περι θρησκειας etiketine sahip kayıtlar gösteriliyor. Tüm kayıtları göster
περι θρησκειας etiketine sahip kayıtlar gösteriliyor. Tüm kayıtları göster

14 Aralık 2014 Pazar

Αριστερά και Πολιτική Θεολογία: Tenzan Eaghll:Πέντε στερεότυπα για τη Θρησκεία

Ηθική της ευμάρειας Οι σύγχρονες θρησκείες «είναι παιδιά του πλούτου»/αναδημοσιευση απο το in.gr

Ηθική της ευμάρειας

Οι σύγχρονες θρησκείες «είναι παιδιά του πλούτου»

Οι σύγχρονες θρησκείες «είναι παιδιά του πλούτου»
O βουδισμός ήταν από τις πρώτες θρησκείες την εποχή των ηθικών αξιών   (Φωτογραφία:  CC BY-2.0 )




Παρίσι
Για πολλές χιλιάδες χρόνια, η θρησκεία εστιαζόταν στην τελετουργία και τις βραχυπρόθεσμες ανταμοιβές. Αυτό άρχισε να αλλάξει γύρω στον 4ο αιώνα π.Χ., κατά τη λεγόμενη «Αξιακή Εποχή», όταν εμφανίστηκαν οι πρώτες θρησκείες που έδιναν έμφαση στο καλό και το κακό. Σύμφωνα με νέα μελέτη, το κλειδί για την εμφάνισή τους ήταν η αύξηση του πλούτου.

Πρέπει κανείς να έχει περισσότερα για να μπορέσει να επιθυμεί λιγότερα
Το σκεπτικό των ερευνητών που υπογράφουν τη δημοσίευση στο έγκριτο Current Biology είναι ότι οι βασικές αξίες των σημερινών μεγάλων θρησκειών, όπως η αυτοσυγκράτηση, ο ασκητισμός και ο ηθικός βίος, ήταν άπιαστες πολυτέλειες για τις πρώτες, φτωχές κοινωνίες.

Ο πλούτος, αντίθετα, επέτρεψε στους ανθρώπους να σκέφτονται περισσότερο το μέλλον, ακόμα και να απαρνούνται την ίδια την επίγεια ζωή, για χάρη μεταθανάτιων επιβραβεύσεων.

«Πρέπει κανείς να έχει περισσότερα για να έχει τη δυνατότητα να επιθυμεί λιγότερα» σχολιάζει στο δικτυακό τόπο του Science ο Νικολά Μπομάρ, ψυχολόγος του École Normale Supérieure στο Παρίσι και πρώτος συγγραφέας της μελέτης.

Όπως εξηγεί ο ερευνητής, οι θρησκείες δεν βασίζονταν πάντα στην ηθική. Για πολλές χιλιάδες χρόνια, βασίζονταν μόνο στην τελετουργία και τις βραχυπρόθεσμες επιβραβεύσεις. Αν για παράδειγμα θέλεις να βρέξει, απλά έπρεπε να κάνεις την κατάλληλη θυσία στους κατάλληλους θεούς.

Από το 500 μέχρι το 300 π.χ, η κατάσταση άλλαξε δραματικά σε όλη την Ευρασία -ήταν μια περίοδος που βαφτίστηκε «Αξιακή Εποχή» από τον γερμανό φιλόσοφο Καρλ Γιάσπερς, όρος που χρησιμοποιούν και οι ερευνητές. Θρησκείες που ξεπήδησαν εκείνη την εποχή από την Ελλάδα μέχρι την Ινδία και την Κίνα έδωσαν για πρώτη φορά ηθική διάσταση στον ανθρώπινο βίο. Ήταν θρησκείες όπως ο βουδισμός, ο στωικισμός και ο ζαϊνισμός, τις οποίες διαδέχθηκαν ο χριστιανισμός και το ισλάμ.

Προηγούμενες ψυχολογικές μελέτες είχαν δείξει πως, όταν οι άνθρωποι ζουν με λίγους πόρους, η στρατηγική που εφαρμόζουν αφορά την ανταμοιβή στο εδώ και τώρα. Η αποταμίευση πόρων δεν έχει κανένα νόημα αν κανείς πασχίζει να βρει αρκετή τροφή για σήμερα. Όταν όμως οι πόροι επαρκούν, το να προνοεί κανείς για το μέλλον αρχίζει να έχει νόημα.

«Η ευμάρεια άλλαξε την ψυχολογία των ανθρώπων και αυτό, με τη σειρά του, άλλαξε τη θρησκεία τους» λέει ο Μπομάρ.

Η ερευνητική ομάδα του εξέτασε ιστορικά και αρχαιολογικά δεδομένα για μια μεγάλη ποικιλία πολιτισμών και προσδιόρισε πότε εμφανίστηκαν οι πρώτες ηθικοπλαστικές θρησκείες. Η ανάλυση επέτρεψε τη δημιουργία ενός μαθηματικού μοντέλου που δίνει την πιθανότητα εμφάνισης τέτοιων θρησκειών σε διάφορες κοινωνίες -πλούσιες ή φτωχές, μικρές ή μεγάλες, απλές ή περίπλοκες.

Το μοντέλο έδειξε ότι ένας από τους καλύτερους προγνωστικούς δείκτες για την εμφάνιση ηθοπλαστικών θρησκειών ήταν ο αριθμός των θερμίδων που έχει καθημερινά στη διάθεσή του ο μέσος άνθρωπος, υπό τη μορφή τροφίμων, καυσίμων και άλλων πόρων.

Σε πολιτισμούς που η κατά κεφαλήν διαθέσιμη ενέργεια ήταν κάτω από 20.000 kilocalories την ημέρα, η απουσία ηθικών θρησκειών ήταν ο κανόνας. Πάνω από αυτό το όριο, οι ηθικές θρησκείες ήταν πολύ πιο πιθανές.

Η μελέτη «είναι μακράν η σημαντικότερη εξέλιξη που έχω δει εδώ και καιρό» σχολίασε ο Ρίτσαρντ Σόσις, ανθρωπολόγος του Πανεπιστημίου του Κονέκτικατ που μελετά την εξέλιξη των θρησκειών, αλλά δεν συμμετείχε στην έρευνα.

Διαφορετική γνώμη έχει ωστόσο  Έντουαρντ Σλίνγκερλαντ του Πανεπιστημίου της Βρετανικής Κολομβίας, μελετητής των αρχαίων θρησκειών της Κίνας. Είναι υποστηρικτής μιας διαφορετικής θεωρίας, σύμφωνα με την οποία ο κρίσιμος παράγοντας για την εμφάνιση ηθικών θρησκειών είναι το μέγεθος και η πολυπλοκότητα κάθε κοινωνίας. Σύμφωνα με το σκεπτικό του, οι άνθρωποι αναγκάστηκαν να συνεργάζονται με όλο και περισσότερο ανθρώπους, και η πίστη σε έναν ηθικό θεό βελτιώνει αυτή τη συνεργασία.

Ο Σλίνγκερλαντ παραδέχεται ωστόσο ότι η θεωρία του πάσχει από έλλειψη στατιστικών δεδομένων. Πιστεύει εξάλλου ότι η τελευταία έρευνα θα ενθαρρύνει τη μελέτη των θρησκειών με αυστηρά επιστημονικούς όρους.

Επιμέλεια: Βαγγέλης Πρατικάκης
Newsroom ΔΟΛ

10 Aralık 2014 Çarşamba

Alain Badiou-Άγιος Παύλος. Κεφάλαιο 3/ΑΠΟ Lenin Reloaded

Τετάρτη, 4 Ιανουαρίου 2012


Alain Badiou-Άγιος Παύλος. Κεφάλαιο 3

≡ 3

Κείμενα και συγκείμενα


Τα κείμενα του Παύλου είναι επιστολές, γραμμένες από τον αρχηγό ομάδων που ο ίδιος θεμελίωσε ή ενίσχυσε. Καλύπτουν μια πολύ σύντομη περίοδο (από το 50 ως το 58 μ.Χ). Είναι στρατευμένα έγγραφα που αποστάλθηκαν σε μικρές ομάδες πιστών. Με κανένα τρόπο δεν είναι αφηγήσεις, όπως τα Ευαγγέλια, ούτε θεωρητικές πραγματείες όπως αυτές που θα γραφτούν αργότερα από τους Πατέρες της Εκκλησίας, ούτε λυρικές προφητείες σαν την Αποκάλυψη του Ιωάννη. Είναι παρεμβάσεις. Από αυτή την άποψη, μοιάζουν περισσότερο με τα κείμενα του Λένιν παρά με το Κεφάλαιο του Μαρξ, ή με τα κείμενα του Λακάν παρά με την Ερμηνεία των ονείρων του Φρόυντ, ή με τις διαλέξεις του Βίτγκενσταϊν παρά με το Principia Mathematica του Ράσελ. Η μορφή αυτή, όπου η δυνατότητα δράσης παίρνει την πρωτοκαθεδρία από την ενασχόληση με την εδραίωση του ονόματος κάποιου μέσω δημοσιεύσεων (“σκουπιδεύσεων” [poubellications], όπως έλεγε ο Λακάν), παρουσιάζει ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του αντιφιλοσόφου: δεν γράφει ούτε σύστημα ούτε πραγματεία, ούτε καν βιβλίο. Προτείνει ένα λόγο ρήξης, και η γραφή ακολουθεί όταν είναι απαραίτητο.

Το αίνιγμα έγκειται κυρίως στο να γνωρίζει κανείς πώς μας κληροδοτήθηκαν αυτά τα τοπικού χαρακτήρα κείμενα, και τί ήταν υπεύθυνο για την βλοσυρή και καχύποπτη αποδοχή τους από το απόρθητο εκείνο σώμα κειμένων που είναι γνωστό ως Η Καινή Διαθήκη.

Η κανονιστική συλλογή των “επιστολών του Παύλου” λαμβάνει χώρα αργά. Μάλλον χρονολογείται από τα τέλη του δεύτερου αιώνα μ.Χ. Τα παλαιότερα αντίγραφα που βρίσκονται στα χέρια μας έρχονται από τις αρχές του τρίτου αιώνα και αποτελούνται μόνο από σπαράγματα. Επίσης, όπως παρατηρήσαμε και πιο πριν, από τις δεκατρείς επιστολές που περιλαμβάνονται στην Καινή Διαθήκη, τουλάχιστον οι έξι είναι αναμφίβολα απόκρυφες, ακόμη και αν μοιάζει πιθανό κάποιες από αυτές να έχουν τις απαρχές τους στους “ακόλουθους” του Παύλου.

Πώς και γιατί κανονικοποιήθηκε αυτό το σώμα κειμένων; Θυμηθείτε ότι ο Παύλος δεν έχει ξεκάθαρη ιστορική νομιμότητα. Δεν είναι ένας από τους δώδεκα αποστόλους. Δεν γνώριζε τίποτε για την ζωή του Κυρίου. Δημιούργησε πολλά προβλήματα για το ιστορικό κέντρο των Ιεροσολύμων.

Τέσσερις σημαντικές παρατηρήσεις μπορούν να ρίξουν φως πάνω σε αυτό το παράδοξο.

1. Σε αντίθεση με την επίμονη ψευδαίσθηση που υιοθετεί η κανονιστική πολυκοσμική τάξη της Καινής Διαθήκης, και που ενισχύεται από την αυθόρμητη δοξασία, εμείς δεν θα κουραστούμε να επαναλαμβάνουμε ότι οι επιστολές του Παύλου προηγούνται, και μάλιστα κατά πολύ, της σύστασης των Ευαγγελίων. Ακόμα ακριβέστερα: οι επιστολές του Παύλου είναι, απλά και ξεκάθαρα, τα παλαιότερα Χριστιανικά κείμενα που μας έχουν κληροδοτηθεί. Φυσικά, οι προφορικές αφηγήσεις της ζωής του Χριστού, των θαυμάτων του, ή του θανάτου του, πρέπει να είχαν ήδη κυκλοφορήσει ευρέως κατά την εποχή της διδασκαλίας του Παύλου. Αλλά κανένα έγγραφο που να θεμελιώνει τις λεπτομέρειες αυτής της ιστορίας δεν έχει καταφθάσει στα χέρια μας πριν από το έτος 70 μ.Χ, δηλαδή, περίπου δέκα χρόνια μετά το θάνατο του Παύλου. Αν χρονολογήσουμε την επιστολή προς Θεσσαλονικείς από το 50 μ.Χ, πράγμα αρκετά πιθανό, τη χωρίζει περίοδος 20 ετών από την συγγραφή του πρώτου ευαγγελίου (του Μάρκου). Συνεπώς ο Παύλος απολαμβάνει μια απτή προτεραιότητα σε ό,τι αφορά την γραπτή προπαγάνδιση του Χριστιανικού δόγματος. Και επειδή οι επιστολές του αντιγράφτηκαν και κυκλοφόρησαν από νωρίς, θα ήταν μάλλον δύσκολο να τις αγνοήσουν όταν ήρθε ο καιρός (πολύ αργότερα, στα τέλη του τρίτου αιώνα μ.Χ) να συλλέξουν τα θεμελιακά έγγραφα της νέας θρησκείας.

