22 Aralık 2014 Pazartesi

Gill Page , οι Έλληνες πριν τους Οθωμανούς , ο Εθνισμός στο Ύστερο Βυζάντιο ,



Gill  Page , οι  Έλληνες πριν τους Οθωμανούς , ο Εθνισμός στο Ύστερο Βυζάντιο , μετάφραση Γιάννης Αβραμίδης- Αργύρης  Παπασυριόπουλος .εκδόσεις Θύραθεν-Cambridge University Press, 2014
             ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΡΙΝ ΤΟΥΣ ΟΘΩΜΑΝΟΥΣ // Ο ΕΘΝΙΣΜΟΣ ΣΤΟ ΥΣΤΕΡΟ ΒΥΖΑ                                                 
                                                               Του  Πέτρου Π. Θεοδωρίδη
Η Gill Page  ,ειδικευμένη  στην Μεσαιωνική βυζαντινή ιστορία με  διδακτορική διατριβή με θέμα την ελληνική εθνοτική ταυτότητα   στα χρόνια της Φραγκοκρατίας, με το βιβλίο της  αυτό,  αναδεικνύει άγνωστες πτυχές του Βυζαντινού ύστερου Μεσαίωνα ,αποκαλύπτει τις νοοτροπίες και ιδεολογίες της εποχής εκείνης, εστιάζοντας ιδιαίτερα στις εθνοτικές ταυτότητες των Ελλήνων και στις σχέσεις τους με τους δυτικούς κατακτητές. Ας δούμε μερικές από τις  παρατηρήσεις αυτού του άκρως ενδιαφέροντος βιβλίου  :
Σύμφωνα  με την Page  μπο­ρούμε πράγματι να μιλάμε για ύπαρξη ρωμαϊκής εθνοτικής ταυτότητας την παραμονή της φρα­γκικής κατάκτησης του 1204.Τούτη η ταυτότητα είχε τρεις μείζονες συνιστώσες:πο­λιτική, θρη­σκευτική και πολιτισμική. Η πολιτική συνιστώσα εδραζόταν στο γεγο­νός της αυτοκρατορικής εξουσίας της Κωνσταντινούπολης και, δυνάμει, την μοιράζονταν από κοινού οι υ­πήκοοι της αυτοκρατορίας. Η ρω­­μαϊκή αυτοκρα­τορική εξουσία συνδεόταν άμεσα με την ιδέα ότι ό­λοι ό­σοι ζούσαν εντός των συνόρων της ήταν Ρω­μαίοι η ιδιό­τη­τα του Ρω­μαίου α­ντιπαραβαλλόταν με εκείνη του βαρβάρου, στη βάση ε­νός δυ­α­δικού μοντέλου: οι Ρωμαίοι ήταν αρ­χαίοι και πολιτισμένοι, οι βάρβαροι ήταν νεήλυδες, νομάδες και χωρίς αξιόλογους θεσμούς· οι Ρω­μαίοι ήταν χρι­στιανοί, ενώ οι βάρβαροι πα­γα­νι­στές· οι Ρωμαίοι ζού­σαν ε­ντός της ε­πικράτειας, οι βάρβαροι εκτός: δεν είχαν πόλεις, ήταν νομάδες, ζούσαν στην ύπαιθρο, δεν είχαν γραπτούς νόμους, η συμπε­ρι­­­­φο­ρά τους ήταν ανεξέλεγκτη. δεν ήξεραν ελληνικά, ήταν απαίδευτοι.
