αντικαταναλωτικά etiketine sahip kayıtlar gösteriliyor. Tüm kayıtları göster
αντικαταναλωτικά etiketine sahip kayıtlar gösteriliyor. Tüm kayıtları göster

20 Ocak 2015 Salı

Βασίλης Καραποστόλης,Η μόνη ευχή: ν’ αγαπήσουμε τώρα το απρόβλεπτο/αναδημ. απο το ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΤΟΜΟ/Πηγή: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 7-1-2012



Βασίλης Καραποστόλης,Η μόνη ευχή: ν’ αγαπήσουμε τώρα το απρόβλεπτο


Τα προμηνύματα της κρίσης υπήρχαν εδώ και πολλά χρόνια
Του Βασίλη Καραποστόλη*
Είναι κακομοιριά να τρομάζει κανείς υπερβολικά με το άγνωστο. Και όμως, αυτό συμβαίνει σήμερα. Η άφιξη του νέου χρόνου βρίσκει την ανθρωπότητα ζαρωμένη σε μια γωνιά να παρακολουθεί με δέος τα κύματα του χρόνου που έρχονται καταπάνω της. Ο κόσμος φοβάται αυτό που γεννιέται, αντί να το χαιρετίζει ανυπόμονα. Είναι γιατί μέσα στο καινούργιο κυριάρχησε το απρόβλεπτο. Τα γεγονότα ξέσπασαν ξαφνικά και απροειδοποίητα, είναι αλήθεια αυτό.
Ηρθε η κρίση, ήρθε η αναστάτωση, όλα αυτά που κάνουν τους πάντες να ομολογούν: «Δεν το περιμέναμε». Μα τι να περιμένουν; Κανείς δεν περίμενε τίποτε, πολύ καιρό πριν ενσκήψει η κρίση. Δεν υπήρχαν ούτε αναμονή ούτε προσμονή ούτε πρόβλεψη. Η ίδια η έννοια της πρόβλεψης είχε ήδη υπονομευτεί στις δυτικές κοινωνίες. Μέχρι πριν από μισό αιώνα με βάση κάποιους υπολογισμούς οι άνθρωποι ήταν σε θέση να πιθανολογήσουν το τι θα συμβεί τους επόμενους μήνες, τα επόμενα χρόνια. Οι εκτιμήσεις αυτές τους βοηθούσαν να χαράξουν την πορεία τους, όπως τους βοηθούσε επίσης και το σώμα τους, ο οργανισμός τους με τις φυσικές του ιδιότητες. Τα μάτια, τα χέρια, κάθε όργανο, είχαν τη δυνατότητα να προσαρμοστούν αυτομάτως σε πολλά απρόοπτα. Οταν έρχεται μια δυνατή ριπή ανέμου, τα βλέφαρα κατεβαίνουν και το μάτι μισοκλείνει αμέσως για να εμποδίσει να μπουν η σκόνη και τα σκουπιδάκια. Για πολύ μεγάλο διάστημα το απρόβλεπτο αντιμετωπιζόταν με τα ανακλαστικά των ανθρώπων, με τους θεσμούς τους, με τους νόμους και τα συμβόλαια. Ωσπου αυτή η περίοδος της φυσικής προσαρμοστικότητας έληξε βίαια. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η Δύση δεν έκανε άλλο παρά να παράγει, χωρίς να συνειδητοποιεί, αυτό που θα την εξέπληττε κάποτε δυσάρεστα. Κατασκευάζονταν αντικείμενα και μηχανήματα προορισμένα να εντυπωσιάσουν, να συνεπάρουν, να αιχμαλωτίσουν, να ανατρέψουν συνήθειες, να καταργήσουν κεκτημένους ρυθμούς, να δείξουν με δυο λόγια στον άνθρωπο-δημιουργό τους ότι είναι αντίγραφα της πιο εκπληκτικής, της πιο αστάθμητης πλευράς του πνεύματός του. Το αυτοκίνητο έπρεπε να τρέχει γρηγορότερα, όπως και οι σκέψεις, οι εικόνες στις οθόνες να εναλλάσσονται απότομα, όπως οι εντυπώσεις, οι πόρτες ν’ ανοίγουν μόνες τους και χωρίς θόρυβο, όπως σε κάποια όνειρα. Μπροστά στα κατορθώματά του ο κατασκευαστής έμενε άναυδος. Η δική του αστάθεια, η δική του μεταβλητότητα, όλα τα καπρίτσια της διάνοιας και της φαντασίας του είχαν μεταφερθεί στα αντικείμενα που επρόκειτο να χρησιμοποιήσει. Μοιραία τα δημιουργήματά του θα τον αιφνιδίαζαν. Γιατί το πνεύμα μας μαζί με το εκπληκτικό περιέχει και το παράλογο, και θα ’πρεπε να ήμασταν έτοιμοι, αφού το αποφασίσαμε, να αποδεχθούμε ακόμη κι αυτό: να μην καταλαβαίνουμε καλά το πώς αντί του άλφα είναι ενδεχόμενο να προκύψει το βήτα.
Η κρίση είναι μια τέτοια κολοσσιαία διάψευση. Την προετοίμασε μέσα στον πολιτισμό μας η αντικατάσταση της πρόνοιας από την καινοτομία που έγινε αυτοσκοπός και που κατέληξε να προκαλεί περισσότερες νευρικές εντάσεις παρά περιέργειες. Το θελήσαμε όμως να μείνουμε εμβρόντητοι. Το ζητήσαμε να μαγευτούμε από το ανεξέλεγκτο. Λόγω της ανίας της η Δύση -αφού πλέον είχε ξεφύγει από τα βάσανα- νόμιζε ότι θα διασκέδαζε με το να παίξει ακόμη ένα παιγνίδι, με το άυλο χρήμα αυτή τη φορά. Το άυλο την ξεγέλασε. Αλλά όταν παίζει κανείς με τα άυλα, είναι σαν να παίζει με τα φαντάσματα. Και δεν δικαιούται τότε να λέει ότι τον παραπλάνησαν τα φαντάσματα, γιατί τα τελευταία είναι για να κάνουν αυτό ακριβώς.
Προς τι λοιπόν το παράπονο; Ο κόσμος μας επεθύμησε το καινούργιο υπό τον όρο ότι δεν θα περιείχε το απρόβλεπτο. Ηταν παράλογο αυτό, και κάτι χειρότερο: αφύσικο. Ετσι το πλήγμα ήρθε αναπόφευκτα. Πρέπει να το σκεφτούμε ξανά αυτό, πρέπει να χωνέψουμε την αποτυχία μας. Προβάλλει μήπως το αίτημα ενός νέου φαταλισμού; Οχι αναγκαστικά. Σε κάποιους ίσως ριζώσει, πράγματι, ένα αίσθημα ταπεινωμένης υποταγής σε όσα γίνονται ερήμην τους. Για κάποιους άλλους όμως μπορεί να έχει ακόμη ένα νόημα να επαναπροσανατολιστούν χωρίς αυταπάτες. «Το πεπρωμένο οδηγεί όποιον βούλεται, και όποιον δεν βούλεται, τον σέρνει», είχε πει ο υπομονετικός Σενέκας.
Ας αρνηθούμε λοιπόν να συρθούμε από τα πράγματα κι ας προσπαθήσουμε να πορευτούμε μέσα σ’ αυτό που μοιάζει να συντελείται τυχαία, από τους ανταγωνισμούς, την τρέλα του κέρδους, τη μανία της εξουσίας, την παγκόσμια ανικανότητα για σύναψη συμφωνιών. Η μόνη θεραπεία για το απρόβλεπτο είναι η τήρηση των υποσχέσεων. Κι αυτή η υποχρέωση καταργήθηκε διεθνώς, γελοιοποιήθηκε. Δεν μένει άλλο, επομένως, εκτός από το να συμφιλιωθούμε με την ιδέα ότι υπάρχει το εντελώς αναπάντεχο. Το περιέχουν τα πράγματα και οι καταστάσεις, το φέρει όμως και ο ίδιος ο άνθρωπος. Κάθε φορά που γεννιέται ένα ανθρώπινο πλάσμα, έρχεται στον κόσμο και η δυνατότητα να συμβεί το οτιδήποτε. Η γέννηση είναι ένα μοναδικό συμβάν κι ανάλογα μοναδική μπορεί να είναι και η δράση καθενός. Μπορούμε να ξαναγεννήσουμε τον εαυτό μας, να ξαναγίνουμε δραστήριοι είτε από απελπισία είτε από πείσμα είτε επειδή νιώθουμε πως αυτό είναι το μόνο γόητρο για έναν θνητό. Εύχομαι να ισχύσει το τελευταίο.
* Ο κ. Βασίλης Καραποστόλης είναι καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

18 Ocak 2015 Pazar

Κρίστοφερ Λας, Κορνήλιος Καστοριάδης, Ζαν Κλωντ Μισεά, Η κουλτούρα του εγωϊσμού, /απο το ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ: Η ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ "ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΤΟΜΟ".


