Σκέψεις για τον Φασισμό: Ο Καντ κι ο Άιχμαν
του Πέτρου Θεοδωρίδη
Μετά την εποχή του «τέλους της ιστορίας» και του «τέλους των ιδεολογιών» (κυρίαρχες θεωρίες της δεκαετίας του ’90) μπαίνουμε σε μια εποχή όπου συμπυκνώνεται τρομαχτικά ο χρόνος. Τα τελευταία χρόνια δεν έχουμε μια επιτάχυνση του χρόνου; Έναν χρόνο τόσο πυκνό σε γεγονότα και αλλαγές ώστε να μην προλαβαίνουμε καν να τις συνειδητοποιήσουμε; Και όχι μόνο επιτάχυνση του χρόνου αλλά και μια παράξενη αλλαγή πλεύσης, μια οπισθοδρόμηση: είμαστε πολύ πιο κοντά στο Μεσοπόλεμο παρά -ας πούμε- στη Μεταπολίτευση. Η Ψυχοπαθολογία του Φασισμού είναι -και το αισθανόμαστε πια όλοι- πολύ πιο κοντά στη σημερινή εποχή. Με κάποια παράξενη έννοια ,με κάποια τρύπα στον Χρόνο είμαστε πολύ κοντά στο 1933.
Και εδώ μπορούμε να κάνουμε μερικές παρατηρήσεις:
1ον Η ψυχοπαθολογία του Φασισμού εκφράζεται πολύ καλά με την αντίληψη του Carl Schmitt 1: η έννοια του Πολιτικού αφορά στη διάκριση μεταξύ Φίλου και εχθρού και στη κατάσταση έκτακτης ανάγκης ως «αναστολή του νόμου από τον ίδιο το νόμο». .
2ον Την φασιστική ψυχοπαθολογία χαρακτηρίζει η νοσταλγία μιας υποτιθεμένης μυθικής κοινότητας απαλλαγμένης από ατέλειες και το κακό, αλλά και μια αισθητική αντίληψη της πολιτικής.Να σημειώσουμε εδώ πως δεν υπάρχει χειρότερη πολιτική πρόταση από την αισθητικοποίηση της πολιτικής.2.Όταν αναζητάς το αισθητικά ενδιαφέρον, το συγκλονιστικό, αυτό που θα σε βγάλει οριστικά από την πλήξη, τότε, υποκύπτοντας στην γοητεία του θεάματος, σκηνοθετείς την ιδία σου την πραγματικότητα με ένα σκηνικό θανάτου. ο φασισμός του μεσοπολέμου ήταν κι ένα αποτέλεσμα της μετατόπισης του σκηνικού: «να κάνουμε την ζωή μας τέχνη», φουτουρισμός, ο πόλεμος ως θέαμα και "λύτρωση" ο Μουσολίνι ως προσωποποίηση του ... «ανδρισμού», η λατρεία της δράσης, κλπ.
3ον Ο φασισμός δεν είναι άκρο, είναι μέσο, μετριότητα, η εξουσία της κοινοτοπίας
Θεωρούμε συχνά τον φασισμό ως ακρότητα όμως η Χάνα Άρρεντ μας έδειξε ότι αποτελεί την κοινοτοπία του κάκου. Σύμφωνα με την Άρρεντ -η οποία παρακολούθησε και κατέγραψε με εμβόλιμες παρατηρήσεις την δίκη του- ο Άιχμαν δεν ήταν τέρας: «Μισή δωδεκάδα ψυχίατροι βεβαίωναν πως ήταν φυσιολογικός[...] Ο ιερέας που τον επισκεπτόταν τακτικά, βεβαίωνε τους πάντες ότι ήταν «άνθρωπος με πολύ θετικές ιδέες», «δεν έθρεφε παράφορο μίσος για τους Εβραίους» ,«δεν σκότωσε ποτέ κανένα Εβραίο ή μη Εβραίο, ούτε έδωσε εντολή να σκοτώσουν Εβραίο ή μη Εβραίο» ενώ όμως «δεν άφηνε αμφιβολία ότι θα σκότωνε ακόμα και τον πατέρα του αν τον είχαν διατάξει»3. Το πρόβλημα με τον Άιχμαν -κατά τη Χάνα Άρρεντ - έγκειται στο ότι υπήρχαν πολλοί σαν κι αυτόν: ούτε διεστραμμένοι ούτε σαδιστές, αλλά «φοβερά και τρομερά φυσιολογικοί»4. Ακόμα πιο εντυπωσιακό: Ο Άιχμαν -κατά Άρρεντ - θεωρούσε πως ήταν, κατά κάποιο τρόπο ...”Καντιανός”. Θυμίζω πως ο Καντ εισήγαγε την έννοια του νόμου ως καθαρή μορφή και την έννοια της ηθικότητας ως ιδιότητα του έλλογου όντος να ενεργεί χάριν των νόμων 5. «Για τον Καντ, μια πράξη επιτρέπεται, εάν είναι δυνατόν να πράττουν όλοι με τον ίδιο τρόπο. Ως κριτήριο της ηθικότητας μιας πράξης, αναγνωρίζεται το να μπορεί κανείς να θέλει να γίνει ο γνώμονας, που διέπει την πράξη τούτη, μια αντικειμενική καθολική αρχή («νόμος») η οποία ισχύει για όλους στις ίδιες ή ανάλογες και παρόμοιες περιπτώσεις6.
