εθνος και εθνικισμος etiketine sahip kayıtlar gösteriliyor. Tüm kayıtları göster
εθνος και εθνικισμος etiketine sahip kayıtlar gösteriliyor. Tüm kayıtları göster

22 Aralık 2014 Pazartesi

Gill Page , οι Έλληνες πριν τους Οθωμανούς , ο Εθνισμός στο Ύστερο Βυζάντιο ,



Gill  Page , οι  Έλληνες πριν τους Οθωμανούς , ο Εθνισμός στο Ύστερο Βυζάντιο , μετάφραση Γιάννης Αβραμίδης- Αργύρης  Παπασυριόπουλος .εκδόσεις Θύραθεν-Cambridge University Press, 2014
             ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΡΙΝ ΤΟΥΣ ΟΘΩΜΑΝΟΥΣ // Ο ΕΘΝΙΣΜΟΣ ΣΤΟ ΥΣΤΕΡΟ ΒΥΖΑ                                                 
                                                               Του  Πέτρου Π. Θεοδωρίδη
Η Gill Page  ,ειδικευμένη  στην Μεσαιωνική βυζαντινή ιστορία με  διδακτορική διατριβή με θέμα την ελληνική εθνοτική ταυτότητα   στα χρόνια της Φραγκοκρατίας, με το βιβλίο της  αυτό,  αναδεικνύει άγνωστες πτυχές του Βυζαντινού ύστερου Μεσαίωνα ,αποκαλύπτει τις νοοτροπίες και ιδεολογίες της εποχής εκείνης, εστιάζοντας ιδιαίτερα στις εθνοτικές ταυτότητες των Ελλήνων και στις σχέσεις τους με τους δυτικούς κατακτητές. Ας δούμε μερικές από τις  παρατηρήσεις αυτού του άκρως ενδιαφέροντος βιβλίου  :
Σύμφωνα  με την Page  μπο­ρούμε πράγματι να μιλάμε για ύπαρξη ρωμαϊκής εθνοτικής ταυτότητας την παραμονή της φρα­γκικής κατάκτησης του 1204.Τούτη η ταυτότητα είχε τρεις μείζονες συνιστώσες:πο­λιτική, θρη­σκευτική και πολιτισμική. Η πολιτική συνιστώσα εδραζόταν στο γεγο­νός της αυτοκρατορικής εξουσίας της Κωνσταντινούπολης και, δυνάμει, την μοιράζονταν από κοινού οι υ­πήκοοι της αυτοκρατορίας. Η ρω­­μαϊκή αυτοκρα­τορική εξουσία συνδεόταν άμεσα με την ιδέα ότι ό­λοι ό­σοι ζούσαν εντός των συνόρων της ήταν Ρω­μαίοι η ιδιό­τη­τα του Ρω­μαίου α­ντιπαραβαλλόταν με εκείνη του βαρβάρου, στη βάση ε­νός δυ­α­δικού μοντέλου: οι Ρωμαίοι ήταν αρ­χαίοι και πολιτισμένοι, οι βάρβαροι ήταν νεήλυδες, νομάδες και χωρίς αξιόλογους θεσμούς· οι Ρω­μαίοι ήταν χρι­στιανοί, ενώ οι βάρβαροι πα­γα­νι­στές· οι Ρωμαίοι ζού­σαν ε­ντός της ε­πικράτειας, οι βάρβαροι εκτός: δεν είχαν πόλεις, ήταν νομάδες, ζούσαν στην ύπαιθρο, δεν είχαν γραπτούς νόμους, η συμπε­ρι­­­­φο­ρά τους ήταν ανεξέλεγκτη. δεν ήξεραν ελληνικά, ήταν απαίδευτοι.
 Ιδιαίτερα σε  ότι αφορά στη θρησκευτική συνιστώσα της ρωμαϊκής ταυτότη­τας η συγγραφέας  μας θυμίζει πως  η Βυζαντινή Ρωμαϊκή αυτοκρατορία –η οικουμένη– ήταν η επί γης βασιλεία των χριστιανών· το να είσαι χριστιανός σή­μαι­­νε ότι ήσουν υπήκοος της αυτοκρατορίας, και αντιστρό­φως. Συ­νε­πώς ο ρόλος του αυτοκράτορα ως επίγειου ηγεμόνα ή­ταν ιερός.Παρ’ ότι υπήρχαν ανέκαθεν θρησκευτικές αι­ρέσεις ε­ντός της βυζαντινορωμαϊκής οικουμένης, το ορθόδοξο δόγ­μα σταδι­α­κά επι­βλή­θηκε ως το μόνο έγκυρο και συνδέθηκε στενά με τον αυτο­κρα­τορι­κό θεσμό· οι δεσμοί σφυρηλατήθηκαν την πε­ρί­ο­­δο της Εικο­νο­μαχίας κυ­ρίως  οπότε η νομι­μό­τη­­τα της εξουσίας συν­δέ­θηκε άρρηκτα με την θρη­σκευτική Ορθοδοξία.
Αυτή όμως η πολι­τι­κή έκφαν­ση της θρησκευτικής ταυτότητας συνάντησε μεγάλες δυ­σκο­λίες καθώς συγκροτούνταν πολ­­λά χριστιανικά κρά­τη που δεν α­να­­γνώ­ρι­ζαν την βυζαντινορωμαϊκή υπεροχή – είτε με την έν­νοια της πο­λι­τικο-θρησκευτικής πρωτοκαθεδρίας, είτε με την έννοια ότι δεν α­να­γνώ­ρι­ζαν την ορθότητα της Ορθοδοξίας. Οι εξωτερικές εκ­φάν­σεις της ορ­θό­δο­ξης θρησκείας ταυτίζονταν ολοένα και πε­ρισ­σό­τε­ρο με τη ρω­μα­ϊ­κό­τητα, με τρόπο που περιόριζε την Ορθόδοξη πί­στη σε μία μόνο ο­μάδα Χριστιανών, ώσπου τελικά ήταν φανερό πως μό­­νο οι Ρω­μαίοι μπο­ρού­σαν να είναι Ορθό­δο­ξοι, πράγμα που ερχόταν σε αντί­φα­ση με το ιδεώ­δες του θρησκευτικού οικουμενισμού. Από την άλλη, η Ορθοδοξία εξαπλωνόταν πέρα α­πό τα σύνορα της βυζαντινο­ρω­μαϊ­κής επικράτειας· έτσι το κράτος έ­χανε την αποκλειστικότητα του ιε­ρού του ρό­λου και, με­γάλο μέρος του ιδεολογικού του ο­­πλο­στα­σίου. Η  ταξινόμησή των βαρ­βάρων γινόταν όλο και πιο δύσκολη όταν αυτοί άρχισαν να εκχριστιανίζονται (π.χ οι Βούλ­γα­­ροι) και  σχηματίστηκε  έτσι   μια σκιώδη ζώνη που ιδεολογικά δεν ή­ταν ούτε ρω­μα­­ϊκή ούτε εξ ολοκλήρου βαρβαρική: οι « μιξοβάρβαροι»
Πέρα από την  πο­λιτική και τη θρησκευτική όψη της,η βυζαντινορωμαϊκή ταυτότητα –σύμφωνα πάντα με την Gill  Page  -είχε και την γλωσσική. Στην ανατολή τα ελληνικά πάντα υπήρχαν ως μια –τουλάχιστον παράλληλη– γλώσσα , πάνω απ’ όλα ήταν η γλώσσα της καθη­με­ρι­νής επικοινωνίας, των συναλλαγών και του πολιτισμού, η  γλώσσα της φιλοσοφίας και  η πιο χρήσιμη κοινή γλώσσα . Για την εθνο­τι­κή ρω­μαϊ­κή ταυτότητα η ελληνομάθεια είχε θεμελιακό χαρακτήρα. Όμως θα πρέπει να ξεχωρίσουμε  την τεράστια πλειονότητα η οποία δεν είχε καμία εκπαίδευση  από την πολύ μικρή μειονότητα εκείνων που σπού­δα­ζαν στην Κωνσταντινούπολη και εξοικειώνονταν με τα αρχαία πρότυ­πα. Απόρροια του τεραστίου χάσματος παιδείας ανάμεσα στην άρ­χου­σα ε­λίτ και τη μεγάλη μάζα του πληθυσμού ήταν η διγλωσσία .Παιδεία και γλώσσα ήταν ένας διχαστικός παράγοντας με­τα­­ξύ πρωτεύουσας και ε­παρ­χιών.
Στις συνθήκες κρίσης του 12ου αιώνα, κατά την Gill  Page,η ελληνική γλώσσα έγινε ακόμη πιο σημαντική ως τρόπος αυτο­προσ­διορισμού μιας ομάδας πολιορκημένης από άλλες α­πει­λητι­κές ο­μά­δες. Οι Φράγκοι  εν τελει  με­τέβα­λαν και τα γλωσσικά  δεδομένα: τα ελληνικά, εν μέρει τουλάχιστον, έπαψαν να εί­ναι η γλώσσα της εξουσίας
Η ονοματοθεσία Ελλην και Γραικός  ενείχε και αυτή την σημασία της σύμφωνα με την συγγραφέα:      Στη χριστιανική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, για αιώνες η χρήση του ονόματος  ‘Ελληνείχε μει­ωτικό χαρα­κτή­ρα καθώς .τα ελληνικά θεωρούνταν  γλώσσα του πα­γα­νισμού στο εσωτερικό της ανατολικής αυτοκρατορίας. Όμως παρά τις αρνητικές συνδηλώσεις, ο ελληνισμός απέκτησε τεράστια σημασία στους κύκλους της κωνσταντινουπολίτικης ελίτ του 12ου αιώνα. Ορισμένοι Βυζαντινορωμαίοι συγγραφείς άρ­χισαν να αυτοαποκαλούνται  Έλληνες, και το  Ελλην --σύνδεση με ένα έν­δοξο παρελ­θόν- χρησιμοποιήθηκε προς επίρρωση του κύρους των Βυζαντινορωμαίων. Πέραν της κωνσταντινουπολίτικης ελίτ ό­μως, οι α­ντι­λήψεις για τους αρχαίους ήταν πολύ διαφορετικές, από τον μεσαίωνα μέχρι τα νεώτερα χρό­νια η λα­ϊ­κή α­ντί­­­ληψη για τους Έλληνες ήταν πως υπήρξαν κάποτε στο πα­ρελ­θόν μια μυθική φυλή γι­γά­ντων
 Στους πρώτους αιώνες της αυτοκρατορίας, το εθνώνυμο Γραικός, που προέρχεται από τη λατινική ονομασία για τους αρχαίους Έλ­λη­νες, χρησιμοποιούταν ευρέως, ως λιγότερο μειωτικό, αντί του  Ἕλλην .Ωστόσο, από τον 9ο αι­ώνα και μετά το Γραικός περιέπεσε σε αχρησία, εξαιτίας του ότι οι δυ­τι­κοί α­ποκαλούσαν έτσι (Graeci) τους κατοίκους της αυτοκρατορίας και τον ηγεμόνα τους imperator Graecorum. Οι βυζαντινορωμαίοι το εισ­έ­­πρατταν ως προσ­βολή, ως άρνηση της ρωμαϊκής αυτοκρατορικής κλη­ρονομιάς τους.
Για την συγγραφέα η  φραγκική κατάκτηση υπήρξε γεγονός καταλυτικό για τη βυ­ζα­ντινορωμαϊκή ταυτότητα: Επέφερε μια ρήξη ανάμεσα στη ρωμαϊκή θρη­σκευ­τι­κή ταυτότητα και την αντίστοιχη πολιτική και σφυρηλάτησαν  νέες εθνοτικές ταυτότητες. το γε­γο­νός ότι οι α­­­­­φέντες ήταν Λατίνοι και όχι Ρωμαίοι ανέδειξε τις πολιτι­σμι­κές και θρη­­­σκευτικές διαφορές μεταξύ Ρωμαίων και Λατίνων, δίνο­ντάς τους πρόσθετη δύναμη ως εκδηλώσεων της ρωμαϊκότητας κόντρα στη «λα­τι­νικότητα», κι έτσι, μέσω της διαφοράς, οι υ­πο­τελείς Ρωμαίοι απέκτη­σαν μια νέα αίσθηση ομαδικής ταυτότη­τας. Με τη σειρά της, η ε­θνο­­τι­κή έννοια της ρωμαϊκότητας, έκφανση της οποίας ήταν τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά, ήρθε σε πρώτο πλάνο. Μπορούσες τώρα να είσαι Ρω­­μαίος χωρίς να είσαι υπήκοος του αυτοκράτορα των Ρωμαίων,πράγ­­­μα που αποδυνάμωνε το κύρος της αυτοκρατορίας.

