Το στάδιο του καθρέφτη και η αλτουσεριανή επιστημολογία
του Kraftwerk
Ο Althusser ο οποίος είχε παρακολουθήσει κάποια σεμινάρια του Lacan επιχειρεί να καταστρώσει μια επιστημολογία που να περιλαμβάνει ως επιστήμες, τόσο τον ιστορικό υλισμό όσο και την λακανική ψυχανάλυση. Το κείμενο του Altusser, Freud and Lacan (1964) είχε ως στόχο να επιστρατεύσει τον Lacan ως προνομιακό σύμμαχο στο εγχείρημα που υπηρετούσε ο ίδιος (Μπαλτάς, 2004) , να καταστρώσει μια επιστημολογία που θα νομιμοποιούσε διαφορετικά είδη ορθολογικότητας πέρα από αυτό των φυσικών επιστημών. Όπως θα δείξουμε στην συνέχεια, ο Altusser μέσα από την ανάπτυξη της επιστημολογίας του επιδιώκει να μετασχηματίσει την δομή του υποκειμένου της γνώσης όπως σκιαγραφήθηκε μέσα από το στάδιο του καθρέφτη σε δομή της γνώσης του υποκειμένου αναδεικνύοντας τα στοιχεία της ψυχανάλυσης που την καθιστούν μια θεωρία γνώσης (Τζαβάρας, 1998).
Φανταστικό αποτελεί μια δομή που στοχεύει στο να προσφέρει μια ικανοποιητική εξήγηση στο πως συγκροτείται το «Εγώ», η ταυτότητα του υποκειμένου (Dor, 1998). Ο Φρόιντ υποστήριξε ότι το Εγώ συγκροτείται με βάση έναν πρωτογενή ναρκισσισμό, δηλαδή υποστήριξε ότι η αγάπη για τον εαυτό μας, οδηγεί στην ανάδυση του Εγώ. Ο Lacan (1977) επεξεργάστηκε περαιτέρω το ερώτημα της συγκρότησης του Εγώ και τις απαντήσεις που έδωσε, τις θεωρητικοποίησε στο λεγόμενο στάδιο του καθρέφτη. Σύμφωνα με τον Lacan (Dor, 1998) αρχικά το βρέφος δεν έχει συγκροτημένη ταυτότητα του εαυτού του και του σώματός του που κατακλύζεται από λιβιδικές ενορμήσεις. Η ταυτότητα του βρέφους συγκροτείται από ανομοιογενή στοιχεία χωρίς συνοχή που δίνουν την αίσθηση κομματιάσματος και που επιστρέφουν σε μεγαλύτερη ηλικία ως φαντασιώσεις διαμελισμού. Ο Lacan υποστήριξε ότι η ταυτότητα αποκτάται μέσω της ασυνείδητης μίμησης των γονιών, των συγγενών, των δασκάλων και άλλων οι οποίοι παίζουν τον ρόλο του «καθρέφτη» στον οποίο γίνεται η αναγνώριση του εαυτού μας και η συγκρότηση της εικόνας του σώματός μας ως αδιάσπαστη ολότητα (Μιλέρ, 2003). Η συγκρότηση μιας συνεκτικής ταυτότητας είναι αποτέλεσμα φαντασιακών ταυτίσεων, αναγνωρίσεων που συνιστούν παραγνωρίσεις και οδηγούν στην αλλοτρίωση του υποκειμένου (Ζίζεκ, 2006).
Η ταυτότητα για τον Lacan (1977) είναι το αποτέλεσμα αναγνώρισης του εαυτού μας στα πρόσωπα των άλλων , οι οποίοι εκλαμβάνονται ως ίδιοι με τον εαυτό μας, δηλαδή η διαδικασία συγκρότησης της ταυτότητας οδηγεί στην παραγνώριση (Dylan, 2005). Οι εικόνες και έννοιες (σημαινόμενα) που το άτομα ασυνείδητα αναγνωρίζει ως δικές του και αναπαράγει μέσω της μίμησης, θεωρεί ότι εξ αρχής ανήκουν σε αυτόν και συνιστούν την φυσική του, εγγενή ταυτότητα. Η συγκρότηση του Εγώ προϋποθέτει την ύπαρξη ενός «εσύ» που εκλαμβάνεται με βάση την ομοιότητα (και συμβολίζεται από τον Lacan ως άλλος) δημιουργώντας μιας φαντασιακή σχέση που χαρακτηρίζεται από την δυαδικότητα. Το Φαντασιακό αποτελεί δομή άχρονη, αιώνια και ασυνείδητη που ο Lacan κάτω από την επιρροή της σωσσυριανής γλωσσολογίας (Saussure, 1979) θα ταυτίσει με την αλυσίδα των σημαινόμενων.