Προς γενική κατάπληξη, ο Άιχμαν στη δίκη του, δήλωσε με μεγάλη έμφαση πως είχε ζήσει όλη του τη ζωή σε συμφωνία με τους ηθικούς κανόνες του Καντ. Η Άρρεντ θεώρησε πως ο Άιχμαν παραποίησε την καντιανή διατύπωση ως εξής: «να ενεργείς έτσι ώστε η βασική αρχή στην οποία βασίζονται οι ενέργειες σου να είναι η ίδια βασική αρχή με του νομοθέτη ή του νόμου της χώρας» ή-πιο απλά- «να ενεργείς έτσι ώστε αν ο Φύρερ γνώριζε την πράξη σου να την ενέκρινε»7. «Είναι αλήθεια -σχολιάζει η Άρρεντ- ότι η ασυνείδητη παραποίηση του Άιχμαν συμφωνεί μ’ εκείνο που ονομάστηκε «ο Καντ διασκευασμένος για το νοικοκυριό του απλού ανθρωπάκου». Σ’ αυτή την χρήση στο νοικοκυριό, το μόνο που απομένει από το πνεύμα του Καντ, είναι η απαίτηση να κάνει ο άνθρωπος κάτι περισσότερο από το να υπακούει απλώς στο νόμο, πρέπει να υπερβαίνει το στάδιο της απλής υπακοής και να ταυτίζει τη θέληση του με την πηγή από την οποία πηγάζει ο Νόμος. «Στη φιλοσοφία του Καντ η πηγή αυτή ήταν ο πρακτικός λόγος[…] Στη χρήση στο νοικοκυριό κατά Άιχμαν, η πηγή αυτή ήταν η θέληση του Χίτλερ.» Σε μεγάλο μέρος, η φρικτά φιλόπονη επιμέλεια με την οποία εφαρμόστηκε η Τελική Λύση ανάγεται στην παλιά άποψη, που ήταν πράγματι πολύ διαδεδομένη στη Γερμανία: το να είσαι νομοταγής, δε σημαίνει απλώς να υπακούεις στους νόμους αλλά «να ενεργείς σαν να έχεις εσύ θεσπίσει τους νόμους με βάση τους οποίους ενεργείς. Από κει προέρχεται και η πεποίθηση ότι πρέπει να κάνουμε ακόμα περισσότερα από όσα λέει η φωνή του καθήκοντος» 8.
Και η Άρρεντ καταλήγει σε μια ανατριχιαστικά ειρωνική όσο και γεμάτη αλήθεια παρατήρηση: όπως ακριβώς το δίκαιο στις πολιτισμένες χώρες προϋποθέτει πως η φωνή της συνείδησης λέει στον κάθε πολίτη «ου φονεύσεις» αν και μερικές φορές ο άνθρωπος έχει φονικές διαθέσεις και επιθυμίες, έτσι το δίκαιο στη χώρα του Χίτλερ απαιτούσε από τη φωνή της συνείδησης να λέει σε όλους «να φονεύσεις», αν και οι οργανωτές των σφαγών ήξεραν πολύ καλά ότι ο φόνος εναντιώνεται στις έμφυτες κλίσεις και επιθυμίες των περισσότερων ανθρώπων.[…]Πολλοί Γερμανοί και πολλοί Ναζί, θα πρέπει να ένοιωθαν τον πειρασμό να μη σκοτώσουν, να μη ληστέψουν, να μην αφήσουν τους πλησίον τους να θανατωθούν.Αλλά ένας Θεός ξέρει πως κατάφεραν να αντισταθούν στον πειρασμό τους» 9.
