Paul Ricoeur – Η μνήμη, η ιστορία, η λήθη
Ο Γάλλος φιλόσοφος Πολ Ρικέρ είναι ένας από τους σπουδαιότερους σύγχρονους στοχαστές και το εν λόγω έργο αποτελεί ορόσημο για την σύγχρονη φιλοσοφία. Πρόκειται για έκδοση πολύτιμη, ένα βιβλίο σαφώς εξαντλητικό στη γραφή του και εξουθενωτικό στην ανάγνωση, πυκνό και συχνά δύσκολο, που όμως ανταμείβει τον υπομονετικό αναγνώστη με τα πιο ευπρόσδεκτα δώρα που μπορεί να δεχτεί: μια σειρά από κλειδιά κατανόησης, ερμηνείας και στοχασμού πάνω στο δίπολο που αποτελεί απόλυτα κοινό κτήμα των εαυτών μας και των κοινωνιών όπου ζούμε: στη μνήμη και την λήθη, αλλά και στην αντίληψη της ιστορικής εμπειρίας και την παραγωγή της ιστορικής αφήγησης.
Το πρώτο μέρος αφιερώνεται στην μνήμη και στα μνημονικά φαινόμενα. Η προτεινόμενη φαινομενολογία δομείται γύρω από το τι της ενθύμησης και το ποιός της μνήμης. Η «αντικειμενικότροπη» αυτή προσέγγιση έχει την αφετηρία της στο πνεύμα του Husserl και γνωρίζει την μακρά φιλοσοφική παράδοση που καθιστά την μνήμη μια περιοχή της φαντασίας, σ’ ένα παρελθόν καχύποπτης μεταχείρισης από τον Montaigne ως τον Pascal. Απέναντι στην παράδοση του υποβιβασμού της μνήμης σε επικράτειες του φανταστικού, του μη πραγματικού ή της μυθοπλασίας τίθεται το εγχείρημα ακριβώς της σχετικής αποσύζευξης και την ανάδειξης των ειδοποιών στοιχείων της φαντασίας και της ενθύμησης.
Αναπόφευκτα η εκκίνηση γίνεται από τις ελληνικές απαρχές της προβληματικής και δη την πλατωνική και αριστοτελική θεωρία· οι δυο Έλληνες δάσκαλοι προτυπώνουν αυτό που θα ονομαστεί «προσπάθεια μνήμης» από τον Bergson και «εργασία αναμνημόνευσης» από τον Freud. Ακολουθεί μια απόπειρα τυπολογίας των μνημονικών φαινομένων, η κατά Sartre αναθεώρηση της θεματικής του φαντασιακού, η κατά Bergson διάκριση μεταξύ «κοπιώδους ανάκλησης» και «στιγμιαίας ανάκλησης» αλλά και η διάκριση του Husserl μεταξύ συγκράτησης ή πρωτογενούς ενθύμησης και αναπαραγωγής κα δευτερεύουσας ενθύμησης. Η ars memoriae, η τέχνη της μνήμης που πρότεινε ο Frances Yates στο μνημειώδες βιβλίο του, η σχετική αναγωγή στο έργο του Giordano Bruno, η μνήμη των τόπων και η διαδικασία της εικονοποίησης της μνήμης ανοίγουν περισσότερο τα πεδία του σχετικού προβληματισμού.
