17
Herbert Marcuse, Λόγος και Επανάσταση (ο επαναστατικός εγελιανισμός έναντι του αντιδραστικού θετικισμού)
Στο παρακάτω απόσπασμα του Λόγος και Επανάσταση, ο Χ.Μαρκούζε αντιστρέφει τους πόλους του στερεοτυπικού αφηγήματος, που θέλει τη φιλοσοφία του Χέγκελ να είναι σε κάθε ιστορικό χρόνο συντηρητική, έως αντιδραστική και ανοιχτά φιλοκαθεστωτική, και μια θετικιστική στάση απέναντι στα πράγματα να είναι κριτική απέναντι στο (φιλοσοφικό) ''Λόγο'' και τη μεταφυσική, άρα επαναστατική. Όσα περιγράφει ο Μαρκούζε για την επίθεση του Στάλ στον Χέγκελ, δείχνουν πως το εγελιανό σύστημα στοχοποιήθηκε από τους κυβερνητικούς κύκλους ως επικίνδυνη για τους κρατούντες, επαναστατική φιλοσοφία, ενώ μια θετικιστική προσέγγιση της κοινωνικής πραγματικότητας, που θεωρεί το ιστορικά δοσμένο ανώτερο κριτή της αλήθειας της, επιστρατεύτηκε ως αντεπαναστατική απάντηση στον Χέγκελ και συντηρητική εξύμνηση της κατεστημένης εξουσίας.
Η αναφορά αυτή του Μαρκούζε είναι ιδιαίτερα σημαντική και σήμερα, αφού ο θετικισμός κυριαρχεί αποτελώντας τη πιο επιθετική άμεση ή έμμεση κριτική σε μια διαλεκτική, λογικοιστορική κατανόηση της πραγματικότητας.
σελ 341 και επ., εκδόσεις Ύψιλον, 1999
''Όταν ανέβηκε η κυβέρνηση του Φρειδερίκου Γουλιέλμου του Δ', όλες οι φιλοδοξίες για φιλελεύθερη μεταρρύθμιση του Κράτους έσβησαν [5]. Η απολυταρχία θριάμβευσε, συνοδευόμενη από μια ολοκληρωτική μεταμόρφωση της κουλτούρας. ''Η Πρωσία των μεταρρυθμίσεων του Φον Στάιν, των απελευθερωτικών πολέμων και των αγώνων που έκαναν ο Χούμπολτ και ο Χάρντενμπεργκ για το σύνταγμα, έγινε η Πρωσία της ρομαντικής μοναρχίας, του θειστικού ανορθολογισμού και της Χριστιανικής Ιδέας του Κράτους. Το πανεπιστήμιο του Βερολίνου έπαψε να είναι το πανεπιστήμιο του Χέγκελ και των Εγελιανών και έγινε το πανεπιστήμιο των φιλοσόφων της Αποκάλυψης, Σέλλινγκ και Stahl'' [6].
Το εγελιανό σύστημα, που θεωρούσε το κράτος και την κοινωνία ως ''αρνητική ολότητα'' και τα είχε εξαρτήσει και τα δύο από την ιστορική πορεία του λόγου, δεν μπορούσε πλέον να αποτελεί την επίσημη φιλοσοφία. Τίποτα δεν ήταν πιο ύποπτο από το λόγο και την ελευθερία για την καινούργια κυβέρνηση που ακολουθούσε τώρα τη γραμμή του Τσάρου και του Μέττερνιχ [7]. Χρειαζόταν μια θετική αρχή δικαίωσης που θα προστάτευε το κράτος από τις επαναστατικές δυνάμεις και θα το προφύλαγε, καλύτερα απ'όσο ο Χέγκελ, από την κοινωνική εξέγερση.
[...] Εφ'όσον ο γερμανικός ορθολογισμός είχε βρει την πιο αντιπροσωπευτική έκφρασή του στον Χέγκελ, ο Σταλ συγκέντρωσε εναντίον του όλες τις επιθέσεις του. Διατύπωσε την επίσημη απάντηση των κυβερνητικών κύκλων της Γερμανίας στην εγελιανή φιλοσοφία. Αυτοί οι κύκλοι είχαν δει τον αληθινό χαρακτήρα της φιλοσοφίας του Χέγκελ πολύ πιο διεισδυτικά από τους ακαδημαικούς εκείνους ερμηνευτές που τη θεωρούσαν μια άνευ όρων δοξολόγηση της ύπαρχουσας τάξης πραγμάτων. Η διδασκαλία του Χέγκελ αποτελεί μια ''εχθρική δύναμη'' ουσιαστικά ''καταλυτική'' [14]. Η διαλεκτική του καταργεί τη δεδομένη πραγματικότητα και η θεωρία του ''καλύπτει εξ αρχής τον ίδιο χώρο με την επανάσταση'' [15]. Η πολιτική του φιλοσοφία, μην μπορώντας να καταδείξει την ''οργανική ενότητα'' ανάμεσα στα υποκείμενα και τη ''μοναδική υπέρτατη προσωπικότητα [Θεό-βασιλέα-εξουσία]'', υποσκάπτει τα θεμέλια του υπάρχοντος κοινωνικού και πολιτικού συστήματος.
