| Τα όντα που τελούν την αναπαραγωγή και εκείνα που προέρχονται από αυτήν, είναι όντα ξεχωριστά το ένα από το άλλο, που διαχωρίζονται από μιαν άβυσσο, μια συναρπαστική ασυνέχεια. Ως άτομα, πεθαίνουμε μοναχικά μέσα σε μια ακατανόητη περιπέτεια, νοσταλγούμε ωστόσο τη χαμένη αλληλουχία. Η αφροδίσια δραστηριότητα της αναπαραγωγής, μία από τις ανθρώπινες μορφές της οποίας αποτελεί ο ερωτισμός, μας βοηθά να την ξαναβρούμε· από τη στιγμή της ένωσης των αναπαραγωγικών κυττάρων, γεννάται μια συνέχεια μεταξύ τους, με σκοπό τη δημιουργία ενός νέου όντος από τη στιγμή του θανάτου της.
«Σε γενικές γραμμές πιστεύω ότι πρέπει να διαβάζουμε μόνο βιβλία που μας δαγκώνουν και μας τσιμπούν», έγραφε το 1904 ο Κάφκα. Και συνέχιζε: «Αν το βιβλίο που διαβάζουμε δεν μας ταρακουνάει βίαια σαν γροθιά στο κεφάλι, τότε γιατί να μπούμε καν στον κόπο ν αρχίσουμε να το διαβάζουμε; ...Ενα βιβλίο πρέπει να είναι ο πέλεκυς για την παγωμένη θάλασσα που κουβαλάμε μέσα μας». Οσα χρόνια και να περάσουν, τα βιβλία του Ζορζ Μπατάιγ δεν θα πάψουν να «ταρακουνούν βίαια» τον αναγνώστη «σαν γροθιά στο κεφάλι». Η σκέψη του Μπατάιγ κινείται πάντοτε πάνω σε ένα ακραίο όριο, σε μιαν απελπισμένη προσπάθεια να συλλάβει και να αναδείξει αυτό που βρίσκεται πέρα από το Λόγο ή κρύβεται μέσα στην επιβλητική σκιά του. Εργο τού 1957 «Ο ερωτισμός» (στη γλώσσα μας κυκλοφόρησε και το 1981 από τις εκδόσεις «Εντροπία») διατηρεί και σήμερα την ανατρεπτική του δύναμη, καθώς κλονίζει ή και ανατρέπει πολλές από τις παραστάσεις που έχουμε για τον έρωτα, τη ζωή και το θάνατο. Ο ερωτισμός ορίζεται από τον Μπατάιγ ως «η μέχρι θανάτου επιδοκιμασία της ζωής». Πώς εξηγείται αυτή η παράδοξη σύζευξη του έρωτα με το θάνατο; «Είμαστε ασυνεχή άτομα, άτομα που πεθαίνουν μοναχικά μέσα σε μιαν ακατανόητη περιπέτεια, αλλά νοσταλγούμε τη χαμένη αλληλουχία», γράφει ο Μπατάιγ. «Υποφέρουμε με οδύνη την κατάσταση που μας ταυτίζει με μια συμπτωματική ατομικότητα, με τη φθαρτή μας ατομικότητα. Εχουμε την αγωνιώδη λαχτάρα να παραταθεί αυτή η φθαρτότητα, ενώ συνάμα έχουμε την έμμονη ιδέα μιας αρχικής αλληλουχίας που μας συνδέει γενικά με το είναι». Αυτή η νοσταλγία για τη χαμένη αλληλουχία χαρακτηρίζει και τις τρεις μορφές του ερωτισμού, δηλαδή τον ερωτισμό του σώματος, τον ερωτισμό της καρδιάς και τον ιερό ερωτισμό. Η ερωτική εμπειρία συγγενεύει πολύ με τη θρησκευτική εμπειρία. Εκφράζει τη λαχτάρα των ανθρώπων να υπερβούν τα όρια της ατομικής τους φθαρτότητας. Ο άγιος αποστρέφεται με φρίκη τον φιλήδονο, χωρίς να συνειδητοποιεί τη βαθύτερη συνάφεια που υπάρχει ανάμεσα στα ανομολόγητα πάθη του φιλήδονου και στα δικά του. Το πεδίο του ερωτισμού είναι επίσης το πεδίο της βίας και της βιαιοπραγίας. Οι ερωτικές παρορμήσεις τρομοκρατούν το ανθρώπινο πνεύμα. Αλλά ο άνθρωπος -γράφει ο Μπατάιγ- «δύναται να υπερβεί αυτό που τον τρομάζει, μπορεί να το κοιτάξει κατά πρόσωπο».