Κρίστοφερ Λας, Κορνήλιος Καστοριάδης, Ζαν Κλωντ ΜισεάΗ κουλτούρα του εγωϊσμού, μετάφραση: Χριστίνα Σταματοπούλου, Εναλλακτικές εκδόσεις, Αθήνα 2014, ISBN 978-960-427-155-9.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου:
Το 1986, το βρετανικό τηλεοπτικό κανάλι, Channel 4, οργάνωσε μία συνάντηση ανάμεσα στον Κορνήλιο Καστοριάδη και τον Κρίστοφερ Λας, συνάντηση που πραγματοποιήθηκε, υπό την διεύθυνση και με τη συμμετοχή του Καναδού φιλόσοφου και πολιτικού Μάικλ Ιγνάτιεφ. Αυτή η συνομιλία, που δεν ξαναμεταδόθηκε ούτε μεταγράφηκε ποτέ, μέχρι την πρόσφατη έκδοσή της το 2013, αναλύει τις ηθικές, ψυχολογικές και ανθρωπολογικές επιπτώσεις της ανάπτυξης του σύγχρονου καπιταλισμού. Οι απαρχές της καταναλωτικής κοινωνίας συνοδεύονται από τη γέννηση ενός νέου εγωισμού, που κάνει τα άτομα να αποσύρονται από τη δημόσια σφαίρα και να καταφεύγουν σε έναν αποκλειστικά ιδιωτικό κόσμο. Χωρίς σχέδιο, όμηροι ενός παραισθησιογόνου κόσμου, ναρκωμένου από το μάρκετινγκ και τη διαφήμιση, τα άτομα δεν διαθέτουν πλέον πρότυπα με τα οποία μπορούν να ταυτιστούν. Η συνομιλία ακολουθείται από ένα εκτενές επίμετρο του Ζαν-Κλωντ Μισεά, με τίτλο «Η ψυχή του ανθρώπου στον καπιταλισμό».
***
Πριν από τριάντα ή εξήντα χρόνια, οι άνθρωποι της αριστεράς μιλούσαν για τη Μεγάλη Νύχτα, οι άνθρωποι της δεξιάς για την αέναη πρόοδο κ.λπ. Σήμερα, κανένας δεν τολμάει να εκφράσει ένα φιλόδοξο σχέδιο, ή τουλάχιστον ορθολογικό, που να πηγαίνει πέρα από τον προϋπολογισμό ή από τις προσεχείς εκλογές
Κορνήλιος Καστοριάδης

Περιέγραψα τον «ελάχιστο εαυτό» ή το «ναρκισσιστικό Εγώ» σαν ένα Εγώ που αδειάζει όλο και περισσότερο από κάθε περιεχόμενο, που έχει φτάσει να προσδιορίζει τους στόχους του για τη ζωή με τους πιο περιοριστικούς όρους, με όρους απλής επιβίωσης, καθημερινής επιβίωσης.
Κρίστοφερ Λας

Οι σύγχρονοι άνθρωποι δεν πρόκειται να βρουν τον δρόμο προς μια προσωπική και συλλογική χειραφέτηση, πραγματική και συνάμα γνήσια ανθρώπινη, με το να δαιμονοποιούν ως «αντιδραστική» κάθε αίσθηση ταυτότητας και συγγένειας ή χαρακτηρίζοντας, από θέση αρχής, ως υποχρεωτικά «παρελθοντολατρεία» τη θεμιτή προσήλωση των λαών στη γλώσσα τους, τις παραδόσεις τους και τον πολιτισμό τους – και ως γνωστόν, αυτός είναι, σήμερα, ο σταθερός πυρήνας κάθε αριστερής μεταφυσικής.
Ζαν Κλωντ Μισεά
Απόσπασμα από το βιβλίο (σε αγκύλες οι αντίστοιχες σελίδες του βιβλίου): 
[σελ. 26] (…)Κρίστοφερ Λας
Αυτό που με εκπλήσσει είναι ότι ζούμε σε έναν κόσμο δίχως στέρεη πραγματικότητα…Λέμε συχνά πως η καταναλωτική κοινωνία μας περιβάλλει με αντικείμενα, πως μας ωθεί να τους δίνουμε μεγάλη σημασία, αλλά νομίζω πως πρόκειται για απατηλή ιδέα. Θεωρώ τον κόσμο, μέσα στον οποίο ζούμε, εξαιρετικά ασταθή, πρόκειται για έναν κόσμο που αποτελείται από φευγαλέες εικόνες και που τείνει όλο και περισσότερο -εν μέρει, νομίζω, χάρη στην τεχνολογία των μαζικών μέσων επικοινωνίας- να αποκτήσει έναν παραισθησιογόνο χαρακτήρα: ένα είδος κόσμου από φανταστικές εικόνες, σε αντίθεση με έναν κόσμο πραγματικών αντικειμένων τα οποία να διαρκούν περισσότερο από εμάς. Αυτή η αίσθηση της ιστορικής συνέχειας, που προσφέρει, μεταξύ άλλων η οικειότητα με στέρεα, χειροπιαστά αντικείμενα, δείχνει να υποχωρεί όλο και περισσότερο μπροστά σε μια επίθεση από εικόνες φτιαγμένες, [σελ.27] τις περισσότερες φορές, για να ξυπνάνε τις φαντασιώσεις μας. Πιστεύω πως ακόμα και η επιστήμη, που, μέχρι τώρα, θεωρούνταν ένα από τα κυριότερα μέσα δημιουργίας μιας πιο ορθολογικής, πιο ρεαλιστικής κοσμοαντίληψης, εμφανίζεται, στην καθημερινή μας ζωή, σαν μια διαδοχή τεχνολογικών θαυμάτων που μας κάνουν να πιστεύουμε ότι όλα είναι δυνατά. Σε έναν κόσμο όπου όλα είναι δυνατά, με μία έννοια, τίποτε δεν είναι εφικτό. Κι έπειτα, τα όρια ανάμεσα στο Εγώ και τον περιβάλλοντα κόσμο τείνουν να συγχέονται όλο και περισσότερο.(…)

20 Aralık 2014 Cumartesi

Καταναλώστε χαρουμενα ..


κι αφου η λαιμαργία

εγινε πια καθηκον

Καταναλώστε χαρούμενα

καταναλώστε
αυτά τα Χριστούγεννα
καταναλώστε το μέλλον
αγοράστε με τις Πιστωτικές σας κάρτες

Ποδοπατηστε ο ένας τον άλλον στα πεζοδρόμια της Τσιμισκή
Κάντε ευτυχισμένο τον κύριο Νομάρχη
ε!Δώστε και κάτι στο κοριτσάκι με τα σπίρτα ....


Αγόραζε είπα !!!και σκάσε επιτέλους!
καταναλώστε
καταναλώστε
και βυθίστειτε οσο πιο γρήγορα


μες την την κινούμενη αμμο , την No man'ς Land ,την Έρημη χωρα της απληστίας σας ...

(σαν τους αμνους στην ξενοιαστη-τελευταια - μερα της Βοσκής ...)

29 Kasım 2014 Cumartesi

δειτε ξανά αυτό το κειμενο μεσα απο το φως της τωρινης μετακαταναλωτικής εμπειρίας: Καταναλώνω, άρα υπάρχω Από τον ΘΑΝΑΣΗ ΓΙΑΛΚΕΤΣΗ Κυκλοφόρησε πρόσφατα στη Γαλλία το τελευταίο βιβλίο του Ζιλ Λιποβετσκί με τίτλο «Le bonheur paradoxal» (Gallimard, 2006). Ο γάλλος φιλόσοφος μελετάει τις αντιφάσεις της σύγχρονης καταναλωτικής κοινωνίας και επικρίνει πολλές μονοδιάστατες και απλουστευτικές ερμηνείες της.





Από τον ΘΑΝΑΣΗ ΓΙΑΛΚΕΤΣΗ

Κυκλοφόρησε πρόσφατα στη Γαλλία το τελευταίο βιβλίο του Ζιλ Λιποβετσκί με τίτλο «Le bonheur paradoxal» (Gallimard, 2006). Ο γάλλος φιλόσοφος μελετάει τις αντιφάσεις της σύγχρονης καταναλωτικής κοινωνίας και επικρίνει πολλές μονοδιάστατες και απλουστευτικές ερμηνείες της.

«Το βιβλίο μου είναι μια προσπάθεια να απελευθερώσω τον καταναλωτή από αισθήματα ενοχής», εξηγεί ο Λιποβετσκί μιλώντας στο ιταλικό περιοδικό «L' Espresso». Και συνεχίζει: «Υπάρχει μια ολόκληρη διανοητική παράδοση, τόσο της δεξιάς όσο και της αριστεράς, που δαιμονοποιεί πάντα την κατανάλωση, χαρακτηρίζοντάς την αποκλειστικά με αρνητικό τρόπο. Η παράδοση του καθολικισμού την κατηγορεί ότι απομακρύνει τους ανθρώπους από την πίστη και από την Εκκλησία. Για την αριστερά αντιπροσωπεύει την παντοδυναμία του χρήματος, την ιδιωτικοποίηση της ζωής και την άρνηση της πολιτικής στράτευσης. Υπάρχουν έπειτα και εκείνοι που αποδίδουν στον καταναλωτισμό την ευθύνη για τον κυρίαρχο κομφορμισμό και τη μαζοποίηση, χωρίς να ξεχνάμε και τους άλλους που τον κατηγορούν ότι είναι ένας από τους πιο αποτελεσματικούς φορείς του σύγχρονου μηδενισμού. Η καταναλωτική κοινωνία, όμως, μας έβγαλε οριστικά από τον 19ο αιώνα και έπαιξε ένα βασικό ρόλο στη διαδικασία εκδημοκρατισμού της κοινωνίας.

Υπήρξε ένας φορέας αυτονόμησης της ύπαρξης. Πίσω από τον μαζικό καταναλωτισμό υπάρχει το γεγονός ότι τα πρόσωπα γίνονται άτομα προικισμένα με μια μεγάλη αυτονομία σε σχέση με τους θεσμούς και τις κοινωνικές ομάδες. Δεν μπορούμε, για παράδειγμα, να σκεφτούμε τον γαλλικό Μάη του '68, την απελευθέρωση των ηθών, το φεμινιστικό κίνημα και τη σεξουαλική απελευθέρωση χωρίς να λογαριάσουμε τον ηδονισμό που εμφανίστηκε μαζί με τον καταναλωτισμό».

Με δυο λόγια, δεν υπάρχει ελευθερία χωρίς κατανάλωση. Και αντίστροφα, όποιος προτείνει μια σπαρτιατική κοινωνία, στην πραγματικότητα δεν θέλει μια κοινωνία βασιζόμενη στα ατομικά δικαιώματα και στην ελεύθερη επιλογή των πολιτών. Το αληθινό πρόβλημα, σύμφωνα πάντα με τον Λιποβετσκί, δεν είναι η υπερβολή στην κατανάλωση αλλά ο αυξανόμενος αριθμός εκείνων που αποκλείονται από αυτήν. «Σήμερα στη Δύση υπάρχουν νέες ζώνες φτώχειας απολύτως ανησυχητικές. Και σε έναν κόσμο που κυριαρχείται από τον καταναλωτισμό, όποιος αποκλείεται από αυτόν είναι σαν να μην υπάρχει».

