Κόλιν Κράουτς, «Ο περίεργος μη θάνατος του νεοφιλελευθερισμού» - δύο κείμενα
Μετά το ξέσπασμα της κρίσης το 2008, πολλοί είχαν σπεύσει να προαναγγείλουν τον θάνατο του νεοφιλελευθερισμού και την επιστροφή στον Κέινς και στην κρατική παρέμβαση. Το κράτος παρενέβη πράγματι, αλλά το έκανε για να διασώσει τον χρηματοπιστωτικό τομέα, συρρικνώνοντας ταυτόχρονα τους μηχανισμούς κοινωνικής προστασίας και τα δικαιώματα του κόσμου της εργασίας. Με την κρατική παρέμβαση η κρίση του ιδιωτικού χρέους μετατράπηκε σε δημοσιονομική κρίση. Και ο νεοφιλελευθερισμός επανεμφανίστηκε πιο επιθετικός, επιβάλλοντας τις πολιτικές λιτότητας και τις «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις» ως τη μοναδική συνταγή για την έξοδο από την κρίση. Με άλλα λόγια, ο νεοφιλελευθερισμός όχι μόνον επέζησε μετά την κρίση που ο ίδιος προκάλεσε, αλλά βγήκε ακόμα πιο ενισχυμένος από αυτήν. Πώς εξηγείται αυτό το παράδοξο;
Ο Βρετανός πολιτικός επιστήμονας Κόλιν Κράουτς προτείνει μια πρωτότυπη και διεισδυτική ερμηνεία. Για να κατανοήσουμε το γιατί ο νεοφιλελευθερισμός δεν πέθανε, χρειάζεται προηγουμένως να ερευνήσουμε τις μορφές που έχει πάρει στην πραγματικότητα ο «υπαρκτός νεοφιλελευθερισμός». Θα διαπιστώσουμε τότε την απόσταση που τον χωρίζει από το υπόδειγμα του οικονομικού φιλελευθερισμού, που είχε επεξεργαστεί η νεοκλασική οικονομική θεωρία. Γνωρίζουμε βέβαια ότι ο νεοφιλελευθερισμός, σε όλες τις παραλλαγές του, προτιμά την ελεύθερη αγορά έναντι του κράτους, γιατί θεωρεί ότι αυτή αποτελεί το καλύτερο μέσο για την επίτευξη των ανθρώπινων επιδιώξεων.
Ο Βρετανός πολιτικός επιστήμονας Κόλιν Κράουτς προτείνει μια πρωτότυπη και διεισδυτική ερμηνεία. Για να κατανοήσουμε το γιατί ο νεοφιλελευθερισμός δεν πέθανε, χρειάζεται προηγουμένως να ερευνήσουμε τις μορφές που έχει πάρει στην πραγματικότητα ο «υπαρκτός νεοφιλελευθερισμός». Θα διαπιστώσουμε τότε την απόσταση που τον χωρίζει από το υπόδειγμα του οικονομικού φιλελευθερισμού, που είχε επεξεργαστεί η νεοκλασική οικονομική θεωρία. Γνωρίζουμε βέβαια ότι ο νεοφιλελευθερισμός, σε όλες τις παραλλαγές του, προτιμά την ελεύθερη αγορά έναντι του κράτους, γιατί θεωρεί ότι αυτή αποτελεί το καλύτερο μέσο για την επίτευξη των ανθρώπινων επιδιώξεων.
Η αντιπαράθεση κράτους και αγοράς δεσπόζει στις πολιτικές διαμάχες των περισσότερων κοινωνιών της Δύσης. Οπως επισημαίνει όμως ο Κράουτς, αυτή η εικόνα της οικονομικής και πολιτικής σύγκρουσης έχει πάψει πλέον να αποδίδει πιστά την πραγματικότητα, επειδή αποκρύπτει την ύπαρξη και την κυριαρχία μιας τρίτης δύναμης, της εταιρείας-γίγαντα. Οι εταιρείες-γίγαντες, που δραστηριοποιούνται ταυτόχρονα σε πολλές χώρες, συγκεντρώνουν μια οικονομική και πολιτική δύναμη μεγαλύτερη από εκείνη του κράτους ή της αγοράς. Και αναπτύσσουν στρατηγικές κυριαρχίας που επηρεάζουν και μετασχηματίζουν τις λειτουργίες τόσο του κράτους όσο και της αγοράς. Ενώ ο ιδεατός νεοφιλελευθερισμός εξυμνεί τις αρετές της ελεύθερης αγοράς και του ανταγωνισμού, ο «υπαρκτός νεοφιλελευθερισμός» εργάζεται στην πραγματικότητα για την επιβολή της κυριαρχίας των εταιρειών-γιγάντων πάνω στη δημόσια ζωή.
