Όλα ήταν ένας ευρωπαϊκός εμφύλιος
Δέσποινα Ι. Παπαδημητρίου Δημοσιεύθηκε στο Τεύχος 37 Ζωγραφική απεικόνιση από τον William Orpen (1878–1931) της υπογραφής της Συνθήκης των Βερσαλλιών (28 Ιουνίου 1919), με την οποία δόθηκε τέλος στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αναπαρίσταται η μεγάλη Αίθουσα των Καθρεπτών και τα κεφάλια των ευρωπαίων ηγετών ενώ συσκέπτονται. Μπροστά: ο Dr. Johannes Bell (Γερμανία) υπογράφει μαζί με τον Herr Hermann Müller. Μεσαία σειρά, καθιστοί, από αριστερά: Στρατηγός Tasker H. Bliss, Συνταγματάρχης E.M. House, Henry White, Robert Lansing, ο πρόεδρος Γούντροου Γουίλσον (ΗΠΑ), ο Ζωρζ Κλεμανσώ (Γαλλία), D. Lloyd George, A. Bonar Law, Arthur J. Balfour, Viscount Milner, G.N. Barnes (Μεγάλη Βρετανία), Μαρκήσιος Σαγιόνζι (Ιαπωνία). Πίσω σειρά, από αριστερά: Ελευθέριος Βενιζέλος (Ελλάδα), Dr. Affonso Costa (Πορτογαλία), Λόρδος Riddell, Sir George E. Foster (Καναδάς), Νικόλα Πάχιτς (Σερβία), Stephen Pichon (Γαλλία), Στρατηγός Sir Maurice Hankey, Edwin S. Montagu (Μεγάλη Βρετανία), ο Μαχαραγιάς του Μπικάνερ (Ινδία), Vittorio Emanuele Orlando (Ιταλία), Paul Hymans (Βέλγιο), Στρατηγός Louis Botha (Νότια Αφρική), W.M. Hughes (Αυστραλία).
Enzo Traverso, Διά πυρός και σιδήρου. Περί του ευρωπαϊκού εμφυλίου πολέμου 1914-1945, μετάφραση από τα γαλλικά: Γιάννης Ευαγγέλου, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2013, 401 σελ.
Η αποδοχή της βίας ως τρόπος πολιτικής κατίσχυσης, η άνοδος του φασισμού, ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος δεν είναι ξεκομμένα ιστορικά φαινόμενα αλλά, όλα μαζί, ενταγμένα στη μεγάλη ευρωπαϊκή ιστορία, μπορούν να ισωθούν και ως επί μέρους επεισόδια ενός μεγάλου ευρωπαϊκού εμφυλίου, που συνεχίστηκε με την άνοδο του ναζισμού, τον Β’ Παγκόσμιο, έως και την κατάρρευση του κομμουνισμού. Τι αλλάζει στην αποτίμηση της ευρωπαϊκής ιστορίας του 20ού αιώνα η παραπάνω παραδοχή –σε συνδυασμό με την εξέταση της άποψης των ηττημένων, που αλλάζει συνήθως την ιστορική γνώση;[TBJ]
Η διάκριση μεταξύ των εννοιών αυτοπροσδιορισμού και των όρων της ανάλυσης, ή αλλιώς μεταξύ ιστορικών και αναλυτικών εννοιών, θεωρείται μείζον πρόβλημα της μεθοδολογίας των κοινωνικών επιστημών. Ο κοινωνικός επιστήμονας φτιάχνει τις δικές του κατηγορίες χάρη στις οποίες αυτονομεί την ανάλυσή του, με σεβασμό όμως στο χρόνο του αφηγητή και στην εννοιολογική διάρθρωση του κόσμου από τους εκάστοτε φορείς της ιστορικής δράσης. Ο Έντσο Τραβέρσο, καθηγητής πολιτικής επιστήμης στο Πανεπιστήμιο της Πικαρδίας Jules Verne στην Αμιέν, επιλέγει να στηρίξει την ανάλυσή του στην έννοια του ευρωπαϊκού εμφυλίου πολέμου, την οποία θεωρεί ως κεντρική, αφού προσδίδει στην περίοδο που οριοθετείται από την αρχή του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου ώς το τέλος του Β’, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της. Ο ευρωπαϊκός εμφύλιος παραπέμπει σε μία εποχή στην οποία η πολιτική συμπλέκεται με την κουλτούρα υπό την σκέπη της βίας και του φαντασιακού τού τρόμου. Η χρήση της έννοιας αυτής από το συγγραφέα εκπληρώνει μια πρόθεσή του: την αποφυγή χρήσης κατηγοριών ανάλυσης, μιας άλλης εποχής, «δικής μας εποχής», για τη μελέτη του παρελθόντος. Ακόμη περισσότερο, από ένα λάθος αναχρονισμού, η προβολή των εννοιών της σύγχρονης φιλελεύθερης δημοκρατίας την περίοδο 1914-45 αναστέλλει «κάθε προσπάθεια για ένταξη του 20ού αιώνα στην ιστορία» (σσ. 20-21).
