''Το 1204 η Βυζαντινή αυτοκρατορία κατακτήθηκε από δυτικά στρατεύματα της Τέταρτης Σταυροφορίας, ένα συνασπισμό δυνάμεων που συγκροτήθηκε με πρόσχημα την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων. Το γεγονός υπήρξε κοσμοϊστορικό για τους υπηκόους της Αυτοκρατορίας και άλλαξε δραματικά την εικόνα που είχαν για το κράτος και για τους εαυτούς τους.
Από πολλούς σύγχρονους ιστορικούς υποστηρίζεται ότι στα χρόνια της φραγκοκρατίας δόθηκε το έναυσμα για τη διαμόρφωση ενός ελληνικού πρωτοεθνικισμού που έμελλε, αιώνες μετά, να οδηγήσει στη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους.
Με εργαλείο την θεωρία του εθνισμού, μια σχετικά πρόσφατη θεωρία για τον προνεωτερικό κόσμο, το βιβλίο της Gill Page έρχεται να καταρρίψει τις εθνικιστικές ερμηνείες του παρελθόντος και να αποσαφηνίσει ότι ο εθνισμός και οι εθνοτικές ταυτότητες δεν είναι οι προνεωτερικές μορφές του σύγχρονου εθνικισμού, παρ' όλες τις τυχόν ομοιότητες.
Μια συστηματική ανάλυση των ελληνικών έργων της περιόδου, που προέρχονται και από τα δύο άκρα του κοινωνικού φάσματος, αποκαλύπτει τις νοοτροπίες και ιδεολογίες, και αναδεικνύει άγνωστες πτυχές του ύστερου Μεσαίωνα, εστιάζοντας ιδιαίτερα στις εθνοτικές ταυτότητες των Ελλήνων της εποχής εκείνης και στις σχέσεις τους με τους δυτικούς κατακτητές...'''
Από πολλούς σύγχρονους ιστορικούς υποστηρίζεται ότι στα χρόνια της φραγκοκρατίας δόθηκε το έναυσμα για τη διαμόρφωση ενός ελληνικού πρωτοεθνικισμού που έμελλε, αιώνες μετά, να οδηγήσει στη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους.
Με εργαλείο την θεωρία του εθνισμού, μια σχετικά πρόσφατη θεωρία για τον προνεωτερικό κόσμο, το βιβλίο της Gill Page έρχεται να καταρρίψει τις εθνικιστικές ερμηνείες του παρελθόντος και να αποσαφηνίσει ότι ο εθνισμός και οι εθνοτικές ταυτότητες δεν είναι οι προνεωτερικές μορφές του σύγχρονου εθνικισμού, παρ' όλες τις τυχόν ομοιότητες.
Μια συστηματική ανάλυση των ελληνικών έργων της περιόδου, που προέρχονται και από τα δύο άκρα του κοινωνικού φάσματος, αποκαλύπτει τις νοοτροπίες και ιδεολογίες, και αναδεικνύει άγνωστες πτυχές του ύστερου Μεσαίωνα, εστιάζοντας ιδιαίτερα στις εθνοτικές ταυτότητες των Ελλήνων της εποχής εκείνης και στις σχέσεις τους με τους δυτικούς κατακτητές...'''
αποσπασμα :
Η πολιτικη ρωμαϊκη ταυτοτητα τον 14ο αιωνα
Παλιά, στις μέρες των Κομνηνών, όπως έδειξε ο Χωνιάτης, η πολιτική ρωμαϊκή ταυτότητα εν πολλοίς συνέπιπτε με την εθνοτική. Ρωμαίοι ήταν όσοι ζούσαν εντός των ορίων της αυτοκρατορίας –πραγματικών ή ιδεατών– και αποδέχονταν την ιδέα της εξουσίας του βασιλέως που έδρευε στην Κωνσταντινούπολη. Επιπλέον, η καταγωγή μετρούσε πάρα πολύ, καθώς η ταυτότητα περνούσε από γενιά σε γενιά: οι Ρωμαίοι ανήκαν σε οικογένειες των οποίων οι πρόγονοι ήταν πολιτικώς Ρωμαίοι, και προσδοκούσαν ότι οι απόγονοί τους στο μέλλον θα ήταν επίσης κατά την ίδια έννοια Ρωμαίοι. Έτσι, η πολιτική ταυτότητα ήταν επίσης και εθνοτική ταυτότητα. Υπήρχαν συγκεκριμένα εθνοτικά γνωρίσματα τούτης της κληρονομικής ταυτότητας τα οποία αναδείχθηκαν, πιο έντονα από ποτέ, στην αφήγηση του Χωνιάτη, της περιόδου αμέσως μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204 – αφήγηση που πρόβαλλε τουλάχιστον τη δυνατότητα μιας εθνοτικής ρωμαϊκής ταυτότητας ανεξάρτητης από την όποια αφοσίωση στην ιδέα της αυτοκρατορίας.