Ο κλασικός οικονομικός φιλελευθερισμός είχε διαγνώσει τον κίνδυνο, οι αχαλίνωτες αγορές να οδηγήσουν στο τέλος του ανταγωνισμού και στην καταστροφή των πιο αδύναμων εταιρειών από τις ισχυρότερες. Γι’ αυτό και ευνοούσε μορφές ανταγωνισμού που εξασφάλιζαν την παρουσία μεγάλου αριθμού εταιρειών στην αγορά και εμπόδιζαν τις μεγάλες συσσωρεύσεις εταιρικής εξουσίας. Τόσο η αμερικανική νομοθεσία κατά των ολιγοπωλίων, η οποία αναπτύχθηκε στο πρώτο μέρος του εικοστού αιώνα, όσο και ο γερμανικός ordoliberalismus έθεταν όρια στην κυριαρχία που μπορούν να ασκούν οι μεγάλες εταιρείες στις αγορές. Αυτή η πολιτική αναθεωρήθηκε από τους νεοφιλελεύθερους της Σχολής του Σικάγου (Μίλτον Φρίντμαν), οι οποίοι υποστήριζαν την πλήρη απορρύθμιση, τον αχαλίνωτο ανταγωνισμό και επομένως τη δημιουργία εταιρειών-γιγάντων.Συντελείται έτσι μια στροφή στην ιστορία του καπιταλισμού, που οδηγεί προς μια οικονομία στην οποία κυριαρχούν οι γιγάντιες παγκόσμιες επιχειρήσεις. Αυτή η βαθιά μεταβολή συνοδεύεται από την ακραία συγκέντρωση του πλούτου και την εκρηκτική αύξηση των οικονομικών ανισοτήτων. Η πελώρια οικονομική ισχύς μετατρέπεται σε πολιτική επιρροή και υπονομεύει τον δημοκρατικό πλουραλισμό, μετατοπίζοντας προς τα δεξιά ολόκληρο το πολιτικό φάσμα. Στις συνθήκες της παγκοσμιοποίησης, οι εταιρείες-γίγαντες διαθέτουν μεγαλύτερη πολιτική δύναμη από τις κυβερνήσεις και τα κράτη. Μπορούν να κατευθύνουν τις επενδύσεις τους σε χώρες που τους εξασφαλίζουν τη μέγιστη κερδοφορία. Και οι κυβερνήσεις με τη σειρά τους έχουν αφομοιώσει το νεοφιλελεύθερο μάθημα: αποφεύγουν τις παρεμβάσεις στην οικονομία και προτιμούν τον «βολικό συμβιβασμό» ή τη συμμαχία με τις γιγάντιες παγκόσμιες επιχειρήσεις.
Η νεοκλασική οικονομική θεωρία επαγγελλόταν ένα μοντέλο αγορών που απέβλεπε στην κυριαρχία του καταναλωτή. Ο νεοφιλελευθερισμός της Σχολής του Σικάγου προτάσσει αντίθετα το συμφέρον των μετόχων της επιχείρησης. Υποτίθεται ότι η μεγιστοποίηση του κέρδους των μετόχων αυξάνει τον γενικό πλούτο της κοινωνίας, διασφαλίζοντας έτσι την ικανοποίηση των συμφερόντων όλων των κοινωνικών ομάδων. Η άνοδος αυτής της χρηματοοικονομικής μορφής του καπιταλισμού και η συνακόλουθη ανάπτυξη των χρηματαγορών με βάση το μοντέλο της μεγιστοποίησης της μετοχικής ωφέλειας μετατόπισαν τις υλικές βάσεις της ευημερίας: από τη σοσιαλδημοκρατική συνταγή του κράτους πρόνοιας, των δημόσιων παρεμβάσεων στην οικονομία και της διαχείρισης της ζήτησης από τις κυβερνήσεις, περάσαμε στον νεοφιλελεύθερο μονόδρομο των τραπεζών, των χρηματιστηρίων και των χρηματοπιστωτικών αγορών.
