραση: Γιάννης Σκαρπέλος, «Πατάκης», 1994.* «Και πάλι μόνοι. Η ηθική μετά τη βεβαιότητα», μετάφραση: Ρίκα Μπενβενίστε, Κώστας Χατζηκυριάκος, «Ερασμος», 1998.*


«Η μετανεωτερικότητα και τα δεινά της», μετάφραση: Γιώργος-Ικαρος Μπαμπασάκης, «Ψυχογιός», 2002.*


«Παγκοσμιοποίηση. Οι συνέπειες για τον άνθρωπο», μετάφραση: Χρήστος Βαλλιάνος, «Πολύτροπον», 2004.*


«Η εργασία, ο καταναλωτισμός και οι νεόπτωχοι», μετάφραση: Κων/νος Γεώρμας, «Μεταίχμιο», 2004.*


«Σπαταλημένες ζωές. Οι απόβλητοι της νεωτερικότητας», μετάφραση: Μάρκος Καρασαρίνης, «Κατάρτι», 2005.*


«Ρευστή αγάπη», μετάφραση: Γιώργος Καράμπελας, «Εστία», 2006.* «Ρευστός φόβος», μετάφραση: Γιώργος Καράμπελας, «Πολύτροπον», 2007.ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 27/02/2009

8 Kasım 2014 Cumartesi

Ζίγκμουντ Μπάουμαν: Η εποχή μας είναι ξανά μια εποχή φόβων πηγη ablogert.blogspot. eagainst.com

Ζίγκμουντ Μπάουμαν: Η εποχή μας είναι ξανά μια εποχή φόβων 

 