Η Gill  Page θεωρεί ότι  επί Παλαιολόγων, αναζωογονήθηκε γι’ άλλη μια φορά η ιδέα περί πε­πρω­μέ­νου της αυτοκρατορίας, ενώ παράλληλα επιδιώχτηκε η αναψηλάφηση του αρχαιοελληνικού πα­ρελ­­θόντος. Όμως έξω από τους κύκλους της μορφωμένης ελίτ, η πολιτική -αυτοκρατορική συ­ν­ιστώσα της ρωμαϊκής ταυτότη­τας έχανε τη σπου­δαι­ότητά της, ενώ οι φραγκικές κατακτήσεις έδωσαν περαιτέρω ώθη­ση στις χωριστικές τά­σεις που είχαν ήδη εκδηλω­θεί στα τέλη του 12ου αιώνα. Παρ’ όλο που οι Βυ­ζαντινορωμαίοι μπόρεσαν να επανε­δραι­ώ­σουν την εξουσία τους στην Πε­λοπόννησο τον 14ο αιώνα, για πολλούς ντόπιους η ρω­μαϊκή ταυτότητα σχετιζόταν πολύ περισσότερο με την καταγωγή, και  την Ορθοδοξία και την πολιτισμική σκευή.Η φρα­γκική κατάκτηση διέσπασε τον ρωμαϊκό κόσμο, οπότε εμφανίστηκαν βιώσιμες εναλλακτικές μορφές εξουσίας είτε δυ­τι­κών είτε ντόπιων αρ­χόντων, που μπόρεσαν να εκ­μεταλλευ­τούν το χάος που είχε προκύψει. Από την άλλη, η στάση απέναντι στους δυτικούς δεν ήταν η ίδια πα­ντού, αλλά κυμαινόταν ,από τη λυσ­σαλέα αντίδραση μιας μερίδας των Κωνσταντινουπολιτών μέχρι τα θολά ε­θνοτικά περιγράμματα στην Πελοππόννησο: η συγγραφέας  υπενθυμίζει ότι σε μερικές δημώδεις μυθιστορίες της εποχής υπάρ­χουν ι­σχυρές εν­δεί­ξεις ότι ορισμένοι δυ­τικοί τρόποι και στυλ είχαν γίνει αντικείμενο θαυμασμού.
Με  ενδελεχή  ανάλυση των πηγών  της περιόδου , με γραφή πυκνή και στιβαρή , με λόγο επιστημονικό και όχι  ιδεολογικό το βιβλίο της Gill  Page αποτελεί ένα  πολύτιμο βοήθημα  τόσο για ιστορικούς της υστεροβυζαντινής  εποχής όσο και για μελετητές των ιστορικο-κοινωνικών  φαινομένων του     έθνους και εθνικισμού.

·

4 Aralık 2014 Perşembe

η Νεωτερικοτητα και η Νοσταλγια της Κοινοτητας . Απο το Βιβλιο: Οι Μεταμορφωσεις της ταυτοτητας , Εθνος Νεωτερικοτητα και εθνικιστικός λόγος .