Ο Κράουτς μας προειδοποιεί: θα ήταν λάθος να νομίσουμε ότι μπορούμε εύκολα να απαλλαγούμε από αυτό το παρασιτικό σύστημα και να επιστρέψουμε σε έναν τύπο κεϊνσιανής ή σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής. Στην πραγματικότητα, το νεοφιλελεύθερο μοντέλο εφάρμοσε έναν «ιδιωτικοποιημένο κεϊνσιανισμό» (αντί να δανείζονται οι κυβερνήσεις για να δίνουν ώθηση στην οικονομία, δανείζονταν τα άτομα και οι οικογένειες), χάρη στον οποίο διατηρούσε υψηλά επίπεδα κατανάλωσης και επέτρεπε σε άτομα με μέτρια εισοδήματα να ξοδεύουν χρήματα που δεν είχαν. Κατόρθωνε έτσι να εξασφαλίζει μια «γενική συνενοχή», καθώς τα ατομικά συμφέροντα των περισσοτέρων συνδέονταν με τις χρηματαγορές και εξαρτιόνταν από την τύχη του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Ο Κράουτς εναποθέτει τις ελπίδες του για αλλαγή στη «δύναμη των αδυνάτων», στη δράση δηλαδή της κοινωνίας των πολιτών, στον βαθμό που αυτή μπορεί να υπερασπιστεί αξίες και να πραγματώσει δίκαιους συλλογικούς στόχους.
Θανάσης Γιαλκέτσης στην "Εφημερίδα των Συντακτών"
Η νεοκλασική οικονομική θεωρία επαγγελλόταν ένα μοντέλο αγορών που απέβλεπε στην κυριαρχία του καταναλωτή. Ο νεοφιλελευθερισμός της Σχολής του Σικάγου προτάσσει αντίθετα το συμφέρον των μετόχων της επιχείρησης. Υποτίθεται ότι η μεγιστοποίηση του κέρδους των μετόχων αυξάνει τον γενικό πλούτο της κοινωνίας, διασφαλίζοντας έτσι την ικανοποίηση των συμφερόντων όλων των κοινωνικών ομάδων. Η άνοδος αυτής της χρηματοοικονομικής μορφής του καπιταλισμού και η συνακόλουθη ανάπτυξη των χρηματαγορών με βάση το μοντέλο της μεγιστοποίησης της μετοχικής ωφέλειας μετατόπισαν τις υλικές βάσεις της ευημερίας: από τη σοσιαλδημοκρατική συνταγή του κράτους πρόνοιας, των δημόσιων παρεμβάσεων στην οικονομία και της διαχείρισης της ζήτησης από τις κυβερνήσεις, περάσαμε στον νεοφιλελεύθερο μονόδρομο των τραπεζών, των χρηματιστηρίων και των χρηματοπιστωτικών αγορών.
Ο Κράουτς μας προειδοποιεί: θα ήταν λάθος να νομίσουμε ότι μπορούμε εύκολα να απαλλαγούμε από αυτό το παρασιτικό σύστημα και να επιστρέψουμε σε έναν τύπο κεϊνσιανής ή σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής. Στην πραγματικότητα, το νεοφιλελεύθερο μοντέλο εφάρμοσε έναν «ιδιωτικοποιημένο κεϊνσιανισμό» (αντί να δανείζονται οι κυβερνήσεις για να δίνουν ώθηση στην οικονομία, δανείζονταν τα άτομα και οι οικογένειες), χάρη στον οποίο διατηρούσε υψηλά επίπεδα κατανάλωσης και επέτρεπε σε άτομα με μέτρια εισοδήματα να ξοδεύουν χρήματα που δεν είχαν. Κατόρθωνε έτσι να εξασφαλίζει μια «γενική συνενοχή», καθώς τα ατομικά συμφέροντα των περισσοτέρων συνδέονταν με τις χρηματαγορές και εξαρτιόνταν από την τύχη του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Ο Κράουτς εναποθέτει τις ελπίδες του για αλλαγή στη «δύναμη των αδυνάτων», στη δράση δηλαδή της κοινωνίας των πολιτών, στον βαθμό που αυτή μπορεί να υπερασπιστεί αξίες και να πραγματώσει δίκαιους συλλογικούς στόχους.
Θανάσης Γιαλκέτσης στην "Εφημερίδα των Συντακτών"
Γιατί κυριαρχεί ο νεοφιλελευθερισμός;
Γιώργος Σιακαντάρης © BOOK Press 02/12/2014, αναδημοσίευση "Μεταρρύθμιση"
...Στο μοντέλο της κατανάλωσης. οι αυξήσεις των μισθών, το κράτος πρόνοιας και η διαχείριση της ζήτησης από την κυβέρνηση θεωρούνταν θεμελιώδεις προϋποθέσεις για την εξασφάλιση της εμπιστοσύνης στη λειτουργία του νόμου της ζήτησης και προσφοράς. Εκεί οι τιμές των μετοχών αντικατόπτριζαν τις εμπορικές προοπτικές μιας εταιρείας και εμπεριείχαν σημαντικές πληροφορίες για τις προοπτικές της. Τα συμφέροντα των μετόχων αποτελούσαν το τελευταίο κριτήριο για τη διαμόρφωση της αξίας μιας εταιρείας.
