21 Ekim 2014 Salı

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΜΑΝΤΖΟΥΦΑ:ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΣΥΝΤΑΓΜΑ - οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στη λειτουργία των θεσμών του ελληνικού κράτους και ειδικότερα του Συντάγματος.εκδόσεις ΣΑΚΚΟΥΛΑ . απόσπασμα

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ  ΜΑΝΤΖΟΥΦΑ:ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΣΥΝΤΑΓΜΑ
- οι επιπτώσεις  της οικονομικής κρίσης στη λειτουργία των  θεσμών του
ελληνικού κράτους  και ειδικότερα του Συντάγματος.
εκδόσεις  ΣΑΚΚΟΥΛΑ .
απόσπασμα :
''Ένα Σύνταγμα δεν μπορεί ούτε να προκαλέσει, ούτε να αντιμετωπίσει μια οικονομική κρίση. Κάθε εθνική παράδοση, κάθε έννομη τάξη και κάθε πολιτικό σύστημα εναποθέτει στο Σύνταγμα διαφορετικές προσδοκίες, ενώ άλλες μπορεί να είναι και οι ελπίδες που οι πολίτες επενδύουν σε αυτό. Ειδικά σε περιόδους οικονομικής κρίσης, έρχονται στην επιφάνεια συνταγματικές δυσλειτουργίες, που επιδρούν στην έκβαση των εξελίξεων, παροξύνοντας εγγενή προβλήματα που προϋπήρχαν (π.χ. συνταγματικά εμπόδια ως προς την αναζήτηση της ποινικής ευθύνης των μελών της Κυβέρνησης, προβληματική λειτουργία της δικαιοσύνης).

