1.ΑΦΙΕΡΩΜΑ/ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΝΔΥΛΗΣ
«Υπάρχει µια βαθιά αµφισηµία σχετικά µε το νόηµα που ο Κονδύλης αποδίδει στην «ισχύ» αξιών όπως ελευθερία, ισότητα, αλληλεγγύη, αξιοπρέπεια (…) Η «ισχύς» των αξιών, όπως και των κοσµοεικόνων, είναι ζήτηµα δύναµης εκείνων που θα επιβάλλουν τη δική τους εκδοχή γύρω από τις αξίες αυτές ή άλλες (…) Οπότε ως δίκαιη ενδέχεται να κριθεί ακόµη και η σταθερή πολιτική περιφρόνηση της αξιοπρέπειας των εξουσιαζοµένων, εάν αυτό συµφέρει στην αξίωση κυριαρχίας των κρατούντων! Από λόγους του Λόγου (Vernunft), λοιπόν, επιλέγουµε να µη συνταχθούµε µε τον Π. Κονδύλη
Του Κώστα Σταμάτη*
Το βιβλίο του Παναγιώτη Κονδύλη, «Περί Αξιοπρέπειας» (εκδ. Ινδικτος, 2002), εκδόθηκε μετά τον θάνατο του ευφυούς στοχαστή. Το δοκίμιο φέρει όλα τα πάγια γνωρίσματα της σκέψης του. Προβαίνει σε ενδελεχή κατόπτευση της έννοιας της αξιοπρέπειας (dignitas) στην ιστορία των ιδεών, ήδη από την Αρχαία Ρώμη μέχρι τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό και την εποχή μας. Παρακολουθεί προσεκτικά τις ιστορικο-κοινωνικές διακυμάνσεις της έννοιας, όπως αυτές διαπλέκονται με αλληλοσυγκρουόμενες αξιώσεις ισχύος, κάνοντας οξυδερκείς συσχετίσεις με τις μεταβαλλόμενες συγκυρίες εκφοράς τους.
Συγχρόνως, όμως, σ’ αυτό το γοητευτικό οδοιπορικό ξεδιπλώνεται και ο αποφασιοκρατικός νατουραλισμός του συγγραφέα, με επίκεντρο τη σημασία της αξιοπρέπειας. Το πόρισμά του είναι εξαιρετικά εύγλωττο, αλλά και αναμενόμενο για όποιον έχει εξοικειωθεί κάπως με τη σκέψη του Κονδύλη.
Το βιβλίο κλείνει ως εξής: «Παρά ταύτα η καθολική αναγνώριση της αξιοπρέπειας του ανθρώπου δεν κατάφερε να αποκτήσει σημαντική πρακτική δεσμευτικότητα. Δεν διίστανται μόνον οι απόψεις σχετικά με το περιεχόμενό της […], αλλά την επικαλούνται, στον ίδιο βαθμό, κοινωνικοπολιτικά συστήματα που βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση μεταξύ τους. Λόγω αυτής της πολλαπλής και αντιφατικής φιλοσοφικής και πολιτικής χρήσης της, η έκφραση “ανθρώπινη αξιοπρέπεια” έχει γίνει ένας κενός τόπος μεταξύ πολλών άλλων» (σ. 82).
Λίγες σελίδες νωρίτερα, μεταξύ άλλων, είχε υπομνησθεί η καταφορά του Νίτσε εναντίον της «αξιοπρέπειας του ανθρώπου». Εκφράσεις όπως αυτή εξελήφθησαν από τον Νίτσε ως καθησυχαστική ψευδαίσθηση του αστικού πολιτισμού. Αυτός ο πολιτισμός, όμως, σύμφωνα με το ερμηνευτικό σχόλιο του Κονδύλη, «ιδεολογικά στηρίζεται σε μια αισιόδοξη θεώρηση της ζωής, ενώ δεν θέλει να αντιληφθεί ότι χρειάζεται μια κατάσταση δουλείας, για να μπορέσει να υπάρξει μακροπρόθεσμα» (σ. 77).
Θα ήταν ίσως βεβιασμένο να ταυτισθεί η συγκεκριμένη οπτική γωνία του Νίτσε με εκείνη του Κονδύλη, μολονότι τις συνδέει αναμφίβολα μια έκδηλη εκλεκτική συγγένεια. Ο Κονδύλης ομιλεί εδώ –όπως πάντα, άλλωστε– ως εξωτερικός παρατηρητής της ιστορίας των ιδεών και του κοινωνικού κόσμου. Δεν λαμβάνει θέση επί του περιεχομένου των ιδεών και των επιχειρημάτων που ανταλλάσσουν διαφορετικές εμπλεκόμενες θεωρήσεις, παρότι φροντίζει να τις εκθέτει με επιμέλεια.
Ωστόσο, από εδώ ξεπηδά μια σειρά ζωηρών ενστάσεων ως προς τη φιλοσοφική διόπτρα μέσα από την οποία ο Κονδύλης προσεγγίζει οτιδήποτε. Η αποτίμηση των αλληλοσυγκρουόμενων θέσεων δεν γίνεται από αυτόν με κριτήρια εσωτερικά στο οικείο πεδίο. Λόγου χάριν, η εξέταση της «αξιοπρέπειας» από τον συγγραφέα δεν διενεργείται στο ηθικοπρακτικό πεδίο και μάλιστα με πρόθεση εποικοδομητική ως προς τη δικαιολόγηση της όποιας αξίας της. Γίνεται κάτω από εντελώς διαφορετικό πρίσμα, εξωτερικό ως προς το συζητούμενο ζήτημα, ως κριτική ιδεολογιών. Ο Κονδύλης εστιάζει εσκεμμένως στο θέμα ποιες είναι οι χρήσεις που οι άνθρωποι κάνουν γύρω από την ιδέα αυτή και τι επικαλούνται προς τούτο. Τον ενδιαφέρει πώς λειτουργούν αυτές σε αναφορά με αντιτιθέμενες σκοπιές που ενεργοποιεί η θέληση ατόμων και κοινωνικών ομάδων.