ΘΑΝΑΣΗΣ ΓΙΑΛΚΕΤΣΗΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 14/12/2001
ΚΡΙΤΙΚΗ
Για πολλούς το όνομα του Ζωρζ Μπατάιγ (1897-1962) εξακολουθεί να παραπέμπει στον σκοτεινό και καταραμένο κόσμο της πορνογραφίας. Ωστόσο τα φωτεινότερα πνεύματα της γαλλικής αλλά και της παγκόσμιας διανόησης, με προεξάρχοντες τον Μισέλ Φουκό, τον Ρολάν Μπαρτ και τον Ζακ Ντεριντά, δεν διστάζουν να τον τοποθετήσουν δίπλα στον Σαρτρ, στον Λακάν και στον Μπλανσό, στο πάνθεον των μεγάλων στοχαστών του 20ού αιώνα που κατόρθωσαν να συνδυάσουν τη φιλοσοφική ή ψυχαναλυτική παράδοση με τη λογοτεχνική κληρονομιά. Το εύρος των ενδιαφερόντων αυτού του βιβλιοφάγου, επί μακρόν υπαλλήλου της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας, υπήρξε τεράστιο και εκτείνεται από την ιστορία και τη φιλοσοφία ως την κοινωνιολογία, την ανθρωπολογία και τον φροϋδισμό (είναι ίσως από τους πρώτους γάλλους συγγραφείς που αρχίζει ψυχανάλυση στα 1927) ή την πρωτοποριακή αισθητική. Τη δεκαετία του 1920 έρχεται σε επαφή με τη δραστική σκέψη του Νίτσε που θα τον σφραγίσει ανεξίτηλα και την επομένη εντρυφεί συστηματικά στο έργο του Εγέλου παρακολουθώντας τα σεμινάρια του Kojeve για τη «Φαινομενολογία του πνεύματος», ενώ σταθερά τον έλκουν η περιοχή της θρησκειολογίας και η αιρετική γραφή του Σαντ. Πιστεύοντας στη δυναμική των συλλογικών χειρονομιών πρωτοστατεί συχνά στη δημιουργία περιοδικών, μυστικών ή δημοσίων εταιρειών, όπως τα «Documents» (πολεμική μηχανή κατά των υπερρεαλιστών, με τους οποίους αργότερα θα συμφιλιωθεί), ο «Ακέφαλος» ή το βραχύβιο «Κολέγιο κοινωνιολογίας» (College de sociologie) που, με συνιδρυτές τον Leiris, τον Caillois και τον Klossowski, συσπειρώνει για μια διετία (1937-1939) γύρω από ενδιαφέροντες κύκλους διαλέξεων την αφρόκρεμα της γαλλικής σκέψης. Το διαρκέστερο δημιούργημά του είναι το περιοδικό «Critique», που ίδρυσε στα 1946 και παραμένει ως σήμερα ένα από τα εγκυρότερα βήματα της γαλλικής κριτικής στην περιοχή των επιστημών του ανθρώπου. Θα πρέπει λοιπόν να αποσυνδέσει κανείς την Ιστορία του ματιού ή τη Μαντάμ Εντουαρντά και τα λοιπά ερωτογραφήματα του Μπατάιγ από το πλαίσιο της σκανδαλοθηρίας που τα έκανε προσιτά στο μεγάλο κοινό και να τα εντάξει στον θεωρητικό λόγο του συγγραφέα τους για να γίνει κατανοητή η πρωτότυπη ανατρεπτικότητά τους. Τουλάχιστον Η εσωτερική εμπειρία (L experience interieure, 1943) και Το καταραμένο μερίδιο (La part maudite, 1949) είναι δύο από τα προαπαιτούμενα δοκιμιακά έργα για κάθε περαιτέρω ανάγνωση συγκεκριμένων κειμένων του Μπατάιγ. Συνέχεια και συμπλήρωση του