Πέτρος Θεοδωριδης

Η νεωτερικότητα, συνοδεύεται από την βαθμιαία ή γοργή καταστροφή των παλαιών παραδοσιακών ομαδοποιήσεων που βασιζόταν σε ''φυσικά'' χαρακτηριστικά: την γέννηση, ή την καταγωγή. Σημαδεύεται και από τον θρυμματισμό του κοινωνικού δεσμού, την εξατομίκευση, την εξαφάνιση των ενδιάμεσων κοινωνικών ομαδοποιήσεων πού μεσολαβούσαν ανάμεσα στο άτομο και την κοινωνία. ’’Οι συνθήκες εργασίας της βιομηχανικής κοινωνίας είναι έτσι οργανωμένες ώστε να ξεριζώνουν τις δομές πού στήριζαν τις πολιτισμικές διαφοροποιήσεις. Οι πολιτισμικές διάφορες ισοπεδώνονται από την βιομηχανική παραγωγή’’
Με την έλευση της νεωτερικότητας η κοινωνία δεν υπόκειται ενός ελέω θεού μονάρχη ,μιας θρησκευτικής ματιάς του κόσμου, μιας απαρασάλευτης ηθικής και πολιτικής τάξης με αλλοκοσμικές πηγές. Αντίθετα αναδεικνύεται-όλο και πιο βαθιά, σε πεδίο αναφοράς της πολιτικής, καθημερινής πολιτικής νομιμοποίησης. Από τον 19ο αιώνα η ‘’κοινωνία’’ έγινε ο τόπος της ιδέας της προόδου ,της φυγής προς τα εμπρός Αυτή η κοινωνία πού ατέρμονα διεκδικεί από το κράτος παραχωρήσεις, χώρο για την ανάπτυξη της, πού φαντάζεται τον εαυτό της σφριγηλά νεανικό, θεωρείται πάνω από όλα μια ‘’κοινωνία παραγωγών’’ ,πού βάσιζε το ήθος της στις επιτυχίες της βιομηχανικής επανάστασης. Το σύμβολο της τελευταίας, το τραίνο, με την ασταμάτητη δύναμη του έγινε και ο νέος μύθος της κοινωνίας του 19ου αιώνα, πού αντικατέστησε τις παλαιότερες φυσικές μεταφορές της ‘’θύελλας και ορμής’’ ή ‘’λάβας’’ των επαναστατικών κινημάτων του 18ου αιώνα Όπως έγραφε ο Χάινε’’ο αιώνας μας τρέχει πάνω σε σιδερένιες ράγιες προς έναν ακτινοβόλο, υπέροχο σκοπό..’’.’
Η Νοσταλγία της Κοινότητας

Όμως σ΄ αυτήν ακριβώς την νεωτερική επίπεδη πολιτισμική γεωμετρία, παλιές εικόνες και προσλήψεις του κόσμου, επέπλεαν ακόμα ισχυρές. Εικόνες πού επιλέγονται, οργανώνονται, και επανερμηνεύουν την Νεωτερική πραγματικότητα, μέσω ενός κεντρικού βιώματος: Της συναίσθησης της απουσίας της ‘’κοινότητας’’
Αυτή η ενσυναίσθηση της απουσίας, ,η νοσταλγία της ‘’κοινότητας’’, τέμνει εγκάρσια και εξαρχής την νεωτερικότητα: Ως επιθυμία της παραδοσιακής κοινότητας πού δεν υφίσταται πια αλλά και ως αντινεωτερική φαντασιακή ανάπλαση της. Η αντί -νεωτερική νοσταλγία (και όχι απλώς προ-νεωτερικό κατάλοιπο) γεννιέται μαζί και αποτελεί αξεχώριστο κομμάτι της νεωτερικότητας. Η νεώτερη ‘’βιομηχανική’’ κοινωνία συνιστά έτσι ‘’μια αντιφατική ιστορική συμβίωση μεταξύ της νεωτερικότητας και αντινεωτερικότητας’’

Η ίδια η νεωτερικότητα ‘’χαρακτηρίζεται από μια διαρκή διαδικασία εσωτερικών διαρρήξεων και ρωγμών’’

Στο ίδιο το κέντρο της βιομηχανικής κοινωνίας ξετυλίγεται η διαλεκτική της νεωτερικότητας και της αντινεωτερικότητας. Ο Μαξ Βέμπερ ανέλυσε ορθά τη νεωτερικότητα ως διαδικασία ‘’αποσαγήνευσης’’, απο-ιεροποίησης της κοινωνίας. Όμως ταυτοχρόνως όπως γράφει ο Ulrich Beck ‘’συντελείται και μια διαδικασία ιεροποίησης, φυσικοποίησης και αναγωγής των κοινωνικών σχέσεων σε ταμπού. Η απομυθοποίηση και η επαναμυθοποίηση πηγαίνουν χέρι με χέρι’’
.......................................................................................................................

29 Kasım 2014 Cumartesi

Ο Στάλιν πατέρας της Ουκρανίας;(αναδημοσίευση απο το βημα)


Ο Στάλιν πατέρας της Ουκρανίας;

Επί διακυβέρνησής του σχηματίστηκε ένας τόπος με ισχυρή ουκρανική εθνική συνείδηση
Ο Στάλιν πατέρας της Ουκρανίας;

2

εκτύπωση 
 
Πριν από οκτώ χρόνια, η Βουλή της Ουκρανίας ανακήρυξε «γενοκτονία» τον λιμό του 1931-3, που σκότωσε 5 ως 7 εκατ. Σοβιετικούς την εποχή του Στάλιν. Το Σάββατο, ο πρόεδρος της Ουκρανίας Πέτρο Ποροσένκο άφησε ένα δοχείο με σπόρους σιτηρών κοντά στον ποταμό Δνείπερο στο Κίεβο για να τιμήσει την επέτειο.

Η διακυβέρνηση του Στάλιν συνδέεται με δυο από τα πιο φοβερά επεισόδια στην ιστορία της Ουκρανίας: τον λιμό και τις μαζικές εκτελέσεις ουκρανών διανοούμενων και πολιτικών το 1937-8 _ αμφότερα συνέβησαν σε ολόκληρη τη Σοβιετική Ένωση.

Αλλά υπάρχει και μια άλλη πλευρά: επί Στάλιν, σχηματίστηκε ένας τόπος με ισχυρή ουκρανική εθνική συνείδηση. Ναι, ήταν ένας δολοφονικός τύραννος αλλά ήταν και πατέρας της σημερινής Ουκρανίας.

Η Ουκρανία προέκυψε από την τσαρική Ρωσία ως χωριστή χώρα ως αποτέλεσμα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, της επανάστασης του 1917, της γερμανικής στρατιωτικής κατοχής και των προσπαθειών των ουκρανών εθνικιστών. Ενάντια στις επιθυμίες άλλων σοβιετικών αξιωματούχων, που ήθελαν να πατάξουν τον εθνικισμό, ο Στάλιν υποστήριξε να τον αποδεχθούν _ και να τον εκμεταλλευτούν.  

Λόγω της καταγωγής του από τη Γεωργία, ο Στάλιν γνώριζε ότι το εθνικό αίσθημα ήταν υπερβολικά ισχυρό για να καταπιεστεί. Γνώριζε επίσης ότι οι κομμουνιστές θα μπορούσαν να το μεταχειριστούν για να κερδίσουν αφοσίωση και να πετύχουν τον οικονομικό εκσυγχρονισμό.

Η Ουκρανία είχε παραμείνει ουσιαστικά ανεξάρτητη ακόμη και μετά την ανακατάληψή της από τους Μπολσεβίκους στον ρωσικό εμφύλιο του 1918-21. Το 1922 ο Στάλιν πρότεινε την ένταξη της Ουκρανίας, της Λευκορωσίας και του Καυκάσου στη Σοβιετική Ρωσία επιτρέποντάς τους να διατηρήσουν σημαντική αυτονομία.  Αλλά ο Λένιν ζήτησε μια Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών στην οποία η Ουκρανία και η Ρωσία θα ήταν δήθεν ίσες. Η αντιπρόταση του Λένιν βασιζόταν όχι στην αφοσίωσή του προς την αυτοδιάθεση αλλά, όπως και του Στάλιν, σε στρατηγικούς υπολογισμούς.  

Ο Στάλιν υπέκυψε στον Λένιν και εφάρμοσε επιδέξια το όραμα του μπολσεβίκου ηγέτη για τον σχηματισμό της Σοβιετικής Ένωσης στα τέλη του 1922. Το 1991 η Σοβιετική Ένωση διαλύθηκε. Η Ουκρανία, που κατάφερε να μην απορροφηθεί από τη Ρωσία χάρη στον Λένιν, έγινε ανεξάρτητη. Αλλά το νέο έθνος κάλυπτε τόσο μεγάλη επικράτεια χάρη στον Στάλιν.

Όταν πρωτοσχηματίστηκε, η Σοβιετική Ουκρανία δεν είχε φυσικό σύνορο στα ανατολικά με την Σοβιετική Ρωσία. Η χάραξή του απογοήτευσε όλες τις πλευρές και αποτελεί τον χώρο του σημερινού εμφυλίου με τους αυτονομιστές.

