κουρεμα etiketine sahip kayıtlar gösteriliyor. Tüm kayıtları göster
κουρεμα etiketine sahip kayıtlar gösteriliyor. Tüm kayıtları göster

27 Aralık 2014 Cumartesi

στο τέλος μένουμε σκιές στου καραγκιόζη τον μπερντέ όπως και πάντα ,γαιδαρακο ,πάλι : ΝΤΕ!


σ  αυτό το θρίλερ με κομμένη την χολή
κιενω το θέαμα δεν λέει να τελειώσει

-η παγωμένη μας καρδιά πότε θα λιώσει ,
σαυτο το κούρεμα με μηχανή ψιλή.


- ενώ αρχικά κατηγορούσαμε τον παίχτη
και λοιδωρουσαμε τον κάθε έναν φταίχτη ..

στο τέλος μένουμε σκιές
στου καραγκιόζη τον μπερντέ
όπως και πάντα ,γαιδαρακο  ,πάλι : ΝΤΕ!

5 Aralık 2014 Cuma

ενα μου σχολιο για το ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ, την .επανασταση , την Ελλάδα ως ..αδυναμο κρικο του παγκοσμιου καπιταλισμου και την προπαγανδα περι .... αναγκης επιστροφής στη δραχμή .



θα ήθελα πριν προχωρήσω στους συλλογισμούς μου να δώσω μερικές απαραίτητες διευκρινίσεις περί του τι εννοούσα πριν κάποιους μήνες λέγοντας -σε κάποιους ..γνωστούς- )

ότι το Λακάνικο Πραγματικό Δεν μπορεί να συμβoλοποιηθει , να δηλωθεί, κλπ καθόλου ..
Εννοούσα απλώς ότι κανείς δεν μπορεί να πει κάτι για το ανείπωτο .
Παράδειγμα ανείπωτου : η βεβαιότητα του Δικού μας θανάτου. 
Μπορούμε να μιλάμε για το θάνατο των άλλων , τους λαούς που εξαφανίστηκαν , τους φίλους και γνωστούς μαςπουπεθαναν .
Αν όμως δοκιμάσουμε να σκεφτούμε με λέξεις η να φαντασιώσουμε με ..εικόνες τον δικό μας θάνατο έκπληκτοι θα αντιληφθούμε πως δεν μπορούμε να κάνουμε ούτε το ένα ούτε το άλλο με ..κάποια  ακριβολογία ..
Θα το ντύσουμε με λέξεις βέβαια ,θα προσπαθήσουμε να το φαντασιώσουμε με εικόνες μιας ωραίας κηδείας, να γράψουμε κανα ποιηματάκι , η να σκηνοθετήσουμε την αυτοκτονία( το υπέρτατο ξόρκι του θανάτου) αλλά τον ίδιο τον θάνατο ημών των ιδίων ,δεν.
Μπορούμε βέβαια να τον αισθητικοποιησουμε , όπως οι φασίστες του μεσοπολέμου ,οι πιλότοι που κραύγαζαν ”viva la morte” , αλλά κι αυτό είναι ένα ξόρκι , και αφορά τον θάνατο των άλλων η και του εαυτού ως εικόνας – ως πορτραίτο του θανάτου ενός (φαντασιακά)άλλου , όπως στο πορτραίτο του Ντοριαν Γκρέυ .
Η στιγμή του θανάτου μας είναι το κατεξοχήν ανείπωτο , αδήλωτο , .
Είναι το Πραγματικό.(έχει γράψει ένα υπέροχο διήγημα ο Μπλανσόσχετικά …μια ”ανάμνηση του δικού του θανάτου).
Τώρα ..Γιατί το λέω αυτό και τι σχέση έχει;
ε σκεφτείτε ότι η πολυπόθητη για κάποιους στάση πληρωμών και η ..επιστροφή στη δραχμή ενέχει μια διάσταση ..Πραγματικού.
Δηλαδή , μπορεί να λέμε ένα σωρό ωραίες κουβέντες γι αυτήν , να καλούμε   διαφόρους να μας εξηγούν ότι δεν θα συμβεί και τίποτε σπουδαίο και μη φοβάστε ,αλλά αυτά είναι ξόρκια .. Κάνεις δεν ξέρει και δεν μπορεί να πει : Δεν υπάρχει προηγούμενο για μας . Μπορεί να λέμε για την ..Αργεντινή αλλά -πέραν των τεράστιων διαφόρων – η Αργεντινή είναι άλλου ,
κάνεις δεν ξέρει και δεν μπορεί να φανταστεί ..
Σήμερα εκ των πραγμάτων η μικρή Ελλάς έχει την τιμή να είναι ο αδύνατος κρίκος της παγκόσμιας καπιταλιστικής αλυσίδας όπως η Ρωσία το 17.. Όσοι όμως τρίβουν τα χεριά τους θα πρέπει να θυμηθούν ότι
α) η Ρωσία ήταν Τεραστία και η Ελλάς μικρούλα
β) ότι το 17 η Ρωσία ζούσε έναν τρομερό πόλεμο με εκατομμύρια νεκρούς ,
γ) ότι η επανάσταση είχε μετά  το 17 επικρατήσει σε ένα μικρό τμήμα της και επικρατούσε εμφύλιος και ξένες επεμβάσεις, 
δ)ότι ο πληθυσμός πεινούσε κυριολεκτικά
ε) ότι οι τότε επαναστάτες τύπου  Λένιν ήταν απείρως σκληροτραχηλοτερο από τους τώρα ..επαναστάτες
ε) ότι ο τότε παγκόσμιος καπιταλισμός ήταν απείρως λιγότερο ..παγκόσμιος τότε ( σε μακρό και μικρό οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο ) από τον σημερινό
και μερικές χιλιάδες ακόμα..μικροδιαφορές..
————
αν λοιπόν οι τωρινοί επαναστάτες αισθάνονται έτοιμοι για την ..θαυμάσια ευκαιρία .. να ανατρέψουν όχι μόνο τον ελληνικό αλλά και τον παγκόσμιο καπιταλισμό με μια κίνηση ας τον ……ανατρέψουν ..
Όχι όμως για να πάνε απλώς την Ελλάδα στην ..δραχμή, γα να ..προσέλκυσαν ..επενδύσεις.
Όσο το ενδεχόμενο φαίνεται μακρινό ,,μπορούμε να λέμε τέτοια ,χάριν παιδιάς
.. Όσο όμως το ενδεχόμενο μπορεί να γίνει και Πραγματικό(πλησιάζει στο να γίνει) ας θυμόμαστε ότι δεν μπορεί να ..δηλωθεί , να συμβολοποιηθει ,να κλειστεί σε ένα κλουβί από λέξεις .

29 Kasım 2014 Cumartesi

αναδημοσιευω το παρακάτω κειμενο που ειδα στου Lenin Reloaded οχι γιατι συμφωνω η διαφωνώ αλλά γιατι νομίζω οτι ειναι ερέθισμα για μια συζητηση :Κριτική στην «αντιμνημονιακή» ρητορεία περί αντισυνταγματικότητας

Κριτική στην «αντιμνημονιακή» ρητορεία περί αντισυνταγματικότητας

 

Κριτική στην «αντιμνημονιακή» ρητορεία περί αντισυνταγματικότητας

Εισαγωγικό σημείωμα:

Ακολουθεί άρθρο που έστειλε στο ιστολόγιο ο αναγνώστης "Πετροπόλεμος". Το δημοσιεύω ως αξιόλογο και διεισδυτικό σε ορισμένα θεμελιακά σημεία, διατυπώνοντας όμως τις ρητές αντιρρήσεις μου για την διαφαινόμενη σύμφυρση Μπένγιαμιν, Σμιτ και Αγκάμπεν, παρά τις ρητές ιδεολογικοπολιτικές διαφορές ανάμεσα στη δικαιϊκή αντίληψη του πρώτου και του δεύτερου (σύμφυρση για την οποία, κατά τη δική μου γνώμη έχει σοβαρές ευθύνες ο τρίτος). Ας πούμε απλώς ότι ο Σμιτ δεν "διαμαρτύρεται" ποτέ ενάντια στην "κατάσταση εξαίρεσης", ούτε γράφει για να την κριτικάρει, αλλά αντίθετα, για να την καταστήσει συνώνυμη μιας ντεσιζιονιστικής θεωρίας της κυριαρχίας της οποίας είναι ο ίδιος ιδεολογικός φορέας και εκπρόσωπος, και η οποία, αν δεν ήταν εξ αρχής προορισμένη για να νομιμοποιήσει το φασιστικό κράτος, το έκανε αμέσως άμα τη ιστορική εμφανίσει του. Τόσο η νεανική "Κριτική της βίας" του Μπένγιαμιν, όσο και η αναφορά του σε μια "πραγματική κατάσταση εξαίρεσης" που θα βάλει τέλος στην μετατροπή της φασιστικής εξαίρεσης σε νόρμα, απ' την άλλη, είναι σαφέστατα απόπειρες μιας εκ των ένδον αποδόμησης της νομικοπολιτικής θεωρίας του Σμιτ, ή, το λιγότερο, μιας ρητά αντικρατικιστικής εκδοχής της (και ο Σμιτ είναι πάνω από όλα κρατικιστής). 