ΤΟ ΑΝΤΙΦΑΣΙΣΤΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ
Ποια είναι όμως η «δική μας εποχή»; Είναι εκείνη του πρωτείου της φιλελεύθερης δημοκρατίας, όπως αυτή διαμορφώθηκε μεταπολεμικά σε τρεις –θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε– χρόνους; Κατά τη στιγμή των μεγάλων βεβαιοτήτων της Δύσης, την πρώτη μεταπολεμική δεκαετία, κατά τη δεκαετία της κοινωνικής και πολιτικής αμφισβήτησης των χρόνων του 1960 και κατά τη μετακομμουνιστική εποχή του τέλους του 20ού αιώνα, όταν ο οικουμενισμός των αξιών της Δύσης φαίνεται να ενδυναμώνεται στο πλαίσιο της, σύμφωνα με τον Τραβέρσο, «μετα-ολοκληρωτικής σοφίας»; Σε μια συγκυρία εμφάνισης μιας μετανεωτερικής σκέψης που έθετε εν αμφιβόλω τις παγιωμένες και ομογενοποιημένες ταυτότητες, η αντι-ολοκληρωτική σκέψη εξακολουθούσε να εκλαμβάνει τον κομμουνισμό (μια εικόνα που αναπαρήγε κι ο ίδιος με άλλα συστατικά βεβαίως, μέσω της ιδεολογικής και προγραμματικής του συγκρότησης) ως ουσία παρά ως εμπειρίες, εν μέρει κοινές αλλά και μοναδικές, ιδιαίτερες σε κάθε επιχώρια παράδοση. Η έμφαση στην ουτοπία ή/και στο έγκλημα, συνυφασμένο με τη φύση του κομμουνισμού (κι όχι μόνον ως μετρήσιμο μέγεθος) στη μετακομμουνιστική περίοδο, η καταδίκη των ιδεολογιών, αποκαλύπτει τη λογική αυτής της προσέγγισης.
Στο συλλογικό έργο Le siècle des communismes (το οποίο μνημονεύει και ο Τραβέρσο), οι επιμελητές της έκδοσης προδιαγράφουν στην εισαγωγή τη βασική τους μέριμνα: να αναδείξουν τις διαφορές (τις οποίες θεωρούν μείζονες) ανάμεσα στις «χώρες της Ανατολής» που αφορούν τις διαφορετικές συνθήκες ανόδου των κομμουνιστικών κομμάτων στην εξουσία, αλλά και του ιστορικού πλαισίου μέσα στο οποίο διαμόρφωσαν τα δομικά χαρακτηριστικά τους (η εμπειρία του εμφυλίου πολέμου για το ισπανικό ΚΚ, της αντίστασης και του εμφυλίου για το ΚΚΕ, η φασιστική καταστολή για το ιταλικό ΚΚ, η συμμετοχή στο Λαϊκό Μέτωπο και στον αντιφασιστικό αγώνα για το γαλλικό ΚΚ).