δευτέρου επρόκειτο να αποτελέσει η Ιστορία του ερωτισμού, που τελικά αναχωνεύθηκε στην εκδοχή του Ερωτισμού λίγα χρόνια αργότερα, το 1957, όταν οι τρεις βασικοί εκδότες του Μπατάιγ (Gallimard, Minuit, Pauvert) αποφάσισαν να γιορτάσουν τα εξηντάχρονα του συγγραφέα με την εμφάνιση τριών βιβλίων του: Η λογοτεχνία και το κακό, Ο ερωτισμός και Το γαλάζιο του ουρανού (όλα μεταφρασμένα στα ελληνικά). Πολλαπλασιάζοντας τις παρεκβάσεις, τα αποσπασματικά σχεδιάσματα και τις παραλλαγές το έργο του Μπατάιγ έρχεται σε ρήξη με τις παραδοσιακές μορφές της γραμμικής, γενεαλογικής ή διαλεκτικής έκθεσης, με τη συνεκτική οργάνωση ενός τετελεσμένου συνόλου. Τα δύο μείζονα θέματα που απασχολούν αδιαλείπτως τη σκέψη του, ο ερωτισμός και ο θάνατος, μοιράζονται από κοινού την υπέρμετρη θυμική φόρτιση (αγωνία ή έκσταση) με μια βία που τείνει να καταργήσει τον (ορθό) λόγο. Η αμφιλεγόμενη ζώνη της υπερβολής, της έντασης, της ακρότητας που δοκιμάζει την αντοχή των ορίων ανάμεσα στον πόνο και στην ηδονή ερεθίζει την περιέργεια του Μπατάιγ και αποτελεί τον τόπο όπου ακροβατεί επικίνδυνα μέσω της γραφής του. Ο ερωτισμός του δεν είναι ροζ αλλά μαύρος και έλκεται από τη γοητεία του τρόμου και της φρικίασης. Η στιγμή του «μικρού θανάτου» της συνουσίας είναι προάγγελος του μεγάλου, αναπόδραστου θανάτου, ενέχει το «ένστικτο του θανάτου», κάτι που ο ιδεαλισμός μας τείνει να απωθεί αρνούμενος να αντιμετωπίσει κατάματα την τραγικότητα και συνάμα την ιερότητα της οριακής αυτής κατάστασης. Ο ερωτισμός δεν έχει εν προκειμένω την περιορισμένη σημασία της αναψυχής ή της ανώδυνης τέρψης· συγκροτεί μια ανθρώπινη ιδιότητα στον ίδιο βαθμό με την ομιλία ή τον νου και μάλιστα χαρακτηρίζει την εμπειρία που μπορεί ο άνθρωπος να βιώσει για το ιερό, ανεξαρτήτως θρησκείας, την εμπειρία της υπερβολής, της ανάλωσης. Η περιοχή του είναι η περιοχή της βίας, της βιαιοπραγίας, του βιασμού, δηλαδή η περιοχή του κακού, της διονυσιακής γιορτής, της κατάλυσης των κατεστημένων μορφών, σε αντίθεση με την περιοχή της εργασίας, της παραγωγής των υλικών και πνευματικών αγαθών. Το γνώρισμά του είναι η παράβαση των απαγορεύσεων που επιτρέπει την πρόσβαση στη διακεκριμένη σφαίρα του ιερού. Ο ερωτισμός διαιρείται σε δύο μέρη: το πρώτο και μεγαλύτερο (13 κεφάλαια) εξετάζει ακριβώς το ζήτημα της απαγόρευσης και της παράβασης, στήνει το θεωρητικό, εννοιολογικό πλαίσιο, κατά κάποιον τρόπο, όπου εντάσσεται το δεύτερο μέρος (7 κεφάλαια), το οποίο επιμερίζεται σε συγκεκριμένες μελέτες για τον ερωτισμό (του Σαντ, λ.