Κι επειδή είχα κάνει σε σχόλιο μια αναφορά στην ανάγκη διασαφήνισης ενός όρου που έχει γίνει του συρμού στην Ελλάδα, του όρου "πολιτική θεολογία": Η έννοια ως τέτοια είναι καθαρά συντηρητική πολιτικά και είναι εντελώς ανάρμοστο να χρησιμοποιείται για να περιγράψει οποιοδήποτε έργο πραγματεύεται την πολιτική ενώ περιέχει επίσης αναφορές στη θεολογία, ή που πραγματεύεται τη θεολογία πολιτικά. Ένα έργο για την πολιτική θεολογία είναι ένα έργο για την θεολογική νομιμοποίηση της πολιτικής εξουσίας: μπορεί να είναι κριτικό για αυτή την τάση, όπως είναι ο ακόμα έντονα φοϊερμπαχιανός Μαρξ σε ό,τι αφορά την πολιτική θεολογία της Φιλοσοφίας του Δικαίου του Χέγκελ, ή όπως είναι ο Μπένγιαμιν της "Κριτικής της βίας", έργου κάθε άλλο παρά προσανατολισμένου στην σύνδεση της πολιτικής νομιμότητας με το θείο. Μπορεί, απ' την άλλη, να μην είναι καθόλου κριτικό για αυτή την τάση, και άρα να είναι ουσιαστικά το ίδιο μετουσίωση της πολιτικής θεολογίας που πραγματεύεται, όπως ξεκάθαρα είναι το έργο του ακροδεξιού Καθολικού Καρλ Σμιτ της Πολιτικής Θεολογίας (1922), ή όπως πιθανώς να ήταν αυτό του ούλτρα εθνικιστή, αντικομμουνιστή και αυταρχικού συντηρητικού Ερνστ Καντόροβιτς, συγγραφέα του Τα δύο σώματα του βασιλιά. Ένα δοκίμιο για την μεσαιωνική πολιτική θεολογία (1957): ο όρος ως τέτοιος έχει μια τάση να απαντάται σε συντηρητικούς πολιτικά συγγραφείς. Η μπορεί να μην είναι καν έργο πολιτικής θεολογίας, όπως είναι το Άγιος Παύλος του Μπαντιού, που είναι ουσιαστικά μια φιλοσοφική αλληγορία για την πολιτική στράτευση υπό τον μανδύα της βιογραφίας μιας θρησκευτικής φιγούρας, δεν έχει δηλαδή καν σχέση με την έννοια της θεολογικής νομιμοποίησης της πολιτικής εξουσίας. 
LR
--------------------
Κριτική στην «αντιμνημονιακή» ρητορεία περί αντισυνταγματικότητας

Από την πρώτη στιγμή, κατά την οποία η καπιταλιστική κρίση «θεσμικοποιήθηκε» με την ένταξη της Ελλάδος στο μηχανισμό στήριξης και την υπογραφή των δανειακών συμβάσεων, αναπτύχθηκε εκ μέρους των φορέων της σοσιαλδημοκρατικής και ρεφορμιστικής αντίληψης μία ρητορεία περί αντισυνταγματικότητας των νομοθετημάτων, τα οποία θεσπίσθηκαν κατ’ αυτήν την διαδικασία. Το βασικό επιχείρημα αυτής της αντίληψης έχει να κάνει με την προβολή της αντίθεσης των μέτρων στο γράμμα και το πνεύμα του Συντάγματος.

Από νομικοδογματική άποψη, δηλαδή κρινόμενη αυτή η ρητορεία υπό τα κριτήρια της επίσημης/ακαδημαϊκής επιστήμης του δικαίου και συνταγματικής θεωρίας, το παραπάνω επιχείρημα ερείδεται επί μίας διασταλτικής και τελολογικής ερμηνείας συγκεκριμένων άρθρων του Συντάγματος, τα οποία σύμφωνα πάλι με την ακαδημαϊκή νομική επιστήμη, κατοχυρώνουν αυτό που αποκαλείται «κοινωνικό κράτους δικαίου» (με κορυφαίο το άρθρο 25 Συντάγματος). Στην ρητορεία αυτή, πέρα από πολιτικές δυνάμεις και «προσωπικότητες», σχεδόν από την πρώτη στιγμή προσχώρησαν και φορείς της θεσμικής/επίσημης νομικής σκέψης, όπως είναι διακεκριμένοι ακαδημαϊκοί συνταγματολόγοι (ενδεικτικά αναφέρονται: Κατρούγκαλος, Δημητρόπουλος, Χρυσόγονος κα) και οι Δικηγορικοί Σύλλογοι με προεξάρχων αυτόν της Αθήνας. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι κατά τη συνεδρίαση στην Βουλή της 12/2 ο εκπρόσωπος του Συριζα (Π. Λαφαζάνης), προκειμένου να τεκμηριώσει νομικά την ένσταση αντισυνταγματικότητας, την οποία υπέβαλε, κατέθεσε στα πρακτικά κοινή δήλωση των παραπάνω συνταγματολόγων. Συγχρόνως εντός της κοινότητας των νομικών έχει διαμορφωθεί μια ρητορική σύμφωνα με την οποία τα Μνημόνια και οι σχετιζόμενοι με αυτά νόμοι, συγκροτούν ένα «Παρασύνταγμα». Σημειώνουμε ότι η έννοια του «Παρασυντάγματος» είναι φορτισμένη πολιτικά και ιστορικά, καθ’ όσον την εισήγαγε ο συνταγματολόγος Αλιβιζάτος, προκειμένου να περιγράψει τα νομοθετήματα και τις συντακτικές πράξεις «έκτακτης ανάγκης» και «κατάστασης εξαίρεσης», τα οποία θεσπίσθηκαν επί εμφυλίου πολέμου και συνέχισαν να εφαρμόζονται ακόμα και μετά την ψήφιση του Συντάγματος του 1956, εξ ου και όρος «Παρασύνταγμα», ο οποίος δηλώνει ένα κατά κάποιο τρόπο σκιώδες Σύνταγμα, το οποίο υπάρχει (στην σκέψη του Αλιβιζάτου) αντιπαραθετικά και υπονομευτικά απέναντι στο λεγόμενο τυπικό Σύνταγμα, το οποίο προέρχεται από την «λαϊκή και εθνική κυριαρχία».

Αν θέλαμε να εμβαθύνουμε περισσότερο σε αυτή τη σκέψη, θα λέγαμε ότι οι φορείς της διακρίνουν μία «κατάσταση έκτακτης ανάγκης», η οποία οδηγεί επί της ουσίας σε αναστολή του τυπικού Συντάγματος. Και από εδώ αρχίζει και η αμιγώς πολιτική ρητορεία περί «εκτροπής», «κοινοβουλευτικών πραξικοπημάτων», «μεταμοντέρνας δικτατορίας» κλπ.

Βασική μας θέση, την οποία τεκμηριώνουμε παρακάτω, είναι ότι η παραπάνω ρητορική πάσχει πρώτα απ’ όλα πολιτικά, αλλά και από νομική άποψη.