Παρά τις κομματικές της πλαισιώσεις, η αντιφασιστική και αντιναζιστική αντίσταση αποτελεί μείζονα ιστορική εμπειρία των ευρωπαϊκών λαών κατά την περίοδο του μεσοπολέμου και τη δεκαετία του 1940. Εν τούτοις, η καταδίκη του ολοκληρωτισμού και της επαναστατικής βίας μέσα από τη μετα-ψυχροπολεμική ανάγνωση της ιστορίας του 20ού αιώνα, διαγράφει, σύμφωνα με τον Τραβέρσο, την αντιφασιστική παράδοση συλλήβδην και, συνάμα, τη μνήμη της εξορίας και των θυμάτων του ναζισμού. Nομίζω ότι, γι’ αυτόν, το 1989 αποτελεί μια άλλη τομή, ένα άλλο κρίσιμο momentum, καθοριστικό και στο πεδίο των ανθρώπινων συνειδήσεων, με το οποίο ενδεχομένως κλείνει ο 20ός αιώνας (Hobsbawm).
Η ιστοριογραφική προσέγγιση που είναι ευαίσθητη στην κατανόηση της ιστορικότητας των κοινωνιών διαγιγνώσκοντας τις κορυφαίες ιστορικές εμπειρίες του αιώνα, οφείλει να λάβει σοβαρά υπ’ όψη αυτό που ο συγγραφέας αποκαλεί γενετικό δεσμό της φιλελεύθερης δημοκρατίας με την εποχή του εμφυλίου πολέμου. Το χρονωνύμιο αυτό που είχε, όπως είδαμε, περάσει στη συνείδηση των συγχρόνων ως τέτοιο, οριοθετούσε μια περίοδο που ξεκίνησε με τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, γεγονός καθοριστικό για τη γένεση των τριών βασικών ιδεολογιών/εμπειριών του 20ού αιώνα: τον φασισμό, τον ναζισμό και τον σταλινισμό (Traverso, Le Totalitarisme).
Η ΒΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Ο πόλεμος αυτός διαμόρφωσε, εξ άλλου, ένα ήθος και μια γενιά εμποτισμένη απ’ αυτό, η οποία πρωταγωνίστησε στην προετοιμασία και την εκτέλεση της άλλης μεγάλης πολεμικής αναμέτρησης στο πλαίσιο του πρώτου μισού του αιώνα. Συνέτεινε επίσης στην εισαγωγή της βίας στην πολιτική, η οποία τραυμάτισε τις ευρωπαϊκές κοινωνίες και την πολιτική ζωή των τριών επόμενων δεκαετιών. Το 1914 αποτελεί έτσι το ορόσημο για την εμπειρία της συμμετοχής στον ολοκληρωτικό πόλεμο, τη μήτρα για την αποδοχή από την πολιτική της βίας, την αρχή της εποχής του ευρωπαϊκού εμφυλίου πολέμου στον οποίο συγκρούστηκαν ιδεολογίες και κουλτούρες, όπως στην περίπτωση του Ισπανικού Εμφυλίου.
Σε τι αντιστοιχεί όμως ο ευρωπαϊκός εμφύλιος πόλεμος; Πρόκειται, στην αντίληψή μου, για ένα χρονωνύμιο που δηλώνει στο έργο του Τραβέρσο έναν κύκλο, όπου μια αλυσίδα καταστροφικών συμβάντων συμπυκνώνει μια ιστορική μεταβολή οι προϋποθέσεις της οποίας είχαν σωρευτεί στη διάρκεια του προηγούμενου αιώνα μέσα από κύκλους κρίσεων, πολέμων και επαναστάσεων (σ. 63). Περιοδολογώντας έτσι το φαινόμενο του ευρωπαϊκού εμφυλίου πολέμου, ο Τραβέρσο αναζητεί ακόμη πιο πίσω τις συνέχειές του, συγκεκριμένα στον 17ο και στον 18ο αιώνα, στους πολέμους εκείνους που εμφανίζουν αναλογίες τουλάχιστον ως προς τον ολοκληρωτικό τους χαρακτήρα: τον Τριακονταετή Πόλεμο (1618-48) και τους πολέμους της Γαλλικής Επανάστασης (1789-1815). Το ενδιαφέρον είναι ότι τα ίδια τα ιστορικά υποκείμενα είχαν αποκτήσει συνείδηση των συνεχειών, εγγύτερων ή μακρύτερων, τις οποίες αναδεικνύει ο αναλυτής. Ο Τραβέρσο επισημαίνει έτσι ότι οι διπλωμάτες, το 1939, δεν είχαν την παραμικρή αμφιβολία ότι ο νέος πόλεμος αποτελούσε συνέχεια του πρώτου –κι ο Χίτλερ, ως γνωστόν, δήλωνε κατ’ επανάληψη την πρόθεσή του να εξαλείψει το όνειδος των Βερσαλλιών. Επίσης, τριακονταετή πόλεμο-αστραπή είχαν ονομάσει οι στρατιώτες της Βέρμαχτ τον δικό τους αγώνα.