Στον πραγματικό φασισμό και ναζισμό στα στρατόπεδα συγκέντρωσης-εξόντωσης πολύ λίγοι ήσαν αυτοί που εξόντωναν ή βασάνιζαν από ιδεολογία.Οι περισσότεροι γίνονταν βασανιστές και δολοφόνοι από κομφορμισμό ή (και ) καριερισμό: έκαναν απλώς την δουλειά τους, εκτελούσαν διαταγές -επιπλέον είχαν βρει διαφόρους τρόπους για να δικαιολογούν τον εαυτό τους: «δεν ήξερα», «απλώς εκτελούσα διαταγές»…
Τον φασισμό δεν τον παράγουν τέρατα, αλλά ο Προκρούστης μιας πολύ βολικής συνταγής, ο ευνουχισμός της ηθικής επιταγής ώστε να συνταιριάζει με τον καριερισμό-κομφορμισμό του μικροαστού, ο τρόπος με τον οποίο ερμηνεύουν τις μεγάλες φιλοσοφίες και τα μεγάλα ηθικά συστήματα τα μικρά καθημερινά ανθρωπάκια, οι «φοβερά και τρομερά φυσιολογικοί» άνθρωποι της διπλανής πόρτας σύμφωνα με τα συμφέροντα και την μικρόνοια τους. Γι’ αυτό και παραμένει πάντα επικίνδυνος.
βιβλιογραφικές αναφορές:
[1] Για την πολιτική φιλοσοφία του Carl Schmitt, βλ. μεταξύ άλλων, Γιώργου Πάσχου, Κράτος δικαίου και Πολιτική, Πολιτειολογικές θεωρίες 1900 -1940, εκδ. ο Πολίτης, Αθήνα 1991, σ. 231, κ.ε.
2 Ας μην πάει το μυαλό μας μόνο στον …Βάγκνερ. Και το Κιτς συνιστά μια αισθητικοποίηση της πολιτικής.
3 Χάνα Άρρεντ, ο ’Αιχμαν στην Ιερουσαλήμ έκθεση για την κοινοτοπία του κακού, μτφ. Βασίλης Τομάνας, εκδ. Νησίδες, σ. 26-28.
4 Χάνα Άρρεντ, ό.π, σ. 215.
5 Μυρτώ Ρήγου, Εκδοχές του Νόμου, Kant, Sade, Kafka, εκδ. Πλέθρον, 201, σ. 15.
6 Κώστας Ανδρουλιδακης, επιλεγόμενα, στο Ιμμανουέλ Καντ, Κριτική του πρακτικού λόγου, Εστία, μτφ σχόλια επιλεγόμενα, Κώστας Ανδρουλιδακης, Αθήνα 2006 σ. 262.
7 Χάνα Άρρεντ, ό.π, σ. 111.
8 Χάνα Άρρεντ, ό.π, σ. 111.
9 Χάνα Άρρεντ, ό.π, σ. 121.
Μια νέα ιστορική έρευνα ανατρέπει την εικόνα του γερμανού ναζιστή ως γραφειοκράτη που εκτελούσε εντολές. Η ανασκευή της έννοιας της «κοινοτοπίας του κακού», που είχε διατυπώσει η φιλόσοφος Χάνα Αρεντ μετά την παρακολούθηση της δίκης του συνταγματάρχη των Ες Ες στο Ισραήλ το 1961
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 05/10/2014 05:45
Ο Αντολφ Αϊχμαν στη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας παράτασης της κράτησής του πριν από την έναρξη της δίκης το 1961
Bettina Stangneth
Eichmann before Jerusalem.