Στα δυτικά, ως αποτέλεσμα της συμφωνίας του 1939 με τον Χίτλερ, ο Στάλιν απέκτησε την ανατολική Πολωνία την οποία ένωσε με την Ουκρανία. Με την ήττα της ναζιστικής Γερμανίας το 1945, ο Στάλιν προσάρτησε την Υπερκαρπαθία, που ανήκε στην Τσεχοσλοβακία και σήμερα αποτελεί το νοτιοδυτικό άκρο της Ουκρανίας. Τέλος, η Κριμαία, που τότε ήταν κυρίως ρωσική, πέρασε στην Ουκρανία κατόπιν απόφασης του Στάλιν η οποία όμως εφαρμόστηκε μετά τον θάνατό του, το 1954.

Λέγεται ότι ο Βλαντίμιρ Πούτιν είπε στον πρόεδρο Τζορτζ Μπους σε μια σύνοδο του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι το 2008 ότι «η Ουκρανία δεν είναι καν κράτος». Αλλά ο ρώσος πρόεδρος δεν μπορεί να αποφύγει την πιο πρόσφατη ιστορία.

Η προσάρτηση της Κριμαίας από την Ρωσία έκανε την Ουκρανία ακόμη πιο ουκρανική και συνέβαλε στην εκλογή της πρώτης ουκρανικής Βουλής στην οποία πλειοψηφούν οι ευρωπαϊστές. Ο Πούτιν δεν μπορεί απλά να καταπιεί στην Ουκρανία. Και αντίθετα προς τον Στάλιν, δεν μπορεί να προσελκύσει την Ουκρανία στη νέα «ευρασιατική» ένωση με τη Ρωσία.

Οι Ουκρανοί δεν τρέφουν καμία συμπάθεια προς τη δικτατορία του Στάλιν αλλά ο σημερινός τους αγώνας οφείλει πολλά στην κληρονομιά του Στάλιν.  

*Ο κ. Stephen Kotkin είναι καθηγητής Ιστορίας στο πανεπιστήμιο του Πρίνστον

Mazower: Το έθνος-κράτος παίρνει τώρα τη ρεβάνς/αναδημοσιευση απο το www.euro2day.g

Mazower: Το έθνος-κράτος παίρνει τώρα τη ρεβάνς

www.euro2day.g

Παρά τα οράματα της Αριστεράς και της φιλελεύθερης Δεξιάς, η παγκοσμιοποίηση δεν πέτυχε ποτέ: Αποδείχθηκε η εποχή αστάθειας που κατέληξε στην κρίση και την απομυθοποίηση της απελευθέρωσης. Το εθνικό κράτος έχει επιστρέψει και γίνεται όπλο του απολυταρχισμού.
Mazower: Το έθνος-κράτος παίρνει τώρα τη ρεβάνς
Το εθνικό κράτος κάνει την επιστροφή του; Ετσι δείχνουν τα πράγματα. Παραδοσιακές διακρατικές συγκρούσεις εκτυλίσσονται στην Θάλασσα της Κίνας και τα δυτικά σύνορα της Ρωσίας. Οι διακρατικές συναντήσεις, όπως η σύνοδος της Apec και της Group of 20 στο Σίδνεϊ χαρακτηρίστηκαν από ασυνήθιστες εντάσεις. Η παραδοσιακή διπλωματία (ευτυχώς εν προκειμένω) είναι εκείνη που μετράει σε ζητήματα από το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν μέχρι το φαινόμενο του θερμοκηπίου.
Ωστόσο η κυρίαρχη άποψη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, ήταν ότι η παγκοσμιοποίηση θα φέρει την μεταμόρφωση του πλανήτη μέσα από μη κρατικούς παράγοντες. Η λήξη του ψυχρού πολέμου προκάλεσε μια, σχεδόν μαρξιστική προσδοκία, ότι το κράτος θα υποτονίσει –υπό την σκιά της ελεύθερης ροής χρήματος και αγαθών και υπονομευόμενο από εξω-κρατικούς παράγοντες, εκ των οποίων οι τρομοκρατικές ομάδες ήταν οι πλέον προφανείς, αλλά όχι οι μόνοι. Ήταν μια προσδοκία την οποία μοιραζόταν όλο το πολιτικό στερέωμα.
Στην Αριστερά, οι επικριτές της παγκοσμιοποίησης των αγορών, πρόβλεπαν την ανάταση της ισχύος του λαού. Οι μη κυβερνητικοί οργανισμοί θα υπερυψώνονταν πάνω από τους ξεφτισμένους, υποτίθεται, θεσμούς του εθνικού κράτους και θα δημιουργούσαν νέες, πιο ζωηρές μορφές πολιτικής δραστηριότητας. Η τεχνολογία θα έδινε καλύτερες λύσεις σε παλιά προβλήματα, προσπερνώντας τους στατικούς εθνικούς θεσμούς.
Η νεοφιλελεύθερη Δεξιά χαιρέτιζε την ανάδειξη της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής ισχύος, την κατάργηση των ελέγχων κεφαλαίου και την απορύθμιση των τραπεζών, επειδή, αν μη τι άλλο, όλα αυτά αποδυνάμωσαν τις δυνατότητες των εθνικών κυβερνήσεων να ελέγξουν τις αγορές. Στην μεταποίηση και τις υπηρεσίες, οι επιχειρήσεις κατέκτησαν νέες δυνατότητες να αξιοποιήσουν τα διαφορετικά φορολογικά καθεστώτα και τα επίπεδα των μισθών σε όλο τον πλανήτη.
Ολες αυτές οι προσδοκίες όμως, υποτίμησαν την δυνατότητα επιβίωσης -την νομιμότητα στην ουσία- του κράτους και των θεσμών του, καθώς και την μεγάλη δυσκολία δημιουργίας καινούργιων, από το πουθενά. Οι μη κυβερνητικές οργανώσεις παρέμειναν στο περιθώριο: Οι διεθνείς οργανισμοί είναι τα «οχήματα» των ομάδων και των συνασπισμών εθνικών κρατών για να δρουν συντονισμένα όπου μπορούν. Από αυτή την άποψη, ουσιαστικά είναι παράγωγα, που καθρεφτίζουν τις επιθυμίες των πιο ισχυρών μελών. Η ιδέα ότι θα απελευθερώνονταν από τον κλοιό των εθνικών κυβερνήσεων, ήταν ουτοπία.
Ο δε νεοφιλελεύθερος ενθουσιασμός με τις απελευθερωμένες αγορές, δεν είχε καλύτερη τύχη. Η εποχή της παγκοσμιοποίησης ήταν εποχή αστάθειας -και στο Μεξικό, την ανατολική Ασία και την Ρωσία, το κόστος της κρίσης είχε γίνει εμφανές σε όλη την δεκαετία του 1990. Χρειάστηκε όμως να περάσει μια δεκαετία, για να ξεγυμνώσει η κατάρρευση της Lehman Brothers και η διεθνής κρίση τους Αμερικανούς και τους Ευρωπαίους από την πίστη τους στον καπιταλισμό και να αρχίζουν να αλλάζουν οι απόψεις.
Εκτοτε, η εξουσία έχει επιστρέψει προς το κράτος από πολλά μέτωπα. Στο κάτω – κάτω οι φορολογούμενοι ήταν που διέσωσαν τις τράπεζες. Το βάρος της εξόδου από την κρίση έπεσε στις κεντρικές τράπεζες σε συνεργασία με τους υπουργούς Οικονομικών. Από το 2010, η αυξανόμενη ανισότητα που συνοδεύει την ανάκαμψη, έχει προκαλέσει μεγάλο υποβόσκον κύμα οργής στους ψηφοφόρους, όχι μόνο έναντι των τραπεζών, αλλά και ενάντια στα ελαφρά φορολογικά βάρη που απολαμβάνουν πολλές πολυεθνικές. Η αλλαγή στην ψυχολογία απειλεί παραπάνω την απελευθέρωση του εμπορίου κι έχει φέρει στην πολιτική ατζέντα προτάσεις για διεθνή εναρμονισμό των εταιρικών φόρων. Την ίδια ώρα, η επίδειξη δύναμης του Vladimir Putin, καταδεικνύει ότι τίποτα δεν αντικαθιστά το κράτος στην τακτοποίηση των ζητημάτων πολέμου και ειρήνης.
Στην πραγματικότητα, το κράτος ήταν πάντα μαζί μας. Το δημοσιονομικό του αποτύπωμα έχει αλλάξει ελάχιστα εδώ και δεκαετίες: Οι εισπράξεις της κυβέρνησης των ΗΠΑ, για παράδειγμα, είναι σήμερα λίγο πολύ στο ίδιο ποσοστό επί της παραγωγής που βρίσκονταν το 1960. Στη Βρετανία, οι δημόσιες δαπάνες έχουν μεταβληθεί ελάχιστα την ίδια περίοδο. Αυτό που συνέβη κατά τη διάρκεια των τελευταίων δύο ή τριών δεκαετιών ήταν λιγότερο απονέκρωση του κράτους και περισσότερο επαναπροσδιορισμός των επίσημων προτεραιοτήτων.
Εγκαταλείποντας τον εσωτερικό στρατηγικό σχεδιασμό, το κράτος έγινε μεσολαβητής των ρυθμιστικών καθεστώτων. Εξωτερικά, μεταμόρφωσε τους αμυντικούς προϋπολογισμούς, μεταφέροντας πόρους από τους ανθρώπους στις μηχανές.
Η οικονομική κρίση έχει επιταχύνει ορισμένες από αυτές τις τάσεις και άρχισε να ανατρέπει άλλες. Τα κράτη - ή οι πολιτικές ηγεσίες τους - εξακολουθούν να είναι απρόθυμα να κάνουν όσα θα είχαν κάνει τη δεκαετία του 1940.
Αρνούνται πεισματικά να επιβάλλουν αυστηρότερες ποινές στις τράπεζες ή να αναγνωρίσουν την ανεργία ως προτεραιότητα. Αλλά αυτό που είναι πιο σημαντικό είναι ίσως αυτό που η κρίση έχει δημιουργήσει σε παγκόσμιο επίπεδο: Απομυθοποιώντας την εξιδανίκευση των αγορών ενθάρρυνε την αποκατάσταση της κρατικής ισχύος ως αυτοσκοπό.
Την κατάσταση αυτή εκμεταλλεύθηκαν εύκολα οι απολυταρχικοί ηγέτες στο όνομα της εθνικής κυριαρχίας και της δημοκρατίας. Η Ουγγαρία και η Ρωσία αποτελούν παράδειγμα αυτής της τάσης. Έχουμε ακούσει πολλά, τα τελευταία 20 χρόνια, για την παρακμή του κράτους. Από εδώ και πέρα θα ακούμε όλο λιγότερα.