Tο βιβλίο αυτό καταλαμβάνει ένα γνωσιακό χώρο στον οποίο τέμνεται η πολιτική ανάλυση, η διανοητική ιστορία, η σημασιολογική προσέγγιση των εννοιών και η πολιτισμική ιστορία· ο τρόπος επίσης με τον οποίο χειρίζεται τις γραπτές μαρτυρίες (τη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο), η σημασία που αποδίδει στη σχέση της ζωής των ανθρώπων με την ιστορία, η ένταξη των κειμένων στη ζωή στην οποία ανήκουν, δίνουν στην προσέγγιση του Τραβέρσο μια εκλεπτυσμένη ψυχο-ανθρωπολογική και, εν μέρει, και κοινωνιολογική διάσταση. Ο συγγραφέας τοποθετεί το γεγονός εντός του διανοητικού και πολιτικού περιβάλλοντος και, παρακολουθώντας τη δημόσια χρήση των αισθημάτων, επιχειρεί να βαθύνει την ιστορική αντίληψη για τη βία, τον πόλεμο, την εξορία.
Εν τέλει, ο Τραβέρσο αναλύει το πολιτικό μέσω μιας ιστορικής και ανθρωπολογικής συνάμα προσέγγισης, έχοντας μάλιστα αναπτύξει ιδιαίτερα τις ευαισθησίες του ιστορικού: επισημαίνει τις ιστορικές τομές ως σημεία στο ιστορικό συνεχές στα οποία βρίσκουμε πυκνώσεις του παλαιού και του νέου, συνθέτοντας τον καμβά του ιστορικού momentum. Περιοδολογεί, μιας και η περιοδολόγηση αποτελεί τη μεθοδολογία του ιστορικού, σύμφωνα με τον Ράινχαρτ Κοσέλλεκ (Reinhart Koselleck), από τον οποίο έχει γόνιμα επηρεαστεί στο πεδίο των ιστορικών κατηγοριών που ο γερμανός ιστορικός εισήγαγε και στον τρόπο με τον οποίο συνυφαίνονται στην ιστοριογραφία οι ποικίλες χρονικότητες. Επιπροσθέτως, θεωρεί ότι κάθε ιστορικός μετασχηματισμός τροφοδοτείται από την οπτική των ηττημένων που βαθαίνει συνήθως την ιστορική γνώση (Κοσέλλεκ). Σε αυτούς τους ηττημένους των πολέμων εστιάζει την ανάλυσή του ο Τραβέρσο, με την έγνοια να αποκαταστήσει την ιστορικότητα των εννοιών και να κατανοήσει τις δράσεις των ιστορικών υποκειμένων που βίωσαν τις εμπειρίες της γενιάς τους ποικιλοτρόπως, πολέμησαν μεταξύ τους, συγκρούστηκαν ή έμειναν στην γκρίζα ζώνη, σκοτώθηκαν ή επιβίωσαν. Οι ηττημένοι του ευρωπαϊκού εμφυλίου πολέμου ανήκουν σε όλα τα μέτωπα κι είναι από τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, τον Γκράμσι, τον Τρότσκι, τον Βάλτερ Μπένγιαμιν έως τον Γιούνγκερ και τον Καρλ Σμιτ. Μέλημά του είναι, άλλωστε, να αποκαταστήσει τους όρους της συζήτησης των χρόνων εκείνων οι οποίοι έχουν παραποιηθεί εκ των υστέρων, μέσα από τις ακλόνητες βεβαιότητες της μετα-ολοκληρωτικής αφήγησης, όπως διαμορφώνεται από το 1989 και εξής. Ο αντιφασισμός, φερ’ ειπείν, για τον συγγραφέα, υπερβαίνει την πολιτική της Μόσχας και προηγείται της συγκρότησης των λαϊκών μετώπων. Δεν ταυτίζεται, ως εκ τούτου, με τον κομμουνισμό. Ο ιταλικός αντιφασισμός, για να αρκεστούμε σε μία παράδοση του κινήματος, πυροδοτείται από τη δημοσίευση στην εφημερίδα Il Mondo, τον Μάιο του 1925, του μανιφέστου των αντιφασιστών διανοουμένων με την πρωτοβουλία του φιλελεύθερου Μπενεντέτο Κρότσε.