χ., ή τον αιμομεικτικό κτλ.). Ο Μπατάιγ σπεύδει εξαρχής να διευκρινίσει ότι διαφοροποιεί ριζικά τον ερωτισμό από τη σεξουαλικότητα: ο πρώτος ανήκει τελεσίδικα στην εσωτερική ζωή του ανθρώπου και σηματοδοτεί ουσιαστικά το πέρασμα από το ζώο στον άνθρωπο. Η σεξουαλική δραστηριότητα των ανθρώπων δεν είναι απαραιτήτως ερωτική, διατείνεται ο Μπατάιγ, αλλά διεκδικεί αυτόν τον χαρακτηρισμό μόνο όταν δεν είναι υποτυπώδης, δηλαδή απλώς ζωική. Ο ερωτισμός αποστρέφεται τη μεθοδική και μετρημένη δράση, ενώ έλκεται φυσικά από την ελεύθερη ορμή των ενστίκτων, τη βίαιη αταξία, εξ ου και μαζί με την εξέγερση είναι από τα ασφαλέστερα μέσα για να οδηγήσουν τον άνθρωπο στην απεριόριστη ευδαιμονία. Ο Μπατάιγ υπογραμμίζει επίσης ιδιαίτερα την παιδικότητα, την αθωότητα που διακρίνει τόσο τη λογοτεχνία όσο και τον ερωτισμό όχι βεβαίως με τον τρόπο που το εννοεί η τρέχουσα ηθική, γιατί πρόκειται για μια σκληρή, μαύρη αθωότητα. Και ακριβώς επειδή συνδέεται με την παιδικότητα γίνεται η λογοτεχνία επικίνδυνη: είναι το κομμάτι του εαυτού μας που ανοίγεται στην ανεξέλεγκτη παιδικότητα και στην αγριότητά της, «άνευ ορίων, άνευ όρων». Εχει εξαιρετικό ενδιαφέρον να δει κανείς στο πρώτο (ιστορικο-θεωρητικό) μέρος της μελέτης του Μπατάιγ πώς κατά καιρούς οι κοινωνίες ρύθμισαν το σύστημα της αφροδίσιας ζωής με δέσμες απαγορεύσεων συγκροτώντας τη θεμιτή και την αθέμιτη σεξουαλικότητα (με κυρίαρχη, σχεδόν οικουμενική, την απαγόρευση της αιμομειξίας), πώς επινόησαν συγκεκριμένους κώδικες οργανωμένης βίας που κλωνίζουν τα απαγορευτικά όρια (ο πόλεμος, π.χ.), πώς όρισαν την πορνεία και τις καταραμένες όψεις του ερωτισμού, ποια σχέση μπορεί να συνδέει τη σεξουαλική διέγερση με τον θάνατο, με τι όρους το θείο ενδέχεται να συμπίπτει με την ακολασία, ο μυστικισμός με τον αισθησιασμό ή τη διαστροφή. Ο αναγνώστης του Ερωτισμού θα είναι σε θέση να κατανοήσει καλύτερα την αιρετικότητα του Μπατάιγ έτσι όπως την όριζε ο ίδιος: «Θα υποστήριζα ευχαρίστως ότι εκείνο για το οποίο αισθάνομαι υπερήφανος είναι πως ανακάτεψα την τράπουλα, συσχέτισα δηλαδή το πιο θορυβοποιό, προκλητικό και σκανδαλώδες γέλιο με το πιο βαθύ θρησκευτικό πνεύμα». Ελλείψει εισαγωγής ή οιουδήποτε ενημερωτικού σημειώματος που θα όφειλε να δώσει το στίγμα και το εκτόπισμα του συγκεκριμένου βιβλίου στη σύγχρονη γραφή παραπέμπουμε τον φιλοπερίεργο αναγνώστη στη γενική, χρηστική εισαγωγή του Δ. Δημητριάδη στην Ιστορία του ματιού (Αγρα, 1980). Υπενθυμίζουμε επίσης ότι η έκτη μελέτη του δεύτερου μέρους («Η αγιοσύνη, ο ερωτισμός και η μοναξιά») είχε κυκλοφορήσει προ ετών (1993) ως αυτόνομο τευχίδιο από τις εκδόσεις Το Ροδακιό.