Μία από τις κορυφαίες σχολές νομικής και δικαιικής σκέψης στον 20ο αιώνα, την οποία θεμελίωσε ο γερμανός νομικός Carl Schmitt, με τις παραδοχές της οποίας συνδιαλέχθη ο Walter Benjamin, αλλά και ο Kafka και την οποία εμπλουτίζει μετασχηματίζοντάς την στις μέρες μας ο ιταλός Giorgio Agamben, καθιστά ως κομβική έννοια για την κατανόηση και την κριτική του δικαίου ως ιστορικού «φαινομένου», την έννοια της κατάστασης εξαίρεσης. Δεν θα αναφερθούμε αναλυτικά στην έννοια και σε τι κοινωνικά και δικαιικά φαινόμενα και θεσμούς, αυτή ενσωματώνει- εξ άλλου υπάρχουν στα ελληνικά διαθέσιμες μεταφράσεις των σχετικών έργων των παραπάνω στοχαστών. Θα αρκεσθούμε όμως να πούμε κάπως κωδικά και σχεδόν συνθηματολογικά, ότι η «κατάσταση εξαίρεσης» είναι εκείνη η απόφαση ενός συστήματος ταξικοπολιτικής Κυριαρχιας, σύμφωνα με την οποία, μέσω της αναστολής του δικαίου, ο άνθρωπος και η ζωή του εν τέλει αφήνονται παντελώς έκθετοι απέναντι στο δίκαιο και την βιο-πολιτική. Ο Βenjamin, όπως και ο Agamben διαπιστώνουν ότι η κατάσταση εξαίρεσης σε συνθήκες καπιταλισμού τείνει να γίνει ο κανόνας, τείνει εν ολίγοις να καταστεί μια σταθερή τεχνική διακυβέρνησης (governance) εκ μέρους της αστικής εξουσίας. Γι’ αυτό εξάλλου, όπως παρατήρησε κι ο Schmitt, ο αστικός συνταγματισμός προστρέχει να «συνταγματοποιήσει» και να θεσμικοποιήσει την κατάσταση εξαίρεσης, δηλαδή να καταστήσει δίκαιο την ίδια την αναστολή του δικαίου. Τρανό παράδειγμα συνταγματοποίσης της «κατάστασης εξαίρεσης» ήταν το άρθρο του Συντάγματος της Βαϊμάρης. Στο δικό μας σύνταγμα το νομικό ανάλογο είναι το άρθρο το οποίο θεσπίζει την δυνατότητα κήρυξης κατάστασης πολέμου και πολιορκίας.

Έχουμε στην Ελλάδα σήμερα ενεργοποίηση μίας τέτοιας κατάστασης; Η απάντησή μας είναι όχι. Και αυτό προκύπτει πρώτα απ’ όλα εμπειρικά, αλλά και νομικά.

Δεν έχουμε στην Ελλάδα ένα νομικό φαινόμενο αναστολής δικαίου, το οποίο παράγει με αυτοτελή τρόπο βιοπολιτική. Αυτό το είχαμε πχ στην Δημοκρατία της Βαϊμάρης, το είχαμε στο Νταχάου και στην Μακρόνησο, το είχαμε στις ΗΠΑ μετά τις 11/11/2001, το έχουμε στο Γκουαντάναμο και το Αμπού Γκράιμ-αλλά όχι εδώ. Το δίκαιο και η δικαιοσύνη στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή, δεν αναστέλλονται, εμβαπτίζονται σε συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης, δηλαδή προσπαθούν να εγκολπώσουν μέσα στον ταξικό τους χαρακτήρα τους μετασχηματισμούς της κοινωνικής ζωής και των κοινωνικών σχέσων, τις οποίες διαμορφώνει η καπιταλιστική κρίση. Με βάση τα παραπάνω είμαστε αναγκασμένοι να δηλώσουμε ότι σήμερα δεν έχουμε στην Ελλάδα την εκδίπλωση ενός νομικού φαινομένου, το οποίο λαμβάνει τα χαρακτηριστικά μιας «κατάστασης εξαίρεσης», ούτως ώστε αυτή η έννοια να καταστεί συνισταμένη της κριτικής μας στα Μνημόνια κλπ.

Συνεπώς εγείρεται το ερώτημα του αν ο Βενιζέλος είχε δίκιο όταν στην συνεδρίαση της Βουλής της 12/2, αντικρούοντας την κοινή δήλωση των συνταγματολόγων περί αντισυνταγματικότητας, είπε ότι αυτή η δήλωση αποτελεί πολιτική τοποθέτηση και όχι συστηματική-νομικοδογματική ανάλυση και κριτική, η οποία να τεκμηριώνει αντισυνταγματικότητα. Από την άποψη του αστικού συνταγματισμού και της ακαδημαϊκής επιστήμης, ο Βενιζέλος είχε δίκιο. Και πάνω σε αυτό έρχεται να δέσει η σχετική τοποθέτηση του εκπροσώπου του ΚΚΕ (Θ. Παφίλης), ο οποίος είπε ότι «την όλη κουβέντα για την αντισυνταγματικότητα θα πρέπει να την παρακολουθήσουν οι εργαζόμενοι, για να καταλάβουν τι είναι το Σύνταγμα και η ερμηνεία του».

Αν προεκτείνουμε την τοποθέτηση του Παφίλη στη σφαίρα της επιστήμης του δικαίου, τότε θα πρέπει να πούμε, ότι ο Παφίλης διαπίστωσε ότι η ερμηνεία του Συντάγματος και συνεπακόλουθα και το ίδιο το Σύνταγμα δεν αποτυπώνει πρωτίστως ένα ταξικοπολιτικό συσχετισμό, αλλά μία ταξικοπολιτική Κυριαρχία, συνεπώς η ερμηνεία, η οποία αναπτύσσεται εντός των ορίων του Συντάγματος (είτε γίνεται από τη σκοπιά του «μνημονίου» είτε του «αντιμνημονίου») κινείται μέσα στα όρια της δοσμένης ταξικοπολιτικής Κυριαρχίας, την οποία το Σύνταγμα όχι απλά αποτυπώνει, αλλά την καθιστά Κράτος.

Από αυτό ακριβώς το σημείο θα πρέπει να ξεκινήσει η κριτική μας, από τη σχέση δηλαδή αστικού Συντάγματος και αστικού Κράτους. Αυτοί, οι οποίοι αντιλαμβάνονται το Σύνταγμα ως ένα ερμητικό κειμενικό σύστημα, το οποίο επιδέχεται ερμηνειών είτε προς όφελος της μίας είτε της άλλης τάξης, σιωπηρά συναινούν στο ότι το Κράτος δεν είναι κυριαρχική σχέση της μιας τάξης απέναντι στην άλλη, αλλά (στην πιο αριστερόστροφη εκδοχή), είτε προϊόν συσχετισμού, είτε ακόμα μία ηγεμονική συνθήκη.

Συνεπώς θα πρέπει να πούμε ότι αυτό που χρειαζόμαστε δεν είναι μια κριτική της (δήθεν) αντισυνταγματικότητας των Μνημονίων, αλλά κριτική στο ίδιο το αστικό Σύνταγμα, όχι απλά ως κειμενικό σύστημα πρωτευόντων κανόνων δικαίου, αλλά ως του πρωτεύοντος (σύμφωνα με τον Hans Kelsen) κανόνα δικαίου, ο οποίος θεσμοποιεί την ταξικοπολιτική Κυριαρχία για να την καταστήσει Κράτος (σύμφωνα με τον Λένιν).

Επίσης (κι αυτό αφορά την αλτουσεριανή αντίληψη και την δεξιά ανάγνωση πάνω στον Γκράμσι) το Σύνταγμα δεν είναι πρώτα απ’ όλα οργανικό στοιχείο ηγεμονίας ή ακόμα ένας ΙΜΚ. Δεν είναι δηλαδή μια σχέση, η οποία είτε συνδέει είτε αντιδιαστέλει το Κράτος απέναντι στην κοινωνία ή το εκάστοτε κόμμα απέναντι στην εκάστοτε τάξη. Αντιθέτως είναι η θεσμοποίηση της σχέσης εκείνης, σύμφωνα με την οποία η κυρίαρχη τάξη αναγορεύει με πανηγυρικό και τελετουργικό μάλιστα τρόπο τον εαυτό της σε Κράτος, επι-κυρώνει δηλαδή μετασχηματισμούς, οι οποίοι ήδη έχουν συντελεσθεί στην σφαίρα της παραγωγής και των συγκεκριμένων κοινωνικών σχέσεων. Για να ξεφύγουμε από την θεωρία, θα θέσουμε το ακόλουθο πολιτικό δίλημμα:

Επιθυμούμε την νεκρανάσταση της σοσιολδημοκρατικής/φορντικής ερμηνείας του αστικού Συντάγματος και την αναπαράσταση του αστικού Κράτους ως «ρύθμιση», η οποία ενσωματώνει στις λειτουργίες του Κράτους τον ταξικό ανταγωνισμό και προκρίνει τον λεγόμενο «ρεφορμισμό των εισοδημάτων» (όπως εισηγήθηκε ο Keynes), ή μία κομμουνιστική κριτική στο αστικό Σύνταγμα και στη μορφή Κράτος; Η ίδια η προλεταριακή εργασία ως ελεύθερη, ανέλεγκτη και δημιουργική δύναμη, ως ζωντανή μορφοπλαστική φωτιά έχει προ πολλού αναδείξει τα ιστορικά όρια του αστικού Κράτους και του Συντάγματός του, έχει προ πολλού αντιπαραβάλει την πρακτική της χαράς απέναντι στην μιζέρια της ακαδημαϊκής ερμηνείας.