Οι προθέσεις του συγγραφέα είναι ξεκάθαρες. Φορέας ο ίδιος μιας συγκεκριμένης αντιφασιστικής παράδοσης, καταφέρνει να σταθεί ψύχραιμος ενώπιον της διανοητικής και ιδεολογικής κατάθεσης των ιστορικών υποκειμένων και να συνθέσει –όχι μόνον για τον ειδικό αλλά και για τον κάθε υποψιασμένο αναγνώστη– μια ιστοριογραφία που θέτει κρίσιμα ζητήματα ερμηνείας (όπως οι αντινομίες του αντιφασισμού, η μεταπολεμική νομιμότητα των νικητών του Β’ Πολέμου, η εργαλειοποίηση της Shoah και οι ευθύνες για την καταστροφή των Εβραίων της Ευρώπης, ο σταλινισμός), σέβεται την ιστορική κίνηση, τις πολλαπλές αναγνώσεις των συλλογικών εμπειριών και τα μεγάλα διλήμματα των ανθρώπων σε κρίσιμες ιστορικές συγκυρίες. Το βιβλίο έχει, τέλος, την τύχη να αντλεί έμπνευση από ένα πλουσιότατο τεκμηριωτικό υλικό, το οποίο ο συγγραφέας ελέγχει απολύτως. Το γεγονός αυτό καθιστά την ανάγνωση ελκυστική.
Σε τούτο συντείνει η άρτια μεταφραστική προσπάθεια του Γιάννη Ευαγγέλου. Το πρωτότυπο κυκλοφόρησε στα γαλλικά το 2007 με τίτλο A feu et à sang. De la guerre civile européenne 1914-1945 από τις εκδόσεις Stock.
ΤΟ ΑΝΤΙΦΑΣΙΣΤΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ
Ποια είναι όμως η «δική μας εποχή»; Είναι εκείνη του πρωτείου της φιλελεύθερης δημοκρατίας, όπως αυτή διαμορφώθηκε μεταπολεμικά σε τρεις –θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε– χρόνους; Κατά τη στιγμή των μεγάλων βεβαιοτήτων της Δύσης, την πρώτη μεταπολεμική δεκαετία, κατά τη δεκαετία της κοινωνικής και πολιτικής αμφισβήτησης των χρόνων του 1960 και κατά τη μετακομμουνιστική εποχή του τέλους του 20ού αιώνα, όταν ο οικουμενισμός των αξιών της Δύσης φαίνεται να ενδυναμώνεται στο πλαίσιο της, σύμφωνα με τον Τραβέρσο, «μετα-ολοκληρωτικής σοφίας»; Σε μια συγκυρία εμφάνισης μιας μετανεωτερικής σκέψης που έθετε εν αμφιβόλω τις παγιωμένες και ομογενοποιημένες ταυτότητες, η αντι-ολοκληρωτική σκέψη εξακολουθούσε να εκλαμβάνει τον κομμουνισμό (μια εικόνα που αναπαρήγε κι ο ίδιος με άλλα συστατικά βεβαίως, μέσω της ιδεολογικής και προγραμματικής του συγκρότησης) ως ουσία παρά ως εμπειρίες, εν μέρει κοινές αλλά και μοναδικές, ιδιαίτερες σε κάθε επιχώρια παράδοση. Η έμφαση στην ουτοπία ή/και στο έγκλημα, συνυφασμένο με τη φύση του κομμουνισμού (κι όχι μόνον ως μετρήσιμο μέγεθος) στη μετακομμουνιστική περίοδο, η καταδίκη των ιδεολογιών, αποκαλύπτει τη λογική αυτής της προσέγγισης.
