φιλοσοφια etiketine sahip kayıtlar gösteriliyor. Tüm kayıtları göster
φιλοσοφια etiketine sahip kayıtlar gösteriliyor. Tüm kayıtları göster

30 Ocak 2015 Cuma

Έκχαρτ Τόλλε: Η αληθινή συμπόνοια μέσα από τη διδασκαλία του Επίκτητου/αναδημοσιευση απο τον Κλοουν

Έκχαρτ Τόλλε: Η αληθινή συμπόνοια μέσα από τη διδασκαλία του Επίκτητου

29.01.2015, 16:46
Ο Επίκτητος είπε: "Όταν βλέπεις κάποιον να κλαίει, είτε επειδή αποχωρίζεται το παιδί του, είτε εξαιτίας κάποιας υλικής απώλειας, πρόσεχε μην παρασυρθείς από τη σκέψη ότι η κατάστασή του είναι όντως άσχημη. Να έχεις υπόψη σου ότι ο άλλος δεν θλίβεται εξαιτίας του γεγονότος, αλλά εξαιτίας των ερμηνειών του για το γεγονός.
Επίσης, μη φοβηθείς να του συμπαρασταθείς με λόγια, ακόμα και να στενάξεις μαζί του, πρόσεχε όμως μη στενάξεις και μέσα σου".
Είναι πολύ ενδιαφέρον αυτό που λέει ο Επίκτητος "πρόσεχε όμως μη στενάξεις και μέσα σου". Αυτό που πραγματικά εννοεί είναι να προσέξεις να μην εισέλθεις μέσα στη δυστυχία του άλλου.
Η συμπόνοια έχει δύο πλευρές. Η μία πλευρά είναι να νιώσεις τον πόνο του άλλου. Αυτή είναι η ενσυναίσθηση. Για να νιώσεις τον πόνο του άλλου πρέπει να έχεις περάσει κι εσύ από κάτι αντίστοιχο. Αν δεν έχεις υποφέρει, κατά πάσα πιθανότητα η ενσυναίσθηση είναι αρκετά δύσκολο να συμβεί.
Η άλλη πλευρά της αληθινής συμπόνοιας είναι το βάθος που υπάρχει μέσα σου. Είναι μία περιοχή που δεν μπορεί να την αγγίξει η δυστυχία. Έτσι, ενώ δείχνεις συμπόνοια προς κάποιον άλλον, ακόμα και αν νιώθεις τον πόνο του, μέσα σου, στο υπόβαθρο, υπάρχει μια αίσθηση γαλήνης. Και οι δύο αυτές διαστάσεις συνυπάρχουν.
Αν υπάρχει μόνο η μία διάσταση, δηλαδή αν μόνο συμπάσχεις με τον άλλον, εισέρχεσαι στον δικό του κόσμο και δεν τον βοηθάς. Τον βοηθάς μόνο αν παραμένεις συνδεδεμένος με το αιώνιο μέσα σου, ενώ παράλληλα συνδέεσαι και με τον άλλον. Τότε ξεκινάει και η θεραπεία. Μερικές φορές μάλιστα, δεν χρειάζεται να πεις τίποτα και ο άλλος μπορεί να νιώσει ξαφνικά μέσα του αυτή τη γαλήνη.
Ακόμα και σε άλλες περιπτώσεις, όπου συναντάς ανθρώπους να σου διηγούνται το δράμα τους, δεν χρειάζεται να μπαίνεις κι εσύ μέσα στο δράμα. Μπορεί να αρχίσουν να σου λένε "άκου τι μου συνέβη, άκου τι έπαθα, άκουσέ με!" και να προσπαθούν έτσι να ρουφήξουν την ενέργειά σου για να θρέψουν το δράμα τους. Ακόμα και αν τους προτείνεις κάποιες λύσεις θα δεις ότι θα αντιδράσουν αρνητικά, γιατί ουσιαστικά δεν θέλουν να τελειώσει το δράμα τους, καθώς είναι ταυτισμένοι με την όλη αυτή δραστηριότητα του νου. Αν εισέλθεις στο δράμα τους, μετά από μια ώρα μπορεί να νιώθεις εξουθενωμένος, ενώ μπορεί να έχεις την εντύπωση ότι έτσι συμπονάς τον άλλον και τον βοηθάς.
Μην μπαίνεις ολοκληρωτικά μέσα στην πραγματικότητα των άλλων. Αναγνώρισε την πραγματικότητά τους ως ένα ψεύτικο κατασκεύασμα που έχει δημιουργήσει ο νους τους.
Αλλά μην τους το πεις αυτό. Να το ξέρεις, αλλά μην τους το πεις, γιατί αυτό το κατασκεύασμα δεν θέλει να το προκαλούν. Και επίσης, αν τους το πεις, θα απευθυνθείς μόνο στον νου τους, ο οποίος δεν είναι δεκτικός σε τέτοιου είδους λόγια.
Ο νους δεν θέλει να δει τα ψεύτικα κατασκευάσματά του, γιατί αν τα δει θα επέλθει και το τέλος του.

*Απόσπασμα από μαγνητοσκοπημένη ομιλία του Έκχαρτ Τόλλε   Μετάφραση: Ν. Μπάτρας το διαβάσαμε στο aytepignosi.com
Ο Έκχαρτ Τόλε (Echart Tolle 1948) γεννήθηκε στη Γερμανία, όπου πέρασε τα πρώτα δεκατρία χρόνια της ζωής του. Μετά την αποφοίτησή του από το πανεπιστήμιο του Λονδίνου, έγινε ερευνητής και επόπτης του πανεπιστημίου Κέμπριτζ. Στα είκοσι εννιά του, μια βαθιά πνευματική μεταμόρφωση διέλυσε σχεδόν την παλιά του ταυτότητα και άλλαξε ριζικά την πορεία της ζωής του. 
Τα επόμενα χρόνια τα αφιέρωσε για να κατανοήσει, να αφομοιώσει και να βαθύνει αυτή τη μεταμόρφωση που σημάδεψε το ξεκίνημα ενός εσωτερικού ταξιδιού γεμάτου συγκινήσεις. 
Τα τελευταία δέκα χρόνια είναι σύμβουλος και πνευματικός δάσκαλος, και δουλεύει με άτομα και μικρές ομάδες. Από το 1996 ζει στο Βανκούβερ του Καναδά.

22 Ocak 2015 Perşembe

Albert Camus, Η πτώση ,,,,,,αναδημοσιεσυη απο το Διαδικτυακο περιοδικο Ο ΚΛΟΟΥΝ αρχική πηγη Πηγή: ifigeneiasiafaka.com

Albert Camus, Η πτώση

21.01.2015, 00:00
To μεγάλο εμπόδιο για να ξεφύγουμε από την κρίση δεν είναι τάχα το γεγονός ότι πρώτοι εμείς καταδικάζουμε τον εαυτό μας; Πρέπει λοιπόν να επεκτείνουμε την καταδίκη σε όλους, αδιακρίτως, ώστε να την κάνουμε κάπως πιο ήπια. Καμιά δικαιολογία, ποτέ, και για κανέναν, αυτή είναι η αρχή μου, η αφετηρία μου.
Αρνούμαι την καλή πρόθεση, το έντιμο λάθος, το στραβοπάτημα, τα ελαφρυντικά.
Εγώ δεν συγχωρώ, δεν δίνω άφεση αμαρτιών. Κάνω απλώς την πρόσθεση και ύστερα λέω: «Μας κάνουν τόσα. Είστε διεστραμμένος, σάτυρος, μυθομανής, παιδεραστής, καλλιτέχνης, κ.λπ.» Έτσι. Νέτα σκέτα.
Στη φιλοσοφία, όπως και στην πολιτική, είμαι συνεπώς υπέρ της θεωρίας που αρνείται την αθωότητα για τον άνθρωπο και υπέρ της κάθε πρακτικής που τον αντιμετωπίζει ως ένοχο. Βλέπετε στο πρόσωπό μου, φίλτατε, έναν φωτισμένο υπέρμαχο της δουλείας. Δίχως αυτήν, για να λέμε την αλήθεια, δεν υπάρχει οριστική λύση.
Αυτό το κατάλαβα πολύ γρήγορα. Άλλοτε, είχα μόνον την ελευθερία στο στόμα. Στο πρόγευμα την άπλωνα πάνω στο ψωμί μου, τη μασούλαγα όλη μέρα, έφερνα στον κόσμο μια ολόδροση ανάσα ελευθερίας. Βομβάρδιζα με τούτη την κυρίαρχη λέξη όποιον διαφωνούσε μαζί μου, την είχα βάλει στην υπηρεσία των πόθων και της δύναμής μου.
Την ψιθύριζα στο κρεβάτι, στο αυτί των αποκοιμισμένων φιλενάδων μου, και τούτη η λέξη με βοηθούσε να τις αφήνω στα κρύα του λουτρού. Την τρύπωνα συχνά... Μα τι κάνω, εξάπτομαι και χάνω το μέτρο.
Τέλος πάντων, μου έτυχε να κάνω και πιο αφιλοκερδή χρήση της ελευθερίας, και μάλιστα, δείτε κι εσείς ο ίδιος την αφέλειά μου, να την υπερασπιστώ κιόλας δυο τρεις φορές, δίχως να φτάσω ασφαλώς, ίσαμε το σημείο να πεθάνω γι' αυτήν, διακινδυνεύοντας όμως για χάρη της. Πρέπει να μου συγχωρήσετε αυτές τις απερισκεψίες, δεν ήξερα τι έκανα. Δεν ήξερα πως η ελευθερία δεν είναι ανταμοιβή, ούτε παράσημο που το γιορτάζουν με σαμπάνια.
Ούτε και δώρο, άλλωστε, κουτί με λιχουδιές που σε κάνουν να γλείφεσαι. Ω, όχι, κάθε άλλο, είναι αγγαρεία, ένας μαραθώνιος πολύ μοναχικός, πολύ εξαντλητικός. Χωρίς σαμπάνια, χωρίς φίλους να σηκώνουν το ποτήρι τους και να σε κοιτάζουν με τρυφερότητα. Μόνος σε μια θλιβερή αίθουσα, μόνος στο εδώλιο μπροστά στους δικαστές και μόνος για ν' αποφασίσεις μπροστά στον εαυτό σου ή μπροστά στην κρίση των άλλων.
Μετά από κάθε ελευθερία υπάρχει μια δικαστική απόφαση. Να γιατί η ελευθερία είναι πολύ βαριά να τη σηκώσεις, ιδιαίτερα όταν υποφέρεις από πυρετό ή όταν έχεις στεναχώριες ή όταν δεν αγαπάς κανέναν.

Albert Camus, Η πτώση
σελ. 102-103, μτφρ.: Nίκη Καρακίτσου-Ντουζέ, Μαρία Κασαμπάρογλου-Ρομπλέν, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2004
Artwork: Beth Conκlin
Πηγή: ifigeneiasiafaka.com
σχετικά :

20 Ocak 2015 Salı

Βασίλης Καραποστόλης,Η μόνη ευχή: ν’ αγαπήσουμε τώρα το απρόβλεπτο/αναδημ. απο το ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΤΟΜΟ/Πηγή: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 7-1-2012



Βασίλης Καραποστόλης,Η μόνη ευχή: ν’ αγαπήσουμε τώρα το απρόβλεπτο


Τα προμηνύματα της κρίσης υπήρχαν εδώ και πολλά χρόνια
Του Βασίλη Καραποστόλη*
Είναι κακομοιριά να τρομάζει κανείς υπερβολικά με το άγνωστο. Και όμως, αυτό συμβαίνει σήμερα. Η άφιξη του νέου χρόνου βρίσκει την ανθρωπότητα ζαρωμένη σε μια γωνιά να παρακολουθεί με δέος τα κύματα του χρόνου που έρχονται καταπάνω της. Ο κόσμος φοβάται αυτό που γεννιέται, αντί να το χαιρετίζει ανυπόμονα. Είναι γιατί μέσα στο καινούργιο κυριάρχησε το απρόβλεπτο. Τα γεγονότα ξέσπασαν ξαφνικά και απροειδοποίητα, είναι αλήθεια αυτό.
Ηρθε η κρίση, ήρθε η αναστάτωση, όλα αυτά που κάνουν τους πάντες να ομολογούν: «Δεν το περιμέναμε». Μα τι να περιμένουν; Κανείς δεν περίμενε τίποτε, πολύ καιρό πριν ενσκήψει η κρίση. Δεν υπήρχαν ούτε αναμονή ούτε προσμονή ούτε πρόβλεψη. Η ίδια η έννοια της πρόβλεψης είχε ήδη υπονομευτεί στις δυτικές κοινωνίες. Μέχρι πριν από μισό αιώνα με βάση κάποιους υπολογισμούς οι άνθρωποι ήταν σε θέση να πιθανολογήσουν το τι θα συμβεί τους επόμενους μήνες, τα επόμενα χρόνια. Οι εκτιμήσεις αυτές τους βοηθούσαν να χαράξουν την πορεία τους, όπως τους βοηθούσε επίσης και το σώμα τους, ο οργανισμός τους με τις φυσικές του ιδιότητες. Τα μάτια, τα χέρια, κάθε όργανο, είχαν τη δυνατότητα να προσαρμοστούν αυτομάτως σε πολλά απρόοπτα. Οταν έρχεται μια δυνατή ριπή ανέμου, τα βλέφαρα κατεβαίνουν και το μάτι μισοκλείνει αμέσως για να εμποδίσει να μπουν η σκόνη και τα σκουπιδάκια. Για πολύ μεγάλο διάστημα το απρόβλεπτο αντιμετωπιζόταν με τα ανακλαστικά των ανθρώπων, με τους θεσμούς τους, με τους νόμους και τα συμβόλαια. Ωσπου αυτή η περίοδος της φυσικής προσαρμοστικότητας έληξε βίαια. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η Δύση δεν έκανε άλλο παρά να παράγει, χωρίς να συνειδητοποιεί, αυτό που θα την εξέπληττε κάποτε δυσάρεστα. Κατασκευάζονταν αντικείμενα και μηχανήματα προορισμένα να εντυπωσιάσουν, να συνεπάρουν, να αιχμαλωτίσουν, να ανατρέψουν συνήθειες, να καταργήσουν κεκτημένους ρυθμούς, να δείξουν με δυο λόγια στον άνθρωπο-δημιουργό τους ότι είναι αντίγραφα της πιο εκπληκτικής, της πιο αστάθμητης πλευράς του πνεύματός του. Το αυτοκίνητο έπρεπε να τρέχει γρηγορότερα, όπως και οι σκέψεις, οι εικόνες στις οθόνες να εναλλάσσονται απότομα, όπως οι εντυπώσεις, οι πόρτες ν’ ανοίγουν μόνες τους και χωρίς θόρυβο, όπως σε κάποια όνειρα. Μπροστά στα κατορθώματά του ο κατασκευαστής έμενε άναυδος. Η δική του αστάθεια, η δική του μεταβλητότητα, όλα τα καπρίτσια της διάνοιας και της φαντασίας του είχαν μεταφερθεί στα αντικείμενα που επρόκειτο να χρησιμοποιήσει. Μοιραία τα δημιουργήματά του θα τον αιφνιδίαζαν. Γιατί το πνεύμα μας μαζί με το εκπληκτικό περιέχει και το παράλογο, και θα ’πρεπε να ήμασταν έτοιμοι, αφού το αποφασίσαμε, να αποδεχθούμε ακόμη κι αυτό: να μην καταλαβαίνουμε καλά το πώς αντί του άλφα είναι ενδεχόμενο να προκύψει το βήτα.
Η κρίση είναι μια τέτοια κολοσσιαία διάψευση. Την προετοίμασε μέσα στον πολιτισμό μας η αντικατάσταση της πρόνοιας από την καινοτομία που έγινε αυτοσκοπός και που κατέληξε να προκαλεί περισσότερες νευρικές εντάσεις παρά περιέργειες. Το θελήσαμε όμως να μείνουμε εμβρόντητοι. Το ζητήσαμε να μαγευτούμε από το ανεξέλεγκτο. Λόγω της ανίας της η Δύση -αφού πλέον είχε ξεφύγει από τα βάσανα- νόμιζε ότι θα διασκέδαζε με το να παίξει ακόμη ένα παιγνίδι, με το άυλο χρήμα αυτή τη φορά. Το άυλο την ξεγέλασε. Αλλά όταν παίζει κανείς με τα άυλα, είναι σαν να παίζει με τα φαντάσματα. Και δεν δικαιούται τότε να λέει ότι τον παραπλάνησαν τα φαντάσματα, γιατί τα τελευταία είναι για να κάνουν αυτό ακριβώς.
Προς τι λοιπόν το παράπονο; Ο κόσμος μας επεθύμησε το καινούργιο υπό τον όρο ότι δεν θα περιείχε το απρόβλεπτο. Ηταν παράλογο αυτό, και κάτι χειρότερο: αφύσικο. Ετσι το πλήγμα ήρθε αναπόφευκτα. Πρέπει να το σκεφτούμε ξανά αυτό, πρέπει να χωνέψουμε την αποτυχία μας. Προβάλλει μήπως το αίτημα ενός νέου φαταλισμού; Οχι αναγκαστικά. Σε κάποιους ίσως ριζώσει, πράγματι, ένα αίσθημα ταπεινωμένης υποταγής σε όσα γίνονται ερήμην τους. Για κάποιους άλλους όμως μπορεί να έχει ακόμη ένα νόημα να επαναπροσανατολιστούν χωρίς αυταπάτες. «Το πεπρωμένο οδηγεί όποιον βούλεται, και όποιον δεν βούλεται, τον σέρνει», είχε πει ο υπομονετικός Σενέκας.
Ας αρνηθούμε λοιπόν να συρθούμε από τα πράγματα κι ας προσπαθήσουμε να πορευτούμε μέσα σ’ αυτό που μοιάζει να συντελείται τυχαία, από τους ανταγωνισμούς, την τρέλα του κέρδους, τη μανία της εξουσίας, την παγκόσμια ανικανότητα για σύναψη συμφωνιών. Η μόνη θεραπεία για το απρόβλεπτο είναι η τήρηση των υποσχέσεων. Κι αυτή η υποχρέωση καταργήθηκε διεθνώς, γελοιοποιήθηκε. Δεν μένει άλλο, επομένως, εκτός από το να συμφιλιωθούμε με την ιδέα ότι υπάρχει το εντελώς αναπάντεχο. Το περιέχουν τα πράγματα και οι καταστάσεις, το φέρει όμως και ο ίδιος ο άνθρωπος. Κάθε φορά που γεννιέται ένα ανθρώπινο πλάσμα, έρχεται στον κόσμο και η δυνατότητα να συμβεί το οτιδήποτε. Η γέννηση είναι ένα μοναδικό συμβάν κι ανάλογα μοναδική μπορεί να είναι και η δράση καθενός. Μπορούμε να ξαναγεννήσουμε τον εαυτό μας, να ξαναγίνουμε δραστήριοι είτε από απελπισία είτε από πείσμα είτε επειδή νιώθουμε πως αυτό είναι το μόνο γόητρο για έναν θνητό. Εύχομαι να ισχύσει το τελευταίο.
* Ο κ. Βασίλης Καραποστόλης είναι καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