Στον Μποντριγιάρ, που είχε καταγγείλει την καταναλωτική κοινωνία ως έναν κόσμο κυριαρχούμενο από την αλλοτρίωση των υποκειμένων και από την απουσία στοχασμού, ο Λιποβετσκί απαντάει ότι δεν είναι πλέον έτσι. Αντίθετα, μάλιστα, ο τουρμποκαταναλωτισμός, ακριβώς επειδή αυξάνει υπέρμετρα τις δυνατότητες επιλογής του ατόμου, προκαλεί την εμφάνιση πιο προσεκτικών και περισσότερο κριτικών καταναλωτών, οι οποίοι πριν αγοράσουν σκέφτονται, αξιολογούν, πληροφορούνται.

Η κατανάλωση «έχει γίνει προβληματική, το εμπόρευμα δεν είναι πλέον αθώο και η αγορά του δεν γίνεται μόνον παρορμητικά».

Ο άνθρωπος-καταναλωτής του 21ου αιώνα είναι ένας ελεύθερος και προσεκτικός άνθρωπος, ο οποίος -διαφορετικά από όσα υποστηρίζουν όσοι παρουσιάζουν την καταναλωτική κοινωνία σαν το βασίλειο της έλλειψης αυθεντικότητας- δεν αγοράζει πλέον για να αναγνωριστεί από τους άλλους ή για να διακριθεί σε σχέση με μιαν ομάδα. Η λογική του status symbol υπάρχει ακόμα, αλλά δεν είναι πλέον η κυριότερη κινητήρια δύναμη των αγορών.

«Σήμερα κυριαρχεί μια λογική αναζήτησης συγκινήσεων και εμπειριών. Οι άνθρωποι καταναλώνουν για τον εαυτό τους και για την απόλαυσή τους. Η κατανάλωση είναι προσωποποιημένη και όχι υποχρεωτικά επιδεικτική. Η κυρίαρχη λογική είναι προσανατολισμένη προς τους εαυτούς μας περισσότερο παρά προς το βλέμμα των άλλων. Η εμπορική λογική επιβάλλει βέβαια παντού μια συμπεριφορά που λειτουργεί πάντα σε συνάρτηση με τη σχέση κόστους-ωφέλειας. Στο παρελθόν ορισμένες επιλογές υπαγορεύονταν από την παράδοση, από τη θρησκεία, την πολιτική ιδεολογία, την ηθική, το σύστημα αξιών. Σήμερα, όμως, ο πολίτης-καταναλωτής συμπεριφέρεται πάντα όπως στο σουπερμάρκετ, συγκρίνοντας τις διάφορες προσφορές και επιλέγοντας την πιο συμφέρουσα. Θέλει ένα αποτέλεσμα αντίστοιχο με την επένδυση».

Ο Λιποβετσκί αρνείται να δαιμονοποιήσει τον καταναλωτισμό, αλλά ταυτόχρονα παίρνει αποστάσεις και από κάθε άκριτη απολογία της καταναλωτικής κοινωνίας. Το δεύτερο μέρος του βιβλίου του φωτίζει τις αντιφάσεις που απειλούν εκ των ένδον τον υποτιθέμενο καταναλωτικό παράδεισο στον οποίο ζούμε. Και επισημαίνει ότι η ευτυχία που μας υπόσχεται η κατανάλωση δεν έρχεται ποτέ. «Τα έχουμε όλα, είμαστε ελεύθεροι, μπορούμε να προμηθευτούμε το καθετί σε οποιαδήποτε στιγμή κι ωστόσο είμαστε αβέβαιοι και δυστυχισμένοι».

Για να εξηγήσει αυτή την αντίφαση, ο Λιποβετσκί υπογραμμίζει ότι ο κυρίαρχος ατομικισμός έχει αποδυναμώσει και έχει κάνει πιο εύθραυστα τα άτομα. «Η καταναλωτική κουλτούρα άλλαξε ριζικά την εκπαίδευση και την κοινωνικοποίηση των ατόμων, τα οποία φαίνεται να είναι αφοπλισμένα, ανίκανα να αντιδράσουν στις αντιξοότητες και στις απογοητεύσεις. Είναι τέκνα της κουλτούρας του ηδονισμού, της άμεσης απόλαυσης με κάθε τίμημα και σίγουρα δεν έχουν συνηθίσει στην αυταπάρνηση και στην αναμονή».

Τίποτα δεν μας βεβαιώνει, όμως, ότι αυτός ο καταναλωτικός πολιτισμός θα διαρκέσει αιώνια. Λέει ο Λιποβετσκί: «Αν κάποτε βγούμε από αυτό το σύστημα αυτό θα συμβεί χάρη σε μια ριζική πολιτισμική στροφή, σε μιαν αλλαγή αξιών. Ο καταναλωτικός ηδονισμός θα χάσει την πρωταρχική του θέση. Τις αξίες τις δημιουργούν οι άνθρωποι. Και καθώς το τωρινό σύστημα, μολονότι ικανοποιεί πολλές επιθυμίες, δεν μας ικανοποιεί πλήρως, θα έρθει η μέρα που οι άνθρωποι θα επινοήσουν κάτι άλλο. Στο παρελθόν εξάλλου διάφοροι πολιτισμοί έζησαν με βάση αξίες πολύ διαφορετικές από εκείνες της ξέφρενης κατανάλωσης». 7 - 23/07/2006

5 Ekim 2014 Pazar

Ο πολιτισμός της μεταβιομηχανικής Δύσης / Bell, Daniel/ ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΉ ΜΕ ΤΙΤΛΟ Πολιτιστικές αντιφάσεις, Μαραγκόπουλος, Α. / ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΒΗΜΑ 27/06/1999


Ο αμερικανός κοινωνιολόγος Ντάνιελ Μπελ και ο όψιμος καπιταλισμός υπό το πρίσμα της «κουλτούρας». Θεμελιώδεις παρατηρήσεις για την αστική κοινωνία των Ηνωμένων Πολιτειών, που με την παγκοσμιοποίηση αγγίζουν και τον δικό μας κόσμο.

Πολιτιστικές αντιφάσεις

Πολιτιστικές αντιφάσεις




 
Ο εκμαυλιστής μοντέρνος
Το πρώτο πράγμα που θα επισημάνω για ένα τόσο σημαντικό βιβλίο είναι ότι το θέμα του μόνο εν μέρει ανταποκρίνεται στον ελληνικό τίτλο του. Ο πρωτότυπος τίτλος, «Οι πολιτιστικές αντιφάσεις του καπιταλισμού», περιέχει το ουσιώδες που ο γενικόλογος ελληνικός τίτλος αποσιωπά. Επιπλέον ο νέος τίτλος δημιουργεί την εντύπωση μιας «αποδοχής» του μεταβιομηχανικού πολιτισμού· διόλου δεν προϊδεάζει για την παρακμή της νεωτερικότητας (και επομένως του αντίστοιχου πολιτισμού) που ως θεμελιακός άξονας διαπερνά τη δομή του βιβλίου.
Ο κοινωνιολόγος Ντάνιελ Μπελ (γενν. 1919, Νέα Υόρκη) έχει σαφή επίγνωση του κενού που άφησε ο μαρξισμός όσον αφορά μια αξιόπιστη θεωρία της κουλτούρας που να υπερβαίνει το γνωστό μανιχαϊστικό αξίωμα της βάσεως και του εποικοδομήματος. Εδώ έγκειται η χρηστικότητα του βιβλίου του. Είναι από τα ελάχιστα βιβλία που κρίνουν τον όψιμο καπιταλισμό υπό το πρίσμα της κουλτούρας. Από τα ελάχιστα επίσης βιβλία που ερευνούν τη νεωτερικότητα ως τις έσχατες κοινωνικές της συνέπειες.
Επιθυμίες και ανάγκες
Ας δούμε πρώτα τα κυριότερα σημεία της θεωρίας του Ντάνιελ Μπελ. Από τα μέσα του 19ου αιώνα ως και σήμερα η οικονομία και η κουλτούρα στη Δύση είχαν κοινή μήτρα την αστική κοινωνία, μια κοινωνία που συνέδεσε τις κατακτήσεις της με την απόρριψη της παράδοσης και της αυθεντίας του παρελθόντος. Ωστόσο στις απαρχές της αυτή η κοινωνία κατάφερε τόσο στην οικονομία όσο και στην κουλτούρα της να εξασφαλίσει μια ισορροπία ανάμεσα στο «συντηρητικό» παρελθόν και στη γενική τάση της για «απελευθέρωση». Η αστική οικονομία ξεκίνησε παλεύοντας να εξασφαλίσει μια ενότητα ανάμεσα σε δύο αντιφατικά «ορμέμφυτα»: στον ασκητισμό του οικονομείν αφενός, που περιέβαλε την εργασία με θρησκευτικό και ηθικό νόημα ­ άμεση απόρροια του προτεσταντικού credo (όπως απέδειξε ο Max Weber) ­, και στην κτητικότητα αφετέρου, την αδηφάγο επιθυμία κατοχής συνεχώς περισσότερων αγαθών. Ως μέσον για την επίτευξη αυτής της δύσκολης ενότητας χρησίμευσε ο ορθός λόγος, η ορθολογικοποίηση της παραγωγής σε πλαίσια που αντιμετωπίζουν ακόμη και τους εμπλεκομένους σ' αυτήν ως πράγματα. Τα δύο αντίπαλα «ορμέμφυτα», στις απαρχές του καπιταλισμού, συνυφάνθηκαν σε μια ενότητα ικανή να νομιμοποιεί ηθικά και κοινωνικά την καπιταλιστική συμπεριφορά· αλλά στο τέλος, με τη μετατόπιση του καπιταλισμού από την παραγωγή στην κατανάλωση (δηλαδή με την προοδευτική έμφαση στα διαρκή καταναλωτικά αγαθά, όπως αυτοκίνητα, ηλεκτρικές συσκευές κτλ.) επικράτησε η κτητικότητα, υπερβαίνοντας σήμερα σε βαθμό ύβρεως την κάλυψη αυτών που ορίζονται ως ανθρώπινες ανάγκες (και που σαφώς αντιδιαστέλλονται προς τις εσαεί βουλιμιώδεις ανθρώπινες επιθυμίες).