Τον 13ο αιώνα υπήρχαν σημάδια ότι η πολιτική ρωμαϊκή ταυτότητα διαχωριζόταν όλο και περισσότερο. Ο Ακροπολίτης ήθελε να την περιορίσει μόνο σε όσους παρέμεναν πιστοί στην αυτοκρατορία (ή τουλάχιστον στο κράτος της Νίκαιας). Όμως το περιεχόμενο της αφήγησής του συχνά τον υποχρέωνε να αναγνωρίζει την ύπαρξη Ρωμαίων εκτός της όποιας ρωμαϊκής επικράτειας. Η πολιτική ταυτότητα σ’ αυτές τις περιπτώσεις δεν απουσιάζει εντελώς: οι Ρωμαίοι που ζούσαν υπό την εξουσία των Λατίνων στην Πελοπόννησο μπορούσαν να αποκαλούνται Ρωμαίοι, διότι ιστορικά υπήρξαν υπήκοοι της αυτοκρατορίας (ιδού η διαγενεακή παράμετρος της πολιτικής ταυτότητας). Είναι όμως ελάσσονος σημασίας εδώ, αναμφίβολα έχει υποβαθμιστεί σε δευτερεύον στοιχείο της εθνοτικής ταυτότητας.
Ο Παχυμέρης ήταν πιο πρόθυμος από τον Ακροπολίτη να αποδεχτεί την ύπαρξη Ρωμαίων εκτός των συνόρων της αυτοκρατορίας, δηλαδή μια εθνοτική ταυτότητα με ελάχιστο πολιτικό περιεχόμενο, αν και ο τρόπος που ονοματίζει κάποιες ομάδες φανερώνει ότι παραμένει γι’ αυτόν θεμελιακού χαρακτήρα η πίστη στην ιδέα της αυτοκρατορίας. Η πολιτική ρωμαϊκότητα είναι άκρως σημαντική για τον Παχυμέρη· είναι προφανές ότι πιστεύει πως η εθνοτική ταυτότητα (η οποία εκδηλώνεται μέσω διαφόρων δεικτών) θα πρέπει να συμπίπτει με την πολιτική νομιμοφροσύνη στο ρωμαϊκό κράτος. Για τον Παχυμέρη προέχει η ταυτότητα που αποκτά κάποιος εκ γενετής: αν έχεις γεννηθεί Ρωμαίος θα παραμείνεις τέτοιος, άσχετα τι άλλο θα προκύψει. Ορισμένοι άνθρωποι, όπως οι Πελοποννήσιοι του Ακροπολίτη και οι φιλο-καταλανοί του Παχυμέρη, προσδιορίζονται ως Ρωμαίοι ακόμη κι όταν η μόνη τους σχέση με την πολιτική ρωμαϊκότητα είναι ιστορική – μια πτυχή της ταυτότητας που απόκτησαν από γεννησιμιού τους.
Για τους Ακροπολίτη και Παχυμέρη λοιπόν, η πολιτική ταυτότητα παρέμενε πολύ ισχυρή (έστω κι αν, υπό την πίεση των γεγονότων και καταστάσεων, και οι δύο υποχρεώθηκαν ν’ αναγνωρίσουν την ύπαρξη Ρωμαίων που δεν είχαν καμία πίστη στην αυτοκρατορία), και πάντα εμφιλοχωρούσε στις περιγραφές των εθνοτικά Ρωμαίων. Σε αρκετές περιπτώσεις είχαν την αξίωση να καθορίζεται η πολιτική ταυτότητα από την εθνοτική, θεωρώντας την πίστη στην ιδέα της αυτοκρατορίας ως ένα φυσικό συστατικό της ρωμαϊκότητας. Όμως τα πράγματα δεν ήταν πάντα έτσι, και οι πραγματικότητες τις οποίες περιέγραφαν δεν συμβιβάζονταν με το μοντέλο ρωμαϊκότητας που προέκριναν.