Παράξενη αλλά τόσο κοινή και οικεία σε όλους μας είναι η ανακούφιση που νιώθουμε, και η αιφνίδια συρροή ενέργειας και θάρρους, όταν μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα ανησυχίας, αγωνίας, σκοτεινών προαισθημάτων, ημερών γεμάτων φόβο και άγρυπνων νυχτών, αντιμετωπίζουμε τελικά τον πραγματικό κίνδυνο: μια απειλή την οποία μπορούμε να δούμε και να αγγίξουμε. Ή ίσως αυτή η εμπειρία να μην είναι τόσο παράξενη όσο φαίνεται αν, επιτέλους, μαθαίνουμε τι κρυβόταν πίσω από αυτό το ασαφές αλλά πείσμον αίσθημα κάποιου πράγματος φρικτού και προορισμένου να συμβεί, που συνέχιζε να δηλητηριάζει τις μέρες κατά τις οποίες θα έπρεπε να χαιρόμαστε, για κάποιο λόγο όμως δεν μπορούσαμε – και που έκανε τις νύχτες μας άγρυπνες … Τώρα που γνωρίζουμε από που έρχεται το πλήγμα, γνωρίζουμε επίσης, αν μη τι άλλο, τι μπορούμε να κάνουμε για να το αποκρούσουμε – ή τουλάχιστον έχουμε μάθει πόσο περιορισμένη είναι η ικανότητά μας να βγούμε αλώβητοι και τι είδους απώλεια, ή βλάβη, ή πόνο, πρέπει να περιμένουμε.
Όλοι έχουμε ακούσει ιστορίες για δειλούς που έγιναν ατρόμητοι μαχητές όταν αντιμετώπισαν κάποιον «πραγματικό κίνδυνο», όταν η καταστροφή που περίμεναν κάθε μέρα, αλλά μάταια είχαν προσπαθήσει να φανταστούν, επιτέλους ήρθε. Ο φόβος φτάνει στο αποκορύφωμά του όταν είναι διάχυτος, διάσπαρτος, ασαφής, όταν δεν συνδέεται με κάτι, όταν παραμένει αποσπασμένος από την πραγματικότητα και αιωρείται ελεύθερα, χωρίς σαφή αναφορά ή αιτία — όταν μας στοιχειώνει χωρίς ορατό ειρμό ή λόγο, όταν η απειλή που θα έπρεπε να φοβόμαστε μπορεί να αναφανεί φευγαλέα παντού, δεν μπορούμε όμως να την αντικρίσουμε πουθενά. «Φόβος» είναι το όνομα που δίνουμε στην αβεβαιότητά μας: στην άγνοιά μας για την απειλή και για ό,τι πρέπει να κάνουμε – ό,τι μπορούμε και ό,τι δεν μπορούμε να κάνουμε – προκειμένου να τη σταματήσουμε καθ’ οδόν – ή να της αντισταθούμε, αν η αναχαίτισή της ξεπερνά τις δυνάμεις μας.
Η εμπειρία της ζωής στην Ευρώπη του 16ου αιώνα – στο χρόνο και στον τόπο όπου η μοντέρνα εποχή μας ήταν έτοιμη να γεννηθεί – συνοψίστηκε κοφτά, και θαυμάσια, από τον Lucien Febvre σε τέσσερις μόνο λέξεις: «Peur toujours, peur partout» («φόβος πάντα, φόβος παντού»). Ο Febvre συνέδεσε την πανταχού παρουσία του φόβου με το σκοτάδι, που άρχιζε έξω από την πόρτα της καλύβας και σκέπαζε τον κόσμο έξω από το φράκτη του αγροκτήματος. Στο σκοτάδι μπορούν να συμβούν τα πάντα, ουδείς όμως γνωρίζει τι ακριβώς θα συμβεί τελικά: το σκοτάδι δεν είναι η αιτία του φόβου, είναι όμως το φυσικό περιβάλλον της αβεβαιότητας – κι επομένως του φόβου.
Η νεωτερικότητα επρόκειτο να είναι το μεγάλο άλμα προς τα εμπρός: μακριά από το φόβο και προς έναν κόσμο απαλλαγμένο από την τυφλή και αδιαπέραστη μοίρα – αυτό το θερμοκήπιο φόβων. Όπως συλλογιζόταν ο Βίκτωρ Ουγκό, νοσταλγικά και με λυρική διάθεση εν προκειμένω: ωθημένη από την επιστήμη («ο θρόνος της πολιτικής θα μεταμορφωθεί σε θρόνο της επιστήμης»), θα έρθει μια εποχή που θα δώσει τέλος στις εκπλήξεις, τις συμφορές, τις καταστροφές – αλλά και τέλος στις διενέξεις, τις αυταπάτες, τους παρασιτισμούς… Με άλλα λόγια, μια εποχή που θα δώσει τέλος σέ όλα αυτά τα υλικά από τα οποία φτιάχνονται οι φόβοι.
Ό,τι έμελλε όμως να είναι μια οδός διαφυγής, αποδείχθηκε τουναντίον μια μακρά παράκαμψη. Πέντε αιώνες μετά, σε μας που βρισκόμαστε στο άλλο άκρο του πελώριου νεκροταφείου ρημαγμένων ελπίδων, η ετυμηγορία του Febvre ηχεί – ξανά – εντυπωσιακά ταιριαστή και επίκαιρη. Η εποχή μας είναι, ξανά, μια εποχή φόβων.
_________________________________________________________
Πηγή: Ζίγκμουντ Μπάουμαν, Ρευστός Φόβος, Εισαγωγή: Σχετικά με την καταγωγή, τη δυναμική και τις χρήσεις του φόβου, Μετ. Γιώργος Καράμπελας, Εκδόσεις Πολύτροπον 2077

24 Ekim 2014 Cuma

Z. Bauman: Περί φόβου, ανασφάλειας και “αόρατων απειλών” ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ(ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ "ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΤΟΜΟ")