Τελειώνουμε με το εξής:

Στα πλαίσια της «αντιμνημονιακής» συνταγματικής σκέψης προβάλλεται η ανάγκη ενεργοποίησης της συνταγματοποίσης του λεγόμενου «δικαιώματος αντίστασης», το οποίο περιέχεται παραδοσιακά στα ακροτελεύτια άρθρα των αστικών Συνταγμάτων (στην Ελλάδα στο άρθρο 120, στο προηγούμενο Σύνταγμα στο άρθρο 114). Πρόκειται κατά τη γνώμη μας για μία ρητορεία, η οποία χρειάζεται με την σειρά της κριτική. Και τούτο διότι οι αριστεροί εμπνευστές αυτής της άποψης προφανώς δεν έχουν αναλογισθεί ότι η αναστολή του δικαίου, το οποίο αυτοί τόσο υποστηρίζουν θα γίνει –αν είναι να γίνει- με επίκληση σε αυτό το άρθρο, του οποίου αποζητούν την ενεργοποίηση. Είναι μια ρητορεία, η οποία κουβαλάει νερό στο μύλο της ύπουλης και επικίνδυνης αστικής προπαγάνδας περί «συνταγματικού τόξου», είναι μια ρητορεία, η οποία με έναν αντεστραμμένο τρόπο νομιμοποιεί την ενδεχόμενη άρση των νομικών εγγυήσεων στο πεδίο των κεκτημένων λαϊκών ελευθεριών. Πέρα όμως από αυτό τίθεται και ένα ευρύτερο ζήτημα:

Θα πρέπει να σταματήσει ο «αριστερός» νομικός να επιδιώκει να ενσωματώνει την ταξική πάλη στα πλαίσια της φαινομενολογίας της αστικής νομιμότητας και της έννομης τάξης. Δεν εννοούμε ότι θα πρέπει να καλέσει πχ σε ένοπλη επαναστατική πάλη κλπ ή σε τυπικά έκνομες δραστηριότητες-αυτό θα το κρίνει η εργατική τάξη και ο πολιτικός της φορέας, αλλά ότι θα πρέπει να αρχίσει να κάνει λόγο για την διαδικασία εκείνη, σύμφωνα με την οποία η ταξική πάλη δημιουργεί τέτοιες σχέσεις, πάνω στις οποίες το καπιταλιστικό δίκαιο και η αστική εξουσία δεν έχουν πλέον καμία αρμοδιότητα…. Μια μέρα η ανθρωπότητα θα παίξει με το δίκαιο, όπως τα παιδιά παίζουν με τα άχρηστα αντικείμενα, όχι για να τους ξαναδώσουν την κανονική τους χρήση, αλλά για να τα απελευθερώσουν οριστικά από αυτήν.
----------------------------------

26 Ağustos 2014 Salı

Η κατασκευή του χρεωμένου ανθρώπου


Η κατασκευή του χρεωμένου ανθρώπου  

πηγη: http://www.bookpress.gr/stiles/sotiris-bandoros/debt?utm_source=Newsletter&utm_medium=email