18 Ocak 2015 Pazar

Max Horkheimer, Η Έκλειψη του Λόγου /απο το Die Bestimmung des Menschen

Max Horkheimer, Η Έκλειψη του Λόγου

 


   Γραμμένο το 1947, πιο επίκαιρο από όταν γράφτηκε.

   Μαξ Χορκχάιμερ, H Έκλειψη του Λόγου, σελ 115-121, εκδόσεις Κριτική.

   III H Eξέγερση της Φύσης

  Αν ο Λόγος κηρυχθεί ανίκανος να καθορίσει τους τελικούς στόχους της ζωής και πρέπει να αρκεστεί στο να υποβιβάζει το κάθε τι που συναντά σε ένα απλό εργαλείο, ο μόνος εναπομένων στόχος του είναι απλώς η διαιώνιση της συντονιστικής του δραστηριότητας. Αυτή η δραστηριότητα κάποτε αποδιδόταν στο αυτόνομο «υποκείμενο». Όμως, η διαδικασία του εξυποκειμενισμού επηρέασε όλες τις φιλοσοφικές κατηγορίες: δεν τις σχετικοποίησε και τις διατήρησε σε μια καλύτερα δομημένη ενότητα σκέψης αλλά τις υποβίβασε στην τάξη των γεγονότων προς καταλογοποίηση. Αυτό ισχύει επίσης για την κατηγορία του υποκειμένου. Η διαλεκτική φιλοσοφία από την εποχή του Kant προσπάθησε να διαφυλάξει την κληρονομιά του κριτικού υπερβατισμού (σ.Ονειρμός ορθότερα ''υπερβατολογισμού''), πάνω απ' όλα την αρχή ότι τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά και οι θεμελιώδεις κατηγορίες της αντίληψής μας του κόσμου εξαρτώνται από υποκειμενικούς παράγοντες. Συναίσθηση του καθήκοντος της ανίχνευσης των εννοιών πίσω στις υποκειμενικές καταβολές τους πρέπει να υπάρχει σε κάθε βήμα προσδιορισμού του αντικειμένου. Αυτό ισχύει για βασικές ιδέες, όπως γεγονός, συμβάν,πράγμα, αντικείμενο, φύση, όχι λιγότερο απ' όσο για ψυχολογικές ή κοινωνιολογικές σχέσεις. Από την εποχή του Kant, ο ιδεαλισμός δεν ξέχασε ποτέ αυτή την απαίτηση της κριτικής φιλοσοφίας. Ακόμη και οι νεοεγελιανοί της πνευματιστικής σχολής έβλεπαν στο Εαυτόν «την υψηλότερη μορφή εμπειρίας την οποίαν έχουμε, αλλά... όχι μια αληθινή μορφή» διότι η ιδέα του υποκειμένου είναι καθεαυτή μία μεμονωμένη έννοια η οποία πρέπει να σχετικοποιηθεί μέσω της φιλοσοφικής σκέψης. Αλλά ο Dewey, ο οποίος ενίοτε φαίνεται να συναντάται με τον Bradley στην ανύψωση της εμπειρίας στην υψηλότερη θέση στην μεταφυσική, δηλώνει ότι «το Εαυτόν ή το υποκείμενο της εμπειρίας είναι αναπόσπαστο τμήμα του ρου των γεγονότων» Κατ' αυτόν, «ο οργανισμός - το Εαυτόν, το 'υποκείμενο' της δράσης - είναι ένας παράγοντας εντός της εμπειρίας». Πραγμοποιεί το υποκείμενο. Ωστόσο, όσο περισσότερο όλη η φύση θεωρείται «ένας κυκεών ετερόκλητων πραγμάτων»" (κυκεών αναμφίβολα μόνον επειδή η δομή της φύσης δεν ανταποκρίνεται στην ανθρώπινη χρήση), απλώς αντικείμενα σε σχέση με ανθρώπινα υποκείμενα, τόσο το κάποτε υποτιθέμενο αυτόνομο υποκείμενο αδειάζει από κάθε περιεχόμενο, μέχρις ότου τελικώς γίνεται απλώς ένα όνομα το οποίο δεν σημαίνει τίποτε. Η πλήρης μεταμόρφωση κάθε σφαίρας ύπαρξης σ'ένα πεδίο μέσων, οδηγεί στην καταστροφή του υποκειμένου που υποτίθεται ότι θα τα χρησιμοποιούσε. Αυτό δίνει στην μοντέρνα ιντουστριαλιστική κοινωνία την μηδενιστική της όψη. Ο εξυποκειμενισμός, ο οποίος εξαίρει το υποκείμενο, συγχρόνως το καταδικάζει.
  Το ανθρώπινο ον, στην διαδικασία της χειραφέτησής του, μοιράζεται την μοίρα του υπόλοιπου κόσμου του. Η κυριάρχηση της φύσης εμπεριέχει την κυριάρχηση του ανθρώπου. Κάθε υποκείμενο πρέπει όχι μόνον να λάβει μέρος στην καθυπόταξη της εξωτερικής φύσης, ανθρώπινης και μη, αλλά, για να κατορθώσει κάτι τέτοιο, πρέπει να καθυποτάξει την φύση μέσα του. Η κυριάρχηση «εσωτερικεύεται» χάριν της κυριάρχησης. Ό,τι συνήθως δεικνύεται ως ένας σκοπός- η ευτυχία του ατόμου, η υγεία και ο πλούτος - αντλεί τη σημασία του αποκλειστικά από τις λειτουργικές του δυνατότητες. Οι όροι αυτοί υποδηλώνουν ευνοϊκές συνθήκες για διανοητική και υλική παραγωγή.
Συνεπώς η αυτοάρνηση του ατόμου στην ιντουστριαλιστική κοινωνία δεν έχει κανένα στόχο που να υπερβαίνει την ιντουστριαλιστική κοινωνία. Μια τέτοια παραίτηση επιφέρει ορθολογικότητα σε ό,τι αφορά τα μέσα και ανορθολογικότητα σε ό,τι αφορά την ανθρώπινη ύπαρξη. Η κοινωνία και οι θεσμοί της, όχι λιγότερο από το ίδιο το άτομο, φέρουν τη σφραγίδα αυτής της ανακολουθίας. Αφού η καθυπόταξη της φύσης, μέσα και έξω από τον άνθρωπο, συνεχίζεται χωρίς ένα κίνητρο με νόημα, η φύση στην πραγματικότητα δεν υπερβαίνεται ούτε διευθετείται αλλά απλώς καταπιέζεται.
Η αντίσταση και η εχθρική μεταστροφή που εκπηγάζουν από αυτήν την καταπίεση της φύσης περιέβαλλαν τον πολιτισμό από τις απαρχές του με την μορφή κοινωνικών εξεγέρσεων - όπως στην περίπτωση των αυθόρμητων επαναστάσεων των χωρικών κατά τον δέκατο έκτο αιώνα ή των έξυπνα σχεδιασμένων φυλετικών ξεσηκωμών των ημερών μας - καθώς και με την μορφή ατομικών εγκλημάτων και διανοητικών διαταραχών. Τυπική της εποχής μας είναι η δόλια χρησιμοποίηση αυτής της εξέγερσης από τις κρατούσες δυνάμεις του πολιτισμού του ίδιου, η χρήση αυτής της εξέγερσης ως μέσου διαιώνισης των ίδιων εκείνων συνθηκών από τις οποίες υποδαυλίζεται και κατά των οποίων κατευθύνεται. Ο πολιτισμός ως εκλογικευμένος παραλογισμός ενσωματώνει την εξέγερση της φύσης ως ένα ακόμη μέσον ή εργαλείο.
  Εδώ πρέπει να συζητηθούν εν συντομία μερικές από τις όψεις αυτού του μηχανισμού, π.χ. η θέση του ανθρώπου σε μια κουλτούρα αυτοσυντήρησης χάριν αυτής της ιδίας* η εσωτερίκευση της κυριάρχησης μέσω της ανάπτυξης του αφηρημένου υποκειμένου, του εγώη διαλεκτική αντιστροφή της αρχής της κυριαρχίας, μέσω της οποίας ο άνθρωπος κάνει τον εαυτόν του ένα εργαλείο της ίδιας αυτής φύσης την οποίαν καθυποτάσσει· η καταπιεσμένη μιμητική παρόρμηση, ως μια καταστροφική δύναμη την οποία εκμεταλλεύτηκαν τα πλέον ριζοσπαστικά συστήματα κοινωνικής κυριαρχίας. Μεταξύ των διανοητικών τάσεων, οι οποίες αποτελούν συμπτώματα της διασύνδεσης μεταξύ κυριαρχίας και εξέγερσης, ο Δαρβινισμός θα συζητηθεί ως μια περίπτωση, όχι επειδή ελλείπουν πιο τυπικές φιλοσοφικές παραστατικές ερμηνείες της ταύτισης της κυριαρχίας του ανθρώπου στη φύση και της υποταγής του σ' αυτήν, αλλά επειδή ο.Δαρβινισμός είναι ένα από τα ορόσημα του λαϊκού διαφωτισμού ο οποίος έδειξε με αναπόδραστη λογική τον δρόμο προς την πολιτιστική κατάσταση του καιρού μας.
  Ένας παράγοντας του πολιτισμού μπορεί να περιγραφεί ως η βαθμιαία αντικατάσταση της φυσικής επιλογής από λογική δράση. Η επιβίωση - ή, ας πούμε, η επιτυχία - εξαρτάται από την προσαρμοστικότητα του ατόμου στις πιέσεις τις οποίες ασκεί επάνω του η κοινωνία. Για να επιβιώσει ο άνθρωπος μεταμορφώνεται σε μια μηχανή που αντιδρά κάθε στιγμή με την ακριβώς ενδεδειγμένη αντίδραση στις περίπλοκες και δύσκολες καταστάσεις που συνθέτουν τη ζωή του. Ο καθένας πρέπει να είναι έτοιμος ν' αντιμετωπίσει οποιαδήποτε κατάσταση. Αυτό αναμφισβήτητα δεν είναι ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα μόνον της σύγχρονης εποχής· ήταν ενεργό κατά την διάρκεια ολόκληρης της ιστορίας της ανθρωπότητας. Ωστόσο, οι διανοητικές και ψυχολογικές ικανότητες του ατόμου μεταβλήθηκαν με τα μέσα υλικής παραγωγής. Η ζωή ενός Ολλανδού χωρικού ή τεχνίτη τον δέκατο έβδομο αιώνα ή ενός μαγαζάτορα του δέκατου όγδοου ήταν οπωσδήποτε πολύ λιγότερο ασφαλής από τη ζωή ενός εργάτη σήμερα. Αλλά η εμφάνιση του ιντουστριαλισμού συνοδεύτηκε από ποιοτικώς νέα
φαινόμενα. Η διαδικασία προσαρμογής έχει γίνει τώρα εσκεμμένη και συνεπώς ολική.Όπως ακριβώς όλη η ζωή σήμερα τείνει ολοένα και περισσότερο να υποβάλλεται σε εξορθολογισμό και προγραμματισμό, έτσι και η ζωή κάθε ατόμου, συμπεριλαμβανομένων και των πλέον απόκρυφων παρορμήσεών του, οι οποίες προηγουμένως συγκροτούσαν τον ιδιωτικό του χώρο, πρέπει τώρα να λάβει υπόψη τις απαιτήσεις του εξορθολογισμού και του προγραμματισμού: η αυτοσυντήρηση του ατόμου προϋποθέτει την προσαρμογή του στις απαιτήσεις για την συντήρηση του συστήματος. Δεν έχει πλέον περιθώρια να ξεφύγει από το σύστημα. Και όπως ακριβώς η διαδικασία εξορθολογισμού δεν είναι πλέον το αποτέλεσμα των ανωνύμων δυνάμεων της αγοράς, αλλά αποφασίζεται συνειδητά από μια μειοψηφία η οποία προγραμματίζει, έτσι και η μάζα των υποκειμένων πρέπει εσκεμμένα να προσαρμοστεί: το υποκείμενο πρέπει, ούτως ειπείν, ν' αφιερώσει όλες του τις δυνάμεις στο να είναι «μέσα και να ανήκει στην κίνηση των πραγμάτων» σύμφωνα με τον πραγματιστικό ορισμό. Άλλοτε η πραγματικότητα εναντιωνόταν στο και συγκρουόταν με το ιδεώδες, το οποίο εξελισσόταν παραπέρα από το υποθετικά αυτόνομο άτομο* η πραγματικότητα υποτίθετο ότι διαμορφωνόταν σύμφωνα μ'αυτό το ιδεώδες. Σήμερα τέτοιες ιδεολογίες έχουν αφεθεί έκθετες και έχουν υποσκελιστεί από την προοδευτική σκέψη, η οποία ασυναίσθητα διευκολύνει έτσι την ανύψωση της πραγματικότητας στην θέση του ιδεώδους. Άρα η προσαρμογή γίνεται το πρότυπο για κάθε νοητό τύπο υποκειμενικής συμπεριφοράς. Ο θρίαμβος του υποκειμενικού, τυποποιημένου Λόγου είναι και θρίαμβος μιας πραγματικότητας η οποία αντιμετωπίζει το υποκείμενο ως απόλυτο, ως συντριπτικό. Ο σύγχρονος τρόπος παραγωγής απαιτεί πολύ μεγαλύτερη ευελιξία παρά ποτέ. Η περισσότερη πρωτοβουλία, που χρειάζεται σε όλα σχεδόν τα επαγγέλματα, απαιτεί μεγαλύτερη προσαρμοστικότητα σε μεταβαλλόμενες συνθήκες. Αν ένας τεχνίτης του μεσαίωνα διάλεγε πιθανόν μια άλλη τέχνη, η μεταπήδηση θα ήταν πολύ πιο ριζική απ' αυτήν ενός σημερινού ανθρώπου, ο οποίος γίνεται διαδοχικά μηχανικός, πωλητής και διευθυντής μιας ασφαλιστικής εταιρίας. Η συνεχώς μεγαλύτερη ομοιομορφία των τεχνικών διαδικασιών κάνει ευκολότερη για τους ανθρώπου την αλλαγή δουλειάς.Αλλά η μεγαλύτερη ευκολία μετάβασης από μια δραστηριότητα σε άλλη δεν σημαίνει ότι μένει περισσότερος χρόνος για θεώρηση ή για αποκλίσεις από καθιερωμένα πρότυπα. Όσο περισσότερα τεχνάσματα επινοούμε για να κυριαρχήσουμε την φύση, τόσο περισσότερο πρέπει να τα υπηρετούμε για να επιβιώσουμε. Ο άνθρωπος εξαρτάται σταδιακά λιγότερο από απόλυτα πρότυπα συμπεριφοράς, οικουμενικώς δεσμευτικά ιδεώδη. Πιστεύει ότι είναι τόσο ολοκληρωτικά ελεύθερος ώστε να μην χρειάζεται πρότυπα άλλα από τα δικά του. Παραδόξως όμως αυτή η αύξηση ανεξαρτησίας οδήγησε σε μια παράλληλη αύξηση παθητικότητας. Όσο έξυπνοι κι αν έχουν γίνει οι υπολογισμοί του ανθρώπου όσον αφορά τα μέσα του, η επιλογή του σκοπών, η οποία άλλοτε συνδεόταν με πίστη σε μια αντικειμενική αλήθεια, έχει γίνει βλακώδης: το άτομο, εξαγνισμένο από κάθε κατάλοιπο μυθολογιών, συμπεριλαμβανομένης της μυθολογίας του αντικειμενικού Λόγου, αντιδρά αυτόματα σύμφωνα με γενικά πρότυπα προσαρμογής. Οικονομικές και κοινωνικές δυνάμεις προσλαμβάνουν τον χαρακτήρα τυφλών φυσικών δυνάμεων τις οποίες ο άνθρωπος, για να αυτοσυντηρηθεί, πρέπει να κυριαρχήσει προσαρμόζοντας τον εαυτό του σ' αυτές. Ως τελικό αποτέλεσμα της διαδικασίας αυτής έχουμε από την μια πλευρά το Εαυτόν, το αφηρημένο εγώ που έχει αδειάσει από κάθε ουσία, εκτός από την προσπάθειά του να μετατρέψει κάθε τι που βρίσκεται στον ουρανό και στη γη σε μέσα για την συντήρησή του, και από την άλλη πλευρά μια άδεια φύση υποβαθμισμένη σε απλώς υλικά, απλώς πράγματα προς κυριάρχηση, χωρίς άλλο σκοπό από αυτήν ακριβώς την κυριάρχηση.