***Ο αρθρογράφος είναι καθηγητής Ιστορίας στο πανεπιστήμιο Κολούμπια και συγγραφέας του «Governing the World: The History of an Idea».

21 Kasım 2014 Cuma

Χαρακτηριστικά του εθνορομαντικου κριτικού ρεύματος . Aπο το Νικόλας Σεβαστάκης , Κοινότοπη Χώρα , όψεις του Δημόσιου χώρου και αντινομίες άξιων στη σημερινή Ελλάδα , Σαββαλας, Αθηνα 2004

Χαρακτηριστικά του εθνορομαντικου κριτικού ρεύματος :
  1. Το ελληνικό πρόβλημα είναι θεμελιωδώς  πρόβλημα πολιτισμού δηλαδή αξακών και οντολογικών  προϋποθέσεων  της συλλογικής  ζωής και της προσωπικής άξιας . Κάθε άλλη διάσταση , πολιτική, ταξική κ.λ.π θεωρείται υποδεέστερης  σημασίας  από την παρέμβαση στο επίπεδο του πολιτισμού
  2.  Το ελληνικό  πρόβλημα αφορά  τις εθνικές  πληγές  η τραγωδίες του ελληνισμού , την περιπέτεια της αυτοσυνειδησίας των ελλήνων που υπέστη συστηματικούς βιασμούς από διάφορα μεταπρατικά συστήματα  ιδεολογικών  αναπαραστάσεων  και θεσμικών  κατασκευών . Ετσι πρέπει  να απορριφθούν  τα αναλυτικά εργαλεία  των κοινωνικών  επιστημών , τα οποία επηρεάζονται από τον ιστορικό  υλισμό  και εν γένει από τις αλλότριες» επιστημολογίες
  3. Επείγει ,ετσι και εδώ  η έκκληση σε μια νέα λαϊκότητα ,αυθεντικά αντιπολιτική ΄δίχως δηλαδή ιδεολογικές δεσμεύσεις  σε επείσακτα και αλλότρια συστήματα σκέψης ΄και ικανή να εμπνεύσει  νέες ποιότητες  αυτονομίας του ελληνισμού λαικότητ αυτή οφείλει  να αφήσει  πίσω της τα σχίσματα του  παρελθόντος (Αριστερά και Δεξιά , πρόοδος ΄συντήρηση ,σοσιαλισμός΄φιλελευθερισμός κ.λ.π  και να συγκροτηθεί ως προσδοκία νέων πολιτικών – πολιτισμικών ρευμάτων Νικόλας Σεβαστάκης , Κοινότοπη Χώρα , όψεις  του Δημόσιου  χώρου  και αντινομίες  άξιων  στη  σημερινή Ελλάδα , Σαββαλας,  Αθηνα 2004)


11 Kasım 2014 Salı

Εθνικισμός και λαϊκισμός στην ιδεολογία της Χούντας ΜΗΤΑΦΙΔΗΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ (ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΑΥΓΗ, 16-4-06)