E-mail Εκτύπωση
390x260 debt
Του Σωτήρη Βανδώρου
Το χρέος, κρατικό και ιδιωτικό, δεν πρέπει να ιδωθεί ως κάτι το δευτερογενές στο πλαίσιο λειτουργίας του σύγχρονου καπιταλισμού. Δεν θα πρέπει να θεωρήσουμε το χρηματοπιστωτικό σύστημα, που δίνει τον τόνο στην οικονομία εδώ και μερικές δεκαετίες, πρωτίστως ως μηχανισμό χρηματοδότησης των επιχειρήσεων, όσο κυρίως ως σύστημα διαχείρισης ιδιωτικών και δημόσιων χρεών. Κατά προέκταση, κρίσιμη εν προκειμένω είναι η σχέση (εξουσίας) μεταξύ οφειλέτη και πιστωτή. Έτσι, το χρηματοπιστωτικό σύστημα δεν είναι παρά το χρέος από τη σκοπιά των οφειλετών και ο τόκος από τη σκοπιά των πιστωτών. Ο Maurizzio Lazzarato, που υποστηρίζει αυτή τη θέση, προτείνει μάλιστα να αντικατασταθεί η έννοια του χρηματοπιστωτικού συστήματος (ως παραπλανητικής) από αυτήν της «οικονομίας του χρέους». Στο δοκίμιό του Η κατασκευή του χρεωμένου ανθρώπου επεξηγεί αναλυτικά αυτή την προσέγγιση για την οποία επιστρατεύει θεωρήσεις των Μαρξ, Νίτσε, Φουκώ και ιδίως των Ντελέζ και Γκουαταρί.
Το μοντέλο του χρεωμένου ανθρώπου συνιστά το υπόδειγμα του σύγχρονου καπιταλισμού.
Η ηθική της υπόσχεσης και της ενοχής
Αυτό που πρέπει εξ αρχής να τονιστεί είναι πως κατά τον Lazzarato, Ιταλό κοινωνιολόγο, φιλόσοφο και ακτιβιστή, το χρέος συνάπτεται με τη δική του ηθική, αυτή της υπόσχεσης (να τιμά κανείς το χρέος του) και της ενοχής (επειδή το απέκτησε), που είναι διαφορετική αλλά και συμπληρωματική προς την ηθική της εργασίας (προσπάθεια-ανταμοιβή). Το σημαντικό είναι ότι αυτή η ηθική (προσταγή) διαπερνά σε βάθος τα άτομα, καθώς τα εμπλέκει σε μια διαδικασία υποκειμενοποίησης κατά την οποία ενεργοποιούνται η μνήμη, η συνείδηση, μηχανισμοί εσωτερίκευσης: τα εγκαλεί σε μια «εργασία επί του εαυτού», συγκροτώντας τα ως υποκείμενα υπεύθυνα και υπόχρεα απέναντι στους πιστωτές τους. Αυτό το μοντέλο, του χρεωμένου ανθρώπου, συνιστά το υπόδειγμα του σύγχρονου καπιταλισμού κι απέχει παρασάγγας από το πρότυπο του παραγωγού, αλλά κι από το πιο πρόσφατο (δεκαετίες 1980 & 1990) του επιχειρηματία (κατά το οποίο ο καθένας καλείτο να «πουλήσει»/πλασάρει όσο καλύτερα μπορεί τον εαυτό του).
debt-reliefΕίναι ενδιαφέρον ότι η σημερινή επικράτηση του μοντέλου του χρεωμένου ανθρώπου συνάπτεται, κατά τον συγγραφέα, με την άρση ή εν πάση περιπτώσει με τη σχετικοποίηση της υπόσχεσης που ήταν ενεργή κατά τη φάση του μοντέλου του επιχειρηματία (του εαυτού του), ότι δηλαδή ο καθένας μπορεί να «πετύχει» και να πλουτίσει υπό την προϋπόθεση ότι κάνει τις σωστές κινήσεις στην αγορά. Τώρα, πια, το μείζον είναι να αναλάβει ο καθένας το βάρος των χρεών του και να επιδείξει τη σχετική υπευθυνότητα. Εδώ, η γενίκευση της χρήσης της πιστωτικής κάρτας συνιστά ένα τεκμήριο υπέρ της θέσης του συγγραφέα: η πίστωση τίθεται τρόπον τινά ως προεγκαθιδρυμένη σχέση, αυτομάτως και διαρκώς ενεργή άπαξ κι αποκτηθεί η κάρτα. Όμως, αυτή η σχέση επεκτείνεται διαρκώς. Μια χαρακτηριστική περίπτωση είναι αυτή των φοιτητικών δανείων, θεσμός που τις τελευταίες δεκαετίες έχει καταστεί ο κανόνας σε ΗΠΑ και Μ. Βρετανία. Και στις δύο περιπτώσεις, από την πλευρά των οφειλετών αποδεικνύονται αποτυχημένα, καθώς η πλειονότητα όσων τα λαμβάνουν αδυνατούν να εξασφαλίσουν θέσεις εργασίας τέτοιες ώστε να μπορούν να τα αποπληρώσουν σε εύλογο διάστημα. Ωστόσο, αυτό δε σημαίνει ότι δεν είναι ωφελημένοι οι πιστωτές. Στη βρετανική περίπτωση μάλιστα το χρέος καθίσταται δημόσιο καθώς το κράτος εγγυάται την αποπληρωμή του εφόσον αντικειμενικά δεν δύναται να το κάνει αυτό ο δανειολήπτης (βεβαίως αυτό δεν αποθαρρύνει Έλληνες πολιτικούς να προτείνουν να υιοθετήσουμε αυτή την ιδέα και να χαρακτηρίζουν τις αντιδράσεις σε αυτήν ως μια ακόμη ένδειξη της αδυναμίας συντονισμού μας με όσα συμβαίνουν στον προοδευμένο κόσμο). Αλλά αυτό που θα πρέπει να προσεχθεί περισσότερο είναι ότι στην περίπτωση του δανειζόμενου φοιτητή, αυτός φορτώνεται με χρέος πριν καν εισέλθει στην αγορά εργασίας κι αποκτήσει δικό του εισόδημα, ενώ επιπλέον η όλη διαδικασία τον ωθεί να σκεφτεί εργαλειακά τις σπουδές του: η επιλογή να επιλέξει αντικείμενο που εμφανίζεται επισφαλές ως προς τις επαγγελματικές προοπτικές και την οικονομική απόδοση φαντάζει (ακόμη πιο) «ανορθολογική»: οι σπουδές καθίστανται επένδυση και κάθε επένδυση κρίνεται από την απόδοσή της. Έτσι, όμως, η λογική του χρεωμένου ανθρώπου εμφιλοχωρεί σε κρίσιμες αποφάσεις του βίου. Επιπλέον, έχουμε εδώ την αλλαγή της σχέσης δημόσιου-ιδιωτικού: η γενίκευση του μοντέλου του φοιτητικού δανείου σηματοδοτεί την προϊούσα απαξίωση της παιδείας ως δημόσιου αγαθού και τη μετασχηματίζει σε μια «υπηρεσία» που οι ιδιώτες-καταναλωτές θα επιλέξουν με δική τους ευθύνη εάν και με ποιους όρους θα τη λάβουν. Αν δεν μπορούν να αποπληρώσουν τα δάνεια, ας πρόσεχαν: ας έκαναν καλύτερη επιλογή.
Αναδιατάσσοντας τη σχέση κεφαλαίου-εργασίας
Δεν μπορούμε να μη σταθούμε στις «μνημονιακές» πολιτικές οι οποίες περιλαμβάνουν μια σειρά από δραστικές αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις που από οικονομική άποψη δεν έχουν καμία απόδοση.
Ο Lazzarato ισχυρίζεται, γενικεύοντας, ότι η παραγωγή και η διαχείριση του χρέους είναι ένας μηχανισμός ο οποίος έχει καθοριστικές επιπτώσεις σε όλους τους τομείς της οικονομίας αλλά και της πολιτικής, από την οποία δεν μπορεί να διαχωριστεί. Στην τρέχουσα φάση, έχουμε μια νεοφιλελεύθερη πολιτική η οποία εκτός όλων των άλλων αναδιατάσσει τις σχέσεις κεφαλαίου-εργασίας. Πράγματι, εδώ δεν μπορούμε να μη σταθούμε στις «μνημονιακές» πολιτικές οι οποίες περιλαμβάνουν μια σειρά από αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις που από οικονομική άποψη δεν έχουν καμία απόδοση και στις οποίες ωστόσο η τρόικα (για να αφήσουμε στην άκρη τις ευθύνες των ελληνικών κυβερνήσεων) επιμένει πεισματικά: οι απολύσεις στο Δημόσιο (που η ίδια  τρόικα έχει δεχθεί ότι δεν έχουν δημοσιονομικό όφελος), η εμμονή στην υπερβολική μείωση του μισθολογικού κόστους (που καμία συνεισφορά στην «ανταγωνιστικότητα» της ελληνικής οικονομίας δεν προσφέρει), η διευκόλυνση των απολύσεων στον ιδιωτικό τομέα, η μείωση των αποζημιώσεων, η διεύρυνση του καθεστώτος της μερικούς απασχόλησης κ.ο.κ., γενικότερα η ακραία υποτίμηση της αξίας της εργασίας προκύπτει μέσω της διαχείρισης του χρέους.
02589b8
Περιττό είναι επίσης να υπενθυμίσουμε πως αυτές οι ασκούμενες πολιτικές συνδυάζονται με την ενοχοποίηση της κοινωνίας, δηλαδή του οφειλέτη, είτε εκπορεύεται από το εξωτερικό (οι τεμπέληδες Έλληνες) είτε από το ίδιο πάνω-κάτω εγχώριο πολιτικό προσωπικό που μερικά χρόνια νωρίτερα είχε πρωτοστατήσει στον υπερδανεισμό, τη χρηματιστηριακή φούσκα κ.τλ. («μαζί τα φάγαμε»). Ο συγγραφέας προσθέτει ότι στο ίδιο γενικότερο πλαίσιο (που δεν αφορά δηλαδή μόνον χώρες που έχουν «υπερβολικό» χρέος) έχουμε την αποψίλωση του κράτους πρόνοιας στο βαθμό που τα κοινωνικά δικαιώματα μετασχηματίζονται σε κοινωνικά χρέη τα οποία με τη σειρά τους μετατρέπονται σε ιδιωτικά, όπως αντιστοίχως οι δικαιούχοι σε οφειλέτες. Είναι η ροή χρήματος στο κύκλωμα της πίστωσης που μπορεί να εγγυηθεί την εγγενή αντίφαση του συστήματος: ενώ η επιταγή είναι να μειώνονται οι μισθοί και οι κοινωνικές παροχές, δηλαδή ο εργαζόμενος να γίνεται φτωχότερος, ο καταναλωτής οφείλει να ξοδεύει ώστε να λειτουργεί η οικονομία. Και πώς θα το κάνει; Δανειζόμενος! Επομένως, στην ουσία έχουμε μια σημαντική μεταφορά πόρων από τους οφειλέτες στους πιστωτές στην οποία το ίδιο το κράτος έχει ενεργό ρόλο (π.χ. ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών την ίδια στιγμή που υπερφορολογεί και μειώνει τις παροχές).
Κάνοντας την προπαραδοχή ότι ο καπιταλισμός είναι ένα άδικο κι εκμεταλλευτικό σύστημα και κινούμενος σε ένα επίπεδο σχετικά υψηλής αφαίρεσης, καταλήγει σε αδιαφοροποίητα και μάλλον προβλέψιμα συμπεράσματα.
Το δοκίμιο του Lazzarato, που μπορεί να μην είναι τεχνικό, παρόλα αυτά είναι αρκετά απαιτητικό για τον ανεξοικείωτο αναγνώστη, μας δίνει μια πολύ διαφορετική οπτική από την κυρίαρχη και μας κάνει να σκεφτούμε βαθύτερα το πρόβλημα του χρέους στο ευρύτερο πλαίσιο λειτουργίας του καπιταλισμού. Μας θυμίζει ότι τα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα επιδέχονται πολλές διαφορετικές ερμηνείες και ήδη αμέσως-αμέσως ως προς τον τρόπο που ορίζει κανείς το πρόβλημα, ενώ και οι ίδιες οι έννοιες (π.χ. χρέος) μπορεί να καταστούν επίμαχες και διαμφισβητούμενες. Το όριο της θεώρησής του βρίσκουμε ότι έγκειται στον ολοκληρωτικό χαρακτήρα της, με την έννοια ότι κάνοντας την προπαραδοχή ότι ο καπιταλισμός είναι ένα άδικο κι εκμεταλλευτικό σύστημα και κινούμενος σε ένα επίπεδο σχετικά υψηλής αφαίρεσης, καταλήγει σε αδιαφοροποίητα και μάλλον προβλέψιμα συμπεράσματα.
Κατά κάποιο τρόπο, είναι σαν να ισχυρίζεται ότι αν είσαι από την πλευρά των οφειλετών δεν έχεις καμία ευθύνη (διότι αυτή που σου αποδίδεται από το ίδιο το σύστημα θα πρέπει να θεωρηθεί εν τέλει παγίδευση) και ταυτόχρονα είναι μάταιη οποιαδήποτε πολιτική αντιμετώπιση που δεν προτάσσει ως στόχο την κατεδάφιση του συστήματος (π.χ. το να θέσει κανείς μεταξύ πολλών άλλων ως πολιτικό αίτημα τον έλεγχο των καθαρά κερδοσκοπικών χρηματοπιστωτικών συναλλαγών ο Lazzarato θα το έβρισκε αφελές κι ατελέσφορο). Όμως, θα μπορούσε κανείς να ρωτήσει: όλα τα κράτη διαχειρίζονται με τον ίδιο τρόπο τα χρέη τους; Ή, ας πούμε, εκείνος που την εποχή της ψευδοευημερίας έπαιρνε δάνειο για να κάνει διακοπές το Πάσχα είναι εξίσου ανεύθυνος με εκείνον που δεν το έκανε; Γνωρίζω ανθρώπους που ενθουσιάζονται από το ριζοσπαστισμό και την πολεμική διάθεση που εκφράζονται στο βιβλίο. Πείτε με συντηρητικό, αλλά δεν είμαι βέβαιος ότι αυτά και μόνον είναι τα συστατικά που θα χρειαστούμε για να απαλλαγούμε από τα χρέη μας.
exof-xreomenos   Η κατασκευή του χρεωμένου ανθρώπου
   Maurizio Lazzarato
   Mτφρ. Γιώργος Καράμπελας
   Εκδόσεις Αλεξάνδρεια 2014
   Σελ. 190, τιμή €13,85
   politeia-link