Δημοσιεύτηκε από τον χρήστη

Τυραννία, Βία και Τεχνική Εμμανουήλ Λεβινάς, Ελευθερία και Εντολή (1953), μετάφραση Μιχάλης Πάγκαλος, εκδόσεις ΕΣΤΙΑΣ (2007) αναδημοσιευση απο το danger.few!!!

Τυραννία, Βία και Τεχνική


«Η τυραννία έχει με το μέρος της ανεξάντλητους πόρους: την αγάπη και το χρήμα, τα βασανιστήρια και τον πόλεμο, τη σιωπή και τη ρητορεία. Δύναται να εκμηδενίσει, στην εξανδραποδισμένη ψυχή, ώς και την ικανότητά της να κάμπτεται, δηλαδή ώς και την ικανότητα υπακοής σε μια εντολή. Η πραγματική ετερονομία ξεκινά όταν η υπακοή σταματά να είναι συνειδητή και μετατρέπεται σε κλίση. Ο άνθρωπος που έχει ψυχή δούλου είναι ακριβώς ο άνθρωπος που δεν μπορεί πλέον να καμφθεί, που είναι ανίκανος να δεχτεί εντολές. Η λατρεία του αρχηγού πλημμυρίζει σε τέτοιο βαθμό την ψυχή, ώστε αυτή να μην τηρεί αποστάσεις. Ο φόβος κατέχει την ψυχή σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην τον βλέπει αλλά να βλέπει μέσω αυτού. […] Η υπόσταση που στραγγαλίζει ο τύραννος δεν είναι διόλου υπόσταση∙ ενώπιόν του δεν βρίσκεται κανείς. […]


Η τυραννική ή βίαιη πράξη καταργεί κάθε σχέση με το Άλλο: είναι η κατάσταση στην οποία πράττει κανείς σαν να ήταν εντελώς μόνος του. Ενώ εμφανίζεται σαν άμεση και αδιαμεσολάβητη, στην πραγματικότητα η βίαιη πράξη πρέπει να θεωρηθεί ως μια πράξη [παρόμοια με αυτή] που ασκείται, επί παραδείγματι, πάνω στα πράγματα [και που] συνίσταται στο να βρεθεί εκείνη η λαβή του αντικειμένου, από την οποία ξεκινώντας θα εφαρμοστεί, στη βάση των καθολικών νόμων που εξαφανίζουν την ατομικότητά του, η βούληση του εργαζόμενου. […]


Η βία είναι ένα πράττειν που πλησιάζει πλαγίως κάθε ον και κάθε ελευθερία. Η βία είναι ένα πράττειν που συλλαμβάνει το ον εξαπίνης, αρπάζοντάς το εν τη απουσία του, από αυτό που δεν είναι πραγματικά το ίδιο. Η βία συλλαμβάνει το ον ως υπολογιστικό δεδομένο, σαν ιδιαίτερη περίπτωση μιας έννοιας. […]


Η άσκηση βίας πάνω σε ένα ελεύθερο ον είναι, υπό την ευρεία έννοια, πόλεμος. […] Ο πόλεμος είναι ενέδρα: είναι η απόπειρα άλωσης της βαθύτερης υπόστασης του άλλου, άλωσης του πυρήνα της δύναμης και της απόλυτης μοναδικότητάς του, διαμέσου της πιο αδύναμης πλευράς του∙ είναι η αναζήτηση της αχίλλειας πτέρνας του. […] Το ίδιον δηλαδή της βίαιης πράξης, το ίδιον της τυραννίας, είναι ο πλάγιος τρόπος με τον οποίο προσεγγίζεται το υποκείμενο εφαρμογής αυτής της πράξης∙ η μη αναγνώριση του άλλου ως προσώπου∙ η θεώρηση της ελευθερίας του άλλου ανθρώπου ως δύναμης και μάλιστα πρωτόγονης∙ η αναγωγή της ετερότητάς του στην τάξη της δύναμης. […]


Η όψη, το πρόσωπο, είναι το γεγονός μιας πραγματικότητας που μου αντιτάσσεται [αλλά] θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε την αντίσταση αυτή υπό το πρίσμα της δύναμης που συγκρούεται με την ελευθερία μου. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια αντίθεση που προηγείται της ελευθερίας μου και τη θέτει σε κίνηση. […] Μη όντας αντιπαράθεση ισχύος, η αντίθεση του προσώπου δεν ερμηνεύεται ως εχθρότητα. Είναι μια ειρηνική αντίθεση, κατά την οποία η ειρήνη δεν είναι επ’ ουδενί μια πολεμική ανακωχή, μια απλώς αυτοσυγκρατούμενη βία. Η βία συνίσταται τουναντίον στο να αγνοεί κανείς το πρόσωπο του όντος, να αποφεύγει το βλέμμα του. […]


Το νόημα του προσώπου εκπορεύεται από το ίδιο το πρόσωπο, είναι η προσωπική έκφραση. […] Η έκφραση είναι μια πρόσκληση συνομιλίας. Η έκφραση είναι η κατεξοχήν άμεση σχέση. […]  Το ον που παρουσιάζεται στην έκφραση μάς δεσμεύει ήδη στην κοινωνία, σε ένα κοινωνείν μαζί του. […] Τα όντα που παρουσιάζονται το ένα στο άλλο, υποτάσσονται το ένα στο άλλο. Η υπόταξη αυτή αποτελεί το πρωταρχικό γεγονός της μεταβατικής σχέσης μεταξύ των ελευθεριών καθώς και την ίδια τη μορφή της εντολής. Πρόκειται για τη δυνατότητα ενός όντος να εντέλλεται ένα άλλο, χωρίς η εντολή αυτή να απορρέει από τη λειτουργία ενός συστήματος και χωρίς να εμπεριέχει τίποτα το τυραννικό. […]


Η μαζική παραγωγή εξανδραποδισμένων ψυχών δεν αποτελεί απλώς την τραγικότερη εμπειρία του νεωτερικού ανθρώπου, αλλά συνιστά επίσης την ισχυρότερη ανασκευή των επιχειρημάτων περί της ανθρώπινης ελευθερίας. […]


Η ελευθερία που εντούτοις μας απομένει, συνοψίζεται στη δυνατότητά μας να προβλέψουμε τις διαστάσεις του εξανδραποδισμού μας και να επιχειρήσουμε να διασφαλιστούμε εναντίον του. Η ελευθερία συνίσταται λοιπόν στο να θεμελιώσουμε μια υπέρ-υποκειμενική τάξη, να εμπιστευτούμε το έλλογο στο γραπτό, να καταφύγουμε σε ένα θεσμό. […]»



Εμμανουήλ Λεβινάς, Ελευθερία και Εντολή (1953),
μετάφραση Μιχάλης Πάγκαλος, εκδόσεις ΕΣΤΙΑΣ (2007)

16 Ocak 2015 Cuma

ΞΕΝOΤΗΤΑ, ΦΙΛΟΞΕΝΙΑ KAI ΕΧΘΡΟΤΗΤΑ, Bernhard Waldenfels ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΝΕΚΕΝ

ΞΕΝOΤΗΤΑ, ΦΙΛΟΞΕΝΙΑ KAI ΕΧΘΡΟΤΗΤΑ, Bernhard Waldenfels




Mερικές φορές η ξενότητα μοιάζει να ομοιοκαταληκτεί με την εχθρότητα. Είναι όμως όντως έτσι; Ο στόχος των συλλογισμών μας είναι η σχέση μεταξύ του Ξένου και του Εχθρού, ενώ στο φόντο βρίσκεται ο φιλοξενούμενος ως μια μεταβατική μορφή. Και οι σκέψεις μας αφορούν τόσο τις σχέσεις μεταξύ ατόμων και ομάδων όσο και την ανταλλαγή μεταξύ των πολιτισμών. Η φιλοσοφική παράδοση της Δύσης προτρέπει, όπως και στην περίπτωση του Άγριου, να διαφοροποιήσουμε μεταξύ ενός καλού και ενός κακού Ξένου. Στην πρώτη περίπτωση, υπάρχει κατ’ αρχήν η δυνατότητα να κατανοήσουμε ο ένας τον άλλο και να συνεννοηθούμε μεταξύ μας, στη δεύτερη περίπτωση αυτό αποκλείεται. Ο καλός Ξένος είναι γενικώς ένας δικός μας, ο κακός Ξένος αντιθέτως όχι. Ο κακός Ξένος είναι φυσικά πάντα ο Άλλος. Η μανιχαϊστική δαιμονοποίηση του κακού Ξένου συνοδεύεται από μια προσπάθεια ο Ξένος να παρουσιαστεί γενικώς πιο ανώδυνος· για τον καλό Ξένο υπεύθυνος είναι ο διερμηνέας, για τον κακό η αστυνομία, συμπεριλαμβανομένης και μιας αστυνομίας των ιδεών που συχνά δρα μυστικά. Εδώ γίνεται σαφές πόσο πολύ συνδέονται μεταξύ τους η θεωρητική θεώρηση του Ξένου και η πρακτική συναναστροφή με τον Ξένο. Και ενόψει αυτού πρέπει να αναρωτηθούμε, αν η εχθρότητα δεν πηγάζει πολύ περισσότερο από μια αρχική αμφισημία του Ξένου, δηλαδή εντεύθεν του καλού και του κακού. Θα αναπτύξουμε αυτό το ερώτημα σε τρία στάδια, στην πορεία των οποίων η προβληματική οξύνεται όλο και περισσότερο.

Ο Ξένος στο λυκόφως

Η φαινομενολογία του Ξένου δυσκολεύεται να βρει το δρόμο της, καθώς το βλέμμα στον ή στο Ξένο ήταν ανέκαθεν και παραμένει μέχρι σήμερα περιορισμένο. Βλέπει κανείς αυτό που νομίζει ότι γνωρίζει. Το πρώτο στάδιο των σκέψεών μας περιορίζεται στη σύντομη διατύπωση ορισμένων ιδιαιτέρως αμφιλεγόμενων σημείων· αυτά αποφασίζουν αν θα εμπλακούμε στο Ξένο ή αν θα προσπαθήσουμε επίμονα να το αποφύγουμε.1

Σχετική και ακραία ξενότητα

Σχετική ονομάζω μια ξενότητα που εμφανίζει μόνο έναν προσωρινό ή μεταβατικό χαρακτήρα, η οποία δηλαδή μπορεί να ξεπεραστεί υπό ευνοϊκές συνθήκες και σε βάθος χρόνου. Η σχετικοποιητική δράση ξεκινά στη δυτική σκέψη αρχικά από μια συνολική τάξη πραγμάτων, δηλαδή από την παραδοχή μιας οικουμενικής τάξης πραγμάτων, η οποία περιλαμβάνει εμένα τον ίδιο και τους Άλλους, καθώς και όλα τα ιδία και τα ξένα. Το Ξένο με αυτό τον τρόπο ενσωματώνεται. Στη σύγχρονη εποχή το Εγώ περνά στο κέντρο μιας σφαίρας της μοναδικότητας (Eigenheitssphäre) σε σύγκριση με την οποία καθετί Ξένο, ακόμη και το alter ego, εμφανίζεται ως δευτερεύον είδωλο ή τροποποίηση. Το Ξένο υπο-τάσσεται στο εκάστοτε ιδίο. Στον επαπειλούμενο κατακερματισμό του κόσμου σε μεμονωμένες προοπτικές και μεμονωμένα συμφέροντα η νεωτερικότητα απαντά με την προσφυγή σε μια συνταγματική και νομοθετική τάξη πραγμάτων, στην οποία υπόκειμαι τόσο εγώ ο ίδιος όσο και όλοι οι άλλοι. Η ξενότητα με αυτό τον τρόπο εξουδετερώνεται. Η εν είδει δικαίου κατηγορική προσταγή γνωρίζει μόνον έλλογα όντα, δεν γνωρίζει Ξένους. Η ακραία ξενότητα σημαίνει αντιθέτως κάτι άλλο· σημαίνει μια ξενότητα που έγκειται στις «ρίζες όλων των πραγμάτων». Ανήκει, μιλώντας φαινομενολογικά, στα ίδια τα πράγματα και όχι μόνο στον περιορισμένο τρόπο πρόσβασής μας. Αυτή η μορφή της ξενότητας προϋποθέτει ότι κάθε τάξη πραγμάτων ως περιορισμένη τάξη επιλέγει συγκεκριμένες δυνατότητες, αποκλείει άλλες και επίσης προϋποθέτει ότι κανείς δεν είναι άρχοντας στο σπίτι του. Οι δύο πυλώνες ενός περιεκτικού Λόγου και ενός αυτόνομου υποκειμένου κλυδωνίζονται. Και τότε διαφαίνονται διάφορες διαστάσεις της ξενότητας. Η τάξη απελευθερώνει μια έκτακτη ξενότητα. Εγώ ο ίδιος είμαι εκτός εαυτού με τη μορφή μιας εκστατικής ξενότητας. Οι Άλλοι, οι οποίοι στη μακροεγγύτητά τους (Fernnähe) προσλαμβάνουν τη σκιώδη μορφή σωσιών, μας χαρίζουν τελικά μια ιδιαίτερη μορφή αντιγραφικής ξενότητας.2 Μια ακραία μορφή της ξενότητας δεν μπορεί επομένως να νοηθεί, χωρίς να αλλάξουμε τον τρόπο σκέψης μας όσον αφορά το λόγο, το υποκείμενο και τη διυποκειμενικότητα. Ο φόβος για αυτή την αλλαγή σκέψης μπορεί να εξηγεί το ότι η ξενότητα μέχρι σήμερα αποδυναμώνεται ξανά και ξανά ή και απορρίπτεται.