Λίζυ Τσιριμώκου (αναπληρώτρια καθηγήτρια Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης) ΤΟ ΒΗΜΑ , 20-01-2002
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο Georges Bataille είναι αναμφίβολα από τους μεγαλύτερους στιλίστες της γραφής του εικοστού αιώνα. Εκπροσωπεί επίσης μία δοκιμιογραφική παράδοση ιδιαίτερα γαλλική, παράδοση που λαμπρύνεται από ονόματα όπως του Andre Malraux, του Pierre Clossowski, του Maurice Blanchot, του Roger Caillois, του Jean-Paul Sartre, του Albert Camus, του Jean Wahl κ.ά., για τους οποίους ο θεωρητικός αναστοχασμός είναι αδιαχώριστος από τη μέριμνα για την ποιητική έκφραση και στις περισσότερες περιπτώσεις το έργο τους κατανέμεται ισομερώς ανάμεσα στο φιλοσοφικό δοκίμιο και τη λογοτεχνική γραφή -συνηθέστερα το μυθιστόρημα. Χάρη στα μυθιστορήματα τους, άλλωστε, οι περισσότεροι απ αυτούς έγιναν γνωστοί σ ένα ευρύτερο κοινό και αυτό ισχύει κατεξοχήν για τον Bataille, ο οποίος μέσα από μυθιστορήματα όπως η Ιστορία του ματιού, η Μαντάμ Εντουαρντά κ.ά. κέρδισε μια εκτεταμένη, και κάπως επιπόλαιη, φήμη ως λογοτεχνικός εκπρόσωπος του «καταραμένου ερωτισμού» -μιας άλλης φιλολογικής παράδοσης του εικοστού αιώνα, η οποία έρχεται διαθλασμένη μέσα από το σουρεαλισμό και τους άμεσους προδρόμους του... Εν πάση περιπτώσει, λίγοι στάθηκαν πρόθυμοι να αντιμετωπίσουν τον Bataille ως φιλόσοφο με την παραδοσιακή έννοια του όρου, παρ ότι μέσα από μια σειρά ασυνήθιστα πυκνών δοκιμίων -όπως Η εσωτερική εμπειρία, η Θεωρία της θρησκείας, Το καταραμένο απόθεμα, Η λογοτεχνία και το κακό, Τα δάκρυα του έρωτα- ξετυλίγει έναν βαρυσήμαντο οντολογικό στοχασμό, ο οποίος σε όλα του τα σημεία τροφοδοτείται από/και απολήγει σε μια γενική θεωρία του πολιτισμού. Αυτός ο Bataille είναι ωστόσο που μας ενδιαφέρει εδώ και αυτός αναδεικνύεται με τον πιο αντιπροσωπευτικό τρόπο στο σώμα των μελετών που εκδόθηκαν το 1957 υπό το γενικό τίτλο Ο ερωτισμός. Η πρόσφατη έκδοση της «Ινδίκτου», με καινούρια μετάφραση του Κωστή Παπαγιώργη, παρουσιάζει σε ενιαίο τόμο (αντίστοιχο προς την έκδοση του πρωτοτύπου) τα δύο μέρη που παλαιότερα είχαν εκδοθεί χωριστά από τις εκδόσεις «Θεωρία» με τους τίτλους Ο ερωτισμός και Μελέτες για τον ερωτισμό (1982 και 1983, σε μετάφραση Μίκας Χουλιαρά και Τασίας Χατζή, αντίστοιχα). Ιδίως στο πρώτο μέρος, όπου αναπτύσσει με μεγαλύτερη συνεκτικότητα τη θεμελιώδη του θέση, αναγνωρίζουμε όλα τα μοτίβα που διαπερνούν τη δοκιμιογραφία