Σήμερα υπάρχει η πλήρης αντιστροφή όλων αυτών, αφού οι τιμές των μετοχών εξαρτώνται πρώτα από τα συμφέροντα των προσωρινών μετόχων και στη συνέχεια από την ίδια την παραγωγή...
...Στο νεοφιλελεύθερο χρηματοοικονομικό μοντέλο, κυρίαρχο ρόλο για τη διαμόρφωση των μετοχών παίζουν όχι τα θεμελιώδη μεγέθη των εταιρειών αλλά τα συμφέροντα των μετόχων όπως αυτά προωθούνται στις δευτερογενείς αγορές. Η δυνατότητα γρήγορης πώλησης και μεταπώλησης των μετοχών, κάτι που ανταμειβόταν με μπόνους για τα μεγαλοστελέχη των τραπεζών, καλλιεργούσε ένα ψεύτικο κλίμα εμπιστοσύνης...
....Οι τράπεζες, για παράδειγμα, έδιναν δάνεια σε δανειολήπτες με επισφαλή θέση, γιατί θεωρούσαν πως η αξία της κατοικίας θα παρέμενε έτσι και αλλιώς σε υψηλά επίπεδα, ακόμη και αν οι δανειολήπτες δεν μπορούσαν αν ανταποκριθούν στις δεσμεύσεις τους. Όταν μαζί με τη ικανότητα των δανειοληπτών κατέρρευσαν και οι τιμές των κατοικιών, κλήθηκε το κράτος να αναπληρώσει τη ζημιά. Ο μεγάλος εχθρός των αγορών γίνεται ο διασώστης τους. Αυτό όμως αποτελεί και την αχίλλειο πτέρνα αυτού του μοντέλου, όπως τέτοια ήταν ο πληθωρισμός για τον Κεϊνσιανό μοντέλο...
...Αυτό το μοντέλο, αν και κατέρρευσε στα τέλη της δεκαετίας του ΄90 με την φούσκα των dot.com, αν και προειδοποίησε από τότε για τα όριά του, εξακολούθησε να κυριαρχεί ώς την κρίση του 2008 επειδή παρέμειναν εν ισχύ οι ταξικοί του τροφοδότες. Αλλά και σήμερα δεν δείχνει να υποχωρεί, για τους ίδιους ακριβώς λόγους. Γιατί δεν υπάρχουν οι πολιτικές αλλά και οι κοινωνικές προϋποθέσεις που θα αμφισβητήσουν πολιτικά και οικονομικά τις ταξικές ορίζουσές του...
...Σήμερα αυτό που κυριαρχεί δεν είναι η δήθεν ελεύθερη αγορά στο κράτος, αλλά η ισχύς των μεγάλων εταιρειών, τόσο μέσα στο κράτος και τις δημόσιες υπηρεσίες όσο και μέσα στις ίδιες τις αγορές. Αυτό είναι το μοντέλο του ιδιωτικοποιημένου Κεϊνσιανισμού και όχι το μοντέλο των ελεύθερων αγορών. Η διαιώνιση αυτού του μοντέλου απειλεί τις ίδιες τις αγορές όσο και τα κράτη. Απειλεί τόσο την Αριστερά όσο και τη Δεξιά. Απειλεί την πολιτική ως έκφραση των δημόσιων συμφερόντων, όπως αυτά προκύπτουν στη διαδικασία ώσμωσης της κυβερνητικής δράσης με τις ατομικές επιδιώξεις. Απειλεί την ίδια τη Δημοκρατία. Δράσεις που σπρώχνουν τα πράγματα από την εταιρική πολιτική διαπλοκή στην εταιρική κοινωνική ευθύνη ή από τους μετόχους στις αξίες της κοινωνίας των πολιτών, αν και καλοδεχούμενες, δεν αρκούν από μόνες τους να αμφισβητήσουν το μοντέλο που μετέθεσε τα χρέη από τα κράτη και τις εταιρείες στους ώμους των πολιτών, το μοντέλο δηλαδή της ιδιωτικοποίησης των κερδών και της κοινωνικοποίησης των ζημιών.
Όσο και να μην αρέσει αυτό στις ρευστές ιδεολογίες της εποχής, για τον συγγραφέα αυτό που μπορεί να αμφισβητήσει την κυριαρχία του Νεοφιλελευθερισμού είναι η τοποθέτηση σε νέο επίπεδο της διάκρισης της Αριστεράς από τη Δεξιά και μια διαφορετική από την κλασική σοσιαλδημοκρατική λειτουργία του κράτους.