Αμφισημία του Ξένου

Αν ακολουθήσει κανείς τους παραδοσιακούς τρόπους σκέψης, τότε το Ξένο μοιάζει πάντα ως έλλειψη, ως κάτι που για εμάς δεν είναι προσιτό ή δεν είναι ακόμη προσιτό και κατανοητό. Αν αντιθέτως εκκινήσει κανείς από το Ξένο, όπως το συναντούμε βιώνοντάς το, πριν το ορίσουμε, τότε σημαίνει μια μορφή αποστέρησης. Εκδηλώνεται ως κάτι που δεν υπάρχει στη διάθεσή μας ή στην κοινή διάθεση, ως κάτι που δεν υπάρχει στα πλέγματα της εκάστοτε τάξης πραγμάτων. Το Ξένο εμφανίζεται καθώς επιδρά πάνω μας, καθώς μας πλησιάζει από μακριά και αποτραβιέται μακριά, καθώς είναι «σωματικά απόν» όπως το παρελθόν και το μέλλον. Με τον όρο του Ξένου κλυδωνίζεται και ο όρος του εκτός. Αυτό αφορά τόσο το ότι εγώ ο ίδιος είμαι έξω-από-μένα όσο και τον αποκλεισμό από δυνατότητες.3 Κατά την παραδοσιακή θεώρηση, το εκτός συνδέεται με τον αρνητικό χαρακτήρα της εξωτερικότητας· στην καλύτερη περίπτωση ανήκει σε ένα αναγκαίο μεταβατικό στάδιο της αποξένωσης. Διαφορετικά είναι αν εκκινήσουμε από μια ακραία μορφή της ξενότητας. Το έκτακτο που συνοδεύει κάθε τάξη ως μια σκιά δεν σημαίνει ότι κάτι μένει εκτός της τάξης, αλλά ότι η ίδια η τάξη ως δημιουργία και διατήρηση της τάξης δεν θεμελιώνεται σε αυτή καθαυτή. Το εκτός εαυτού ημών των ιδίων δεν σημαίνει ότι χάνουμε τον εαυτό μας αλλά ότι εκκινούμε από κάπου αλλού. Οι δυνατότητες που αποκλείονται δεν έχουν εξαλειφθεί. Η συμπάθεια για μια τα πάντα περιλαμβάνουσα κοινότητα, στην οποία στην ουσία τίποτα και κανείς δεν θα ήταν εξωτερικός, ανήκει στις ιδέες που ωχριούν μόλις προσπαθήσει κανείς να τις υλοποιήσει.4

Αμφισημία του Μεταξύ

Το μοτίβο του Μεταξύ απαντάται στη σύγχρονη σκέψη σε διάφορες μορφές, ως καθαρό Μεταξύ, ως ενδιάμεσος κόσμος ή ενδιάμεσο βασίλειο ή στη λατινίζουσα μορφή ως διυποκειμενικότητα, διασωματικότητα και διαπολιτισμικότητα.5 Αυτό το Μεταξύ αποκτά ένα δικό του βάρος, μόνον όταν δεν το αντιλαμβανόμαστε ως κενό χώρο ανάμεσα στα πράγματα και ούτε ως συναρμολόγηση ανεξάρτητων όντων, αλλά ως ένα πεδίο γεγονότων, μέσα στο οποίο κάτι και κάποιος γίνεται αυτό το οποίο είναι. Αυτό περιλαμβάνει ότι μεταξύ μας συμβαίνει κάτι που δεν μπορεί να αναχθεί σε μεμονωμένες επιδόσεις. Αν πάρουμε κατά λέξη τη διαπολιτισμικότητα, τότε σημαίνει περισσότερα από μια απλή πολυπολιτισμικότητα, η οποία περιλαμβάνει ένα πλήθος πολιτισμών. Μοιάζει με μαγνητικό πεδίο, όχι με δοχείο. Αλλά ακόμη και αν αποδώσουμε στο Μεταξύ έναν συντακτικό (konstitutiv) ρόλο, προσκρούουμε σε μια αμφισημία, η οποία συνδέεται με την αμφισημία του Ξένου. Το Μεταξύ μπορεί να ερμηνευτεί ως Μεσαίο, ως λόγος, νόμος ή δίκαιο που ρυθμίζει την επικοινωνία ανάμεσα στα ανεξάρτητα όντα, χωρίς το ίδιο να προέρχεται από αυτή την επικοινωνία. Η ιδέα ενός συμμετρικά διαμορφωμένου διαλόγου, οι εταίροι του οποίου μπορούν να ανταλλάξουν τους ρόλους τους, δεν σημαίνει στην ουσία τίποτα παραπάνω από έναν μονόλογο με κατανεμημένους ρόλους. Το ενδιάμεσο γίγνεσθαι δεν θα ήταν δημιουργικό ως τέτοιο. Ακόμη και η υποτιθέμενη διυποκειμενικότητα δεν θα ήταν τότε τίποτα περισσότερο από ένα πλήθος υποκειμενικοτήτων που έχουν μια συνοχή χάρη σε μια δια-υποκειμενική οντότητα. Αν σύμφωνα με τον Kleist σκεφτούμε μια «κατασκευή σκέψεων στην ανταλλαγή λόγου»6, τότε αυτό παραπέμπει σε κάτι, το οποίο συμβαίνει μεταξύ μας, και μάλιστα πέρα από ένα κατώφλι, το οποίο περνάμε με κάθε δήλωση, αλλά δεν το ξεπερνάμε όπως ένα εμπόδιο που τίθεται στο δρόμο μας. Η μία λέξη φέρνει την άλλη χωρίς η μία να ακολουθεί λόγω της άλλης. Έτσι φτάνουμε σε ένα entretien infini με την έννοια του Maurice Blanchot, μια συζήτηση που διατηρείται χάρη σε διακοπές. Ανάμεσα στο ίδιο και το Ξένο η σύνθεση είναι τόσο ελάχιστη όσο ανάμεσα στο ξύπνημα και τον ύπνο, ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο, ανάμεσα στη νεότητα και το γήρας. Σύνθεση υπάρχει μόνο στο βαθμό που η ομιλία μας και η πράξη μας έχουν ένα νόημα και ακολουθούν έναν κανόνα, όχι στο βαθμό που συμβαίνει κάτι στην ομιλία και στην πράξη. Η σύνθεση είναι ζήτημα του ειπωμένου και πεπραγμένου, όχι του λέγω και του πράττω. Υπόκειται στο σημείο θεώρησης ενός τρίτου, ο οποίος επεμβαίνει διαμεσολαβητικά σε αυτό, το οποίο συμβαίνει ανάμεσά μας, ως ουδέτερος παρατηρητής ή ως δικαστής, που όμως δεν βρίσκεται υπεράνω. Το σημείο θεώρησης του γενικού δεν πρέπει να συγχέεται με ένα γενικό σημείο θεώρησης, σαν να ήταν το ιδίο και το Ξένο, η ιδία και η ξένη γλώσσα, η ιδία και η ξένη χώρα, η ιδία και η ξένη κουλτούρα απλές μερικότητες. Το Ξένο αποτελεί το άμεσο εν μέσω όλων των διαμεσολαβήσεων. Το Ξένο δεν μπορεί ούτε να εντοπιστεί ούτε να παγκοσμιοποιηθεί, βρίσκεται πάντα κάπου αλλού.7

1. Για τη συμπλήρωση αυτού του σύντομου σκιαγραφήματος παραπέμπουμε στην ακόλουθη βιβλιογραφία: Topographie des Fremden (Τοπογραφία του Ξένου), Φρανκφούρτη: Suhrkamp 1997, Verfremdung der Moderne (Ξενοποίηση της Νεωτερικότητας), Γκέτινγκεν: Wallstein 2001, Grundmotive einer Phänomenologie des Fremden (Βασικά μοτίβα μιας φαινομενολογίας του Ξένου), Φρανκφούρτη: Suhrkamp 2006.

2. Σχετικά με τη διαφοροποίηση των διαφόρων διαστάσεων της ξενικότητας πρβλ. διεξοδικότερα: του ιδίου συγγραφέα Bruchlinien der Erfahrung (Διακεκομμένες γραμμές της εμπειρίας), Φρανκφούρτη: Suhrkamp 2002, κεφ. V-VI.

3. Δύο μαρτυρίες αυτής της αλλαγής στον τρόπο σκέψης: το πρώτο μεγάλο σύγγραμμα του E. Levinas, Totalité et Infini του 1961 έχει τον υπότιτλο Essai sur l’ extériorité, και ο M. Foucault συνέγραψε το 1966 για το περιοδικό Critique ένα δοκίμιο με τίτλο Pense au dehors. Η κοινή τους κατεύθυνση δεν αποκλείει αποκλίσεις.
4. Πρβλ. σχετικά J. Habermas, Die Einbeziehung des Anderen (Η εμπλοκή του Άλλου), Φρανκφούρτη 1996. Ο συγγραφέας επικαλείται μια ηθική κοινότητα, η οποία είναι καθαρά περιλαμβάνουσα. Η ξενικότητα του Άλλου και κάθε άλλη ξενικότητα λιώνει κάτω από τον ήλιο του επικοινωνιακού λόγου.
5. Σχετικά με τις διάφορες μορφές του Ενδιάμεσου πρβλ. Topografie des Fremden, ό.π. σελ. 85 κ.ε.
6. Θυμίζω έτσι το δοκίμιο του Kleist Über die allmähliche Verfertigung der Gedanken beim Reden (Περί της σταδιακής κατασκευής των σκέψεων κατά την ομιλία). Το δοκίμιο είναι γραμμένο από την προοπτική του ομιλητή, αλλά ενός ομιλητή ο οποίος βλέπει πώς ακούει ο Άλλος ή η Άλλη, ο οποίος δηλαδή υποδέχεται τις σκέψεις του στην κατασκευή. Εγώ αυτό το ονομάζω δημιουργική αποκριτικότητα.   
7. Παραπέμπω σε αυτό το πλαίσιο στην έκθεσή μου για την Ευρώπη «Anderswo statt Überall» (Αλλού αντί Παντού) στο: Idiome des Denkens. Deutsch-Französische Gedankengänge II, Φρανκφούρτη: Suhrkamp 2005, πρώτη δημοσίευση στα Ιταλικά στο links I (2001), σελ. 13-19
Aπόσπασμα από το δοκίμιο (μετάφραση: Ανθή Βηδενμάιερ) που δημοσιεύτηκε στο τεύχος 14 του περιοδικού ΕΝΕΝΕΝ, Οκτώβριος Νοέμβριος Δεκέμβριος 2009. Στο τεύχος υπάρχει αφιέρωμα στον σημαντικό αυτόν γερμανό φιλόσοφο. Στο ίδιο τεύχος υπάρχει το δοκίμιό του με τίτλο ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΛΟΓΙΑ, ΜΕΤΑΞΥ ΠΑΘΟΥΣ ΚΑΙ ΑΠΟΚΡΙΣΗΣ σε μετάφραση της Σοφίας Παντελιάδου.

17 Aralık 2014 Çarşamba

Die Bestimmung des Menschen Herbert Marcuse, Λόγος και Επανάσταση





Στο παρακάτω απόσπασμα του Λόγος και Επανάσταση, ο Χ.Μαρκούζε αντιστρέφει τους πόλους του στερεοτυπικού αφηγήματος, που θέλει τη φιλοσοφία του Χέγκελ να είναι σε κάθε ιστορικό χρόνο συντηρητική, έως αντιδραστική και ανοιχτά φιλοκαθεστωτική, και μια θετικιστική στάση απέναντι στα πράγματα να είναι κριτική απέναντι στο (φιλοσοφικό) ''Λόγο'' και τη μεταφυσική, άρα επαναστατική. Όσα περιγράφει ο Μαρκούζε για την επίθεση του Στάλ στον Χέγκελ, δείχνουν πως το εγελιανό σύστημα στοχοποιήθηκε από τους κυβερνητικούς κύκλους ως επικίνδυνη για τους κρατούντες, επαναστατική φιλοσοφία, ενώ μια θετικιστική προσέγγιση της κοινωνικής πραγματικότητας, που θεωρεί το ιστορικά δοσμένο ανώτερο κριτή της αλήθειας της, επιστρατεύτηκε ως αντεπαναστατική απάντηση στον Χέγκελ και συντηρητική εξύμνηση της κατεστημένης εξουσίας.

Η αναφορά αυτή του Μαρκούζε είναι ιδιαίτερα σημαντική και σήμερα, αφού ο θετικισμός κυριαρχεί αποτελώντας τη πιο επιθετική άμεση ή έμμεση κριτική σε μια διαλεκτική, λογικοιστορική κατανόηση της πραγματικότητας.

σελ 341 και επ., εκδόσεις Ύψιλον, 1999

''Όταν ανέβηκε η κυβέρνηση του Φρειδερίκου Γουλιέλμου του Δ', όλες οι φιλοδοξίες για φιλελεύθερη μεταρρύθμιση του Κράτους έσβησαν [5]. Η απολυταρχία θριάμβευσε, συνοδευόμενη από μια ολοκληρωτική μεταμόρφωση της κουλτούρας. ''Η Πρωσία των μεταρρυθμίσεων του Φον Στάιν, των απελευθερωτικών πολέμων και των αγώνων που έκαναν ο Χούμπολτ και ο Χάρντενμπεργκ για το σύνταγμα, έγινε η Πρωσία της ρομαντικής μοναρχίας, του θειστικού ανορθολογισμού και της Χριστιανικής Ιδέας του Κράτους. Το πανεπιστήμιο του Βερολίνου έπαψε να είναι το πανεπιστήμιο του Χέγκελ και των Εγελιανών και έγινε το πανεπιστήμιο των φιλοσόφων της Αποκάλυψης, Σέλλινγκ και Stahl'' [6].
Το εγελιανό σύστημα, που θεωρούσε το κράτος και την κοινωνία ως ''αρνητική ολότητα'' και τα είχε εξαρτήσει και τα δύο από την ιστορική πορεία του λόγου, δεν μπορούσε πλέον να αποτελεί την επίσημη φιλοσοφία. Τίποτα δεν ήταν πιο ύποπτο από το λόγο και την ελευθερία για την καινούργια κυβέρνηση που ακολουθούσε τώρα τη γραμμή του Τσάρου και του Μέττερνιχ [7]. Χρειαζόταν μια θετική αρχή δικαίωσης που θα προστάτευε το κράτος από τις επαναστατικές δυνάμεις και θα το προφύλαγε, καλύτερα απ'όσο ο Χέγκελ, από την κοινωνική εξέγερση.

[...] Εφ'όσον ο γερμανικός ορθολογισμός είχε βρει την πιο αντιπροσωπευτική έκφρασή του στον Χέγκελ, ο Σταλ συγκέντρωσε εναντίον του όλες τις επιθέσεις του. Διατύπωσε την επίσημη απάντηση των κυβερνητικών κύκλων της Γερμανίας στην εγελιανή φιλοσοφία. Αυτοί οι κύκλοι είχαν δει τον αληθινό χαρακτήρα της φιλοσοφίας του Χέγκελ πολύ πιο διεισδυτικά από τους ακαδημαικούς εκείνους ερμηνευτές που τη θεωρούσαν μια άνευ όρων δοξολόγηση της ύπαρχουσας τάξης πραγμάτων. Η διδασκαλία του Χέγκελ αποτελεί μια ''εχθρική δύναμη'' ουσιαστικά ''καταλυτική'' [14]. Η διαλεκτική του καταργεί τη δεδομένη πραγματικότητα και η θεωρία του ''καλύπτει εξ αρχής τον ίδιο χώρο με την επανάσταση'' [15]. Η πολιτική του φιλοσοφία, μην μπορώντας να καταδείξει την ''οργανική ενότητα'' ανάμεσα στα υποκείμενα και τη ''μοναδική υπέρτατη προσωπικότητα [Θεό-βασιλέα-εξουσία]'', υποσκάπτει τα θεμέλια του υπάρχοντος κοινωνικού και πολιτικού συστήματος.

