δικαιωματα etiketine sahip kayıtlar gösteriliyor. Tüm kayıtları göster
δικαιωματα etiketine sahip kayıtlar gösteriliyor. Tüm kayıtları göster

5 Şubat 2015 Perşembe

Η ελευθερία της έκφρασης στο διαδίκτυο..(Αποσπασμα απο αρθρο του Π Μαντζούφα)

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
'' Η ελευθερία της έκφρασης στο διαδίκτυοΗ ελευθερία της έκφρασης και διάδοσης των στοχασμών αποτελεί συστατικό στοιχείο της προσωπικότητας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 14 παρ. 1 του Σ και στο άρθρο 10 παρ. 1 ΕΣΔΑ.
Το 14 Σ μολονότι αναφέρεται στην γραπτή και δια του τύπου έκφραση κατοχυρώνει οπωσδήποτε και την έκφραση γνώμης μέσω του διαδικτύου.
Στην έκφραση περιλαμβάνονται ιδέες, γεγονότα, μηνύματα ειδήσεις και γενικότερα κάθε άποψη με την οποία το πρόσωπο εκφράζει τα συναισθήματα και τις ιδέες του. Επομένως κάθε είδους μήνυμα που μεταδίδεται στο διαδίκτυο προστατεύεται ως ελευθερία της έκφρασης. Αυτό σημαίνει ότι ο καθένας μπορεί να διαμορφώνει ελεύθερα την γνώμη του με λόγο και με εικόνα και να την διαδίδει στο χρόνο και το χώρο επιλογής του στο διαδίκτυο, χωρίς δυσμενείς γι’ αυτόν συνέπειες. Επομένως ούτε ο παροχέας πρόσβασης, ούτε το κράτος, μπορούν καταρχήν να θέσουν όρους τόσο ως προς τις εξωτερικές συνθήκες, όσο και ως προς το περιεχόμενο της επικοινωνίαςΒέβαια το δικαίωμα αυτό δεν περιλαμβάνει την δωρεάν πρόσβαση στο διαδίκτυο μολονότι το κράτος και με συνταγματική επιταγή(5 Α παρ. 2 Σ) έχει υποχρέωση να διευκολύνει με υλικά μέσα την πρόσβαση και να την καταστήσει τεχνολογικά και οικονομικά προσιτή σε όλους(πρωτίστως στο εκπαιδευτικό σύστημα)
Η ελευθερία της έκφρασης περιλαμβάνει την ελευθερία του πληροφορείν και του πληροφορείσθαι, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι κάθε πληροφορία μπορεί να είναι προσιτή σε όλους, ιδίως όταν αφορά στην ιδιωτική ζωή και τα προσωπικά δεδομένα των πολιτών, στα επαγγελματικά, φορολογικά, ιατρικά, και δικηγορικά απόρρητα καθώς και σε πεδία της κρατικής δραστηριότητας που συνδέονται με την δημόσια τάξη και ασφάλεια (π.χ εθνική άμυνα).''
βλ επίσης σχετικα :
αποσπασμα απο το παραπάνω:''Το να υποχρεώσεις όμως όσους συμμετέχουν στην Κοινωνία της Πληροφορίας, προκειμένου να διαδώσουν, να αντλήσουν και να ανταλλάξουν πληροφορίες σε δημόσια προσβάσιμο χώρο, να το κάνουν αποκλειστικά και μόνο επωνύμως, θεωρώ ότι συνιστά έναν υπέρμετρο περιορισμό, ο οποίος δεν μπορεί να θεωρηθεί συμβατός με την ελευθερία της έκφρασης, αλλά και το δικαίωμα του πληροφοριακού αυτοκαθορισμού.

Αν εγώ θέλω να αυτοαποκαλούμαι e-lawyer ή Ρίτα Χέηγουορθ στο διαδίκτυο, κανείς δεν μπορεί να μου επιβάλλει να υπογράφω με το όνομα που γράφει το δελτίο της αστυνομικής μου ταυτότητας, γιατί διαφορετικά μου περιορίζει υπέρμετρα την ελευθερία της έκφρασης, η οποία μου επιτρέπει λ.χ. να ντύνομαι όπως θέλω και να βγαίνω στα κανάλια με ψευδώνυμο, όπως άλλωστε ήδη κάνουν εδώ και χρόνια πολλοί γνωστοί άνθρωποι του θεάματος και των μέσων ενημέρωσης. Τα κείμενα που γράφουμε στα blogs δεν είναι δηλώσεις που απευθύνονται σε δημόσιες αρχές, όπως λ.χ. οι καταγγελίες που πρέπει να είναι ενυπόγραφες και να έχουν ακριβή στοιχεία!
Όπως το απόρρητο των τηλεπικοινωνιών επιτρέπει στους συνδρομητές τηλεφώνου να ζητούν απόκρυψη του αριθμού τους και να μην μπαίνει το όνομά τους στους τηλεφωνικούς καταλόγους που διατίθενται δημόσια στο κοινό (και μάλιστα βάσει της ευρωπαϊκής νομοθεσίας - Οδηγία 2002/58), έτσι δεν μπορεί κανείς να με υποχρεώσει να βάλω το ονοματεπώνυμό μου στο ιστολόγιό μου.''

22 Ocak 2015 Perşembe

Βιβλιοπαρουσίαση: ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΜΑΝΤΖΟΥΦΑ:ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΣΥΝΤΑΓΜΑ, οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στη λειτουργία των θεσμών του ελληνικού κράτους και ειδικότερα του Συντάγματος, εκδόσεις Σάκκουλα, σελ.418 Πέτρος Θεοδωρίδης -Δημοσιεύτηκε στο νέο τεύχος του περιοδικού ΕΝΕΚΕΝ




ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΣΥΝΤΑΓΜΑ
Βιβλιοπαρουσίαση:  ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΜΑΝΤΖΟΥΦΑ:ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΣΥΝΤΑΓΜΑ, οι επιπτώσεις  της οικονομικής κρίσης στη λειτουργία των  θεσμών του ελληνικού κράτους  και ειδικότερα του Συντάγματος, εκδόσεις  Σάκκουλα, σελ.418
                                                         Πέτρος Θεοδωρίδης
  

Στο  βιβλίο αυτό  του επίκουρου καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου  στο Α.Π.Θ, Παναγιώτη Μαντζούφα, αναλύονται οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στην λειτουργία του Συντάγματος. Στο πρώτο μέρος, παρουσιάζονται κυρίως οι θεσμικές παρεμβάσεις  που πραγματοποίησαν τα όργανα της ΕΕ. Το δεύτερο μέρος είναι αφιερωμένο στο τρόπο με τον οποίο η ελληνική δικαιοσύνη και ειδικότερα το ΣτΕ αντιμετώπισε τις αμφισβητήσεις των βασικών ρυθμίσεων που περιείχαν οι σημαντικότεροι εφαρμοστικοί νόμοι των μνημονίων στο πεδίο των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Ειδικότερατο ενδιαφέρον επικεντρώθηκε α)στους νόμους που εκδόθηκαν από το 2010 μέχρι σήμερα και που αφορούν σε μισθολογικές και ασφαλιστικές περικοπές και αλλαγές και β)σε δικαστικές αποφάσεις, που εντάσσονται στο κλίμα της οικονομικής κρίσης και που  δικαιολογούν τη λήψη μέτρων που περιορίζουν δικαιώματα.
Στο τρίτο μέρος της μονογραφίας η συζήτηση μεταφέρεται στο πεδίο της λεγόμενης «απελευθέρωσης των επαγγελμάτων».
Σύμφωνα με τον Μαντζούφα, η προσχηματική επίκληση του Συντάγματος, πολύ συχνά, υποκρύπτει ένδεια εναλλακτικών προτάσεων, που θα αντικαθιστούσαν τα επώδυνα μέτρα με ισοδύναμα του αυτού αποτελέσματος, ενώ δημιουργείται η εσφαλμένη εντύπωση ότι, μέσω του Συντάγματος και όχι της πολιτικής πρωτοβουλίας, μπορεί να δοθεί βιώσιμη λύση στο οικονομικό και πολιτικό αδιέξοδο. Ο Μαντζούφας μας θυμίζει πως  ένα Σύνταγμα δεν μπορεί να αντιμετωπίσει μια οικονομική κρίση: τα μνημονιακά μέτρα βρίσκονταν εκτός του αξιακού πλαισίου του Συντάγματος  και είναι λάθος να φορτίζεται  το Σύνταγμα με προσδοκίες και ελπίδες, που δεν θα μπορούσε να εκπληρώσει.
  Ο συγγραφέας μας θυμίζει  επίσης ότι η απώλεια της νομισματικής και δημοσιονομικής αυτονομίας της χώρας είναι αποτέλεσμα της ένταξης στην ΟΝΕ,(η οποία πραγματοποιήθηκε επί τη βάσει των συνταγματικών ρυθμίσεων (άρθρα 28 παρ. 2 και 3 Σ) )και δεν προέκυψε με την επιβολή των μνημονίων και  των δανειακών συμβάσεων. Η δημοσιονομική εκτροπή της χώρας και η ένταξή της προέκυψε από την  ανάγκη να αποτραπεί τόσο η πτώχευσή της, όσο και η κατάρρευση της ευρωζώνης. Αυτές οι εξελίξεις δύσκολα θα μπορούσαν να προβλεφθούν ή/και να αφομοιωθούν από ένα Σύνταγμα, που έρχεται αντιμέτωπο, αφενός, με τους ανεπαρκείς θεσμούς της ΕΕ και την πολιτική αβελτηρία των ηγετών της και, αφετέρου, με τις εξαρτήσεις που δημιουργεί η παγκοσμιοποιημένη κυριαρχία των αγορών.
Σύμφωνα με τις ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις  του Μαντζούφα,το εθνικό και το διεθνές επίπεδο αλληλεπιδρούν και αλληλοεξαρτώνται διαρκώς ανοίγοντας συνεχώς ρωγμές σε ένα Σύνταγμα, που οικοδομήθηκε πάνω στο ιστορικό έδαφος των εθνών κρατών (συνταγματισμός) και που αντιλαμβανόταν τη διεθνή παρουσία ως απλή συμμετοχή της χώρας σε διεθνείς οργανισμούς, και όχι ως ένα πεδίο, όπου διακυβεύεται αδιαλείπτως η εθνική της κυριαρχία. Από την άλλη, οι πολίτες αναμένουν από το Σύνταγμα να επιτελέσει τον συμβολικό και εγγυητικό του ρόλο, να διασφαλίσει τα δικαιώματά τους μέσω των δικαιοδοτικών μηχανισμών και, εν τέλει να αισθανθούν ασφαλείς.Το Σύνταγμα μοιάζει με το έσχατο καταφύγιο και η αποτυχία του στον συγκεκριμένο ρόλο προκαλεί καθολική απώλεια πίστης στους συνταγματικούς θεσμούς. Από την πλευρά τους, οι πολιτικές δυνάμεις προσδοκούν από το Σύνταγμα να τις διευκολύνει στην πολιτική τους δράση και να είναι αποτελεσματικό. Το πολιτικό σύστημα προσβλέπει στο Σύνταγμα, για να αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση και  για να στείλει το μήνυμα στη διεθνή κοινότητα ότι υπάρχουν όρια, που, αν κανείς τα υπερβεί, διαρρηγνύεται η κοινωνική συνοχή και ανατρέπεται η συνταγματική τάξη. Όλα αυτά τα ενδεχόμενα δοκιμάστηκαν και δοκιμάζονται τα χρόνια της οικονομικής κρίσης πάνω σε ένα εκκρεμές, που κινούνταν ανάμεσα σε διαπιστώσεις, όπως το: «Σύνταγμα δεν είναι τίποτα» μέχρι το «Σύνταγμα είναι τα πάντα», δηλαδή ανάμεσα σε έναν εργαλειακό λόγο μνημονιακής προέλευσης, που αντιμετωπίζει τις συνταγματικές ενστάσεις για παραβίαση δικαιωμάτων ως δευτερεύοντα ζητήματα, και μιας αντιμνημονιακής ρητορικής, που απαξιώνει κάθε μέτρο ως εκ προοιμίου αντισυνταγματικό, καθιστώντας ανέφικτη οποιαδήποτε προοπτική εύρεσης κοινού τόπου.
Ο  Μαντζούφας  θεωρεί ότι   τόσο η ΕΕ όσο και η Ευρωζώνη δεν ήταν κατάλληλα προετοιμασμένες να αντιμετωπίσουν την κρίση, καθώς δεν έχει υπάρξει ιστορικό προηγούμενο επιτυχημένης νομισματικής ένωσης χωρίς προηγούμενη πολιτική ένωση. Επιπλέον δεν λειτούργησαν και οι, προϋφιστάμενοι της κρίσης, μηχανισμοί πολυμερούς εποπτείας. Κατά τον συγγραφέα απαιτείται μια ριζική τομή στο οικοδόμημα της νομισματικής ένωσης, με την πρόβλεψη ενός είδους ευρωομολόγου, που θα επιμερίζει και θα εγγυάται, υπό προϋποθέσεις, τα χρέη στο σύνολο των κρατών μελών, με ένα μηχανισμό εξισορρόπησης των διαφορών στην ανταγωνιστικότητα μεταξύ των κρατών μελών, με τη μεταβίβαση πόρων από το Βορρά προς το Νότο και με τις αντίστοιχες προσαρμογές των τραπεζικών συστημάτων.