Η κουλτούρα της αστικής τάξης ξεκίνησε με τη σειρά της παλεύοντας να διατηρήσει μια ενότητα ανάμεσα σε εξίσου αντιφατικά «ορμέμφυτα»: αφενός στο ιερό, αυτό που καθορίζει όρια παραβάσεως και ηθικής για το ανθρώπινο, αυτή τη συλλογική τράπεζα της παράδοσης, στην οποία η ανθρωπότητα πριν από τον καπιταλισμό αποταμίευε την εμπειρία της ζωής και όπου σε δύσκολες ώρες προσέφευγε ως σε αγκυροβόλιο· και αφετέρου στο δαιμονικό, την τάση για το παράλογο, το καταστροφικό, το μηδενιστικό, το σκοτεινό, το διονυσιακό, το ανορθολογικό. Ως μέσο για την επίτευξη αυτής της ενότητας στις απαρχές του καπιταλισμού χρησίμευσε η θρησκευτική πίστη, με την πολύ ευρεία έννοια του όρου, αλλά και με την έννοια του προστατευτικού τελετουργικού που εξασφαλίζει η θρησκεία. Στο τέλος όμως και εδώ η βαθμιαία έλλειψη ενός κέντρου, είτε εθνικού είτε διεθνούς, ο θρυμματισμός της κουλτούρας σε αυτόνομα κομμάτια, έξω από κάθε δεσμό με την οικουμενική ή την εθνική παράδοση, οδήγησε στην επικράτηση του δαιμονικού στοιχείου ­ με θλιβερή κατάληξη να κυριαρχεί σήμερα, σε όλες τις εκδηλώσεις του πολιτισμού, το χυδαίο, το χαμηλό, το φτηνό, το ανήθικο, το ανίερο.
Σε αυτή τη δίδυμη επικράτηση της κτητικότητας και του ανίερου στον σύγχρονο καπιταλιστικό κόσμο, ως διαλυτικών ροπών στην ενότητα της κοινωνίας, καταλυτικό ρόλο έπαιξε ο, κατά τον Μπελ, «εκμαυλιστής» μοντερνισμός. Εμμένοντας στην αυτονομία της αισθητικής έναντι των ηθικών προτύπων· αποδίδοντας μεγαλύτερη αξία στο νέο και στο πειραματικό, και, τέλος, αποθεώνοντας το Εγώ ως λυδία λίθο κάθε ζητήματος σχετικού με την κουλτούρα, ο μοντερνισμός τροφοδότησε την τάση της κτητικότητας στην αστική οικονομία δυναμιτίζοντας το πρωταρχικό αστικό όραμα της προτεσταντικής ηθικής. Αυτή η διαδικασία, στις αρχές αυτού του αιώνα και ως τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, υπήρξε αναμφισβητήτως η αιτία για ένα από τα «μεγαλύτερα δημιουργικά ξεσπάσματα στη δυτική κουλτούρα»· αλλά σήμερα, στη μεταβιομηχανική και μεταμοντέρνα εποχή, έχει πλέον οδηγήσει στην απόλυτη δημιουργική παρακμή.
Οταν στη διάρκεια της «αμερικανικής» δεκαετίας του εξήντα η μοντερνιστική «απελευθέρωση» πέρασε από τη σφαίρα της υψηλής τέχνης και κουλτούρας στη μαζική παραγωγή και κατανάλωση με τη μορφή του μεταμοντερνισμού, ενσωματώθηκε θαυμάσια σε έναν εξίσου «απελευθερωμένο» στις κτητικές ορέξεις του καπιταλισμό· ο τελευταίος δεν δεσμεύεται πλέον από τις οποιεσδήποτε αξίες του ορθού λόγου ή της αστικής ηθικής. Τον κόσμο της σύγχρονης καπιταλιστικής επιχείρησης κυβερνά ένας εικονικός ορθολογισμός (της παραγωγής και οργάνωσης), ένα εικονικό ήθος (της αφοσίωσης στην επιχείρηση). Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στις εικόνες αίγλης και ερωτισμού με τις οποίες προωθεί τα προϊόντα της η καπιταλιστική επιχείρηση, ή στα στελέχη των εταιρειών: δουλευταράδες την ημέρα, αποχαλινωμένοι γλεντζέδες τη νύχτα. Αυτή η «αποδέσμευση» από την αστική ηθική της οικονομίας έχει ήδη προοικονομηθεί από τη μοντερνιστική κουλτούρα του απόλυτα αποδεσμευμένου Εγώ ­ της «ατομικής απελευθέρωσης» που αναζητά μονίμως το δαιμονιακό και το ανίερο.
Συνοψίζοντας: ο καπιταλισμός στη μεταβιομηχανική εποχή που διανύουμε έχει υποκύψει σε δύο ενδογενείς αντιφάσεις: αφενός στην αντίφαση του οικονομείν και της κτητικότητας, αφετέρου στην αντίφαση της αστικής κουλτούρας (το ιερό, η θρησκεία) και της νεωτερικότητας (το δαιμονικό, το ανίερο). Η κατάληξη είναι μια κοινωνία που στερείται απαντήσεων στα βασικά ερωτήματα της ζωής. Στη θέση τους επιδεικνύει την καταλήστευση της παγκόσμιας πολιτιστικής αποθήκης, την άρνηση της επιστημονικής μεθόδου, την απαλοιφή της διάκρισης μεταξύ υψηλής και κατώτερης κουλτούρας και έναν απεριόριστο σχετικισμό στο πεδίο της κοινωνικής ή όποιας άλλης κριτικής.
Σε μια εποχή που έχει χάσει τα όποια οράματά της, σε μια εποχή που η κουλτούρα της κατανάλωσης συνιστά τον θεμελιώδη τρόπο ζωής, σε μια εποχή που το αμερικανικό πολιτιστικό «παράδειγμα» έχει φθάσει στο σημείο να προετοιμάζει κοινωνίες συναίνεσης στη βαρβαρότητα του πολέμου, εποχή που αναγορεύει οτιδήποτε σε καθολική αξία εν τη απουσία καθολικών κριτηρίων αξιολόγησης, εποχή που οι δεσμοί με την παράδοση όχι μόνο έχουν κοπεί αλλά και κάθε απόπειρα επανασύνδεσης μαζί της λοιδορείται, η εκ πρώτης όψεως συντηρητική σκέψη του Μπελ πιστεύω ότι το λιγότερο αξιώνει την περίσκεψη.
Το βιβλίο συνιστά προϋπόθεση για κάθε συζήτηση που αφορά τον μοντερνισμό και τον μεταμοντερνισμό. Σε αυτό το βιβλίο οι Ηνωμένες Πολιτείες κρίνονται ως παραδειγματικό μοντέλο αστικής κοινωνίας· ο Μπελ δίνει ιδιαίτερη έμφαση στη δεκαετία 1920-1930, καθώς και στις δεκαετίες 1950-1960, ενώ αναπτύσσει την κρίση του από μια ασφαλή απόσταση που ξεκινάει από το 1978 (Προλεγόμενα) και καταλήγει στα 1996 (Επιλεγόμενα). Αυτό το διάστημα ('78-'96) συμπίπτει με τις θεμελιώδεις αλλαγές που έφερε η παγκοσμιοποίηση και στη δική μας κουλτούρα. Το βιβλίο ως εκ τούτου αποτελεί εξαιρετική βάση για τη συζήτηση φαινομένων που στην Ελλάδα είτε ακόμη παρουσιάζονται ως καινούρια είτε επανεκτιμώνται στις νέες συνθήκες, όπως της αντίφασης υψηλής και χαμηλής κουλτούρας, εθνισμού και οικουμενικότητας, καθώς και γενικοτέρων ζητημάτων της μαζικής κουλτούρας ­ στον βαθμό βεβαίως που όλα αυτά αγγίζουν την περιφερειακή ζωή μας.
Ο κ. Αρης Μαραγκόπουλος είναι συγγραφέας. Από τις εκδόσεις Κέδρος κυκλοφορεί το μυθιστόρημά του «Οι ωραίες ημέρες του Βενιαμίν

ΒΛ  ΚΑΙ Ο Προλογός μου στην έκδοση του 1978 αυτού του βιβλίου κατέληγε με μια τελική παρατήρηση για τη θρησκεία. Το ίδιο και τούτος ο Επιλόγος. Οι θρησκείες, καθ' εαυτές καί αφ' εαυτών, μπορούν να είναι σκληρές και άτεγκτες, όπως έχουμε διαπιστώσει από την Ιερά Εξέταση ως τον φετφά του Άγιατολάχ Χομεϊνί για τον Salman Rushdie. Όλες τους ενσαρκώνουν τις διεκδικήσεις των πιστών επί απολύτων καί αποκλειστικών αληθειών. Όλες τους επικαλούνται το όνομα του Θεού. Άλλα το θεμελιώδες γεγονός είναι πώς δεν ξέρουμε ποιος μιλάει με τον Θεό.