Είναι σαφές ότι η απώλεια της νομισματικής και δημοσιονομικής αυτονομίας της χώρας είναι αποτέλεσμα της ένταξης στην ΟΝΕ, η οποία πραγματοποιήθηκε επί τη βάσει των συνταγματικών ρυθμίσεων (άρθρα 28 παρ. 2 και 3 Σ) και δεν προέκυψε με την επιβολή των μνημονίων, των δανειακών συμβάσεων και των εφαρμοστικών νόμων. Η δημοσιονομική εκτροπή της χώρας και η ένταξή της σε ένα ασφυκτικό πλαίσιο οικονομικών καταναγκασμών, το οποίο δημιούργησαν ad hoc οι διεθνείς δανειστές της, προέκυψε από την αδήριτη ανάγκη να αποτραπεί τόσο η πτώχευσή της, όσο και η κατάρρευση της ευρωζώνης. Αυτές οι εξελίξεις δύσκολα θα μπορούσαν να προβλεφθούν ή/και να αφομοιωθούν από ένα Σύνταγμα, που έρχεται αντιμέτωπο, αφενός, με τους ανεπαρκείς θεσμούς της ΕΕ και την πολιτική αβελτηρία των ηγετών της και, αφετέρου, με τις εξαρτήσεις που δημιουργεί η παγκοσμιοποιημένη κυριαρχία των αγορών.
Το εθνικό και το διεθνές επίπεδο αλληλεπιδρούν και αλληλοεξαρτώνται διαρκώς, ανοίγοντας συνεχώς ρωγμές σε ένα Σύνταγμα, που οικοδομήθηκε πάνω στο ιστορικό έδαφος των εθνών κρατών (συνταγματισμός) και που αντιλαμβανόταν τη διεθνή παρουσία ως απλή συμμετοχή της χώρας σε διεθνείς οργανισμούς, και όχι ως ένα πεδίο, όπου διακυβεύεται αδιαλείπτως η εθνική της κυριαρχία και όπου τα περιθώρια να ορίζεις την εθνική σου μοίρα στενεύουν, ιδίως όταν είσαι αναξιόχρεος οφειλέτης.
Από την άλλη, οι πολίτες αναμένουν από το Σύνταγμα να επιτελέσει τον συμβολικό και εγγυητικό του ρόλο, να διασφαλίσει τα δικαιώματά τους μέσω των δικαιοδοτικών μηχανισμών και, έτσι, να αισθανθούν ασφαλείς. Στη βάση αυτή, το Σύνταγμα μοιάζει με το έσχατο καταφύγιο και η αποτυχία του στον συγκεκριμένο ρόλο προκαλεί καθολική απώλεια πίστης στους συνταγματικούς θεσμούς, ιδίως στη συνείδηση εκείνων, στους οποίους οι περιορισμοί στα κοινωνικά τους δικαιώματα επιφέρουν σημαντική υποβάθμιση του επιπέδου ζωής τους. Τότε, η κοινωνική ανυπακοή, οι ακραίες εκδηλώσεις βίας, οι αντικοινοβουλευτικές πολιτικές επιλογές πιστοποιούν ότι η κατάσταση έχει εκτραπεί σε εξωσυνταγματικές πρακτικές και το Σύνταγμα χάνει τη νομιμοποιητική του βάση.
Από την πλευρά τους, οι πολιτικές δυνάμεις προσδοκούν από το Σύνταγμα να τις διευκολύνει στην πολιτική τους δράση και να είναι αποτελεσματικό. Εδώ οι προσδοκίες συνδέονται με τις επιτρεπτές μορφές δράσης και τις δυνατότητες του Συντάγματος να αναθεωρείται εύκολα, να προσαρμόζει το κανονιστικό του περιεχόμενο στις εξελίξεις, ανατρέποντας τις μέχρι πρότινος ερμηνευτικές σταθερές της νομολογίας. Το πολιτικό σύστημα προσβλέπει στο Σύνταγμα, για να αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση, αναζητώντας ένα σύμμαχο, ο οποίος κατά περίπτωση μπορεί να χρησιμοποιηθεί, για να στείλει το μήνυμα στη διεθνή κοινότητα ότι υπάρχουν όρια, που, αν κανείς τα υπερβεί, διαρρηγνύεται η κοινωνική συνοχή και ανατρέπεται η συνταγματική τάξη. Όλα αυτά τα ενδεχόμενα δοκιμάστηκαν και δοκιμάζονται τα χρόνια της οικονομικής κρίσης πάνω σε ένα εκκρεμές, που κινούνταν ανάμεσα σε διαπιστώσεις, όπως το: «Σύνταγμα δεν είναι τίποτα» μέχρι το «Σύνταγμα είναι τα πάντα», δηλαδή ανάμεσα σε έναν εργαλειακό λόγο μνημονιακής προέλευσης, που αντιμετωπίζει τις συνταγματικές ενστάσεις για παραβίαση δικαιωμάτων ως δευτερεύοντα ζητήματα, που υποχωρούν ενώπιον των οικονομικών καταναγκασμών, και μιας ανοικονόμητης αντιμνημονιακής ρητορικής, που απαξιώνει κάθε μέτρο ως εκ προοιμίου λανθασμένο και αντισυνταγματικό, καθιστώντας ανέφικτη οποιαδήποτε προοπτική εύρεσης κοινού τόπου και συνεννόησης.
Με βάση όσα αναπτύξαμε ανωτέρω, μπορούμε να επιχειρήσουμε μια συνθετική απάντηση στο ερώτημα που διατρέχει τη μονογραφία, το αν, δηλαδή, τα μνημόνια και ο επικείμενος δημοσιονομικός κανόνας με τη συνταγματική κατοχύρωση, σε συνδυασμό με τις αποφάσεις των δικαστηρίων, τα οποία έκριναν τα εφαρμοστικά μέτρα, συνιστούν μια τομή στο πολίτευμα. Παρατηρήσαμε ότι τα μνημόνια και ο δημοσιονομικός κανόνας δεν αποτελούν ελληνική ιδιαιτερότητα. Τα προβλήματα στην αρχιτεκτονική των θεσμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 έχουν τη δική τους συμβολή στην ένταση της κρίσης, που τάραξε το σύνολο των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου και την Ιρλανδία. Είναι προφανές ότι τόσο η ΕΕ όσο και η Ευρωζώνη δεν ήταν κατάλληλα προετοιμασμένες να αντιμετωπίσουν την κρίση, καθώς δεν έχει υπάρξει ιστορικό προηγούμενο επιτυχημένης νομισματικής ένωσης χωρίς προηγούμενη πολιτική ένωση ή, τουλάχιστον, χωρίς πρόβλεψη θεσμικών μηχανισμών πρόληψης ή αντιμετώπισης κρίσεων σαν αυτή που διέρχεται η χώρα.''

Hiç yorum yok:

Yorum Gönder