Ο  συγγραφέας παρατηρεί ότι   περάσαμε σε μια εποχή αποσυνταγματοποίησης, όπου οι θεσμικές αδυναμίες σηματοδοτούν μια παρακμή της Ευρώπης, η οποία αναζητεί την ταυτότητά της, ανάμεσα σε οίκους αξιολόγησης και σε τεχνοκρατικές υποδείξεις του ΔΝΤ. Παραλληλα συντελείται και μια ουσιώδης μεταβολή της έννοιας του δημοσίου συμφέροντος, το οποίο δεν γίνεται αντιληπτό πλέον ως  εθνικό συμφέρον ενός κράτους, αλλά ως δημόσιο συμφέρον, που πρέπει να συνεκτιμά και τα κοινά συμφέροντα των κρατών μελών της ευρωζώνης, Έτσι τα μνημόνια αποτελούν ένα νέο πεδίο, στο οποίο μετατοπίστηκε το πολιτικό σύστημα, το οποίο καλείται να συναποφασίζει για το μεγαλύτερο μέρος των εσωτερικών πολιτικών της χώρας, υπό τα δεσμευτικά όρια που θέτει το άτυπο διεθνές «όργανο» της τρόικα και η εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση.

Όπως παρατηρεί ο Μαντζούφας, η σημερινή κρίση δεν προέκυψε, επειδή οι συνταγματικοί θεσμοί παραβιάστηκαν και το πνεύμα της μεταπολίτευσης για εκδημοκρατισμό και ευρωπαϊκή πορεία νοθεύτηκε, αλλά, αντίστροφα, επειδή η σχετικά απρόσκοπτη και ομαλή λειτουργία των θεσμών του πολιτεύματος ανέδειξε τη βαθιά αδυναμία του πολιτικού προσωπικού να αναλάβει την ευθύνη για ένα πραγματικό εκσυγχρονισμό της κοινωνίας. Αποτέλεσμα είναι το κομματικό και πολιτικό σύστημα να απονομιμοποιηθούν, η αναξιοπιστία της πολιτικής εξουσίας να ενταθεί και η κρίση εμπιστοσύνης να αγγίξει τον βασικό αντιπροσωπευτικό θεσμό, τη Βουλή. Έτσι η πολιτική και οικονομική κρίση, μολονότι δεν ανέτρεψε τις βάσεις του συνταγματικού πολιτεύματος, απαξίωσε το πολιτικό και κομματικό σύστημα. Συνεπώς ούτε μια εκτεταμένη αναθεώρηση του Συντάγματος ούτε μια πανηγυρική «ανάκτηση» της εθνικής μας κυριαρχίας, με κατάργηση όλων των μέτρων των μνημονίων, θα φέρει την ποθούμενη αλλαγή. Όπως καταλήγει ο συγγραφέας ,στο μέτρο που η οικονομική κρίση ξεπερνάει τις εθνικές δυνατότητες αντιμετώπισης, η προσφυγή στο Σύνταγμα σαν σωτήρια λέμβο αποδεικνύεται ανεπαρκής και παραπλανητική:το Σύνταγμα θα ανακτήσει τα νομιμοποιητικά και εγγυητικά του χαρακτηριστικά και το κύρος τους, εφόσον εγκαθιδρυθεί μια νέα σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ πολιτών και κυβερνώντων και εφόσον οι πολιτικοί ανακτήσουν με τη σειρά τους τη χαμένη τους αξιοπιστία.



8 Aralık 2014 Pazartesi

ενα εξαιρετικά ενδιαφέρον επιστημονικο άρθρο: Λίγες νομικές σκέψεις με αφορμή την υπόθεση του Νίκου Ρωμανού/αναδημοσίεσυη απο το TVXS