Περιττό να αναφέρω εδώ πόσο πολύτιμο είναι ένα τέτοιο βιβλίο σε μια χώρα που η κρίση επιδιώκεται να εξηγηθεί μόνο με την αναφορά στο σπάταλο κράτος και τις καταστροφικές δημόσιες δαπάνες...
Γιώργος Σιακαντάρης - Το νεοφιλελεύθερο Κατηγορώ των δαπανών - "Εφημερίδα των Συντακτών"
Γιώργος Σιακαντάρης - στην "Εφημερίδα των Συντακτών"
Ο Colin Crouch (1944) δίδαξε στο London School of Economics και ήταν καθηγητής Διακυβέρνησης και Δημόσιας Διοίκησης στο Warwick Business School. Σήμερα είναι πρόεδρος του Τμήματος Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών και καθηγητής κοινωνιολογίας στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο.
ΚΟΛΙΝ ΚΡΑΟΥΤΣ: «Ο περίεργος μη θάνατος του νεοφιλελευθερισμού»
Μετάφραση: Αλέξανδρος Κιουπκιολής, Εκκρεμές, 2014, σελ. 262
Η δημοκρατική πολιτική ζωή και η ελεύθερη αγορά αποδυναμώνονται και οι δύο από διαδικασίες που συμβαίνουν σήμερα, αλλά αυτές είναι εν πολλοίς αναπόφευκτες και όχι πάντα επιβλαβείς. Η ελπίδα για το μέλλον δεν βρίσκεται λοιπόν στην εξάλειψή τους ώστε να εγκαθιδρυθεί είτε μια οικονομία καθαρών αγορών είτε μια σοσιαλιστική κοινωνία. Βρίσκεται στην πλήρη υπαγωγή της εταιρείας-γίγαντα στον πολιτικό διάλογο και την αντιπαράθεση.
ΚΟΛΙΝ ΚΡΑΟΥΤΣ: Μεταδημοκρατία
μετάφραση: Αλέξανδρος Κιουπκιολής, Εκκρεμές, 2006, 206 σελ.
μετάφραση: Αλέξανδρος Κιουπκιολής, Εκκρεμές, 2006, 206 σελ.
Η παρακμή των κοινωνικών τάξεων που συνετέλεσαν στην ενεργό και κριτική μαζική πολιτική συνδυάστηκε με την άνοδο του παγκόσμιου καπιταλισμού. Αποτέλεσμα: μια αυτοαναφορική πολιτική τάξη, που ασχολείται περισσότερο με την ανάπτυξη δεσμών με πλούσια επιχειρηματικά συμφέροντα παρά με την εφαρμογή πολιτικών προγραμμάτων που ανταποκρίνονται στις ανησυχίες των απλών ανθρώπων. Στην αυγή του 21ου αιώνα, η πολιτική μοιάζει να μάς γυρίζει πίσω, στον κόσμο που ξέραμε πριν τις αρχές του 20ού αιώνα, όταν η πολιτική ήταν ένα παιχνίδι εξουσίας ανάμεσα σε ολιγαρχικές ομάδες.
Ο Crouch, ωστόσο, ισχυρίζεται ότι η εμπειρία του 20ού αιώνα διατηρείται. Μας υπενθυμίζει τις δυνατότητες που υπάρχουν για την αναζωογόνηση της πολιτικής.
Το συναρπαστικό αυτό βιβλίο είναι πρόκληση για όλους όσοι διατείνονται ότι οι προηγούμενες κοινωνίες έχουν κατορθώσει να πραγματοποιήσουν τον καλύτερο δυνατό κόσμο της δημοκρατίας, και απαραίτητο ανάγνωσμα για οποιονδήποτε ενδιαφέρεται να κατανοήσει τη μορφή της πολιτικής στον 21ο αιώνα.
Το συναρπαστικό αυτό βιβλίο είναι πρόκληση για όλους όσοι διατείνονται ότι οι προηγούμενες κοινωνίες έχουν κατορθώσει να πραγματοποιήσουν τον καλύτερο δυνατό κόσμο της δημοκρατίας, και απαραίτητο ανάγνωσμα για οποιονδήποτε ενδιαφέρεται να κατανοήσει τη μορφή της πολιτικής στον 21ο αιώνα.
A highly approachable and illuminating argument in political economy ... The story is packed with thought-provoking reframings: financial irresponsibility is now a 'collective good'; and 'the idea of a "job"' now seems very weird to me indeed." (The Guardian)