Εθνικισμός  και λαϊκισμός στην ιδεολογία της Χούντας


      «Και  εχρειάσθη η 21η Απριλίου δια να μη απωλεσθή η νίκη του Γράμμου» («Νέα Ελλάς», Ιούλιος 1967, σ. 14)
        «Δεν θα υπάρξη  μπουρλοτιέρης κομμουνιστής, όταν δεν ημπορή  να παρασύρη ως  σειρήνα τον πένητα  και νήστιν εργάτην». (Γ. Παπαδόπουλος, «Το πιστεύω μας», τόμος Β΄ , Αθήνα 1968, σ. 38)1 
      Στα δυο αυτά χαρακτηριστικά αποσπάσματα παρουσιάζονται ανάγλυφα η-σύμφωνα με τη Χούντα-αιτία του πραξικοπήματος, η αποτροπή της υποτιθέμενης «κομμουνιστικής απειλής», και ο πατερναλιστικός λαϊκισμός των συνταγματαρχών.
      Στην  προσπάθειά της η  Χούντα να δικαιολογήσει  και να παρατείνει το βάρβαρο καθεστώς της, βαφτίστηκε «Απριλιανή Επανάστασις, προϊόν ιστορικής αναγκαιότητος», που απαιτούσε την «αναδιαπαιδαγώγησιν» των Ελλήνων, ώστε να γίνουν «κοινωνικά άτομα» ως απαραίτητη προϋπόθεση για μια «Νέα Δημοκρατία», που θα αντικαθιστούσε τον «μεγάλον ασθενή», την παραδοσιακή κοινοβουλευτική δημοκρατία, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σ’ ολόκληρο τον κόσμο!
      Τα  παραληρήματα μεγαλείου  της Χούντας δεν μπορούσαν να κρύψουν την ιδεολογική της φτώχια και την προσήλωσή της στο παρελθόν, τις παραδοσιακές αξίες του «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού» που, κατά τον Πατακό, «αι ένοπλοι δυνάμεις είναι οι σωματοφύλακές του».
      Ήδη από το πρώτο «μεσσιανικό» ανακοινωθέν του διακοσμητικού πρωθυπουργού Κ. Κόλλια, προέκυπτε αβίαστα το συμπέρασμα ότι οι πραξικοπηματίες εφάρμοζαν την κλασική λατινοαμερικάνικη συνταγή της «καθάρσεως από την φαυλοκρατίαν», ενώ δεν έλειπαν οι μεταξικής κοπής εθνικιστικές κινδυνολογίες και τα κηρύγματα «συναδελφώσεως όλων των Ελλήνων, αφού από της στιγμής αυτής δεν υπάρχουν δεξιοί, κεντρώοι, αριστεροί»(!). Αυτό, βέβαια, δεν τους εμπόδισε να «εκτοπίσουν προληπτικώς» στα ξερονήσια χιλιάδες αριστερούς και «συνοδοιπόρους» και να ισχυρίζονται ότι «έσωσαν την χώραν την τελευταίαν στιγμήν από κομμουνιστικήν επικράτησιν ανάλογον εκείνης της Πράγας το 1948».
      Με  εξαίρεση τη διαγραφή των χρεών - των  πιο εύπορων - αγροτών, οι αρχικές λαϊκίστικες  επαγγελίες της Χούντας  αθετήθηκαν. Έτσι, το επιχειρηματικό κατεστημένο της χώρας δέχθηκε με ανακούφιση τις διαβεβαιώσεις του Μακαρέζου ότι «η Επανάστασις διαπνέεται από τας αρχάς της ελευθέρας οικονομίας και βασίζεται εις την ατομικήν πρωτοβουλίαν» και, επομένως, δεν κινδύνευε από «την πολιτικήν κοινωνικών μετασχηματισμών με στόχο την οικονομικήν άνοδον των χαμηλοτέρων εισοδηματικών τάξεων», όπως δημαγωγικά είχαν εξαγγείλει οι συνταγματάρχες. Εξάλλου, όπως σωστά αναλύει ο Αρ. Μάνεσης, μετά τη λαϊκή έκρηξη τον Ιούλιο του 1965, «ο διάχυτος φόβος των κυρίαρχων τάξεων που σκέπτονταν απελπισμένα: ‘η νομιμότητα μας σκοτώνει’, τις έκανε αντικειμενικά πρόθυμες να αποδεχθούν την εκχώρηση της άσκησης της κρατικής εξουσίας σε δυναμικότερους φορείς, ενός δηλαδή καθεστώτος ‘έκτακτης ανάγκης’, οπότε το ‘βία χωρίς φράση’ θα αντικαθιστούσε το ‘βία της φράσης’ του κοινοβουλευτικού καθεστώτος».2
      Όσοι  επίσης αφελώς διέκριναν  «νασερικές τάσεις»  στους συνταγματάρχες διαψεύστηκαν γρήγορα, καθώς, αντί του «οικονομικού εθνικισμού», οι συνταγματάρχες προχώρησαν σε γενναίες παραχωρήσεις προς το ξένο – κυρίως αμερικάνικο - κεφάλαιο, ιδιαίτερα ως προς την εξαγωγή κερδών, ενώ οι Έλληνες εφοπλιστές απολάμβαναν καθεστώς «σημαίας ευκαιρίας».
      Και τον υπερεθνικισμό της αναγκάστηκε να υποστείλει προσωρινά-η Χούντα. Το Νοέμβριο του 1967 συμμορφώθηκε προς τις ΝΑΤΟικές υποδείξεις και υποχώρησε στις αξιώσεις της Τουρκίας στο «Κυπριακό». Παραιτήθηκε, επίσης, των αλυτρωτικών της βλέψεων στην Αλβανία, με την οποία μάλιστα υπέγραψε και συμφωνία «δικαστικών διευκολύνσεων», δηλαδή να παραδίδονται στους δήμιους της Χούντας όσοι αντίπαλοί της διέφευγαν στη γειτονική χώρα!
      Αλλά αυτό δεν σημαίνει πως ο αναδιπλωμένος, σαν το σκαντζόχοιρο, εθνικισμός της Χούντας παρέμεινε μόνο σε ρητορικό επίπεδο και για εσωτερική κατανάλωση. Την περίοδο του «αόρατου» δικτάτορα Ιωαννίδη, έβγαλε τα αγκάθια του και οδήγησε, με την πραξικοπηματική ανατροπή του Μακάριου το 1974, στη δεύτερη, μετά εκείνη του 1964 (Γ. Γρίβας), διχοτόμηση της Κύπρου. Ο τυχοδιωκτικός ελληνικός εθνικισμός έστρωσε το δρόμο στον «Ατίλα» των «θεματοφυλάκων των ιερών παραδόσεων του κεμαλισμού», δηλ. στον τουρκικό εθνικισμό.
      Όσο κι αν προσπαθούσαν οι χουντικοί να εμφανιστούν  ως γηγενές είδος, ως «ο αναγεννώμενος εκ της τέφρας του Φοίνικας», δεν έκρυβαν ούτε τη συμπάθεια ούτε τη συνάφειά τους με τις άλλες αμερικανόπνευστες στρατιωτικές δικτατορίες. Με προεξάρχουσες τις γκροτέσκες φιγούρες των Παττακού και Λαδά, είχαν αναλάβει «να διαπλάσσουν πολιτισμένους χαρακτήρας με τοιαύτην ευθύνην και πατριωτικήν συνείδησιν, ώστε να μην επαναληφθούν αι εγκληματικαί πράξεις των ξενοκίνητων Ερυθρών Διαβόλων». Αυτή η «Εθνική και Ηθική Διαπαιδαγώγησις», εκτός από τα βασανιστήρια, τις δολοφονίες, τα στρατοδικεία, τις φυλακές-εξορίες, περιλάμβανε: το κυνήγι των μακρυμάλληδων, των ομοφυλόφιλων, τον υποχρεωτικό εκκλησιασμό μαθητών και εκπαιδευτικών, τη λογοκρισία και την απαγόρευση χιλιάδων βιβλίων, ακόμη και του Ελληνοβουλγαρικού λεξικού(!). Και εκτός του «αναρχοκομμουνισμού», στο στόχαστρο του χουντικού πουριτανισμού μπήκαν ο «προσωπικός αναρχισμός», και ο «ελεύθερος έρωτας του χιπισμού» που «επικρατούν στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις – Βαβυλώνες του εγκλήματος της αθεϊστικής Δύσης».
      Γι’ αυτό και ο σοβιετολόγος Γεωργαλάς που καταπιάστηκε να επενδύσει  θεωρητικά το «γύψο» και τις προγονόπληκτες γελοίες παράτες της Χούντας, κατέληξε να προτείνει ως φάρμακο για την «παρακμή της καταναλωτικής κοινωνίας» την εφαρμογή «εκτεταμένων ψυχοθεραπευτικών προγραμμάτων»(!)
      Για να απαλλαγούν οι Έλληνες  «από το σαράκι του εγωκεντρισμού, για να εξυγιάνουν τους εαυτούς τους και να συγκροτήσουν τον περιούσιον Λαόν του Κυρίου» (Παπαδόπουλος), το «Εγχειρίδιον δια τα στελέχη της Εθνικής Προπαγάνδας» του συνταγματάρχη Κ. Βρυώνη συνιστούσε, αλά Γκαίμπελς, την «ακατάπαυστον δογματικήν επανάληψιν της εθνικής ιδέας, γνώμης ή απόψεως εις τον τύπον υπό μορφήν συνθήματος…το ‘Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών’… ώστε ο λαός την συνηθίζει και στο τέλος η εθνική ιδέα καθίσταται πίστις του».
      Η κοινωνική απομόνωση  της Χούντας, η  εντεινόμενη εσωτερική  αντίσταση και  η διεθνής κατακραυγή που την υποχρέωσε  να αποχωρήσει από το Συμβούλιο της Ευρώπης, την ανάγκαζαν να απολογείται διαρκώς και να καλεί «να επιλέξουν το δρόμο του ψυχιατρείου» όσους αμφισβητούσαν την πρόθεσή της να εγκαθιδρύσει μια αλά Ραφαέλ Τρουχίλιο «Νέα Δημοκρατία». Σύμφωνα με την αλήστου μνήμης «Πολιτική Αγωγή» του Υπουργού Παιδείας Θ. Παπακωνσταντίνου «ο παντελώς αδιαφώτιστος ελληνικός λαός έπρεπε να εκπαιδευθεί πολιτικώς εις τας ιδεολογικάς αρχάς της Επαναστάσεως»…εντρυφώντας στις παρανοϊκές ασυναρτησίες του Γ. Παπαδόπουλου. Αλλά ούτε και η «Ιδελογία της Επαναστάσεως» του Γ. Γεωργαλά κατορθώνει να πείσει ότι «η Επανάστασις υπήρξεν αντιδικτατορική και αντιολοκληρωτική» και ότι όσοι την πολεμούν είναι «αντεπαναστάτες, η αντίδρασις που εμποδίζει εμάς τους Έλληνες να γίνουμε για μια ακόμα φορά η πρωτοπορία του κόσμου».
      Είναι φανερό ότι τα ιδεολογικά «πιστεύω»-αμαλγάματα της Χούντας δεν διακρίνονται για την εσωτερική συνοχή τους. Γι’ αυτό και η ταξινόμησή τους πίσω από μια και μόνη ιδεολογική ταμπέλα, όπως π.χ. «φασιστική δικτατορία», είναι απλουστευτική. Αναμφίβολα η Χούντα χρησιμοποίησε φασιστικές μεθόδους: ο αντικομμουνισμός, ο μιλιταρισμός, η διάλυση των συνδικάτων και των κομμάτων, ο υπερεθνικισμός, οι λαϊκίστικες επιθέσεις στις «παλαιοκομματικές ελίτ», η ρατσιστική προπαγάνδα κατά του «τυραννικού ασιατικού πνεύματος» (Γεωργαλάς), τα αντισημιτικά κείμενα της Αρχιεπισκοπής που διανέμονταν στο στρατό, η εμετική προβολή του Παπαδόπουλου ως «Αρχηγού της Επαναστάσεως, που είναι σαρξ εκ της σαρκός του λαού και υλοποιεί τα όνειρα της φυλής», οι αποτυχημένες απόπειρες να συγκροτήσει νεολαία – «Άλκιμοι» - κατά τα πρότυπα της μεταξικής ΕΟΝ και οι στενοί δεσμοί του «Κόμματος της 4ης Αυγούστου» με σημαίνοντα στελέχη της Χούντας δεν κατάφεραν να της προσφέρουν τη μαζική αντικοινοβουλευτική βάση που χαρακτήριζε τα φασιστικά καθεστώτα.
           Γι’ αυτό, μπροστά στην οικονομική και πολιτική κρίση του '71-'72, σε μια ύστατη προσπάθεια να κρατηθεί στην εξουσία, αποπειράθηκε να μεταμφιεστεί, να «πολιτικοποιηθεί» με τη δοτή κυβέρνηση Μαρκεζίνη. Ήδη όμως είχε αρχίσει η ανοιχτή αμφισβήτηση της, ακόμα και μέσα στο στρατό (κίνημα του Ναυτικού, ανταρσία του αντιτορπιλικού «Βέλους»). Με την κατάληψη της Νομικής το Φλεβάρη του 1973, άρχισε να αναπτύσσεται ένα ανατρεπτικό κίνημα νεολαίας, που ενσωμάτωνε όχι μόνο τις αγωνιστικές παραδόσεις του λαϊκού κινήματος στη χώρα, αλλά και εμπνεόταν από το κίνημα  αμφισβήτησης της δεκαετίας του ’60, από το διεθνές αντιπολεμικό κίνημα, από το μεγαλειώδη απελευθερωτικό αγώνα του βιετναμέζικου λαού. Ήταν η ριζοσπαστική «γενιά» της εξέγερσης του Πολυτεχνείου.
      Ως  προϊόν και καθεστώς κρίσης της αστικής  κυριαρχίας, η πατερναλιστική – βοναπαρτιστική δικτατορία των συνταγματαρχών,  απέτυχε να επιβάλει ως κυρίαρχη ιδεολογία τη μετεμφυλιακή αντικομμουνιστική εθνικοφροσύνη. Αντίθετα, κατά ειρωνεία της Ιστορίας, δημιούργησε τις συνθήκες μιας «εθνικής αντιδικτατορικής ενότητας»-με αποκορύφωμα το αμίμητο «ή Καραμανλής ή τανκς» του Μ. Θεοδωράκη-στην οποία ηγεμόνευε ιδεολογικά ο αμυντικός αντιιμπεριαλισμός-αντιαμερικανισμός της παραδοσιακής και όχι μόνο Αριστεράς, που της έλειπε όμως ο σοσιαλιστικός προσανατολισμός. Έτσι η Αριστερά, με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις, έγινε το φερέφωνο ενός εθνικού συσπειρωτικού λόγου, το αριστερό άλλοθι ενός εθνικίζοντος κατά βάθος ιδεολογήματος που ταύτιζε το σοσιαλισμό με την «κατοχύρωση της εθνικής ανεξαρτησίας» - «η Ελλάδα στους Έλληνες»- και πάνω στο οποίο στήριξε το ΠΑΣΟΚ τη ραγδαία άνοδό του προς την εξουσία.
Θεσσαλονίκη 20/4/05                                                                                   ΜΗΤΑΦΙΔΗΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ

                                                                             (ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΑΥΓΗ,  16-4-06)

21 Ekim 2014 Salı

Page, Gill Οι Έλληνες πριν τους Οθωμανούς - Ο εθνισμός στο ύστερο Βυζάντιο, Εκδοσεις Θύραθεν

ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΡΙΝ ΤΟΥΣ ΟΘΩΜΑΝΟΥΣ // Ο ΕΘΝΙΣΜΟΣ ΣΤΟ ΥΣΤΕΡΟ ΒΥΖΑ''Το 1204 η Βυζαντινή αυτοκρατορία κατακτήθηκε από δυτικά στρατεύματα της Τέταρτης Σταυροφορίας, ένα συνασπισμό δυνάμεων που συγκροτήθηκε με πρόσχημα την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων. Το γεγονός υπήρξε κοσμοϊστορικό για τους υπηκόους της Αυτοκρατορίας και άλλαξε δραματικά την εικόνα που είχαν για το κράτος και για τους εαυτούς τους.
Από πολλούς σύγχρονους ιστορικούς υποστηρίζεται ότι στα χρόνια της φραγκοκρατίας δόθηκε το έναυσμα για τη διαμόρφωση ενός ελληνικού πρωτοεθνικισμού που έμελλε, αιώνες μετά, να οδηγήσει στη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους.
Με εργαλείο την θεωρία του εθνισμού, μια σχετικά πρόσφατη θεωρία για τον προνεωτερικό κόσμο, το βιβλίο της Gill Page έρχεται να καταρρίψει τις εθνικιστικές ερμηνείες του παρελθόντος και να αποσαφηνίσει ότι ο εθνισμός και οι εθνοτικές ταυτότητες δεν είναι οι προνεωτερικές μορφές του σύγχρονου εθνικισμού, παρ' όλες τις τυχόν ομοιότητες.
Μια συστηματική ανάλυση των ελληνικών έργων της περιόδου, που προέρχονται και από τα δύο άκρα του κοινωνικού φάσματος, αποκαλύπτει τις νοοτροπίες και ιδεολογίες, και αναδεικνύει άγνωστες πτυχές του ύστερου Μεσαίωνα, εστιάζοντας ιδιαίτερα στις εθνοτικές ταυτότητες των Ελλήνων της εποχής εκείνης και στις σχέσεις τους με τους δυτικούς κατακτητές...'''

αποσπασμα :
 Η πολιτικη ρωμαϊκη ταυτοτητα τον 14ο αιωνα



Παλιά, στις μέρες των Κομνηνών, όπως έδειξε ο Χωνιάτης, η πολιτική ρωμαϊκή ταυτότητα εν πολλοίς συνέπιπτε με την εθνοτική. Ρωμαίοι ήταν όσοι ζούσαν εντός των ορίων της αυτοκρατορίας –πραγματικών ή ιδεατών– και αποδέχονταν την ιδέα της εξουσίας του βασιλέως που έ­δρευε στην Κωνσταντινούπολη. Επιπλέον, η καταγωγή μετρούσε πά­ρα πολύ, καθώς η ταυτότητα περνούσε από γενιά σε γενιά: οι Ρω­μαίοι ανήκαν σε οικογένειες των οποίων οι πρόγονοι ήταν πολιτικώς Ρω­μαίοι, και προσδοκούσαν ότι οι απόγονοί τους στο μέλλον θα ήταν ε­πίσης κατά την ίδια έννοια Ρω­μαίοι. Έτσι, η πολιτική ταυτότητα ήταν επίσης και εθνοτική ταυτότη­τα. Υπήρχαν συγκεκριμένα εθνοτικά γνω­­­ρίσματα τούτης της κληρονομικής ταυτότητας τα οποία αναδείχθηκαν, πιο έντονα από ποτέ, στην α­φή­γη­ση του Χω­νι­ά­τη, της περιόδου αμέσως μετά την άλωση της Κων­­­στα­­ντινούπολης το 1204 – αφήγηση που πρόβαλλε τουλάχιστον τη δυ­­νατότητα μιας ε­θνο­τικής ρωμαϊκής ταυτότητας ανεξάρτητης α­πό την όποια αφοσίωση στην ιδέα της αυ­το­κρατορίας.