Λίγες νομικές σκέψεις με αφορμή την υπόθεση του Νίκου Ρωμανού

09:32 | 08 Δεκ. 2014
Χ. Λαμπάκης & Χ. Σάρλης
Για την υπόθεση του Νίκου Ρωμανού δεν είναι απολύτως ξεκάθαρη η ενημέρωση ως προς ορισμένα στοιχεία που θα επέτρεπαν να διαμορφωθεί πλήρως η εικόνα της νομικής διάστασής της. Παρόλα αυτά, μέσω της μεγάλης σχετικής ειδησεογραφίας των ημερών αυτών δημοσιοποιήθηκαν ορισμένες πτυχές των λόγων στους οποίους στηρίχτηκε τόσο η απόρριψη του αιτήματός του για εκπαιδευτική άδεια όσο και γενικά η περαιτέρω αντιμετώπισή του μέχρι να φτάσουμε στη σημερινή κατάσταση. Έτσι, θεωρούμε ότι με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία μπορούμε να διατυπώσουμε τις παρακάτω νομικές σκέψεις:
Α. Κατ’ αρχάς, καταγράφεται από τα ΜΜΕ ότι η αίτησή του για εκπαιδευτική άδεια απορρίφθηκε επειδή είναι προσωρινά κρατούμενος (υπόδικος). Το γεγονός αυτό πράγματι έχει καίριο νομικό ενδιαφέρον. Τις εκπαιδευτικές άδειες χορηγεί το Συμβούλιο του άρθρου 70 παρ. 1 Ν. 2776/1999 - ΣωφρΚ (Πειθαρχικό Συμβούλιο στο οποίο συμμετέχει και δικαστικός λειτουργός) σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 58 παρ. 1 εδ. α και β ΣωφρΚ. Στην περίπτωση όμως που πρόκειται για προσωρινά κρατούμενο ενεργοποιείται με ρητή διάταξη του άρθρου 58 παρ. 1. εδ. γ΄ ΣωφρΚ, η ανάγκη ενός πρόσθετου αναγκαίου όρου: «Για μεν τους υποδίκους απαιτείται και η σύμφωνη γνώμη του δικαστικού οργάνου που διέταξε την προσωρινή κράτηση (…)». Λοιπόν, αυτό το δικαστικό όργανο –εν προκειμένω ο ανακριτής- διαφώνησε για τη χορήγηση της άδειας. Ήταν όμως αναγκαία στην προκειμένη περίπτωση η αναζήτηση αυτής της πρόσθετης προϋπόθεσης;
Ακόμη και αν ξεπεράσουμε το παράδοξο να απαιτείται ένας επιπλέον όρος για τη χορήγηση άδειας σε υπόδικο από ότι σε κρατούμενο που ήδη εκτίει ποινή, κι αυτό γιατί ως προς τον πρώτο δεν έχει ακόμη καμφθεί το τεκμήριο της αθωότητας (άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγματος και άρθρο 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ), ενώ για τον δεύτερο αυτό έχει πληγεί σε ορισμένο βαθμό, σε κάθε περίπτωση είναι γνωστό ότι ο Ρωμανός έχει πρόσφατα καταδικαστεί για την υπόθεση ληστείας στο Βελβεντό με την υπ’ αριθμ. 3390/2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών. Θυμίζουμε ότι στη γνωστή αυτή υπόθεση μεγαλύτερη αίσθηση είχε προκαλέσει η κακοποίηση των δραστών από αστυνομικούς που ήταν τόσο έντονη ώστε χρειάστηκε να γίνει χρήση του φώτοσοπ για να κρυφτούν τα τραύματά τους στις σχετικές φωτογραφίες τους. Στη δίκη για την υπόθεση του Βελβεντού ο έμπειρος εισαγγελέας εφετών κ. Γρ. Πεπόνης ανέφερε μεταξύ άλλων στη σχετική πρότασή του: «Πρώτη φορά βλέπω ληστεία που να αφήνουν τους ομήρους ελεύθερους, κατά δε την καταδίωξη, ενώ είχαν το επάνω χέρι διαθέτοντας βαρύ οπλισμό, ούτε πυροβόλησαν τους αστυνομικούς που τους καταδίωκαν ούτε χρησιμοποίησαν τον όμηρο σαν ασπίδα για να διαφύγουν...» και πως «από κανένα στοιχείο δεν μου προκύπτει ότι αποδεικνύεται η κατηγορία για συγκρότηση και ένταξη σε τρομοκρατική ομάδα»
Έτσι ο Ρωμανός εκτός από υπόδικος (για άλλες κατηγορίες) είναι πρωτίστως κατάδικος για την παραπάνω υπόθεση. Φαίνεται λοιπόν να συντρέχουν παράλληλα δυό λόγοι για να κρατηθεί, δηλαδή τόσο η έκτιση της ποινής κάθειρξης των 15 ετών και 11 μηνών που του επιβλήθηκε, όσο και η προσωρινή κράτησή του για άλλες πράξεις. Σε αυτήν την περίπτωση, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Αρείου Πάγου, ισχύει ότι η έκτιση της ποινής προηγείται έναντι της προσωρινής κράτησης. Ενδεικτικά στην ΑΠ 1262/2008 διαλαμβάνεται: «Να σημειωθεί ότι είναι πάγια η νομολογία των δικαστηρίων ως προς το ότι η έκτιση της ποινής προηγείται στην εκτέλεση της υποδικίας»∙ αλλά και η πιο πρόσφατη ΑΠ 150/2012 αναφέρει επί λέξει «όταν ο χρόνος της προσωρινής κράτησης κάποιου κατηγορουμένου συμπίπτει με το χρόνο εκτίσεως ποινής από αυτόν για άλλο έγκλημα, τότε ο χρόνος της προσωρινής κρατήσεως διακόπτεται μέχρι την ολοσχερή έκτιση της ποινής».
Επομένως, ακόμη και αν αυτή τη στιγμή είναι και υπόδικος για άλλες πράξεις, προηγείται πάντως η έκτιση της ποινής που του επιβλήθηκε για τις πράξεις της υπόθεσης στο Βελβεντό και επομένως ο πρόσθετος κατά το νόμο αναγκαίος όρος της έκφρασης σύμφωνης γνώμης από τον ανακριτή φαίνεται ότι δεν έπρεπε να απαιτείται εν προκειμένω. Ως εκ τούτου η κρίση για τη χορήγηση της εκπαιδευτικής άδειας θα έπρεπε χωρίς πρόβλημα να προχωρήσει στην εξέταση των σχετικών τυπικών και ουσιαστικών προϋποθέσεων, που θα δούμε παρακάτω.
Β. Στην περίπτωση της άρνησης χορήγησης άδειας ο κρατούμενος έχει τη δυνατότητα να προσφύγει σε ένα αμιγώς δικαστικό όργανο που θα κρίνει σχετικά, σύμφωνα με το άρθρο 70 παρ. 2 ΣωφρΚ. Φέρεται, λοιπόν, εν δευτέροις, ότι το αρμόδιο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, στο οποίο ακριβώς προσέφυγε ο Ρωμανός μετά την άρνηση του ανακριτή και τη δέσμευση του Πειθαρχικού Συμβουλίου από αυτή, εξέφρασε την άποψη ότι επίσης δεσμεύεται από την άρνηση του ανακριτή και χωρίς να μπει στην ουσία της υπόθεσης απέρριψε την προσφυγή του.
Ακόμη όμως και αν υποθέταμε ότι ο Ν. Ρωμανός ήταν μόνο προσωρινά κρατούμενος (υπόδικος), χωρίς να εξέτιε ποινή, έχουμε την άποψη ότι η σύμφωνη γνώμη του ανακριτή και πάλι θα μπορούσε να απαιτηθεί μόνο στην «πρώτη φάση» της σχετικής διαδικασίας, όταν δηλαδή κρίνεται αν θα δοθεί η άδεια από το Πειθαρχικό Συμβούλιο, και όχι στη «δεύτερη φάση» που με την άσκηση προσφυγής ενώπιον του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, αυτό έχει την εξουσία πιά να αποφασίζει αποκλειστικά, ως δευτεροβάθμιο όργανο κρίσης (άρθρο 70 παρ. 2 ΣωφρΚ). Και τούτο, διότι θα συνιστούσε νομικό παράδοξο η κρίση του δευτεροβάθμιου οργάνου, που σημειωτέον είναι πολυμελές και ταυτόχρονα αμιγώς δικαστικό, να εξαρτάται και πάλι από τη σύμφωνη γνώμη ενός από τα όργανα που σε πρώτο βαθμό εξέφρασαν σχετικά την άποψή τους. Θα νοθευόταν με τον τρόπο αυτόν η ουσιαστική επανάκριση των υποθέσεων που θα έφταναν ενώπιόν του.
Επιπλέον, η απαίτηση αυτής της πρόσθετης προϋπόθεσης (συναίνεσης του ανακριτή) και στην ενώπιον του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών διαδικασία θα ακύρωνε ουσιαστικά τη δυνατότητα του κρατουμένου η επανάκριση της υπόθεσής του να γίνει από ένα ανεξάρτητο και αυτοτελές, ανώτερο όργανο στις περιπτώσεις ακριβώς που η έλλειψη της σύμφωνης γνώμης του οργάνου που διέταξε την προσωρινή του κράτηση ενεργοποιεί περισσότερο την ανάγκη για την άσκηση της συγκεκριμένης προσφυγής. Αντίθετα, θα φαινόταν να επιτρέπεται σε άλλες περιπτώσεις, όπως του κρατούμενου που θα εξέτιε ποινή και του προσωρινά κρατούμενου που, μολονότι θα είχε την εν λόγω σύμφωνη γνώμη του ανακριτή για τη χορήγηση της άδειας, το σχετικό αίτημά του εντέλει θα είχε απορριφθεί από το Πειθαρχικό Συμβούλιο. Ωστόσο ο εν λόγω αποκλεισμός αφενός δεν προβλέπεται στο νόμο και αφετέρου θα προσέβαλε την αρχή της ισότητας.
Επομένως, κατά την άποψή μας, ακόμη και αν ο αιτών τη χορήγηση της εκπαιδευτικής άδειας ήταν προσωρινά κρατούμενος, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών θα έπρεπε να προχωρήσει στην εξέταση για το αν υφίσταντο εν προκειμένω οι προβλεπόμενες ουσιαστικές και τυπικές προϋποθέσεις χωρίς η κρίση του να εξαρτάται από τη σύμφωνη γνώμη του ανακριτή.
Γ. Ποιες είναι, όμως, οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση εκπαιδευτικής άδειας; Τούτες ορίζονται στο άρθρο 58 ΣωφρΚ και διακρίνονται σε τυπικές και ουσιαστικές:
α) Οι τυπικές προϋποθέσεις είναι δύο: i. Να μην πρόκειται να χρησιμοποιηθούν για σπουδές σε εκπαιδευτικό ίδρυμα κατώτερης βαθμίδας από εκείνο στο οποίο έχει ήδη σπουδάσει ο κρατούμενος (παρ. 2 άρθρου 58 ΣωφρΚ) και ii. Στην περιοχή φοίτησης να λειτουργεί αντίστοιχο προς την κατηγορία στη οποία ανήκουν οι ενδιαφερόμενοι κατάστημα κράτησης (παρ. 1 εδ. α΄ άρθρου 58 ΣωφρΚ) – προϋποθέσεις που πληρούνται στην περίπτωση του Ν. Ρωμανού,
β) Ως προς τις ουσιαστικές προϋποθέσεις η παρ. 1 του άρθρου 58 παραπέμπει στο άρθρο 55 παρ. 1 περ. γ΄ «Η άδεια χορηγείται (…) με τις προϋποθέσεις (…) του άρθρου 55 παρ. 1 περ. γ΄ (…) του παρόντος». Με βάση λοιπόν την επιβεβλημένη γραμματική ερμηνεία, η μοναδική περίπτωση γ΄ που συναντάται στην παρ. 1 του άρθρου 55 ΣωφΚ είναι «η ωφέλεια, την οποία μπορεί να έχει για την προσωπικότητα του καταδίκου και τη μελλοντική του εξέλιξη η λήψη μέτρων για τη σταδιακή επάνοδό του σε καθεστώς πλήρους ελευθερίας». Συνεπώς τούτη είναι η μοναδική ουσιαστική προϋπόθεση για τη χορήγηση εκπαιδευτικών αδειών (έτσι ΒουλΣυμβΠλημΘεσ 1155/2010, ΠοινΔικ 2012, σελ. 30).
Πέραν όμως από τα παραπάνω ζητήματα που φαντάζουν μεν τεχνικά, πλην όμως αναδεικνύονται σε καίριας σημασίας στο μέτρο που φαίνεται ότι κωλύουν τη χορήγηση εκπαιδευτικής άδειας στο Ν. Ρωμανό, τις μέρες αυτές ήλθαν στο προσκήνιο εξίσου κρίσιμα ερωτήματα γενικότερου ενδιαφέροντος.
Κυρίως με το ερώτημα αν «είναι δυνατόν ένας «αρνητής του συστήματος» να ζητά να κάνει χρήση των νόμων του», γίνεται προσπάθεια να αμφισβητηθεί από κάποιους η ηθική νομιμοποίηση εκείνου που διεκδικεί την άσκηση ορισμένου δικαιώματός του, επειδή δεν αποδέχεται το σύνολο του δικαιϊκού συστήματος.
Όλη αυτή η προβληματική γύρω από το «ηθικό ζήτημα» σκοπεύει εξ αρχής να θέσει εν αμφιβόλω την ίδια την απόλαυση του δικαιώματος. Η αμφιβολία για την ηθική βάση της άσκησής του έχει παραπλήσια αποτελέσματα με την ευθεία αμφισβήτησή του ως νομικό θεσμό, παίρνοντας ακόμη και τη μορφή της απαίτησης να εξαρτάται από αυθαίρετους και άτυπους, σε σχέση με το γράμμα του νόμου, όρους –κάποιοι ζήτησαν έγγραφη δέσμευση ότι θα γίνει καλή χρήση της εκπαιδευτικής άδειας! Το σημείο αυτό δεν βρίσκεται πολύ μακριά από τη γενικευμένη αμφισβήτηση της σκοπιμότητας ύπαρξης των σχετικών δικαιωμάτων –ατραπός δυσχερής, κοινωνικά διχαστική και δικαιοπολιτικά επικίνδυνη. Εκείνο που κατ’ αρχάς ζητείται για κάθε νόμο, η αφηρημένη γενικότητα της εφαρμογής του, δεν ισχύει για το νόμο που ρυθμίζει το καθεστώς των εκπαιδευτικών αδειών; Η εξάρτηση του από πρόσθετους όρους ηθικής ή ιδεολογικής χροιάς θα καθιστούσε τη λειτουργία του περιπτωσιολογική ανάλογα με το ποιο είναι το πρόσωπο εκείνου που αποβλέπει στην ισχύ του και με το ποια είναι η ειδική σχέση του με την κρατική εξουσία.
Στο πλαίσιο ενός δημοκρατικού κράτους δικαίου, έχει άλλωστε από καιρό επισημανθεί (Μαργαρίτης Λ./ Παρασκευόπουλος Ν., Ποινολογία, 2005) αναφορικά με τις νομικές διατάξεις που συνάπτονται με την ποινή το εξής χαρακτηριστικό γνώρισμα: το κείμενο και η ερμηνεία τους, και τελικά το ίδιο το ποινικοδικαιϊκό σύστημα που συγκροτούν, λειτουργεί ταυτόχρονα με δυό τρόπους, αντεγκληματικά και εγγυητικά/φιλελεύθερα –δηλαδή τόσο αντιμετωπίζοντας το έγκλημα όσο και διαφυλάσσοντας παράλληλα θεμελιώδη δικαιώματα των κοινωνών. Η κάθε μία από αυτές τις λειτουργίες συνδέεται με διαφορετικές έννομες συνέπειες. Στην έκτιση της ποινής η αντιμετώπιση του εγκλήματος, οριοθετείται ως προς το σκοπό της αφού δεν πρέπει να ασκείται αυθαίρετα αλλά με μέτρο και υπό το πρίσμα της ειδικής πρόληψης ότι δεν θα τελεστούν νέα εγκλήματα από τον καταδικασθέντα.
Οριοθετείται όμως και «εξωτερικά» από την ύπαρξη ορισμένου χώρου που καταλαμβάνουν τα κατοχυρωμένα δικαιώματα του κρατούμενου και η διαμόρφωση της ποινής ως ένα ελαστικό μέγεθος, ώστε να μπορεί να ανταποκρίνεται σε μια ποικιλία ατομικών και ευρύτερων αναγκών και εξελίξεων που συνδέονται με την ευχερέστερη αποφυγή των αποδιοργανωτικών για τη ζωή του κρατούμενου συνεπειών που επιφέρει ο περιορισμός της ελευθερίας του. Το σημείο ισορροπίας στην οποία βρίσκονται αυτές οι δυό λειτουργίες μετακινείται είτε προς τη μια πλευρά είτε προς την άλλη ως αποτέλεσμα των κοινωνικών αγώνων και της εξέλιξης των ποινικών θεσμών, αφού οι κοινωνικοί δρώντες αποβλέπουν, ανάλογα με τα γενικά ή κατά περίπτωση συμφέροντά τους, είτε στη μία είτε στην άλλη λειτουργία. Δεν είναι λοιπόν παράδοξο το κύριο ενδιαφέρον του κατηγορούμενου, του κρατούμενου και εν γένει εκείνου που υφίσταται την κρατική εξουσία να είναι η στήριξή του σε εκείνα τα στοιχεία του νόμου που αποτελούν κοινωνικές κατακτήσεις οι οποίες συμβάλλουν στη διατήρηση ενός ελάχιστου χώρου ελευθερίας για αυτούς και εξασφαλίζουν ορισμένο όριο στην κρατική δράση αποτρέποντας κατά κάποιο τρόπο την ενδεχόμενη αυθαιρεσία της.
Η τελευταία παρατήρηση εξηγεί εν μέρει και τον πυρήνα των λόγων που η απεργία πείνας του Ν. Ρωμανού έχει κινητοποιήσει τόσες δράσεις αλληλεγγύης. Στις μέρες μας, με την έκρηξη της κατασταλτικής πολιτικής είναι ευκολότερο από ποτέ να ενταχθεί κάποιος στον κύκλο εκείνων που ορίζονται ως παραβατικοί (Ν. Παρασκευόπουλος, Οι πλειοψηφίες στο στόχαστρο, 2003) ή που θα αντιμετωπίσουν ποινικές κατηγορίες ή και, ενδεχομένως, θα αναγκαστούν να εκτίσουν ποινή ως κρατούμενοι. Γι’ αυτό άλλωστε, όπως είχε επισημανει παλαιότερα ο καθηγητής Ι. Μανωλεδάκης, το καθήκον διασφάλισης των δικαιωμάτων μοιάζει πιο έντονο από ποτέ. Η εικόνα συμπληρώνεται αν σκεφτεί κανείς ότι στην απέναντι πλευρά βρίσκεται μια κυβέρνηση που ασκεί μια απεχθή, ακραία πολιτική λιτότητας, φτώχειας και γενικευμένης επίθεσης σε διαχρονικά κατοχυρωμένα δικαιώματα πολλών, διαφορετικών δικαιϊκών πεδίων.
Η απεργία πείνας του Νίκου Ρωμανού έβγαλε στην επιφάνεια νομικά και κοινωνικά ζητήματα εκφρασμένα στη λειτουργία των θεσμών της δικαιοσύνης. Οι απόψεις που εκφράζονται εδώ στηρίζονται και σε μια οπτική κατίσχυσης και προτεραιότητας της επιείκειας η οποία είναι η μόνη που μπορεί από ό,τι φαίνεται να δώσει λύση και στα ζητήματα που έχουν δημιουργηθεί εν προκειμένω. Ας σημειωθεί όμως, τέλος, ότι ιστορικά η επιείκεια ασκείται κατά κανόνα από μιά εξουσία η οποία δεν νιώθει πολιτικά αδύναμη.
Χρήστος Λαμπάκης, δικηγόρος Θεσσαλονίκης
Γεώργιος Σάρλης, δικηγόρος Θεσσαλονίκης