The Unexamined Life of a Mass Murderer
Εκδόσεις Knopf, 2014,
σελ. 610, τιμή 35 δολάρια ΗΠΑ
Το 1963 η
Χάνα Αρεντ τάραξε τα νερά της δυτικής διανόησης με ένα βιβλίο που επρόκειτο να συμβάλει στην ίδρυση ενός ολόκληρου πεδίου και να συζητείται επί δεκαετίες. «Ο Αϊχμαν στην Ιερουσαλήμ. Εκθεση για την κοινοτοπία του κακού» (εκδ. Νησίδες), καρπός της παρακολούθησης της δίκης του
Αντολφ Αϊχμαν, υπευθύνου σε οργανωτικό επίπεδο για την εξόντωση εκατομμυρίων εβραίων στα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, υπήρξε μία από τις πρώτες απόπειρες επιστημονικής ερμηνείας των κινήτρων των αυτουργών του Ολοκαυτώματος. Αποσυνδέοντας τη ναζιστική γενοκτονία από οποιαδήποτε αιτιολογία ψυχοπάθειας, η Αρεντ απέρριπτε τη ριζοσπαστική φύση του κακού χάριν της «κοινοτοπίας» του: οι δράστες ήταν άτομα σαν τον Αϊχμαν, γκρίζοι γραφειοκράτες, διανοητικές μετριότητες, «κανονικοί» Γερμανοί, οι οποίοι υιοθέτησαν το ναζιστικό συνονθύλευμα ιδεών εγκαταλείποντας κάθε προσωπική αξιολογική κρίση ή ηθική επιλογή και απεκδυόμενοι οποιασδήποτε ευθύνης για τις πράξεις τους. Προκλητική στην εποχή της, η θέση αυτή άσκησε ιδιαίτερη επίδραση και δέχθηκε κατά καιρούς σκληρή κριτική για τη φιλοσοφική της τεκμηρίωση ή τις πιθανές προεκτάσεις της για τα ίδια τα θύματα. Πενήντα σχεδόν χρόνια αργότερα, η γερμανίδα φιλόσοφος Μπετίνα Στάνγκνετ αμφισβητεί για πρώτη φορά τον ίδιο τον πυρήνα της συλλογιστικής της Αρεντ. Στο συναρπαστικό βιβλίο της που μόλις κυκλοφόρησε στα αγγλικά με τίτλο «Eichmann before Jerusalem. The Unexamined Life of a Mass Murderer», όπου γίνεται λεπτομερής επανεξέταση της βιογραφίας και της εσωτερικής ζωής του Αϊχμαν, η κριτική ανάγνωση του χειμαρρώδους λόγου του αναδεικνύει όχι πια την κοινοτοπία, αλλά την ιδιοτυπία του.
Το αρχείο της Αργεντινής
Η Στάνγκνετ επιδίδεται σε έναν κριτικό διάλογο με το έργο της Αρεντ, το οποίο αντιλαμβάνεται ως «αναπόσπαστο διανοητικό συνοδό» του δικού της. Δεν αποδομεί την έννοια της «κοινοτοπίας του κακού», καταρρίπτει όμως την ισχύ της όσον αφορά το πρόσωπο που την ενσάρκωσε. Με βάση τα στοιχεία που είχε στη διάθεσή της η γερμανοαμερικανίδα πολιτική θεωρητικός, χωρίς δηλαδή την ευχέρεια της αντιπαραβολής της εικόνας πριν και μετά τη σύλληψη του Αϊχμαν, η εξήγησή της τον ανήγαγε σε έναν ιδεότυπο που, δίχως να τον αθωώνει, ενσωμάτωνε την αυτοπροβολή του ως μετριότητας. Ωστόσο, η Στάνγκνετ αποδύεται σε μια επανατοποθέτηση του ναζί εγκληματία στα συμφραζόμενα του βίου του προκειμένου να θέσει το ερώτημα αν ο Αϊχμαν υπήρξε όντως πρότυπο κοινοτοπίας. Για τον σκοπό αυτό προβαίνει σε εξαντλητική έρευνα και αντιπαράθεση δεδομένων σε περισσότερα από 30 αρχεία. Συλλέγοντας ένα διάσπαρτο εδώ και δεκαετίες υλικό (κυρίως το λεγόμενο «αρχείο της Αργεντινής»), το οποίο αφορά πλήθος τεκμηρίων χρονολογουμένων πριν από την απαγωγή του από πράκτορες της ισραηλινής κυβέρνησης στο Μπουένος Αϊρες όπου είχε καταφύγει μεταπολεμικά, τη δίκη του στην Ιερουσαλήμ το 1961 και την εκτέλεσή του στις 31 Μαΐου 1962, αποφαίνεται ότι ο ασήμαντος γραφειοκράτης υπήρξε μόνο το προσωπείο που ένας πολύπλοκος χαρακτήρας φόρεσε ελπίζοντας να αποφύγει τις συνέπειες της ενοχής του.