2. Με την μερική εξαίρεση του Ιωάννη (του οποίου το ευαγγέλιο γράφτηκε τελευταίο, γύρω στο 90 μ.Χ), τα Ευαγγέλια επιδεικνύουν μια γνήσια αντίθεση με τις επιστολές του Παύλου, μια αντίθεση στην οποία θα υπάρξουν λόγοι να επιστρέψουμε. Στόχος τους είναι προφανώς να δώσουν έμφαση στα κατορθώματα του Ιησού, την εξαιρετική μοναδικότητα της ζωής του. Μπαίνουν σε λειτουργία όλα τα αξιόπιστα βασικά συστατικά της θρησκευτικής θαυματουργίας και του τσαρλατανισμού: θαυματουργές θεραπείες, βάδισμα επί των υδάτων, προφητείες και διακηρύξεις, ανάσταση νεκρών, αφύσικα μετεωρολογικά φαινόμενα, δια της αφής ίαση, στιγμιαίος πολλαπλασιασμός διατροφικών ειδών… Το ύφος του Ιησού που ανακαλούν τα Ευαγγέλια είναι σε πλήρη συμφωνία με τα σύνεργα του πλάνητος θαυματοποιού. Σίγουρα, η εκλεκτή φύση των αφορισμών του, και η μορφοποίηση μέσω αυτών της θέλησης για ρήξη, τους καθιστά απαστράπτοντες. Παρά το γεγονός αυτό όμως, δεν σημαδεύονται λιγότερο από τις συμβάσεις του είδους: παραβολές με διπλό νόημα, θολές μεταφορές, αποκαλυπτική εικονογραφία, προσεκτικά δομημένη απροσδιοριστία της ταυτότητας του χαρακτήρα του (Προφήτης; Μεσσίας; Αγγελιοφόρος του Θεού; Υιός του Θεού; Νέος Θεός που κατέβηκε στη γη;)
Τα κείμενα του Παύλου δεν διατηρούν σχεδόν τίποτε από όλα αυτά, παρά το γεγονός ότι πρέπει να ήταν γνωστά με μεγάλη λεπτομέρεια στους Χριστιανούς της πρώτης γενιάς. Έχει συχνά επισημανθεί ότι η εμπειρική ζωή του Ιησού μάλλον παραβλέπεται στις επιστολές, όπως γίνεται και με όλες οι παραβολές του Κυρίου. Η διδασκαλία του Ιησού, όπως και τα θαύματα του αγνοούνται επιδεικτικά. Όλα επιστρέφουν σε ένα και μόνο σημείο: Ο Ιησούς, υιός του Θεού, (θα δούμε τι σημαίνει αυτό) και άρα Χριστός, πέθανε στον σταυρό και αναστήθηκε. Τα υπόλοιπα, όλα τα υπόλοιπα, δεν έχουν πραγματική σημασία. Ας προχωρήσουμε ακόμη περισσότερο: τα υπόλοιπα (το τι είπε και έκανε ο Ιησούς) δεν είναι αυτό που είναι αληθές στην πεποίθηση, αλλά αυτό που την παρεμποδίζει, ή ακόμη και την χαλκιδεύει. Μόνο ένα συμπαγές ύφος, αποψιλωμένο από τις επιτηδεύσεις του προφητικού και θαυματουργικού λόγου, μπορεί να επαρκέσει για μια τέτοια απόσταξη. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Παύλος είναι εξαιρετικός συγγραφέας: συμπαγής, κοφτερός, γνώστης του πότε να αφήσει να ξεπεταχτούν ασυνήθιστες και δυνατές εικόνες. Ορισμένα αποσπάσματα, όπως μας έδειξε ο ποιητής Henry Bachau, συνδυάζουν τη βίαια αφαίρεση με υφολογικές ρήξεις για να ασκήσουν πίεση στον αναγνώστη, να τον αποστερήσουν από κάθε οπισθοχώρηση· μοιάζουν με Σαιξπηρικές εκφωνήσεις. Αλλά στο τέλος, αυτό που μετράει σε ό,τι αφορά την πρόζα είναι η επιχειρηματολογία και η περιχαράκωση, η γεμάτη δύναμη απόσταξη ενός ουσιώδους πυρήνα σκέψης. Συνεπώς δεν θα βρούμε παραβολές, πεπαιδευμένες ασάφειες, υποκειμενική αναποφασιστικότητα, ή κάλυψη της αλήθειας. Το παράδοξο της πίστης πρέπει να προβληθεί ως έχει, να συρθεί από την πρόζα στο φως της ριζοσπαστικής του καινοτομίας.
Το αποτέλεσμα όλων αυτών των παραγόντων είναι ότι οι επιστολές του Παύλου είναι τα μοναδικά αληθινά δογματικά κείμενα της Καινής Διαθήκης. Καταλαβαίνουμε, για παράδειγμα, γιατί ο Λούθηρος θεωρούσε ότι οι επιστολές του Παύλου και μόνο αυτές περιείχαν το νόημα της Αποκάλυψης, και γιατί δεν έκρυψε την χαμηλή εκτίμηση που έτρεφε για τα συνοπτικά Ευαγγέλια, κυρίως του Λουκά.
Χωρίς τα κείμενα του Παύλου, το Χριστιανικό μήνυμα θα παρέμενε αμφίσημο, με λίγα στοιχεία να το διαχωρίζουν από την άπλετη προφητική και αποκαλυπτική λογοτεχνική παραγωγή της εποχής. Αυτός είναι σημαντικός λόγος για την περίληψή τους τελικά στο κανονιστικό σώμα της Καινής Διαθήκης.

3. Τι συνέβει ανάμεσα στην συγγραφή των κειμένων του Παύλου και αυτή των Ευαγγελίων; Ένα κρίσιμο γεγονός: η εβραϊκή εξέγερση κατά του Ρωμαίου κατακτητή, που ξέσπασε στο έτος 66 μ.Χ (πολύ πιθανόν μετά τον θάνατο του Παύλου) και ήρθε σε κορύφωση με την καταστροφή του Ναού των Ιεροσολύμων από τον Τίτο το έτος 70 μ.Χ. Το γεγονός σηματοδοτεί την απαρχή της αληθινής εβραϊκής διασποράς. Πάνω απ’ όλα, σηματοδοτεί το τέλος της “κεντρικής” σημασίας των Ιεροσολύμων για το Χριστιανικό κίνημα. Εφεξής θα αρχίσει η διεργασία που σιγά-σιγά θα μετατρέψει τη Ρώμη στην πραγματική πρωτεύουσα της Χριστιανοσύνης και θα απαλείψει ιστορικά την εβραϊκή και ανατολίτικη καταγωγή που συμβόλιζαν τα Ιεροσόλυμα, όπου κατοικούσαν οι ιστορικοί απόστολοι.

Τώρα, υπό αρκετές σκοπιές, ο Παύλος είναι αυτός που, χάρη στο οικουμενικό και εκ-κεντρικό του όραμα της δημιουργίας Χριστιανικών θυλάκων, μπορεί να θεωρηθεί ως ο γνήσιος πρόδρομος αυτής της μετατόπισης. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι για αυτόν, η δομή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, δηλαδή του κόσμου ανάμεσα στην Ανατολή και την Ισπανία, είναι πιο σημαντική από την πρωτοκαθεδρία των Ιεροσολύμων. Το ότι η πιο αναπτυγμένη, προσεκτικά σμιλεμένη, και πιο αποφασιστική από όλες τις επιστολές είναι αυτή προς Ρωμαίους είναι ένδειξη ενός είδους ευτυχούς έμπνευσης με αδιαμφισβήτητη συμβολική σημασία. Ακόμη ένας λόγος περίληψης του Παύλου στο επίσημο σώμα κειμένων.

4. Είναι κοινώς γνωστό ότι ένας οργανισμός συνθέτει το ανθολόγιο κανονιστικών του κειμένων όταν έρχεται ο καιρός να εξασφαλίσει τον προσανατολισμό του κόντρα σε επικίνδυνες παρεκκλίσεις ή να αγωνιστεί ενάντια σε απειλητικά σχίσματα. Απ’ αυτή την άποψη, οι πρώτοι αιώνες Χριστιανισμού είναι ιδιαίτερα φορτισμένοι. Σε ό,τι αφορά το ζήτημα που μάς απασχολεί εδώ, είναι ουσιώδες να λάβουμε υπόψη την άνοδο μιας αίρεσης που θα μπορούσε κανείς να αποκαλέσει εξτρεμιστικά παυλιστική, αυτή του Μαρκίωνα στις αρχές του δεύτερου αιώνα.

Ο Μαρκίων, προαγέλλοντας μια μακρά διαδοχή από αιρέσεις Μανιχαϊκών τάσεων, ισχυρίζεται ότι η ρήξη ανάμεσα στον Χριστιανισμό και τον Ιουδαϊσμό, μεταξύ αυτού που ονομάζουμε Παλαιά και Καινή Διαθήκη, πρέπει να θεωρηθεί απόλυτη με την κυριολεκτική έννοια: δεν είναι ο ίδιος Θεός που εμπλέκεται στις δύο αυτές θρησκείες. Η Παλαιά Διαθήκη ασχολείται με τον Θεό που δημιούργησε τον κόσμο, και αυτός ο Θεός είναι κακόβουλος, όπως δείχνει ξεκάθαρα ο στοχασμός πάνω στον κόσμο που δημιουργήθηκε. Πάνω από αυτόν τον δημιουργό Θεό, υπάρχει ένας αληθινά καλός Θεός που έχει τον χαρακτήρα Πατρός και όχι δημιουργού. Μπορούμε να πούμε ότι για τον Μαρκίωνα, είναι απαραίτητο να διαχωριστεί ο Συμβολικός Πατέρας (που αποκαλύπτεται μόνο μέσω του Χριστιανισμού) από τον δημιουργό ή Αληθινό πατέρα. Ο Θεός του Χριστιανισμού (ο συμβολικός Πατέρας) δεν είναι γνωστός με την ίδια έννοια που είναι γνωστός ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης (ο πρόγονος). Ο δεύτερος είναι άμεσα αντιληπτός μέσα από το αφήγημα των σκοτεινών αυθαιρεσιών του. Ο πρώτος, του οποίου το ίχνος δεν εμφανίζεται στον κόσμο, και ο οποίος συνεπώς δεν μπορεί να γίνει άμεσα κατανοητός ούτε γνωστός αφηγηματικά, μπορεί να αποκαλυφθεί μόνο μέσα από την έλευση του Υιού του. Το αποτέλεσμα είναι ότι το χριστιανικό Νέο συνιστά, απλά και ξεκάθαρα, την πραγματική μεσολαβητική αποκάλυψη του Θεού, το συμβάν του Πατρός που την ίδια στιγμή αποκηρύσσει την εξαπάτηση του δημιουργού θεού που μας αφηγείται η Παλαιά Διαθήκη.
Η πραγματεία του Μαρκίωνα, που δεν έφτασε ως τα χέρια μας, ονομαζόταν Αντι-Θέσεις. Κρίσιμο σημείο: σ’ αυτή, ο Μαρκίων διατεινόταν ότι ο Παύλος ήταν ο μόνος αυθεντικός απόστολος· οι άλλοι απόστολοι, με τον Πέτρο επικεφαλής, βρισκόταν κάτω απ’ τον έλεγχο του δημιουργού θεού. Υπήρχαν προφανώς σοβαροί λόγοι που ο αιρετικός μπορούσε να στρατολογήσει τον “απόστολο των εθνών” κατ’ αυτό τον τρόπο: κύριος ανάμεσά τους ήταν ο αγώνας του Παύλου ενάντια στους αυστηρά τηρώντες τα έθιμα Ιουδαιο-Χριστιανούς, η συμβαντική του σύλληψη του Χριστιανισμού, και η πολεμική του ενάντια στη θανατηφόρο όψη του Νόμου. Σπρώχνοντας τα πράγματα λίγο περισσότερο, μπορεί κανείς να φτάσει στην αντίληψη του Μαρκίωνα: το νέο ευαγγέλιο είναι μια απόλυτη αρχή.
Παρ’ όλα αυτά, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι επρόκειτο για μια περίπτωση χειραγώγησης. Δεν υπάρχει κανένα κείμενο του Παύλου από όπου να μπορούσε κάποιος να αντλήσει οτιδήποτε παρόμοιο με το δόγμα Μαρκίωνα. Είναι προφανές για τον Παύλο ότι ο Θεός του οποίου ο υιός είναι ο Ιησούς Χριστός είναι ο Θεός που αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη, ο Θεός των Εβραίων. Αυτό επαναλαμβάνεται ασταμάτητα. Αν υπάρχει μια μορφή με την οποία ο Παύλος αισθάνεται κάποια συγγένεια, μια μορφή που την χρησιμοποιεί με οξύνοια για τους δικούς του σκοπούς, αυτή είναι η μορφή του Αβραάμ. Το ότι ο Παύλος δίνει έμφαση στη ρήξη και όχι στην συνέχεια με τον ιουδαϊσμό δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Αλλά αυτή είναι μια πολιτικά στρατευμένη, όχι οντολογική, θέση. Η Θεία ενότητα γεφυρώνει τις δύο καταστάσεις που χωρίζονται από το συμβάν-Χριστός, κάτι που δε αμφισβητείται σε κανένα σημείο.
Για να αντιπαρέλθουν την επικίνδυνη αίρεση του Μαρκίωνα (που, είναι γεγονός, ακύρωνε αίφνης τον συμβιβασμό των Ιεροσολύμων και απειλούσε να μετατρέψει τον Χριστιανισμό σε αίρεση χωρίς κανένα ιστορικό βάθος), οι Πατέρες της Εκκλησίας θα πρέπει να προήγαγαν μια λογική και κεντρώα εκδοχή του Παύλου ενάντια στον εξτρεμιστικό παυλισμό. Η κατασκευή του επίσημου Παύλου χρονολογείται μάλλον από αυτό το σημείο. Είναι μια κατασκευή που δεν είναι ελεύθερη από καλλωπιστικές παρεμβάσεις και παρεκκλίσεις. Η αλήθεια είναι ότι ξέρουμε τον Μαρκίωνα μόνο μέσω των ορθόδοξων αντιπάλων του, είτε του Ειρηναίου, είτε του Ιερώνυμου. Και αντίστοιχα, ο Παύλος έφτασε να γίνει γνωστός μέσα από την εικόνα του Παύλου που ήταν αναγκαίο να κατασκευαστεί με σκοπό την αντιπαράθεση με αυτούς που, σύμφωνα με μια εξτρεμιστική εκδοχή της Χριστιανικής ρήξης, οικειοποίησαν τις πιο ριζοσπαστικές ρήσεις του θεμελιωτή. Εδώ βρίσκεται μια μερική εξήγηση για την απόφαση να περιληφθούν οι επιστολές του Παύλου στο τελικό σώμα κειμένων: καλύτερα για την Εκκλησία, που ήταν ακόμη στη διαδικασία της σταθεροποίησης, να έχει έναν λογικό Παύλο με το μέρος της, παρά έναν Παύλο που θα είχε ολοκληρωτικά παραδοθεί στο στρατόπεδο των αιρετικών. Παρ’ όλα αυτά, αυτό δεν αποκλείει την πιθανότητα, στο όνομα του ιερού σκοπού και δια της αναπροσαρμογής των αυθεντικών κειμένων και της χαλκίδευσης ψευδών, ο απόστολος να κατέληξε λίγο-πολύ να “επιδιορθωθεί”, ή να μετριαστεί τουλάχιστον ο ριζοσπαστισμός του. Πρόκειται για ένα εγχείρημα στο οποίο, όπως είδαμε και πριν, ενεπλάκη ήδη ο συγγραφέας των Πράξεων στα τέλη του πρώτου αιώνα.
Παρ’ όλα αυτά όμως, όταν διαβάζει κανείς τον Παύλο, εντυπωσιάζεται από την απουσία των ιχνών της εποχής, των ειδών λόγου και των περιστάσεων των καιρών στον γραπτό του λόγο. Κάτω από το πρόσταγμα του συμβάντος διαφαίνεται σ’ αυτό τον λόγο κάτι που, ακριβώς επειδή είναι ζήτημα προσανατολισμού της σκέψης προς το οικουμενικό, μέσα στην αίφνης εμφανιζόμενη μοναδικότητά του —αλλά και ανεξάρτητα από οτιδήποτε ανεκδοτολογικό— εξακολουθεί να μας είναι κατανοητό χωρίς την ανάγκη πρόσβασης σε δυσκίνητες ιστορικές διαμεσολαβήσεις (κάτι που δεν συμβαίνει με πολλά από τα αποσπάσματα των Ευαγγελίων, για να μην αναφερθούμε στην ερεβώδη Αποκάλυψη).
Κανείς δεν έχει φωτίσει καλύτερα την ακατάπαυστη νεωτερικότητα της πρόζας του Παύλου από έναν από τους μεγαλύτερους ποιητές της εποχής μας, τον Πιέρ Πάολο Παζολίνι, που, ας σημείωσουμε, βρισκόταν, μέσω του διπλού σημαίνοντος του ονόματός του, μέσα στην καρδιά του προβλήματος.
Ο Παζολίνι, για τον οποίο το πρόβλημα του Χριστιανισμού διασταυρωνόταν με αυτό του κομμουνισμού, ή εναλλακτικά, το ερώτημα της αγιότητας διασταυρωνόταν με αυτό της στράτευσης, ήθελε να δημιουργήσει μία ταινία για τον Άγιο Παύλο, μετεμφυτευμένο όμως στον σύγχρονο κόσμο. Η ταινία δεν υλοποιήθηκε ποτέ, αλλά διαθέτουμε το αναλυτικό σενάριο, που μεταφράστηκε στα γαλλικά και δημοσιεύτηκε από τις εκδόσεις Flammarion.
Στόχος του Παζολίνι ήταν να μετατρέψει τον Παύλο σε σύγχρονο χωρίς να αλλάξει καμία από τις σημαντικές του ρήσεις. Ήθελε να αποκαταστήσει, με τον πιο ευθύ και βίαιο τρόπο, την πεποίθηση της εμμενούς πραγματικότητας του Παύλου. Ήταν θέμα τού να ειπωθεί ανοιχτά στο θεατή ότι είναι εφικτό να φανταστούμε τον Παύλο ανάμεσά μας, εδώ, σήμερα, με σάρκα και οστά. Ότι είναι η δική μας κοινωνία στην οποία απευθύνεται, ότι είναι εμάς που θρηνεί, απειλεί και συγχωρεί, σ’ εμάς που επιτίθεται, εμάς που αγκαλιάζει με τρυφερότητα. Ο Παζολίνι ήθελε να πει: Ο Παύλος είναι ο μυθοπλαστικός μας σύγχρονος γιατί το οικουμενικό περιεχόμενο της διδασκαλίας του, περιλαμβανομένων των εμποδίων και των αποτυχιών της, παραμένει απολύτως αληθές.
Για τον Παζολίνι, ο Παύλος ήθελε να καταστρέψει με τρόπο επαναστατικό ένα μοντέλο της κοινωνίας που βασιζόταν στην κοινωνική ανισότητα, τον ιμπεριαλισμό, και τη δουλεία. Μέσα του ενυπάρχει η ιερή θέληση για καταστροφή. Φυσικά, στην ταινία όπως την οραματιζόταν ο Παζολίνι, ο Παύλος αποτυγχάνει, και η αποτυχία αυτή είναι περισσότερο εσωτερική παρά δημόσια. Αλλά διακηρύσσει την αλήθεια του κόσμου, και το κάνει με τους ίδιους, απαράλλαχτους όρους με τους οποίους μίλησε πριν δύο χιλιάδες περίπου χρόνια.
Η θέση του Παζολίνι είναι τριπλή:

1. Ο Παύλος είναι σύγχρονός μας επειδή η ξαφνική έκρηξη της ενδεχομενικότητας, το συμβάν, η καθαρή συνάντηση, βρίσκονται πάντοτε στις απαρχές της αγιότητας. Επιπλέον, η μορφή του αγίου είναι απαραίτητη σήμερα, ακόμη και αν τα περιεχόμενα της συνάντησης που θεμελιώνει την μύηση αλλάζουν.
2. Μεταφυτεύοντας τον Παύλο και τα λόγια του στον αιώνα μας, τα βλέπει κανείς να συναντούν εκεί μια πραγματική κοινωνία που είναι καθ’ όλα το ίδιο εγκληματική και διεφθαρμένη, αλλά και απείρως πιο ευλύγιστη και ανθεκτική, από αυτή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
3. Οι φράσεις του Παύλου επενδύονται με μια διαχρονική νομιμότητα.

Το κεντρικό θέμα τοποθετείται στη σχέση ανάμεσα στην πραγματικότητα και την αγιότητα. Κάθε φορά που ο κόσμος της Ιστορίας φαίνεται να δραπετεύει προς το μυστήριο, την αφαίρεση, την καθαρή απορία, είναι ο κόσμος του θείου (της αγιότητας) που, τελικά κατεβαίνει ανάμεσα στους ανθρώπους, που γίνεται απτός και λειτουργικός.
Το σενάριο χαρτογραφεί την πορεία μιας αγιότητας μέσα στην πραγματικότητα. Πώς έρχεται σε πέρας αυτή η μετάβαση;
Η Ρώμη έχει μεταμορφωθεί σε Νέα Υόρκη, πρωτεύουσα του Αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Τα Ιεροσόλυμα, πολιτισμική έδρα κατειλημένη από τους Ρωμαίους, έδρα επίσης του κονφορμισμού των διανοουμένων, είναι το Παρίσι κάτω από τον γερμανικό ζυγό. Η μικρή, αναδυόμενη Χριστιανική κοινότητα αναπαρίσταται από την Αντίσταση, και οι Φαρισαίοι είναι οι Πεταινιστές.
Ο Παύλος είναι Γάλλος, από εύπορο αστικό περιβάλλον, ένας συνεργάτης των Γερμανών που κυνηγά μέλη της Αντίστασης.
Η Δαμασκός είναι η Βαρκελώνη της φρανκικής Ισπανίας. Ο φασίστας Παύλος πηγαίνει εκεί σε αποστολή συνάντησης με υποστηρικτές του Φράνκο. Στο δρόμο για τη Βαρκελώνη, καθώς ταξιδεύει μέσα στη νοτιοδυτική Γαλλία, έχει μια εμπειρία φώτισης. Ακολουθεί το στρατόπεδο της αντιφασιστικής Αντίστασης.
Κατόπιν, τον ακολουθούμε καθώς ταξιδεύει διακηρύσσοντας την αντίσταση στην Ιταλία, την Ισπανία, τη Γερμανία. Η Αθήνα, η Αθήνα των σοφιστών που αρνήθηκαν να ακούσουν τον Παύλο, αναπαρίσταται μέσω της σύγχρονης Ρώμης, μέσω των μικροαστών Ιταλών διανοουμένων και κριτικών που ο Παζολίνι απεχθανόταν. Τέλος, ο Παύλος πηγαίνει στην Νέα Υόρκη, όπου προδίδεται, συλλαμβάνεται και εκτελείται υπό ειδεχθείς περιστάσεις.
Βασική διάσταση αυτής της πορείας γίνεται σταδιακά η προδοσία, της οποίας πηγή είναι ότι αυτό που δημιουργεί ο Παύλος (η Εκκλησία, ο Οργανισμός, το Κόμμα), στρέφεται ενάντια στην ίδια του την εσωτερική αγιότητα. Εδώ, ο Παζολίνι βρίσκει στήριγμα σε μια σημαντική παράδοση (που θα εξετάσουμε αργότερα), η οποία βλέπει τον Παύλο όχι σαν θεωρητικό του Χριστιανικού συμβάντος αλλά ως ακούραστο δημιουργό της Εκκλησίας. Ένας άνθρωπος των θεσμών: με λίγα λόγια, ένας στρατευμένος της Τρίτης Διεθνούς. Για τον Παζολίνι, που στοχάζεται για τον κομμουνισμό μέσα από τον Παύλο, το Κόμμα είναι αυτό που, σιγά-σιγά, μετατρέπει την αγιότητα σε κληρικότητα μέσα από τις στενόχωρες απαιτήσεις της στράτευσης. Πώς αντέχει τη δοκιμασία της Ιστορίας η γνήσια αγιότητα (που ο Παζολίνι αναγνωρίζει στον Παύλο δίχως δισταγμό), όταν η Ιστορία είναι ταυτόχρονα φευγαλέα και μνημειώδης και όταν η αγιότητα αποτελεί μάλλον εξαίρεση παρά διεργασία; Μπορεί να το κάνει μόνο σκληραίνοντας τον εαυτό της, με το να καταστεί αυταρχική και οργανωμένη. Αλλά αυτή η σκληρότητα, που υποτίθεται πως προστατεύει την αγιότητα από κάθε διαφθορά με την οποία απειλεί η Ιστορία, αποκαλύπτεται η ίδια ως κατ’ ουσίαν διαφθορά, διαφθορά του αγίου από τον ιερωμένο. Είναι η σχεδόν απαραίτητη κίνηση μιας εσωτερικής προδοσίας. Και αυτή η εσωτερική προδοσία αντανακλάται από μια εξωτερική, ώστε ο Παύλος τελικά να αποκηρυχθεί. Ο προδότης είναι ο Λουκάς, που αναπαρίσταται ως πράκτορας του Διαβόλου, και που γράφει τις Πράξεις των Αποστόλων με ένα γλυκερό και πομπώδες ύφος ώστε να εξαλείψει την αγιότητα. Αυτή είναι η ερμηνεία των Πράξεων απ’ τον Παζολίνι: πρόκειται για την καταγραφή της ζωής του Παύλου σαν να ήταν ιερέας. Οι Πράξεις, και πιο γενικά, η επίσημη εικόνα του Παύλου, μάς παρουσιάζουν το θέαμα του αγίου που εξαλείφθηκε από τον ιερέα. Πρόκειται περί χαλκίδευσης, γιατί ο Παύλος είναι άγιος. Αλλά το σενάριο της ταινίας μας επιτρέπει να κατανοήσουμε την αλήθεια πίσω από την εξαπάτηση: στον Παύλο, η εμμενής διαλεκτική της αγιότητας και της πραγματικότητας δημιουργεί την υποκειμενική μορφή του ιερέα. Ο Παύλος πεθαίνει και με την έννοια ότι σκοτεινιάζει μέσα του η αγιότητα.
Μια αγιότητα που είναι βουτηγμένη στην πραγματικότητα, όπως αυτή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ή, εξίσου, αυτή του σύγχρονου καπιταλισμού, μπορεί να προστατευθεί μόνον με τη δημιουργία, με όλη την απαραίτητη αυστηρότητα, μιας Εκκλησίας. Αλλά αυτή η Εκκλησία μετατρέπει την αγιότητα σε ιερατείο.
Το πιο αναπάντεχο πράγμα μέσα σε όλα αυτά είναι ο τρόπος με τον οποίο τα κείμενα του Παύλου μεταφέρονται απαράλλαχτα, με μια σχεδόν αδιανόητη φυσικότητα, μέσα στις καταστάσεις όπου τα εκδιπλώνει ο Παζολίνι: τον πόλεμο, τον φασισμό, τον Αμερικανικό καπιταλισμό, τις μίζερες διαμάχες της Ιταλικής ιντελιγκέντσια…Η οικουμενική αξία του πυρήνα της σκέψης του Παύλου, καθώς και η διαχρονικότητα της πρόζας του, περνούν απ’ αυτή την καλλιτεχνική δίκη με επιτυχία, και ο Παύλος εμφανίζεται παράδοξα νικηφόρος.

4 Aralık 2014 Perşembe

Ρενέ Ζιράρ, Η Βία και το Ιερό (1972), μετάφραση Κωστής Παπαγιώρης (ΕΞΑΝΤΑΣ, 1991) αναδημοσιευση αποσπασματος απο τους danger.few!!! Το επίσημο blog των happyfew

Βία και Ιερό


«Είτε φυσική, είτε λεκτική είναι η βία, ανάμεσα στα χτυπήματα μεσολαβεί ένα ορισμένο χρονικό διάστημα. Κάθε φορά που ένας από τους αντιπάλους πλήττει τον άλλον, ελπίζει να δώσει ένα νικηφόρο τέλος τη μονομαχία ή τη λογομαχία, να δώσει τη χαριστική βολή, να ξεστομίσει την τελευταία βίαιη φράση. Το θύμα, αλαλιασμένο προς στιγμήν, έχει ανάγκη κάποιο διάστημα για να συνέλθει (να μαζέψει τα μυαλά του), να προετοιμαστεί και να απαντήσει τον αντίπαλο. Όσο αυτή η απάντηση αργεί, εκείνος που έχει χτυπήσει τελευταίος μπορεί να φαντάζεται ότι έχει καταφέρει το αποφασιστικό πλήγμα. Συνοπτικά, η οριστική νίκη ταλαντεύεται ανάμεσα στους δυο αντιπάλους σε όλη τη διάρκεια της αναμέτρησης, χωρίς ακόμα να καταλήγει στον έναν ή τον άλλον. Ξέρουμε ότι μόνο η συλλογική αποπομπή του ενός ή του άλλου έξω από την κοινότητα θα κατορθώσει να ορίσει τη νίκη.

[…] Ο προφητικός ή διονυσιακός ίλιγγος δεν είναι τίποτε άλλο από αυτή την τρομερή αμφιταλάντευση του ίδιου του κόσμου στη διάκριση της βίας που φαίνεται να ευνοεί πότε τον ένα και πότε τον άλλον. Όλα όσα μια πρώτη βία πιστεύει ότι θεμελιώνει, μια δεύτερη βία τα ανατρέπει για να τα θεμελιώσει εκ νέου. Τίποτα δεν μπορεί να ακινητοποιήσει τη βία ενόσω αυτή παραμένει παρούσα μεταξύ των ανθρώπων, ενόσω συνιστά μια ολική και συνάμα μηδενική βασκανία.

[…] Μέσα στον Όμηρο υπάρχουν πολλά στοιχεία που αποκαλύπτουν εκτυφλωτικά τη σχέση ανάμεσα στη βία, την επιθυμία και τη θεότητα. Ο πιο χαρακτηριστικός όρος είναι το ουσιαστικό Κύδος, που πρέπει να οριστεί ως γόητρο, κατά κάποιον τρόπο θεϊκό, ως μυστική εκλογή που συνδέεται με την στρατιωτική κατίσχυση.

[…] Το Κύδος είναι “φυλαχτό ανωτερότητας”. Είναι η βασκανία, την οποία ασκεί η βία. Όπου επιδεικνύεται, γοητεύει και συνάμα τρομάζει τους ανθρώπους. Δεν είναι ποτέ ένα απλό εργαλείο. Είναι εμφάνιση θεότητας. Εκείνοι που κατέχουν το Κύδος βλέπουν τη δύναμή τους να δεκαπλασιάζεται. Όσοι το στερούνται, μένουν με τα χέρια δεμένα ή παράλυτα. Κάτοχος του Κύδους είναι όποιος καταφέρνει το πιο ισχυρό πλήγμα, ο νικητής της στιγμής, εκείνος που κάνει τους άλλους να πιστέψουν −και πιθανώς τον εαυτό του να φανταστεί− ότι η βία του έχει θριαμβεύσει οριστικά. Οι αντίπαλοί του πρέπει τότε να καταβάλλουν μια υπεράνθρωπη προσπάθεια για να ξεφύγουν από τη βασκανία και να ανακτήσουν το Κύδος.