21 Kasım 2014 Cuma

Φυλακές,Ασυλα ----Φουκώ ,Γκοφμαν


1. Φυλακές

Ο Μισέλ Φουκώ:



(Επιτηρηση και Τιμωρία) εξετάζει τις αλλαγές στα ποινικά συστήματα, τη «μικρο-φυσική της εξουσίας», τη μετάβαση από τη δημόσια εκτέλεση της κλασσικής εποχής στο ημερολόγιο της σύγχρονης φυλακής, από τη σωματική τιμωρία στην τιμωρία της ψυχής. Οι στρατηγικές της συμμόρφωσης στη φυλακή έγιναν το μοντέλο ολόκληρης της κοινωνικής οργάνωσης: κατηγοριοποίηση, ιεραρχία, κανόνες, πειθαρχία και κοινωνικός έλεγχος.


''ΕΠΙΤΗΡΗΣΗ ΚΑΙ ΤΙΜΩΡΙΑ. Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΦΥΛΑΚΗΣ



Σ' αυτό το μεγάλο έργο του, ο Μισέλ Φουκώ εξετάζει αρχικά τις συνθήκες κάτω από τις οποίες πραγματοποιήθηκε η μετάβαση από τους παλαιότερους τρόπους τιμωρίας, με θανάτωση ή σωματικές ποινές, με φυλακή. Σ' ένα άλλο επίπεδο γενικότερου πολιτικού προβληματισμού το έργο επιχειρεί ν' απαντήσει στο ερώτημα γύρω από τους λόγους για την τόσο ραγδαία εξάπλωση του θεσμού της φυλακής στη νεότερη ιστορία, έστω και αν από τα πρώτα χρόνια εφαρμογής του ο θεσμός είχε παρουσιάσει ενδογενείς αδυναμίες στην εκπλήρωση της "αναμορφωτικής" του αποστολής. Η ερμηνεία που δίνει ο Φουκώ στο φαινόμενο αυτό σχετίζεται με τις γενικότερες συνθήκες που επικράτησαν στις δυτικές κοινωνίες, ιδίως μετά τη Γαλλική Επανάσταση του 1789, και που οδήγησαν στη βαθμιαία μετάβαση από την τιμωρία στη επιτήρηση. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνταν ήδη παλαιότερα στα μοναστήρια, στο στρατό και στα εργαστήρια για την επίτευξη της πειθαρχίας, γνωρίζουν κατά την περίοδο αυτή μια ευρύτατη διάδ οση ..''



ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΟΛΗΣ
ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΜΙΣΕΛ ΦΟΥΚΩ*
του Νέστορα Ε. Κουράκη



αποσπασμα
''Ο Μισέλ Φουκώ πέθανε πρόωρα και απροσδόκητα τον Ιούνιο του 1984, σε ηλικία μόλις 55 ετών, και ενώ βρισκόταν για μια ακόμη φορά στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος: Είχαν μόλις κυκλοφορήσει ο δεύτερος και ο τρίτος τόμος τού μνημειώδους έργου του Ιστορία της σεξουαλικότητας. Πτυχιούχος της φιλοσοφίας (1948) και της ψυχολογίας (1950) από την École Normale Supérieure, με δίπλωμα ψυχοπαθολογίας (1952) και με διδακτορική διατριβή γύρω από την «Ιστορία της τρέλας κατά την κλασική εποχή» (1961), ο Φουκώ επεξέτεινε σταδιακά τα ενδιαφέροντα του σ’ ολόκληρο το χώρο των λεγόμενων «ανθρωπιστικών επιστημών» (ιστορία, ψυχολογία, κοινωνιολογία, γλωσσολογία, παιδαγωγική, ιατρική, ψυχιατρική, εγκληματολογία, ανάλυση των λογοτεχνιών και των μυθολογιών, κ.ά.)1 και ιδίως στον τομέα της «Ιστορίας των συστημάτων της σκέψης», που αποτέλεσε από το 1970 και το αντικείμενο διδασκαλίας του στο έγκυρο Collège de France. Έργα του όπως η Γέννηση της κλινικής (1963), Οι λέξεις και τα πράγματα. Μια αρχαιολογία των επιστημών του ανθρώπου (1966), Η αρχαιολογία της γνώσης (1969), Η τάξη του λόγου (1971), η Επιτήρηση και τιμωρία. Γέννηση της φυλακής (1975), και η Ιστορία της σεξουαλικότητας (τ. 1: Η δίψα της γνώσης, 1976· τ. 2: Η χρήση των απολαύσεων, 1984· τ. 3: Η επιμέλεια του εαυτού, 1984), τα περισσότερα από τα οποία έχουν ήδη μεταφρασθεί και στη χώρα μας ''


βλ και

H γέννηση της φυλακής στον Michel Foucault


H γέννηση της φυλακής στον Michel Foucault Συγγραφέας: ανώνυμος (οpyrgos)