[...] Ο Στάλ καταγγέλλει τον Χέγκελ μαζί με τους κορυφαίους εκπροσώπους του ευρωπαικού ορθολογισμού από την εποχή του Ντεκάρτ-ένας συσχετισμός που επανέρχεται στις ιδεολογικές επιθέσεις του εθνικοσοσιαλισμού [17]. Ο ορθολογισμός ερμηνεύει το κράτος και την κοινωνία πάνω στο πρότυπο του λόγου και, κάνοντας κάτι τέτοιο, θέτει τα κριτήρια που τον οδηγούν αναπότρεπτα να αντιταχθεί σε ''κάθε δεδομένη αλήθεια και σε κάθε δεδομένη αυθεντία''. Περιέχει, λέει ο Στάλ, την αρχή της ''ψευδούς ελευθερίας'' και ''συνεπάγεται όλες εκείνες τις ιδέες που βρίσκουν την τελική τους ολοκλήρωση στην επανάσταση'' [18]. Ο λόγος δεν ικανοποιείται ποτέ με την αλήθεια που είναι ''δεδομένη''. ''Αποποιείται με περιφρόνηση την τροφή που του προσφέρουν'' [19]

  Ο Στάλ έβλεπε σαν την πιο επικίνδυνη έκφραση του ορθολογισμού τη θεωρία του Φυσικού Δικαίου. Συνόψιζε τη θεωρία αυτή ως ''το δόγμα που αντλεί το δίκαιο και το κράτος από τη φύση ή από τη λογική του [ατομικού] ανθρώπου'' [20]. Ο Στάλ αντιπαρέτασσε σ'αυτό το δόγμα τη θέση ότι η φύση και η λογική του ατόμου δεν μπορούσαν να εξυπηρετήσουν ως πρότυπο κοινωνικής οργάνωσης, γιατί στο όνομα ακριβώς της λογικής του ατόμου είχε προωθηθεί πάντοτε το ριζοσπαστικό αίτημα της επανάστασης. Δεν θα μπορούσε το φυσικό δίκαιο να συμπέσει με το δεδομένο θετικό δίκαιο όπως ακριβώς δεν θα μπορούσε το έλλογο κράτος του Χέγκελ να συμπέσει με τη δεδομένη μορφή του κράτους. Ο Στάλ εισέπραττε την ιδέα του φυσικού νόμου στην κριτική της σημασία. Θεωρούσε ότι η ιδέα του φυσικού δικαίου περιβάλλει το άτομο με περισσότερα και ανώτερα δικαιώματα από εκείνα που τους δίνει το θετικό δίκαιο. Γι'αυτό στη θέση του φυσικού δικαίου αντιπαρέτασσε την άποψη ότι ''δίκαιο και θετικό δίκαιο είναι ισοδύναμες [gleichbedeutende] έννοιες'', και στην ''αρνητική'' διαλεκτική του Χέγκελ αντέτασσε μια ''θετική φιλοσοφία'' του απολυταρχισμού.
Έχουμε σκιαγραφήσει το διασυρμό του λόγου στη θετική φιλοσοφία και έχουμε πει ότι η μέθοδος της φιλοσοφίας αυτής σημαίνει πλήρη αποδοχή των υφιστάμενων δυνάμεων. Το έργο του Στάλ επαληθεύει αυτόν τον ισχυρισμό. Είναι ένας συνειδητός θετικιστής [21] που κινείται από την επιθυμία ''να διασώσει την αξία του θετικού, το συγκεκριμένο, το ατομικό, την αξία των γεγονότων'' [22]. Μέμφεται τη φιλοσοφία του Χέγκελ για την υποτιθέμενη ανικανότητά της να εξηγήσει τα επιμέρους γεγονότα που συνθέτουν την τάξη της πραγματικότητας [23]. Απασχολημένος πάντα με το καθολικό, ο Χέγκελ δεν κατεβαίνει ποτέ προς τα ατομικά περιεχόμενα του δεδομένου, που αποτελούν τα αληθινά του περιεχόμενα.

[5] Friedrich Schnabel, Deutsche Geschichte in neunzehnten Jahrhundert, τομ. 2, Φράιμπουργκ 1993, σελ. 31.
[6] Erich Kaufmann, Studien zur Staatslehre des monarchischen Prinzips, Λειψία 1906, σελ 54.

[14] Stahl, Philosophie des Rechts, τομ. 1, σσ XIV και 455.
[15] Αυτ. σελ 473.

[17] Βλ. ιδιαίτερα H. Heyze, Idee und Existenz, Αμβούργο 1935, και Ε. Bohm, Anti-Cartesianismus, Λειψία 1938.
[18] Die gegenwärtigen Parteien in Staat und Kirche, σελ 11.
[19] Philosophie des Rechts, τομ. 1, σελ 263
[20] Αυτ, σελ 252.
[21] Πρβλ. Karl Mannheim, ''Das konservative Denken'', Archiv für Sozialwissenschaft und Sozialpolitik, τόμ, LVII, 1927, σσ 84 κ.ε, και ακόμη Ε. Kaufmann, ό.π, σσ 58 κ.ε.
[22] Philosophie des Rechts, τομ. 2, σελ 38.
[23] Αυτ, σελ 37.

29 Kasım 2014 Cumartesi

Ο Νικόλας Σεβαστάκης για την θεωρία του F. Jameson και τον μεταμοντερνισμό/ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ: Η ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ "ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΤΟΜΟ"


Ο Νικόλας Σεβαστάκης για την θεωρία του F. Jameson και τον μεταμοντερνισμό

Απόσπασμα από τις σελ. 25-26  του βιβλίου:
[σελ. 25] (…) Είναι γνωστό ότι ειδικά στην εργασία του Jameson, η οποία αφορά κατά κύριο λόγο τις μητροπόλεις της Δύσης, ο “μεταμοντερνισμός” αποτιμάται ως η κυρίαρχη πολιτισμική λογική στις κοινωνίες του ύστερου πολυεθνικού καπιταλισμού. Αντίθετα, ο μοντερνισμός, ως σύνθετο αισθητικό, πολιτικό και ιδεολογικό φαινόμενο στενά συνδεδεμένο με την πρώιμη και μέση περίοδο του καπιταλισμού, θεωρείται πλέον ως [σελ. 26] ένα πολιτισμικό κατάλοιπο στις ώριμες δυτικές κοινωνίες. Η κριτική ακτινογραφία των χαρακτηριστικών του μεταμοντερνισμού, έτσι όπως την προτείνει ο Jameson, δεν αφήνει περιθώρια για κάποια θετική αξιολόγηση της συμβολής του στο ύφος και στους προσανατολισμούς της σημερινής εποχής. Δεν υφίσταται εδώ η διάκριση στην οποία έχουν προβεί άλλοι σύγχρονοι μελετητές μεταξύ ενός “αντιστασιακού” και ενός αντιδραστικού μεταμοντερνισμού, όπου ο μεν πρώτος αποδομεί τις αφηγήσεις της νεωτερικότητας με σκοπό να ιχνηλατήσει νέους τόπους αντίστασης, ενώ ο δεύτερος εκθειάζει και αποδέχεται άκριτα τις αυθόρμητες διεργασίες της πολιτιστικής βιομηχανίας του όψιμου καπιταλισμού. Τα ιδιάζοντα χαρακτηριστικά τα οποία υπερτονίζει ο Jameson σε σχέση με τον μεταμοντερνισμό είναι τα εξής:
1. ένα είδος ιστορικής αμνησίας και αδιαφορίας,
2. η καθήλωση σε ένα ασυνεχές, υπερτροφικό και διεσταλμένο παρόν,
3. το αμάλγαμα και η παρωδία της “συμπαράθεσης” και της εκλεκτικής ανάμειξης των υφών στα έργα τέχνης, στη σκέψη και στη θεωρία,
4. η αποθέωση του καταναλωτισμού και του φετιχισμού του εμπορεύματος στη σφαίρα της καθημερινότητας.
Είναι προφανές πως αυτά τα χαρακτηριστικά δεν αφήνουν αμφιβολίες για το βασικό συμπέρασμα του συγγραφέα ότι ο μεταμοντερνισμός όχι μόνο αναπαράγει αλλά και εντατικοποιεί τη λογική του καταναλωτικού καπιταλισμού. Η πολιτισμική λογική του μεταμοντερνισμού φαίνεται, επιπλέον, να υπονομεύει τις δυνατότητες μιας έλλογης κριτικής και αντιπαράθεσης στις σύγχρονες και καθορισμένες από το πολυεθνικό κεφάλαιο κοινωνικές σχέσεις. Η κυριαρχία του μεταμοντερνισμού συνοδεύεται από ένταση της κρίσης όλων των προσπαθειών για έλλογους σχεδιασμούς με στόχο τη συστημική αλλαγή. (…)
Διαβάστε επίσης:

22 Kasım 2014 Cumartesi

Gilles Deleuze, μαθητεία στις Αλήθειες (Ο Προυστ και τα σημεία) ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ bestimmung.blogspot. gr

gr


Gilles Deleuze, μαθητεία στις Αλήθειες (Ο Προυστ και τα σημεία)


(οι αριθμημένες παραπομπές θα δοθούν αν ζητηθούν)


σελ 41

  Η ευαισθησία στα σημεία, η αντιμετώπιση του κόσμου σαν κάτι που πρέπει να αποκρυπτογραφηθεί, είναι βέβαια ένα χάρισμα. Αλλά το χάρισμα αυτό θα ήταν καταδικασμένο να παραμείνει για πάντα μέσα μας, αν δεν κάναμε ορισμένες αποφασιστικές συναντήσεις. Και οι συναντήσεις αυτές θα έμεναν χωρίς αποτέλεσμα αν δεν κατορθώναμε να υπερνικήσουμε ορισμένες προυπάρχουσες πεποιθήσεις. Η πρώτη απ'αυτές, είναι ότι αποδίνουμε στο αντικείμενο τα σημεία που φέρει. Τα πάντα μας ωθούν σε αυτό: η οπτική αντίληψη, το πάθος, η νόηση, η συνήθεια, ακόμη και η ματαιοδοξία μας [1]. Πιστεύουμε πως το ίδιο το ''αντικείμενο'' κρατά το μυστικό του σημείου που εκπέμπει. Εξετάζουμε προσεκτικά το αντικείμενο, επανερχόμαστε στο αντικείμενο για να αποκρυπτογραφήσουμε το σημείο. Για περισσότερη ευκολία, ας αποκαλέσουμε αντικειμενισμό την τάση τούτη που μας είναι φυσική ή, τουλάχιστον, συνηθισμένη.
  Γιατί κάθε εντύπωσή μας έχει δύο πλευρές: ''Σχεδόν αναπόσπαστη από το αντικείμενο, προεκτείνεται μέσα μας από ένα δεύτερο τμήμα της που μονάχα εμείς θα μπορούσαμε να γνωρίζουμε'' [2]. Κάθε σημείο είναι χωρισμένο στα δύο: υποδηλώνει κάποιο αντικείμενο, σημαίνει κάτι διαφορετικό. Η αντικειμενική πλευρά είναι η πλευρά της ευχαρίστησης, της άμεσης απόλαυσης και της πρακτικής. Μόλις πάρουμε αυτήν την κατεύθυνση, έχουμε κιόλας θυσιάσει τη πλευρά ''αλήθεια''. Αναγνωρίζουμε τα πράγματα, αλλά δεν τα γνωρίζουμε ποτέ. Συγχέουμε αυτό που σημαίνει ένα σημείο, με το πρόσωπο ή το αντικείμενο που υποδηλώνει. Παραβλέπουμε τις πιο σημαντικές συναντήσεις, αποφεύγουμε τις επιτακτικές τους εντολές: προτιμούμε την ευκολία της αναγνώρισης από την εμβάθυνση των συναντήσεων. Και όταν νιώθουμε την απόλαυση που μας δίνει κάποια εντύπωση, όπως τη λαμπρότητα ενός σημείου, δεν ξέρουμε να εκφράσουμε την ικανοποίησή μας παρά με τη λέξη ''Πώ, πώ, πώ!'' ή-κάτι που σημαίνει περίπου το ίδιο-''μπράβο, μπράβο'': εκφράσεις που εκδηλώνουν το σεβασμό μας για το αντικείμενο [3]

[...] σελ 43

Από τον αντικειμενισμό δεν ξεφεύγει κανένα είδος σημείων. Γιατί δεν προκύπτει από μία μόνο τάση, αλλά συγκεντρώνει ένα σύνολο από τάσεις. Η αναγωγή ενός σημείου στο αντικείμενο που το εκπέμπει, η απόδοση σε ένα αντικείμενο του πλεονεκτήματος των σημείων, είναι πρώτα απ'όλα φυσική τάση της οπτικής αντίληψης ή της αναπαράστασης. Είναι όμως και η τάση της θεληματικής μνήμης που ανακαλεί πράγματα και όχι σημεία. Είναι ακόμη και η τάση της απόλαυσης και της πρακτικής δραστηριότητας που λογαριάζουν την απόκτηση των πραγμάτων ή την κατανάλωση των αντικειμένων. Και, με διαφορετικό τρόπο, είναι η τάση της νόησης. Η νόηση προτιμά την αντικειμενικότητα, όπως η αντίληψη προτιμά το αντικείμενο. Η νόηση ονειρεύεται αντικειμενικά περιεχόμενα, διευκρινισμένες αντικειμενικές σημασίες, που θα είχε η ίδια την ικανότητα να τις ανακαλύψει ή να τις δεχθεί, ή να τις μεταδώσει. Η νόηση ενέχει επομένως τον αντικειμενισμό όσο και η οπτική αντίληψη. Ταυτόχρονα η οπτική αντίληψη έχει για στόχο να συλλάβει το αισθητό αντικείμενο, και η νόηση να προσεγγίσει αντικειμενικές σημασίες. Γιατί η αντίληψη πιστεύει πως η πραγματικότητα πρέπει να ιδωθεί, να παρατηρηθεί. Αλλά η νόηση νομίζει πως η πραγματικότητα πρέπει να ειπωθεί και να διατυπωθεί.