[…] Οριακά, το Κύδος δεν είναι τίποτα. Είναι το κενό σημείο μιας πρόσκαιρης νίκης, μιας υπεροχής που παρευθύς τίθεται υπό αμφισβήτηση


Ρενέ Ζιράρ, Η Βία και το Ιερό (1972),
     μετάφραση Κωστής Παπαγιώρης (ΕΞΑΝΤΑΣ, 1991)   

29 Kasım 2014 Cumartesi

Η Οικονομική Θεολογία στον Giorgio Agamben (the Kingdom and the Glory)απο το Die Bestimmung des Menschen και leftliberalsynthesis.blogspot.gr

Η Οικονομική Θεολογία στον Giorgio Agamben (the Kingdom and the Glory)

Η εξουσία και η δόξα: O Giorgio Agamben για την οικονομική Θεολογία
Ομιλία του Αγκάμπεν στο Τορίνο στις 11 Ιανουαρίου του 2007, συνεχίζοντας τις μελέτες του Μισέλ Φουκώ για την γενεαλογία της κυβέρνησης.
Η έρευνα αυτή αφορά τους λόγους και τις τροπικότητες μέσω των οποίων η εξουσία έχει λάβει στις δυτικές κοινωνίες την μορφή μιας οικονομίας. Δηλαδή, μιας κυβέρνησης του ανθρώπου και των πραγμάτων. Πρέπει λοιπόν να μιλάμε για εξουσία γενικά, περίπου ως μια παράξενη μορφή εξουσίας, την σύγχρονη μορφή της εξουσίας, δηλαδή, την κυβέρνηση. Φυσικά και θα πρέπει επομένως να συνεχίσω τις έρευνες του Μισέλ Φουκώ για την γενεαλογία της διακυβέρνησης.
Όπως ίσως γνωρίζετε, ξεκινώντας από τα μέσα της δεκαετίας του 70, ο Φουκώ άρχισε να εργάζεται σε αυτό που ονόμασε "le gouvernement des hommes" (ΣτΜ: η κυβέρνηση των ανθρώπων). Όμως, -. γι’ αυτό δεν θα συνεχίσω απλά, αλλά θα πάω παρακάτω την έρευνά του - θα προσπαθήσω να εντοπίσω αυτές τις έρευνες, για να τις τοποθετήσω σε ένα διαφορετικό πλαίσιο. Ο Φουκώ έγραψε κάποτε ότι οι ιστορικές έρευνες του ήταν μόνο η σκιά της θεωρητικής του αμφισβήτησης του παρόντος. Και συμμερίζομαι απόλυτα αυτή την άποψη, και επίσης για μένα - οι ιστορικές έρευνες που έχω να κάνω - είναι απλώς το σκιώδες εκμαγείο της αμφισβήτησης του παρόντος. Και - στην περίπτωσή μου - αυτή η σκιά γίνεται μεγαλύτερη. Και φτάνει πίσω στην απαρχή της χριστιανικής θεολογίας..
Θα προσπαθήσω να δείξω ότι δύο παραδείγματα προέρχονται από την χριστιανική θεολογία, από την πρώιμη χριστιανική θεολογία: η Πολιτική Θεολογία, η οποία  στηρίζεται στον ένα θεό, στην υπέρβαση της κυρίαρχης εξουσίας και - αυτό είναι το νέο στοιχείο - η οικονομική θεολογία που στηρίζεται στις έννοια μιας οικονομίας (ΣτΜ: ελληνικά στο πρωτότυπο, εδώ η οικονομία με την έννοια της θείας πρόνοιας), μια οικονομίας που συνελήφθη ως μια ενυπάρχουσα τάξη, οικιακή και όχι δεόντως πολιτική, τόσο ανθρώπινης όσο και θείας ζωής. Το πρώτο παράδειγμα είναι δικαστικό, ή νομικο-πολιτικό, και θα οδηγήσει στη σύγχρονη θεωρία της κυριαρχίας, το δεύτερο είναι διαχειριστικό και θα οδηγήσει στην σύγχρονη βιοπολιτική μέχρι την σημερινή κυριαρχία της οικονομίας και της διαχείρισης σε όλες τις πτυχές της κοινωνικής ζωής.
Το σημείο εκκίνησης των ερευνών μου ήταν η καταπληκτική ανακάλυψη του ουσιαστικού ρόλου που διαδραματίζει ο ελληνικός όρος οικονομία (ΣτΜ: ελληνικά στο πρωτότυπο), στο πλαίσιο της στρατηγικής των θεολόγων, οι οποίοι στο δεύτερο αιώνα της χριστιανικής εποχής επεξεργάστηκαν το δόγμα της Αγίας Τριάδας.
Γνωρίζετε ότι η ελληνική όρος οικονομία (ΣτΜ: ελληνικά στο πρωτότυπο) σημαίνει τη διοίκηση του οίκου, του σπιτιού, και έτσι ο Αριστοτέλης μπορεί να γράψει ότι η οικονομία διαφέρει από την πολιτική με τον ίδιο τρόπο όπως και ο οίκος, το σπίτι, διαφέρει από την πόλιν (ΣτΜ: ελληνικά στο πρωτότυπο), την πόλη. Και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο στην αριστοτελική παράδοση, υπάρχει έντονη αντίθεση μεταξύ οικονομίας και πολιτικής. Από την ελληνική οπτική γωνία, η πολιτική δεν μπορεί να περιοριστεί σε μια οικονομία.
Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η οικονομία είναι ένα μη-γνωσιολογικό παράδειγμα, κάτι που δεν είναι μια επιστήμη (ΣτΜ: ελληνικά στο πρωτότυπο), αλλά μια πράξη (ΣτΜ: ελληνικά στο πρωτότυπο), η οποία συνεπάγεται αποφάσεις και μέτρα που μπορούν να κατανοηθούν μόνο σε σχέση με μια δεδομένη κατάσταση και ένα συγκεκριμένο πρόβλημα. Έτσι, η καλύτερη μετάφραση του ελληνικού όρου είναι επομένως «μάνατζμεντ», «διαχείριση» και - μιας και το έφερε η κουβέντα - αυτό είναι μια μετάφραση που μπορείτε να βρείτε στο έγκυρο Ελληνικό-Αγγλικό λεξικό που δημοσιεύεται από τον Χένρυ Λίντελ ο οποίος ήταν ο πατέρας της Αλίκης, - ένα κοριτσάκι τόσο τρυφερά αγαπημένο και απαθανατισμένο από τον Λούις Κάρολ. Ναι. Το εγκυρότερο λεξικό προέρχεται από τον Πατέρα της Αλίκης.
Τώρα, γιατί οι χριστιανοί θεολόγοι χρειάζονταν αυτόν τον όρο, Οικονομία; Είναι αρκετά απλό. Απλά όταν το τριαδικό δόγμα αρχίζει να αναπτύσσεται, οι θεολόγοι έπρεπε να αντιμετωπίσουν μια σθεναρή αντίσταση στους κόλπους της εκκλησίας από μια ομάδα λογικών ανθρώπων, που ονομάστηκε οι "μοναρχικοί", δηλαδή τους οπαδούς της κυριαρχίας του ενός, οι οποίοι σκέφτηκαν - και είχαν μάλλον δίκιο – ότι η εισαγωγή του θεού των τριών προσώπων,  σήμαινε απλώς την επιστροφή στον πολυθεϊσμό.
Η Οικονομία, είναι η έννοια με την οποία οι θεολόγοι προσπάθησαν να συμφιλιώσουν το Θεό, την ενότητα με την Τριάδα. Το επιχείρημά τους ήταν περίπου – απλουστευμένα - το εξής: ο Θεός, όσον αφορά την ουσία του ή την ύπαρξη του, είναι σίγουρα ένα. Αλλά, όσον αφορά την οικονομία του, - δηλαδή τον τρόπο που διαχειρίζεται το θεϊκό σπίτι και ζωή - είναι τρεις.
Ακριβώς όπως ο κύριος του σπιτιού - αυτό ήταν το επιχείρημα - μπορεί να μοιραστεί την διοίκηση με το γιο ή με άλλα πρόσωπα, χωρίς να χάνει την ενότητα της εξουσίας του, με τον ίδιο τρόπο, ο Θεός μπορεί να εμπιστευτεί τη διαχείριση του κόσμου και τη σωτηρία του ανθρώπου στο γιο του, τον Χριστό. Ο Απόστολος Παύλος στις επιστολές του, είχε μιλήσει, αναφερόμενος στην εξαγορά, για μια οικονομία του μυστηρίου της σωτηρίας. Τώρα, Θεολόγοι, όπως ο Ειρηναίος, ο Ιππόλυτος και ο Τερτυλλιανός αντιστρέφουν αυτή την έκφραση - αυτή είναι μια πολύ σημαντική στρατηγική αντιστροφή- και μιλούν αναφερόμενοι στην τριάδα, για ένα μυστήριο της οικονομίας. Έτσι δεν είναι η ύπαρξη του θεού που είναι μυστηριώδης, είναι η οικονομία του, η δράση του, η δραστηριότητά του που είναι μυστηριώδεις. Και διακρίνονται με αυτή την έννοια δύο Λόγοι (ΣτΜ: ελληνικά στο πρωτότυπο), δύο ομιλίες: Ο οντολογικός λόγος, που αναφέρεται στην ύπαρξη του Θεού, και τον λόγο της οικονομίας που αναφέρεται στη δράση του Θεού, με τον τρόπο που διαχειρίζεται την κυβέρνηση του κόσμου και το μυστήριο της σωτηρίας.
Βλέπετε, η Τριάδα είχε εισαχθεί όχι από την αρχή, όχι ως μεταφυσικό δόγμα, όπως έγινε αργότερα, μετά το μεγάλο εκκλησιαστικό συμβούλιο, αλλά ως οικονομία, ως ένα διαχειριστικό εργαλείο. Η υπόθεση που προσπαθώ να προτείνω είναι ότι αυτό το μυστήριο της οικονομίας λειτούργησε ως το κρυφό οντολογικό μοντέλο της σύγχρονης διακυβέρνησης. Γι 'αυτό και θα χρησιμοποιήσω την Θεολογία, προκειμένου να κατανοήσουμε καλύτερα την κυβέρνηση. Δεν προτείνω την επιστροφή στη θεολογία, απλά θα χρησιμοποιήσω τη θεολογία για να κατανοήσουμε καλύτερα τη διακυβέρνηση.
Δεν θα σας κουράσω εδώ με τη λεπτομερή ανακατασκευή αυτού του δόγματος που έπρεπε να κάνω, το οποίο κράτησε τους Πατέρες της Εκκλησίας απασχολημένους για αιώνες, - εγώ απλώς θα προσπαθήσω να συνοψίσω μερικά σημεία, τα κύρια αποτελέσματα της έρευνας μου.
Έτσι, πρώτα απ' όλα: ποιο είδος δραστηριότητας, ποιο είδος πράξης είναι η Οικονομία; Ποια είναι η εσωτερική δομή μιας πράξης διακυβέρνησης; Της θείας διαχείρισης; Και γιατί κάτι, όπως μια κυβέρνηση του ανθρώπου είναι δυνατή; Ας το αναλύσουμε αυτό προτείνοντας πέντε σημεία τα οποία συνοψίζουν κατά κάποιο τρόπο τα αποτελέσματα από την έρευνα μου.
Το πρώτο σημείο θα μπορούσε να ονομαστεί το παράδοξο της θείας αν-αρχίας. Όπως είδαμε, το δόγμα της θείας οικονομίας παράχθηκε για να εξασφαλίσει τον Μονοθεϊσμό, αλλά κατέληξε να εισάγει στο θεό μια διάσπαση, έναν διαχωρισμό μεταξύ ύπαρξης και δράσης, οντολογίας και οικονομίας. Εννοώ ότι η δράση του Θεού, η οικονομία του Θεού, σύμφωνα με τους πατέρες, δεν έχει έρεισμα στην ύπαρξή του, είναι αυτή η αίσθηση, όπως έλεγαν στην κυριολεξία, έναν αν-αρχικό μυστήριο, - arche στα ελληνικά σημαίνει: Αρχή, θεμέλιο. Η Οικονομία του Θεού δεν έχει καμία βάση, δεν έχει καμία αρχή, είναι εντελώς ανεξάρτητη από την ύπαρξη του Θεού.
Έτσι, γίνεται απόλυτα σαφής, σε αυτή την προοπτική η προσπάθεια να καταλάβουμε την σημασία της μεγάλης διαμάχης του Αρειανισμού, που τόσο βαθιά διαίρεσε την εκκλησία μεταξύ του τέταρτου και του έκτου αιώνα. Γιατί ήταν η διαμάχη τόσο ανελέητη και μακράς διαρκείας; Νομίζω ότι μετέβαλε και το βέβηλο Παράδειγμα, που ο αυτοκράτορας πήρε θέση.
Τι διακυβευόταν σε αυτή τη διαμάχη - δεν θα υπεισέλθω σε θεολογικές λεπτομέρειες - το πιο σημαντικό σημείο της διαμάχης, ήταν ο αναρχικός χαρακτήρας - δηλαδή χωρίς arche, χωρίς θεμέλιο, χωρίς αρχή - του υιού, του Χριστού. Ο Άρειος, (αργότερα θεωρήθηκε αιρετικός), υποστήριξε ότι ο Χριστός, ο υιός, που ήταν ο Λόγος, η λέξη και η δράση του θεού, στηρίχτηκε στον πατέρα, δεν ήταν άναρχος όπως ο πατέρας, αλλά είχε την αρχή και το θεμέλιο στον πατέρα. Η επικρατούσα θεωρία, η οποία έγινε στη συνέχεια η ορθοδοξία, δήλωσε κατηγορηματικά ότι ο υιός, ο Χριστός, είναι Άναρχος, χωρίς αρχή ή θεμέλιο, ακριβώς όπως και ο πατέρας. Έτσι ο Χριστός είναι εντελώς ανεξάρτητος, είναι μια θεϊκή μορφή, χωρίς αρχή ή θεμέλιο στον πατέρα.
Η θέση της αναρχίας του Χριστού είναι ίσως η πιο δυσοίωνη Κληρονομιά που η  χριστιανική θεολογία κληροδοτεί στην νεωτερικότητα. Γιατί; Διότι αυτό σημαίνει ότι η γλώσσα και η δράση – όπως η θεία γλώσσα και η θεία ενέργεια - δεν θεμελιώνονται στο είναι, είναι υπό αυτή την έννοια άναρχες. Αυτό σημαίνει ότι η κλασική ελληνική οντολογία με την ιδέα της για μια ουσιαστική σχέση μεταξύ της ύπαρξης και του λόγου, της ύπαρξης και της γλώσσας, αλλά και μεταξύ της ύπαρξης και της πράξης, της δράσης, καταστρέφεται για πάντα. Κάθε προσπάθεια από εκείνη τη στιγμή, να θεμελιωθεί η γλώσσα στην ύπαρξη είναι καταδικασμένη να αποτύχει.
Ξέρετε, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, για παράδειγμα, ο θεός μετακίνησε τον κόσμο, τους ουρανούς, αλλά δεν τα μετακίνησε γιατί το ήθελε: Η Ύπαρξη του συνέπεσε με τη δράση. Έτσι, οι Χριστιανοί Πατέρες αντέστρεψαν πλήρως αυτή την άποψη. Οι ενέργειες του Θεού δεν έχουν τίποτα να κάνουν με το είναι του Θεού. Αυτή την κληρονομιά πρέπει να αντιμετωπίσουμε, γιατί αν η ενέργεια δεν έχει κανένα έρεισμα στην ύπαρξη, - η πολιτική, η ηθική γίνονται εξαιρετικά προβληματικές. Επιπλέον, ακριβώς επειδή η ύπαρξη και η δράση είναι και οι δύο αναρχικές υπό αυτή την έννοια, ακριβώς για αυτόν τον λόγο, κάτι όπως μια κυβέρνηση - η λέξη κυβέρνηση προέρχεται από την ελληνική kybernetes, που σημαίνει ο πιλότος ενός πλοίου, να κατευθύνεις το πλοίο - μια κυβέρνηση καθίσταται δυνατή ακόμη και αναγκαία. Είναι το αβάσιμο και αναρχικό μοντέλο της ανθρώπινης δράσης που καθιστά δυνατό να κυβερνηθεί  η δράση αυτή. Αν ύπαρξη και δράση ήταν η ίδια δεν θα μπορούσαμε να κυβερνήσουμε τη δράση.
Άλλα αυτό σημαίνει ως συνέπεια, η Οικονομία, δηλαδή η διακυβέρνηση είναι ουσιαστικά αναρχική, ότι υπάρχει μια μυστική αλληλεγγύη μεταξύ κυβέρνησης και αναρχίας. Υπάρχει μια κυβέρνηση μόνο και μόνο επειδή τα στοιχεία που συνθέτουν αυτή την κυβέρνηση είναι αναρχικά, αθεμελίωτα. Όταν ένας από τους κύριους χαρακτήρες στην ταινία του Παζολίνι «Salò», λέει η μόνη πραγματική αναρχία είναι η αναρχία της εξουσίας και ο Βάλτερ Μπένγιαμιν γράφει ότι δεν υπάρχει τίποτα τόσο αναρχικό, όπως η αστική τάξη, οι δηλώσεις τους θα πρέπει να ληφθούν πολύ σοβαρά.
Έτσι, υπάρχει μια Αλληλεγγύη μεταξύ διακυβέρνησης και αναρχίας. Αυτό ήταν το πρώτο σημείο. Προσπαθώ να αναλύσω τη δομή μιας πράξης της διακυβέρνησης. Αυτό ήταν το πρώτο σημείο.
Το δεύτερο σημείο, θα το αποκαλώ το Βασίλειο και η κυβέρνηση, δηλαδή η διπλή δομή της κυβέρνησης. Έτσι ένα από τα σημεία που επρόκειτο να έχει αντίκτυπο στη δυτική κουλτούρα είναι η στρατηγική συνεργασία αυτού του δόγματος της θείας οικονομίας με τις θεωρίες της πρόνοιας, δηλαδή της θείας κυβέρνησης του κόσμου. Πρόνοια σημαίνει απλά την θεία κυβέρνηση.
Η συνάντηση αυτών των δύο παραδειγμάτων, που έχουν διαφορετικές αφετηρίες, η πρόνοια προέρχεται από την ελληνική στωική φιλοσοφία, κλπ. επιτυγχάνεται πραγματικά με τον Κλήμεντα Αλεξανδρείας, στο τέλος του δεύτερου αιώνα. Και μέχρι το τέλος του 17ου αιώνα, σχεδόν χωρίς διακοπή, έχει προκαλέσει ένα απίστευτο ποσό φιλοσοφικής και θεολογικής λογοτεχνίας Ίσως η πρόνοια να είναι το θέμα για το οποίο οι φιλόσοφοι και θεολόγοι έχουν γράψει τα πιο πολλά. Πρόνοια σημαίνει - όπως ίσως ήδη γνωρίζετε - ότι ο Θεός είναι συνεχώς απασχολημένος να κυβερνά τον κόσμο. Και αν σταματούσε για μια στιγμή, τότε ο κόσμος θα κατάρρεε.
Αυτή είναι η θεολογική βάση της πρόνοιας. Αλλά πώς η πρόνοια, πώς αυτή η θεία κυβέρνηση του κόσμου, λειτουργεί; Έτσι, από την αρχή - αυτό ήταν ένα πολύ, πολύ σημαντικό σημείο - βλέπουμε ότι η πρόνοια έχει συλληφθεί ως μία διπλή ή διπολική μηχανή. Αυτό είναι κάτι το σταθερό. Από την αρχή της Θεωρίας έχουμε μια διπλή δομή. Ο Θεός δεν κυβερνά τον κόσμο άμεσα σε όλες τις λεπτομέρειες μέχρι το τελευταίο μικρό ζώο ή έντομο ή σπουργίτι, όπως λέει το ευαγγέλιο, αλλά ο Θεός κυβερνά τον κόσμο μέσα από συμπαντικές αρχές. Οι θεολόγοι διακρίνουν συνεπώς μεταξύ της γενικής πρόνοιας που καθορίζει τους συμπαντικούς νόμους, τους καθολικούς και υπερβατικούς νόμους. Και το πρώτο αυτό αίτιο το αποκαλούν οrdinatio, καθεστηκυία τάξη, και στη συνέχεια υπάρχει μια ειδική πρόνοια που έχει ανατεθεί στους αγγέλους ή τους μηχανισμούς των εμμενών και δευτερευουσών αιτιών και αποκαλείται εκτέλεση, executio, έτσι ώστε η μηχανή της θείας κυβέρνησης να αποτελείται από τον γενικό νόμο και την εκτέλεση.