Στη συνέχεια αναπτύσσονται οι καταχρήσεις της φυσικής μνήμης: η εμποδισμένη, η χειραγωγούμενη και η καταχρηστικά επιβεβλημένη μνήμη. Κομβικό σημείο εδώ αποτελεί η θεωρία του Locke κατά την οποία η μνήμη ανάγεται σε κριτήριο ταυτότητας. Ο συγγραφέας ανατρέχει και σε σύγχρονα έργα, όπως το δοκίμιο του Todorov Οι καταχρήσεις την μνήμης, ένα αυστηρό κατηγορητήριο κατά της σύγχρονης φρενίτιδα των αναμνηστικών τελετών με το πλήθος των μύθων που τις συνοδεύουν. Δεν είναι ειδικότητα μόνο των ολοκληρωτικών καθεστώτων να απλώνουν το χέρι πάνω στη μνήμη, αλλά ίδιον των ζηλωτών της δόξας. Τα διακυβεύματα της μνήμης είναι πολύ μεγάλα για τα αφεθούν στον ενθουσιασμό ή στην οργή. Το γεγονός ότι υπήρξατε θύμα σας δίνει το δικαίωμα να παραπονιέστε, να διαμαρτύρεστε, να απαιτείτε έγραφε ο Todorov· πρόκειται για μια γνωστή και σήμερα στάση που γεννά ένα υπέρμετρο προνόμιο και φέρνει τον υπόλοιπο κόσμο σε θέση χρεοφειλέτη.
Συχνά η ίδια η εργασία του ιστορικού είναι κατ’ ανάγκη προσανατολισμένη στην αναζήτηση όχι της αλήθειας αλλά του καλού – και είναι αμέτρητες οι καταχρήσεις της μνήμης που υπάγονται στην αναζήτηση της δικαιοσύνης και μόνο. Στο ηθικό – πολιτικό επίπεδο θριαμβεύει η υποχρεωτική μνήμη. Ο Henry Rousso στο Σύνδρομο του Βισύ γνωρίζει καλά τις κατηγορίες που υπάγονται σε μια παθολογία της μνήμης: τραυματισμός, απώθηση, στοιχείωμα, εξορκισμός. Το καθήκον μνήμης λειτουργεί ως απόπειρα εξορκισμού σε μια ανεπιθύμητη ιστορική κατάσταση – στην προκείμενη περίπτωση την περίπτωση των Γάλλων στα χρόνια 1940 – 1945. Στον αντίποδα ο Pierre Nora μίλησε για αναμνηστική ιδεοληψία της εποχής και τους «τόπους της μνήμης».
Προσωπική μνήμη: ο ιδιωτικός χαρακτήρας της είναι πρωτογενής, αρχέγονος και θεμελιώδης. Καταρχήν η μνήμη εμφανίζεται ριζικά ενική: οι αναμνήσεις μου δεν είναι δικές σας. Η μνήμη είναι ένα μοντέλο δικότητας, ένα κτήμα ιδιωτικό. Κατόπιν εδώ βρίσκεται ο καταγωγικός δεσμός της συνείδησης με το παρελθόν: η μνήμη είναι του παρελθόντος και το παρελθόν είναι εκείνο των εντυπώσεών μου. Στην μνήμη, τέλος, συνάπτεται η αίσθηση προσανατολισμού μέσα το πέρασμα του χρόνου. Από τη σχετική διδασκαλία του Αυγουστίνου μέχρι την θεωρία του Locke και του Husserl ο συγγραφέας ερευνά διεξοδικά την παράδοση του εσωτερικού βλέμματός της μνήμης.
Όσον αφορά το εξωτερικό της βλέμμα, ο Maurice Halbwachs στο έργο του Συλλογική Μνήμη (ένα άλλο σπουδαίο έργο με το οποίο θα ασχοληθούμε σύντομα) απέδωσε άμεσα την μνήμη σε μια συλλογική οντότητα που ονόμασε ομάδα ή κοινωνία. Για να θυμηθεί κανείς έχει ανάγκη τους άλλους. Εδώ όμως μια αόρατη γραμμή που χωρίζει τη θέση «δεν θυμάται κανείς ποτέ μόνος» από τη θέση «δεν είμαστε ένα αυθεντικό υποκείμενο απόδοσης ενθυμημάτων». Διατρέχοντας τα τρία υποκείμενα απόδοσης της ενθύμησης [εαυτός, συλλογικότητες, οικείοι] βουτάμε στα βαθιά νερά της φαινομενολογίας του συνανήκειν, από τον Weber, στην κοινωνιολογία του οποίου ο προσανατολισμός προς τον άλλον αποτελεί μια αρχέγονη κοινωνική δομή, μέχρι της πολιτική φιλοσοφία της Arendt.
