Η διεξαγωγή του ολοκληρωτικού πολέμου εκβαρβάρωσε τη γερμανική κοινωνία. Την ώρα που εκατοντάδες αεροπορικές επιδρομές χτυπούσαν ανελέητα τους πολίτες και κατέστρεφαν τα σπίτια τους, οι αρχές επέβαλαν σιδερένια πειθαρχία στα εργοστάσια και τιμωρούσαν με θάνατο οποιονδήποτε εκδήλωνε ηττοπάθεια| όμως το βάναυσο έργο των Λαϊκών Δικαστηρίων (ενός ακόμη ναζιστικού θεσμού) ιδίως το 1944 και 1945, στηρίχθηκε στην προθυμία των πολιτών να καταγγείλουν τους γείτονές τους που αγόραζαν ή πουλούσαν αγαθά στη μαύρη αγορά ή άκουγαν ξένες ραδιοφωνικές εκπομπές. Ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι εξέφραζαν φόβους και δίψα για εκδίκηση, χρησιμοποιώντας ρατσιστικό λεξιλόγιο. Ακόμη και Γερμανοί που επέκριναν το καθεστώς, κατηγορούσαν την αγγλο-αμερικανική «πλουτοκρατία» και το παντοδύναμο αν και απροσδιόριστο εβραϊκό «κεφάλαιο» για τις αεροπορικές επιδρομές, περιμένοντας με ανυπομονησία πότε θα χρησιμοποιηθεί επιτέλους το γερμανικό οπλοστάσιο για εκδίκηση και αντίποινα. Οι πολίτες ξεσπούσαν την οργή τους πάνω στους ξένους εργάτες, των οποίων οι απάνθρωπες συνθήκες δουλειάς είχαν ήδη επιδεινωθεί από το φόβο και την απέχθεια που τους περιστοίχιζε. Ο Nicholas Stargardt σημειώνει: «Μολονότι το καθεστώς στόχευε να μεταμορφώσει τις αξίες των πολιτών του, δεν ήταν οι επιτυχίες του που έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο σ' αυτό, αλλά οι αποτυχίες του».
Σε συνθήκες ολοκληρωτικού πολέμου, τα λόγια των Ναζί επιτέλους έδεναν με την πραγματικότητα: ολοένα και περισσότεροι Γερμανοί αντιλαμβάνονταν τον πόλεμο ως μια αποκαλυπτική σύγκρουση| η Γερμανία είτε θα επιβίωνε είτε θα αφανιζόταν. Ωστόσο, εκείνο που έκανε τόσο ελκυστική την διχοτομία «εμείς ή αυτοί» και «όλα ή τίποτα», δεν ήταν απλώς ότι τα γεγονότα φαίνονταν να επιβεβαιώνουν την βασική θέση ότι ο πόλεμος ουσιαστικά ήταν αγώνας για την ίδια την ύπαρξη. Ήταν επίσης η επίγνωση ότι η Γερμανία είχε διαπράξει ένα μεγάλο έγκλημα.
Ο θεωρητικός των Ναζί Alfred Rosenberg επισκεπτόταν τα κατά τόπους γραφεία του κόμματος για να εξηγήσει στα στελέχη πώς είχε το πράγμα. Σε μια από αυτές τις συναντήσεις, 8 Μαιου 1943 στην Τρίερ, παραβρέθηκε και ο συντάκτης Paulheinz Wantzen από το Μύνστερ. Η συζήτηση ήταν πολύ ανοιχτή. Η λύτρωση της Ευρώπης από την «εβραϊκή λέπρα», όπως είπε ο Rosenberg, «δεν είναι βαρβαρότητα, αλλά ένας γνήσιος βιολογικός ανθρωπισμός. Είναι προτιμότερο να αφανιστούν οκτώ εκατομμύρια Εβραίοι, παρά ογδόντα εκατομμύρια Γερμανοί. Οι γέφυρες πίσω μας έχουν γκρεμιστεί| δεν υπάρχει επιστροφή».
Όταν ο Χίμλερ μίλησε σε αξιωματούχους των Ες-Ες και ηγετικά στελέχη του κόμματος σε χωριστές συναντήσεις στο Πόζναν, αρχές Οκτωβρίου του 1943, σκοπός του δεν ήταν να κρύψει κάτι, παρ' ότι έκανε λόγο για την «άγραφη -και που δεν πρόκειται να γραφτεί ποτέ- σελίδα δόξας στην ιστορία μας», αλλά να απομακρύνει κάθε αμφιβολία ως προς το γεγονός της εξόντωσης: «Τώρα γνωρίζετε», είπε κλείνοντας. Με άλλα λόγια, «ο Χίμλερ δεν ήθελε να αφήσει “καμιά δικαιολογία” στους γκάουλαϊτερ».