[...] Ο Στάλ καταγγέλλει τον Χέγκελ μαζί με τους κορυφαίους εκπροσώπους του ευρωπαικού ορθολογισμού από την εποχή του Ντεκάρτ-ένας συσχετισμός που επανέρχεται στις ιδεολογικές επιθέσεις του εθνικοσοσιαλισμού [17]. Ο ορθολογισμός ερμηνεύει το κράτος και την κοινωνία πάνω στο πρότυπο του λόγου και, κάνοντας κάτι τέτοιο, θέτει τα κριτήρια που τον οδηγούν αναπότρεπτα να αντιταχθεί σε ''κάθε δεδομένη αλήθεια και σε κάθε δεδομένη αυθεντία''. Περιέχει, λέει ο Στάλ, την αρχή της ''ψευδούς ελευθερίας'' και ''συνεπάγεται όλες εκείνες τις ιδέες που βρίσκουν την τελική τους ολοκλήρωση στην επανάσταση'' [18]. Ο λόγος δεν ικανοποιείται ποτέ με την αλήθεια που είναι ''δεδομένη''. ''Αποποιείται με περιφρόνηση την τροφή που του προσφέρουν'' [19]
Ο Στάλ έβλεπε σαν την πιο επικίνδυνη έκφραση του ορθολογισμού τη θεωρία του Φυσικού Δικαίου. Συνόψιζε τη θεωρία αυτή ως ''το δόγμα που αντλεί το δίκαιο και το κράτος από τη φύση ή από τη λογική του [ατομικού] ανθρώπου'' [20]. Ο Στάλ αντιπαρέτασσε σ'αυτό το δόγμα τη θέση ότι η φύση και η λογική του ατόμου δεν μπορούσαν να εξυπηρετήσουν ως πρότυπο κοινωνικής οργάνωσης, γιατί στο όνομα ακριβώς της λογικής του ατόμου είχε προωθηθεί πάντοτε το ριζοσπαστικό αίτημα της επανάστασης. Δεν θα μπορούσε το φυσικό δίκαιο να συμπέσει με το δεδομένο θετικό δίκαιο όπως ακριβώς δεν θα μπορούσε το έλλογο κράτος του Χέγκελ να συμπέσει με τη δεδομένη μορφή του κράτους. Ο Στάλ εισέπραττε την ιδέα του φυσικού νόμου στην κριτική της σημασία. Θεωρούσε ότι η ιδέα του φυσικού δικαίου περιβάλλει το άτομο με περισσότερα και ανώτερα δικαιώματα από εκείνα που τους δίνει το θετικό δίκαιο. Γι'αυτό στη θέση του φυσικού δικαίου αντιπαρέτασσε την άποψη ότι ''δίκαιο και θετικό δίκαιο είναι ισοδύναμες [gleichbedeutende] έννοιες'', και στην ''αρνητική'' διαλεκτική του Χέγκελ αντέτασσε μια ''θετική φιλοσοφία'' του απολυταρχισμού.
Έχουμε σκιαγραφήσει το διασυρμό του λόγου στη θετική φιλοσοφία και έχουμε πει ότι η μέθοδος της φιλοσοφίας αυτής σημαίνει πλήρη αποδοχή των υφιστάμενων δυνάμεων. Το έργο του Στάλ επαληθεύει αυτόν τον ισχυρισμό. Είναι ένας συνειδητός θετικιστής [21] που κινείται από την επιθυμία ''να διασώσει την αξία του θετικού, το συγκεκριμένο, το ατομικό, την αξία των γεγονότων'' [22]. Μέμφεται τη φιλοσοφία του Χέγκελ για την υποτιθέμενη ανικανότητά της να εξηγήσει τα επιμέρους γεγονότα που συνθέτουν την τάξη της πραγματικότητας [23]. Απασχολημένος πάντα με το καθολικό, ο Χέγκελ δεν κατεβαίνει ποτέ προς τα ατομικά περιεχόμενα του δεδομένου, που αποτελούν τα αληθινά του περιεχόμενα.
[5] Friedrich Schnabel, Deutsche Geschichte in neunzehnten Jahrhundert, τομ. 2, Φράιμπουργκ 1993, σελ. 31.
[6] Erich Kaufmann, Studien zur Staatslehre des monarchischen Prinzips, Λειψία 1906, σελ 54.
[14] Stahl, Philosophie des Rechts, τομ. 1, σσ XIV και 455.
[15] Αυτ. σελ 473.
[17] Βλ. ιδιαίτερα H. Heyze, Idee und Existenz, Αμβούργο 1935, και Ε. Bohm, Anti-Cartesianismus, Λειψία 1938.
[18] Die gegenwärtigen Parteien in Staat und Kirche, σελ 11.
[19] Philosophie des Rechts, τομ. 1, σελ 263.
[20] Αυτ, σελ 252.
[21] Πρβλ. Karl Mannheim, ''Das konservative Denken'', Archiv für Sozialwissenschaft und Sozialpolitik, τόμ, LVII, 1927, σσ 84 κ.ε, και ακόμη Ε. Kaufmann, ό.π, σσ 58 κ.ε.
[22] Philosophie des Rechts, τομ. 2, σελ 38.
[23] Αυτ, σελ 37.
Hiç yorum yok:
Yorum Gönder