[...] σελ 49-50

  Η απογοήτευση είναι μια από τις βασικές στιγμές της αναζήτησης ή της μαθητείας: σε κάθε τομέα σημείων, απογοητευόμαστε όταν το αντικείμενο δεν μας αποκαλύπτει το μυστικό που περιμέναμε. Και η απογοήτευση είναι αυτή καθεαυτή πολύμορφη, ποικίλλει σύμφωνα με κάθε σειρά. Ελάχιστα είναι τα πράγματα που δεν μας απογοητεύουν όταν τα αντικρίζουμε για πρώτη φορά. Γιατί αυτή η πρώτη φορά είναι εκείνη της απειρίας, δεν είμαστε ακόμη ικανοί να διαχωρίσουμε το σημείο και το αντικείμενο, το αντικείμενο παρεμβαίνει και μπερδεύει τα σημεία [...] Πώς στον κάθε τομέα να αμβλύνουμε την απογοήτευση; Σε κάθε σειρά μαθητείας, ο ήρωας υποβάλλεται σε ανάλογη εμπειρία, σε διαφορετικές στιγμές: στην απογοήτευση που του δίνει το αντικείμενο, προσπαθεί να βρει ένα υποκειμενικό αντιστάθμισμα. Όταν αντικρίζει, και αργότερα γνωρίζει, την κυρία ντε Γκερμάντ, αντιλαμβάνεται πως δεν εμπεριέχει το μυστικό της έννοιας του ονόματός της. Το πρόσωπο και το σώμα τη δεν χρωματίζονται απο την υφή των συλλαβών. Τί άλλο να κάνει, παρά να αντισταθμίσει την απογοήτευση; Να ευαισθητοποιηθεί προσωπικά απέναντι σε σημεία λιγότερο βαθιά, αλλά πιο προσαρμοσμένα στη γοητεία της Δούκισσας, χάρη σε συνειρμούς ιδεών που η γοητεία αυτή διεγείρει μέσα του: ''Πώς η κυρία ντε Γκερμάντ είναι σαν τις άλλες γυναίκες, υπήρξε αρχικά για μένα μια απογοήτευση, ενώ τώρα, από αντίδραση, και με βοήθεια τόσα καλά κρασιά, ένα θαύμα'' [15]
  [...] Κάθε σειρά μαθητείας περνά από τις δύο ακόλουθες καταστάσεις: την απογοήτευση που προέρχεται από μια προσπάθεια αντικειμενικής ερμηνείας, και έπειτα την προσπάθεια να απαλύνουμε την απογοήτευση αυτήν με μιαν υποκειμενική ερμηνεία, όπου αναδημιουργούμε συνειρμικά σύνολα. Το ίδιο γίνεται στον έρωτα, ακόμη και στην τέχνη. Εύκολο είναι να καταλάβουμε το γιατί. Είναι γιατί το σημείο είναι σίγουρα βαθύτερο από το αντικείμενο που το εκπέμπει, αλλά εξακολουθεί να είναι συνδεμένο με το αντικείμενο αυτό, να είναι ως ένα βαθμό ακόμη ένθετο σ'αυτό. Και το νόημα του σημείου είναι αναμφίβολα βαθύτερο από το πρόσωπο που το ερμηνεύει, αλλά συνδέεται μ'αυτό το πρόσωπο, ενσαρκώνεται ως ένα σημείο σε μια σειρά από υποκειμενικούς συνειρμούς. Μετατοπιζόμαστε από το ένα στο άλλο, πηδούμε από το ένα στο άλλο, αντισταθμίζουμε την απογοήτευση του αντικειμένου με ένα αντιστάθμισμα υποκειμένου.
   Τότε, διαισθανόμαστε πως η στιγμή της αντιστάθμισης είναι αυτή καθαυτή ανεπαρκέστατη, πως δεν μας προσφέρει μια τελική αποκάλυψη. Αντικαθιστούμε τις αντικειμενικές νοητές αξίες με ένα συνδυασμό από υποκειμενικούς συνειρμούς ιδεών.

[...] σελ 52

  Και όμως τί άλλο υπάρχει εκτός από το αντικείμενο και το υποκείμενο; Το παράδειγμα της Μπερμά μας το λέει. Ο ήρωας της Αναζήτησης θα καταλάβει τελικά πως ούτε η Μπερμά ούτε η Φαίδρα αποτελούσαν πρόσωπα προσδιορίσιμα, αλλά ούτε και ήταν στοιχεία συνειρμών. Η Φαίδρα είναι ένας ρόλος, και η Μπερμά ταυτίζεται με το ρόλο αυτό. Αλλά όχι σύμφωνα με την έννοια του ρόλου ως αντικειμένου ή σαν κάτι υποκειμενικό. Αντίθετα, πρόκειται εδώ για έναν κόσμο, για ένα πνευματικό περιβάλλον γεμάτο ουσίες. Η Μπερμά, φορέας σημείων, τα καθιστά τόσο άυλα, ώστε να ανοίγονται και να απορροφούν τις ουσίες αυτές. Τόσο μάλιστα, ώστε ακόμη και σ'ένα μέτριο ρόλο, οι χειρονομίες της Μπερμά μας αποκαλύπτουν ξανά έναν κόσμο από εφικτές ουσίες [20].
  Πέρα από τα προσδιορίσιμα αντικείμενα, πέρα από τις νοητές και διατυπωμένες αλήθειες. Αλλά και πέρα από τις αλυσίδες των υποκειμενικών συνειρμών, πέρα από την αναβίωση με την ομοιότητα ή συνάφεια: υπάρχουν οι ουσίες, που είναι μη-λογικές ή υπερ-λογικές. Ξεπερνούν, όμως, και τις υποκειμενικές καταστάσεις και τις ιδιότητες του αντικειμένου. Η ουσία είναι εκείνη που αποτελεί την πραγματική ενότητα του σημείου και της έννοιας. Εκείνη που συνιστά την έννοια με τη μη αναγωγή της στο υποκείμενο που τη συλλαμβάνει. Η ουσία είναι η τελευταία λέξη της μαθητείας ή η τελική αποκάλυψη. Γι'αυτό ο ήρωας της Αναζήτησης, πολύ περισσότερο παρά με τη βοήθεια της Μπερμά, κατορθώνει να φτάσει στην αποκάλυψη των ουσιών με τη βοήθεια του έργου τέχνης, με τη ζωγραφική και τη μουσική, και κυρίως με το πρόβλημα της λογοτεχνίας. Τα κοσμικά σημεία, τα ερωτικά σημεία, ακόμα και τα αισθητά σημεία είναι ανίκανα να μας αποκαλύψουν την ουσία: μας πλησιάζουν σ'αυτήν, αλλά πέφτουμε πάνω στην παγίδα του αντικειμένου, στα δίχτυα της υποκειμενικότητας. Οι ουσίες αποκαλύπτονται μονάχα στο επίπεδο της τέχνης. Αλλά αφού εκδηλωθούν στο έργο τέχνης, επιδρούν πάνω σε όλα τα άλλα πεδία. Μαθαίνουμε πως ήταν ήδη ενσαρκωμένες, πως υπήρχαν ήδη εκεί σε όλα αυτά τα είδη σημείων, σε όλους τους τύπους της μαθητείας.

σελ 56

[...] Τί είναι μια ουσία, έτσι όπως μας αποκαλύπτεται στο έργο τέχνης; Είναι μια διαφορά, μια έσχατη και απολυτη Διαφορά. Αυτή συνιστά το είναι, μας επιτρέπει να συλλάβουμε το είναι.

[...] Τί είναι όμως μια έσχατη απόλυτη διαφορά; Δεν είναι μια εμπειρική διαφορά ανάμεσα σε δύο πράγματα, σε δύο αντικείμενα, μια διαφορά εξωτερική. Ο Προύστ μας δίνει μια κατά προσέγγιση εξήγηση της ουσίας, όταν λέει πως είναι κάτι μέσα σ'ένα υποκείμενο, κάτι σα μια έσχατη ιδιότητα στην καρδιά ενός υποκειμένου: διαφορά εσωτερική, ''ποιοτική διαφορά που υπάρχει στον τρόπο με τον οποίο μας φανερώνεται ο κόσμος, διαφορά που, αν δεν υπήρχε η τέχνη, θα παρέμενε το αιώνιο μυστικό του καθένα μας'' [9]. Ο Προύστ ακολουθεί εδώ τη θεωρία του Λάιμπνιτς: οι ουσίες είναι πραγματικές μονάδες, και η καθεμιά τους καθορίζεται από την άποψη με την οποία εκφράζει τον κόσμο, και η κάθε άποψη ανάγεται σε μια έσχατη ποιότητα που βρίσκεται στο βάθος της μονάδας. Όπως λέει ο Λάιμπνιτς, δεν έχουν ούτε πόρτες ούτε παράθυρα: και καθώς η άποψη είναι η ίδια η διαφορά, οι απόψεις πάνω σ'ένα κόσμο υποτιθέμενα όμοιο είναι τόσο διαφορετικές όσο και οι πιο απόμακροι κόσμοι. Γι'αυτό η φιλία δημιουργεί πάντα ψεύτικες επικοινωνίες, βασισμένες σε παρεξηγήσεις, και δεν ανοίγει παρά ψεύτικα παράθυρα. Γι'αυτό ο έρωτας, πιο διορατικός, αποφεύγει κατ'αρχή κάθε επικοινωνία. Τα μόνα παράθυρά μας, οι μόνες πόρτες μας, είναι καθαρά πνευματικές: δεν υπάρχει σχέση μεταξύ υποκειμένων παρά μόνο καλλιτεχνική.

σελ 58

[...] Πρέπει μήπως να συμπεράνουμε ότι η ουσία είναι υποκειμενική, και πως η διαφορά βρίσκεται ανάμεσα σε υποκείμενα περισσότερο παρά ανάμεσα σε αντικείμενα; Μια τέτοια άποψη θα παρέβλεπε τα κείμενα όπου ο Προύστ πραγματεύεται τις ουσίες ως πλατωνικές Ιδέες, και πως δίνει μιαν ανεξάρτητη πραγματικότητα.

σελ 58-59

[...] Κάθε υποκείμενο εκφράζει τον κόσμο από μια ορισμένη άποψη. Αλλά η άποψη αυτή είναι η ίδια η διαφορά, η εσώτερη απόλυτη διαφορά. Κάθε υποκείμενο εκφράζει λοιπόν έναν κόσμο απόλυτα διαφορετικό. Και αναμφισβήτητα, ο εκφρασμένος κόσμος δεν υπάρχει ανεξάρτητα από το υποκείμενο που τον εκφράζει (αυτό που αποκαλούμε εξωτερικό κόσμο δεν είναι παρά η απατηλή προβολή, το όριο που καθιστά ομοιόμορφους όλους αυτούς τους εκφρασμένους κόσμους). Όμως, ο εκφρασμένος κόσμος δεν ταυτίζεται με το υποκείμενο: ξεχωρίζει απ'αυτό, ακριβώς όπως και η ουσία ξεχωρίζει από την ύπαρξη, ακόμη και από την ίδια του την ύπαρξη. Ο κόσμος δεν υπάρχει ανεξάρτητα από το υποκείμενο που τον εκφράζει, αλλά εκφράζεται όπως η ουσία, όχι από το ίδιο το υποκείμενο αλλά από το Είναι, ή την περιοχή εκείνη του Είναι που αποκαλύπτεται στο υποκείμενο. Γι'αυτό και κάθε ουσία είναι μια πατρίδα, ένας τόπος [12]. Δεν ανάγεται σε μια ψυχολογική κατάσταση ούτε σε μια ψυχολογική υποκειμενικότητα, ούτε καν σε κάποια μορφή ανώτερης υποκειμενικότητας. Η ουσία είναι πραγματικά η έσχατη ιδιότητα που βρίσκεται στην καρδιά ενός υποκειμένου. Αλλά η ιδιότητα αυτή είναι βαθύτερη από το υποκείμενο, ανήκει σε μιαν άλλη κατηγορία: ''Άγνωστη ιδιότητα ενός κοσμου μοναδικού'' [13]. Δεν είναι το υποκείμενο αυτό που εξηγεί την ουσία, αλλά μάλλον η ουσία είναι εκείνη που εισχωρεί, περιτυλίγεται, περικλείνεται μέσα στο υποκείμενο. Και κάτι περισσότερο: καθώς περιελίσσεται γύρω από τον εαυτό της, αυτή συνθέτη την υποκειμενικότητα. Δεν είναι τα άτομα που συνθέτουν τον κόσμο, αλλά οι περικλεισμένοι κόσμοι, οι ουσίες είναι που σχηματίζουν τα άτομα. ''Οι κόσμοι αυτοί που τους αποκαλούμε άτομα, και που χωρίς την τέχνη δεν θα γνωρίσουμε ποτέ'' [14]. Η ουσία δεν είναι μόνο ατομική, είναι και ατομικοποιητική.
   Η άποψη δεν συγχέεται μ'εκείνον που την υιοθετεί, η εσώτερη ποιότητα δε συγχέεται με το υποκείμενο που εκείνη ατομικοποιεί. Η διάκριση αυτή, ανάμεσα στην ουσία και το υποκείμενο, είναι πολύ σημαντική, γιατί ο Προύστ βλέπει σ'αυτήν τη μόνη δυνατή απόδειξη της αθανασίας της ψυχής. την ψυχή αυτού που την αποκαλύπτει, ή και που μόνο την καταλαβαίνει, η ουσία είναι μια ''θεική σκλάβα'' [15]. Ίσως οι ουσίες να σκλαβώθηκαν μόνες τους, να περικλείστηκαν μόνες τους μέσα σ'αυτές τις ψυχές που ατομικοποιούν. Δεν υπάρχουν παρά μόνο μέσα σ'αυτήν την σκλαβιά, αλλά δεν αποχωρίζονται την ''άγνωστη πατρίδα'' που την περικλείουν μαζί τους μέσα μας. Είναι οι ''όμηροί'' μας: πεθαίνουν όταν πεθαίνουμε, αν όμως είναι αιώνιες, τότε κι εμείς κατά κάποιο τρόπο γινόμαστε αθάνατοι. Καθιστούν λοιπόν το θάνατο λιγότερο πιθανό. Μόνη απόδειξη, μόνη ελπίδα είναι η Τέχνη.

σελ 60-61

 Ορισμένοι νεοπλατωνιστές χρησιμοποίησαν μια βαθύτατη έννοια για να καθορίσουν την πρωταρχική κατάσταση που προτρέχει την κάθε εξέλιξη, την κάθε ανάπτυξη, την κάθε ''εξήγηση'': την περιπλοκή που περικλείνει το πολλαπλό στο Ένα και βεβαιώνει το Ένα του πολλαπλού. Η αιωνιότητα δεν ήταν γι'αυτούς η έλλειψη μιας αλλαγής, ούτε καν η προέκταση μιας ύπαρξης χωρίς όρια, αλλά η περίπλοκη κατάσταση του ίδιου του χρόνου (uno ictu mutationes tuas completitur). Ο Λόγος, omnia complicans, και που περιέχει όλες τις ουσίες, προσδιοριζόταν ως η υπέρτατη περιπλοκή, περιπλοκή των αντιθέσεων, η άστατη αντίθεση...Καταλήγουν στο συμπέρασμα πως το Σύμπαν είναι ουσιαστικά εκφραστικό, και οργανώνεται σύμφωνα με μια κλίμακα από σύμφυτες περιπλοκές και με μια σειρά από κατιούσες εξηγήσεις.

σελ 63-64

  Καθώς είναι ιδιότητα ενός κόσμου, η ουσία δεν συγχέεται ποτέ μ'ένα αντικείμενο, αλλά αντίθετα συνδέει δυο αντικείμενα ολότελα διαφορετικά, και αντιλαμβανόμαστε ότι τα αντικείμενα αυτά αποκτούν την ιδιότητά τους αυτή στο αποκαλυπτικό περιβάλλον. Και την ώρα που η ουσία ενσαρκώνεται σε μια ύλη η έσχατη ιδιότητα που τη διαμορφώνει εκφράζεται ως κοινή ιδιότητα δυο διαφορετικών αντικειμένων, που διαπλάθονται μέσα σ'αυτή τη φωτεινή ύλη και που βυθίζονται μέσα στο διαθλαστικό αυτό περιβάλλον. Σ'αυτό ακριβώς έγκειται το ύφος: ''Μπορούμε να παραθέσουμε επ'άπειρο σε μια περιγραφή αντικείμενα υπαρκτά στον τόπο που περιγράφεται, η αλήθεια όμως δε θα φανεί παρά μόνο τη στιγμή που ο συγγραφέας θα πάρει δυο διαφορετικά αντικείμενα, θα προσδιορίσει τη σχέση τους-ανάλογη στον κόσμο της τέχνης με τη μοναδική εκείνη σχέση που αποτελεί τον νόμο της αιτιότητας στον κόσμο της επιστήμης-και θα δέσει τα αντικείμενα αυτά στους απαραίτητους κρίκους ενός ωραίου ύφους'' [23]. Αυτό σημαίνει πως το ύφος είναι κυρίως μεταφορά. Αλλά η μεταφορά είναι κυρίως μεταμόρφωση και δείχνει με ποιό τρόπο δυο αντικείμενα ανταλλάσσουν τον προσδιορισμό τους, ανταλλάσσουν το όνομα που τα υποδηλώνει, μέσα στο καινούργιο περιβάλλον που τους προσδίδει την κοινή ιδιότητα.