H έννοια της εξουσίας που εισήγαγε το έργο του Foucault έθεσε καινούργιες διαστάσεις στην προσπάθεια κατανόησης της νεωτερικότητας. Αν μέχρι τώρα η αντίληψη για τη νεωτερικότητα ήταν μονάχα εκείνη που αναδείκνυε το Λόγο ως το καθοριστικό αξιακό της κριτήριο, με το έργο του Foucault φανερώνεται ότι ο Λόγος ίσως να μην είναι τόσο ουδέτερος όσο ήθελε να παρουσιάζεται. Μέσα από μια ενδελεχή ιστορική έρευνα σε διάφορες τοπικές κοινωνίες, περίγυρους και κοινωνικές καταστάσεις πραγμάτων ο Foucault καταλήγει στο συμπέρασμα ότι υπάρχει μια στενή σχέση ανάμεσα στο λόγο και την εξουσία. Η φυλακή, το ψυχιατρικό ίδρυμα, το νοσοκομείο, το πανεπιστήμιο, το σχολείο, το ψυχιατρικό γραφείο, όλα αποτελούν παραδείγματα τόπων όπου οικοδομείται μια διάσπαρτη και επιμέρους οργάνωση εξουσίας (David Harvey, 1989:379). Αυτή η εξουσία δεν υπάρχει απλά, αλλά επιδιώκει να οργανωθεί σε διοικητική εξουσία με στόχο την πειθάρχηση. Η πειθαρχική αυτή εξουσία αναλαμβάνει τη ρύθμιση, την επιτήρηση και τη διακυβέρνηση πρώτα του ανθρώπινου είδους ή ολόκληρων πληθυσμών και δευτερευόντως του ατόμου και του σώματος. Οι τόποι της είναι εκείνοι οι νέοι θεσμοί που αναπτύχθηκαν κατά τον 19ο αιώνα και οι οποίοι «αστυνομεύουν» και πειθαναγκάζουν τους σύγχρονους πληθυσμούς - στα εργαστήρια, στα στρατόπεδα, στα σχολεία, στις φυλακές, στα νοσοκομεία, στις κλινικές και ούτω καθεξής. (Hall, 2003:401). Ο στόχος της «πειθαρχικής εξουσίας» είναι να θέσει υπό αυστηρότερο έλεγχο και πειθαρχία «τη ζωή, το θάνατο, τις δραστηριότητες, την εργασία, τις λύπες και τις χαρές του ατόμου», καθώς και την ηθική και ψυχική υγεία του/της, τις σεξουαλικές πρακτικές και την οικογενειακή ζωή. Εξασκεί πάνω τους την εξουσία των διοικητικών καθεστώτων, την ειδημοσύνη του επαγγελματία και τη γνώση που «παρέχεται από τη «μαθητεία» των κοινωνικών επιστημών. Η βασική επιδίωξή της είναι η παραγωγή «ενός ανθρωπίνου όντος που θα μπορεί να αντιμετωπίζεται ως "πειθήνιο σώμα"» (Hall, 2003:424).
Aυτή η θέση του Foucault διατυπώνεται μέσα από την έρευνά του σχετικά με τη γέννηση της φυλακής. Σύμφωνα με τον Foucault η φυλακή αποτελεί προνομιακό χώρο εφαρμογής των «πειθαρχικών μεθόδων» που εξαπλώνεται κατά τον 18ο-19ο αιώνα και σε στρατόπεδα, σχολεία, εργοστάσια κτλ. Μέχρι εκείνη την περίοδο η ποινή που επιβαλλόταν στον κατάδικο ήταν κυρίως σωματικής φύσης και υλοποιούνταν με θανάτωση ή σωματικές ποινές. Από την περίοδο όμως του 18ου-19ου αιώνα αναδιαρθρώνεται ολόκληρη η ρύθμιση της ποινικής τιμωρίας στη Δύση. Πραγματοποιούνται πολυάριθμα μεταρρυθμιστικά σχέδια ενώ καταργούνται παλιά διατάγματα. Εμφανίζονται καινούργιες θεωρίες του νόμου και του εγκλήματος αλλά και ένας καινούργιος ηθικός και πολιτικός τρόπος δικαιολόγησης του ίδιου του εγκλήματος. Με τις γενικότερες συνθήκες που επικράτησαν στις δυτικές κοινωνίες, ιδίως μετά τη Γαλλική Επανάσταση του 1789, πραγματοποιήθηκε η μετάβαση από τους παλαιότερους τρόπους τιμωρίας, με σωματική τιμωρία, στο σύγχρονο τρόπο τιμωρίας, με φυλάκιση. Σύμφωνα με τον Foucault αυτή η μεταρρύθμιση δεν οφείλεται τόσο στον ανθρωπισμό των διαφωτιστών μεταρρυθμιστών της εποχής, όσο με τις πολιτισμικές και πολιτικές αλλαγές που σχετίζονταν με την αντικατάσταση της μεσαιωνικής απόλυτης μοναρχίας από το σύγχρονο φιλελεύθερο καπιταλισμό.
Η τιμωρία τείνει πλέον προς μια πιο συγκαλυμμένη πλευρά της ποινικής διαδικασίας η οποία θα επιβάλλεται στο εξής μέσα σε περιορισμένους χώρους. Η φυλακή δεν έχει επαφή με το εξωτερικό, ούτε κενό· δεν διακόπτεται, παρά μονάχα όταν το έργο της έχει ολότελα εκπληρωθεί· αδιάλειπτη πρέπει να είναι η επιβολή της πάνω στο άτομο: ακατάπαυστη πειθαρχία. (Φουκώ, 2005:309). Αυτή η εξέλιξη επιφέρει πολλές συνέπειες: εγκαταλείπει το πεδίο της σχεδόν καθημερινής αντίληψης για να εισχωρήσει στην περιοχή της αφηρημένης συνείδησης· η αποτελεσματικότητά της αναζητείται στο μοιραίο της και όχι στη θεαματική της ένταση ως αποτρεπτική πρόκληση· ο υποδειγματικός μηχανισμός της τιμωρίας αλλάζει τώρα τα γρανάζια του. Όσο κι αν σκοτώνει, κι αυτή, όσο κι αν σκληρά τιμωρεί, αυτό δεν αποτελεί πια εξύμνηση της Υπέρτατης Εξουσίας προσωποποιημένης στο βασιλιά ή το μονάρχη· είναι ένα στοιχείο της, που είναι αναγκασμένη να το ανέχεται, αλλά που δύσκολα μπορεί να το προβάλλει. Σύμφωνα με τον Foucault, όσο η Υπέρτατη Εξουσία, προσωποποιημένη στο βασιλιά ή το μονάρχη, παρέμενε το κεντρικό πρόσωπο σε ολόκληρο το νομικό οικοδόμημα της Δύσης, η τιμωρητική αντίστοιχα "γυρνούσε" γύρω απ' αυτόν. Όταν οι κοινωνικές, πολιτικές και ποινικές ανακατατάξεις του 18ου-19ου αιώνα ανέδειξαν την ελευθερία ως το υπέρτατο αγαθό που ανήκει σε όλους, αντίστοιχα και η τιμωρητική στράφηκε γύρω από αυτό. Η τιμωρία πλέον, βασίζεται πρώτ' απ' όλα στην απλή μορφή της «στέρησης της ελευθερίας» (Φουκώ, 2005:305) και αυτό επιτυγχάνεται με τον περιορισμό του κατάδικου μέσα σε ένα συγκεκριμένο χώρο. Η απώλεια της ελευθερίας έχει λοιπόν για όλους την ίδια αξία όσο έχει και η αναγνώρισή της. Ο Διαφωτισμός που ανακάλυψε τις ελευθερίες, εφεύρε και την τιμωρία μέσω της φυλακής.
Το γεγονός ότι η φυλάκιση θα μπορούσε, όπως σήμερα, να καλύψει ολόκληρο τον χώρο της τιμωρίας, είναι μια ιδέα που οι μεταρρυθμιστές του 18ου αιώνα δεν ήταν δυνατόν να συλλάβουν την εποχή εκείνη. Αυτοί που κλέβουν, φυλακίζονται· αυτοί που βιάζουν, φυλακίζονται· κι αυτοί που σκοτώνουν, επίσης. H μεταρρύθμιση προς μια πιο συγκαλυμμένη πλευρά της ποινικής δικαιοσύνης είναι σύμφωνα με τον Foucault μια στρατηγική για την αναδιάρθρωση της κολαστικής εξουσίας, σύμφωνα με μέθοδες που την καθιστούν πιο ομαλή, πιο δραστική, πιο σταθερή και πιο αποτελεσματική. Ο παλαιότερος τρόπος τιμωρίας αντικαθίσταται τώρα με μια τεράστια περιφραγμένη, περίπλοκη και ιεραρχημένη αρχιτεκτονική, που εντάσσεται στον κρατικό μηχανισμό. Σύμφωνα με τον Foucault δημιουργείται μια ολότελα διαφορετική υλικότητα, μια ολότελα διαφορετική φυσική της εξουσίας, ένας ολότελα διαφορετικός τρόπος περίζωσης του ανθρώπινου σώματος. Μεταξύ του εγκλήματος και της επιστροφής στη νομιμότητα, η φυλακή θα αποτελέσει «ένα χώρο ανάμεσα σε δύο κόσμους», έναν τόπο κατάλληλο για τις ατομικές μεταμορφώσεις που θα επαναφέρουν στο Κράτος τους υπηκόους που είχε χάσει, μια και το απομονωμένο κελί πλέον οφείλει να εξασφαλίσει τη διαδικασία της ανασύστασης του ατόμου ως υποκειμένου δικαίου, με την ενίσχυση των σημειωτικών συστημάτων και των παραστάσεων που αυτά θέτουν σε κυκλοφορία: αναμετάδοση μορφών εξαναγκασμού και πειθαναγκασμού (ωράρια, υποχρεωτικές κινήσεις, τακτικές δραστηριότητες, μοναχικός στοχασμός, εργασία μαζί με άλλους, σιωπή κ.α.). Ο Foucault υποστηρίζει πως εκείνο που επιχειρείται να ανασυγκροτηθεί με αυτή τη νέα μέθοδο είναι μια διττή σύσταση: να ανασυγκροτηθεί το νομικό υποκείμενο του κοινωνικού συμβολαίου, ή να διαπλαστεί ένα πειθήνιο υποκείμενο, υποταγμένο στη γενική και ταυτόχρονα λεπτομερέστατη μορφή της εξουσίας. Επιπλέον επιτρέπει την ακριβή ποσοτική επιβολή της ποινής, σύμφωνα με μια χρονική διάρκεια. Στερώντας τον χρόνο από τον κατάδικο, η φυλάκιση φαίνεται να εκφράζει συγκεκριμένα την ιδέα ότι η παράβαση έχει παραβλάψει, πέρα από το θύμα, την κοινωνία ολόκληρη. [...] Από εδώ προέρχεται και η τόσο κοινή, η τόσο κατάλληλη για τη λειτουργία της τιμωρίας έκφραση, ότι φυλακίζεται κανείς για να «ξεπληρώσει το χρέος του στην κοινωνία». (Φουκώ, 2005:305) Ο εγκληματίας, στιγματισμένος σαν κοινός εχθρός, και που όλοι έχουν συμφέρον να τον καταδιώξουν, τίθεται έξω από το κοινωνικό συμβόλαιο, χάνει την ιδιότητα του πολίτη, και εμφανίζεται σαν να εμπεριέχει κάτι από την αγριότητα της φύσης· εμφανίζεται ως ο κακούργος, το τέρας, ίσως ο τρελός, ο άρρωστος, και αργότερα ο «ανώμαλος». Ως τέτοιος, θα περιέλθει μια μέρα στον τομέα της επιστημονικής αντικειμενοποίησης, και θα του επιβληθεί η αντίστοιχη «θεραπεία». Η φυλακή γίνεται με αυτό τον τρόπο πρόθυμα αποδεκτή αφού, εγκλείοντας, αναμορφώνοντας, καθυποτάσσοντας, αναδημιουργεί, εντείνοντας κάπως, όλους τους μηχανισμούς που υπάρχουν ήδη στο κοινωνικό σώμα. Η φυλακή: στρατώνας κάπως αυστηρός, σχολείο χωρίς επιείκεια, ζοφερό εργαστήρι - αλλά, ουσιαστικά τίποτα το ποιοτικά διαφορετικό. (Φουκώ, 2005:305). Η φυλακή ως πειθαρχικός μηχανισμός, πρέπει να είναι εξαντλητικός ασχολούμενος με όλες τις όψεις του ατόμου, με τη σωματική εκγύμνασή του, την κλίση του για εργασία, την καθημερινή του συμπεριφορά, την ηθική στάση, τις ικανότητές του· πολύ περισσότερο από το σχολείο, το εργαστήρι ή το στρατό, που υπονοούν πάντα κάποια εξειδίκευση. Σύμφωνα με τον Foucault η φυλακή επιβάλλει μιας ανακωδίκωση της ύπαρξης. (Φουκώ, 2005:309). Αυτό το επιτυγχάνει:
1) Με την απομόνωση και τον κατακερματισμό των καταδίκων στο χώρο της φυλακής
2) Με τη συνεχή επιτήρησή του
Η απομόνωση και ο κατακερματισμός των καταδίκων στο σώμα της φυλακής υποστηρίζει ο Foucault, είναι το χαρακτηριστικό της ως μοντέλο σωφρονισμού, επειδή ο σωφρονισμός του καθενός κατάδικου δεν επιτυγχάνεται τόσο από την επιβολή ενός κοινού νόμου, αλλά από το τι υπαγορεύει στον ίδιο τον κατάδικο η συνείδησή του, όπου ολομόναχη στο κελί της βρίσκει την ευκαιρία να διαφωτίσει το άτομο· το άτομο να αντικρίσει τον εαυτό του με κατασιγασμένα τα πάθη του και μακριά από τον κόσμο που τον περιτριγυρίζει, ακούει μόνο τη φωνή της συνείδησής του.
Η φυλακή είναι σύμφωνα με τον Foucault ταυτόχρονα και ένας χώρος παρατήρησης των κατάδικων, γνώσης του κάθε κρατουμένου, γνώσης της συμπεριφοράς του, των βαθύτερων τάσεών του, της προοδευτικής του βελτίωσης· οι φυλακές πρέπει να θεωρούνται χώρος διαμόρφωσης για μια κλινική γνωριμία των καταδίκων· ο παραβάτης του νόμου μετατρέπεται έτσι σε αντικείμενο εφικτής γνώσης. Ο φυλακισμένος πρέπει να μπορεί μόνιμα να παρακολουθείται· πρέπει να καταγράφονται και να ταξινομούνται οι διαπιστώσεις που τον αφορούν. Για να περιγράψει αυτή τη μέθοδο ο Foucault χρησιμοποιεί το σχήμα του «Πανοπτικού» του Jeremy Bentham. Το «Πανοπτικόν» δίνει τη δυνατότητα της ταυτόχρονης επιτήρησης και παρατήρησης, της βεβαιότητας και της γνώσης, της ατομικοποίησης και του συνολικού αθροίσματος, της απομόνωσης και διαφάνειας. Στην περιφέρεια, ένα δακτυλιοειδές οικοδόμημα· στο κέντρο, ένας πύργος· ο πύργος αυτός έχει μεγάλα παράθυρα που βλέπουν προς το εσωτερικό του δακτυλίου· το περιφερειακό οικοδόμημα διαιρείται σε κελιά, που το καθένα τους διαπερνά ολόκληρο το πάχος του οικοδομήματος· τα κελιά έχουν δύο παράθυρα - το ένα τους βλέπει προς τα μέσα και αντιστοιχεί σ' ένα από τα παράθυρα του πύργου· το άλλο δίνει προς τα έξω, και αφήνει το φως να διαπερνά το κελί πέρα για πέρα. Φτάνει έτσι να τοποθετηθεί ένας επιτηρητής στον κεντρικό πύργο, και σε κάθε κελί να κλειστεί ένας τρελός, ένας άρρωστος, ένας κατάδικος, ένας εργάτης ή ένας μαθητής. Το πανοπτικό αυτό σύστημα δημιουργεί μονάδες χώρων που επιτρέπουν την αδιάκοπη παρακολούθηση και την άμεση αναγνώριση. Κοντολογίς, αντιστρέφεται η μέθοδος του «μπουντρουμιού»· ή μάλλον, από τις τρεις λειτουργίες του - εγκλεισμός, στέρηση του φωτός και απόκρυψη - παραμένει μονάχα η πρώτη και καταργούνται οι δύο άλλες. Το άπλετο φως και το βλέμμα του επιτηρητή συλλαμβάνουν περισσότερα απ' ό,τι το σκοτάδι που, στο κάτω-κάτω προστάτευε. Η ορατότητα είναι μια παγίδα. (Φουκώ, 2005:265). Με τους εξατομικευμένους αυτούς χώρους ο κρατούμενος βρίσκεται σε μόνιμη παρακολούθηση. Μάλιστα, προσφέρεται η ψευδαίσθηση στους επιτηρούμενους της συνεχούς παρακολούθησής τους ανεξάρτητα αν υφίσταται κάθε στιγμή ή όχι. Το σύστημα αυτό του πανοπτικού συστήματος έγινε, γύρω στα 1830-1840, το αρχιτεκτονικό πρόγραμμα των περισσότερων σχεδίων φυλακής. Η επιτυχημένη εφαρμογή του στην αρχιτεκτονική των φυλακών, το κατέστησε πρόσφορο και για άλλες μορφές δημόσιας χωροθέτησης, όπως στα εργοστάσια, τα σχολεία, τα στρατόπεδα, τα νοσοκομεία, τα ψυχιατρεία κτλ. Η τοποθέτηση λοιπόν «υπό παρατήρηση» υποστηρίζει ο Foucault είναι η φυσική προέκταση μιας δικαιοσύνης που την έχουν κατακλύσει οι πειθαρχικές μέθοδες και οι διαδικασίες της εξέτασης. Το γεγονός ότι οι φυλακή με τα κελιά της, με τις τακτές της χρονολογίες, την υποχρεωτική εργασία, τα όργανα επιτήρησης και καταγραφής, με τους δεξιοτέχνες της σε ζητήματα εφαρμογής των κανονισμών, που μεταλλάζουν και πολλαπλασιάζουν τα καθήκοντα του δικαστή, έγινε το σύγχρονο όργανο του ποινικού συστήματος, δεν πρέπει να εκπλήσσει. Τί το εκπληκτικό αν η φυλακή μοιάζει με τα εργοστάσια, με τα σχολεία, τους στρατώνες, με τα νοσοκομεία - που όλα τους μοιάζουν με φυλακές; (Φουκώ, 2005:298). Σύμφωνα με τον Foucault, αυτή η διάδοση του πανοπικού συστήματος σε ολόκληρο τον κοινωνικό κορμό συνέβαλλε στη διαμόρφωση της λεγόμενης πειθαρχικής κοινωνίας. 
Συμπεράσματα
Μέσα από την έρευνα του Foucault σχετικά με τη γέννηση της φυλακής μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η νεωτερική κοινωνία πηγαίνει με μια αυξανόμενη πειθαρχία των ατόμων. Η φυλακή είναι απλώς η ακραία και πιο συμπυκνωμένη μορφή αυτού του γενικότερου κλίματος πειθαρχίας που συντηρείται από την εξουσία. Ναι μεν είναι ένας τρόπος τιμωρίας και πιθανόν πιο ανθρώπινος από τους παλαιότερους τρόπους τιμωρίας, αλλά αφορά κυρίως την πειθαρχία των ατόμων, υπό την έννοια ότι εισερχόμαστε με τη νεωτερική κοινωνία σε μια διαδικασία κατά την οποία το σύνολο της καθημερινής ζωής υπόκεινται σε έναν εξωτερικό έλεγχο με σκοπό να πειθαρχηθεί. Αυτό που αποδεικνύεται ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι ότι, παρόλο που η πειθαρχική εξουσία αποτελεί το προϊόν για μεγάλης κλίμακας νέους ρυθμιστικούς συλλογικούς θεσμούς της νεωτερικότητας, οι τεχνικές τους αφορούν την εφαρμογή της εξουσίας που «εξατομικεύει» ακόμη περισσότερο το άτομο-υποκείμενο. Ο καθολικός αυτός χαρακτήρας της πειθαρχίας στην εικόνα του Foucault δείχνει ότι όσο πιο συλλογική και οργανωμένη είναι η φύση των θεσμών της νεωτερικότητας τόσο μεγαλύτερη είναι η απομόνωση, η επιτήρηση και η εξατομίκευση του ατόμου-υποκειμένου.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙA 
Φουκό, Μ. (1991), «Πειθαρχική εξουσία και υποτέλεια», στο Η μικροφυσική της εξουσίας, Αθήνα, Ύψιλον.
Φουκώ, Μ. (2005), Επιτήρηση και τιμωρία. Η γέννηση της φυλακής, Aθήνα, Εκδόσεις Ράππα.
Harvey, D. (1989), «H κατάσταση της μετανεωτερικότητας», στο Η νεωτερικότητας σήμερα, Αθήνα Εκδόσεις Σαββάλα..
Ηall, S. (2003), «To ζήτημα της πολιτιστικής ταυτότητας», στο Η νεωτερικότητας σήμερα, Αθήνα, Εκδόσεις Σαββάλα.
2Ασυλα
Erving Goffman, «Άσυλα. Δοκίμια για την κοινωνική κατάσταση των ασθενών του ψυχιατρείου και άλλων τροφίμων», μετάφραση από τα αγγλικά Ξενοφών Κομνηνός, εκδόσεις Ευρύαλος, Κατσιμήδου 34, Τρίκαλα, Αθήνα 1994:Βιβλιοπαρουσιαση στο