Κατ' έμέ, θρησκεία δεν είναι η σφαίρα του Θεού ή των θεών. Είναι η αίσθηση, μια αναγκαία αίσθηση, του ιερού, αυτού πού βρίσκεται πέρα από μας και δεν μπορούμε να το υπερβούμε. Στον ιουδαϊσμό υπάρχει ή έννοια του Havdolah, του διαχωρισμού, ενός διαχωρισμού τον οποίο επικαλούνταν ο Emile Durkheim, απόγονος ο ίδιος μιας σειράς ραββίνων — του διαχωρισμού του ιερού από το ανίερο, του υπερβατικού από το εγκόσμιο, του φωτεινού από το σκοτεινό. Μια από τις κατηγορίες που διατύπωσα εναντίον του καπιταλισμού και του μοντερνισμού είναι οτι στο αχόρταγο τους κομμάτιασμα όλων των δεσμών δεν υπήρξε «τίποτα ιερό». Η αποτυχία του καπιταλισμού και τώρα του μεταμοντερνισμού να καθιερώσουν όρια παραβάσεως —κάτι πού θα έκανε μια θεωρία φυσικού δικαίου— δείχνει οτι οι πολιτιστικές αντιφάσεις τόσο του καπιταλισμού όσο και του μεταμοντερνισμού παραμένουν.
Στη Δύση, στην οικονομική και στην πολιτιστική σφαίρα, η προτεσταντική ηθική (ένας μύθος τώρα πλέον) έχει κατανικηθεί από την κτητικότητα, και ο μοντερνισμός έχει καταλήξει στο τέλμα του μεταμοντερνισμού και του «ΡοΜο». Στο αντιμάμαλο της παγκόσμιας οικονομίας, ο καπιταλισμός έχει τώρα σπρωχθεί ανατολικά προς τον Ειρηνικό, όπου ένα καινούργιο ρεύμα κτητικότητας (και ανισοτήτων) και μια ιδεολογία νεο-κομφουκιανισμού (και πολιτικού εθνικισμού) έχουν γίνει οι επίσημες σφραγίδες μιας νέας εποχής. Το να επιμένουν περήφανα σ' ένα ιστορικό στάδιο μπορεί ν' αποτελεί προσώρας ένα αρκετά ικανοποιητικό επίτευγμα για εκείνα τα ασιατικά έθνη — αν και η διαγραφόμενη δύναμη της Κίνας ενδέχεται να προαγγέλλει μιαν απειλή. Αλλά το βαθύτερο ερώτημα παραμένει: Εάν δεν μπορεί πλέον κανείς να καταφύγει στη παράδοση και τη θρησκεία, τι άλλο θ' απομείνει από την οικονομική δύναμη και τον πολιτιστικό συγκρητισμό γι' αυτούς τους «νέους» πολιτισμούς, αν όχι κάποιες επιπρόσθετες αντιφάσεις του καπιταλισμού;

Ντάνιελ Μπέλ
«Ο Πολιτισμός της Μεταβιομηχανικής Δύσης»
Εκδόσεις Νεφέλη 1999 – Σελ.379

http://anagnosmatario.blogspot.gr/2011/10/daniel-bell.html

24 Eylül 2014 Çarşamba

Ένας δικός μας άνθρωπος: Ο Κρίστοφερ Λάς και η εντολή για πολιτική της λαϊκότητας του Άντριου Τζ. Μπάσεβιτς... ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΜΠΛΟΓΚ Μετά την κρίση

Ένας δικός μας άνθρωπος: Ο Κρίστοφερ Λάς και η εντολή για πολιτική της λαϊκότητας

Μια παρουσίαση της βιογραφίας του Κρίστοφερ Λάς: 
Eric Miller - Hope in a Scattering Time: A Life of Christopher Lasch (Grand Rapids: Eerdmans, 2010). 
στο περιοδικό World Affairs  (τεύχος Μαΐου - Ιουνίου 2010),
επίσημη έκδοση από το 1837 της American Peace Society