Στο συλλογικό έργο Le siècle des communismes (το οποίο μνημονεύει και ο Τραβέρσο), οι επιμελητές της έκδοσης προδιαγράφουν στην εισαγωγή τη βασική τους μέριμνα: να αναδείξουν τις διαφορές (τις οποίες θεωρούν μείζονες) ανάμεσα στις «χώρες της Ανατολής» που αφορούν τις διαφορετικές συνθήκες ανόδου των κομμουνιστικών κομμάτων στην εξουσία, αλλά και του ιστορικού πλαισίου μέσα στο οποίο διαμόρφωσαν τα δομικά χαρακτηριστικά τους (η εμπειρία του εμφυλίου πολέμου για το ισπανικό ΚΚ, της αντίστασης και του εμφυλίου για το ΚΚΕ, η φασιστική καταστολή για το ιταλικό ΚΚ, η συμμετοχή στο Λαϊκό Μέτωπο και στον αντιφασιστικό αγώνα για το γαλλικό ΚΚ).
Παρά τις κομματικές της πλαισιώσεις, η αντιφασιστική και αντιναζιστική αντίσταση αποτελεί μείζονα ιστορική εμπειρία των ευρωπαϊκών λαών κατά την περίοδο του μεσοπολέμου και τη δεκαετία του 1940. Εν τούτοις, η καταδίκη του ολοκληρωτισμού και της επαναστατικής βίας μέσα από τη μετα-ψυχροπολεμική ανάγνωση της ιστορίας του 20ού αιώνα, διαγράφει, σύμφωνα με τον Τραβέρσο, την αντιφασιστική παράδοση συλλήβδην και, συνάμα, τη μνήμη της εξορίας και των θυμάτων του ναζισμού. Nομίζω ότι, γι’ αυτόν, το 1989 αποτελεί μια άλλη τομή, ένα άλλο κρίσιμο momentum, καθοριστικό και στο πεδίο των ανθρώπινων συνειδήσεων, με το οποίο ενδεχομένως κλείνει ο 20ός αιώνας (Hobsbawm).
Η ιστοριογραφική προσέγγιση που είναι ευαίσθητη στην κατανόηση της ιστορικότητας των κοινωνιών διαγιγνώσκοντας τις κορυφαίες ιστορικές εμπειρίες του αιώνα, οφείλει να λάβει σοβαρά υπ’ όψη αυτό που ο συγγραφέας αποκαλεί γενετικό δεσμό της φιλελεύθερης δημοκρατίας με την εποχή του εμφυλίου πολέμου. Το χρονωνύμιο αυτό που είχε, όπως είδαμε, περάσει στη συνείδηση των συγχρόνων ως τέτοιο, οριοθετούσε μια περίοδο που ξεκίνησε με τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, γεγονός καθοριστικό για τη γένεση των τριών βασικών ιδεολογιών/εμπειριών του 20ού αιώνα: τον φασισμό, τον ναζισμό και τον σταλινισμό (Traverso, Le Totalitarisme).
Η ΒΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Ο πόλεμος αυτός διαμόρφωσε, εξ άλλου, ένα ήθος και μια γενιά εμποτισμένη απ’ αυτό, η οποία πρωταγωνίστησε στην προετοιμασία και την εκτέλεση της άλλης μεγάλης πολεμικής αναμέτρησης στο πλαίσιο του πρώτου μισού του αιώνα. Συνέτεινε επίσης στην εισαγωγή της βίας στην πολιτική, η οποία τραυμάτισε τις ευρωπαϊκές κοινωνίες και την πολιτική ζωή των τριών επόμενων δεκαετιών. Το 1914 αποτελεί έτσι το ορόσημο για την εμπειρία της συμμετοχής στον ολοκληρωτικό πόλεμο, τη μήτρα για την αποδοχή από την πολιτική της βίας, την αρχή της εποχής του ευρωπαϊκού εμφυλίου πολέμου στον οποίο συγκρούστηκαν ιδεολογίες και κουλτούρες, όπως στην περίπτωση του Ισπανικού Εμφυλίου.