Στους ιστορικούς του 14ου αιώνα, Γρηγορά και στον Καντακουζηνό, η πολιτική ταυτότητα και η εθνοτική διαχωρίζονται ακόμη περισσότερο: είναι φανερό πως η πολιτική ταυτότητα είναι σε μεγάλο βαθμό ξέχωρη από την εθνοτική· είναι μια συλλογική έκφραση του κράτους και πολύ λιγότερο ένας από τους πολλούς εθνοτικούς δείκτες που συνιστούν τη ρωμαϊκότητα του κάθε ατόμου.
Διόλου παράξενο το ότι η πολιτική ρωμαϊκή ταυτότητα –η κυρίαρχη ιδεολογία της αυτοκρατορίας και θεμελιακή έκφανση της ρωμαϊκότητας στους ιστορικούς του 13ου αιώνα– συνέχιζε να κυριαρχεί και τον 14ο αιώνα, παρά τις πασίδηλες μεταπτώσεις και τα οδυνηρά σκαμπανεβάσματα. Από αυτό το πλαίσιο ήταν αδύνατο να ξεφύγουν οι μορφωμένοι Βυζαντινορωμαίοι που προβληματίζονταν για τους εαυτούς τους και την αυτοκρατορία. Έτσι, για τον Γρηγορά και τον Καντακουζηνό η έννοια της ρωμαϊκής ταυτότητας είναι κατά κύριο λόγο πολιτική και συλλογική. Όπως οι προκάτοχοί τους, οι δύο συγγραφείς χρησιμοποιούν κατ’ επανάληψη τον τύπο της γενικής [βλ. σελ. 68] σχεδόν πάντα με σαφώς πολιτικό περιεχόμενο (βλ. Παράρτημα Ι, σελ. 349-50, 351-2). Και στους δύο συγγραφείς, η χρήση του τύπου της γενικής υπογραμμίζει τη θεμελιακή έννοια των Ῥωμαίων ως μίας συλλογικότητας που αποτελεί το κράτος και υπερβαίνει την υλική του υπόσταση για να συμβολίσει την ιδέα της αυτοκρατορίας. Τούτη η έννοια, όπως έχουμε δει, οικεία στους συγγραφείς του 13ου αιώνα που πραγματευτήκαμε, είχε προϊστορία πολλών αιώνων.
......................................................................................
.....................................................................................................................................................
Από τη χρήση του τύπου της γενικής (τῶν Ῥωμαίων), λοιπόν, είναι σαφές ότι οι Γρηγοράς και Καντακουζηνός δίνουν έμφαση στο πολιτικό περιεχόμενο της ρωμαϊκής ταυτότητας – και πολύ περισσότερο ο Καντακουζηνός. Η χρήση του απλού τύπου επιβεβαιώνει τα παραπάνω. Στον Γρηγορά, στις περισσότερες περιπτώσεις ο απλός τύπος έχει σαφές πολιτικό περιεχόμενο, τα συμφραζόμενα είναι αμιγώς πολιτικά, και γι’ άλλη μια φορά αφορούν στην αυτοκρατορία και τους αντιπάλους ή συμμάχους της, τον έλεγχο που ασκεί, την αφοσίωση σ’ αυτήν, στις τύχες της, ευνοϊκές ή κακές. Ο Καντακουζηνός χρησιμοποιεί τον απλό τύπο πολύ πιο συχνά, και τις περισσότερες φορές τα συμφραζόμενα είναι πολιτικά, τουτέστιν, οι Ῥωμαῖοι του είναι μία συλλογικότητα, ένα πολιτικό σώμα που κάνει πόλεμο, συνθήκες ειρήνης ή συμμαχίες, του οφείλουν νομιμοφροσύνη διάφορες περιοχές ή πόλεις, τα πάει καλά ή άσχημα και οφείλει πίστη και αφοσίωση στον αυτοκράτορα.