Δεν έχει σημασία πως οι θεολόγοι έχουν συλλάβει τη σχέση μεταξύ των δύο πόλων, σε κάθε περίπτωση, η διπολική δομή πρέπει να είναι παρούσα. Αν είναι εντελώς διχασμένοι, καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να υπάρξει. Θα υπάρχει από την μία πλευρά, μία πανίσχυρη κυριαρχία που είναι ουσιαστικά ανίσχυρη, και από την άλλη, η χαοτική ακαταστασία των συγκεκριμένων πράξεων των παρεμβάσεων της διακυβέρνησης. Μια κυβέρνηση είναι δυνατή μόνο εάν οι δύο πλευρές συντονίζονται σε μια διπολική μηχανή. Έτσι, θα ορίσω κυβέρνηση, όταν θα έχετε τον συντονισμό των δύο αυτών στοιχείων. Γενικό νόμο και εκτέλεση, γενική πρόνοια και ειδική πρόνοια.
Στην παράδοση της πολιτικής φιλοσοφίας θα μπορούσε κανείς να πει ότι αυτή η διπλή δομή εκφράζεται με την παλιά φόρμουλα: Ο βασιλιάς βασιλεύει, αλλά δεν κυβερνά. Αυτή είναι μια παλιά ρήση, η οποία ήδη αναφέρεται στον 16ο αιώνα. Στη διαφοροποίηση της σύγχρονης δημοκρατίας θα πρέπει να σκεφτόμαστε την διαίρεση της νομοθετικής ή κυριαρχικής εξουσίας η οποία ενεργεί πάντα με καθολικούς νόμους και αρχές και της εκτελεστικής εξουσίας η οποία φέρνει εις πέρας με λεπτομέρειες τη γενική αρχή. Νομίζω ότι είναι πολύ εκπληκτικό το γεγονός ότι η πρώτη φορά που συναντούμε αυτό το λεξιλόγιο ordinatio και executio, τάξη και εκτέλεση, είναι στη θεολογία και όχι στην πολιτική θεωρία. Είμαστε εδώ πολλούς, πολλούς αιώνες πριν η πολιτική θεωρία μπορέσει να το αρθρώσει. Θα δείτε ότι ένα από τα ευρήματα των ερευνών μου είναι το λεξιλόγιο της δημόσιας διοίκησης συνδέεται στενά με το θεολογικό ή θρησκευτικό. Σε αυτή την περίπτωση εδώ, είναι πολύ σαφές: ordinatio και executio.
Έτσι θα έλεγα ότι η ιστορία της δυτικής πολιτικής είναι ακριβώς η ιστορία των διαφόρων μεταβαλλόμενων συναρθρώσεων, επίσης συγκρούσεων, φυσικά, των δύο αυτών πόλων εξουσίας. Βασιλεία και Κυβέρνηση. Κυριαρχία και Οικονομία. Ο Πατέρας και ο Υιός. Νόμος και Τάξη. Δίκαιο και Αστυνομία, θα μπορούσε κανείς να πει.
Αλλά αυτός ο διπολικός χαρακτήρας πρέπει να είναι εκεί και παραμένει εκεί μέχρι το τέλος. Σήμερα θα μπορούσαμε να πούμε ότι η πράξη της κυβέρνησης ή της εκτέλεσης έχει την πρωτοκαθεδρία, είναι σαφές αυτό, η κρίση της κοινοβουλευτικής και της νομοθετικής εξουσίας είναι εμφανής παντού. Είναι σαν νεκρή, η νομοθετική εξουσία δεν υπάρχει πια στην Ευρώπη ή τις Ηνωμένες Πολιτείες, υπάρχει μια απόλυτη υπεροχή της κυβέρνησης. Αλλά ακόμη κι έτσι - ακόμα και στην περίπτωση αυτή - και οι δύο πόλοι είναι εκεί: Έτσι, ο ένας πόλος μπορεί να υπερισχύει επί του άλλου, όπως τώρα είναι η κατάσταση για την κυβέρνηση και την εκτελεστική εξουσία, αλλά παρόλα αυτά πρέπει να είναι εκεί, αλλιώς δεν υπάρχει κυβέρνηση, υπάρχει μια άλλη μορφή εξουσίας.
Έτσι, το τρίτο σημείο, το αποκαλώ το παράδειγμα της παράπλευρης απώλειας. Στην ιστορία του δόγματος της πρόνοιας, η πιο σημαντική απορία ίσως είναι το πρόβλημα του κακού στο οποίο εμπλέκονται οι θεολόγοι για αιώνες. Αν ο Θεός κυβερνά τον κόσμο και αν η οικονομία του Θεού είναι αναγκαία η πιο τέλεια, πώς μπορούμε να εξηγήσουμε το κακό σε όλες τις πτυχές του; Φυσικές καταστροφές,, ηθικά εγκλήματα κλπ. Έτσι, αυτό το πρόβλημα διατήρησε απασχολημένους φιλόσοφους και θεολόγους για αιώνες. Και η προσπάθεια να βρούμε μια λύση σε αυτή την Απορία (ΣτΜ: ελληνικά στο πρωτότυπο) οδήγησε στην εφεύρεση ενός μοντέλου που είναι ίσως η πιο σημαντική θεολογική κληρονομιά στην σύγχρονη θεωρία της διακυβέρνησης. Το επιχείρημα ήταν το εξής: Ο Θεός στην πρόνοιά Του θεσπίζει γενικούς νόμους οι οποίοι είναι πάντα καλοί. Το κακό προέρχεται από αυτούς τους νόμους ως ένα παράπλευρο αποτέλεσμα. Τα κριτήρια είναι πραγματικά απολύτως φιλολογικά: η πρόνοια, ως παράπλευρο αποτέλεσμα, ως παρενέργεια της θείας κυβέρνησης του κόσμου. Έτσι, το κακό είναι απλά μια παρενέργεια της χρηστής διακυβέρνησης. Έτσι, από τους γενικούς νόμους της κίνησης των σωμάτων και της αύξησης της θερμοκρασίας της γης, βρέχει, το οποίο είναι πολύ καλό, αλλά ως ένα παράπλευρο αποτέλεσμα μπορεί να πέσει βροχή εκεί όπου δεν θα έπρεπε να πέσει. Έτσι, αυτό θα ήταν απλά ένα παράπλευρο αποτέλεσμα ενός καλού πράγματος.
Ο Αλέξανδρος ο Αφροδισιεύς, ο οποίος ήταν ένας σχολιαστής του Αριστοτέλη γύρω στον δεύτερο αιώνα μετά Χριστόν, ανέπτυξε αυτή τη θεωρία, το οποίο είναι ιδιαίτερα σημαντικό για το σκοπό μας: ο Θεός (ΣτΜ: ελληνικά στο πρωτότυπο)   δεν μπορεί ο ίδιος να ασχολείται με λεπτομέρειες, συνεπώς, κάθε πράξη της θείας παγκόσμιας κυβέρνησης κατευθύνεται σε ένα πρωταρχικό και γενικό τέλος, αλλά όπως η κεφαλή του σπιτιού διαιρεί το φαγητό για την οικογένειά του, τρέφει ως παρενέργεια, επίσης, τα μικρά ζώα, τα σκουλήκια και τα πουλιά που ζουν στο σπίτι, με τον ίδιο τρόπο, κάθε γενική πράξη της θείας πρόνοιας, θα οδηγήσει σε παράπλευρα αποτελέσματα, που μπορεί να είναι θετικά. Στη συνέχεια, έχετε το παράδειγμα του Φιλελευθερισμού. Ο Αλέξανδρος υποστηρίζει - αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό σημείο - ότι τα παράπλευρα αποτελέσματα δεν είναι τυχαία, αλλά καθορίζουν την ίδια τη δομή της πράξης της διακυβέρνησης. Ούτε γενικό ούτε συγκεκριμένο, ούτε εκ προθέσεως ούτε περιστασιακό, ούτε προβλεπόμενο ούτε απρόβλεπτο, ούτε βασιλεία ούτε κυβέρνηση, το παράπλευρο αποτέλεσμα είναι ο τρόπος με τον οποίο η θεία κυβέρνηση τίθεται σε ισχύ, ο τρόπος που η πρόνοια αυτοκατανοείται. Και μόνο ως εκ τούτου μπορεί η κυβερνητική μηχανή, η οποία κινείται μόνο στον ορίζοντα δύο ξεχωριστών επιπέδων, γενικά και ειδικά, μόνο ως παρενέργεια, η μηχανή μπορεί να γίνει λειτουργική.
Όταν σήμερα, στρατιωτικές στρατηγικές ονομάζουν «παράπλευρες απώλειες» ή στα γαλλικά «μουτζούρες» τις προϋπολογισμένες επιπτώσεις των στρατιωτικών επεμβάσεων που μπορούν να οδηγήσουν στην καταστροφή πόλεων, και στις ανθρώπινες απώλειες, αναπτύσσουν ανεπίγνωστα αυτό το πολύ παλιό θεολογικό παράδειγμα. Αλλά - αν η υπόθεσή μας είναι σωστή - και στην περίπτωση αυτή, το παράπλευρο αποτέλεσμα δεν είναι κάτι δευτερεύον ή κάτι περιστασιακό, αλλά καθορίζει την ίδια την ουσία της πράξης της διακυβέρνησης. Δεν υπάρχουν απώλειες στην πράξη της διακυβέρνησης. Επειδή η πράξη έχει ως στόχο παράπλευρες συνέπειες. Κατά κάποιο τρόπο ο Αμερικανικός στρατός λέει: Σκοτώσαμε χίλιους ανθρώπους. Αυτό ήταν απλά ένα παράπλευρο αποτέλεσμα μιας πραγματικά καλής πράξης. Πρέπει να το αντιστρέψουμε: Είναι αληθινό, αλλά το παράπλευρο αποτέλεσμα είναι ο τρόπος με τον οποίο η πράξη της κυβέρνησης υλοποιείται.
Το τέταρτο σημείο είναι το σημείο το οποίο ήδη έχει τονίσει ο Μισέλ Φουκώ. Ο χαρακτήρας που καθορίζει την κυβέρνηση του κόσμου είναι ότι η πρόνοια δεν μπορεί να είναι απλά μια πράξη επιβολής και βίας, η οποία καταργεί και υποτάσσει την ελεύθερη βούληση των κυβερνωμένων. Ο κύριος χαρακτήρας της θείας κυβέρνησης είναι ότι λειτουργεί μέσα από την ίδια τη φύση του πλάσματος, έτσι ώστε – όπως το θέτει ένας Γάλλος θεολόγος του 17ου αιώνα, ο Μποσσέ, - ο θεός να δημιουργεί τον κόσμο σαν ο θεός να απουσιάζει από αυτόν. Αυτό είναι απίστευτα έξυπνο. Ο θεός κυβερνά τα πλάσματα σαν να κυβερνούν τους εαυτούς τους ελεύθερα τα ίδια. Μια παραλλαγή είναι - γιατί αυτό είναι απλώς μια ακραία διατύπωση της πολύ παλιάς θεολογικής θεωρίας – ότι ο θεός μας επιτρέπει να υπάρχουμε σαν να μπορούσαμε να υπάρχουμε από μόνοι μας . Ο θεός επιτρέπει να είναι ένας άνθρωπος ότι είναι ένας άνθρωπος, ένα σώμα ότι είναι ένα σώμα, η σκέψη ότι είναι η σκέψη, αναγκαίο οτι είναι αναγκαίο ελεύθερο ό, τι είναι ελεύθερο. Έτσι, αυτή είναι μια εξαιρετικά εξελιγμένη σκέψη, αυτή η διακριτική εξουσία της οικονομίας σύμφωνα με την οποία ο θεός για να κυβερνήσει απόλυτα θα πρέπει να ενεργεί σαν τα πλάσματα να κυβερνούν τους εαυτούς τους, επηρέασε έντονα συγγραφείς, όπως ο Ρουσσώ. Ο Ρουσσώ ήταν βαθιά επηρεασμένος από ένα Γάλλο θεωρητικό της πρόνοιας, τον Μαλεμπράνς, ο οποίος είναι εκείνος που επινόησε τη θεωρία της volonte general, της γενικής βούλησης. Και με αυτόν τον τρόπο, ιδίως μέσω του Ρουσσώ, αυτή η ιδέα έγινε το θεολογικό παράδειγμα της σύγχρονης δημοκρατικής θεωρίας σύμφωνα με την οποία οι κυβερνώμενοι αυτοκυβερνούνται.
Φθάνουμε στο πέμπτο και τελευταίο σημείο. Αυτό έχει να κάνει με τον αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα της κυβερνητικής εξουσίας. Η κυβερνητική εξουσία είναι ουσιαστικά μια αντιπροσωπευτική εξουσία. Με ποια έννοια; Στο εσχατολογικό μεσσιανικό βασίλειο για το οποίο ο Παύλος μιλάει στην πρώτη προς Κορινθίους Επιστολή, ο Χριστός λαμβάνει την εξουσία του από τον πατέρα και ως εκ τούτου, αφού υποτάξει κάθε γήινη εξουσία, θα επιστρέψει το βασίλειο σε αυτόν,. Ο Παύλος το λέει ακριβώς έτσι: Ο υιός θα βασιλέψει μέχρι τη στιγμή που καταστρέψει όλη την επίγεια εξουσία, τότε θα δώσει πίσω την εξουσία στον πατέρα. Η μεσσιανική εξουσία του Χριστού φαίνεται έτσι να είναι μια αντιπροσωπευτική δύναμη, εκτελεσμένη στο όνομα του πατέρα.
Αλλά είδαμε ότι στην τριαδική οικονομία κάθε θεϊκό πρόσωπο και ειδικά ο υιός είναι αναρχικό, δεν έχει κανένα θεμέλιο στον πατέρα. Η ενδο-τριαδική σχέση ανάμεσα στον πατέρα και τον υιό μπορεί να θεωρηθεί υπό αυτή την έννοια ως το θεολογικό παράδειγμα του εγγενούς χαρακτήρα αντιπροσώπευσης της κυβερνητικής εξουσίας. Η Τριαδική Οικονομία είναι η έκφραση μιας αναρχικής εξουσίας που κινείται προς και μέσω των θείων προσώπων, σύμφωνα με ένα κατ’ ουσίαν αντιπροσωπευτικό παράδειγμα. Δεν υπάρχει κανένας τρόπος να ανατεθεί σε ένα άτομο το αρχικό θεμέλιο της εξουσίας. Η εξουσία έχει μια τριαδική μορφή, κυκλοφορεί αντιπροσωπευτικά σε αυτή τη μορφή.
Και γι’ αυτό η ανώτατη κυρίαρχη εξουσία στην ιστορία της δυτικής πολιτικής παρουσιάζεται ως αντιπροσωπευτική. Γνωρίζετε ίσως την ιστορία της δυτικής πολιτικής, ειδικά την στιγμή της διαμάχης μεταξύ του Πάπα και του αυτοκράτορα. Και οι δύο εξουσίες, τόσο ο αυτοκράτορας όσο και ο Πάπας, διεκδίκησαν για τον εαυτό τους τον τίτλο του αντιπροσώπου του Χριστού (vicarious Christi), αντιπροσώπου του Θεού (vicarious dei), εκπρόσωπος του Χριστού, εκπρόσωπος του θεού: Έτσι, ο αυτοκράτορας λέει: Εγώ είμαι ο αντιπρόσωπος του θεού. Και ο Πάπας λέει: Όχι, εγώ είμαι ο αντιπρόσωπος του θεού.
Αλλά βαθύτερα έτσι εξηγείται γιατί στο δυτικό δημόσιο δίκαιο, η πηγή της εξουσίας στο έσχατο καταφύγιο της είναι αδύνατο να περιγραφεί, και κινείται πάντα σε κύκλους μεταξύ, για παράδειγμα - ένα πολύ σημαντικό σημείο - της συστατικής και της συσταθείσας εξουσίας. Κυριαρχία και εκτέλεση, νομοθεσία και αστυνομία. Τελικά, είναι αδύνατο να περιγραφεί και να αποδοθεί η πραγματική ευθύνη σε κάποιον. Επειδή η εξουσία έχει μια βαθιά αντιπροσωπευτική δομή. Έτσι, ποτέ δεν θα δούμε ποιος στο τέλος έχει την εξουσία. Κινείται πάντα διαλεκτικά μεταξύ των δύο πόλων. Σε αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό να κατανοήσουμε αυτόν τον πολύ σημαντικό χαρακτήρα του σώματος της πολιτικής θεωρίας, την διαφορά μεταξύ συστατικής και συσταθείσας εξουσίας. Επίσης, κινούνται σε κύκλους. Προφανώς η συστατική εξουσία ιδρύθηκε από μια συντακτική εξουσία, αλλά όταν προσπαθείτε να το πιάσετε, θα δείτε ότι υπάρχει μια συνεχής διαλεκτική κίνηση μεταξύ των δύο εξουσιών. Επειδή η κυβερνητική εξουσία είναι ουσιαστικά αντιπροσωπευτική.
Αυτοί είναι οι πέντε χαρακτήρες με τους οποίους προσπαθώ να καθορίσω μια πράξη διακυβέρνησης: Θα το έχετε καταλάβει, ότι είχα εντοπίσει την μελέτη μου για την γενεαλογία της διακυβέρνησης σε ένα θεολογικό πλαίσιο, διότι εκεί, το περίεργο δίπολο της κυβερνητικής εξουσίας θεμελιώνεται τέλεια. Ένα από τα κύρια αποτελέσματα της έρευνας μου είναι ότι η ιστορία της δυτικής πολιτικής είναι η ιστορία της διέλευσης και της αλληλοσύνδεσης των δύο διαιρεμένων αλλά αχώριστων παραδειγμάτων. Βασιλεία και κυβέρνηση, Βασίλειο και διακυβέρνηση, ο πατέρας και ο υιός, Κυριαρχία και οικονομία, νόμος και τάξη, δίκαιο και νομιμότητα.
Και τώρα μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα γιατί το θεμελιώδες πρόβλημα του δυτικού δημοσίου δικαίου έχει τη μορφή του πώς να θεμελιώσει την κυβέρνηση στην κυριαρχία, πώς να θεμελιώσει την τάξη στον νόμο, την οικονομική πρακτική στα νομικά μοτίβα. Νομιμότητα στο δίκαιο. Πολύ μεγάλο πρόβλημα στην πολιτική θεωρία.
Η σύγχρονη δημοκρατία μπορεί να ιδωθεί από αυτήν την άποψη ως μια απεγνωσμένη προσπάθεια να συνδεθούν σε μια σταθερή δομή οι δύο αναρχικοί πόλοι της μηχανής. Αλλά για αυτό ακριβώς η δημοκρατία είναι τόσο εύθραυστη. Πάντα σε κατάσταση εγρήγορσης μεταξύ μιας έλλειψης και μιας υπερβολής της κυβέρνησης, πάντα ψάχνοντας για ένα Άγιο Πνεύμα ή μια χαρισματική αρχή που θα μπορούσε να συγκρατήσει τις αναρχικές δυνάμεις που έχει κληρονομήσει από τη χριστιανική θεολογία. Με λίγες εξαιρέσεις, οι μοντέρνοι πολιτικοί επιστήμονες και πολιτικοί φιλόσοφοι αδυνατούν να αντιμετωπίσουν τους δύο πόλους της κυβερνητικής μηχανής. Αρχίζοντας με τον Ρουσσώ η σύγχρονη θεωρία άρχισε να εξετάζει την κυριαρχία ως την κεντρική πολιτική κατηγορία και να αντιμετωπίζει την κυβέρνηση απλά ως εκτελεστική εξουσία. Ως αποτέλεσμα, η πολιτική φιλοσοφία, και αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την δημοκρατική παράδοση, αδυνατεί να κατανοήσει την πραγματική φύση της κυβέρνησης και εστιάζει αντ' αυτού σε παγκόσμια προβλήματα όπως ο Νόμος, το Κράτος, η Κυριαρχία. Αυτό που μου έχει δείξει η έρευνα μου είναι ότι αντίθετα το πραγματικό πρόβλημα - ο μυστικός πυρήνας της πολιτικής - δεν είναι ούτε η κυριαρχία ούτε ο νόμος, είναι η κυβέρνηση. Δεν είναι ο βασιλιάς, αλλά μάλλον ο υπουργός, δεν είναι ο θεός, αλλά μάλλον οι άγγελοι, δεν είναι το δίκαιο, αλλά η αστυνομία και η κατάσταση εξαίρεσης. Ή, ακριβέστερα: Είναι η κυβερνητική μηχανή που λειτουργεί μέσα από το περίπλοκο σύστημα των σχέσεων που συνδέει αυτούς τους δύο πόλους μαζί.