και σφραγίζουν την κοσμοαντίληψη του Georges Bataille. Αυτό που ονομάζει «ερωτισμό», εν πρώτοις διαφέρει από τη φυσιολογία της αναπαραγωγής κατά τον τρόπο που διαφέρει -όπως ο ίδιος θα το διατυπώσει- η σκέψη από τον εγκέφαλο: πρόκειται για ένα εσωτερικό γεγονός, ένα βίωμα, σύλληψη η οποία καθιστά εξ ορισμού αναρμόδια κάθε επιστημονική προσέγγιση και τοποθετεί εξαρχής το εγχείρημά του στο πεδίο του αυτοστοχασμού· ταυτόχρονα όμως είναι ένα ιδιαζόντως ανθρώπινο βίωμα, που διαφέρει ποιοτικά από το αντίστοιχο βίωμα των ζώων -διότι η υποκειμενικότητα, το βίωμα, δεν είναι βεβαίως προνόμιο του ανθρώπου, ούτε καν μόνο των πολύπλοκα αναπτυγμένων οργανισμών- κατά το ότι προϋποθέτει την αυτοσυνείδηση και το είδος της ασυνέχειας που η τελευταία εγκαθιστά ανάμεσα στο εξατομικευμένο ον και τον κόσμο. Είναι, με λίγα λόγια, το βίωμα του αποκομμένου όντος, το οποίο, μέσα από μια υπερβολή ζωικότητας και πάθους, επιζητεί να πεθάνει ως ατομικό ον και να επανενωθεί με την αδιαφοροποίητη ολότητα του είναι -«όπως το νερό μέσα στο νερό». Στην πραγματικότητα, όπως και σε πολλά άλλα μεμονωμένα ζητήματα, ο Bataille ξεκινάει από τον Ντε Σαντ, επιχειρώντας να δείξει ότι η θεμελιώδης ενόραση του Σαντ σχετικά με την ταυτότητα του ερωτισμού και του θανάτου δεν μπορεί να απαξιωθεί ως απλή διαστροφή: περιέχει μία βαθύτατη οντολογική αλήθεια, την οποία, από τη μεριά της, έρχεται να επικυρώσει η θρησκεία, με την κύρια πρακτική που τη θεμελιώνει -τη θυσία. Η θυσία για τον Bataille είναι η κατεξοχήν πράξη με την οποία αποκαθίσταται συμβολικά μία οντολογική συνέχεια εκεί που υπήρχαν μόνο ασυνεχείς όροι -ο θύτης, το σφάγιο, ο θεός- και η σύνδεση της θυσίας με τον ιερό γάμο, τουλάχιστον στις αρχαϊκές μορφές θρησκευτικότητας, αποκαλύπτει τη βαθύτερη ταυτότητα των δύο τελέσεων: τόσο στη θυσία όσο και στη σεξουαλική αποχαλίνωση αίρεται το θεμελιώδες ταμπού ολόκληρου του πολιτισμού, το ταμπού του φόνου, και το ατομικό ον πεθαίνει ως τέτοιο, προκειμένου να επανενωθεί με την ακατάβλητη πλημμυρίδα της ζωής, που είναι ο κόσμος, η φύση, το Είναι. Ο ιερός τρόμος απέναντι στη σεξουαλικότητα και όλα τα πολιτισμικά ταμπού που τη συνοδεύουν πηγάζουν από αυτή την καταγωγική σχέση της με τη βία του θανάτου· και αν η συνείδηση του θανάτου είναι από τους κύριους παράγοντες της ανθρωποποίησης, είναι ταυτόχρονα εκείνο που ο πολιτισμός έπρεπε να αρνηθεί μέσα από την τάξη της εργασίας και την κοινωνική