Το δεύτερο μέρος έχει ως ευρύτερη αναφορά έχει ιστορία και ακολουθεί μια επιστημολογική διαδρομή στον κατοικημένο χώρο (από τον πλατωνικό Φαίδρο στην Υπερβατολογική αισθητική του Kant και της Φαινομενολογία της αντίληψης του Merleau – Ponty), στον ιστορικό χρόνο (εστιάζοντας στις θέσεις του de Certeau και του Bloch) και στις τρεις φάσεις της ιστοριογραφικής διεργασίας: την μαρτυρία, το αρχείο (η γραπτότητα της ιστορίας, ο ιστορικός ως αναγνώστης), την τεκμηριακή απόδειξη, την προαγωγή της ιστορίας των νοοτροπιών (Braudel, Foucault, Elias και πάλι de Certeau και [Marc] Bloch). Η χρήση του «γιατί» και τα διάφορα εξηγητικά και κατανοητικά σχήματα, οι διαλεκτικές της αφήγησης, της αναπαράστασης και της ρητορικής, η μαγεία της εικόνας στην ιστορική αναπαράσταση και πλήθος άλλων κομβικών η παραπληρωματικών ζητημάτων ερευνώνται εξονυχιστικά μέσα από το έργο πολλών στοχαστών (Ginzburg, Barthes, Marin, Revel κ.ά.)
Το τρίτο μέρος εστιάζει πάνω στην ερμηνευτική της ιστορικής συνθήκης και επιχειρεί να στοχαστεί πάνω στην επικράτεια της λήθης που χάσκει κάτω από τη μνήμη και την ιστορία. Ερευνώνται το φαινόμενο της υποτίμησης της ιστορίας και ειδικότερα η αύξηση του αισθήματος αποστασιοποίησης που τείνει να εξαλείψει το αίσθημα του χρέους των συγχρόνων απέναντι στους προγενέστερους, η κατά Kosseleck ιστορίκευση του χρόνου, η νεωτερικότητα της ιστορικής διήγησης, η [αν]αντιστοιχία ιστορικού και δικαστή, η ιστορικότητα και ιστοριογραφία, η μνήμη ως απλή περιοχή της ιστορίας. Η εξάλειψη των ιχνών υπέρ της λήθης, η οργάνωση της λήθης, η κατ’ επιταγήν λήθη (αμνηστία), οι όψεις της συγχώρησης και του συγχωρητικού πνεύματος, η ποινική και πολιτική ενοχή, η ευτυχής μνήμη και η ατυχής ιστορία, αποτελούν το αντικείμενο των ύστατων προβληματισμών του τελευταίου κεφαλαίου σε αυτό το μείζον γραπτό έργο πάνω στα μείζονα άγραφα και δύσγραφα πεδία. Όλα έχουν θέση σε τούτη τη μεγάλη μνημονική επικράτεια, ακόμα και το αιώνιο ερώτημα του Breton στο L’ amour fou: Ποιος θα μας μάθει να μεταγγίζουμε την χαρά της ενθύμησης;
Εκδ. Ίνδικτος, 2013, μτφ. Ξενοφών Κομνηνός, 845 σελ. Με ευρετήριο έργων και ονομάτων [La mémoire, L’ Histoire, L’ Oubli, 2000].
Στις εικόνες: Paul Ricoeur δις, John Locke, ο κατά Frances Yates μνημονικός τροχός του Giordano Bruno, Edmund Husserl, Maurice Halbwachs, Marc Bloch – Lucien Febvre – Fernand Braudel και ξανά ο συγγραφέας.
Hiç yorum yok:
Yorum Gönder