Το μυστήριο της οικονομίας :η Οικονομική Θεολογία στον G.Agamben

Τι ειδους ακριβώς είναι επιστημη είναι η οικονομία;Η συζήτηση δεν είναι καινούργια ,και δεν πρόκειται να τελειώσει ποτέ .Το επιδικο της συζήτησης είναι το ίδιο με καθε κοινωνική επιστήμη .Ο παρατηρητής είναι μέρος του αντικειμένου του.Άρα όσο και αν υιοθετηθούν διαδικασίες και πρότυπα ορθολογισμου , θα υπάρχει πάντα ένα μικρο η μεγάλο ποσοστό αβεβαιότητας και σχετικισμου.Χοντρικά οι " δεξιοί " αποδίδουν τις αβεβαιότητες στην ίδια την φύση των σύγχρονων κοινωνιών ενω οι " αριστεροί " στην ιδεολογική φύση των μοντέλων της οικονομίας .Δεν είναι τυχαίο πως εντος αριστεράς αναδύονται οι πιο ριζικές απόψεις κριτικής της πολιτικής οικονομίας που φτάνουν την ολική άρνηση ακόμη και της μαρξιστικης οπτικής  (Badiou).Η συζήτηση μάλλον θα διαρκέσει όσο αυτη για την φύση του φωτοστεφανου.

Ωστόσο υπάρχει και μια ενδιαφέρουσα οπτική , η οποία δεν εξετάζει την οικονομία με βάση ένα κριτήριο επιστημολογικης η ιδεολογικής κατασκευής .Η οπτική αυτή εκκινεί απο το δεδομένο ότι  οικονομία είτε ως κοινωνική επιστήμη ,με αξιώσεις ορθολογισμου, είτε ως υποκειμενική ιδεολογική άσκηση και πρακτική  έχει μια άρθρωση με την εξουσία. Το ερώτημα λοιπον που τίθεται είναι πως, η με οποιοδήποτε τροπο οριζομενη οικονομία, σχετίζεται με την εξουσία και την διακυβέρνηση στις σύγχρονες κοινωνίες.Το ζήτημα δεν τίθεται στο να αποκαλύψουμε  την " διαπλοκή" η την ταξική φύση των καπιταλιστικών σχέσεων οι οποίες εμφανίζονται ως φυσικές ,αλλά στο πως  η οικονομία παραμένει μονίμως ως ένας πόλος σε σχέση και απόσταση απο τη διακυβέρνηση .Η οικονομία σε καμία περίπτωση δεν είναι απλά  " κατω" απο την διακυβέρνηση . Αντανακλά  και σχηματοποιει ταξικές σχέσεις αλλα μονίμως είναι σε μια ένταση με την εξουσία .

Τον προβληματισμό αυτο αναπτύσσει ο G.Agamben στο τριτο μέρος του Homo   Sacer        " Il Regno e la Gloria" .Στο έργο αυτο ο GA προχωρά και εξελίσσει  την θεματολογία της Πολιτικής Θεολογίας προς μια θεματολογία Οικονομικής Θεολογίας .Αν η Πολιτικη Θεολογια στηρίζεται στην θέση οτι οι σύγχρονες πολιτικές έννοιες προέρχονται απο της Θεολογία, η Οικονομική Θεολογία στηριζεται στην θεση ότι η σχέση εξουσίας οικονομίας έχει τη μορφή της τριαδικης υπόστασης του Θεού . Εκκεντρικό θεωρημα ίσως , αλλα για αυτο ο GA αφιερώνει διακόσιες πυκνες σελίδες .