αποσπασμα:

''Με μερικές δεκαετίες καθυστέρηση ένα από τα κλασικά έργα της αμερικάνικης κοινωνιολογίας επιτέλους παρουσιάζεται και στα ελληνικά. Το εντυπωσιακότερο όμως είναι ότι πρόκειται και για το πρώτο βιβλίο στα ελληνικά ενός -κατά τη γνώμη μου- από τους μεγαλύτερους κοινωνιολόγους της εποχής μας, του οποίου η σκέψη μόνο έμμεσα ίσως είναι γνωστή, κυρίως μέσα από την επιρροή του σε μια ανατροπή του κυρίαρχου λειτουργιστικού υποδείγματος.
Είναι αλήθεια ότι ο Γκόφμαν αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση: Δεν έχει δημιουργήσει "σχολή" ούτε έχει γράψει καμία ειδική θεωρία για την κοινωνία μας και τα "μεγάλα της προβλήματα". Κατά κάποιον τρόπο, η εικόνα του είναι κάπως όπως και τα θέματα με τα οποία ασχολήθηκε: μεγαλειώδη επειδή είναι "ασήμαντα", καθημερινά. Κάποιος ψωνίζει σε ένα μαγαζί, μια παρέα συζητάει στην ταβέρνα, ένας ληστής μπαίνει σε μια τράπεζα, κάτι παιδιά παίζουν βόλους στο δρόμο, ένας τυφλός προσπαθεί να περάσει απέναντι ή εγώ μονολογώ μόνος μου στο σπίτι.
Μια γρήγορη ματιά θα έλεγε "και τί τρέχει; τίποτα δεν συμβαίνει!". Η ματιά του Γκόφμαν, όμως, σε αυτόν τον κόσμο, τον καθημερινό μας κόσμο, με όλες τις ομολογημένες και ανομολόγητες προϋποθέσεις του, θα σταθεί διορατικά. Γιατί, πράγματι, κάτι συμβαίνει: είναι ο κοινωνικός μας κόσμος, ο αυτονόητος, ο γνωστός, ο ρουτινιάρικος ή και ριψοκίνδυνος, ο κόσμος όπου η ζωή μας, η ζωή του καθένα μας, προϋποθέτει (και αναπαράγει) τις "μεγάλες κοινωνικές δομές", το χρήμα, τις ανισότητες, τις συγκρούσεις, αποκλίσεις, συναινέσεις, κλπ.



21 Ekim 2014 Salı

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΜΑΝΤΖΟΥΦΑ:ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΣΥΝΤΑΓΜΑ - οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στη λειτουργία των θεσμών του ελληνικού κράτους και ειδικότερα του Συντάγματος.εκδόσεις ΣΑΚΚΟΥΛΑ . απόσπασμα

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ  ΜΑΝΤΖΟΥΦΑ:ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΣΥΝΤΑΓΜΑ
- οι επιπτώσεις  της οικονομικής κρίσης στη λειτουργία των  θεσμών του
ελληνικού κράτους  και ειδικότερα του Συντάγματος.
εκδόσεις  ΣΑΚΚΟΥΛΑ .
απόσπασμα :
''Ένα Σύνταγμα δεν μπορεί ούτε να προκαλέσει, ούτε να αντιμετωπίσει μια οικονομική κρίση. Κάθε εθνική παράδοση, κάθε έννομη τάξη και κάθε πολιτικό σύστημα εναποθέτει στο Σύνταγμα διαφορετικές προσδοκίες, ενώ άλλες μπορεί να είναι και οι ελπίδες που οι πολίτες επενδύουν σε αυτό. Ειδικά σε περιόδους οικονομικής κρίσης, έρχονται στην επιφάνεια συνταγματικές δυσλειτουργίες, που επιδρούν στην έκβαση των εξελίξεων, παροξύνοντας εγγενή προβλήματα που προϋπήρχαν (π.χ. συνταγματικά εμπόδια ως προς την αναζήτηση της ποινικής ευθύνης των μελών της Κυβέρνησης, προβληματική λειτουργία της δικαιοσύνης).