Εν ολίγοις, για τον Καντακουζηνό, όπως και για τον Γρηγορά, πρωταρχική έκφανση της ρωμαϊκής ταυτότητας είναι το γεγονός''
Παλιά, στις μέρες των Κομνηνών, όπως έδειξε ο Χωνιάτης, η πολιτική ρωμαϊκή ταυτότητα εν πολλοίς συνέπιπτε με την εθνοτική. Ρωμαίοι ήταν όσοι ζούσαν εντός των ορίων της αυτοκρατορίας –πραγματικών ή ιδεατών– και αποδέχονταν την ιδέα της εξουσίας του βασιλέως που έδρευε στην Κωνσταντινούπολη. Επιπλέον, η καταγωγή μετρούσε πάρα πολύ, καθώς η ταυτότητα περνούσε από γενιά σε γενιά: οι Ρωμαίοι ανήκαν σε οικογένειες των οποίων οι πρόγονοι ήταν πολιτικώς Ρωμαίοι, και προσδοκούσαν ότι οι απόγονοί τους στο μέλλον θα ήταν επίσης κατά την ίδια έννοια Ρωμαίοι. Έτσι, η πολιτική ταυτότητα ήταν επίσης και εθνοτική ταυτότητα. Υπήρχαν συγκεκριμένα εθνοτικά γνωρίσματα τούτης της κληρονομικής ταυτότητας τα οποία αναδείχθηκαν, πιο έντονα από ποτέ, στην αφήγηση του Χωνιάτη, της περιόδου αμέσως μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204 – αφήγηση που πρόβαλλε τουλάχιστον τη δυνατότητα μιας εθνοτικής ρωμαϊκής ταυτότητας ανεξάρτητης από την όποια αφοσίωση στην ιδέα της αυτοκρατορίας.
Τον 13ο αιώνα υπήρχαν σημάδια ότι η πολιτική ρωμαϊκή ταυτότητα διαχωριζόταν όλο και περισσότερο. Ο Ακροπολίτης ήθελε να την περιορίσει μόνο σε όσους παρέμεναν πιστοί στην αυτοκρατορία (ή τουλάχιστον στο κράτος της Νίκαιας). Όμως το περιεχόμενο της αφήγησής του συχνά τον υποχρέωνε να αναγνωρίζει την ύπαρξη Ρωμαίων εκτός της όποιας ρωμαϊκής επικράτειας. Η πολιτική ταυτότητα σ’ αυτές τις περιπτώσεις δεν απουσιάζει εντελώς: οι Ρωμαίοι που ζούσαν υπό την εξουσία των Λατίνων στην Πελοπόννησο μπορούσαν να αποκαλούνται Ρωμαίοι, διότι ιστορικά υπήρξαν υπήκοοι της αυτοκρατορίας (ιδού η διαγενεακή παράμετρος της πολιτικής ταυτότητας). Είναι όμως ελάσσονος σημασίας εδώ, αναμφίβολα έχει υποβαθμιστεί σε δευτερεύον στοιχείο της εθνοτικής ταυτότητας.
Ο Παχυμέρης ήταν πιο πρόθυμος από τον Ακροπολίτη να αποδεχτεί την ύπαρξη Ρωμαίων εκτός των συνόρων της αυτοκρατορίας, δηλαδή μια εθνοτική ταυτότητα με ελάχιστο πολιτικό περιεχόμενο, αν και ο τρόπος που ονοματίζει κάποιες ομάδες φανερώνει ότι παραμένει γι’ αυτόν θεμελιακού χαρακτήρα η πίστη στην ιδέα της αυτοκρατορίας. Η πολιτική ρωμαϊκότητα είναι άκρως σημαντική για τον Παχυμέρη· είναι προφανές ότι πιστεύει πως η εθνοτική ταυτότητα (η οποία εκδηλώνεται μέσω διαφόρων δεικτών) θα πρέπει να συμπίπτει με την πολιτική νομιμοφροσύνη στο ρωμαϊκό κράτος. Για τον Παχυμέρη προέχει η ταυτότητα που αποκτά κάποιος εκ γενετής: αν έχεις γεννηθεί Ρωμαίος θα παραμείνεις τέτοιος, άσχετα τι άλλο θα προκύψει. Ορισμένοι άνθρωποι, όπως οι Πελοποννήσιοι του Ακροπολίτη και οι φιλο-καταλανοί του Παχυμέρη, προσδιορίζονται ως Ρωμαίοι ακόμη κι όταν η μόνη τους σχέση με την πολιτική ρωμαϊκότητα είναι ιστορική – μια πτυχή της ταυτότητας που απόκτησαν από γεννησιμιού τους.
Για τους Ακροπολίτη και Παχυμέρη λοιπόν, η πολιτική ταυτότητα παρέμενε πολύ ισχυρή (έστω κι αν, υπό την πίεση των γεγονότων και καταστάσεων, και οι δύο υποχρεώθηκαν ν’ αναγνωρίσουν την ύπαρξη Ρωμαίων που δεν είχαν καμία πίστη στην αυτοκρατορία), και πάντα εμφιλοχωρούσε στις περιγραφές των εθνοτικά Ρωμαίων. Σε αρκετές περιπτώσεις είχαν την αξίωση να καθορίζεται η πολιτική ταυτότητα από την εθνοτική, θεωρώντας την πίστη στην ιδέα της αυτοκρατορίας ως ένα φυσικό συστατικό της ρωμαϊκότητας. Όμως τα πράγματα δεν ήταν πάντα έτσι, και οι πραγματικότητες τις οποίες περιέγραφαν δεν συμβιβάζονταν με το μοντέλο ρωμαϊκότητας που προέκριναν.