 Ιδιαίτερα σε  ότι αφορά στη θρησκευτική συνιστώσα της ρωμαϊκής ταυτότη­τας η συγγραφέας  μας θυμίζει πως  η Βυζαντινή Ρωμαϊκή αυτοκρατορία –η οικουμένη– ήταν η επί γης βασιλεία των χριστιανών· το να είσαι χριστιανός σή­μαι­­νε ότι ήσουν υπήκοος της αυτοκρατορίας, και αντιστρό­φως. Συ­νε­πώς ο ρόλος του αυτοκράτορα ως επίγειου ηγεμόνα ή­ταν ιερός.Παρ’ ότι υπήρχαν ανέκαθεν θρησκευτικές αι­ρέσεις ε­ντός της βυζαντινορωμαϊκής οικουμένης, το ορθόδοξο δόγ­μα σταδι­α­κά επι­βλή­θηκε ως το μόνο έγκυρο και συνδέθηκε στενά με τον αυτο­κρα­τορι­κό θεσμό· οι δεσμοί σφυρηλατήθηκαν την πε­ρί­ο­­δο της Εικο­νο­μαχίας κυ­ρίως  οπότε η νομι­μό­τη­­τα της εξουσίας συν­δέ­θηκε άρρηκτα με την θρη­σκευτική Ορθοδοξία.
Αυτή όμως η πολι­τι­κή έκφαν­ση της θρησκευτικής ταυτότητας συνάντησε μεγάλες δυ­σκο­λίες καθώς συγκροτούνταν πολ­­λά χριστιανικά κρά­τη που δεν α­να­­γνώ­ρι­ζαν την βυζαντινορωμαϊκή υπεροχή – είτε με την έν­νοια της πο­λι­τικο-θρησκευτικής πρωτοκαθεδρίας, είτε με την έννοια ότι δεν α­να­γνώ­ρι­ζαν την ορθότητα της Ορθοδοξίας. Οι εξωτερικές εκ­φάν­σεις της ορ­θό­δο­ξης θρησκείας ταυτίζονταν ολοένα και πε­ρισ­σό­τε­ρο με τη ρω­μα­ϊ­κό­τητα, με τρόπο που περιόριζε την Ορθόδοξη πί­στη σε μία μόνο ο­μάδα Χριστιανών, ώσπου τελικά ήταν φανερό πως μό­­νο οι Ρω­μαίοι μπο­ρού­σαν να είναι Ορθό­δο­ξοι, πράγμα που ερχόταν σε αντί­φα­ση με το ιδεώ­δες του θρησκευτικού οικουμενισμού. Από την άλλη, η Ορθοδοξία εξαπλωνόταν πέρα α­πό τα σύνορα της βυζαντινο­ρω­μαϊ­κής επικράτειας· έτσι το κράτος έ­χανε την αποκλειστικότητα του ιε­ρού του ρό­λου και, με­γάλο μέρος του ιδεολογικού του ο­­πλο­στα­σίου. Η  ταξινόμησή των βαρ­βάρων γινόταν όλο και πιο δύσκολη όταν αυτοί άρχισαν να εκχριστιανίζονται (π.χ οι Βούλ­γα­­ροι) και  σχηματίστηκε  έτσι   μια σκιώδη ζώνη που ιδεολογικά δεν ή­ταν ούτε ρω­μα­­ϊκή ούτε εξ ολοκλήρου βαρβαρική: οι « μιξοβάρβαροι»
Πέρα από την  πο­λιτική και τη θρησκευτική όψη της,η βυζαντινορωμαϊκή ταυτότητα –σύμφωνα πάντα με την Gill  Page  -είχε και την γλωσσική. Στην ανατολή τα ελληνικά πάντα υπήρχαν ως μια –τουλάχιστον παράλληλη– γλώσσα , πάνω απ’ όλα ήταν η γλώσσα της καθη­με­ρι­νής επικοινωνίας, των συναλλαγών και του πολιτισμού, η  γλώσσα της φιλοσοφίας και  η πιο χρήσιμη κοινή γλώσσα . Για την εθνο­τι­κή ρω­μαϊ­κή ταυτότητα η ελληνομάθεια είχε θεμελιακό χαρακτήρα. Όμως θα πρέπει να ξεχωρίσουμε  την τεράστια πλειονότητα η οποία δεν είχε καμία εκπαίδευση  από την πολύ μικρή μειονότητα εκείνων που σπού­δα­ζαν στην Κωνσταντινούπολη και εξοικειώνονταν με τα αρχαία πρότυ­πα. Απόρροια του τεραστίου χάσματος παιδείας ανάμεσα στην άρ­χου­σα ε­λίτ και τη μεγάλη μάζα του πληθυσμού ήταν η διγλωσσία .Παιδεία και γλώσσα ήταν ένας διχαστικός παράγοντας με­τα­­ξύ πρωτεύουσας και ε­παρ­χιών.