Η Στάνγκνετ προσφεύγει στις μαρτυρίες τόσο εκείνων που γνώριζαν τον Αϊχμαν επί εθνικοσοσιαλισμού όσο και του κύκλου των ναζί που κατέφυγαν στην Αργεντινή. Και στις δύο περιπτώσεις, όπως και στις εκατοντάδες σελίδες των αυτοβιογραφικών του κειμένων προτού συλληφθεί, ο «τσάρος των Eβραίων» κάθε άλλο παρά ως «γρανάζι μιας γραφειοκρατικής μηχανής» παρουσιάζεται. Ο ίδιος κομπάζει ότι το «διάσημο όνομα Αϊχμαν» είχε καταστεί «σύμβολο», μιλά ανοικτά και με αριθμούς για τη δράση του στο Ολοκαύτωμα, υπογράφει αυτόγραφα με το κανονικό του όνομα και τον βαθμό του («Συνταγματάρχης SS εν αποστρατεία Αϊχμαν»). Σε πλήρη αντίθεση με την εικόνα που φιλοτέχνησε στη δίκη του, εκείνη του μεταπολεμικού φιλειρηνικού εκτροφέα κουνελιών, ο οποίος εξαναγκάστηκε από πράγματα και καταστάσεις, ακολουθώντας διαταγές, να συμμετάσχει στην εξόντωση ενός λαού, δηλώνει υπερήφανος για το έργο του. Αντί του αφανούς διαχειριστή «καθαρά τεχνικών ζητημάτων μεταφοράς» διεκδικεί την αναγνώρισή του ως επιφανούς οργανωτικού εγκεφάλου της διαδικασίας εκτοπισμού και εξόντωσης των Eβραίων στην Ευρώπη. Το αποτέλεσμα ήταν να καταστεί τελικά αποσυνάγωγος από τη σέχτα των χιτλερικών νοσταλγών της εξορίας: αυτοί ήλπιζαν να χρησιμοποιήσουν την αυθεντία του για να αποκαθάρουν τον ναζισμό από το υποτιθέμενο ψέμα της εβραϊκής γενοκτονίας («το ψεύδος των έξι εκατομμυρίων»), εκείνος επέμενε να καυχιέται ότι «αν είχαμε εξοντώσει 10,3 εκατομμύρια, θα είχαμε ολοκληρώσει την αποστολή μας».
Ο υποτιθέμενα χαμηλού προφίλ Αϊχμαν επιδιώκει ήδη από το 1956 την έκδοση ενός βιβλίου για τα δικά του πεπραγμένα προκειμένου να προσδιορίσει τον ρόλο του στο Ολοκαύτωμα. Ερχεται σε επαφή με τον φιλοναζιστή εκδότη Εμπερχαρντ Φριτς και τον ολλανδό πρώην πολεμικό ανταποκριτή και προπαγανδιστή του ναζιστικού καθεστώτος Βίλεμ Σάσεν και οι τρεις τους συνάπτουν ένα συμβόλαιο στο πλαίσιο του οποίου ο Αϊχμαν παραχωρεί στον Σάσεν μια σειρά μακρών συνεντεύξεων ενώπιον μιας ομάδας πρώην ναζιστών και νοσταλγών του καθεστώτος. Ηδη, πριν από αυτές έχει συγγράψει ένα χειρόγραφο έκτασης 107 σελίδων με τον τίτλο «Οι άλλοι μίλησαν, τώρα είναι η σειρά μου», ενώ αργότερα θα ολοκληρώσει ένα ημι-μυθιστορηματικό κείμενο 260 σελίδων, το οποίο παραμένει ακόμη σε γνώση μόνο των κληρονόμων του. Στη διάρκεια της φυλάκισής του στην Ιερουσαλήμ το 1961 συντηρεί την ψευδαίσθηση της δημοσίευσης ενός αυτοβιογραφικού γραπτού 1.000 σελίδων με δυνητικό τίτλο «Γνώθι σαυτόν» και σχεδιάζει τις λεπτομέρειες της έκδοσης: «η ράχη και το εξώφυλλο πρέπει να είναι μονόχρωμα, μπεζ ή γκρίζα ίσως, με καθαρή, γραμμική και ελκυστική γραμματοσειρά. Είναι σαφές ότι δεν επιθυμώ ψευδώνυμο, καθότι δεν προσήκει στη φύση του πράγματος».