οργάνωση. Αυτή η απαγόρευση είναι εντούτοις καταδικασμένη να αίρεται, κυρίως μέσα στις στιγμές της σεξουαλικής παραφοράς ή του ιερού δέους, επειδή μέσα της κρατάει φυλαγμένο το μυστικό της ενότητας του ανθρώπου με τον κόσμο, ενότητα την οποία διέρρηξε ο ίδιος ο πολιτισμός. Η ταυτότητα, λοιπόν, του ερωτισμού -στις ανώτερες στιγμές του- με το θρησκευτικό βίωμα, βασιζόμενη στην απώτερη σύνδεση και των δύο με τη βία του θανάτου που απεξατομικεύει, και η διπλή τροπικότητα της απαγόρευσης/παράβασης, η οποία διέπει όλα τα φαινόμενα που έλκονται στη σφαίρα τόσο του ερωτισμού όσο και του ιερού, μαζί με μια βαθύτερη ενόραση του όντος ως διαρκούς και ανεξάντλητης σπατάλης, ροής που υπερεκχειλίζει θραύοντας όλους τους ατομικούς φραγμούς, είναι οι θεμελιώδεις ιδέες με τις οποίες ο Bataille κατανοεί τον κόσμο και με τις οποίες θα επιχειρήσει, εν συνεχεία, να ερμηνεύσει μία ολόκληρη σειρά φαινομένων της κοινωνίας και του πολιτισμού. Θα είχα μόνο να κάνω λίγες παρατηρήσεις γύρω από τη μετάφραση, επειδή μου φαίνονται κρίσιμες. Σε ένα έργο τόσο αποφασιστικά βασισμένο στη γλώσσα το έργο του μεταφραστή γίνεται εξαιρετικά ευαίσθητο και ευπαθές. Λίγη παραπάνω οίηση εκ μέρους του αρκεί για να καταστρέψει το αποτέλεσμα, και αυτή νομίζω είναι η παγίδα στην οποία έπεσε ο Κωστής Παπαγιώργης. Χρησιμοποιώντας μία γλώσσα επιθετικά λόγια, με βυζαντινίζοντες μανιερισμούς, όχι μόνο κάνει σε ορισμένα σημεία δυσκολονόητο εκείνο που θα μπορούσε να είναι απλό, αλλά και διαστρέφει το κατεξοχήν μοντερνικό ιδίωμα στο οποίο γράφει ο Georges Bataille. Και το πράγμα επιδεινώνεται ακόμη περισσότερο από την κατά τόπους εκκεντρική ανάμιξη αρχαΐζουσας εκφραστικής με μαλλιαρισμούς -η «γκαρδιακή ένωση», όπως και να το κάνουμε, δεν πάει με το «φρονεί» (σελ. 29), ούτε η «καλντεριμιτζού» με το «καθόσον» (σελ. 204), και όταν μεταφράζουμε από την ιεροπρέπεια της λατινικής του Αυγουστίνου inter faeces, δεν λέμε ακριβώς «μέσα στα σκατά» (σελ. 82)- ή, ακόμα χειρότερα, με αδόκιμους νεολογισμούς, όπως «υπεροχική επιθυμία» (σελ. 219) και «λαότητες» (σε όλο το μήκος του βιβλίου), μέχρι και κατάφωρα γραμματικά λάθη, όπως η γενική «ενός δέλεαρ» (σελ. 195)! Οπως και σε τόσες άλλες τέχνες, η υπερβάλλουσα αυτοπεποίθηση του καλού μεταφραστή μπορεί να γίνει πολυ πιο επισφαλής από την αδεξιότητα του πρωτάρη...
ΦΩΤΗΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 04/10/2002 | | | | | |
Hiç yorum yok:
Yorum Gönder