17 Ağustos 2014 Pazar

ΑΝΤΩΝΗ ΛΙΑΚΟΥ Σχέδιο Μάρσαλ και αυταπάτες .. ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ ΛΙΑΚΟΥ

Σχέδιο Μάρσαλ και αυταπάτες

  ΠΗΓΗ :http://antonisliakos.gr/2013/10/04/%CF%83%CF%87%CE%AD%CE%B4%CE%B9%CE%BF-%CE%BC%CE%AC%CF%81%CF%83%CE%B1%CE%BB-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%B1%CF%85%CF%84%CE%B1%CF%80%CE%AC%CF%84%CE%B5%CF%82/
  
Τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη, προβάλλεται η ιδέα ενός νέου σχεδίου Μάρσαλ για να βγει η Νότια Ευρώπη από την ύφεση, για να καταπολεμηθεί η ανεργία και για να δρομολογηθεί ανάπτυξη. Ανταποκρίνονται όμως οι προσδοκίες αυτές στις ιστορικές πραγματικότητες ή μιλάμε στον αέρα;
Του Αντώνη Λιάκου
Το σχέδιο Μάρσαλ (που πήρε το όνομα του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ ο οποίος το εξήγγειλε το 1947) είχε την εξής λογική: Η αμερικάνικη οικονομία βγήκε από τη μεγάλη κρίση του 1929 με τον πόλεμο, όταν οι μηχανές της δούλευαν στο φουλ, η απασχόληση ήταν πλήρης και συνεχώς νέες βιομηχανίες δημιουργούνταν για να ανταποκριθούν στις νέες ανάγκες. Μετά τη λήξη του πολέμου υπήρχε ο κίνδυνος της οικονομικής συρρίκνωσης, αν η Αμερική δεν έβρισκε μια μεγάλη και αξιόπιστη αγορά για να εμπορεύεται. Πού όμως; Επομένως αν δεν την έβρισκε έπρεπε να τη δημιουργήσει. Και εκείνη η ήπειρος που είχε δυνατότητα να ανταποκριθεί τότε ήταν η Ευρώπη. Επομένως μαζική βοήθεια στην Ευρώπη για να ανορθωθεί.
Υπήρχε όμως και άλλος ένας, ή μάλλον δύο λόγοι, για την επιλογή της Ευρώπης. Ο πρώτος ήταν πως έπρεπε να μην επαναληφθούν τα λάθη μετά το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν τη Γερμανία την απομύζησαν οι νικητές της για πολεμικές αποζημιώσεις, κι αυτούς η Αμερική για τα δανεικά που τους είχε δώσει. Η πολιτική αυτή θεωρούνταν δικαιολογημένα αιτία της μεσοπολεμικής κρίσης, του φασισμού και του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου. Επομένως το σχέδιο Μάρσαλ αποσκοπούσε όχι μόνο στο να δημιουργήσει στην Ευρώπη βιώσιμες οικονομίες, αλλά να μάθει τους Ευρωπαίους να συνεργάζονται, να καταργήσουν τον προστατευτισμό των οικονομιών τους, να προσχωρήσουν στις αρχές του ελεύθερου εμπορίου, και κυρίως να αναπτύξουν τις οικονομίες τους έτσι ώστε να είναι αλληλοσυμπληρωματικές. Η κάθε χώρα να ειδικεύεται εκεί που τα καταφέρνει καλύτερα, και η μια χώρα να παράγει προϊόντα που έχει ανάγκη η άλλη. Αυτός ήταν ο ένας λόγος που ανάγκασε πρώην εχθρούς να συνεργάζονται και άνοιξε μονοπάτι για τη μελλοντική ευρωπαϊκή ενοποίηση. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι το σχέδιο εντάχθηκε στην ανάσχεση του κομμουνισμού στην Ευρώπη. Αρχικά είχαν προσκληθεί και οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, αλλά ο Στάλιν καταλάβαινε ότι έτσι θα χάνονταν από τη σοβιετική επιρροή και τις απέσυρε.
Το σχέδιο Μάρσαλ εξέφραζε και μια φιλοσοφία. Αυτό που σήμερα αποκαλούμε κεϋνσιανισμός ήταν η μία πλευρά. Ενισχύοντας τη ζήτηση, το σχέδιο επεδίωκε να αποριζοσπαστικοποιήσει την εργατική τάξη. Οι εργάτες να αποκτήσουν το αυτοκινητάκι τους, να φύγουν από τις πνιγηρές εργατικές γειτονιές όπου ενδημούσαν ανατρεπτικές ιδέες και να βγουν στον καθαρό αέρα των προαστίων, όπου ο μπαμπάς αντί να τρέχει στις πολιτικές συγκεντρώσεις κάνει μπάρμπεκιου στην πίσω αυλή. Το σχέδιο ήταν υπέρ ενός ήπιου κορπορατισμού, που θα λειτουργούσε στο πλαίσιο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και θα εξασφάλιζε τη συνεργασία εργατικών συνδικάτων – εργοδοτικών οργανώσεων και κυβέρνησης. Χαρακτηριστική είναι η συμφωνία με την AFL-CIO, ώστε η μεταφορά της αμερικάνικης βοήθειας στην Ευρώπη να γίνεται με καράβια που το πλήρωμά τους ήταν οργανωμένο σ’ αυτά τα συνδικάτα. Αυτό τον τύπο κοινωνίας, στην οποία η εργατική τάξη θα έχανε τη ριζοσπαστικότητά της απολαμβάνοντας καταναλωτικά προϊόντα που έως τότε ήταν προσβάσιμα μόνο στα μεσαία στρώματα, οι Αμερικανοί ήθελαν να εξαγάγουν και στην Ευρώπη.
Πόσοι και ποιοι από τους παραπάνω λόγους ισχύουν σήμερα; Ούτε η Αμερική ούτε η Γερμανία είναι σε αναζήτηση αγορών. Η Kίνα, η Ινδία, οι χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας και της Λατινικής Αμερικής αποτελούν πολύ μεγάλες και υπό συγκρότηση μοντέρνες αγορές, όπου το πρόβλημα δεν είναι η απορρόφηση αλλά ο ανταγωνισμός κόστους, διαφοροποίησης και ποιότητας. Άρα, γιατί η Γερμανία να προχωρήσει σε ένα νέο σχέδιο Μάρσαλ αν μπορεί να διοχετεύει τα προϊόντα της με χαμηλό συγκριτικό κόστος; Άλλωστε, η εκλογική επιβεβαίωση της Μέρκελ για τρίτη θητεία κάτι δείχνει. Ούτε η κοινωνική φιλοσοφία της αμέσου μεταπολεμικής περιόδου ισχύει σήμερα. Η νέα οικονομική και πολιτική φιλοσοφία αναπτύχθηκε σε αντίθεση με τη λογική της ενίσχυσης της ενεργού ζήτησης, της πλήρους απασχόλησης και του κορπορατισμού. Η ουσία του νεοφιλελευθερισμού είναι η κατάργηση όλων αυτών των κοινωνικών συμβολαίων και η μετατροπή της εργασίας σε απλό εμπόρευμα που ακολουθεί τους κανόνες μιας απόλυτα ελαστικής αγοράς. Η σημερινή πολιτική βρίσκεται ακριβώς στον αντίποδα της μεταπολεμικής. Άλλωστε οι μεταρρυθμίσεις που όλο μας λένε να κάνουμε και που όλο κάνουμε και τελειωμό δεν έχουν αποσκοπούν στο να αλλάξουν τις συμβάσεις εκείνης της μεταπολεμικής διευθέτησης. Πρόκειται για ένα τεράστιο σχέδιο κοινωνικής, νοοτροπιακής και πολιτικής αναδόμησης. Το πνεύμα τούτου του σχεδίου βρίσκεται ακριβώς στον αντίποδα του πνεύματος του σχεδίου Μάρσαλ.
Μια άλλη παράμετρος του σχεδίου Μάρσαλ είναι ότι τη βοήθεια καλούνταν να την διαχειριστούν οι ίδιες οι ευρωπαϊκές χώρες με βάση τα προγράμματα οικονομικής ανάπτυξης που θα εκπονούσαν, υπό την αίρεση α) ότι οι στόχοι θα ήταν συμβατοί με τους στόχους ευρωπαϊκής συνεργασίας και συμπληρωματικότητας, β) ότι θα ήταν συμβατοί με τους κοινωνικούς στόχους του προγράμματος και γ) ότι θα υπήρχε αξιόπιστος φορέας και μηχανισμός που θα αναλάμβανε την υλοποίησή τους. Λ.χ. στη Γαλλία υπήρχε ήδη πρόγραμμα και το σχέδιο Μάρσαλ αρκέστηκε στο να το χρηματοδοτήσει. Στην Ιταλία το πολιτικό κατεστημένο ήταν πιο συντηρητικό από τους κοινωνικούς στόχους του προγράμματος και έγινε διαπραγμάτευση και συμβιβασμός. Σε κάθε χώρα έγινε κάτι ανάμεσα στην αποδοχή και στη διαπραγμάτευση. Αλλά στην Ελλάδα δεν υπήρχε ούτε αξιόπιστο σχέδιο οικονομικής ανάπτυξης για να χρηματοδοτηθεί, ούτε αξιόπιστος μηχανισμός για να αναλάβει την υλοποίησή του. Την ανέλαβαν εξολοκλήρου οι Αμερικανοί δημιουργώντας μια υπηρεσία, την AMAG, η οποία ήταν μια παράλληλη κυβέρνηση που έπαιρνε τις βασικές αποφάσεις. Και λόγω του εμφυλίου πολέμου, κάτι που δεν είναι δευτερεύον, το σχέδιο Μάρσαλ στην Ελλάδα δεν πέτυχε, ή πέτυχε ένα πολύ μικρό μέρος των όσων θα μπορούσε συγκριτικά να έχει πετύχει.
Ερωτήματα αντί συμπεράσματος: 1) Δεδομένων των διαφορών ανάμεσα στο σήμερα και στον πριν 65 χρόνια κόσμο, που δεν είναι μια ευκαταφρόνητη περίοδος χρόνου, ποια μορφή θα μπορούσε να έχει ένα αντίστοιχο πρόγραμμα ανάταξης των κοινωνιών σε κρίση; Σε ποιες σύγχρονες ιστορικές τάσεις, αλλά και σε ποια φιλοσοφία θα πρέπει να ανταποκρίνεται; Πώς συνδέεται η οικονομική ανάπτυξη με το κοινωνικό συμβόλαιο σήμερα, σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης και μείωσης των δυνατοτήτων του εθνικού κράτους; Να ένα σπουδαίο φόρουμ δια-ευρωπαϊκής συζήτησης των αριστερών και προοδευτικών δυνάμεων. 2) Αλλά ακόμη και αν ένα νέο σχέδιο οικονομικής ανάπτυξης μπει μπροστά για τις χώρες που υποφέρουν πιο βαριά από την κρίση, υπάρχει η ανάγκη να έχει διατυπωθεί ένα σχέδιο και προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης. Χωρίς αυτό δεν γίνεται τίποτε. Υπάρχει σήμερα κάτι τέτοιο στην Ελλάδα; Γνωρίζουμε τι θέλουμε, πού θέλουμε να πάει αυτή η χώρα και πώς να πορευτεί στο σύγχρονο κόσμο; Για να διεκδικήσεις ένα νέο σχέδιο Μάρσαλ πρέπει να ξέρεις τι θα το κάνεις.