Τον Νοέμβριο του 1943 ο Γκέμπελς μίλησε δημόσια για τις καμένες γέφυρες: «Όσο για μας», έγραψε στην Das Reich που είχε κυκλοφορία περίπου 1,4 εκατομμύρια φύλλα, «έχουμε κάψει τις γέφυρες πίσω μας. Δεν μπορούμε να γυρίσουμε πίσω και δεν το θέλουμε πια. Θα μείνουμε στην ιστορία είτε ως οι μεγαλύτεροι πολιτικοί όλων των εποχών είτε ως οι μεγαλύτεροι εγκληματίες», κατέληξε.
Εμφανιζόμενοι ως εγκληματίες, οι Εθνικοσοσιαλιστές στόχευαν να ενδυναμώσουν το φρόνημα του γερμανικού λαού μέσω της γνώσης του εγκλήματος| προέκριναν την οικειότητα της συνενοχής, όχι την απόσταση της άγνοιας. Είναι σαφές ότι οι Ναζί ήθελαν να διαχειριστούν και όχι να συγκαλύψουν τα γεγονότα του Ολοκαυτώματος. Το 1941-42 είχαν επικαλεστεί τη «ναζιστική συνείδηση» προκειμένου να κινητοποιήσουν τους εκτελεστές και να δικαιολογήσουν τα φονικά, ενώ τώρα επικαλούνταν την παραδοσιακή ηθική ώστε να δουν οι Γερμανοί τους εαυτούς τους όπως τους έβλεπαν οι Σύμμαχοι. Για να εξοικονομήσει «Δύναμη μέσω του Φόβου», η ναζιστική προπαγάνδα βασιζόταν στην ικανότητα των Γερμανών να αναγνωρίσουν την εγκληματική φύση του καθεστώτος και να αποφασίσουν να παλέψουν, για να αποφύγουν το δικαστήριο της ηθικής.
Το καλοκαίρι του 1943, με τους μαζικούς Συμμαχικούς βομβαρδισμούς της Κολωνίας και του Αμβούργου, ο πόλεμος έπληξε άμεσα τους Γερμανούς πολίτες. Ωστόσο, οι Βρετανοί και οι Αμερικανοί ιθύνοντες έκαναν λάθος να πιστέψουν ότι ο απεριόριστος βομβαρδισμός των γερμανικών πόλεων θα πάγωνε την οικονομία ή θα έσπαγε το ηθικό των Γερμανών. Στην πραγματικότητα, οι βομβαρδισμοί επαλήθευαν τους ισχυρισμούς των Ναζί ότι οι Σύμμαχοι σκόπευαν να καταστρέψουν το γερμανικό έθνος, και για αρκετό καιρό δυνάμωσαν την αποφασιστικότητα των Γερμανών αντί να τους καταβάλουν. Σχεδόν 100.000 Βρετανοί και Αμερικανοί που επάνδρωναν τα πληρώματα των αεροπλάνων έχασαν τη ζωή τους _οι περισσότεροι στην αρχή της εκστρατείας , ενώ πάνω από 600.000 Γερμανοί άμαχοι, κυρίως γυναικόπαιδα, σκοτώθηκαν, κυρίως προς το τέλος της -κακή αναλογία για τους Συμμάχους. Όπως ανακάλυψε η αμερικανική Επιθεώρηση Στρατηγικών Βομβαρδισμών μετά τον πόλεμο, οι Γερμανοί διατηρούσαν ακμαίο ηθικό, και μάλιστα οι Ναζί έβγαιναν κερδισμένοι, αφού παρείχαν αποτελεσματικές κοινωνικές υπηρεσίες αμέσως μετά από κάθε αεροπορική επιδρομή. Ο Χίτλερ έφτασε να πιστεύει ότι η καταστροφή στο εσωτερικό μέτωπο συσπείρωνε ακόμη περισσότερο τους Γερμανούς γύρω από το καθεστώς, πράγμα που αλήθευε κατά πολλούς τρόπους.