Ένας οξύς παρατηρητής που έβρισκε ανυπόφορο το status quo ήταν ο αείμνηστος Christopher Lasch (1932-1994): Ιστορικός, πολιτισμικός κριτικός, πρόσωπο που πορευόταν αντίθετα στο ρεύμα, ανθεκτικός οδοιπόρος. Παιδί του Middle Border [Μεσοδυτικού Συνόρου των ΗΠΑ με τον Καναδά], γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Νεμπράσκα, πριν οι γονείς του μετακομίσουν στο Σικάγο, ο Lasch, γράφει ο Eric Miller, "ήταν ένας γεωμέτρης που μετρούσε και εξερευνούσε τον άγριο και έρημο τόπο". Η ερημιά αυτή ήταν η σύγχρονη Αμερική. Αυτό που ο Lasch ανακάλυψε, είναι ότι υπάρχουν παθολογικές καταστάσεις που διαφημίζονται και προωθούνται από τις ελίτ ως «πρόοδος», για δικό τους όφελος, με ελάχιστη μέριμνα για το κοινό καλό.
Ο Miller, ο οποίος διδάσκει ιστορία στο Κολλέγιο της Γενεύης, έγραψε μια βιογραφία του Λάς με τον υποβλητικό τίτλο "Ελπίδα σε μιαν Εποχή Διασκορπισμού". Ωραίο, στοχαστικό και εμψυχωτικό βιβλίο, δεν θα μπορούσε να υπάρξει πιό επίκαιρη στιγμή για την κυκλοφορία του.   
Στην εποχή μας, η πολιτική της προόδου έχει περάσει πέρα από το σημείο εξάντλησης. Άν υπήρχαν κάποιες αμφιβολίες γι' αυτή τη διαπίστωση, η μεγάλη ασυμφωνία ανάμεσα στις προσδοκίες που δημιούργησε η εκλογή του Προέδρου Ομπάμα και την αποκαρδιωτική πραγματικότητα της εποχής Ομπάμα, τις έχει διαλύσει μια για πάντα. Μόνον απατεώνες και ηλίθιοι περιμένουν από την Ουάσιγκτον να βρει λύσεις στα προβλήματα που ταλανίζουν την αμερικανική κοινωνία σήμερα. Πράγματι, ο περαιτέρω σεβασμός στα κατεστημένα κέντρα εξουσίας, για θέματα εσωτερικά ή εξωτερικά, ασφαλώς θα διαιωνίσει ή και θα επιδεινώσει τα προβλήματα αυτά. 
Οι καιροί απαιτούν λοιπόν μια ερευνητική επανεκτίμηση της Αμερικανικής πραγματικότητας. Ούτε η αριστερά, ούτε η δεξιά - ειδικά στην αλλοιωμένη μορφή που βρίσκονται τα υπαρκτά κόμματα των Δημοκρατικών και των Ρεπουμπλικανών - έχουν την ικανότητα να φέρουν σε πέρας μια τέτοια επανεκτίμηση. Για να επανεξετασθούν οι πρώτες αρχές, απαιτείται ένα σημείο με πλεονεκτική θέα, μια εντελώς διαφορετική σκοπιά, στηριγμένη σταθερά στην Αμερικανική εμπειρία, που θα προσφέρει κάτι διαφορετικό από απαγγελία διάφορων στερεότυπων και από πόζες μπροστά στις κάμερες.
Ο Lasch καταλαμβάνει ένα τέτοιο σημείο και μιλά απ' αυτή τη θέση. Με μια σειρά από βιβλία, μεταξύ των οποίων το Λιμάνι σ' έναν άκαρδο κόσμο - Η οικογένεια υπό πολιορκίαν (Haven in a Heartless World, 1977), Η κουλτούρα του ναρκισσισμού (The Culture of Narcissism, 1979) και Ο Αληθινός και Μοναδικός Παράδεισος (The True and Only Heaven, 1991), προσπάθησε, σύμφωνα με τα λόγια του Miller, "να επιχειρηματολογήσει και να πείσει τους Αμερικανούς για την αληθινή φύση της κατάστασής τους". Σαν προφήτης της Εβραϊκής Βίβλου, μεταφερμένος στην Αμερική ενώ βρισκόταν στο απόγειο της δύναμής του, ο  Lasch "κινήθηκε με πνεύμα αναμέτρησης, ξεκαθαρίσματος λογαριασμών, ασκώντας ελεύθερα κριτική προς όλους". Οι συμπατριώτες του μπορούσαν να επιλέξουν: Να ακούσουν ή να κωφεύσουν. Δεν ήταν δική του δουλειά ν' αποφασίσει. Δουλειά του ήταν απλά να λέει την αλήθεια και να την προσφέρει για την λάβουν υπόψη τους. Αυτό ήταν αποφασισμένος να κάνει, ακόμη και άν άλλοι έβρισκαν σκληρές ή ανεπιθύμητες τις ετυμηγορίες που εξέδιδε.
Ν' αρχίσουμε με το ίδιο το θέμα της προόδου. Συντηρητικοί και Φιλελεύθεροι ισχυρίζονται ότι διαφέρουν ως προς τον τρόπο που την ορίζουν και ως προς τον καλύτερο τρόπο να την επιτύχουν. Ωστόσο, τα δύο στρατόπεδα συμφωνούν σ' αυτό το κοινό σημείο αναφοράς: Η πρόοδος που προωθούν είναι ποσοτική. Γίνεται πραγματικότητα όταν συγκεντρώνονται όλο και περισσότερα: Επιλογή, αφθονία, πρόσβαση, αυτονομία και επιρροή.
Ορισμένη με αυτόν τον τρόπο, η πρόοδος εμπλουτίζει σταδιακά την Αμερικανική ζωή, καθιστώντας την πιο δημοκρατική και επιτρέποντας τους Αμερικανούς σε όλο και μεγαλύτερους αριθμούς να ασκήσουν την ελευθερία. Ο Lasch απέρριψε αυτή την πρόταση. Η πρόοδος, πίστευε, μετατρέπει την Αμερική σε μια πνευματική έρημο. «Το ερώτημα για σοβαρούς ιστορικούς», έγραψε το 1975, «δεν είναι κατά πόσον η πρόοδος απαιτεί ένα τίμημα, αλλά αν η ιστορία της σύγχρονης κοινωνίας μπορεί να θεωρηθεί πρόοδος κατά κύριο λόγο». Η δική του απάντηση στο ερώτημα αυτό ήταν ένα ηχηρό «Όχι».
Όπου οι άλλοι είδαν πρόοδο, ο Lasch είδε καταστροφή. Η δική του ερμηνεία για το παρελθόν του έθνους, σύμφωνα με τον Miller, "είχε ως επίκεντρο όχι τη μεγάλη, ηρωική κίνηση από το αυταρχικό έλεγχο προς την ελευθερία, όπως υποθέτουν οι περισσότεροι Αμερικανοί, αλλά μάλλον τη μετάβαση από μία μορφή άμετρου κοινωνικού ελέγχου σε μια άλλη".  Μια φαύλη συνεργασία μεταξύ αγοράς και κράτους μετέτρεπε τους πολίτες σε καταναλωτές, ενώ διείσδυε στις πιο ενδόμυχες σφαίρες της ανθρώπινης ύπαρξης. Ξεριζωμός και χρόνιο άγχος καθορίζουν όλο και πιό πολύ την καθημερινή Αμερικανική ζωή, και τα άτομα προσπαθούν να καλύψουν το κενό που προκύπτει, με ψυχαναγκαστικές προσπάθειες να ικανοποιήσουν ακατεύναστες ορέξεις. Η αγορά προσφέρει μια σειρά από λύσεις, συνήθως χημικές ή τεχνολογικές, για "παλιές δυσαρέσκειες", όπως η "μοναξιά, η ασθένεια, η κούραση, [και] η έλλειψη σεξουαλικής ικανοποίησης". Άλλοι ακολούθησαν μια διαφορετική διαδρομή διαφυγής, συνδέοντας ωστόσο τον εαυτό τους διακριτικά ή και ως αντιπρόσωποι, "με αυτούς που ακτινοβολούν διασημότητα, εξουσία και χάρισμα".  
Καθώς αναζητούσαν ανακούφιση, οι απλοί Αμερικανοί αντί γι αυτήν αγόρασαν εξάρτηση. Η «σύγχρονη εμμονή με την προσωπική απελευθέρωση» ήταν κατά την άποψη του Lasch, «από μόνη της ένα σύμπτωμα διάχυτης πνευματικής διαταραχής».  
Να πάμε λίγο πιό πέρα; Παρακολουθήστε κάποιο τηλεοπτικό πρόγραμμα απόψε, και μην φύγετε από το δωμάτιο όταν αρχίζουν οι διαφημίσεις. Σταθήτε για λίγο έξω από το τοπικό σας σουπερμάρκετ Wal-Mart ("Εξοικονομήστε χρήματα. Ζήστε καλύτερα"). Ξεφυλλίστε ένα από αυτά τα γυαλιστερά περιοδικά με λάιφ στάιλ και διασημότητες την επόμενη φορά που θα είστε σε αναμονή για να πάρετε το αεροπλάνο. Σκεφτείτε πώς οι έφηβοι χαϊδεύουν μανιωδώς τα κινητά τους τηλέφωνα και τα iPods σαν να κρατούν στα χέρια τους κάποια ιερά φυλαχτά. Αναρωτηθείτε γιατί έχουν απήχηση ταινίες όπως η πρόσφατη Up in the Αir με τον George Clooney - όπου ένας άνθρωπος ορίζει την ολοκλήρωσή του ως την εισαγωγή στη "Λέσχη των Δέκα εκατομμυρίων Μιλίων" της American Airlines.  
Αυτή η διαδικασία πολιτισμικού εξευτελισμού δεν ήταν προϊόν αυτόματης ανάφλεξης. Συνέβη επειδή εξυπηρετούσε τα συμφέροντα μεγάλων οργανισμών και των ατόμων που διευθύνουν τις τύχες τους. Γράφοντας το 1958, ενώ ακόμη ήταν μεταπτυχιακός φοιτητής, ο Lasch διέκρινε με ακρίβεια τις συνέπειες: «Οι μεγαλύτερες ανταμοιβές θα πάνε σ' εκείνους, των οποίων η δουλειά είναι να κάνουν  τους καταναλωτές να καταναλώνουν διαρκώς». Οι ανταμοιβές αυτές περιλάμβαναν χρήματα, status και δύναμη και με κανένα τρόπο δεν περιοριζόταν στον ιδιωτικό τομέα. Όταν τα μέλη του Κογκρέσου κατάλαβαν ότι η κατανομή της γενναιοδωρίας κατέχει το κλειδί για την αέναη κοινοβουλευτική θητεία, κάνοντας τους καταναλωτές να καταναλώνουν διαρκώς - μετρητά για απόσυρση παλιών αυτοκινήτων! - αυτό έγινε και κομβικό στοιχείο των ασχολιών τους. 
Καθώς συσσώρευαν αυτοκίνητα, gadgets και επώνυμα ρούχα, γέμιζαν τα ντουλάπια των  λουτρών τους με φίλτρα που υπόσχονταν να τους κάνουν να φαίνονται και να αισθάνονται καλά, και περιέφεραν τα παιδιά τους σε μακρινά θεματικά πάρκα, οι Αμερικανοί πείσθηκαν ότι η ίδια η ζωή γινόταν όλο και καλύτερη. Πράγματι, κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου (όπως και πάλι μετά την 11η Σεπτεμβρίου), οι κυβερνητικοί οργανισμοί προώθησαν την Αμερικανικού τύπου ελευθερία, ως το πρότυπο στο οποίο το υπόλοιπο του κόσμου έμελλε να συμμορφωθεί. Όπως ερμηνεύεται από την Ουάσιγκτον, αυτή ήταν η θέληση της Θείας Πρόνοιας.  
Ωστόσο, κατά τον Lasch, όλα αυτά ήταν ψεύτικα. Τους Αμερικανούς τους εξαπάτησαν. Ορίζοντας την πρόοδο ως απόκτηση περισσότερων υλικών πραγμάτων, σε συνδυασμό με την κατεδάφιση της αυτοσυγκράτησης και εγκράτειας, δεν επρόκειτο ν' αποκτήσουν μεγαλύτερη ελευθερία. Αντ 'αυτού, είχαν φορέσει έναν στενό κορσέ. «Κάτω από την εμφάνιση της συμβατικής ελευθερίας, της αυτονομίας και του rule of reason [νομικός όρος που αφορά θέματα οικονομικού περιεχομένου]», τόνισε επίμονα ο Lasch, «η κυριαρχία εξακολούθησε να αποτελεί τον κινητήρα της ιστορίας, η ταξική εξουσία την βάση του πλούτου και της οικονομικής ισχύος, και η δύναμη τη βάση της δικαιοσύνης»
Οι Αμερικανοί ως άτομα, έχαναν τον έλεγχο πάνω στις τύχες τους. Ο Lasch καταφέρθηκε εναντίον της "παθολογίας της κυριαρχίας, της αυξανόμενης επιρροής των οργανισμών (τόσο των οικονομικών όσο και των στρατιωτικών), που λειτουργούν χωρίς να λαμβάνουν υπόψη οποιουσδήποτε ορθολογικούς αντικειμενικούς στόχους, εκτός από την δική τους μεγιστοποίηση". Επέκρινε "την αδυναμία των ατόμων για την αντιμετώπιση αυτών των γιγαντιαίων συσσωματώσεων και την αλαζονεία εκείνων που δήθεν έχουν την ευθύνη να τις επιβλέπουν και να τις ελέγχουν". 
Η αναταραχή της δεκαετίας του 1960 έπεισε για λίγο καιρό τον Lasch ότι μια Νέα Αριστερά θα μπορούσε να αποτελέσει το αντίβαρο που χρειάζεται για την αντιστροφή αυτών των τάσεων. Ωστόσο, oι γελοιότητες της αντικουλτούρας διέλυσαν σύντομα αυτή την απατηλή προσδοκία του. «Ο ηδονισμός, η έκφραση του εαυτού, το να κάνεις το δικό σου, το να χορεύεις στους δρόμους, τα ναρκωτικά και το σεξ είναι μια συνταγή για πολιτική ανικανότητα και για ένα νέο δεσποτισμό», έγραψε με χαρακτηριστική σοβαρότητα. Η Νέα Αριστερά περιείχε μέσα της τις δικές της ελιτίστικες και αυταρχικές τάσεις. «Η κυριαρχία επί των τεχνολογικών μυστικών σε μια σύγχρονη κοινωνία», πίστευε ο Lasch, θα επέτρεπε στους λίγους που κατείχαν την επιδεξιότητα και τεχνογνωσία να «εξουσιάζουν έναν νωχελικό πληθυσμό, που έχει ανταλλάξει την αυτο-κυβέρνηση με την αυτο-έκφραση» - μια πρόβλεψη που τελικά εκπληρώθηκε (με έναν τρόπο) μέσα στην μονοτονία και αδιαφορία της κοινωνικής δικτύωσης και στην βιομηχανικά κατασκευασμένη διασημότητα. 
Έτσι, οι δυνάμεις της επανάστασης, τέτοιες που ήταν, αποδείχθηκε ότι ήταν απατηλές και δόλιες. Ο Lasch σύντομα απαρνήθηκε την περαιτέρω πολιτική δραστηριότητα και στη συνέχεια παρέμεινε στην άκρη, εξαπολύοντας τους κεραυνούς του, σύμφωνα με τα λόγια του Miller, "από μια θέση που βρίσκεται πολύ ψηλότερα, ή πολύ χαμηλότερα, τη συνήθη θέση όπου κουρνιάζουν οι ιδεολόγοι". Ο Lasch αψήφησε και αντιστάθηκε στην κατάταξή του σε κάποια κατηγορία. Κατά συνέπεια, παρόλο που τα βιβλία του και τα άλλα γραπτά τράβηξαν την προσοχή και προσέλκυσαν θαυμαστές, είχε λίγους πραγματικούς συμμάχους. Ο Lasch επέμενε να προβάλλει τη γνώμη του χωρίς να περιμένει τη συμφωνία των άλλων. Ήταν ένα μοναχικό κίνημα του ενός ατόμου.
