Της Λάμιας της Πολύφημου που ηταν Θηλυκιά
κι άρπαζε τους συντροφους του κι εβγαζε ολο τ’άχτι
( πού νιώθουν όσοι πιανονται στων θηλυκών τ’ αδράχτι )
Κι απεξω μόνο ερχονταν μια Θαλασσια Αύρα
Κι ακούγονταν μονο κραυγές και Οιμωγές και Θρήνοι
Κι ακούγονταν μονο κραυγές και Οιμωγές και Θρήνοι
Καθόλου δεν Φειδοτανε το πιο μακρυ Μαρκούτσι
Κι ολοι τον παρακάλαγαν δια την Σωτηρία
και ολα τα τεχνασματα που είχε καμωμένα
και πως την αποπλανησε μες του ΙΘΙ τον κήπο….
και στο Θειρίο του ΙθΙ αφηκε μόνο Πίτσα..)
Καθώς λοιπόν πλησιασε και η Δικιά του Ωρα
Οταν η Λαμια η τρομερή του φωναξε ” Προχώρα ”
που στο σκοτάδι φαίνονταν πως ητανε Φλαούτο
(κι’ εφθανε ετσι σ’ Οργασμό , και μποραγε να ……).
Κιεχουν να λέν οι Κυκλωπες γι αυτή της την Μανία
Στα νειάτα ήταν Κνούτισα κι ηταν στην Ρουμανία
Οταν οι αλλοι Κυκλωπες παιζαν με τα Λαούτα
Τα επαιζε στα δάχτυλα, εκανε και τσαλίμια
κι οι συντροφοι την τρέμανε και νιωθαν σαν αγρίμια
(Οταν στην Κοβα εμπαινε κι αρχιζε να Κνουτίζει
Κανεις ποτε δεν τολμησε μ’ αυτήν να σαλιαρίζει)
Οταν λοιπόν τον έδειξε μ’ εκεινο της το Κνούτον
και ειπε με Χοντρή φωνή , Χυδαία , ”Θελω τούτον ”
Ο Οδυσσευς ταραχτηκε, μονάχα ομως για λίγο
με μέγα τρόμο στη ψυχή , συν το οτι Νυστάζει
Ασε που ξάφνου ενιωσε, ναχει Κομένα Πόδια
(Κι η Λάμια γύρευε απ’ αυτόν ερωτικά Διόδια ….)
Ωσαν Λαμπτηρας φωτισε τον Νουν του Οδυσσέα
κι οταν κοντά της έφτασε, λέει τρυφερά στο Ού της
” Αγαπητή συντρόφισα ειμαι κι εγώ ενας Κνούτις...''