Τελικά, όμως, οι βομβαρδισμοί τσάκισαν τη ραχοκοκαλιά της πολεμικής οικονομίας και έπεισαν τους Γερμανούς ότι είχαν όντως χάσει τον πόλεμο. Το τελικό αποτέλεσμα δικαίωσε αυτό το είδος πολέμου, ωστόσο παραμένει το γεγονός ότι οι βομβαρδισμοί δεν πυροδότησαν καμία απολύτως ανταρσία στο εσωτερικό της Γερμανίας. Μολονότι οι αντιναζιστές, στη θέα των ερειπωμένων πόλεων υπενθύμιζαν με σαρκασμό την περιβόητη προεκλογική υπόσχεση του Χίτλερ το 1933, ότι «σε τέσσερα χρόνια από τώρα δεν θα αναγνωρίζετε την Γερμανία», και μερικοί βρήκαν τον μπελά τους με τη Γκεστάποκάποια άλλα ευφυολογήματα έδειχναν ότι υπήρχαν αποθέματα ευθυμίας και προσαρμοστικότητας. Λόγου χάρη, το Σαρλότενμπουργκ, μια βομβαρδισμένη περιοχή του Βερολίνου, μετονομάστηκε σε Κλαμότενμπουργκ (πόλη από κουρέλια) και το Στέγκλιτς σε Steht-Nichts (δεν έχει μείνει τίποτε όρθιο). Στο Τρίτο Ράιχ υπήρχαν επαγγελματίες κωμικοί που έβγαζαν τα προς το ζειν κάνοντας αστεία και κοροϊδεύοντας τις αεροπορικές επιδρομές, ώσπου βομβαρδίστηκαν και αυτοί και τα χωρατά τους. Αυτοί οι κλόουν ήταν θύματα ή θιασώτες;
Οι πολίτες μιλούσαν ακατάπαυστα για τους βομβαρδισμούς| ήδη από το 1942, για τους κατοίκους των αστικών κέντρων οι βομβαρδισμοί ήταν η κύρια εμπειρία του πολέμου. Κάθε ιστορικός που καταγράφει προφορικές μαρτυρίες θα γνωρίζει πως οι μνήμες από τον πόλεμο επέστρεφαν με εμμονή στις αεροπορικές επιδρομές και στα βάσανα των Γερμανών αμάχων. Πάρα πολλοί Γερμανοί θυμόνταν τον πόλεμο σαν να τον είχαν ζήσει ολόκληρο μέσα σε καταφύγιο. Το σημαντικό, ωστόσο, δεν ήταν απλώς οι ώρες φόβου και αγωνίας στη διάρκεια των βομβαρδισμών, αλλά το αίσθημα του «συνανήκειν» που αναπτυσσόταν μεταξύ όλων εκείνων που μοιράζονταν κουτσομπολιά, αισθήματα φόβου, ανακούφισης και ξανά ανησυχίας για την επόμενη επίθεση. Ο ιστορικός Michael Geyer μιλά για την «τυραννία της νεανικής αρετής», εξετάζοντας το πώς οι νεαρής ηλικίας στρατιώτες, επόπτες αεράμυνας, εργάτες του δήμου και άλλοι πολίτες «διατηρούσαν τις δομές της γραφειοκρατίας και της καθημερινότητας στις βομβαρδιμένες πόλεις».
Οι ταινίες στον καιρό του πολέμου, μεταξύ αυτών και η Die grosse Liebe , τιμούσαν πάνω απ' όλα την «κοινότητα πεπρωμένου» που είχε σφυρηλατηθεί μέσα στα αντιαεροπορικά καταφύγια| οι δευτερεύουσες πλοκές δεν παρέλειπαν να αντιπαραβάλλουν το γενικό πνεύμα συνεργασίας στους κόλπους του απλού λαού με την αφ' υψηλού γκρίνια λίγων μπουρζουάδων. Οι Γερμανοί ήταν όλοι «μες στην ίδια βάρκα», και κάθε καταφύγιο γινόταν ένα «λαϊκό κατώι» με τα δικά του αστεία, τα δικά του ταμπού, τα δικά του κόλπα. Ο φούρναρης, η νιόπαντρη με τον στρατιώτη άντρα της αγνοούμενο, η προσφυγοπούλα από το Κένιξμπεργκ, η ηλικιωμένη μοδίστρα, ο βιβλιοπώλης της γειτονιάς, ο κρατικός υπάλληλος με τον ανάπηρο απόστρατο γιο, ο χημικός και τέλος ο θυρωρός με τις δυο κόρες και το ορφανό του εγγονάκι -κατά ομάδες όπως αυτή, μιας πολυκατοικίας στο Βερολίνο, οι Γερμανοί έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν. Ακολουθούσαν τις οδηγίες των εποπτών αεράμυνας, στηρίζονταν στην Λαϊκή Πρόνοια και, είτε ήταν υπέρ είτε κατά των Ναζί, χρησιμοποιούσαν τους προπαγανδιστικούς όρους «τρομοκρατική επίθεση» και «αεροπορική τρομοκρατία» για να περιγράψουν τα τεκταινόμενα.