Ο Althusser επεξεργάζεται μια θεωρία της ιδεολογίας βασισμένη στο Φαντασιακό και στην επιστημολογία του θα διακρίνει την σχέση της ιδεολογίας με τις επιστήμες. Ο Althusser υποστηρίζει ότι η Ιδεολογία αποτελεί δομή που αποτελείται από έννοιες, εικόνες, σύμβολα με συγκεκριμένη λειτουργία (1967). Η λειτουργία αυτή είναι η έγκληση του υποκειμένου ως τέτοιου, δηλαδή η συγκρότηση της ταυτότητάς του μέσω της Ιδεολογίας η οποία έχει φαντασιακό χαρακτήρα. Η έγκληση του υποκειμένου επιτυγχάνεται μέσω της αναγνώρισης του ατόμου ως υποκειμένου η οποία ωστόσο βασίζεται στην παραγνώριση (σελ 29). Ο Althusser (1971) διαχωρίζει τις ιδεολογίες ως ιστορικά φαινόμενα, από την Ιδεολογία ως υπεριστορική δομή που βασίζεται σε ασυνείδητους μηχανισμούς και συγκροτεί το άτομο ως υποκείμενο και δομεί την κοινωνική πραγματικότητα.
Στο έργο του Philosophy and the Spontaneous Philosophy of the Scientists (1965) ο Althusser υποστηρίζει. ότι οι επιστήμονες διακατέχονται από την αυθόρμητη φιλοσοφία την οποία καλεί επιστημονική ιδεολογία και η οποία λειτουργεί ως πρώτη ύλη (Γενικότητα Ι ) με βάση την οποία θα συγκροτηθεί μια επιστημονική πρακτική . Ονομάζεται αυθόρμητη επειδή η κυριαρχία της, την κάνει αμέσως ολοφάνερη (Althusser,1967) δηλαδή δεν παρέχει δυνατότητες αμφισβήτησης και κριτικής επερώτησης της ισχύος της . Η ιδεολογία των επιστημόνων είναι αδιαχώριστη από την επιστημονική πρακτική (Althusser ,1965) και βασίζεται σε μια αναγνώριση. Οι επιστημονικές ιδεολογίες συγκροτούνται μέσα από μια δομή αναγνώρισης, μια κλειστή δομή που περιγράφεται από τον Lacan στο στάδιο του καθρέφτη (Althusser,1965,1971) που Althusser ονομάζει Ιδεολογία. Οι επιστημονικές ιδεολογίες συνιστούν προτάσεις μη επερωτήσιμες που επιβάλλονται από εξω-θεωρητικές πρακτικές και ανάγκες (πολιτικές, ηθικές, θρησκευτικές). Με βάση αυτές τις μη επερωτούμενες προτάσεις οι επιστήμονες κατασκευάζουν προβλήματα στα οποία αναγνωρίζουν ως λύση αυτές οδηγώντας στην παραγνώριση (Althusser, 1965). Έτσι η ιδεολογική τοποθέτηση ενός προβλήματος προκρίνει την λύση που στηρίζεται σε μια ιδεολογική γνώση (μη κριτικά επερωτούμενη) και την επιβεβαιώνει ( αναγνωρίζει) ως όντως λύση του. Ωστόσο η Ιδεολογία δεν θα πρέπει να θεωρηθεί το αρνητικό της επιστήμης αλλά η κύρια θετική ύπαρξη μιας επιστήμης ως ακριβώς επιστήμης (Μπαλτάς, 2001) αφού είναι συγκροτητική αυτής. Έτσι κατανοούμε πως η λακανική έννοια του Φαντασιακού χρησιμοποιήθηκε στην αλτουσεριανή επιστημολογία ως δομή μέσα από την οποία συγκροτείται η επιστήμη μέσα από διαδικασίες αναγνώρισης και παραγνώρισης.
Τα ιδεολογικά στοιχεία της επιστήμης την ακολουθούν βουβά μες την ιστορία (Μπαλτάς, 2001) και είναι αξεδιάλυτα από την επιστημονική γνώση κατά αντιστοιχία με το Φαντασιακό και το Συμβολικό που συναρθρώνονται μέσα στο λόγο του υποκειμένου. Κάθε επιστημονικό εννοιολογικό σύστημα είναι έτσι αναπόφευκτα ιδεολογικά διαποτισμένο δηλαδή εγγενώς, επιστημονικά «ακάθαρτο», εγγενώς κοινωνικά προσδιορισμένο (Μπαλτάς,1998). Ρόλος της επιστήμης είναι η διαρκής επερώτηση των άρρητων, ιδεολογικών παραδοχών της, η αναγνώρισή τους και ο αποχωρισμός τους κατά αντιστοιχία με την συμβολοποίηση όπου αναγνωρίζονται οι φαντασιακές ταυτίσεις και στη συνέχεια το υποκείμενο τις αποχωρίζεται. Τέλος σύμφωνα με τον Althusser (Φουρτούνης, 2005) η επιστήμη αυτονομιμοποιείται σε αναλογία με την Συμβολική τάξη που είναι ο λόγος του Άλλου στο βαθμό που εκείνος μιλάει, δηλαδή είναι αποτέλεσμα κοινωνικής και πολιτισμικής νομιμοποίησης.
Hiç yorum yok:
Yorum Gönder