Σε τι αντιστοιχεί όμως ο ευρωπαϊκός εμφύλιος πόλεμος; Πρόκειται, στην αντίληψή μου, για ένα χρονωνύμιο που δηλώνει στο έργο του Τραβέρσο έναν κύκλο, όπου μια αλυσίδα καταστροφικών συμβάντων συμπυκνώνει μια ιστορική μεταβολή οι προϋποθέσεις της οποίας είχαν σωρευτεί στη διάρκεια του προηγούμενου αιώνα μέσα από κύκλους κρίσεων, πολέμων και επαναστάσεων (σ. 63). Περιοδολογώντας έτσι το φαινόμενο του ευρωπαϊκού εμφυλίου πολέμου, ο Τραβέρσο αναζητεί ακόμη πιο πίσω τις συνέχειές του, συγκεκριμένα στον 17ο και στον 18ο αιώνα, στους πολέμους εκείνους που εμφανίζουν αναλογίες τουλάχιστον ως προς τον ολοκληρωτικό τους χαρακτήρα: τον Τριακονταετή Πόλεμο (1618-48) και τους πολέμους της Γαλλικής Επανάστασης (1789-1815). Το ενδιαφέρον είναι ότι τα ίδια τα ιστορικά υποκείμενα είχαν αποκτήσει συνείδηση των συνεχειών, εγγύτερων ή μακρύτερων, τις οποίες αναδεικνύει ο αναλυτής. Ο Τραβέρσο επισημαίνει έτσι ότι οι διπλωμάτες, το 1939, δεν είχαν την παραμικρή αμφιβολία ότι ο νέος πόλεμος αποτελούσε συνέχεια του πρώτου –κι ο Χίτλερ, ως γνωστόν, δήλωνε κατ’ επανάληψη την πρόθεσή του να εξαλείψει το όνειδος των Βερσαλλιών. Επίσης, τριακονταετή πόλεμο-αστραπή είχαν ονομάσει οι στρατιώτες της Βέρμαχτ τον δικό τους αγώνα.
Tο βιβλίο αυτό καταλαμβάνει ένα γνωσιακό χώρο στον οποίο τέμνεται η πολιτική ανάλυση, η διανοητική ιστορία, η σημασιολογική προσέγγιση των εννοιών και η πολιτισμική ιστορία· ο τρόπος επίσης με τον οποίο χειρίζεται τις γραπτές μαρτυρίες (τη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο), η σημασία που αποδίδει στη σχέση της ζωής των ανθρώπων με την ιστορία, η ένταξη των κειμένων στη ζωή στην οποία ανήκουν, δίνουν στην προσέγγιση του Τραβέρσο μια εκλεπτυσμένη ψυχο-ανθρωπολογική και, εν μέρει, και κοινωνιολογική διάσταση. Ο συγγραφέας τοποθετεί το γεγονός εντός του διανοητικού και πολιτικού περιβάλλοντος και, παρακολουθώντας τη δημόσια χρήση των αισθημάτων, επιχειρεί να βαθύνει την ιστορική αντίληψη για τη βία, τον πόλεμο, την εξορία.
