Το βράδυ της Πέμπτης 9 Νοεμβρίου 1989 τα διεθνή ειδησεογραφικά πρακτορεία διέκοψαν ξαφνικά τη συνήθη ροή ειδήσεων για να μεταδώσουν ένα διαβαθμισμένο ως «υπερεπείγον» ιστορικό τηλεγράφημα με μία και μοναδική φράση: «Ανοίγει το Τείχος του Βερολίνου». Τίποτε άλλο. Ηταν όμως αρκετό για να πάρουν αμέσως «φωτιά» τα γραφεία στη σύνταξη των εφημερίδων και των τηλεοπτικών καναλιών όλου του κόσμου. Δεν χρειάστηκε πολλή ώρα για να πληροφορηθεί ο πλανήτης τι συνέβαινε. Αρχιζε το γκρέμισμα του συμβόλου του μίσους το οποίο χώριζε στα δύο την άλλοτε κραταιά πρωτεύουσα της Γερμανίας, το Βερολίνο, το ανατολικό τμήμα του οποίου ήταν πρωτεύουσα της μισής χώρας, της σιδηρόφρακτης Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Σήμερα ακούγεται σαν αστείο, αλλά αυτοί που δεν γνώριζαν τι ακριβώς συνέβαινε ήταν αυτοί που βρίσκονταν ακριβώς επάνω στο Τείχος τις ιστορικές εκείνες στιγμές, όπως ο Χάραλντ Γέγκερ, αντισυνταγματάρχης της διαβόητης κομμουνιστικής μυστικής αστυνομίας Στάζι. Είκοσι χρόνια πέρασαν και τα μαλλιά του έχουν ασπρίσει, όμως ο κ. Γέγκερ θυμάται ακόμη κάθε στιγμή. Εκανε τη βάρδια του επάνω στην ατσαλένια γέφυρα της Μπορνχόλμερ Στράσε, εκεί όπου χωριζόταν με μια μπάρα ο ανατολικός από τον δυτικό τομέα. Ανατολικά, το Πρεντσλάουερ Μπεργκ, η κομμουνιστική συνοικία, στέκι καλλιτεχνών και διανοουμένων, με τις γκρίζες προσόψεις των κτιρίων σημαδεμένες ακόμη από τα θραύσματα των οβίδων του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Δυτικά, το Ράινικενντορφ, η συνοικία των καπιταλιστών, με τα περιποιημένα πολύχρωμα κτίρια. Μπροστά στη γέφυρα και στην μπάρα πλήθος αλαλάζον και ανυπόμονο βιαζόταν να περάσει από την καταχνιά στα χρώματα. Μεγάλο το δίλημμα για τον αντισυνταγματάρχη. Οι άνδρες του με μεγάλο κόπο συγκρατούσαν την αγριεμένη λαοθάλασσα. Δεν ήξερε τι να κάνει. Τα αλλεπάλληλα τηλεφωνήματα προς τους ανωτέρους του δεν τον είχαν διαφωτίσει. Να πυροβολήσει; Ούτε κατά διάνοια. Ως αξιωματικός της Στάζι ήξερε πολύ καλά και από μέσα ότι οι καιροί έχουν αλλάξει. Μόλις πριν από τέσσερις ημέρες, στη μεγάλη διαδήλωση στο Ανατολικό Βερολίνο, ο κόσμος φώναζε «Δημοκρατία» και η κυβέρνηση δεν είχε αντιδράσει. Ηξερε ότι ήδη από μήνες δεκάδες χιλιάδες Ανατολικογερμανοί είχαν περάσει ανεμπόδιστοι στη Δυτική Γερμανία μέσω Ουγγαρίας- τα σύνορα είχαν ήδη ανοίξει από εκεί και τίποτε δεν θα μπορούσε να συγκρατήσει το ποτάμι ενός φυλακισμένου λαού. Ηξερε επίσης ότι τα κατεσπαρμένα στην Ανατολική Ευρώπη σοβιετικά στρατεύματα είχαν εντολή να μην κάνουν ούτε βήμα έξω από τους στρατώνες τους: Ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ , άρχοντας του Κρεμλίνου από το 1985, είχε απαγορεύσει τη βία ως μέσον διαφύλαξης της τάξης στην αυτοκρατορία. Τ ο μόνο που δεν ήξερε, ήταν αυτό που έπρεπε να κάνει επάνω στη γέφυρα της Μπορνχόλμερ Στράσε εκείνες τις ώρες. Να ανοίξει την μπάρα ή να μην την ανοίξει; Σαφείς εντολές δεν είχε λάβει. Ζητούσε και δεν του έδιναν. Τελικά με δική του πρωτοβουλία την άνοιξε ελευθερώνοντας το πλήθος. Και τότε τον κυρίευσαν αμφιβολίες. Μήπως είχε προδώσει την πατρίδα του, εγκαταλείποντας το νευραλγικό πόστο του; Κάθιδρος και τρέμοντας για τις συνέπειες, ανέφερε το γεγονός στον διοικητή του. Και εκείνος, με φωνή άχρωμη, του απάντησε μονολεκτικά προτού κλείσει απότομα το τηλέφωνο: «Καλώς». Ιδια εικόνα επικρατούσε σε όλα τα φυλάκια κατά μήκος του Τείχους: Χάινριχ-Χάινε Στράσε, Ινβαλίντεν Στράσε, Τσεκπόιντ Τσάρλι. Και το ότι περνούσε ο κόσμος ανεμπόδιστα, υπό το βλοσυρό βλέμμα των αστυνομικών, οφείλεται σε μια φράση του κυβερνητικού-κομματικού εκπροσώπου, που έμεινε στην Ιστορία. Ολοι οι Βερολινέζοι παρακολουθούσαν τα γεγονότα καρφωμένοι στις τηλεοράσεις που μετέδιδαν σε συνεχή ροή. Κάποια στιγμή ο ιταλός δημοσιογράφος Ρικάρντο Χέρμαν του πρακτορείου ΑΝSΑ ρωτάει τον Γκύντερ Σαμπόφσκι , τον άνθρωπο του ανατολικογερμανού ηγέτη Εγκον Κρεντς, ο οποίος μόλις είχε διαδεχθεί τον Εριχ Χόνεκερ: «Από πότε θα είναι ελεύθερη η διέλευση;». Απάντηση: «Μα...από τώρα!». Με δυο λέξεις που ίσως και να του είχαν ξεφύγει, είχε δώσει το σύνθημα για τη μεγάλη φυγή προς τη Δύση. Ακολούθησε ντελίριο. Ηταν η αφετηρία για να γνωρίσουν από κοντά οι «Οσις» (ανατολικοί) τη ζωή των «Βέσις» (δυτικοί), αλλά και να μάθουν με το πέρασμα του χρόνου ότι παράδεισοι επί Γης δεν υπάρχουν.