Z. Bauman: Περί φόβου, ανασφάλειας και “αόρατων απειλών”

9789608219847
(…) Οι λόγοι να φοβάται κανείς είναι πολλοί∙και καθώς ο πραγματικός τους αριθμός και η σφοδρότητα τους είναι δύσκολο να υπολογιστούν από τη σκοπιά της περιορισμένης προσωπικής εμπειρίας, προστίθεται ένας ακόμη, ο σημαντικότερος ίσως, λόγος να φοβάται κανείς: κανένας δεν γνωρίζει που και πότε τα προειδοποιητικά λόγια θα γίνουν πραγματικότητα.
Οι σύγχρονες απειλές, κι ιδιαίτερα οι πλέον φρικιαστικές απ’ αυτές, εντοπίζονται κατά κανόνα μακριά, είναι συγκαλυμμένες, κρυφές, σπάνια βρίσκονται αρκετά κοντά ώστε να υπάρχει άμεση μαρτυρία και ακόμη σπανιότερα προσφέρονται για ενδελεχή προσωπικό έλεγχο - είναι απ’όλες τις απόψεις αόρατες. Οι περισσότεροι από μας δεν θα είχαμε μάθει ποτέ την ύπαρξη τους αν δεν ήταν ο τρόμος κι ο πανικός που προβάλλουν και διογκώνουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και οι ανησυχητικές προγνώσεις που συντάσσονται από ειδικούς  κι αμέσως αρπάζονται, υιοθετούνται και ενισχύονται από τα μέλη των κυβερνητικών συμβουλίων και τις εμπορικές εταιρείες – που σπεύδουν, όπως πάντα, να μετατρέψουν όλη αυτή την αναστάτωση σε πολιτικό ή εμπορικό κέρδος. Καθώς εμείς οι “συνηθισμένοι άνθρωποι” που ασχολούμαστε με τις δικές μας μικρής κλίμακας καθημερινές προσωπικές υποθέσεις, εμμέσως μόνο γνωρίζουμε γι’ αυτούς τους φοβερούς αλλά μακρινούς κινδύνους, τους είναι εύκολο, πανεύκολο, να χειραγωγήσουν τη -δημόσια-στάση μαςνα υποβαθμίζουν ή ν’ αποσιωπούν τους κινδύνους που δεν υπόσχονται κανένα πολιτικό ή οικονομικό όφελος, και ταυτόχρονα να διογκώνουν στο έπακρο, ή και να εφευρίσκουν, άλλους κινδύνους, καταλληλότερους για πολιτική ή εμπορική εκμετάλλευση. (…)

24 Temmuz 2014 Perşembe

Zygmunt Bauman, Περί αγάπης (απόσπασμα από το νέο του βιβλίο “Πλούτος και κοινωνική ανισότητα”)ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ: Η ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ "ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΤΟΜΟ"

Zygmunt Bauman, Περί αγάπης (απόσπασμα από το νέο του βιβλίο “Πλούτος και κοινωνική ανισότητα”)

Γράψτε ένα σχόλιο
bauman_cover
Απόσπασμα από το νέο βιβλίο του Z. Bauman,  Πλούτος και ανισότητα: Μας ωφελεί όλους ο πλούτος των ολίγων;  (εκδόσεις Οκτώ). Το βιβλίο διαβάζεται απνευστί. Μην το χάσετε! [Σε αγκύλες παρατίθενται οι αντίστοιχες σελίδες του βιβλίου]
[σελ. 64] (…) Τα ηλεκτρονικά γκάτζετ δεν προσφέρουν απλώς αγάπη: είναι σχεδιασμένα για να αγαπιούνται όπως όλα τα άλλα  αντικείμενα αγάπης, που όμως σπάνια το επιτρέπουν. Τα ηλεκτρονικά γκάτζετ είναι τα πιο ωφέλιμα αντικείμενα της αγάπης ∙ θέτουν τα κριτήρια και τα πρότυπα τόσο για την είσοδο στις ερωτικές σχέσεις όσο και για την έξοδο από αυτές, κριτήρια και πρότυπα που αν όλα τα άλλα αντικείμενα αγάπης, ηλεκτρονικά ή σάρκινα, έμβια ή μη, τα αγνοήσουν, τότε κινδυνεύουν να κριθούν ακατάλληλα και να απορριφθούν.
Σε αντίθεση με την περίπτωση των ηλεκτρονικών γκάτζετ, ωστόσο, η αγάπη ενός ανθρώπου για έναν άνθρωπο σημαίνει δέσμευση, αποδοχή ρίσκων, προθυμία για αυτοθυσία ∙ σημαίνει να επιλέγει κανείς μια αβέβαιη και αχαρτογράφητη, δύσκολη και ανώμαλη διαδρομή, ελπίζοντας -και όντας αποφασισμένος- να μοιραστεί τη ζωή του με έναν άλλο άνθρωπο. Ανεξάρτητα από το αν η αγάπη θα συνυπάρξει με την ανέφελη ευτυχία, δύσκολα πάντως συνυπάρχει με την άνεση και την ευκολία: ποτέ μην την προσδοκάτε με αυτοπεποίθηση, πόσο μάλλον με βεβαιότητα… Απεναντίας, η αγάπη απαιτεί [σελ. 65] την απόλυτη αξιοποίηση των δεξιοτήτων και της βούλησης μας, ενώ ακόμα και τότε προμηνύει την πιθανότητα της ήττας, την αποκάλυψη της ανεπάρκειας μας και τη διάλυση της αυτοεκτίμησης μας. Το αποστειρωμένο, λειασμένο, δίχως αγκάθια και ρίσκα ηλεκτρονικό προϊόν δεν προσφέρει αγάπη: προσφέρει ασφάλεια ενάντια στη “βρομιά”, την οποία, όπως ορθά παρατηρεί ο Φράνζεν, “η αγάπη αναπόφευκτα ρίχνει πάνω στον φοβισμένο αυτοσεβασμό μας”. Η ηλεκτρονικά κατασκευασμένη εκδοχή της αγάπης δεν αφορά, σε τελική ανάλυση, την αγάπη: τα προϊόντα της καταναλωτικής τεχνολογίας αιχμαλωτίζουν τους πελάτες τους με δόλωμα την ικανοποίηση του ναρκισσισμού τους. (….)
(…)Η αγάπη είναι, ή απειλεί να είναι, να αντίδοτο στον ναρκισσισμό. Είναι επίσης το βασικό “καρφί”, αφού ξεμπροστιάζει τις ψευδείς προφάσεις μας πάνω στις οποίες προσπαθούμε να τοποθετήσουμε την αυτοεκτίμηση μας, ενόσω αποφεύγουμε όσο μπορούμε να τη δοκιμάσουμε στο πεδίο της δράσης. Η ηλεκτρονικά αποστειρω-[σελ.66]μένη και απολυμασμένη, επίπλαστη εκδοχή της αγάπης προσφέρει ουσιαστικά ένα αντιστάθμισμα ώστε να προστατευτεί η αυτοεκτίμηση από τους κινδύνους για τους οποίους φημίζεται το αυθεντικό πράγμα. (…)
10343026_739576052768506_1545031586054317121_n
Φράση από τη σελ. 75 του βιβλίου
Δείτε και:

22 Temmuz 2014 Salı

Zygmunt Bauman, Η κοινωνική ανισότητα ως perpetuum mobileΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ: Η ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ "ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΤΟΜΟ"

Zygmunt Bauman, Η κοινωνική ανισότητα ως perpetuum mobile

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ: Η ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ "ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΤΟΜΟ"

Γράψτε ένα σχόλιο
bauman_cover
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου:
Σύμφωνα με μια κοινή αντίληψη, ο καλύτερος τρόπος να βοηθήσουμε τους φτωχούς και να τους απαλλάξουμε από τη δυστυχία τους είναι να επιτρέψουμε στους πλουσίους να γίνουν πλουσιότεροι: αν οι πλούσιοι πληρώνουν λιγότερους φόρους, τότε εμείς οι υπόλοιποι θα βρεθούμε σε καλύτερη κατάσταση. Συνεπώς, ο πλούτος των ολίγων μάς ωφελεί όλους. Αυτές οι κοινές αντιλήψεις έρχονται ωστόσο σε αντίθεση με την καθημερινή μας εμπειρία, με μια πληθώρα ευρημάτων βασισμένων σε μελέτες και φυσικά με τη λογική. Αυτό το παράδοξο χάσμα ανάμεσα στα αδιάσειστα τεκμήρια και τις κοινές αντιλήψεις μάς κάνει να σταθούμε και να αναρωτηθούμε: γιατί αυτές οι αντιλήψεις είναι τόσο διαδεδομένες και γιατί αντιστέκονται στα συσσωρευμένα και διαρκώς αυξανόμενα τεκμήρια που αποδεικνύουν το αντίθετο; Αυτό το μικρό βιβλίο αποπειράται να δώσει μια απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Ο Bauman καταγράφει και αναλύει τις υπόρρητες υποθέσεις και τις αστόχαστες πεποιθήσεις στις οποίες βασίζονται οι παραπάνω αντιλήψεις και βρίσκει πως, μία προς μία, είναι ψευδείς, απατηλές και παραπλανητικές. Αυτές οι αντιλήψεις δύσκολα θα διατηρούνταν στο προσκήνιο αν δεν υπεράσπιζαν –ουσιαστικά, αν δεν προωθούσαν και δεν ενίσχυαν– την παρούσα, άνευ προηγουμένου, αδικαιολόγητη και ολοένα επιταχυνόμενη αύξηση της κοινωνικής ανισότητας, καθώς επίσης το διευρυνόμενο χάσμα ανάμεσα στην ελίτ των πλουσίων και την υπόλοιπη κοινωνία.
Καίριο απόσπασμα από το βιβλίο:
(…)Σήμερα, η ανισότητα αυξάνεται ακολουθώντας τους κανόνες της ίδιας της λογικής και της ορμής της. Δεν χρειάζεται βοήθεια ή ώθηση απέξω – κανένα εξωτερικό ερέθισμα, καμιά πίεση, καμιά προτροπή. Σήμερα η κοινωνική ανισότητα φαίνεται να πλησιάζει όλο και περισσότερο στο να γίνει το πρώτο perpetuum mobile [αεικίνητο] στην ιστορία, το οποίο οι άνθρωποι, ύστερα από αμέτρητες αποτυχημένες προσπάθειες, έχουν εντέλει κατορθώσει να επινοήσουν και να θέσουν σε κίνηση. (…)
Διαβάστε επίσης:

17 Haziran 2014 Salı

Ρευστή επιτήρηση: Μη επανδρωμένα αεροσκάφη και social media/αναδημοσιευση απο το.lesandmore.gr και /http://enthemata.wordpress.com

Ρευστή επιτήρηση: Μη επανδρωμένα αεροσκάφη και social media

bauman-zygmount
του Ζίγκμουντ Μπάουμαν
μετάφραση: Δημήτρης Ιωάννου
Καθώς το κουβάρι των αμερικανικών παρακολουθήσεων (πολιτών, ηγετών, εχθρών και συμμάχων, των πάντων – με την αμερικανική πρεσβεία στην Αθήνα να κατέχει εξέχοντα ρόλο) εξακολουθεί να ξετυλίγεται, δημοσιεύουμε σήμερα αποσπάσματα από το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου Liquid Surveillance. A conversation.
To βιβλίο, διάλογος μεταξύ του στοχαστή Zygmunt Bauman και του κοινωνιολόγου David Lyon (εκκ. Polity Press, 2013), αποτελεί μια συνολική σπουδή στο ζήτημα της επιτήρησης, του νέου πανοπτισμού και των μορφών που παίρνει στον 21ο αιώνα.
Σε ένα παλαιότερο άρθρο μου, στο ηλεκτρονικό περιοδικό Social Europe, στις 28.6.2011 εξέταζα από κοινού δύο φαινομενικά ασύνδετες μεταξύ τους ειδήσεις, που δημοσιεύτηκαν την ίδια ημέρα, στις 19 Ιουνίου 2011. Καμία τους δεν έγινε πρωτοσέλιδο και θα μπορούσαν κάλλιστα να έχουν διαφύγει της προσοχής, στο καθημερινό «τσουνάμι πληροφοριών»: δύο μικρές σταγόνες σε μια πλημμύρα ειδήσεων που υποτίθεται ότι μας διαφωτίζουν, αποσαφηνίζοντας τι συμβαίνει, αλλά τελικά συσκοτίζουν και αποχαυνώνουν το βλέμμα μας. Το πρώτο δημοσίευμα, που υπέγραφαν η Ελίζαμπεθ Μπουμίλερ και ο Τομ Σάνκερ, αφορούσε την εντυπωσιακή αύξηση των μη επανδρωμένων αεροσκαφών (drones), που έχουν φτάσει να είναι μικρά σαν λιβελούλες ή κολιμπρί που κουρνιάζουν σε ηλιόλουστα περβάζια· σε κάθε περίπτωση, είναι σχεδιασμένα, κατά τη γλαφυρή έκφραση του αεροναυπηγού Γκρεγκ Πάρκερ, «για να κρύβονται σε κοινή θέα». Το δεύτερο δημοσίευμα, του Μπράιν Στέλτερ, ανακήρυττε το διαδίκτυο ως «τον τόπο όπου πεθαίνει η ανωνυμία». Το μήνυμα ήταν κοινό: αμφότερα τα κείμενα προοιωνίζονταν το τέλος της αορατότητας και της αυτονομίας, των δύο καθοριστικών χαρακτηριστικών της ιδιωτικότητας – παρότι γράφτηκαν ανεξάρτητα το ένα από το άλλο.
Τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη που επιτελούν κατασκοπευτικές και βομβαρδιστικές αποστολές, όπως οι διαβόητοι «Θηρευτές» -Predators («πάνω από 1.900 αντάρτες στις περιοχές όπου ζουν οι φυλές του Πακιστάν έχουν σκοτωθεί από αμερικανικές μη επανδρωμένες αποστολές από το 2006»), θα συρρικνωθούν σύντομα στο μέγεθος πτηνού ή, ακόμα καλύτερα, εντόμου. (Την κίνηση των φτερών των εντόμων θεωρείται πολύ ευκολότερο να την μιμηθεί η τεχνολογία, σε σχέση με τις κινήσεις των πτηνών. Σύμφωνα με τον επισμηναγό Μάικλ Άντερσον, που κάνει το διδακτορικό του στην προωθημένη ναυπηγική τεχνολογία, οι εξαιρετικές αεροδυναμικές επιδόσεις του γερακόσκορου,[1] ενός εντόμου γνωστού για την ικανότητά του να αιωρείται, είναι ο στόχος του σημερινού σχεδιαστικού οργασμού, που είναι σίγουρο ότι σύντομα θα δώσει αποτελέσματα, αφήνοντας πολύ πίσω αυτά που «μπορούν να κάνουν τα αδέξια αεροσκάφη μας»).
Τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη της νέας γενιάς θα είναι αόρατα, τη στιγμή που θα καθιστούν τα πάντα γύρω τους ορατά· θα είναι ακαταμάχητα, τη στιγμή που θα κάνουν τα πάντα γύρω τους ευάλωτα. Με τα λόγια του Πήτερ Μπέικερ, καθηγητή ηθικής στη Ναυτική Ακαδημία των ΗΠΑ, αυτά τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη θα οδηγήσουν τον πόλεμο στη «μετα-ηρωική εποχή». Επίσης, σύμφωνα με άλλους μελετητές της στρατιωτικής ηθικής, θα μεγαλώσουν κι άλλο το τεράστιο «χάσμα ανάμεσα στο αμερικανικό κοινό και τους πολέμους του». Θα σημάνουν, με άλλα λόγια, ένα ακόμη άλμα (το δεύτερο μετά την αντικατάσταση των κληρωτών από επαγγελματίες στρατιώτες) προς την απόλυτη αορατότητα του πολέμου σε σχέση με το έθνος στο όνομα του οποίου διεξάγεται (καθώς δεν θα κινδυνεύουν ζωές από τον πληθυσμό του). Κι έτσι, ο πόλεμος θα είναι πολύ πιο εύκολος –και πολύ πιο ελκυστικός– ως επιλογή, χάρη στην ολοκληρωτική σχεδόν απουσία παράπλευρων απωλειών και πολιτικού κόστους.
Τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη της επόμενης γενιάς θα βλέπουν τα πάντα, ενώ θα παραμένουν με άνεση αόρατα – κυριολεκτικά αλλά και μεταφορικά. Δεν θα υπάρχει κανένα καταφύγιο για να αποφύγει κανείς την παρακολούθηση. Ακόμη και οι υπεύθυνοι για τις αποστολές των μη επανδρωμένων αεροσκαφών τεχνικοί θα απολέσουν τον έλεγχο επί των κινήσεών τους κι έτσι δεν θα μπορούν –όσο ισχυρές πιέσεις κι αν δεχτούν–, να εξαιρέσουν οτιδήποτε από την ενδεχόμενη παρακολούθηση: τα νέα βελτιωμένα μη επανδρωμένα αεροσκάφη θα είναι προγραμματισμένα να πετούν μόνα τους, να ακολουθούν δρομολόγια της επιλογής τους, σε χρόνους της επιλογής τους. Δεν υπάρχει όριο στις πληροφορίες που θα παρέχουν μόλις τεθούν σε λειτουργία στους προβλεπόμενους αριθμούς.
Ωστόσο, αυτή ακριβώς η πτυχή της νέας τεχνολογίας κατασκοπείας και επιτήρησης, η ικανότητά της δηλαδή να δρα από απόσταση και αυτόνομα, είναι που ανησυχεί περισσότερο τους σχεδιαστές της, και συνακόλουθα και τους δύο δημοσιογράφους που μεταφέρουν αυτούς τους προβληματισμούς: ένα «τσουνάμι δεδομένων», που ήδη κατακλύζει το αρχηγείο της Αμερικανικής Πολεμικής Αεροπορίας, απειλεί να εξαντλήσει τις δυνάμεις του προσωπικού που προσπαθεί να το αφομοιώσει και να το επεξεργαστεί, και κατά συνέπεια απειλεί να ξεφύγει από τον έλεγχό του (ή και οποιουδήποτε άλλου). Μετά την 11η Σεπτεμβρίου, ο αριθμός των ωρών που χρειάζονται οι αρμόδιοι