Στους ιστορικούς του 14ου αιώνα, Γρηγορά και στον Καντακουζηνό, η πολιτική ταυτότητα και η εθνοτική διαχωρίζονται ακόμη περισσότερο: είναι φανερό πως η πολιτική ταυτότητα είναι σε μεγάλο βαθμό ξέχωρη από την εθνοτική· είναι μια συλλογική έκφραση του κράτους και πολύ λιγότερο ένας από τους πολλούς εθνοτικούς δείκτες που συνιστούν τη ρωμαϊκότητα του κάθε ατόμου.
Διόλου παράξενο το ότι η πολιτική ρωμαϊκή ταυτότητα –η κυρίαρχη ιδεολογία της αυτοκρατορίας και θεμελιακή έκφανση της ρωμαϊκότητας στους ιστορικούς του 13ου αιώνα– συνέχιζε να κυριαρχεί και τον 14ο αιώνα, παρά τις πασίδηλες μεταπτώσεις και τα οδυνηρά σκαμπανεβάσματα. Από αυτό το πλαίσιο ήταν αδύνατο να ξεφύγουν οι μορφωμένοι Βυζαντινορωμαίοι που προβληματίζονταν για τους εαυτούς τους και την αυτοκρατορία. Έτσι, για τον Γρηγορά και τον Καντακουζηνό η έννοια της ρωμαϊκής ταυτότητας είναι κατά κύριο λόγο πολιτική και συλλογική. Όπως οι προκάτοχοί τους, οι δύο συγγραφείς χρησιμοποιούν κατ’ επανάληψη τον τύπο της γενικής [βλ. σελ. 68] σχεδόν πάντα με σαφώς πολιτικό περιεχόμενο (βλ. Παράρτημα Ι, σελ. 349-50, 351-2). Και στους δύο συγγραφείς, η χρήση του τύπου της γενικής υπογραμμίζει τη θεμελιακή έννοια των Ῥωμαίων ως μίας συλλογικότητας που αποτελεί το κράτος και υπερβαίνει την υλική του υπόσταση για να συμβολίσει την ιδέα της αυτοκρατορίας. Τούτη η έννοια, όπως έχουμε δει, οικεία στους συγγραφείς του 13ου αιώνα που πραγματευτήκαμε, είχε προϊστορία πολλών αιώνων.
......................................................................................
.....................................................................................................................................................
Από τη χρήση του τύπου της γενικής (τῶν Ῥωμαίων), λοιπόν, είναι σαφές ότι οι Γρηγοράς και Καντακουζηνός δίνουν έμφαση στο πολιτικό περιεχόμενο της ρωμαϊκής ταυτότητας – και πολύ περισσότερο ο Καντακουζηνός. Η χρήση του απλού τύπου επιβεβαιώνει τα παραπάνω. Στον Γρηγορά, στις περισσότερες περιπτώσεις ο απλός τύπος έχει σαφές πολιτικό περιεχόμενο, τα συμφραζόμενα είναι αμιγώς πολιτικά, και γι’ άλλη μια φορά αφορούν στην αυτοκρατορία και τους αντιπάλους ή συμμάχους της, τον έλεγχο που ασκεί, την αφοσίωση σ’ αυτήν, στις τύχες της, ευνοϊκές ή κακές. Ο Καντακουζηνός χρησιμοποιεί τον απλό τύπο πολύ πιο συχνά, και τις περισσότερες φορές τα συμφραζόμενα είναι πολιτικά, τουτέστιν, οι Ῥωμαῖοι του είναι μία συλλογικότητα, ένα πολιτικό σώμα που κάνει πόλεμο, συνθήκες ειρήνης ή συμμαχίες, του οφείλουν νομιμοφροσύνη διάφορες περιοχές ή πόλεις, τα πάει καλά ή άσχημα και οφείλει πίστη και αφοσίωση στον αυτοκράτορα.
Εν ολίγοις, για τον Καντακουζηνό, όπως και για τον Γρηγορά, πρωταρχική έκφανση της ρωμαϊκής ταυτότητας είναι το γεγονός''
Hiç yorum yok:
Yorum Gönder