Ο Μiller περιγράφει την αναζήτηση του Lasch ως έρευνα για να βρεθεί "ένας άλλος τρόπος για την επιτυχία της Αμερικής".  Με τις αποδείξεις πνευματικής αταξίας να συσσωρεύονται, η αναζήτηση αυτή είχε ως στόχο να διασώσει και να διατηρήσει, αλλά και να δημιουργήσει κάτι νέο. «Η ανάπτυξη της πολιτικής ελευθερίας», έγραψε ο Lasch το 1973, είχε προχωρήσει «χέρι-χέρι με την ανάπτυξη ενός συστήματος ιδιωτικής επιχειρηματικότητας που ρήμαξε τη γη, εξάλειψε το παρελθόν, κατέστρεψε παλαιότερες παραδόσεις της οικονομικής ζωής και όξυνε την ταξική σύγκρουση». Πώς να ανακοπεί αυτή η κακοήθης παλίρροια, αυτό αποτελεί το κεντρικό πρόβλημα της εποχής. Έτσι ο Lasch, σύμφωνα με τα λόγια του Μiller, άρχισε να αρθρώνει έναν εντελώς διαφορετικό όραμα της προόδου ή της ελευθερίας, "θεμελιωμένο όχι στην προσωπική απελευθέρωση, αλλά και στην αξιοπρέπεια της ιδιωτικής ζωής, στους δεσμούς συγγένειας, ηθικής τάξης και δημοκρατικού καθήκοντος του πολίτη". Ερεύνησε πως μπορεί να αποκατασταθεί η "χαρά στην εργασία, οι σταθεροί δεσμοί, η οικογενειακή ζωή, μια αίσθηση του τόπου, και μια αίσθηση της ιστορικής συνέχειας"
Φυσικά, στα πλαίσια της Αμερικανικής πολιτικής, λέξεις όπως συγγένεια, καθήκον, οικογένεια και τόπος φέρουν βαθιά συντηρητική χροιά. Πράγματι, κατά τη διάρκεια της πνευματικής διαδρομής του, ο Lasch μετακινήθηκε προς ένα πολιτισμικό συντηρητισμό, ο οποίος βασίστηκε σε παλαιότερες παραδόσεις, Τζεφερσονιανές, αγροτικές, και - πάνω από όλα - λαϊκές [λαϊκιστικές, αλλά με την αμερικανική σημασία της λέξης]. Συντηρητισμός μ' αυτή την έννοια, ήταν λιγότερο ιδεολογία και πιό πολύ ένας προσανατολισμός, που αναγνωρίζει, αξιολογεί, και προσπαθεί να υπερασπισθεί μια κληρονομιά που δέχεται επίθεση από τους υποστηρικτές της προόδου. Άν αυτή η κληρονομιά σπαταληθεί και ερημωθεί, ο Lasch πίστευε ότι αυτή η απώλεια ίσως αποδειχθεί ανεπανόρθωτη. 
(Μια σημείωση, για εκείνους, στους οποίους η λέξη «συντηρητικός» φέρνει στο νου εικόνες του Karl Rove ή του Newt Gingrich: Μη συγχέουμε το συντηρητισμό κατ' επίφαση του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, με τον αυθεντικό όρο. Ο Lasch εξέφρασε την απόλυτη περιφρόνησή του προς όσους προσαγορεύουν τους εαυτούς τους ως συντηρητικούς, ενώ προσφέρουν θυσίες λατρείας στον βωμό του καπιταλισμού, και μεταχειρίζονται ρητορικές αλληγορίες που ηχούν συντηρητικές για να νομιμοποιήσουν μια κοσμοθεωρία βαθιά ανταγωνιστική πρός τις συντηρητικές αξίες. Για να κατανοήσουμε αυτό το σημείο, αν μη τι άλλο, αναρωτηθείτε λόγου χάρη, τι κατάφερε να «διατηρήσει» κατά τη διάρκεια των οχτώ χρόνων στο Λευκό Οίκο ο George W. Bush, ένας προσχηματικός συντηρητικός).  
Για τον Lasch, μόνον ένας αυθεντικός συντηρητικός προσανατολισμός θα ήταν εντελώς συνεπής με τo ριζοσπαστικό αυτο-προσδιορισμό της ταυτότητάς του. Πράγματι, στα τέλη της Αμερικής του 20ού αιώνα, μόνον μια αντι-προοδευτική ευαισθησία θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση ενός σοβαρού  ριζοσπαστισμού.  
Πίστευε ότι εδώ υπάρχει η βάση για την κατασκευή μιας πραγματικής αντικουλτούρας. Αυτής που αντιτίθεται στην υπερβολική συγκέντρωση του πλούτου και της εξουσίας, που απορρίπτει την ιδέα ότι η απεριόριστη οικονομική ανάπτυξη αποτελεί το κλειδί για την ανθρώπινη ευτυχία. Που είναι υπέρμαχος της πολιτικής αποκέντρωσης, της αυτάρκειας, της εργασίας με νόημα, μάχεται για να κλείσει το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών, σέβεται έντιμα την κληρονομημένη σοφία, με σεμνότητα και μετριοφροσύνη αρκετή ώστε να μη διεκδικεί να ερμηνεύει το θέλημα του Θεού ή το σκοπό της Ιστορίας. 
Αυτός ο ριζοσπαστισμός τύπου Tory, όπως ο Μίλερ τον αποκαλεί, έφερε τον Lasch σε αντίθεση με άλλους επίδοξους ριζοσπάστες της εποχής του. Πουθενά δεν ήταν αυτό πιο εμφανές, από ό,τι σε θέματα σχετικά με το φύλο. Στα μάτια του Lasch, το κορυφαίο επίτευγμα του σύγχρονου φεμινισμού, με την έμφαση στην αυτο-πραγμάτωση και ενδυνάμωση, ήταν να παραδώσει τις γυναίκες στο στομάχι της αγοράς. Κατά κύριο λόγο, το κίνημα των γυναικών υπηρέτησε ως συμπλήρωμα στην «κυρίαρχη κουλτούρα του άπληστου ατομικισμού», αντί να προσφέρει μια ουσιαστική εναλλακτική λύση. Ως αποτέλεσμα, μόνον ένα μικρό ποσοστό των γυναικών ωφελήθηκε. Η συντριπτική πλειοψηφία τους όχι.  
Αν και ο Lasch αφιέρωσε το σημαντικότερο μέρος της προσοχής του σε εσωτερικά θέματα των ΗΠΑ, η κριτική του έχει σημαντικές συνέπειες για την εξωτερική πολιτική. Η προοδευτική ώθηση για να κατασκευασθεί μια κοσμική παραδείσια ουτοπία μέσα στη χώρα, βρίσκει το αντίστοιχό της σε όνειρα να κάνει το ίδιο και στον μεγάλο, ευρύ κόσμο του εξωτερικού: Αυτό έχει γίνει ένα διαρκές θέμα της Αμερικανικής τέχνης του πολιτεύεσθαι. Μην το παρερμηνεύετε αυτό, ως σπουδή να προστρέχουν οι Αμερικανοί σε βοήθεια των άλλων - των Κουβανών το 1898 [το 1895 η Κουβανική επανάσταση του José Martí εναντίον των Ισπανών αποίκων κατέληξε στον πόλεμο Ισπανίας - ΗΠΑ και μετά την ήττα της, η Ισπανία υποχρεώθηκε να πουλήσει στις ΗΠΑ το Πουέρτο Ρίκο, τις Φιλιππίνες και το νησί του Ειρηνικού Γκουάμ, ενώ η Κούβα έγινε τυπικά ανεξάρτητο κράτος], των Αφγανών το 2010 - εξαιτίας αλτρουισμού, πάντως. Η ώθηση να κάνουμε το καλό παραμένει συνδεδεμένη άρρηκτα με την αποφασιστικότητα να το κάνουμε καλά. Είτε αναγνωρίζεται είτε όχι, η άσκηση αυτή έχει ως στόχο να διατηρήσει τον υφιστάμενο Αμερικανικό τρόπο ζωής, ή, όπως ο Lasch το έθεσε, «να διατηρήσει το άκρως σπάταλο, προκλητικό  βιοτικό μας επίπεδο, όπως έχει διατηρηθεί κατά το παρελθόν, σε βάρος του υπόλοιπου  κόσμου». 
Ο Lasch δήλωσε ότι ο προοδευτισμός, ειδικά στην νοσογόνο εκδοχή του [28ου προέδρου των ΗΠΑ] Woodrow Wilson, είναι «μια μεσσιανική πίστη». Στη διεθνή πολιτική, οι μεσσιανικές τάσεις τροφοδοτούν αυταπάτες παντογνωσίας και παντοδυναμίας. Επίσης, τείνουν αναπόφευκτα προς μεγάλες σταυροφορίες, δεδομένου ότι αυτοί που στέκονται ως εμπόδια στο δρόμο της δικαιοσύνης, υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύουν απαραίτητα τις δυνάμεις του σκότους και τοποθετούν τον εαυτό τους πέρα ​​από τα όρια. 
Ο συνδυασμός της πεποίθησης και της δύναμης συνεπάγεται πομπώδη μεγαλοπρέπεια ενισχυμένη από μεγάλη αυτοπεποίθηση, εμφανείς στον «πόλεμο που θα τελειώσει όλους τους πολέμους» του Woodrow Wilson και στη νεότερη επιμονή του Bush ότι είχε έρθει η ώρα για τους απανταχού μουσουλμάνους να αγκαλιάσουν την δημοκρατία αμερικανικού τύπου και τον Αμερικανικό ορισμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Για όσους συμμερίζονται μια μεσσιανική κλίση, αδράνεια σημαίνει συνενοχή με το κακό. Με δεδομένη μια τέτοια νοοτροπία, το να ξανασκέφτεσαι με σύνεση δεν είναι αναγκαίο: Αυτό που θα έπρεπε να γίνει, πρέπει να γίνει. 
«Η δίψα για δράση, ο πόθος για ανάμειξη, η λαχτάρα να αφιερωθούν στην πορεία των γεγονότων προς τα εμπρός, αυτά τα πράγματα υπαγόρευσαν πόλεμο». Ο Lasch αναφέρεται εδώ στους προοδευτικούς που έδωσαν την υποστήριξή τους και ακολούθησαν την εκστρατεία του Wilson να κάνει τον κόσμο ασφαλή για τη δημοκρατία. Ωστόσο, το ίδιο θα μπορούσε να ειπωθεί για τους νεοσυντηρητικούς [neocons της εποχής Μπούς], τους συντηρητικoύς "μαϊμού" και τους μαχητικούς φιλελεύθερους, που σχημάτισαν την χωρωδία και επευφημούσαν τον παράλογo «παγκόσμιο πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» του Μπους. Το πιο σημαντικό πράγμα ήταν να μη μείνουν απέξω ή να μη μείνουν πίσω. «Συνεπώς, πήγαν στον πόλεμο και εφηύραν τους λόγους γι' αυτόν αργότερα». Γραμμένη σε σχέση με την πολεμική ανάμειξη των ΗΠΑ το 1917 στην Ευρώπη, η κρίση του Lasch ισχύει εξίσου καλά για την περίοδο μετά την 11η Σεπτεμβρίου. 
Η προοδευτική νοοτροπία που διεισδύει και στα δύο μεγάλα Αμερικανικά πολιτικά κόμματα, αρνείται ν' αναγνωρίσει την ύπαρξη ορίων. Η αναγνώριση και εκτίμηση των ορίων - όχι μόνο της εξουσίας, αλλά και της κατανόησης των πραγμάτων - εμποτίζει και καθιστά διακριτή την αυθεντική συντηρητική ευαισθησία. 
Γράφοντας το 1983, ο Lasch εντόπισε «την πραγματική υπόσχεση της αμερικανικής ζωής» στην «ελπίδα ότι μια αυτοδιοικούμενη δημοκρατία μπορεί να χρησιμεύσει ως πηγή ηθικής και πολιτικής έμπνευσης για τον υπόλοιπο κόσμο, όχι ως το κέντρο μιας νέας παγκόσμιας αυτοκρατορίας». Η παρατήρηση δείχνει ότι αντί να οικοδομήσουν μια αυτοκρατορία - ή να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις που είναι συναφείς με την παγκόσμια ηγεσία, όπως ορισμένοι θα την ήθελαν - οι Ηνωμένες Πολιτείες θα χρησιμεύσουν ως ηθικό και πολιτικό υπόδειγμα μόνον άν διατηρήσουν την πίστη στις προσδοκίες που εκφράσθηκαν στα ντοκουμέντα της ίδρυσης του Αμερικανικού έθνους και κράτους. Σ' αυτό το θέμα, έχουμε πολύ δρόμο να διανύσουμε.
Τουλάχιστον ίσης σημασίας: Ενώ οι υποστηρικτές της προόδου πιστεύουν ότι το κλειδί της επιτυχίας είναι να ανατεθεί εξουσία σ' ένα σώμα εμπειρογνωμόνων - μια ελίτ της εξουσίας, για να χρησιμοποιήσουμε την κλασική διατύπωση που επινοήθηκε από τον C. Wright Mills - κάθε σοβαρός συντηρητικός, με το δίκιο του, το βλέπει αυτό κυρίως ως ανοησία. Οι στρατηγοί τεσσάρων αστέρων, οι υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι της κυβέρνησης, οι δημοσιογράφοι με πρόσβαση σε εμπιστευτικές πληροφορίες, τα στελέχη επιχειρήσεων και οι χρηματοπιστωτικοί παράγοντες της Wall Street, διαθέτουν πράγματι μιαν αποδεδειγμένα ανώτερη κατανόηση του τρόπου που λειτουργεί ο κόσμος; Είναι κάποιοι ή κάποιες απο αυτούς πιο έξυπνοι, πιο εξελιγμένοι, ή με καλύτερες προθέσεις, σε σύγκριση με την θεία σας την Μπέττυ Λού ή τον θείο σας τον Φρέντ; Ερευνήστε για τις διάφορες και ποικίλες πανωλεθρίες της τελευταίας δεκαετίας μόνον - οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, η εισβολή στο Ιράκ, η κατάρρευση της εταιρείας Enron, ο τυφώνας Κατρίνα, το σκάνδαλο Madoff, η χρεωκοπία της Lehman Brothers (και ο κατάλογος συνεχίζεται), και η ερώτηση απαντά μόνη της στον εαυτό της. 
«Η Αμερική που απωθεί και αρνείται την πραγματικότητα», γράφει ο Eric Miller, ήταν η «πολύχρονη αφήγηση του Lasch». Στις δικές μας ημέρες - ακόμη είμαστε σε εποχή πολύ μεγάλου διασκορπισμού - η απώθηση επιμένει, πάρα πολλή, ενισχυμένη από μια κυβερνώσα τάξη που ρίχνει χρήματα πάνω στα προβλήματα με την ελπίδα να τα αποκρύψει και από έναν μηχανισμό εθνικής ασφαλείας που προωθεί μια ατμόσφαιρα διαρκούς κρίσης προκειμένου να δικαιολογήσει την ύπαρξή του. Η Ουάσιγκτον επιχειρεί με το ένα χέρι για να εξαγοράζει τους ανθρώπους και με το άλλο να τους φοβίζει, προκειμένου να αποσπά τη συναίνεση. 
Το 1962 ο νεαρός Lasch παρατήρησε ότι «η πρόοδος δεν αρκεί». Μερικές φορές η πρόοδος δεν είναι καθόλου πρόοδος, και ιδιαίτερα στις πολιτισμικές και πνευματικές σφαίρες. Αντ' αυτής, υπάρχει πισωγύρισμα. 
H παρατήρηση αυτή υπονοεί το εξής: Το να υπολογίζουμε ότι μεγάλοι, απομακρυσμένοι, απρόσωποι και ως επί το πλείστον απρόσιτοι οργανισμοί θα κάνουν καλό στην υπόσχεση της Αμερικής, είναι λανθασμένo. Αυτή είναι η ιδέα, στην οποία οι [Αμερικανικής εκδοχής δημοκρατικοί] λαϊκιστές, από την εποχή του William Jennings Bryan μέχρι την τωρινή, επιστρέφουν ξανά και ξανά. Η αποδείξιμη αλήθεια αυτής της ιδέας, εξηγεί γιατί η πολιτική της λαϊκότητας δεν θα χαθεί σύντομα. Εξηγεί επίσης, γιατί ο Christopher Lasch, ο μεγάλος εκφραστής της δημοκρατικής λαϊκότητας, αξίζει τον σεβασμό και την προσοχή μας σήμερα. 
 