Χοντρικά η εξέταση του GA είναι η ακόλουθη:

Όταν η χριστιανική Θεολογία αναπτύσσει την έννοια της τριαδικης υπόστασης, για να μην περιπέσει ουσιαστικά σε ένα τριθεισμό ,εισάγει εντος θεολογίας μια έννοια εκτός αυτής : την έννοια της αριστοτελικης οικονομίας .Με την εισαγωγή της έννοιας της οικονομίας οι τρεις υποστασεις του θείου συγκροτούνται σε μια δυναμική σχέση .Παράγωγες της τριαδικης υπόστασης είναι οι εννοιες της θειας πρόνοιας και η ανάγκη εισαγωγής της κατηγορίας, του συνόλου  των αγγέλων .

Σύμφωνα με τον GA  η αριστοτελικη οικονομία δεν είναι επιστήμη , αλλα πράξις. Δεν ορίζει ένα δομημένο τομέα έρευνας και ανάλυσης αλλα είναι διεκπεραίωση , διαδικασία ,πράξη.Η οικονομία είναι διαχείριση του οίκου σε  αντιδιαστολή με την πολιτικη που είναι διαχείριση των της πόλης.Αυτη λοιπόν έννοια της οικονομίας εισάγεται στην Θεολογία για να σχηματοποιηθει το δυναμικό πλάσμα του τριαδικου θεού.

Το ενδιαφέρον που αποκαλύπτει ο GΑ ,μεσω μιας ενδελεχούς ιστορικής έρευνας ,είναι ότι αυτή η θεολογική οικονομία " επανεξαγεται " απο την Θεολογία προς την οικονομία των φυσιοκρατών δεκαπέντε αιώνες μετά. Το ιστορικό σχημα είναι περίπου το εξής:

Η Χριστιανικη Θεολογία έχει ανάγκη την έννοια της οικονομίας για να μην παλινδρομησει σε πολυθεϊσμό , την εισάγει στην τριαδικη υπόσταση, και αυτήν την θεολογική  " οικονομία " διαχειρίζονται οι φυσιοκράτες για να  να εξελιξουμε ως τις μέρες μας ως επιστήμη.Για να κατανοήσουμε  λοιπον τις συγχρονες σχέσεις οικονομίας εξουσίας δεν έχουμε παρά να δούμε τις σχέσεις Θεού Υιού στο τριαδικό πλέγμα .

Η σημερινή οικονομία δεν είναι ουτε αυστηρή επιστήμη ούτε  στεγνή πράξη , είναι μυστηριώδης όσο αναλογικά είναι μυστηριώδες το τριαδικό θεολογικο σχήμα το οποίο διαχωρίζει τον Θεό απο τις Πράξεις του.Ο GA προχωρεί ένα βήμα παραπάνω και διακρίνει στις μεγάλες διαμάχες του κατά του Μονοθεισμου μια κρίσιμη  στροφή που επικυρωνει τον θεμελιακό δυϊσμό  ,Θεού και Θείας Οικονομίας η οποία συγκροτεί και το μυστήριο της οικονομίας .Η άναρχη ισότιμη σχέση Θεού Υιου συγκροτεί  ένα πεδίο πράξεων που δεν έχουν γραμμικη σχέση εκπορευσης απο το ένα του Θεού, αλλα αναδύονται εκ θεού ως μια ειδική θεία   τυχαιοτητα . Αυτη την μυστηριώδη  τυχαιοτητα αποκρυσταλλώνει η οικονομία .

Αν στο κλασικό σχήμα της πολιτικής θεολογίας του C Smitt η πολιτική εξουσία προέρχεται , καθρεφτίζεται, αναδύεται ως η μεταφορά του Θεού ,το κράτος έκτακτης ανάγκης ως το θαύμα κλπ κλπ στον G.Agamben η οικονομία αναβιώνει το δυναμικό σχήμα της τριαδικοτητας.Απο εκεί και πέρα αναπτύσσεται μια θεματολογία με εξαιρετική ευρηματικότητα και πρωτοτυπία .πχ όλη η σχετική Θεολογία των Αγγέλων ορίζεται απο τον GA ως η μήτρα μιας σχετικής σύγχρονης εξέτασης της γραφειοκρατία.Καλός ο Weber αλλά για να δούμε και τον Ακινάτη.....Στο ίδιο το βιβλίο του GA διαμορφώνεται με μια άλλη γιγάντια μεταφορά η οποία εξετάζει τις σχέσεις οικονομίας και οψης- θεάματος της εξουσίας , σε αντιστοιχία με τις σχέσεις τριαδικοτητας και δοξολογιας.Αυτο όμως είναι ένα άλλο εκκεντρικό θέμα ,άξιο ενός αλλού μικρού σχολιασμού.


Παρέκβαση : Ο Agamben και η αριστερά

Ο G.Agamben είναι προφανώς ένας απο τους πιο σημαντικούς σύγχρονους πολιτικούς φιλόσοφους με οξύ κριτικό προσανατολισμός.Ωστόσο όντας μαθητής του Heidegger δεν ανήκει τυπικά στο Χεγκελιανο Μαρξιστικο ρεύμα της Αριστεράς.Με μια έννοια η κριτική του είναι εξαιρετικά απαισιόδοξη, σχεδόν αποπνικτική . Το φράγμα αυτο , αυτήν την ορατή απόσταση , αποτυπώνει καθαρά ο διάλογος Negri Agamben όπως διεξάγεται τα τελευταία χρονιά .Είναι προφανώς αδύνατο αυτη η διαμάχη να αποτυπωθεί σε μια γραμμή ωστόσο χοντρικά μπορούμε να πούμε πως αν η " γυμνή ζωή " αποτελεί ένα όριο για τον GA με βάση την έννοια κλειδι του Homo Sacer ,στον ΑΝ η γυμνή ζωή δεν είναι όριο αλλα παραγωγή.Περισσότερα  εδώ .Η σημείωση είναι απαραίτητη για να κατανοηθεί η πολιτικη Θεολογία του GA , και εισαγωγή του όρου της Οικονομικής Θεολογίας . Όπως και σε όλο το έργο του , η κριτική του είναι οξεία , διαβρωτική αλλά οι διέξοδοι που αναδύονται είτε είναι ελάχιστα ορατοί είτε σχεδόν εσχατολογικοί ( πχ Η κοινότητα που έρχεται )

Συνδέσεις:

Πυκνή παρουσιάση του ιδιου του Agamben για το "Il Regno e la Gloria " εδώ



άλλα links

-το βιβλίο http://m.friendfeed-media.com/bebbd1d14fc4f5ef4bccc801eeeda3c878aa13ae

-σύνοψη της δομής http://itself.wordpress.com/2013/05/10/the-structure-of-the-kingdom-and-the-glory/
Δημοσιεύτηκε από τον χρήστη

3 Kasım 2014 Pazartesi

Slavoj Žižek – Η μαριονέττα και ο νάνος. Ο διαστροφικός πυρήνας του χριστιανισμού /αναδημοσίευση απο το pandoxeio

Slavoj Žižek – Η μαριονέττα και ο νάνος. Ο διαστροφικός πυρήνας του χριστιανισμού

Zizek Cover_Χριστά και αντίχριστα
Γιατί χρειαζόμαστε τη θρησκεία στους σύγχρονους καιρούς; Μια συνήθης απάντηση είναι: η ορθολογική φιλοσοφία ή επιστήμη είναι για τους μυημένους, περιορίζεται σε έναν μικρό κύκλο ανθρώπων και δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη λειτουργία της θρησκείας να αιχμαλωτίζει την φαντασία των μαζών, υπηρετώντας έτσι και τους σκοπούς της ηθικής και πολιτικής τάξης. Σήμερα πια δεν «πιστεύουμε πραγματικά», απλώς ακολουθούμε ορισμένα θρησκευτικά τελετουργικά και ήθη ως δείγμα σεβασμού για τον τρόπο ζωής της κοινότητας στην οποία ανήκουμε. Το «Δεν πιστεύω στ’ αλήθεια σε αυτό, είναι απλώς κομμάτι της κουλτούρας μου» φαίνεται πως είναι ο κυρίαρχος τρόπος εκδήλωσης της απαρνημένης πίστης που χαρακτηρίζει τη εποχή μας. Ίσως γι’ αυτό, σκέφτεται ο Ζίζεκ, απορρίπτουμε τους φονταμενταλιστές πιστούς ως «βάρβαρους» και απολίτιστους, ως απειλή για την κουλτούρα: πώς τολμούν και παίρνουν στα σοβαρά αυτά που πιστεύουν, χωρίς να διατηρούν κάποια απόσταση απέναντί της;
jesus is coming soon be readyΟ Χέγκελ εστίασε στο μυθικό στοιχείο της παραμυθένιας αφήγησης του Αποστόλου Παύλου, ο οποίος ποτέ στα γραπτά του δεν υπεισέρχεται στο «βαθύτερο νόημα» μιας παραβολής ή πράξης του Ιησού. Αυτό που θεωρεί σημαντικό δεν είναι ο Ιησούς ως ιστορική μορφή, παρά μόνο το γεγονός ότι πέθανε στο Σταυρό και ανέστη εκ νεκρών, κι ύστερα προχωρεί «στην οργάνωση του νέου κόμματος που αποκαλείται Χριστιανική κοινότητα, ως κανονικός «θεσμοποιητής», ανυψώνοντας τον Χριστιανισμό από μια ιουδαϊκή σέκτα σε μια θρησκεία της καθολικότητας, ακριβώς επειδή δεν αποτελούσε τμήμα του «εσώτερου κύκλου» του Χριστού.
Good-FridayΑλλά τι σημαίνει η ενανθρώπιση του Θεού με τη μορφή του Ιησού, δηλαδή η κάθοδός του από την αιωνιότητα στην πραγματικότητα; Μήπως είναι ο μοναδικός τρόπος για τον Θεό να κερδίσει την πλήρη πραγμάτωση και να απελευθερωθεί από τους ασφυκτικούς περιορισμούς της Αιωνιότητας; Κι αν ο Θεός αποκτά πραγματικότητα μόνο μέσω της ανθρώπινης αναγνώρισης, όπως έγραφε ο F.W.J. Schelling; Σε κάθε περίπτωση πάντως ο Ιούδας είναι ο ύστατος ήρωας της Καινής Διαθήκης, αυτός που είναι έτοιμος να χάσει την ψυχή του και να δεχτεί την αιώνια καταδίκη για να μπορέσει να εκπληρωθεί το θείο σχέδιο. Ακόμα κι όταν θρηνούσε για την επερχόμενη προδοσία, ο Χριστός υπόρρητα έδινε εντολή στον Ιούδα να τον προδώσει, απαιτώντας την θυσία όχι μόνο της πρώτης του, αλλά και της «δεύτερης» ζωή του, της μεταθανάτιας φήμης του. Η προδοσία ως έσχατο τεκμήριο αγάπης;
tIME jUDGEMENT DAYΣτο πλαίσιο της διακήρυξης του μη νοήματος των βασάνων του Ιώβ, ο Ζίζεκ επιμένει στον παραλληλισμό Ιώβ και Χριστού, στο ότι τα βάσανα του πρώτου ανακοινώνουν την Σταυρική Οδό, καθώς και του Χριστού τα βάσανα είναι άνευ νοήματος. Το «Πατέρα γιατί με εγκατέλειψες» δεν αποτελεί διαμαρτυρία προς έναν ιδιότροπο παντοδύναμο Θεό αλλά μια διαμαρτυρία προς έναν αδύναμο Θεό: σαν ένα παιδί που, έχοντας πιστέψει στη δύναμη του πατέρα του, ανακαλύπτει με φρίκη πως εκείνος δεν μπορεί να το βοηθήσει. Ουσιαστικά δηλαδή αποκαλύπτεται η απόλυτη ανικανότητα του Θεού. Ο Θεός δεν είναι ούτε δίκαιος ούτε άδικος, απλώς ανίκανος. Ο ίδιος ο Ιώβ είχε καταλάβει ξαφνικά ότι δεν ήταν αυτός, αλλά ο ίδιος ο Θεός που δοκιμαζόταν πραγματικά με τις συμφορές του. Ο Ιώβ προέβλεψε τα μελλοντικά βάσανα του ίδιου του Θεού!
mobile churchΥπό αυτή την έννοια, ο Χριστιανισμός είναι η θρησκεία της Αποκάλυψης: τα πάντα αποκαλύπτονται σε αυτόν. Κανένα αισχρό υπερεγωτικό συμπλήρωμα δεν συνοδεύει το δημόσιο κείμενο. Αν στις αρχαιοελληνικές και ρωμαϊκές θρησκείας το δημόσιο κείμενο πάντα συμπληρωνόταν από μυστικές τελετές μύησης και όργια, στον Χριστιανισμό δεν υπάρχει κανένα μυστικό από πίσω για να αποκαλυφθεί και ο Θεός δεν έχει καμία κρυφή δύναμη να αποκαλύψει.
Όπως πάντα ο Ζίζεκ χρησιμοποιεί δεweird church signκάδες αναφορές: σε βασικά έργα των Χέγκελ, Λακάν, Αγκάμπεν, Μπαντιού, Μπατάιγ, Μπλοχ, στα γραπτά του Τσε και στα διδάγματα του … Ζεν, στην λογοτεχνία των G.K. Chesterton, J. Le Carre, A. Huxley, H. Kureishi, M. Duras, C.S. Lewis, στον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών και στην Μελωδία της Ευτυχίας, σε ποιήματα όπως «Ο άλλος» της Sylvia Plath, σε ταινίες όπως η Περσόνα του Bergman ή το … Enigma. Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και όταν μοιάζει να επιθυμεί να βγάλει έξω απ’ τα ρούχα του κάθε θεοσεβούμενο ή θρησκόληπτο αναγνώστη, η γραφή του είναι έξυπνη και διασκεδαστική, ενίοτε χαοτική και αυθαίρετη, συχνά βαθιά φιλοσοφημένη και πάντα ερεθιστική.
street-art-murals-13Tι μένει τώρα σε άθρησκους και άθεους; Ίσως αυτό που ο Αλαίν Μπαντιού προσδιόρισε ως βασικό χαρακτηριστικό του εικοστού αιώνα: το πάθος για το Πραγματικό. Σε αντίθεση με τον δέκατο ένατο αιώνα των ουτοπικών εγχειρημάτων και ιδανικών και των σχεδίων για το μέλλον, ο εικοστός αιώνας στόχευε στο να προσφέρει το ίδιο το πράγμα, την άμεση πραγματοποίηση μιας νέας ζωής, ή όπως το έθεσε ο Φερνάντο Πεσσόα μην ποθείς να κατασκευάσεις στο χώρο / που φαίνεται ότι θα σου ανοιχτεί στο μέλλον / και που σου υπόσχεται κάποιου είδους αύριο. Πραγμάτωσε τον εαυτό σου σήμερα, μην καθυστερείς / Μόνο εσύ είσαι η δική σου ζωή.
Εκδ. Scripta, 2005, μτφ. Κώστας Περεζούς, επιμ. ΓιάννηςΣταυρακάκης, σελ. 259 [The Puppet and the Dwarf – The Perverse Core of Christianity, 2003].
Πρώτη δημοσίευση: mic.gr / Bιβλιοπανδοχείο, 152.