Τον 13ο αιώνα υπήρχαν σημάδια ότι η πολιτική ρωμαϊκή ταυτότητα διαχωριζόταν όλο και περισσότερο. Ο Ακροπολίτης ήθελε να την πε­ρι­­ο­­ρίσει μόνο σε όσους παρέμεναν πιστοί στην αυ­τοκρατορία (ή του­λά­χιστον στο κράτος της Νί­και­ας). Όμως το πε­ρι­ε­χόμενο της αφήγη­σής του συχνά τον υ­πο­χρέ­­ω­νε να α­να­γνωρίζει την ύπαρξη Ρωμαίων εκτός της όποιας ρωμαϊκής επικράτειας. Η πολιτική ταυτότητα σ’ αυ­τές τις περιπτώσεις δεν απουσιάζει εντελώς: οι Ρω­μαίοι που ζούσαν υπό την εξουσία των Λατίνων στην Πε­λοπόννη­σο μπο­ρούσαν να αποκαλούνται Ρωμαίοι, διότι ιστορικά υπήρξαν υ­πή­κοοι της αυτοκρατορίας (ιδού η διαγενεακή παράμετρος της πολιτι­κής ταυ­τό­τητας). Είναι όμως ελάσσονος σημασίας ε­δώ, α­ναμ­φίβολα έ­χει υποβαθμιστεί σε δευτερεύον στοιχείο της εθνοτικής ταυτότητας.

Ο Παχυμέρης ήταν πιο πρόθυμος από τον Ακροπολίτη να απο­δε­χτεί την ύπαρξη Ρωμαίων εκτός των συνόρων της αυτοκρατορίας, δηλαδή μια εθνοτική ταυτότητα με ελάχιστο πολιτικό πε­ριεχόμενο, αν και ο τρόπος που ονοματίζει κάποιες ομάδες φανερώνει ότι παραμένει γι’ αυ­­τόν θεμελιακού χαρακτήρα η πίστη στην ιδέα της αυ­­τοκρατορίας. Η πολιτική ρω­μαϊ­κό­τη­τα είναι άκρως σημαντική για τον Παχυμέρη· εί­ναι προφανές ότι πι­στεύει πως η εθνοτική ταυτότητα (η οποία εκ­δη­λώ­νεται μέσω διαφό­ρων δεικτών) θα πρέπει να συμπίπτει με την πολιτική νομιμοφροσύνη στο ρωμαϊκό κράτος. Για τον Παχυμέρη προέχει η ταυ­τό­τη­τα που αποκτά κάποιος εκ γενετής: αν έχεις γεννηθεί Ρω­­μαίος θα παραμείνεις τέτοιος, άσχετα τι άλλο θα προκύψει. Ορισμέ­νοι άν­θρω­­ποι, όπως οι Πελοποννήσιοι του Ακροπολίτη και οι φιλο-κα­­τα­λα­νοί του Πα­χυ­μέ­ρη, προσδιορίζονται ως Ρωμαίοι ακόμη κι όταν η μό­νη τους σχέση με την πολιτική ρωμαϊκότητα είναι ιστορική – μια πτυ­χή της ταυτότητας που απόκτησαν από γεννησιμιού τους.

Για τους Ακροπολίτη και Παχυμέρη λοιπόν, η πολιτική ταυ­τό­­τητα πα­ρέμενε πολύ ισχυρή (έστω κι αν, υπό την πίεση των γεγονότων και καταστάσεων, και οι δύο υποχρεώθηκαν ν’ αναγνωρίσουν την ύπαρξη Ρω­μαίων που δεν είχαν καμία πίστη στην αυτοκρατορία), και πάντα εμ­φιλοχωρούσε στις πε­ριγρα­φές των εθνοτικά Ρωμαίων. Σε αρκετές πε­­ρι­πτώ­σεις είχαν την α­ξίωση να καθορίζεται η πολιτική ταυτότη­τα από την ε­­θνο­τική, θε­­ω­ρώντας την πίστη στην ιδέα της αυτοκρατορίας ως ένα φυσικό συ­στα­­τι­κό της ρωμαϊκότητας. Όμως τα πράγματα δεν ήταν πάντα έ­τσι, και οι πραγματικότητες τις οποίες περιέγραφαν δεν συμ­­βι­βά­ζο­νταν με το μο­ντέ­λο ρωμαϊκότητας που προέκριναν.

Στους ιστορικούς του 14ου αιώνα, Γρηγορά και στον Καντακουζηνό, η πολιτική ταυτότητα και η εθνοτική διαχωρίζονται ακόμη περισσότερο: είναι φανερό πως η πολιτική ταυτότητα είναι σε μεγάλο βαθμό ξέ­χω­ρη από την εθνοτική· είναι μια συλλογική έκφραση του κράτους και πολύ λιγότερο ένας από τους πολλούς εθνοτικούς δείκτες που συνιστούν τη ρωμαϊκότητα του κάθε ατόμου.

Διόλου παράξενο το ότι η πολιτική ρωμαϊκή ταυτότητα –η κυ­ρίαρχη ιδεολογία της αυτοκρατορίας και θεμελιακή έκφανση της ρω­­μαϊκό­τη­τας στους ιστορικούς του 13ου αιώνα– συνέχιζε να κυρι­αρ­χεί και τον 14ο αιώνα, παρά τις πασίδηλες μεταπτώ­σεις και τα οδυνηρά σκα­μπα­νε­­βάσματα. Από αυτό το πλαίσιο ήταν αδύνατο να ξεφύγουν οι μορ­­φωμένοι Βυζα­ντι­νορω­μαίοι που προβλη­μα­τί­ζο­νταν για τους εαυτούς τους και την αυτοκρατορία. Έτσι, για τον Γρηγορά και τον Κα­ντα­κου­ζη­νό η έννοια της ρωμαϊκής ταυτότητας είναι κατά κύριο λόγο πο­λι­τι­κή και συλλογική. Όπως οι προκάτοχοί τους, οι δύο συγγραφείς χρησιμοποιούν κατ’ επανάληψη τον τύπο της γενικής [βλ. σελ. 68] σχεδόν πά­ντα με σαφώς πολιτικό περιεχόμενο (βλ. Παράρτημα Ι, σελ. 349-50, 351-2). Και στους δύο συγγραφείς, η χρήση του τύπου της γενικής υ­­πο­γραμμίζει τη θεμελιακή έννοια των Ῥωμαίων ως μίας συλλο­γι­κό­τη­­τας που α­πο­τελεί το κράτος και υπερβαίνει την υλική του υπόσταση για να συμ­βο­­λί­σει την ιδέα της αυτοκρατορίας. Τούτη η έν­νοια, όπως έ­­­χουμε δει, οικεία στους συγγραφείς του 13ου αιώνα που πραγματευτήκαμε, είχε προϊστορία πολ­λών αιώ­νων.

......................................................................................

.....................................................................................................................................................

Από τη χρήση του τύπου της γενικής (τῶν Ῥωμαίων), λοιπόν, είναι σαφές ότι οι Γρηγοράς και Καντακουζηνός δίνουν έμφαση στο πολιτικό περιεχόμενο της ρωμαϊκής ταυτότητας – και πολύ περισσότερο ο Κα­­ντακουζηνός. Η χρήση του απλού τύπου επιβεβαιώνει τα παραπάνω. Στον Γρηγορά, στις περισσότερες περιπτώσεις ο απλός τύπος έχει σαφές πολιτικό περιεχόμενο, τα συμφραζόμενα είναι αμιγώς πολιτικά, και γι’ άλλη μια φορά αφορούν στην αυτοκρατορία και τους αντιπάλους ή συμμάχους της, τον έλεγ­χο που ασκεί, την αφοσίωση σ’ αυτήν, στις τύχες της, ευνοϊκές ή κακές. Ο Καντακουζηνός χρησιμοποιεί τον απλό τύπο πολύ πιο συ­χνά, και τις πε­ρισσότερες φορές τα συμφραζόμενα είναι πολιτικά, του­τέ­στιν, οι Ῥω­­­μαῖοι του είναι μία συλλογικότητα, ένα πολιτικό σώμα που κά­νει πό­λεμο, συνθήκες ειρήνης ή συμμαχίες, του οφείλουν νομιμο­φρο­σύνη διάφορες περιοχές ή πόλεις, τα πάει καλά ή άσχη­μα και ο­φεί­λει πίστη και αφοσίωση στον αυτοκράτορα.

Εν ολίγοις, για τον Κα­ντα­κουζηνό, όπως και για τον Γρηγορά, πρωταρχική έκ­φαν­ση της ρω­μαϊκής ταυτότητας είναι το γεγονός''