Κυνικός και ανελέητος
Η γλώσσα του Αϊχμαν στην Αργεντινή, όπως την παραθέτει η Στάνγκνετ, διαφέρει εντελώς από εκείνη της Ιερουσαλήμ. Η «αδυναμία ομιλίας» και «αδυναμία σκέψης» που εντοπίζει η Αρεντ έρχονται σε αντίθεση με τον συστηματικό τρόπο έκθεσης των απόψεών του. Κυνικός, ανελέητος, μισάνθρωπος, αυτός ο Αϊχμαν μπορεί να επιδεικνύει αδιάντροπα τον αντισημιτισμό και τον εθνικοσοσιαλισμό του. Η τεχνική γλώσσα συνδυάζεται με την ανοικτή αποδοχή των όσων συνέβαιναν: τα στρατόπεδα «τροφοδοτούνταν με υλικό», αλλά και «για μένα δεν υπήρχε καμία διαφορά για το πού θα πήγαιναν οι Eβραίοι, στη Μαδαγασκάρη, στο Αουσβιτς, στα στρατόπεδα του (υψηλόβαθμου SS) Γκλόμποτσνικ για να εξοντωθούν με αέρια». Το ιδεολογικό περιεχόμενο εξακολουθεί να αφορά εν έτει 1957 την υπεράσπιση μιας διεστραμμένης κοσμοθεωρίας στην οποία εμμένει ως ιδανικό. Στην ερώτηση μιας κυρίας του κύκλου του Σάσεν «τι χειρότερο μπορούσε να συμβεί στη Γερμανία από την ανάληψη της εξουσίας από τους ναζί το 1933» εξανίσταται και μετά βίας συγκρατεί την οργή του: «Γι' αυτό τα δώσαμε όλα, τα νιάτα, την ελευθερία μας, κι άλλοι ακόμη περισσότερα, τη ζωή τους. Δεν αντέχω να ακούω κάτι τέτοιο [...], θα εκραγώ!».
Πεπεισμένος εθνικοσοσιαλιστής
Η αντεστραμμένη ηθική του Αϊχμαν είναι αυτή ενός πεπεισμένου εθνικοσοσιαλιστή - οι φυλετικές και βιολογικές κατηγορίες υπερβαίνουν τις πολιτισμικές, το αίμα ακυρώνει τις αξίες, η εξόντωση των Εβραίων αποβαίνει καθήκον, αποστολή, νομοτέλεια: «το αίσθημα της αυτοσυντήρησης είναι ισχυρότερο από κάθε αυτοαποκαλούμενη ηθική απαίτηση». Το ενδιαφέρον είναι ότι οι απόπειρες φιλοσοφικής τεκμηρίωσης των λεγομένων του δεν εξαντλούνται πάντα σε έναν χυδαίο κοινωνικό δαρβινισμό. Σε κάποιες επιστολές του χρησιμοποιεί όχι χωρίς δεξιότητα δάνεια από τον Καντ, τον Νίτσε, τον Πλάτωνα, τον Σοπενχάουερ, ακόμη και τον (εβραϊκής καταγωγής) Σπινόζα, σημειώνει η Στάνγκνετ. Πίσω από το υποτιθέμενο ανθρωπάκι-δέσμιο των μηχανισμών, όπως παρουσίαζε τον εαυτό του στη δίκη, δεν κρύβεται ωστόσο ένας διανοούμενος. Η χρήση των φιλοσοφικών εργαλείων αποδεικνύεται επιφανειακή και εργαλειακή, ανάλογα με τον συνομιλητή και τη συγκυρία. Η ιδιόμορφη χρήση της γλώσσας, η επινόηση αταίριαστων μεταφορών («νιώθω σαν ανώνυμος περιπατητής υποβρυχίως»), οι ακυρολεξίες, υποδηλώνουν τα όρια της σκέψης του. «Πολύ έξυπνος, πολύ πανούργος» κατά τον ισραηλινό ανακριτή του, όχι μετριότητα αλλά ούτε και προσωποποίηση του μέσου όρου, ο Αϊχμαν δεν μπορεί να αποτελέσει μέτρο των αυτουργών του Ολοκαυτώματος με τον τρόπο της Αρεντ, υποδεικνύει τελικά η Μπετίνα Στάνγκνετ. Οπως σημειώνει ο εξέχων αμερικανός ιστορικός του ναζισμού Κρίστοφερ Μπράουνινγκ στους «New York Times», ο Αντολφ Αϊχμαν ταίριαζε στο πορτρέτο της Χάνα Αρεντ μόνο κατά το ήμισυ: αποτελούσε συνώνυμο του κακού, όχι όμως της κοινοτοπίας του.
δειτε και