αποσπασμα απο το : ''Ερωτας Θνητος -απωθημενος Θανατος ''
του Πετρου Θεοδωριδη
το δοκιμιο περιλαμβανεται στο
η απατηλή Υπόσχεση της αγάπης
Ο εαυτός είναι θνητός
. Η έννοια «χρόνος» είναι ούτως ή άλλως μια αφαίρεση:κανένα ζωντανό όν δεν υπάρχει μέσα στον απόλυτο χρόνο.
Και ,βέβαια ,οι άνθρωποι είναι θνητοί:« Και στο μεταξύ, ο χρόνος συνεχίζει το πανάρχαιο έργο του να κάνει τους πάντες να μοιάζουν, αλλά και να νιώθουν ,σαν σκατά ».
Κάποια αρχαία ελληνική παράδοση, που διηγείται ο Nietzsche, λέει πως, ο βασιλιάς Μίδας ,κάποτε ,κυνήγησε πολλή ώρα στο δασός το γερο Σειληνό, τον σύντροφο του Διόνυσου, χωρίς να μπορέσει να τον φτάσει. Όταν επιτέλους κατόρθωσε να τον πιάσει, ο βασιλιάς τον ερώτησε τι είναι για τον άνθρωπο το πιο επιθυμητό και πιο πολύτιμο αγαθό. Ακίνητος και πεισμωμένος ο δαίμων έμενε άφωνος, έως ότου, εξαναγκασμένος από τον νικητή του, ξέσπασε στα γέλια και άφησε να του ξεφύγουν αυτά τα λόγια :« φυλή άθλια κι εφήμερη , παιδί της τύχης και της οδύνης, γιατί με αναγκάζεις να σου αποκαλύψει πράγμα που θα ήταν καλύτερα για σένα να μη γνωρίσεις ποτέ; Ο,τι περισσότερο απ όλα πρέπει να επιθυμείς, σου είναι αδύνατον να τα αποκτήσεις: το καλύτερο για σένα είναι να μην έχεις ποτέ γεννηθεί , να μην υπάρχεις, να πέσεις στην ανυπαρξία. Ύστερα από αυτό ο,τι περισσότερο πρέπει να επιθυμείς, είναι να πεθάνεις το γρηγορότερο» Ο θάνατος ,όπως και η γέννηση , συμβαίνουν μόνο μια φορά; δεν υπάρχει τρόπος να μάθει κανείς «να το κάνει σωστά την επόμενη φορά» από ένα συμβάν που δεν πρόκειται να το ξαναζήσει
Λίγα πράγματα πλησιάζουν τόσο πολύ το θάνατο –λέει ο Ζ Μπαουμαν -όσο ο έρωτας: «Κανείς δεν μπορεί να μπει στον έρωτα ή στο θάνατο δυο φορές, είναι και οι δυο πιο μοναδικοί ακόμα και από τον ηρακλείτειο ρου. Είναι ,πράγματι, και κεφάλι και ουρά αποκλείουν και αγνοούν καθετί άλλο» .
Κάθε εμφάνιση του ενός από τους δυο είναι φαινόμενο μοναδικό και παντοτινό, ανεπίδεκτο, επανάληψης, ανάκλησης ή αναστολής. Κάθε εμφάνιση οφείλει να υφίσταται αφ εαυτής: γεννιέται για πρώτη φορά ή ξαναγεννιέται, όποτε συμβαίνει , ερχόμενη πάντα από το πουθενά, από το έρεβος μιας ανυπαρξίας χωρίς παρελθόν ή μέλλον.
Η ακινητοποίηση του χρόνουΚαθώς ξετυλίγεται ο χρόνος, το αναπόφευκτο των αλλαγών ,η πίεση των πάμπολλων ερεθισμάτων μας οδηγούν σε μια τάση σταματήματος του. Επιθυμούμε να σταματήσουμε τον χρόνο να τον ακινητοποιήσουμε, να τον εντάξουμε σε προκαθορισμένα σχήματα. Αναπολούμε, νοσταλγούμε και εκλαμβάνουμε το παρελθόν και το μέλλον ως πάγιες οντότητες, ακλόνητες, αδιαπέραστες από τον ρυθμό των μεταβολών.