64-65

[...] Μια ουσία είναι πάντα η γένεση ενός κόσμου. Αλλά το ύφος είναι η εξακολουθητική και διαθλαστή αυτή γένεση, η γένεση που την ξαναβρίσκουμε σε ύλες ταιριαστές με τις ουσίες, η γένεση που έχει μετατραπεί σε μεταμόρφωση των αντικειμένων. Το ύφος δεν είναι ο άνθρωπος, το ύφος είναι η ίδια η ουσία.
   Η ουσία δεν είναι μόνο ιδιόμορφη, ατομική, αλλά και ατομικοποιητική. Η ίδια η ουσία ατομικοποιεί και προσδιορίζει τις ύλες στις οποίες ενσαρκώνεται, καθώς και τα αντικείμενα που περικλείνει μέσα στους κρίκους του ύφους [...] Γιατί η ουσία είναι αυτή καθεαυτή η διαφορά. Δε διαθέτει όμως την ικανότητα να διαφοροποιεί ή να διαφοροποιείται, χωρίς να έχει και τη δυνατότητα να επαναλαμβάνεται, ταυτόσημη με τον εαυτό της. Τί θα μπορούσε κανείς να κάνει με την ουσία-που είναι η έσχατη διαφορά-εκτός να την επαναλάβει, αφού είναι αναντικατάσταση και τίποτε δεν μπορεί να πάρει τη θέση της; Γι'αυτό και μια εξαίσια μουσική σύνθεση άλλο δεν μπορεί παρά να ξαναπαιχτεί, ένα θαυμάσιο ποίημα, παρά να μαθευτεί και να απαγγελθεί. Η διαφορά και η επανάληψη αντιτάσσονται η μία στην άλλη μόνο φαινομενικά. Δεν υπάρχει μεγάλος καλλιτέχνης που το έργο του να μη μας αναγκάζει να πούμε: ''Είναι ίδιο κι όμως άλλο'' [27].
   Γιατί η διαφορά, ως ποιότητα ενός κόσμου, επιβεβαιώνεται μόνο μέσ'από μιαν αυτοεπανάληψη που διασχίζει ποικιλόμορφα περιβάλλοντα, και συνδέει διαφορετικά αντικείμενα. Η επανάληψη αποτελεί τις βαθμίδες μιας πρωταρχικής διαφοράς, αλλά ταυτόχρονα η ποικιλία αποτελεί τα επίπεδα μιας επανάληψης το ίδιο θεμελιακής [...]Ένας καλλιτέχνης δε γερνά επειδή επαναλαμβάνεται, γιατί η επανάληψη είναι δύναμη διαφοράς, ενώ κατά τον ίδιο τρόπο η διαφορά είναι ικανότητα επανάληψης.

 Όλοι περάσαμε από τον πειρασμό του αντικειμενισμού, από την υποκειμενική αναπλήρωση: όπως άλλωστε και σε άλλον τομέα. Αλλά η αποκάλυψη της ουσίας (πέρα από το αντικείμενο, πέρα κι από το ίδιο το υποκείμενο) ανήκει μόνο στο χώρο της τέχνης. Αν πρόκειται να πραγματοποιηθεί, θα πραγματοποιηθεί σε αυτόν το χώρο. Γι'αυτό η τέχνη είναι η τελεολογία του κόσμου και ο ασύνειδος προορισμός του μαθητευόμενου. 
  Βρισκόμαστε έτσι μπροστά σε δύο ειδών ερωτήματα. Τί αξία έχουν τα άλλα σημεία, αυτά που αποτελούν τα πεδία της ζωής: Από μόνα τους, τί μας διδάσκουν; Μπορούμε άραγε να πούμε πως ανοίγουν το δρόμο στην τέχνη, και με ποιόν τρόπο; Αλλά, πάνω απ'όλα, αφού η τέχνη θα μας έχει προσφέρει την τελική αποκάλυψη, με ποιόν τρόπο η αποκάλυψη αυτή θα επιδράσει πάνω στα άλλα πεδία, πώς θα γίνει το κέντρο ενός συστήματος όπου όλα συμπεριλαμβάνονται; Η ουσία είναι πάντα μια καλλιτεχνική ουσία. Αλλά αφού ανακαλυφθεί, δεν ενσαρκώνεται μόνο στις πνευματοποιημένες ύλες, στα άυλα σημεία του έργου τέχνης. Ενσαρκώνεται ακόμη και στα άλλα πεδία, που θα ενσωματωθούν πια στο έργο τέχνης. Περνάει λοιπόν σε περιβάλλοντα πιο αδιάφανα, σε πιο υλικά σημεία. Εκεί χάνει ορισμένα από τα πρωταρχικά της χαρακτηριστικά, αποκτά άλλα, που εκφράζουν την εισχώρηση της ουσίας στις ύλες αυτές που γίνονται ολοένα και πιο ανυπόταχτες. Υπάρχουν νόμοι μετατροπής της ουσίας σε σχέση με τους καθορισμούς της ζωής.



Δημοσιεύτηκε από τον χρήστη
Ετικέτες: Deleuze/Guattari Proust

20 Kasım 2014 Perşembe

Σκεφτόμαστε έξω απ' το κεφάλι μας danger.few!!! Το επίσημο blog των happyfew


18 Νοεμβρίου 2014

Σκεφτόμαστε έξω απ' το κεφάλι μας

«Πού βρίσκονται οι σκέψεις μας και οι νοητικές δραστηριότητες μας; Μέσα στο κεφάλι μας, και πιο συγκεκριμένα στον εγκέφαλό μας, απαντούν οι οπαδοί των γνωσιακών (cognitive) επιστημών. Πιστεύοντας ακράδαντα σε αυτή την ιδέα κι έχοντας γι’ αέρα στα πανιά τους τις μεγάλες προόδους που έχουν συντελεστεί πρόσφατα στις γνώσεις μας για τον εγκέφαλο, οι άνθρωποι αυτοί είναι πλέον βέβαιοι ότι σε κάποιο όχι και τόσο μακρυνό μέλλον θα φτάσουν να καταλάβουν πλήρως πώς παράγεται η σκέψη. Γιατί αν η σκέψη “εκκρίνεται” από τον εγκέφαλο όπως η χολή από το συκώτι, τότε αρκεί πράγματι να εξετάσουμε εξονυχιστικά αυτή την εγκεφαλική ύλη για να καταλάβουμε τη γένεση και τη λειτουργία της νοητικής δραστηριότητας. Το σκέπτεσθαι, το πιστεύειν, το δοκείν, το βούλεσθαι … όλα αυτά είναι φαινόμενα που σύντομα θα εξηγηθούν με όρους φυσικής και χημείας.
Ασφαλώς δεν είναι η πρώτη φορά που αναγγέλλεται η δυνατότητα μιας τέτοιας φυσικοποίησης του πνεύματος. Η ιδέα αυτή είναι πολύ συνηθισμένη στους κύκλους των υλιστών από πολύ παλιά. Ωστόσο, απ’ ό,τι ισχυρίζονται οι πρωταγωνιστές τους, οι προσπάθειες που έχουν γίνει σήμερα προς αυτή την κατεύθυνση πρόκειται από στιγμή σε στιγμή να ευοδωθούν.
Μόνο που … υπάρχει η περίπτωση να περιμένουμε λιγάκι ακόμα. Ή μάλλον όχι λιγάκι, αλλά πάρα πολύ. Κι αυτό, όχι επειδή υπάρχει περίπτωση οι γνωσιακοί να έρθουν αντιμέτωποι με τεχνικά προβλήματα που δεν έχουν ακόμα υποψιαστεί (πράγμα που διόλου δεν αποκλείεται), αλλά πολύ απλά επειδή το αντικείμενο της μελέτης τους, το ανθρώπινο πνεύμα, μάλλον δεν είναι εκεί που το ψάχνουν!
Πράγματι, όπως υποστηρίζει ο Βενσάν Ντεκόμπ στο βιβλίο του La Denrée Mentale (2000), όπου ασκεί δριμεία κριτική στις βασικές υποθέσεις των γνωσιακών επιστημών, ο τόπος των νοητικών φαινομένων είναι ο εξωτερικός κόσμος. Με άλλα λόγια, δεν σκεφτόμαστε μέσα τον εγκέφαλό μας αλλά μέσα στο δημόσιο χώρο. Επομένως, η απόπειρα φυσικοποίησης του πνεύματος στερείται αντικειμένου: είναι σαν να θέλει κανείς να καταλάβει τους κανόνες του ποδοσφαίρου ψάχνοντας μέσαστο κεφάλι των ποδοσφαιριστών, ενώ πολύ σοφότερο είναι ασφαλώς να τους ρωτήσει και να πάει να τους δει να παίζουν στο γήπεδο. […]
Ας παρατηρήσουμε καταρχήν, ότι η θέση που υποστηρίζει ότι τα νοητικά φαινόμενα βρίσκονται αποκλειστικά μέσα στο κεφάλι μας, έρχεται σε σύγκρουση με αυτό που λέει η γλώσσα μας. Πράγματι, αν ήταν έτσι, τότε δεν θα μπορούσαμε να πούμε “αυτό το βιβλίο περιέχει ενδιαφέρουσες ιδέες”. Στην καλύτερη περίπτωση μια τέτοια έκφραση θα ήταν σχήμα λόγου και τίποτα περισσότερο, διότι, αν θέλαμε να κυριολεκτήσουμε, θα λέγαμε ότι αυτές οι ενδιαφέρουσες ιδέες είναι μόνο “μέσα στο κεφάλι του συγγραφέα του ή του αναγνώστη του”. Ούτε θα μπορούσαμε να πούμε, κυριολεκτικά μιλώντας, ότι “αυτός ο άνθρωπος σκέφτεται”. Θα έπρεπε να λέμε “ο εγκέφαλός του σκέφτεται”.
Βέβαια, αυτές οι επισημάνσεις δεν αναιρούν τη θέση των γνωσιακών (cognitivistes). Ωστόσο, από τη στιγμή που εξακολουθούμε να λέμε ότι “αυτός ο άνθρωπος ως ακέραιο φυσικό πρόσωπο περπατάει ή τρώει”, είναι φανερό πως η θέση των γνωσιακών οδηγεί αναπόφευκτα σε ένα δυϊσμό. Συνεπάγεται δηλαδή, ότι υπάρχουν εντός μας δύο όντα: το υποκείμενο των νοητικών διεργασιών από τη μια, και το υποκείμενο των φυσικών πράξεων από την άλλη −και ασφαλώς ένα ολόκληρο παιχνίδι αιτιακών σχέσεων μεταξύ τους.
Έχοντας λοιπόν αποκολλήσει το φυσικό από το νοητικό, οι γνωσιακοί ψάχνουν να βρουν ένα τρόπο για να τα ξαναενώσουν. Κατ’ αυτούς, εξήγηση των νοητικών φαινομένων σημαίνει εξήγηση του τρόπου με τον οποίο π.χ. μια επιθυμία γεννάει μια άλλη επιθυμία, ή μια πεποίθηση∙ καθώς και του τρόπου με τον οποίο μια επιθυμία γεννάει μια δράση. Αναρωτιούνται: ποια σχέση υπάρχει ανάμεσα στην επιθυμία μου να πιώ ένα ποτήρι νερό και τo ότι πηγαίνω στην κουζίνα, παίρνω ένα ποτήρι, το γεμίζω νερό και το πίνω; 