Στις συνθήκες κρίσης του 12ου αιώνα, κατά την Gill  Page,η ελληνική γλώσσα έγινε ακόμη πιο σημαντική ως τρόπος αυτο­προσ­διορισμού μιας ομάδας πολιορκημένης από άλλες α­πει­λητι­κές ο­μά­δες. Οι Φράγκοι  εν τελει  με­τέβα­λαν και τα γλωσσικά  δεδομένα: τα ελληνικά, εν μέρει τουλάχιστον, έπαψαν να εί­ναι η γλώσσα της εξουσίας
Η ονοματοθεσία Ελλην και Γραικός  ενείχε και αυτή την σημασία της σύμφωνα με την συγγραφέα:      Στη χριστιανική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, για αιώνες η χρήση του ονόματος  ‘Ελληνείχε μει­ωτικό χαρα­κτή­ρα καθώς .τα ελληνικά θεωρούνταν  γλώσσα του πα­γα­νισμού στο εσωτερικό της ανατολικής αυτοκρατορίας. Όμως παρά τις αρνητικές συνδηλώσεις, ο ελληνισμός απέκτησε τεράστια σημασία στους κύκλους της κωνσταντινουπολίτικης ελίτ του 12ου αιώνα. Ορισμένοι Βυζαντινορωμαίοι συγγραφείς άρ­χισαν να αυτοαποκαλούνται  Έλληνες, και το  Ελλην --σύνδεση με ένα έν­δοξο παρελ­θόν- χρησιμοποιήθηκε προς επίρρωση του κύρους των Βυζαντινορωμαίων. Πέραν της κωνσταντινουπολίτικης ελίτ ό­μως, οι α­ντι­λήψεις για τους αρχαίους ήταν πολύ διαφορετικές, από τον μεσαίωνα μέχρι τα νεώτερα χρό­νια η λα­ϊ­κή α­ντί­­­ληψη για τους Έλληνες ήταν πως υπήρξαν κάποτε στο πα­ρελ­θόν μια μυθική φυλή γι­γά­ντων
 Στους πρώτους αιώνες της αυτοκρατορίας, το εθνώνυμο Γραικός, που προέρχεται από τη λατινική ονομασία για τους αρχαίους Έλ­λη­νες, χρησιμοποιούταν ευρέως, ως λιγότερο μειωτικό, αντί του  Ἕλλην .Ωστόσο, από τον 9ο αι­ώνα και μετά το Γραικός περιέπεσε σε αχρησία, εξαιτίας του ότι οι δυ­τι­κοί α­ποκαλούσαν έτσι (Graeci) τους κατοίκους της αυτοκρατορίας και τον ηγεμόνα τους imperator Graecorum. Οι βυζαντινορωμαίοι το εισ­έ­­πρατταν ως προσ­βολή, ως άρνηση της ρωμαϊκής αυτοκρατορικής κλη­ρονομιάς τους.