Αυτή η τάση οντοποίησης του χρόνου, ως νοσταλγία του παρελθόντος ή ως θεοποίηση του μέλλοντος, ξεκινά από το φόβο της εξαφάνισης , του θανάτου. Όμως όπως μας προειδοποιεί ο Richard Rorty η έκφραση «φόβος της εξαφάνισης» δεν μας βοηθάει. Δεν υπάρχει φόβος της ανυπαρξίας σαν τέτοιος ,παρά μόνο φόβος μιας συγκεκριμένης απώλειας. «Θάνατος » και «ανυπαρξία» είναι όροι εξίσου ηχηροί και εξίσου κενοί. Το να λέμε πως μας φοβίζουν είναι το ίδιο αδέξιο όσο και η προσπάθεια του Επίκουρου να πει γιατί δεν θα έπρεπε να μας φοβίζουν.
Ο Επίκουρος έλεγε: «όταν μεν ημείς ωμεν, ο θάνατος ου πάρεστιν , όταν δε ο θάνατος παρη τοθ ημείς ουκ εσμέν »(όσο υπάρχουμε, ο θάνατος δεν είναι παρών κι ¨όταν πάλι είναι παρών, τότε εμείς δεν υπάρχουμε)
περνώντας από την μια κενότητα στην άλλη. Διότι η λέξη «ημείς» είναι το ίδιο κούφια με τη λέξη «θάνατος»Για να ξεδιαλύνει κανείς τέτοιες λέξεις ,πρέπει να συμπληρώσει όλες τις λεπτομέρειες που αφορούν το εν λόγω «ημείς» να ορίσει επακριβώς τι είναι εκείνο που θα πάψει να είναι , να κάνει τον φόβο του συγκεκριμένο »
Αντίθετα από ότι πίστευε ο Επίκουρος εμείς υπάρχουμε χάρη στο θάνατο.
Ο Θάνατος, ως περιρρέον τίποτε ,δίνει μορφή ,σχήμα και νόημα στη πεπερασμένη ζωή μας . Ο Θάνατος είναι παρών , εδώ ,τώρα τη στιγμή που ζούμε. Δεν βρίσκεται στο τέρμα της ζωής –όπως χαζοχαρούμενα υποθέτουμε αλλά παραμονεύει κάτω της ,ως το υπόστρωμα της ή το βάθρο της
Ο προσανατολισμός΄ προς τον θάνατο -έλεγε ο Μαξ Σελερ - υπονοείται ουσιωδώς από την εμπειρία κάθε ζωής,και βέβαια της δικής μας. Ο θάνατος ανήκει στη μορφή και στην υφή όπου κάθε ζωή, δική μας η ξένη, μας έχει δοθεί , και τούτο ένδοθεν όσο και έξωθεν . Είναι ένα πλαίσιο το οποίο δεν προστίθεται τυχαία στην εικόνα, χωρίς την οποία δεν θα υπήρχε η εικόνα μιας ζωής.« Ας σβήσουμε με τη σκέψη μιας όποια φάσεως της ζωής μας την ενορατική βεβαιότητα του θανάτου παρευθύς θα προέκυπτε μέσα στο μέλλον μια ριζικά διαφορετική στάση από την πραγματική μας στάση. Θα βλέπαμε τότε μπροστά μας την ίδια μας τη ζωή να εκτυλίσσεται σαν μια διαδικασία ατελεύτητη και εκ φύσεως ατέρμονη ΅λόγω της απουσίας προοπτικής μέσα στη σφαίρα αναμονής, κάθε μια από τις έμπειρες μας θα έπαιρνε άλλη όψη και κάθε συμπεριφορά μας θα ήταν διαφορετική από ότι είναι στη πραγματικότητα»
.