O Andrew J. Bacevich είναι καθηγητής της ιστορίας και διεθνών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης. Το 2008 υποστήριξε την εκλογή του προέδρου Ομπάμα ως "την καλύτερη, ακόμη και για τους συντηρητικούς πολίτες στις ΗΠΑ". Αλλά τον Οκτώβριο του 2009 επέκρινε την απόφαση του Ομπάμα να στείλει περισσότερους στρατιώτες στο Αφγανιστάν ως "μοιραία όπως η εμπλοκή στο Βιετνάμ για τον Τζόνσον και στην Κορέα για τον Τρούμαν".
Ανάμεσα στα βιβλία του περιλαμβάνονται: "Washington Rules: America's Path to Permanent War" (Στο Μονοπάτι της Αμερικής για Διαρκή Πόλεμο, 2010) και "Breach of Trust: How Americans Failed Their Soldiers and Their Country" (Πώς οι Αμερικανοί έχασαν τους στρατιώτες τους και τη χώρα τους, 2012).

Ten years after the invasion, did we win the Iraq war? - του Andrew J. Bacevich, στην εφημερίδα Washington Post , 8 Μαρτίου 2013.


* Σημείωση: Απέφυγα να μεταφράσω τον όρο populist / populism με το συνηθισμένο λαϊκιστής / λαϊκισμός, και προτίμησα τον πολιτικό / πολιτική της λαϊκότητας. Στην πολιτική συζήτηση των ΗΠΑ, ο όρος λαϊκισμός συνήθως δεν χρησιμοποιείται με την αρνητική χροιά που έχει στην Ευρώπη, όταν αποδίδεται σε ρεύματα πολιτικά της δεξιάς συνήθως, και σπανιότερα σε ρευματα "αριστερής - αντισυστημικής" διαμαρτυρίας. Στις ΗΠΑ, λαϊκισμός συχνά σημαίνει το αντίθετο στην ολιγαρχία ρεύμα σκέψης και πολιτικής, την πολιτική που αντιτίθεται στην παντοδυναμία των ελίτ της οικονομίας και της εξουσίας. Ασκεί κριτική στην επιρροή του εταιρικού κόσμου και των μεγάλων κεντρικών οργανισμών της ιδιωτικής οικονομίας ή του κράτους (π.χ. στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα), πάντοτε από τη σκοπιά του "μικρού και αδύνατου" πολίτη. Αντιμάχεται επίσης την πελατειακή πολιτική που ασκούν τα δύο μεγάλα κόμματα των ΗΠΑ (ακόμη και η πιό "φιλελεύθερη - αριστερή" πτέρυγα του Δημοκρατικού κόμματος), προκειμένου να προελκύσουν επι μέρους κοινωνικές ομάδες, οικονομικές, πολιτισμικές κτλ. Σ' αυτή την εκδοχή, είναι ένα ρεύμα δημοκρατικό, ειλικρινά αντιολιγαρχικό και εξισωτικό. 
Ο συντηρητισμός του είναι συντηρητισμός ως προς τις αξίες, όχι πολιτικός συντηρητισμός. Μ' αυτή την έννοια είναι μάλλον συγγενικός με πολιτικά ρεύματα όπως οι Πράσινοι της Κεντρικής Ευρώπης, και δεν έχει καμμιά σχέση με τους δεξιούς λαϊκιστές - Ευρωσκεπτικιστές στην Ευρωπαική ήπειρο και στην Βρετανία, ούτε με τον Λατινοαμερικανικό λαϊκισμό Περονικής ή "αριστερής" (τύπου Τσάβες) απόχρωσης. Ιδιαίτερα, στέκεται στον αντίποδα των σκληρών ταξικών και ολιγαρχικών Αμερικανικών πολιτικών ρευμάτων τύπου Tea Party, που μεταμφιέζονται σε υποστηρικτή του απλού πολίτη ενώ υπερασπίζονται τα συμφέροντα μιας υπερπλούσιας ολιγαρχίας. 

The Gift of Christopher Lasch, του James Seaton (First Things) 
  
Βιβλία του Κρίστοφερ Λάς σε Ελληνική μετάφραση