Για την συγγραφέα η  φραγκική κατάκτηση υπήρξε γεγονός καταλυτικό για τη βυ­ζα­ντινορωμαϊκή ταυτότητα: Επέφερε μια ρήξη ανάμεσα στη ρωμαϊκή θρη­σκευ­τι­κή ταυτότητα και την αντίστοιχη πολιτική και σφυρηλάτησαν  νέες εθνοτικές ταυτότητες. το γε­γο­νός ότι οι α­­­­­φέντες ήταν Λατίνοι και όχι Ρωμαίοι ανέδειξε τις πολιτι­σμι­κές και θρη­­­σκευτικές διαφορές μεταξύ Ρωμαίων και Λατίνων, δίνο­ντάς τους πρόσθετη δύναμη ως εκδηλώσεων της ρωμαϊκότητας κόντρα στη «λα­τι­νικότητα», κι έτσι, μέσω της διαφοράς, οι υ­πο­τελείς Ρωμαίοι απέκτη­σαν μια νέα αίσθηση ομαδικής ταυτότη­τας. Με τη σειρά της, η ε­θνο­­τι­κή έννοια της ρωμαϊκότητας, έκφανση της οποίας ήταν τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά, ήρθε σε πρώτο πλάνο. Μπορούσες τώρα να είσαι Ρω­­μαίος χωρίς να είσαι υπήκοος του αυτοκράτορα των Ρωμαίων,πράγ­­­μα που αποδυνάμωνε το κύρος της αυτοκρατορίας.

Η Gill  Page θεωρεί ότι  επί Παλαιολόγων, αναζωογονήθηκε γι’ άλλη μια φορά η ιδέα περί πε­πρω­μέ­νου της αυτοκρατορίας, ενώ παράλληλα επιδιώχτηκε η αναψηλάφηση του αρχαιοελληνικού πα­ρελ­­θόντος. Όμως έξω από τους κύκλους της μορφωμένης ελίτ, η πολιτική -αυτοκρατορική συ­ν­ιστώσα της ρωμαϊκής ταυτότη­τας έχανε τη σπου­δαι­ότητά της, ενώ οι φραγκικές κατακτήσεις έδωσαν περαιτέρω ώθη­ση στις χωριστικές τά­σεις που είχαν ήδη εκδηλω­θεί στα τέλη του 12ου αιώνα. Παρ’ όλο που οι Βυ­ζαντινορωμαίοι μπόρεσαν να επανε­δραι­ώ­σουν την εξουσία τους στην Πε­λοπόννησο τον 14ο αιώνα, για πολλούς ντόπιους η ρω­μαϊκή ταυτότητα σχετιζόταν πολύ περισσότερο με την καταγωγή, και  την Ορθοδοξία και την πολιτισμική σκευή.Η φρα­γκική κατάκτηση διέσπασε τον ρωμαϊκό κόσμο, οπότε εμφανίστηκαν βιώσιμες εναλλακτικές μορφές εξουσίας είτε δυ­τι­κών είτε ντόπιων αρ­χόντων, που μπόρεσαν να εκ­μεταλλευ­τούν το χάος που είχε προκύψει. Από την άλλη, η στάση απέναντι στους δυτικούς δεν ήταν η ίδια πα­ντού, αλλά κυμαινόταν ,από τη λυσ­σαλέα αντίδραση μιας μερίδας των Κωνσταντινουπολιτών μέχρι τα θολά ε­θνοτικά περιγράμματα στην Πελοππόννησο: η συγγραφέας  υπενθυμίζει ότι σε μερικές δημώδεις μυθιστορίες της εποχής υπάρ­χουν ι­σχυρές εν­δεί­ξεις ότι ορισμένοι δυ­τικοί τρόποι και στυλ είχαν γίνει αντικείμενο θαυμασμού.
Με  ενδελεχή  ανάλυση των πηγών  της περιόδου , με γραφή πυκνή και στιβαρή , με λόγο επιστημονικό και όχι  ιδεολογικό το βιβλίο της Gill  Page αποτελεί ένα  πολύτιμο βοήθημα  τόσο για ιστορικούς της υστεροβυζαντινής  εποχής όσο και για μελετητές των ιστορικο-κοινωνικών  φαινομένων του     έθνους και εθνικισμού.

·

Hiç yorum yok:

Yorum Gönder