.Η αθανασίαΣτ¨ αλήθεια ,τι άλλο μπορεί να ήταν η αθανασία των θεών, πάρα εκείνη η αιώνια βαρεμάρα ,«η ήμερη λαχτάρα χωρίς συγκεκριμένο στόχο »όπως την περιέγραφε ο Σοπενχάουερ: Σύμφωνα με τον Κιρκεργκορ « Οι θεοί βαριόταν και γι¨ αυτό έφτιαξαν τα ανθρώπινα όντα.»
Η μονότονη πλήξη , μοιάζει συχνά επουράνια. Είναι, λες και το άπειρο ήρθε σε αυτό τον κόσμο από το υπερπέραν. Αλλά αυτό το άπειρο ,η μονοτονία ,διαφέρει από αυτό που περιγράφουν οι μυστικιστές:Όπως γράφει η Simon Weil: «Η μονοτονία είναι ταυτοχρόνως το πιο όμορφο και το πιο αποκρουστικό πράγμα που υπάρχει. Είναι το πιο όμορφο αν αντανακλά την αιωνιότητα και το πιο αποκρουστικό αν είναι ένδειξη κάτι ατέλειωτου και απαράλλακτου[...] Το σύμβολο της όμορφης μονοτονίας είναι ο κύκλος. Το σύμβολο της άσπλαχνης μονοτονίας είναι ο χτύπος του εκκρεμούς »
Στο διήγημα του Μπόρχες «ο Αθάνατος », ο Ιωσήφ Καρτάφιλος από τη Σμύρνη ,φτάνει στη Πολιτεία των Αθανάτων. Καθώς περιπλανιέται στο λαβυρινθώδες ανάκτορο, πού αποτελούσε τη πολιτεία, καταπλήσσεται από την εντύπωση μιας παλαιότητας που κόβει την ανάσα, και από την εντύπωση του ημιτελούς, το απροσδιόριστου, του απολύτως άνευ νοήματος. «Το πρώτο ,που μου έκανε εντύπωση-διηγείται ο Ιωσηφ Καρταφιλος - σ ¨εκείνο το απίστευτο μνημείο, ήταν η παλαιότητα του .Αισθάνθηκα ότι ήταν αρχαιότερο των ανθρώπων, αρχαιότερο της γης .Αυτή η πανηγυρική του παλαιότητα(παρόλο που , κατά κάποιο τρόπο , τρόμαζε το βλέμμα ) μου φάνηκε απολύτως ταιριαστή για έργο που έφτιαξαν αθάνατοι τεχνίτες. Στην αρχή με προφυλάξεις, ύστερα με αδιαφορία και στο τέλος με απόγνωση , περιπλανήθηκα στις κλίμακες και στα πλακόστρωτα του ανεξιχνίαστου ανακτόρου. … Αυτό το ανάκτορο είναι έργο των θεών, σκέφτηκα στην αρχή. Όταν εξερεύνησα το ακατοίκητο εσωτερικό του διόρθωσα την σκέψη μου:Οι θεοί που το έχτισαν έχουν πεθάνει . Όταν πρόσεξα τις παραδοξότητες του, αποφάνθηκα : Οι θεοί που το έχτισαν ήταν τρελοί »
Το ανάκτορο ήταν γεμάτο αδιέξοδους διαδρόμους: πανύψηλα απροσπέλαστα παράθυρα, φανταχτερές πόρτες που έβγαζαν σε ένα κελί ή ένα πηγάδι, απίστευτες ανάστροφες σκάλες ή κρεμαστές στο πλάι ενός μνημειώδους τοίχου που δεν κατέληγαν πουθενά. Στο ανάκτορο που το έχτισαν αθάνατοι, τίποτε δεν είχε νόημα , τίποτε δεν υπηρετούσε κάποιο σκοπό. Επρόκειτο για μια πολιτεία όχι των οποιωνδήποτε αθανάτων αλλά κάποιων που γνώρισαν την εμπειρία του να είναι θνητοί, διδάχθηκαν δεξιότητες που αντιστοιχούσαν με μια τέτοια εμπειρία και μετά ,κατά κάποιο τρόπο, απέκτησαν την αθανασία. Εκείνη την στιγμή, ένιωθαν ακόμη την ανάγκη να εκφράσουν την συνταρακτική ανακάλυψη ότι όλα όσα είχαν μάθει έγιναν ξαφνικά άχρηστα και εντελώς κενά νοήματος .