Για τον Κονδύλη η «αξιοπρέπεια του ανθρώπου» είναι ακόμη μια αξία, που είναι αδύνατον να δικαιολογηθεί αντικειμενικά. Ποιο είναι το νόημά της είναι καθαρώς θέμα υποκειμενικής βούλησης (απόφασης). Οπότε είναι ανέφικτο αυτή να προσκτήσει καθολική δεσμευτικότητα. Διότι, κατά τον Κονδύλη, οι διαμάχες περί της «αξιοπρέπειας» σε τελική ανάλυση υποδηλώνουν ασυμφιλίωτες εκλογικεύσεις («κοσμοεικόνες»), διαμεσολαβημένες από προθέσεις κατίσχυσης έναντι αντίπαλων θεωρήσεων.
Η αντίρρηση σ’ αυτό είναι ότι η διεκδίκηση αξιοπρέπειας για τα μέλη του ανθρώπινου γένους εν όλω καταντά έτσι εξίσου αδιάφορη με τη συστηματική καταπάτησή της. Εάν δεν υπάρχει κάποια δεσμευτική δίοδος, ώστε να ξεχωρίζουμε ηθικοπολιτικά το αξιοπρεπές από το αναξιοπρεπές, τότε αυτό που βαραίνει είναι το εκάστοτε ισχυρότερο συμφέρον περί αυτών. Εάν η δουλεία ή η εκμετάλλευση εμπεδώνεται από κάποια ιθύνουσα τάξη, ουδέν το εξ αντικειμένου αναξιοπρεπές εμφιλοχωρεί στην κατάσταση αυτή. Το μόνο που απομένει στους κυριαρχουμένους είναι να αντιτάξουν εν καιρώ δύναμη αντενεργό απέναντι στους καταπιεστές τους.
Ωστόσο, η φιλοσοφική στάση του Κονδύλη δεν είναι απλώς σχετικιστική. Προδίδει έναν πραξεολογικό μηδενισμό τόσο ως προς τη γνώση του κόσμου όσο και ως προς τη δράση μέσα σ’ αυτόν. Τι είναι αληθές ή αναληθές, ηθικά ορθό ή ανήθικο, δεν μπορεί να απαντηθεί με ασφάλεια ή έστω με εύλογο τρόπο. Θεωρείται ότι η γνωστική αλήθεια και η ηθική ορθότητα αποτελούν επινοήσεις των ανθρώπων λίγο-πολύ σύμμορφες με τη ζωική ενέργεια για αυτοσυντήρηση και για επιβολή επί των άλλων. Ο γνωσιοθεωρητικός σκεπτικισμός συμπλέει συνεπώς με ηθικοπρακτικό μηδενισμό. Αλλά, εάν η ηθική πράξη και η πολιτική δράση είναι ανεπίδεκτες ορθολογικής δικαιολόγησης, τότε η ηθική συμπεριφορά και η πολιτική πραγματικότητα καταντούν ανεπίδεκτες οποιουδήποτε εξορθολογισμού.
Υπάρχει μια βαθιά αμφισημία σχετικά με το νόημα που ο Κονδύλης αποδίδει στην «ισχύ» αξιών όπως ελευθερία, ισότητα, αλληλεγγύη, αξιοπρέπεια. Το νόημα της ισχύος τους δεν συνίσταται σε εγκυρότητα (Geltung) διυποκειμενικά δεσμευτική βάσει καθολικεύσιμων αρχών του πράττειν. Αναφέρεται σε κάτι αλλότριο προς αυτή. Δηλαδή στη δυνατότητα επιμέρους ισχυρισμοί των ανθρώπων ως προς τις παραπάνω αξίες να επικρατήσουν έναντι των άλλων (Macht), όσων εχθρεύονται. Με άλλα λόγια, η ισχύς τέτοιων αξιών δεν μπορεί να αφορά τη δυνατότητά τους να γίνονται αποδεκτές μετά λόγου γνώσεως. Για τον ανορθολογισμό του Κονδύλη παρόμοια εγκυρότητα ανθρωπολογικά είναι παντελώς αδύνατον να στοιχειοθετηθεί ορθολογικά.
Η «ισχύς» των αξιών, όπως και των κοσμοεικόνων, είναι ζήτημα δύναμης εκείνων που θα επιβάλλουν τη δική τους εκδοχή γύρω από τις αξίες αυτές ή άλλες. Ποια είναι η πολιτική απόληξη αυτής της «περιγραφικής θεωρίας της απόφασης»; Σε έναν κόσμο που –υποτίθεται ότι– μετεωρίζεται αενάως ανάμεσα σε πλάνη και εξαπάτηση, το δίκαιο δεν μπορεί να είναι κάτι άλλο από το του κρείττονος συμφέρον ή έστω υπολογιστικός συμβιβασμός. Οπότε ως δίκαιη ενδέχεται να κριθεί ακόμη και η σταθερή πολιτική περιφρόνηση της αξιοπρέπειας των εξουσιαζομένων, εάν αυτό συμφέρει στην αξίωση κυριαρχίας των κρατούντων! Από λόγους του Λόγου (Vernunft), λοιπόν, επιλέγουμε να μη συνταχθούμε με τον Π. Κονδύλη.
…………………………………………….
*Καθηγητής Φιλοσοφίας του Δικαίου στο Τμήμα Νομικής του ΑΠΘ |