24 Haziran 2014 Salı

Το χρέος ως τεχνική διακυβέρνησης ΜΑΟΥΡΙΤΣΙΟ ΛΑΤΣΑΡΑΤΟ Μαουρίτσιο Λατσαράτο Από τον Θανάση Γιαλκέτση Πηγή: Η Εφημερίδα των Συντακτών Δημοσιεύτηκε στις 04/05/2014

Το χρέος ως τεχνική διακυβέρνησης

ΜΑΟΥΡΙΤΣΙΟ ΛΑΤΣΑΡΑΤΟ
Μαουρίτσιο Λατσαράτο

Από τον Θανάση Γιαλκέτση

Κυκλοφόρησε πρόσφατα και στη γλώσσα μας το βιβλίο του Ιταλού κοινωνιολόγου, φιλοσόφου και ακτιβιστή Μαουρίτσιο Λατσαράτο «Η κατασκευή του χρεωμένου ανθρώπου» (εκδόσεις «Αλεξάνδρεια», μετάφραση Γιώργος Καράμπελας). Η συνέντευξη του Μαουρίτσιο Λατσαράτο που ακολουθεί δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Il Manifesto».

• Υποστηρίζετε ότι το όνομα του σύγχρονου καπιταλισμού είναι «οικονομία του χρέους» και ότι γι’ αυτήν, και όχι για «χρηματοπιστωτικό σύστημα», πρέπει να μιλάμε. Γιατί;

Γιατί πίσω από τη χρήση του όρου «χρηματοπιστωτικό σύστημα» λειτουργεί ακόμα η ιδέα μιας διαίρεσης μεταξύ «πραγματικής» οικονομίας και χρηματοπιστωτικής οικονομίας, μεταξύ προσόδου και κέρδους, που σήμερα είναι πλήρως ξεπερασμένη.
Στον χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό η λογική του χρηματοπιστωτικού τομέα καθορίζει το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων: αναδιοργανώνει την επιχείρηση, επενεργεί στα δημόσια οικονομικά μειώνοντας τη φορολόγηση των πλούσιων, ξηλώνει το κράτος πρόνοιας αντικαθιστώντας τα δικαιώματα με πιστώσεις. Η λεγόμενη πραγματική οικονομία είναι μόνον ένα τμήμα του συστήματος καπιταλιστικής αξιοποίησης, που κυριαρχείται από το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Και το χρηματοπιστωτικό σύστημα δεν είναι μια κερδοσκοπική υπερβολή που μπορεί να περιοριστεί με τη θέσπιση ορθών κανόνων. Είναι μια σχέση εξουσίας μεταξύ ιδιοκτητών και μη ιδιοκτητών, μεταξύ πιστωτών και οφειλετών. Ο τόκος είναι το χρηματοπιστωτικό σύστημα από τη σκοπιά των πιστωτών, το χρέος είναι το χρηματοπιστωτικό σύστημα από τη σκοπιά των οφειλετών. Λέγοντας επομένως «οικονομία του χρέους» γίνεται αμέσως σαφές περί τίνος πρόκειται και ποια είναι η πολιτική διακύβευση: πρόκειται για το χρέος που οι Ελληνες, οι Ιρλανδοί, οι Πορτογάλοι, οι Ισλανδοί δεν θέλουν να πληρώσουν, που νομιμοποιεί την αύξηση των πανεπιστημιακών διδάκτρων στην Αγγλία υποκινώντας ταραχές στο Λονδίνο, που δικαιολογεί την αντιμεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος στη Γαλλία και στην Ιταλία και τις περικοπές στις κοινωνικές υπηρεσίες και στην εκπαίδευση παντού.

• Ποιες είναι οι βάσεις αυτής της οικονομίας του χρέους και πώς αυτή αναπτύχθηκε;

Ο νεοφιλελευθερισμός συνδέθηκε με τη λογική του χρέους ήδη από το «σοκ του 1979», που κατέστησε δυνατή τη δημιουργία τεράστιων δημόσιων χρεών και τη συνακόλουθη αναδιοργάνωση των χρηματοπιστωτικών αγορών. Επειτα, στη διάρκεια των δεκαετιών του 1980 και του 1990, συντελέστηκε η βαθμιαία αντικατάσταση του μισθού από την πίστωση: όχι αυξήσεις μισθών αλλά πιστωτικές κάρτες, όχι κατοικία αλλά στεγαστικό δάνειο, όχι δικαίωμα στην εκπαίδευση αλλά εκπαιδευτικά δάνεια (ενώ παράλληλα προωθείται η εξατομίκευση της κοινωνικής πολιτικής και η ιδιωτικοποίηση της κοινωνικής ασφάλισης). Εμφανιζόταν σαν επαγγελία ενός μέλλοντος στο οποίο όλοι θα γίνονταν πλούσιοι. Με την κρίση όμως, αυτή η μάζα των πιστώσεων αποκαλύφθηκε ως αυτό που πραγματικά είναι: μια μάζα χρεών. Η επαγγελία του νεοφιλελευθερισμού έγινε συντρίμμια, αλλά στο μεταξύ έχει μετασχηματίσει ριζικά το πεδίο της σύγκρουσης, επειδή δεν ήταν καθαρή ιδεολογία, αλλά μια μορφή οργανικής διακυβέρνησης των απεδαφικοποιημένων και εγκάρσιων ροών της μεταφορντιστικής παραγωγής. Το χρέος δεν κάνει διάκριση μεταξύ μισθωτών και μη μισθωτών, εξαρτημένης εργασίας και αυτόνομης εργασίας, χειρωνακτικής εργασίας και διανοητικής εργασίας, προλετάριων και περιθωριοποιημένων, απασχολούμενων και συνταξιούχων. Είμαστε όλοι χρεωμένοι. Ο νεοφιλελευθερισμός κυβερνά μέσα από μια πολλαπλότητα σχέσεων εξουσίας: κεφάλαιο-εργασία, κράτος πρόνοιας-χρήστης, επιχείρηση- καταναλωτής, αλλά η σχέση πιστωτή-οφειλέτη είναι μια σχέση καθολικής ισχύος, αφορά όλο τον τωρινό πληθυσμό καθώς και τις μελλοντικές γενιές.