Είναι σαφές ότι η απώλεια της νομισματικής και δημοσιονομικής αυτονομίας της χώρας είναι αποτέλεσμα της ένταξης στην ΟΝΕ, η οποία πραγματοποιήθηκε επί τη βάσει των συνταγματικών ρυθμίσεων (άρθρα 28 παρ. 2 και 3 Σ) και δεν προέκυψε με την επιβολή των μνημονίων, των δανειακών συμβάσεων και των εφαρμοστικών νόμων. Η δημοσιονομική εκτροπή της χώρας και η ένταξή της σε ένα ασφυκτικό πλαίσιο οικονομικών καταναγκασμών, το οποίο δημιούργησαν ad hoc οι διεθνείς δανειστές της, προέκυψε από την αδήριτη ανάγκη να αποτραπεί τόσο η πτώχευσή της, όσο και η κατάρρευση της ευρωζώνης. Αυτές οι εξελίξεις δύσκολα θα μπορούσαν να προβλεφθούν ή/και να αφομοιωθούν από ένα Σύνταγμα, που έρχεται αντιμέτωπο, αφενός, με τους ανεπαρκείς θεσμούς της ΕΕ και την πολιτική αβελτηρία των ηγετών της και, αφετέρου, με τις εξαρτήσεις που δημιουργεί η παγκοσμιοποιημένη κυριαρχία των αγορών.
Το εθνικό και το διεθνές επίπεδο αλληλεπιδρούν και αλληλοεξαρτώνται διαρκώς, ανοίγοντας συνεχώς ρωγμές σε ένα Σύνταγμα, που οικοδομήθηκε πάνω στο ιστορικό έδαφος των εθνών κρατών (συνταγματισμός) και που αντιλαμβανόταν τη διεθνή παρουσία ως απλή συμμετοχή της χώρας σε διεθνείς οργανισμούς, και όχι ως ένα πεδίο, όπου διακυβεύεται αδιαλείπτως η εθνική της κυριαρχία και όπου τα περιθώρια να ορίζεις την εθνική σου μοίρα στενεύουν, ιδίως όταν είσαι αναξιόχρεος οφειλέτης.
Από την άλλη, οι πολίτες αναμένουν από το Σύνταγμα να επιτελέσει τον συμβολικό και εγγυητικό του ρόλο, να διασφαλίσει τα δικαιώματά τους μέσω των δικαιοδοτικών μηχανισμών και, έτσι, να αισθανθούν ασφαλείς. Στη βάση αυτή, το Σύνταγμα μοιάζει με το έσχατο καταφύγιο και η αποτυχία του στον συγκεκριμένο ρόλο προκαλεί καθολική απώλεια πίστης στους συνταγματικούς θεσμούς, ιδίως στη συνείδηση εκείνων, στους οποίους οι περιορισμοί στα κοινωνικά τους δικαιώματα επιφέρουν σημαντική υποβάθμιση του επιπέδου ζωής τους. Τότε, η κοινωνική ανυπακοή, οι ακραίες εκδηλώσεις βίας, οι αντικοινοβουλευτικές πολιτικές επιλογές πιστοποιούν ότι η κατάσταση έχει εκτραπεί σε εξωσυνταγματικές πρακτικές και το Σύνταγμα χάνει τη νομιμοποιητική του βάση.
Από την πλευρά τους, οι πολιτικές δυνάμεις προσδοκούν από το Σύνταγμα να τις διευκολύνει στην πολιτική τους δράση και να είναι αποτελεσματικό. Εδώ οι προσδοκίες συνδέονται με τις επιτρεπτές μορφές δράσης και τις δυνατότητες του Συντάγματος να αναθεωρείται εύκολα, να προσαρμόζει το κανονιστικό του περιεχόμενο στις εξελίξεις, ανατρέποντας τις μέχρι πρότινος ερμηνευτικές σταθερές της νομολογίας. Το πολιτικό σύστημα προσβλέπει στο Σύνταγμα, για να αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση, αναζητώντας ένα σύμμαχο, ο οποίος κατά περίπτωση μπορεί να χρησιμοποιηθεί, για να στείλει το μήνυμα στη διεθνή κοινότητα ότι υπάρχουν όρια, που, αν κανείς τα υπερβεί, διαρρηγνύεται η κοινωνική συνοχή και ανατρέπεται η συνταγματική τάξη. Όλα αυτά τα ενδεχόμενα δοκιμάστηκαν και δοκιμάζονται τα χρόνια της οικονομικής κρίσης πάνω σε ένα εκκρεμές, που κινούνταν ανάμεσα σε διαπιστώσεις, όπως το: «Σύνταγμα δεν είναι τίποτα» μέχρι το «Σύνταγμα είναι τα πάντα», δηλαδή ανάμεσα σε έναν εργαλειακό λόγο μνημονιακής προέλευσης, που αντιμετωπίζει τις συνταγματικές ενστάσεις για παραβίαση δικαιωμάτων ως δευτερεύοντα ζητήματα, που υποχωρούν ενώπιον των οικονομικών καταναγκασμών, και μιας ανοικονόμητης αντιμνημονιακής ρητορικής, που απαξιώνει κάθε μέτρο ως εκ προοιμίου λανθασμένο και αντισυνταγματικό, καθιστώντας ανέφικτη οποιαδήποτε προοπτική εύρεσης κοινού τόπου και συνεννόησης.
Με βάση όσα αναπτύξαμε ανωτέρω, μπορούμε να επιχειρήσουμε μια συνθετική απάντηση στο ερώτημα που διατρέχει τη μονογραφία, το αν, δηλαδή, τα μνημόνια και ο επικείμενος δημοσιονομικός κανόνας με τη συνταγματική κατοχύρωση, σε συνδυασμό με τις αποφάσεις των δικαστηρίων, τα οποία έκριναν τα εφαρμοστικά μέτρα, συνιστούν μια τομή στο πολίτευμα. Παρατηρήσαμε ότι τα μνημόνια και ο δημοσιονομικός κανόνας δεν αποτελούν ελληνική ιδιαιτερότητα. Τα προβλήματα στην αρχιτεκτονική των θεσμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 έχουν τη δική τους συμβολή στην ένταση της κρίσης, που τάραξε το σύνολο των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου και την Ιρλανδία. Είναι προφανές ότι τόσο η ΕΕ όσο και η Ευρωζώνη δεν ήταν κατάλληλα προετοιμασμένες να αντιμετωπίσουν την κρίση, καθώς δεν έχει υπάρξει ιστορικό προηγούμενο επιτυχημένης νομισματικής ένωσης χωρίς προηγούμενη πολιτική ένωση ή, τουλάχιστον, χωρίς πρόβλεψη θεσμικών μηχανισμών πρόληψης ή αντιμετώπισης κρίσεων σαν αυτή που διέρχεται η χώρα.''

21 Eylül 2014 Pazar

Αντώνης Λιάκος Δικαίωμα στη Μνήμη ή στη Λήθη; Μια αμφιλεγόμενη ευρωπαϊκή οδηγία tvxs



Φωτογραφία συγγραφέα
Αντώνης Λιάκος

Προωθείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σχέδιο Οδηγίας για τη ρύθμιση της νομοθεσίας προσωπικών δεδομένων, στο οποίο εμφανίζεται για πρώτη φορά επίσημα ο όρος Δικαίωμα στη Λήθη. Το σχέδιο προκάλεσε αντιδράσεις. Η Εταιρεία Γάλλων Αρχειονόμων συγκέντρωσε 51.000 υπογραφές για την ανάκληση του σχεδίου. Μαζί τους συντάσσονται Έλληνες αρχειακοί και ιστορικοί. Θα συζητήσουν για το ζήτημα αυτό στις 22 Σεπτεμβρίου στο Γαλλικό Ινστιτούτο, σε εκδήλωση με τίτλο «Δικαίωμα στη Μνήμη vs Δικαίωμα στη Λήθη».
Τα προβλήματα μνήμης, ιστορίας και λήθης, καταλαμβάνουν εδώ και περίπου τρεις δεκαετίες ολοένα και κεντρικότερη θέση στη δημόσια συζήτηση. Εκεί που κάποτε οι ιστορικές διαφωνίες συζητούνταν στο περιθώριο της δημόσιας ζωής, τώρα έχουν μετατραπεί σε πολέμους ιστορίας ή μνήμης, στο επίκεντρο της επικαιρότητας. Το διαπιστώσαμε και με το άρθρο 2 του αντιρατσιστικού, το οποίο ποινικοποιεί αρνήσεις γενοκτονιών που έχουν αναγνωριστεί από το κοινοβούλιο, διεθνούς οργανισμούς και δικαστήρια. Αν κάποτε υποτίθεται πώς οι ιστορικοί ήταν οι «φρουροί» της μνήμης, έρχεται τώρα η νομοθεσία, το κράτος και οι διεθνείς οργανισμοί να ορίσουν πώς και τι πρέπει να θυμόμαστε. Βέβαια να μην αυταπατόμαστε πως το παλαιό καθεστώς μνήμης ήταν αυθεντικότερο από το νέο. Και στις δυο περιπτώσεις η αναδρομικότητα καθορίζει και το περιεχόμενο και τη μορφή της μνήμης. Αλλά η μεταβίβαση αυτή δείχνει ότι τώρα το διακύβευμα αυτό είναι κατά πολύ μεγαλύτερο και αποφασιστικότερο σε σχέση με το παρελθόν. Η μνήμη αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους πολιτισμικούς πόρους. Ποιος και πως θα την διαχειριστεί είναι αποφασιστικό για τη συγκρότηση της ταυτότητας, του πολιτισμικού προφίλ μιας κοινωνίας, του υλικού και συμβολικού κεφαλαίου της. Παρόμοια μεγέθη υπερβαίνουν κατά πολύ την εμβέλεια και τις δυνατότητες των ιστορικών.
Η μνήμη έχει εγκατασταθεί στις σύγχρονες κοινωνίες ως απόλυτα θετική αξία, απρόσβλητη στο βάθρο της. Αυτό δεν είναι μόνο αποτέλεσμα αυτού που ονομάζεται «έκρηξη μνήμης», του γεγονότος δηλαδή ότι η ταχύτητα αλλαγής των κοινωνιών μας δημιουργεί νοσταλγία για το παρελθόν, ούτε του εκδημοκρατισμού της μνήμης, που έδωσε προτεραιότητα στα βιώματα των απλών ανθρώπων έναντι των πρωταγωνιστών, κάτι που είδαμε και στις εκδηλώσεις για τα 100χρονα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Πρόκειται για μια ευρύτερη μεταβολή νοοτροπιών. Αν κάποτε το μέλλον ήταν πηγή ελπίδας, τώρα είναι πηγή φόβων. Και όταν οι άνθρωποι στρέφουν τα νώτα τους στο μέλλον, αντικρίζουν το παρελθόν. Αλλά αυτό το παρελθόν δεν αποτελείται από γραμμική εξέλιξη, αλλά από δραματικά γεγονότα, εκτός κανονικοτήτων, τα οποία δεν έχουν ακόμη βρει τρόπο να ενταχτούν στη συνείδησή μας, και δεν μπορούν να ενταχτούν με «επιστημονικό και νηφάλιο δημόσιο διάλογο», όπως υποστήριξε πρόσφατα διακήρυξη 139 ιστορικών για το αντιρατσιστικό. Η μνήμη υποκινεί συναισθηματικές δυνάμεις πένθους και εκδίκησης, που δεν μπορούν εύκολα να τιθασευτούν από την εκλογίκευση που της επιβάλλουν οι ιστορικοί.
Αν όλοι υποκλίνονται στη μνήμη, εκείνη που φαίνεται να έχει χάσει τα δικαιώματά της είναι η λήθη. Με περισσή ευκολία την αναθεματίζουν και τη λιθοβολούν. Κι όμως, χωρίς τη λήθη δεν θα μπορούσαμε να ζούμε ειρηνικά μεταξύ μας. Ένας κόσμος με απόλυτη μνήμη, θα ήταν εφιαλτικός και αφόρητος. Όπως επίσης ένας κόσμος πλήρης λήθης δεν θα ήταν κόσμος ανθρώπινος. Οι ανθρώπινες κοινωνίες, όπως και ο ανθρώπινος ψυχισμός άλλωστε, βασίζονται σε μια καλοδουλεμένη, μέσα από το χρόνο, ισορροπία ανάμεσα στη μνήμη και στη λήθη. Ο Χ.Λ.Μπόρχες έγραψε το 1942 ένα διήγημα με τίτλο Funes el Memorioso (Φούνες ο Μνήμων). Ο Ειρηναίος Φούνες, πέφτοντας από το άλογο έμεινε παράλυτος, αλλά αντί αμνησίας απέκτησε υπερμνησία. Θυμόταν όχι μόνο το δάσος, αλλά όλα τα δένδρα, και όλα τα φύλα των δένδρων και κάθε φορά που τα είχε δει, ή τα είχε φανταστεί. «Οι αναμνήσεις δεν ήταν απλές. Κάθε εικόνα συνοδευόταν από αντιδράσεις μυϊκές, θερμικές κλπ». Μια τέτοια ζωή όμως ήταν αφόρητη, είχε καταδικαστεί σε διαρκή αϋπνία («γιατί να κοιμάσαι σημαίνει να αφαιρείσαι από τον κόσμο»). Ο Ειρηναίος πέθανε από συμφόρηση πνευμόνων, μεταφορική απόδοση της συμφόρησης από τον κατακλυσμό ενός μεγάλου όγκου από άχρηστα μνημονικά σκουπίδια. Και ο Μπόρχες καταλήγει λακωνικά: «Υποπτεύομαι εντούτοις, ότι δεν ήταν πολύ ικανός για σκέψη. Το να σκέπτεσαι σημαίνει να ξεχνάς μια διαφορά, να γενικεύεις, να αφαιρείς. Στον υπερφορτωμένο κόσμο του Φούνες δεν υπήρχε τίποτε παρά λεπτομέρειες, σχεδόν τυχαίες λεπτομέρειες».
Η αυτόματη καταγραφή από τα σύγχρονα ηλεκτρονικά μέσα κάθε λεπτομέρειας της ζωής μας, κάθε στιγμή, παντού, κινδυνεύει να μας θέσει, αν δεν μας έχει ήδη θέσει στην κατάσταση του Ειρηναίου Φούνες. Μια παρόμοια κατάσταση υπερ-ροής πληροφοριών δεν διευκολύνει τον αναστοχασμό του παρελθόντος, κάτι που υποτίθεται οφείλουν οι ιστορικοί. Στο κάτω-κάτω της γραφής, αν μια κοινωνία τα θυμάται όλα σε βάσεις δεδομένων, μεταδεδομένων, μετα-μεταδεδομένων κ.ο.κ., δεν έχει ανάγκη τους ιστορικούς. Ο Μπόρχες, στο διήγημα αυτό απηχεί την Ιστορία και Ζωή του Φ. Νίτσε, όπου «Η λήθη αποτελεί συστατικό στοιχείο κάθε πράξης». Για τη ζωή χρειάζεται όχι μόνο το φως αλλά και το σκοτάδι. Ένας άνθρωπος χωρίς λήθη θα ήταν σαν να είναι καταδικασμένος σε διαρκή αϋπνία. Στη σημερινή περίπτωση το δικαίωμα στη λήθη σημαίνει επίσης το δικαίωμα στην ιδιωτικότητα (privacy). Επομένως δεν τίθεται το δίλλημα μνήμη ή λήθη, δημόσια διαφάνεια ή ιδιωτικότητα, αλλά η προσεκτική εξισορρόπησή τους. Απόλυτη κυριαρχία του δικαιώματος στη λήθη θα φτώχαινε την ιστορία. Απόλυτη κυριαρχία του δικαιώματος στη μνήμη θα καταργούσε την ιδιωτικότητα και θα ήταν σαν να θυσιάζει την κοινωνία στο Αρχείο, το ζωντανό στο νεκρό.
Το ζήτημα με την συγκεκριμένη Οδηγία, εντούτοις δεν είναι απλό επειδή η ΕΕ, που έχει παρομοιαστεί με «μειλίχιο τέρας» (H.M.Enzensberger), υφαίνει έναν νομοθετικό ιστό όπου εκείνο που φαίνεται καλό, αυτονόητο, λογικό, κανονικοποιεί, ταξινομεί, γραφειοκρατικοποιεί και τελικά καταβροχθίζει τις ελευθερίες. Είναι ένα πράγμα το δικαίωμα στη μνήμη, εντελώς διαφορετικό η καθιέρωσή του με νόμο. Όπως αντίστοιχα είναι διαφορετική η κοινωνική λειτουργία της λήθης από την νομοθετημένη επιβολή της. Επικίνδυνα παιχνίδια.
Αντώνης Λιάκος
Κατηγορία άρθρου:

17 Ağustos 2014 Pazar

Διαβαστε το εξαιρετικο αρθρο του ΑΝΤΩΝΗ ΛΙΑΚΟΥ tovima.gr - Καλώς ήρθατε στον 21ο αιώνα! www.tovima.gr

Διαβαστε το εξαιρετικο αρθρο του ΑΝΤΩΝΗ ΛΙΑΚΟΥ
tovima.gr - Καλώς ήρθατε στον 21ο αιώνα!
www.tovima.gr
To τέλος του σύντομου 20ού αιώνα συνοδεύτηκε με προσδοκίες ενός κόσμου ειρηνικού, μιας νέας τάξης πραγμάτων βασισμένης στη φιλελεύθερη δημοκρατία, τη χωρίς σύνορα και περιορισμούς αγορά και το βορειοατλαντικό σύστημα ασφαλείας. Η δεκαετία του '90 φαινόταν ως το απόγειο του δυτικού πολιτισμού. Ηταν όμως η στιγμή που Ευρώπη και Αμερική άρχισαν να χάνουν την πρωτοκαθεδρία τους. Ο νέος μετααποικιακός κόσμος που αναδύθηκε σε αυτές τις δυόμισι δεκαετίες περιελάμβανε την ανάδυση της Κίνας, της Ινδίας και των BRICS, καθώς και των Next Eleven. Οι αναδυόμενες μεγάλες και μεσαίες οικονομίες άλλαξαν την οικονομική γεωγραφία του πλανήτη. Δεν θα μπορούσε αυτός ο κόσμος να εγκαινιάσει μια νέα εποχή;

Εκείνο που εγκαθιδρύθηκε ήταν η ανισορροπία, η ασυμμετρία ανάμεσα στην οικονομική ευρωστία, την πολεμική δύναμη και την πολιτική επιρροή, η ανισότητα ανάμεσα σε χώρες και στο εσωτερικό τους, η ρευστότητα, η ανομία εν τέλει. Το τέλος του ενός αιώνα και οι αρχές του επομένου δεν δημιουργούν ένα συνεκτικό αφήγημα που να έχει νόημα και να μπορεί να εμπνεύσει πολιτικές. Δεν μοιάζει ούτε με την αποικιακή τάξη που επέβαλαν στον κόσμο οι πέντε μεγάλες δυνάμεις του 19ου αιώνα ούτε με τον διπολικό κόσμο του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα. Δεν υπάρχει καμία ιδέα που να κυριαρχεί, όπως ήταν τους δύο περασμένους αιώνες διαδοχικά η εκπολιτιστική αποστολή της Ευρώπης, η ιδέα της εθνικής αυτονομίας και της συνεργασίας των λαών ή η ιδέα ενός καινούργιου προοδευτικού κόσμου.

Από το 1989 άνοιξαν τέσσερις μεγάλοι κύκλοι αίματος. Ο πρώτος αφορά τον χώρο του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού. Αρχικά στα Δυτικά Βαλκάνια, ύστερα στον Καύκασο και στα νότια της Ρωσίας, απειλεί τώρα μια μείζονα κρίση ανάμεσα στη Ρωσία και στη Δύση γύρω από την τύχη της Ουκρανίας. Ο δεύτερος κύκλος αίματος αφορά τη ζώνη του Ισλάμ, από το Πακιστάν έως τη Λιβύη, χωρίς να αφήνει εκτός του κύκλου βίας την Ινδονησία αλλά και τις μεγάλες πρωτεύουσες της Δύσης, αρχής γενομένης από τη Νέα Υόρκη, το 2001. Ο τρίτος κύκλος αφορά την Υποσαχάρια Αφρική, όπου οι εμφύλιοι ενδημούν μαζί με την ξηρασία και τις αρρώστιες. Τέλος, ο τέταρτος κύκλος αφορά τις μάζες των απελπισμένων ανθρώπων, τα εκατομμύρια των προσφύγων που θαλασσοπνίγονται ή πεθαίνουν προσπαθώντας απεγνωσμένα να αποδράσουν από τις χώρες των πολέμων, της βίας, της κλιματικής αλλαγής και της στέρησης.

Οι κύκλοι αυτοί του αίματος μεγεθύνονται γιατί ανατράπηκαν οι παλιές ισορροπίες χωρίς να αποκατασταθούν καινούργιες και λειτουργούν σε ένα πλαίσιο αυτοεκπληρούμενων προφητειών που τρέφει την αλαζονεία και την αδιαλλαξία. Χαρακτηριστική είναι η συμμετρία ανάμεσα στην αμερικανική πολιτική και στον ισλαμικό εξτρεμισμό. Από την αδιέξοδη υποστήριξη του Ισραήλ, από το 1967, έως τον πόλεμο στην τρομοκρατία, η Αμερική και ο δυτικός κόσμος έκαναν τα πάντα για να εκπληρώσουν τις προφητείες των ακραίων ισλαμιστών για την κακόβουλη Δύση. Και αναλογικά, οι ακραίοι ισλαμιστές, με τη βιαιότητα της θρησκευτικής ισοπέδωσης λαών και ιθαγενών πολιτισμών, τροφοδοτούν συστηματικά το ιδεολογικό οπλοστάσιο των στρατιωτικών επεμβάσεων. Κάπως έτσι το Ιράκ, μια χώρα με ισχυρές κοσμικές παραδόσεις, μετά το «Σοκ και δέος» διαλύεται με αναπεπταμένες τις θρησκευτικές σημαίες. Η καταστροφή ενός secular κράτους άνοιξε την πόρτα για μια post secular εποχή. Η πολιτική αυτή υπονόμευσε την αξιοπιστία των φιλελεύθερων αρχών και  κυρίως την αναφορά στα ανθρώπινα δικαιώματα. Το Γκουαντάναμο και η επιβολή της σαρία δεν είναι διαφορετικής ποιότητας φαινόμενα. Καθρεφτίζεται το ένα στο άλλο.

Υπήρξαν αντιδράσεις σε αυτόν τον κόσμο της ιδεολογικής εσχατολογίας; Υπήρξαν. Hταν οι επαναστάσεις της Αραβικής Ανοιξης. Το 2011 υπήρξε ένα καινούργιο «1848» το οποίο αντιτάχτηκε και στον δυτικό οριενταλισμό και στην ισλαμική τρομοκρατία και στις στρατιωτικές δικτατορίες. Πολεμήθηκε ανελέητα από όλους. Η αιματηρή παλινόρθωση της δικτατορίας στην Αίγυπτο έγινε με την επαίσχυντη συνενοχή του δυτικού κόσμου. Η καινούργια υποτροπή της κρίσης στη Λιβύη και στη Συρία είναι παράγωγο αυτής της ήττας. Παρά τον πόλεμο εναντίον της τρομοκρατίας, η Αλ Κάιντα από τρομοκρατικό δίκτυο διαθέτει πλέον στρατό και επικράτεια!  

Εχουν κάτι κοινό αυτοί οι κύκλοι πέραν του αίματος; Η διαχείριση των ενεργειακών πηγών είναι μια προφανής, ίσως και εύκολη απάντηση. Αλλά το ζήτημα είναι βαθύτερο: αφορά τη σχέση ανάμεσα στους ανθρώπινους πληθυσμούς και στις δυνατότητες ή στις αντοχές του πλανήτη. Η κρίση της μετανάστευσης και οι εμφύλιοι της Αφρικής δεν βρίσκονται συχνά στα πρωτοσέλιδα, αλλά αφορούν γιγαντιαίες μετακινήσεις πληθυσμών που οφείλονται στις κλιματικές αλλαγές και στις αλυσιδωτές επιπτώσεις τους πάνω στις κοινωνίες. Με τη σειρά της η μαζική μετανάστευση πυροδοτεί νέες σειρές γεγονότων. Πολλαπλότητα και διαφορετικότητα των αιτιών στους τέσσερις κύκλους του αίματος, αλλά στο βάθος της εικόνας θα διακρίνουμε μια ζοφερή, όχι απλώς ιστορική, αλλά ανθρωπολογική κρίση. Αν ο κόσμος βάδιζε με βάση την αναγνώριση των αναγκών του, θα είχε εμπεδωθεί μια ριζοσπαστική πολιτική που θα προσάρμοζε τις κοινωνικές ανάγκες στους μεσο- και μακροπρόθεσμους στόχους της συμβίωσης με το φυσικό περιβάλλον. Αντ' αυτού ζούμε την παράνοια εντός της λογικής. Το παρελθόν, με τις εμμονές του, δεν τυραννά τους ζωντανούς. Γίνεται αιμοδιψές παρόν. Τα ξεφτίδια της Ιστορίας σκοτώνουν.

Τα τελευταία 25 χρόνια αύξησαν τον συνολικό παγκόσμιο πλούτο, στις πρώην αποικιακές χώρες σημειώθηκε αλματώδης ανάπτυξη, αλλά έγιναν αβυσσαλέες οι ανισότητες σε ολόκληρο τον πλανήτη. Μαζί με την αλλαγή της φιλοσοφίας του κράτους, της σχέσης οικονομίας και πολιτικής, είδαμε την αλλαγή της μορφής των πολέμων. Η ισορροπία του διπολικού πυρηνικού τρόμου αντικαταστάθηκε από μια γενική ανασφάλεια των επιλεκτικών κτυπημάτων με θύματα κυρίως στον άμαχο πληθυσμό. Τα εγκλήματα πολέμου έγιναν η κανονικότητα του πολέμου. Η ανθρωπότητα πέρασε σε μια καινούργια τεχνολογικά εποχή η οποία αποσταθεροποίησε σε βάθος τους παλιούς κανόνες κοινωνικής συμβίωσης. Υπάρχουν νησίδες σταθερότητας; Στην Ευρώπη ένα στα πέντε παιδιά ζει κάτω από το όριο της φτώχειας και οι αυξανόμενες ανισότητες στην εκπαίδευση και στην ιατρική περίθαλψη θα διαφοροποιήσουν τους πληθυσμούς με τρόπο που ο 21ος θα ανακαλεί τον Aldus Huxley. Και σε ποιες ευρωπαϊκές χώρες διαπιστώνεται η μεγαλύτερη δυναμική ανισοτήτων; Στη Βρετανία και στην Ελλάδα... Welcome to the brave new world!