υπάλληλοι της Πολεμικής Αεροπορίας για να ανακυκλώσουν τις πληροφορίες που τους παρέχονται από τις μη επανδρωμένες πτήσεις αυξήθηκε κατά 3.100% –και, κάθε μέρα, άλλες 1.500 ώρες βιντεοσκοπημένου υλικού προστίθενται στον όγκο των πληροφοριών που διαγκωνίζονται για επεξεργασία. Μόλις η σημερινή περιορισμένη οπτική των αισθητήρων – σαν μέσα από καλαμάκι αναψυκτικού– των μη επανδρωμένων αεροσκαφών αντικατασταθεί από το «Βλέμμα της Γοργόνας» που θα μπορεί μεμιάς να αγκαλιάσει μιαν ολόκληρη πόλη (πρόκειται για εξέλιξη που επίκειται στο άμεσο μέλλον)[2], θα απαιτούνται 2.000 αναλυτές για την επεξεργασία των δεδομένων μιας μόνο μη επανδρωμένης πτήσης, αντί για τους μόλις δεκαεννέα αναλυτές που κάνουν την ίδια δουλειά σήμερα.
Κανείς δεν μπορεί να ξέρει με σιγουριά εάν ή πότε ένα «κολιμπρί» θα προσγειωθεί στο περβάζι του. Αλλά όσον αφορά το «τέλος της ανωνυμίας» που ευγενικά μας προσφέρει το διαδίκτυο, το ζήτημα τίθεται κάπως διαφορετικά: εκεί συναινούμε εθελουσίως στον σφαγιασμό του δικαιώματός μας στην ιδιωτικότητα. Ίσως, απλώς συγκατανεύουμε στην απώλεια της ιδιωτικότητάς μας γιατί την θεωρούμε λογικό αντίτιμο για τα θαύματα που μας προσφέρονται ως αντάλλαγμα. Ίσως, πάλι, η πίεση να οδηγήσουμε στο σφαγείο την προσωπική μας αυτονομία είναι τόσο συντριπτική, τόσο κοντινή στην κατάσταση ενός κοπαδιού προβάτων, που μόνο μια σπάνια, εξαιρετικά ανυπότακτη, τολμηρή, εριστική και αποφασιστική βούληση θα ήταν ικανή να προσπαθήσει να της αντισταθεί. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ωστόσο, μας προσφέρεται, τουλάχιστον κατ' όνομα, μια επιλογή, όπως και η επίφαση τουλάχιστον μιας διμερούς σύμβασης, καθώς και το τυπικό τουλάχιστον δικαίωμα διαμαρτυρίας ή και άσκησης αγωγής σε περίπτωση που η σύμβαση αυτή παραβιαστεί: κάτι που δεν παρέχεται ποτέ στην περίπτωση των μη επανδρωμένων πτήσεων. Όπως όμως και να 'χει, από τη στιγμή που μπαίνουμε στο διαδίκτυο, παραδινόμαστε στη μοίρα.
Ποιο συμπέρασμα μπορεί να εξαχθεί από τη συνάντηση αυτή μεταξύ των χειριστών των μη επανδρωμένων αεροσκαφών και των διαχειριστών του Facebook, που, ενώ δουλεύουν με φαινομενικά αντίθετους σκοπούς και κινητοποιούνται από φαινομενικά αντίθετα κίνητρα, συνεργάζονται ωστόσο στενά, αποφασιστικά και άκρως αποτελεσματικά για την επίτευξη, τη διατήρηση και την επέκταση αυτού που τόσο πετυχημένα έχει ονομαστεί «κοινωνική διαλογή»;