Εν τέλει, ο Τραβέρσο αναλύει το πολιτικό μέσω μιας ιστορικής και ανθρωπολογικής συνάμα προσέγγισης, έχοντας μάλιστα αναπτύξει ιδιαίτερα τις ευαισθησίες του ιστορικού: επισημαίνει τις ιστορικές τομές ως σημεία στο ιστορικό συνεχές στα οποία βρίσκουμε πυκνώσεις του παλαιού και του νέου, συνθέτοντας τον καμβά του ιστορικού momentum. Περιοδολογεί, μιας και η περιοδολόγηση αποτελεί τη μεθοδολογία του ιστορικού, σύμφωνα με τον Ράινχαρτ Κοσέλλεκ (Reinhart Koselleck), από τον οποίο έχει γόνιμα επηρεαστεί στο πεδίο των ιστορικών κατηγοριών που ο γερμανός ιστορικός εισήγαγε και στον τρόπο με τον οποίο συνυφαίνονται στην ιστοριογραφία οι ποικίλες χρονικότητες. Επιπροσθέτως, θεωρεί ότι κάθε ιστορικός μετασχηματισμός τροφοδοτείται από την οπτική των ηττημένων που βαθαίνει συνήθως την ιστορική γνώση (Κοσέλλεκ). Σε αυτούς τους ηττημένους των πολέμων εστιάζει την ανάλυσή του ο Τραβέρσο, με την έγνοια να αποκαταστήσει την ιστορικότητα των εννοιών και να κατανοήσει τις δράσεις των ιστορικών υποκειμένων που βίωσαν τις εμπειρίες της γενιάς τους ποικιλοτρόπως, πολέμησαν μεταξύ τους, συγκρούστηκαν ή έμειναν στην γκρίζα ζώνη, σκοτώθηκαν ή επιβίωσαν. Οι ηττημένοι του ευρωπαϊκού εμφυλίου πολέμου ανήκουν σε όλα τα μέτωπα κι είναι από τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, τον Γκράμσι, τον Τρότσκι, τον Βάλτερ Μπένγιαμιν έως τον Γιούνγκερ και τον Καρλ Σμιτ. Μέλημά του είναι, άλλωστε, να αποκαταστήσει τους όρους της συζήτησης των χρόνων εκείνων οι οποίοι έχουν παραποιηθεί εκ των υστέρων, μέσα από τις ακλόνητες βεβαιότητες της μετα-ολοκληρωτικής αφήγησης, όπως διαμορφώνεται από το 1989 και εξής. Ο αντιφασισμός, φερ’ ειπείν, για τον συγγραφέα, υπερβαίνει την πολιτική της Μόσχας και προηγείται της συγκρότησης των λαϊκών μετώπων. Δεν ταυτίζεται, ως εκ τούτου, με τον κομμουνισμό. Ο ιταλικός αντιφασισμός, για να αρκεστούμε σε μία παράδοση του κινήματος, πυροδοτείται από τη δημοσίευση στην εφημερίδα Il Mondo, τον Μάιο του 1925, του μανιφέστου των αντιφασιστών διανοουμένων με την πρωτοβουλία του φιλελεύθερου Μπενεντέτο Κρότσε.
Οι προθέσεις του συγγραφέα είναι ξεκάθαρες. Φορέας ο ίδιος μιας συγκεκριμένης αντιφασιστικής παράδοσης, καταφέρνει να σταθεί ψύχραιμος ενώπιον της διανοητικής και ιδεολογικής κατάθεσης των ιστορικών υποκειμένων και να συνθέσει –όχι μόνον για τον ειδικό αλλά και για τον κάθε υποψιασμένο αναγνώστη– μια ιστοριογραφία που θέτει κρίσιμα ζητήματα ερμηνείας (όπως οι αντινομίες του αντιφασισμού, η μεταπολεμική νομιμότητα των νικητών του Β’ Πολέμου, η εργαλειοποίηση της Shoah και οι ευθύνες για την καταστροφή των Εβραίων της Ευρώπης, ο σταλινισμός), σέβεται την ιστορική κίνηση, τις πολλαπλές αναγνώσεις των συλλογικών εμπειριών και τα μεγάλα διλήμματα των ανθρώπων σε κρίσιμες ιστορικές συγκυρίες. Το βιβλίο έχει, τέλος, την τύχη να αντλεί έμπνευση από ένα πλουσιότατο τεκμηριωτικό υλικό, το οποίο ο συγγραφέας ελέγχει απολύτως. Το γεγονός αυτό καθιστά την ανάγνωση ελκυστική.
Σε τούτο συντείνει η άρτια μεταφραστική προσπάθεια του Γιάννη Ευαγγέλου. Το πρωτότυπο κυκλοφόρησε στα γαλλικά το 2007 με τίτλο A feu et à sang. De la guerre civile européenne 1914-1945 από τις εκδόσεις Stock.