• Υποστηρίζετε ότι, καθιστώντας καθολική τη σχέση πιστωτή-οφειλέτη, ο νεοφιλελευθερισμός αποκαλύπτει το θεμέλιο του κοινωνικού δεσμού, που δεν βρίσκεται στην ανταλλαγή αλλά στο χρέος, σε μιαν υποχρέωση που συνδέει το ένα με το άλλο τα μέλη της κοινότητας.

Είναι μια γραμμή σκέψης που μπορεί να ανιχνευτεί και σε ορισμένα κείμενα του Μαρξ, αλλά που περνάει κυρίως από τον Νίτσε ώς τον Ντελέζ και τον Γκουαταρί και φτάνει μέχρι μερικούς σύγχρονους ανθρωπολόγους: η σχέση (οικονομική και συμβολική) του χρέους μεταξύ άνισων προδιαγράφει τη σχέση της ανταλλαγής μεταξύ ίσων. Εξάλλου, πριν από την ανταλλαγή υπάρχει το χρήμα και το χρήμα είναι από την ίδια την ουσία του χρέος. Με την ουσιαστική διαφορά ότι από την αρχική χρέωση του ανθρώπου προς την κοινότητα, τους θεούς, τους προγόνους, περάσαμε σήμερα στη χρέωση προς τον μοναδικό θεό που αποκαλείται Κεφάλαιο.

• Στο βιβλίο σας υποστηρίζετε ότι ο χρεωμένος άνθρωπος δεν είναι μόνο μια οικονομική μορφή, αλλά είναι και ένα ηθικό υποκείμενο, κατασκευασμένο και πειθαρχημένο από τη νεοφιλελεύθερη ηθική. Επί τριάντα χρόνια όμως η νεοφιλελεύθερη ηθική κήρυττε την επιχειρηματική τόλμη, τον ατομικισμό, τον καταναλωτισμό: τα χαρακτηριστικά δηλαδή του «επιχειρηματία του εαυτού του», που είχε περιγράψει ο Φουκό στη «Γέννηση της βιοπολιτικής». Πώς γίνεται η μετάβαση στη σημερινή ηθική του χρέους, η οποία κηρύττει αντίθετα την αυστηρότητα, την πειθαρχία και τη μετάνοια; Τι σημαίνει αυτή η μετατροπή της ρητορικής της απόλαυσης σε ρητορική της ενοχής;

Μεσολαβεί η τομή της κρίσης. Η ηθική διάσταση –μας το διδάσκει ο Βέμπερ- ποτέ δεν ήταν δευτερεύουσα στην ιστορία του καπιταλισμού. Η οικονομία είναι και διάπλαση του υποκειμένου, επιτάσσει και κατευθύνει μιαν εργασία πάνω στον εαυτό, πειθαρχεί και απαιτεί αυτοπειθαρχία. Πριν από την κρίση, το ζητούμενο ήταν να διαμορφωθεί ο «επιχειρηματίας του εαυτού του» με βάση την υπευθυνότητα. Με την κρίση, αυτός ο ίδιος ο επιχειρηματίας του εαυτού του γίνεται υπεύθυνος της αποτυχίας του. Ευθύνεται για τα χρέη που συσσώρευσε, για το ότι δεν εργάστηκε αρκετά, για το ότι θέλησε να βγει πρόωρα στη σύνταξη, για το ότι καταναλώνει υπερβολικά κ.λπ. Η ευθύνη για τα χρέη καθώς και η ενοχή του αποδίδονται σύμφωνα με την ετυμολογία του γερμανικού όρου schuld, που σημαίνει χρέος αλλά και ενοχή. Το ότι όμως αυτός ο δεύτερος ηθικός στιγματισμός (της ενοχής) είναι τέκνο του προηγούμενου (του χρέους) το καταδεικνύει το γεγονός ότι και οι δύο συνυπάρχουν αντιφατικά στον λόγο των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Από τότε που ξέσπασε η κρίση, οι δημοσιογράφοι διαδίδουν τον λόγο της μετάνοιας, ενώ οι διαφημιστές συνεχίζουν να μας παρακινούν να καταναλώνουμε και να απολαμβάνουμε. Η αλλαγή της υποκειμενικότητας που επιφέρει η κρίση δεν αφορά μόνον τους κυβερνώμενους αλλά και τους κυβερνώντες. Το βλέπουμε πολύ καλά στην Ιταλία. Στην Ελλάδα κυβερνούν με σκληρότητα. Η κρίση –αυτό δεν το είχε προβλέψει ο Φουκό- προκάλεσε μιαν αυταρχική στροφή του νεοφιλελευθερισμού.

• Σε αυτή την αυταρχική στροφή, οι τεχνοκρατικές κυβερνήσεις παίζουν κάποιον ειδικό ρόλο;

Οι τεχνοκρατικές κυβερνήσεις είναι η ιδιωτικοποίηση της νεοφιλελεύθερης διακυβέρνησης, η οποία, αν πρώτα ήταν μια τεχνολογία του κρατικού μηχανισμού, τώρα παραδίδεται στα χέρια των τραπεζών και των αγορών, με το κράτος στον ρόλο του εγγυητή. Από τη δεκαετία του 1980 κι έπειτα, όλες οι κυβερνήσεις είναι «τεχνοκρατικές», με την έννοια ότι είναι υποταγμένες στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Τώρα όμως αποκαλύπτεται ο πυρήνας του προβλήματος: η ιδιωτικοποίηση της διακυβέρνησης καταργεί τη σύνδεση ανάμεσα σε υποκείμενο του δικαίου και σε λογική της αντιπροσώπευσης, πάνω στην οποία στηρίζονταν οι δημοκρατίες του 20ού αιώνα. Κρίση του κράτους δικαίου, συσκότιση του υποκειμένου των δικαιωμάτων και κρίση της πολιτικής είναι τρεις όψεις του ίδιου προβλήματος. Αν οι άνθρωποι δεν πιστεύουν πλέον στην πολιτική, αυτό δεν συμβαίνει μόνον εξαιτίας της διαφθοράς, αλλά και επειδή αντιλαμβάνονται αυτήν τη δομική αλλαγή.

Πηγή: Η Εφημερίδα των Συντακτών
Δημοσιεύτηκε στις 04/05/2014
 πηγη :http://pentalia.blogspot.gr/2014/05/blog-post_5.html

6 Haziran 2014 Cuma

Αλέξης ντε Τοκβίλ, Το Παλαιό Καθεστώς και η επανάσταση (1856)'' Η εμπειρία μάς μαθαίνει λοιπόν, ότι η πιο επικίνδυνη στιγμή για μια κακή κυβέρνηση είναι συνήθως η στιγμή που αρχίζει βελτιωτικές μεταρρυθμίσεις.''αναδημοσίευση απο το danger.few!!!

Μανιφέστο 017 | Συνθήκες ατυχήματος

Αλέξης ντε Τοκβίλ
(1805-1859)
«Συνήθως, ο κόσμος δεν ξεσηκώνεται όταν τα πράγματα πηγαίνουν απ’ το κακό στο χειρότερο. Τις περισσότερες φορές συμβαίνει, ένας λαός να έχει υπομείνει τους πιο δυσβάσταχτους νόμους σχεδόν αδιαμαρτύρητα, σαν να μην τον πονούσαν καθόλου, και να επαναστατεί μόλις έρθουν ελαφρύνσεις.
Η εμπειρία μάς μαθαίνει λοιπόν, ότι η πιο επικίνδυνη στιγμή για μια κακή κυβέρνηση είναι συνήθως η στιγμή που αρχίζει βελτιωτικές μεταρρυθμίσεις.
Τα δεινά που υπομένει κανείς όσο τα θεωρεί αναπόφευκτα, του φαίνονται εντελώς αβάσταχτα από τη στιγμή που θα σκεφτεί ότι μπορεί να τα γλυτώσει. Τότε, κάθε βάρος από το οποίο τον ελαφρύνουν, τον κάνει να βλέπει πολύ πιο έντονα, και να αισθάνεται εντελώς ανυπόφορα, τα βάρη με τα οποία εξακολουθούν να τον φορτώνουν.
Τα δεινά μπορεί να μειώθηκαν, αλλά την ίδια στιγμή οξύνθηκε η ευαισθησία απέναντί τους»
Αλέξης ντε Τοκβίλ, Το Παλαιό Καθεστώς και η επανάσταση (1856)