29 Ekim 2014 Çarşamba

Ν.Μουζέλης : Νεωτερικότητα και Θρησκευτικότητα ανδημοσιευση απο Εφημερίδα Συντακτών και Αριστερά και Πολιτική Θεολογία

Ν.Μουζέλης : Νεωτερικότητα και Θρησκευτικότητα








Στο τελευταίο του βιβλίο («Νεωτερικότητα και Θρησκευτικότητα: Εκκοσμίκευση, Φονταμενταλισμός, Ηθική». Εκδόσεις Πόλις) ο Νίκος Μουζέλης πραγματεύεται τις σχέσεις της θρησκείας με τις κοινωνικές δομές, τη μεταπολεμική εκκοσμίκευση, την επανάκαμψη της θρησκευτικότητας, αλλά και τον ηθικό σχετικισμό, στο φως της νεωτερικότητας.


•«Αν ο Θεός δεν υπάρχει, όλα επιτρέπονται» (Ντοστογιέφσκι). Σήμερα όμως βλέπουμε ότι στο όνομα του Θεού επιτρέπονται σχεδόν τα πάντα: βίαιος προσηλυτισμός, μαζικές δολοφονίες, επιθέσεις κατά των απίστων, είτε είναι αξιωματούχοι της εξουσίας είτε είναι απλοί πολίτες. Εναν τέτοιο βλοσυρό και εκδικητικό Θεό τον χρειαζόμαστε;
Σίγουρα δεν χρειαζόμαστε έναν «βλοσυρό και εκδικητικό Θεό». Αλλά το βιβλίο μου δεν έχει σχέση με αυτό το πρόβλημα. Εχει σχέση με τον τρόπο που οι κοινωνικές δομές της νεωτερικότητας, όπως π.χ. η αποδυνάμωση του παραδοσιακού τοπικισμού και η μαζική ένταξη του πληθυσμού στο έθνος-κράτος συνδέονται με συγκεκριμένες θρησκευτικές τάσεις εντός και εκτός των καθιερωμένων Εκκλησιών. Με άλλα λόγια, ο χαρακτήρας του κειμένου δεν έχει έναν κανονιστικό (τι πρέπει να γίνει) αλλά ένα διερευνητικό/αναλυτικό προσανατολισμό (τι ακριβώς γίνεται στον θρησκευτικό χώρο). Σε ό,τι αφορά τώρα τη συγκεκριμένη ερώτηση, η θρησκεία όπως και πολλοί άλλοι θεσμοί, έχει και αρνητικές και θετικές διαστάσεις. Στην πρώτη περίπτωση, ο φανατισμός, η γραφειοκρατικοποίηση της ιεραρχίας, η πολιτικοποίηση των θρησκευτικών ελίτ, ο βίαιος προσηλυτισμός κτλ. οδηγούν στη βαρβαρότητα. Από την Ιερά Εξέταση και τους θρησκευτικούς πολέμους της χριστιανοσύνης μέχρι το Ισλαμικό Χαλιφάτο σήμερα, υπάρχουν άπειρα παραδείγματα θρησκευτικής αγριότητας. Στη δεύτερη περίπτωση όμως η θρησκευτικότητα μπορεί να οδηγήσει στην ανάπτυξη της πνευματικότητας: δηλ. στην εσωτερικότητα, στο άνοιγμα προς τον εαυτό και τον άλλο, και στη συμπόνια προς τον ξένο, τον περιθωριοποιημένο. Μπορεί επίσης να έχει χειραφετικό προσανατολισμό όπως η θεολογία της επανάστασης στη Λατινική Αμερική. Τη βαρβαρότητα και την πνευματικότητα την βλέπουμε σε όλες τις μεγάλες θρησκευτικές παραδόσεις. Σε ό,τι αφορά τον φονταμενταλισμό/δογματισμό, τον βλέπουμε κυρίως στις μονοθεϊστικές θρησκείες που συχνά, η κάθε μια ξεχωριστά, υποστηρίζει πως κατέχει το μονοπώλιο της αλήθειας.

• Τι είδους διάλογο μπορείς να κάνεις με τους φονταμενταλιστές που θέλουν να επιβάλουν με τη βία την αντίληψή τους για τη ζωή;
Από τον τρόπο που τίθεται το ερώτημα έχω την εντύπωση πως θέλετε να σας απαντήσω αν η θρησκεία είναι καλό ή κακό πράγμα. Αν την χρειαζόμαστε πια στη σύγχρονη κοινωνία. Νομίζω πως αν διαβάσει κανείς προσεκτικά το βιβλίο μου θα αντιληφθεί πως κοιτάω τα θρησκευτικά φαινόμενα με έναν όσο γίνεται πιο αποστασιοποιημένο τρόπο (ακολουθώντας τη μεθοδολογία του Norbert Elias). Τα παραπάνω γίνονται πιο συγκεκριμένα αν αναφέρω μια βασική θέση του κειμένου. Στις προνεωτερικές κοινωνίες υπάρχει ένα χάσμα μεταξύ των θρησκευτικών ελίτ στο κέντρο και των λαϊκών στρωμάτων στην περιφέρεια, δηλ. στη μη κοινωνικά διαφοροποιημένη, παραδοσιακή κοινότητα. Στη νεωτερικότητα αυτό το χάσμα μειώνεται. Η εκκλησιαστική οργάνωση (όπως και οι κρατικοί μηχανισμοί) διεισδύουν την περιφέρεια και αμβλύνουν την αυτονομία της.

• Τι ακριβώς εννοείτε;
Ας πάρουμε σαν παράδειγμα τους έξι προσανατολισμούς προς το θείο που αναφέρω στο τελευταίο μέρος του βιβλίου μου: τον θεϊσμό (πίστη σε υπερβατική δύναμη που έχει δημιουργήσει τον κόσμο), τον θρησκευτικό συγκρητισμό (επιλογή από διάφορες θρησκευτικές παραδόσεις), τον θρησκευτικό ανθρωποκεντρισμό (το θείο υπάρχει μόνο μέσα μας), τον απαθεϊσμό (απάθεια), τον σχετικισμό (αδύνατο να ξέρουμε αν ο Θεός υπάρχει ή όχι) και τον αθεϊσμό. Και στις έξι περιπτώσεις, στη νεωτερικότητα το χάσμα μεταξύ κέντρου και περιφέρειας μικραίνει. Ετσι στον θεϊσμό βλέπουμε πώς στοιχεία από το πιο συγκροτημένο θεολογικό λόγο μιας ελίτ διαχέονται προς τα κάτω περιθωριοποιώντας σταδιακά τις «μαγικές ή παγανιστικές» δοξασίες της παραδοσιακής κοινότητας. Το ίδιο συμβαίνει και με τους υπόλοιπους προσανατολισμούς. Ετσι, για παράδειγμα, ο αγνωστικισμός και η αθεΐα δεν περιορίζονται πια σε κύκλους φιλοσόφων και μορφωμένων αριστοκρατών. Διαχέονται στη βάση της κοινωνίας. Ιδίως στην ύστερη νεωτερικότητα, στις μεγαλουπόλεις και όχι μόνο, μια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού δεν ενδιαφέρεται για τα θρησκευτικά πράγματα ή ασπάζεται τον αγνωστικισμό, ακόμη και τον αθεϊσμό. Κάτι τέτοιο ήταν σπάνιο στην προνεωτερτική κοινότητα.

• Τι συμπέρασμα βγάζουμε;
Από αυτή τη σκοπιά, η βασική θέση του βιβλίου είναι πως στην ύστερη παγκοσμιοποιημένη νεωτερικότητα όπου ο πολλαπλασιασμός των επιλογών σε όλους τους τομείς κυριαρχεί, και οι έξι προσανατολισμοί θα επιβιώσουν. Το βάρος τού καθενός θα αλλάζει βέβαια ανάλογα με τη συγκυρία. Ετσι μετά τη ραγδαία εκκοσμίκευση στην πρώιμη μεταπολεμική περίοδο στη Δύση, βλέπουμε την αναβίωση διαφόρων θρησκευτικοτήτων, κυρίως στον αγγλοσαξονικό χώρο. Δυστυχώς για τον μαχητικό αθεϊσμό τύπου Dawkins, ο «θάνατος του Θεού» ούτε ήρθε ούτε πρόκειται να έρθει στο εγγύς μέλλον. Οι κοινωνικές δομές της νεωτερικότητας είναι συμβατές και με τη θρησκευτική πίστη και με την απόρριψη αυτής της πίστης.

• Η θρησκεία, η όποια θρησκεία, πρέπει να είναι στις σύγχρονες ευρωπαϊκές κοινωνίες εκτός κριτικής, στο όνομα της πολυπολιτισμικότητας, της ανεκτικότητας απέναντι στο διαφορετικό και της προστασίας των ταυτοτήτων;
Με τη ραγδαία παγκοσμιοποίηση οι κοινωνίες και οι πολιτισμοί έρχονται όλο και πιο κοντά. Παρατηρούμε διασύνδεση και αλληλοδιείσδυση. Κυρίως οι δυτικές κοινωνίες έχουν χάσει την ομογενοποιημένη ταυτότητά τους. Εχουν γίνει ανεπιστρεπτί πολυπολιτισμικές. Σ’ αυτές τις κοινωνίες η βασική αρχή πρέπει να είναι όχι μόνο η ανοχή, αλλά και ο σεβασμός του πολιτισμικά Αλλου. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως όλα επιτρέπονται και πως οι θρησκευτικές δοξασίες και πρακτικές πρέπει να είναι «εκτός κριτικής». Οχι μόνο πρέπει να υπάρχει σοβαρή κριτική στον θρησκευτικό φονταμενταλισμό που συχνά αντιτίθεται στα ανθρώπινα δικαιώματα και στις δημοκρατικές αξίες, αλλά όταν αυτός οδηγεί στη βία, όπως ο τζιχαντισμός, δεν φτάνει μόνο η κριτική, χρειάζεται και η δυναμική πάταξη αυτής της βίας.

• Γίνεται πολύς λόγος, και δικαίως, για τους φονταμενταλιστές ισλαμιστές και την εγκληματική τους δράση. Ωστόσο, βλέπουμε ότι και στις ΗΠΑ η θρησκευτική Δεξιά καλλιεργεί τη μισαλλοδοξία, τον εξτρεμισμό και την αμφισβήτηση ακόμα και των πλέον θεμελιωδών κατακτήσεων της επιστήμης. Πώς βλέπετε τον ρόλο της στη διαμόρφωση της κοινωνικής συνείδησης;
Δεν χρειάζεται να τονίσω πως ο ρόλος της φονταμενταλιστικής Δεξιάς είναι αρνητικός. Προσηλυτίζει ανασφαλή άτομα που δυσκολεύονται να αντιμετωπίσουν τις πολλαπλές επιλογές που χαρακτηρίζουν την ύστερη νεωτερικότητα. Εχουν απόλυτη ανάγκη από ένα σταθερό κανονιστικό πλαίσιο όπου η αμφιβολία εξαφανίζεται και όπου υπάρχει απόλυτη σιγουριά στο τι πρέπει να πιστεύει και να κάνει κανείς στον βίο του. Τέτοιο σταθερό πλαίσιο παρατηρούμε στις προνεωτερικές κοινωνίες. Στη νεωτερικότητα, η σταθερότητα και η απόλυτη βεβαιότητα εξαφανίζονται. Το υποκείμενο καλείται να διαλέξει, να κατασκευάσει τη «δική του βιογραφία» (Giddens) – θρησκευτική ή κοσμική. Η προσήλωση σε μια παραδοσιακού τύπου σταθερότητα μπορεί να μειώνει το άγχος που η νεωτερικότητα δημιουργεί, αλλά συχνά οδηγεί στον φανατισμό, στη μισαλλοδοξία και στον σκοταδισμό. Ο χριστιανικός φονταμενταλισμός στις ΗΠΑ και αλλού είναι μεν ηπιότερος από τον τζιχαντισμό, αλλά σίγουρα οδηγεί σε έναν αυταρχισμό που υποσκάπτει τους δημοκρατικούς θεσμούς.

• Με αφορμή τις εξελίξεις στη Μ. Ανατολή, ορισμένοι διανοούμενοι και πολιτικοί επικαλούνται τον Σάμιουελ Χάντιγκτον και τη θεωρία του για τη σύγκρουση των πολιτισμών. Ποια είναι άποψή σας;


Η θεωρία του Χάντιγκτον περί σύγκρουσης πολιτισμών (παρόλο που στο βιβλίο μου δεν αναφέρομαι σ’ αυτό το θέμα) νομίζω πως είναι προβληματική. Υπεργενικεύει τις μελλοντικές εξελίξεις. Κατά τη γνώμη μου στο μέλλον θα έχουμε λιγότερο πολιτισμικές και περισσότερο γεωπολιτικές και οικονομικές συγκρούσεις και συνεργασίες μεταξύ τριών τύπου καπιταλισμού: α) τον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό, όπου ο βασικός παγκόσμιος παίκτης θα εξακολουθεί να είναι οι ΗΠΑ, β) τον αυταρχικό καπιταλισμό της νοτιοανατολικής Ασίας, με κύριο παίκτη την Κίνα, και γ) τον «σοσιαλφιλεύθερο» καπιταλισμό της δυτικής Ευρώπης. Σοσιαλφιλεύθερο με την έννοια πως συνδυάζει νεοφιλελεύθερα στοιχεία με σοσιαλδημοκρατικά. Αν η ΟΝΕ δεν διαλυθεί αλλά ενοποιηθεί, όχι μόνο στο επίπεδο της αγοράς αλλά και πολιτικοκοινωνικά, τότε μπορεί να καταστεί ένας τρίτος παγκόσμιος παίκτης. Σε αυτή την περίπτωση θα έχουμε ένα τριπολικό σύστημα διακυβέρνησης όπου οι βασικοί παίκτες θα συνδέονται και ανταγωνιστικά αλλά και συνεργατικά. Συνεργατικά σε περίπτωση όπου τα συμφέροντά τους θα είναι κοινά. Συμφέροντα όπως η πάταξη της παγκόσμιας εγκληματικότητας και τρομοκρατίας (θρησκευτικής ή κοσμικής), ο έλεγχος της ατομικής ενέργειας (που αν δεν γίνει πιο αποτελεσματικός μπορεί να δούμε την καταστροφή του πλανήτη), η αποφυγή κλιματολογικών καταστροφών μεγάλης εμβέλειας, η διαχείριση παγκόσμιων οικονομικών κρίσεων κτλ.