Τώρα όμως είχαν εγκαταλείψει ακόμη και τα ανάκτορο που έχτισαν την στιγμή της ανακάλυψης , και ο Ιωσήφ τους βρήκε μέσα σε αβαθή πηγάδια στην άμμο :«από εκείνες τις άθλιες τρύπες ξεπρόβαλλαν κάτι άνθρωποι γυμνοί , με γκρίζο δέρμα , με ατημέλητες γενειάδες.δεν μιλούσαν και καταβρόχθιζαν φίδια »
Τα συμπεράσματα είναι διαυγή:τα πάντα στην ανθρώπινη ζωή έχουν σημασία, επειδή οι άνθρωποι είναι θνητοί και το ξέρουν. Όσα κάνουν οι θνητοί άνθρωποι ,έχουν νόημα ,εξαιτίας αυτής της επίγνωσης. Αν νικιόταν κάποτε ο θάνατος, δεν θα είχαν πια νόημα όλα αυτά, που με τόσο μόχθο συνέθεσαν οι άνθρωποι ,προκειμένου να ενσταλάξουν κάποιο σκοπό στην τόσο σύντομη ζωή τους. Ο ανθρώπινος πολιτισμός –«συνελήφθη στον τόπο της τραγικής κι ωστόσο αποφασιστικής συνάντησης, ανάμεσα στην πεπερασμένη έκταση της σωματικής ανθρώπινης ύπαρξης και στην απεραντοσύνη της ανθρώπινης πνευματικής ζωής» Το μηδέν ,το κενό ,ο θάνατος ,είναι συστατική διάρθρωση του υπάρχοντος Ζούμε μόνο μια φορά. Το όριο το μηδενός ,(ή του θανάτου) ,την περιορίζει και ορίζει την πεπερασμένη μοναδική ζωή μας:όπως το κενό στο κέντρο ενός δακτυλιδιού ,συγκροτεί και το ίδιο το δαχτυλίδι.
Ο Richard Rorty εννοεί τον εαυτό ως μια «ιδιοσυγκρασιακή «φορτωτική» ως ατομική αίσθηση όλων των δυνατών και σημαντικών πραγμάτων. Αυτό είναι που κάνει το εγώ διαφορετικό από όλα τα άλλα εγώ.»
O Rorty θεωρεί επίσης τον εαυτό ένα «τυφλό αποτύπωμα»(σύμφωνα με τον ποιητή Φίλιπ Λάρκιν που έγραφε «Μονάχα με τον καιρό /μισοαναγνωρίζουμε το τυφλό αποτύπωμα /που φέρουν όλες μας οι συμπεριφορές»[….]« Μα κι αν ομολογήσουμε,/ εκείνο το άωρο απόγευμα που αρχίζει ο θάνατος μας ,/τι ακριβώς ήταν ,μικρή παρηγοριά,/ Γιατί αφορούσε μόνο έναν άνθρωπο μια φορά, Και τούτον στο κατώφλι του θανάτου
Και τι απομένει από τον εαυτό στο κατώφλι του θανάτου; «Όταν το τέλος πλησιάζει ,έγραψε ο Καρτάφιλος στο Διηγημα του Μπόρχες , δεν μένουν πια αναμνήσεις εικόνων μένουν μόνο λέξεις. Λέξεις ,δάνειες και ακρωτηριασμένες λέξεις, λέξεις άλλων, να ποια ήταν η ισχνή ελεημοσύνη που του άφησαν οι ώρες και οι αιώνες »
....