Πιστεύω πως το πλέον αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό της σημερινής εκδοχής της επιτήρησης είναι πως έχει, κατά κάποιον τρόπο, καταφέρει να αναγκάσει ή να δελεάσει αντίθετες δυνάμεις να συνεργάζονται αρμονικά, υπηρετώντας από κοινού την ίδια πραγματικότητα. Απ' τη μια, το παλιό στρατήγημα του πανοπτισμού («Ποτέ δεν πρέπει να ξέρεις πότε παρακολουθείται το σώμα σου, ώστε στο μυαλό σου να είσαι διαρκώς υπό παρακολούθηση»), σταδιακά αλλά επίμονα και από ό,τι φαίνεται ακατάσχετα, τυγχάνει σχεδόν καθολικής εφαρμογής. Απ' την άλλη, καθώς ο παλιός πανοπτικός εφιάλτης («Δεν είμαι ποτέ μόνος») έχει αναδιατυπωθεί παίρνοντας τη μορφή της ελπίδας «Να μη μείνω ποτέ ξανά μόνος» (εγκαταλελειμμένος, αγνοημένος και παραμελημένος, εξοστρακισμένος και αποκλεισμένος), ο φόβος του να αποκαλύπτεται κανείς έχει καταπνιγεί από τη χαρά του να μην περνάει απαρατήρητος.
Οι δύο παραπάνω εξελίξεις, και κυρίως η σύμπτωσή τους στην προώθηση του ίδιου στόχου, έγιναν φυσικά δυνατές από την αντικατάσταση της φυλάκισης και του εγκλεισμού ως της απώτατης απειλής για το υπαρξιακό αίσθημα ασφάλειας και μιας μείζονος πηγής άγχους, από τον αποκλεισμό. Η συνθήκη του να είναι κανείς παρακολουθητέος ή ορατός έχει συνεπώς επαναξιολογηθεί: από απειλή, έγινε πειρασμός. Η υπόσχεση της αυξημένης ορατότητας, η προοπτική να είναι κανείς εκτεθειμένος στο βλέμμα και την παρατήρηση όλων, ταιριάζει πολύ με την σχεδόν ακόρεστη αναζήτηση αποδείξεων κοινωνικής αναγνώρισης, και ως εκ τούτου μιας αξιομνημόνευτης –«ουσιαστικής»– ζωής. Το να έχει κανείς ολόκληρο το είναι του, με όλα του τα ελαττώματα, καταγεγραμμένο σε δημοσίως προσβάσιμα μητρώα μοιάζει να είναι το καλύτερο προληπτικό αντίδοτο στην τοξικότητα του αποκλεισμού — όπως και ένας αποτελεσματικός τρόπος να κρατηθεί μακριά η απειλή της εκδίωξης. Πράγματι, είναι ένας πειρασμός που λίγοι από όσους βιώνουν την, κατά κοινή ομολογία, επισφαλή κοινωνική ύπαρξη της εποχής μας θα είναι αρκετά δυνατοί για να τον αποκρούσουν.
Σημειώσεις
[1] Hawk-moth: λεπιδόπτερο της οικογένειας των σφιγγοειδών, η οποία περιλαμβάνει πάνω από 1.000 είδη. Ο συγγραφέας αναφέρεται προφανώς στο hummingbird hawk-moth, η πτήση του οποίου μοιάζει με του κολιμπρί. (Σ.τ.Μ.)
[2] Με όνομα εμπνευσμένο από τον μύθο της Μέδουσας, που πέτρωνε όποιον την κοιτούσε κατάματα, το «Βλέμμα της Γοργόνας» (Gorgon Stare) είναι ένα πρόγραμμα Αεροπορικής Παρακολούθησης Ευρείας Περιοχής (WAAS) που βασίζεται στη σφαιρική διάταξη πολλαπλών μηχανών λήψης στο κάτω μέρος μη επανδρωμένων αεροσκαφών (των «Θεριστών»). Οι κάμερες αυτές, που ελέγχονται από το έδαφος, μπορούν να δίνουν ανεξάρτητα και παράλληλα feeds σε πολλαπλούς χρήστες, να στοχεύουν σε μια περιοχή προκειμένου να παραγάγουν τρισδιάστατες απεικονίσεις της, να «ανοίγουν» για να καλύψουν ευρύτερες περιοχές, εμβαδού 15 τ. χλμ. ή και μεγαλύτερες. Οι αισθητήρες αυτοί χρησιμοποιούνται ήδη στο Αφγανιστάν, έχουν όμως αναφερθεί προβλήματα στη λειτουργία τους (Σ.τ.Μ.)
Πηγή: http://enthemata.wordpress.com/2013/11/03/zb/