Φυσικά οι γνωσιακοί επιστήμονες προσπαθούν να δώσουν μια εξήγηση με υλικούς όρους. Μόνο που όλα αυτά τα προβλήματα αιτιότητας προκύπτουν απλώς και μόνο επειδή έχουν χωρίσει τις νοητικές δραστηριότητες από τις φυσικές πράξεις. Αν, απεναντίας, βλέπαμε ότι μια πράξη, ως προθεσιακό (intentionnel) φαινόμενο, είναι ταυτόχρονα κι ένα φαινόμενο νοητικό, τότε θα σταματούσαμε να λέμε ότι “η αιτία που πήγα στην κουζίνα, είναι η επιθυμία μου να πιω νερό”. Γιατί; Διότι η μετακίνησή μου προς την κουζίνα δεν είναι παρά μια έκφραση αυτής της επιθυμίας. Έτσι θα σταματούσαμε να βλέπουμε αυτή την κίνηση σαν ένδειξη μιας προηγηθείσας επιθυμίας και θα τη θεωρούσαμε σαν μια εκδήλωσηαυτής της επιθυμίας. [...]
Όμως για τον γνωσιακό, το ότι πηγαίνω στην κουζίνα, σημαίνει ότι είχα την επιθυμία να πάω εκεί. Εξ ορισμού, μια επιθυμία προσανατολίζεται προς ένα σκοπό: πάω στην κουζίνα επειδή σκέφτομαι ότι εκεί θα βρω ποτήρι και νερό, που άμα το πιω, θα αισθανθώ ευχαρίστηση. Μόνο που κατά τη στιγμή που μου γεννιέται η επιθυμία, αυτή η ευχαρίστηση δεν έχει ακόμα υπάρξει. Οπότε, με ποιο τρόπο κάτι που δεν υπάρχει πραγματικά, μπορεί να επηρεάσει τη συμπεριφορά μου, να με κάνει να κινηθώ; Έτσι ο γνωσιακός οδηγείται αναπόφευκτα στο συμπέρασμα, ότι αυτό που με παρακινεί δεν είναι η ίδια η ευχαρίστηση αλλά η νοητική παράστασή της, ή η ιδέατης. Αυτή, λέει, βάζει σε κίνηση τα κινητικά μου όργανα.
Μόνο που αυτός ο τρόπος ερμηνείας, σύμφωνα με τον οποίο μια νοητική παράσταση επιδρά πάνω στα πράγματα και τα βάζει σε κίνηση, δεν είναι άλλος από αυτόν που χρησιμοποιείται στη μαγεία, όπου αρκεί να επιθυμήσεις σφοδρά κάτι, αρκεί να το σκεφτείς έντονα, και αυτό θα συμβεί! Αν αρκούσε να σκεφτούμε κάτι για να συμβεί, τότε θα είχαμε ανακαλύψει μια εκπληκτική δύναμη εντός μας −και πάνω σε αυτήν ακριβώς την αιτιακού τύπου δύναμη των νοητικών παραστάσεων κάνουν παιχνίδι οι μάγοι και κάποιοι οπαδοί της παραψυχολογίας. Είναι λοιπόν το λιγότερο εντυπωσιακό που οι γνωσιακοί επιστήμονες, χωρίς να το συνειδητοποιούν, ανατρέχουν σε ένα τέτοιου τύπου μαγικό ερμηνευτικό σχήμα, το οποίο, ως αναζητητές επιστημονικών εξηγήσεων, είναι οι πρώτοι που απορρίπτουν ασυζητητί! Βέβαια, θα πει κανείς ότι στο δικό τους ερμηνευτικό σχήμα όλα συμβαίνουν εντός του εγκεφάλου. Αλλά τι σημαίνει αυτό; Ότι μια μαγική δράση είναι λιγότερο μαγική επειδή συμβαίνει μόνο μέσα στο κεφάλι μας;
Εξίσου εντυπωσιακό είναι το γεγονός, ότι η δυσκολία των γνωσιακών να επανενώσουν τη σφαίρα των νοητικών δραστηριοτήτων με τη σφαίρα των φυσικών πράξεων, μοιάζει πάρα πολύ με την αντίστοιχη σπαζοκεφαλιά που αντιμετώπισαν οι σπιριτουαλιστές −τους οποίους οι γνωσιακοί δεν σταματάνε να χλευάζουν παρ’ όλα αυτά. Πράγματι, οι σπιριτουαλιστές υποστήριζαν πως οι νοητικές δραστηριότητές μας πρέπει να αποδίδονται σε κάποιο άυλο μέρος του ανθρώπινου προσώπου, την ψυχή∙ κι έτσι υποστήριζαν ότι υπάρχει πραγματικός, ουσιακός, υποστασιακόςδυϊσμός μεταξύ ψυχής και σώματος. Εξαιτίας αυτού του δυϊσμού, τούς ήταν αληθινά πολύ δύσκολο να εξηγήσουν τη δράση της ψυχής πάνω στο σώμα και αντίστροφα. Οι γνωσιακοί, βέβαια, είναι υλιστές και αρνούνται αυτό το δυϊσμό. Κι όμως, απορρίπτουν το δυϊσμό των σπιριτουαλιστών για να υιοθετήσουν την ίδια στιγμή έναν άλλο δυϊσμό, το δυϊσμό ανάμεσα στο νοητικό υποκείμενο και το φυσικό υποκείμενο! Επομένως, η διαφορά μεταξύ σπιριτουαλιστών και γνωσιακών αφορά τη φύση του ανθρώπινου πνεύματος και όχι τον τόπο του. Οι πρώτοι δηλώνουν ότι αυτό που σκέφτεται είναι ένα άυλο μέρος του προσώπου (η ψυχή του), ενώ οι δεύτεροι ότι είναι ένα μέρος υλικό (ο εγκέφαλος). Αλλά και οι δυο αποδέχονται την αποκόλληση του νοητικού (άυλο για τους πρώτους, υλικό για τους δεύτερους) από τον εξωτερικό κόσμο∙ και φυσικά, αμφότεροι σκοντάφτουν πάνω στο δυσεπίλυτο πρόβλημα της διασύνδεσης αυτών των δυο ξέχωρων μερών.
Για να μας δείξουν ότι, παρ’ όλα αυτά, αυτοί είναι στο σωστό δρόμο, οι γνωσιακοί παίζουν το χαρτί της αναλογίας με τον υπολογιστή. Ισχυρίζονται δηλαδή, πως το γεγονός ότι μια μηχανή, φτιαγμένη από ηλεκτρονικά στοιχεία, καταφέρνει να χειρίζεται σύμβολα ώστε να εκτελεί μια σειρά από “νοήμονες” διεργασίες, αποδεικνύει πως είναι δυνατόν να παραχθεί σκέψη μέσα σε ένα εγκέφαλο αποκλειστικά και μόνο από υλικά στοιχεία. Ο εγκέφαλός μας, λένε, δεν είναι παρά κάτι σαν ηλεκτρονικός υπολογιστής και το ανθρώπινο πνεύμα είναι κάτι σαν το ηλεκτρονικό πρόγραμμα. Βέβαια οι υπολογιστές δεν είναι βιολογικά συστήματα όπως οι ανθρώπινοι εγκέφαλοι, όμως αυτό δεν καταρρίπτει την αναλογία μιας και είναι δεδομένο ότι η εκτέλεση ενός προγράμματος δεν εξαρτάται θεμελιωδώς από τα υλικά, από τα οποία είναι φτιαγμένη μια μηχανή: εκείνο που μετράει για τον γνωσιακό είναι μόνον ο τρόπος αλύσσωσης των συμβόλων με βάση τις οδηγίες ενός προγράμματος. […]
Μπορούμε όμως να στηριχτούμε σε αυτή την αναλογία για να υποστηρίξουμε ότι ο ηλεκτρονικός υπολογιστής σκέφτεται; Κι από ποιο επίπεδο πολυπλοκότητάς της κι έπειτα μπορούμε να θεωρήσουμε ότι μια μηχανή διαθέτει πράγματι νοητική δραστηριότητα; Για να απαντήσουν σε αυτά τα ερωτήματα, οι γνωσιακοί αναφέρονται συχνά σε μια δοκιμασία που πρότεινε ο Άλαν Τιούρινγκ του 1950. Είναι η εξής: Βάζουμε σε ένα δωμάτιο έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή και σε ένα άλλο δωμάτιο έναν άνθρωπο Α εφοδιασμένο με ένα τερματικό. Στη συνέχεια βάζουμε σε ένα τρίτο δωμάτιο έναν άλλο άνθρωπο Β ο οποίος, χωρίς να γνωρίζει με ποιους είναι συνδεδεμένος, κάνει μια σειρά ερωτήσεων μέσω τερματικού στον υπολογιστή και στον άνθρωπο Α. Εάν ο άνθρωπος Β, από τις απαντήσεις που θα λάβει από τις δυο πλευρές, δεν καταλάβει ότι ο υπολογιστής είναι υπολογιστής και τον περάσει για άνθρωπο, τότε αυτό σημαίνει πως ο υπολογιστής σκέφτεται όπως ένας άνθρωπος. Αν λοιπόν το τεστ του Τούρινγκ ήταν σωστό, τότε οι επιστήμονες της πληροφορικής δεν θα είχαν παρά να φτιάξουν έναν υπολογιστή που θα το πέρναγε με επιτυχία −και τότε θα μπορούσαμε να πούμε, ότι έχουμε πια καταλάβει το μηχανισμό της ανθρώπινης σκέψης, μιας και φτιάξαμε μια μηχανή ικανή να σκέφτεται σαν τον άνθρωπο.
Μόνο που αυτή η ερμηνεία είναι έωλη. Το τεστ του Τιούρινγκ στηρίζεται στην προσομοίωση: ο υπολογιστής πρέπει να καταφέρει να κάνει σαν να σκέφτεται όπως ο άνθρωπος. Αλλά όπως είναι γνωστό σε κάθε παιχνίδι μίμησης, το γεγονός ότι ο μίμος καταφέρνει να πείσει πως είναι κάποιος άλλος, δεν αποδεικνύει καθόλου ότι είναι αυτός ο άλλος. [Παράδειγμα, εδώ.] Επομένως, το τεστ αυτό δεν αποδεικνύει ότι ο υπολογιστής σκέφτεται ανθρώπινα. Αποδεικνύει μόνο ότι ο άνθρωπος μπορεί, ενδεχομένως, να ξεγελαστεί από μια μηχανή.
Άλλωστε, σε ένα τέτοιο τεστ ο υπολογιστής απαντάει απλώς σε ερωτήσεις. Δεν παίρνει ποτέ την πρωτοβουλία στη συζήτηση −επομένως δεν έχουμε ούτε καν προσομοίωση ανθρώπινης συζήτησης. Για να γίνει κάτι τέτοιο, θα έπρεπε ο υπολογιστής να έχει προσωπικά ενδιαφέροντα, γούστα, επιθυμίες και να μπορεί να είναι εύστοχος … χαρακτηριστικά που δεν είναι δυνατόν να αποκτήσει κανείς, όταν δεν μετέχει σε ένα κοινό λόγο, σε μια μορφή ζωής (Βιτγκενστάιν). […]
Μήπως όμως θα ήταν πιο πετυχημένη μια σύγκριση μεταξύ υπολογιστή και ανθρώπινου σκέπτεσθαι με βάση την ικανότητα και των δυο να κάνουν υπολογισμούς; Είναι κι αυτό ένα χαρτί των γνωσιακών, με το οποίο επιχειρούν να υποβάλουν την ιδέα ότι η σκέψη μας είναι κατά βάση κάτι το μηχανικό. Μόνο που κάτι τέτοιο είναι ακόμα πιο αβάσιμο! Διότι ο υπολογιστής, για να εκτελέσει ένα πολλαπλασιασμό αρκεί να ακολουθήσει μηχανικά τις οδηγίες ενός προγράμματος στηριγμένου στην προπαίδεια που χρησιμοποιούμε κι εμείς, ενώ ο άνθρωπος δεν ακολουθεί μηχανικά τους κανόνες της προπαίδειας. Γι’ αυτό και πρέπει να προσέχει διαρκώς αν τους εφαρμόζει σωστά. Αυτό που δείχνει ότι ένας άνθρωπος έχει κατά νου ένα κανόνα δεν είναι το ίδιο, ούτε ισοδυναμεί, με την παρουσία μιας οδηγίας στη μνήμη ενός υπολογιστή.
[Η οδηγία δεν είναι κανόνας. Μπορεί κανείς να ακολουθεί μια οδηγία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ακολουθεί ένα κανόνα. Αλλά τι σημαίνει “ακολουθώ ένα κανόνα”; Ας σκεφτούμε τη διαφορά ανάμεσα στο “απάντησε ακολουθώντας ένα κανόνα” και το “απάντησε από εξαρτημένο αντανακλαστικό”. Η πρώτη περίπτωση, τελείως αντίθετα απ’ ό,τι η δεύτερη, προϋποθέτει ότι ο άνθρωπος που απάντησε έχει κατανοήσει κάτι∙ τον κανόνα. Μια τέτοια απάντηση δεν είναι σαν μια ανακλαστική αντίδραση, διότι απάντηση στηριγμένη σε κατανόηση σημαίνει επίσης κρίση, εκτίμηση, διατύπωση σκεπτικού και αιτιολόγηση της απάντησης, καθώς επίσης δυνατότητα κριτικής αποτίμησης και διόρθωσής της. Πράγμα που αποκλείει την ιδέα, και την περιγραφή, ενός υφιστάμενου μηχανισμού, ακόμη κι αν, για να το σώσουμε, πιάσουμε να αυτοσχεδιάζουμε μιλώντας περί “πάάάρα μα πάάάρα πολύ πολύπλοκου μηχανισμού” −μια ιδέα μεταφορική μάλλον του αισθήματος ασφάλειας και βεβαιότητας, που νιώθουμε όταν εφαρμόζουμε σωστά ένα κανόνα. Από την άλλη, εξίσου, “απαντώ ακολουθώντας ένα κανόνα” δεν σημαίνει απαντώ ακολουθώντας μια διαίσθηση, ή μια έμπνευση, ούτε κι ότι την απάντηση μού “την ενέπνευσε” ο κανόνας −μια ιδέα μεταφορική μάλλον του αισθήματος, ότι εφαρμογή κανόνα χωρίς την κατανόησή του δεν υφίσταται. Διότι κανόνας σημαίνει “κάνω το ίδιο πράγμα”, κάτι που προϋποθέτει τη γνώση μιας κανονικότητας, άρα άσχετο από τη διαίσθηση και την έμπνευση, παρ’ όλο που τέτοιας λογής αισθήματα μπορεί να επεισέρχονται κατά την εφαρμογή ενός κανόνα. Τι σημαίνει λοιπόν “ακολουθώ ένα κανόνα”; Θα κλείσω προς το παρόν την παρένθεση με μια υπόδειξη του Βιτγκενστάιν: “Αν θέλεις να καταλάβεις τι πάει να πει ακολουθώ ένα κανόνα, θα πρέπει να είσαι ήδη σε θέση να ακολουθήσεις ένα κανόνα”. −σημ. του H.S.]
Επομένως, παρά τη φαινομενική ομοιότητα, είναι πολύ δύσκολο να συμπεράνουμε βάσιμα ότι ο άνθρωπος υπολογίζει με τον ίδιο τρόπο που το κάνει ο ηλεκτρονικός υπολογιστής. Τελικά, η σύγκριση μεταξύ ανθρώπινου πνεύματος και υπολογιστή έχει νόημα μόνον εφόσον θεωρήσει κανείς, ότι το πνεύμα χειρίζεται νοητικές παραστάσεις και όχι φυσικά πράγματα που υπάρχουν έξω από το κεφάλι μας. Όμως αυτή η θέση, σύμφωνα με την οποία το πνεύμα δεν έχει να κάνει παρά με νοητικές εικόνες του εξωτερικού κόσμου, δεν είναι και τόσο αυτονόητη. Όταν λ.χ. κοιτάζετε την εικόνα ενός αντικειμένου, μπορείτε να τη συγκρίνετε με το αντικείμενο και να πείτε αν όντως είναι δική του εικόνα, αν το παριστάνει καλά, κ.ο.κ. Αν όμως το πνεύμα μας δεν διαθέτει παρά μόνο νοητικές παραστάσεις για τον εξωτερικό κόσμο, τότε θα ήταν αδύνατο να συγκρίνουμε αυτές τις “εσωτερικές” εικόνες με αυτό που παριστάνουν.
Επιπλέον, λέγοντας ότι το πνεύμα δεν σχετίζεται ποτέ άμεσα με την εξωτερική πραγματικότητα, λέγοντας ότι σχετίζεται μόνο μέσω της νοητικής της παράστασης, οδηγούμαστε στην υιοθέτηση μιας σολιψιστικής αντίληψης του σκέπτεσθαι, με την έννοια ότι τα νοητικά φαινόμενα ενός ανθρώπου θα μπορούσαν να ήταν τα ίδια ακόμα κι αν αυτός ήταν ο μοναδικός άνθρωπος πάνω στη γη. [Ή πάλι, ότι είναι ίδια η πνευματική κατάσταση ενός ανθρώπου που βλέπει να του επιτίθεται μια τίγρη κι ενός ανθρώπου που φαντάζεται ότι του επιτίθεται μια τίγρη∙ δηλαδή ότι η κατάσταση του πνεύματος είναι ίδια σε μια περίπτωση διαύγειας και σε μια περίπτωση παραληρήματος!!! −σημ. του H.S.  
Πιθανή πηγή σύγχυσης μπορεί να είναι και η ίδια η έννοια του συμβόλου. Όταν ο γνωσιακός επιστήμονας λέει πως ο υπολογιστής χειρίζεται σύμβολα, έχει δίκιο. Όταν λέει ότι η αιτιακή επίδρασή τους έχει να κάνει αποκλειστικά με τις φυσικές ιδιότητές τους και όχι με τη σημασία τους, έχει πάλι δίκιο. Απλώς η μηχανή έχει φτιαχτεί έτσι, ώστε οι τελούμενες μεταβολές να συμφωνούν με αυτό που θα έδινε μια νοήμων πράξη, η οποία θα λάβαινε υπόψη της αυτές τις σημασίες. Γι’ αυτό το λόγο ο γνωσιακός θεωρεί ότι έχει δίκιο και όταν συμπεραίνει, πως ο ηλεκτρονικός υπολογιστής όντως σκέφτεται∙ ή, πράγμα που είναι το ίδιο, ότι η νοητική δραστηριότητα δεν είναι παρά μια φυσική διεργασία που συντελείται μέσα στον εγκέφαλο.  

Όμωςεδώ ο γνωσιακός ξεχνάει, πως όταν η μηχανή χειρίζεται σύμβολα, είναι η δική μας ερμηνεία που τα έχει θέσει, δηλαδή θεσμίσει, ως σύμβολα. Η μηχανή δεν διαθέτει την ικανότητα θέσμισης, χάρη στην οποία μπορεί κανείς να πραγματευτεί διάφορα πράγματα, όπως λ.χ. τα σύμβολα, προκειμένου να επικοινωνήσει μια σκέψη πάνω σε ένα άλλο πράγμα. Για να είχε αυτή την ικανότητα, θα έπρεπε να μετέχει στη θέσμιση μέσω της οποίας αυτά τα σύμβολα τίθενται ως σύμβολα. Θα έπρεπε να έχει μια “μορφή ζωής” (κατά Βιτγκενστάιν), η οποία πραγματώνεται σε ένα κόσμο εξωτερικό από αυτή την ίδια [να μετέχει δηλαδή ενός Λόγου Κοινού (κατά Hράκλειτο), σημ. του H.S.]
Το σύμβολο είναι σύμβολο επειδή παραπέμπει σε κάτι άλλο από τον εαυτό του, επειδή υπάρχει έξω από τον εαυτό του δυνάμει ενός θεσμού. Γι’ αυτό λοιπόν πρέπει να συμπεράνουμε, ότι δεν υπάρχει σκέψη παρά έξω από αυτό που καθιστά απλώς δυνατό το να υπάρχει −είτε αυτό είναι ένας εγκέφαλος, είτε μια μηχανή. Σε τελική ανάλυση, το λάθος των γνωσιακών επιστημόνων είναι ότι νομίζουν πως μελετούν το σκέπτεσθαι ενώ στην πραγματικότητα προσπαθούν απλώς να διερευνήσουν τους όρους που του επιτρέπουν να υπάρχει. [Δηλαδή: το ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να σκεφτεί αν δεν έχει εγκέφαλο, δεν σημαίνει πως μπορούμε να κατανοήσουμε το σκέπτεσθαι αναλύοντας τον εγκέφαλο∙ όπως ακριβώς και το γεγονός ότι χρειαζόμαστε πόδια για να παίξουμε μπάλα, δεν σημαίνει πως μπορούμε να κατανοήσουμε το ποδόσφαιρο μελετώντας τη φυσιολογία και την κινησιολογία των ποδιών. −σημ. του H.S.]»
Φεβρουάριος 2000

Σχόλιο H.S. Παρ’ όλο που φαίνεται κάπως άσχετη, συνιστούμε να διαβαστεί αυτή η ανάρτηση σε στενή συνάρτηση με τις πρόσφατες αναρτήσεις μας περί αξίας, χρήματος και μαγείας, και με δυο παλιότερες, αυτήν και τούτη εδώ. Για το τέλος,  δυο …
... ΑΣΚΗΣΕΙΣ

Γιατί μπορούμε να πούμε «ξέρω ότι αυτός πονάει» αλλά δεν μπορούμε να πούμε (=είναι ανόητο) «ξέρω ότι εγώ πονάω»;

Ένας άνθρωπος μόνος του μπορεί να κάνει εμπόριο; Δύο άνθρωποι; Μπορούν;