3 Kasım 2014 Pazartesi

Slavoj Žižek – Η μαριονέττα και ο νάνος. Ο διαστροφικός πυρήνας του χριστιανισμού /αναδημοσίευση απο το pandoxeio

Slavoj Žižek – Η μαριονέττα και ο νάνος. Ο διαστροφικός πυρήνας του χριστιανισμού

Zizek Cover_Χριστά και αντίχριστα
Γιατί χρειαζόμαστε τη θρησκεία στους σύγχρονους καιρούς; Μια συνήθης απάντηση είναι: η ορθολογική φιλοσοφία ή επιστήμη είναι για τους μυημένους, περιορίζεται σε έναν μικρό κύκλο ανθρώπων και δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη λειτουργία της θρησκείας να αιχμαλωτίζει την φαντασία των μαζών, υπηρετώντας έτσι και τους σκοπούς της ηθικής και πολιτικής τάξης. Σήμερα πια δεν «πιστεύουμε πραγματικά», απλώς ακολουθούμε ορισμένα θρησκευτικά τελετουργικά και ήθη ως δείγμα σεβασμού για τον τρόπο ζωής της κοινότητας στην οποία ανήκουμε. Το «Δεν πιστεύω στ’ αλήθεια σε αυτό, είναι απλώς κομμάτι της κουλτούρας μου» φαίνεται πως είναι ο κυρίαρχος τρόπος εκδήλωσης της απαρνημένης πίστης που χαρακτηρίζει τη εποχή μας. Ίσως γι’ αυτό, σκέφτεται ο Ζίζεκ, απορρίπτουμε τους φονταμενταλιστές πιστούς ως «βάρβαρους» και απολίτιστους, ως απειλή για την κουλτούρα: πώς τολμούν και παίρνουν στα σοβαρά αυτά που πιστεύουν, χωρίς να διατηρούν κάποια απόσταση απέναντί της;
jesus is coming soon be readyΟ Χέγκελ εστίασε στο μυθικό στοιχείο της παραμυθένιας αφήγησης του Αποστόλου Παύλου, ο οποίος ποτέ στα γραπτά του δεν υπεισέρχεται στο «βαθύτερο νόημα» μιας παραβολής ή πράξης του Ιησού. Αυτό που θεωρεί σημαντικό δεν είναι ο Ιησούς ως ιστορική μορφή, παρά μόνο το γεγονός ότι πέθανε στο Σταυρό και ανέστη εκ νεκρών, κι ύστερα προχωρεί «στην οργάνωση του νέου κόμματος που αποκαλείται Χριστιανική κοινότητα, ως κανονικός «θεσμοποιητής», ανυψώνοντας τον Χριστιανισμό από μια ιουδαϊκή σέκτα σε μια θρησκεία της καθολικότητας, ακριβώς επειδή δεν αποτελούσε τμήμα του «εσώτερου κύκλου» του Χριστού.
Good-FridayΑλλά τι σημαίνει η ενανθρώπιση του Θεού με τη μορφή του Ιησού, δηλαδή η κάθοδός του από την αιωνιότητα στην πραγματικότητα; Μήπως είναι ο μοναδικός τρόπος για τον Θεό να κερδίσει την πλήρη πραγμάτωση και να απελευθερωθεί από τους ασφυκτικούς περιορισμούς της Αιωνιότητας; Κι αν ο Θεός αποκτά πραγματικότητα μόνο μέσω της ανθρώπινης αναγνώρισης, όπως έγραφε ο F.W.J. Schelling; Σε κάθε περίπτωση πάντως ο Ιούδας είναι ο ύστατος ήρωας της Καινής Διαθήκης, αυτός που είναι έτοιμος να χάσει την ψυχή του και να δεχτεί την αιώνια καταδίκη για να μπορέσει να εκπληρωθεί το θείο σχέδιο. Ακόμα κι όταν θρηνούσε για την επερχόμενη προδοσία, ο Χριστός υπόρρητα έδινε εντολή στον Ιούδα να τον προδώσει, απαιτώντας την θυσία όχι μόνο της πρώτης του, αλλά και της «δεύτερης» ζωή του, της μεταθανάτιας φήμης του. Η προδοσία ως έσχατο τεκμήριο αγάπης;
tIME jUDGEMENT DAYΣτο πλαίσιο της διακήρυξης του μη νοήματος των βασάνων του Ιώβ, ο Ζίζεκ επιμένει στον παραλληλισμό Ιώβ και Χριστού, στο ότι τα βάσανα του πρώτου ανακοινώνουν την Σταυρική Οδό, καθώς και του Χριστού τα βάσανα είναι άνευ νοήματος. Το «Πατέρα γιατί με εγκατέλειψες» δεν αποτελεί διαμαρτυρία προς έναν ιδιότροπο παντοδύναμο Θεό αλλά μια διαμαρτυρία προς έναν αδύναμο Θεό: σαν ένα παιδί που, έχοντας πιστέψει στη δύναμη του πατέρα του, ανακαλύπτει με φρίκη πως εκείνος δεν μπορεί να το βοηθήσει. Ουσιαστικά δηλαδή αποκαλύπτεται η απόλυτη ανικανότητα του Θεού. Ο Θεός δεν είναι ούτε δίκαιος ούτε άδικος, απλώς ανίκανος. Ο ίδιος ο Ιώβ είχε καταλάβει ξαφνικά ότι δεν ήταν αυτός, αλλά ο ίδιος ο Θεός που δοκιμαζόταν πραγματικά με τις συμφορές του. Ο Ιώβ προέβλεψε τα μελλοντικά βάσανα του ίδιου του Θεού!
mobile churchΥπό αυτή την έννοια, ο Χριστιανισμός είναι η θρησκεία της Αποκάλυψης: τα πάντα αποκαλύπτονται σε αυτόν. Κανένα αισχρό υπερεγωτικό συμπλήρωμα δεν συνοδεύει το δημόσιο κείμενο. Αν στις αρχαιοελληνικές και ρωμαϊκές θρησκείας το δημόσιο κείμενο πάντα συμπληρωνόταν από μυστικές τελετές μύησης και όργια, στον Χριστιανισμό δεν υπάρχει κανένα μυστικό από πίσω για να αποκαλυφθεί και ο Θεός δεν έχει καμία κρυφή δύναμη να αποκαλύψει.
Όπως πάντα ο Ζίζεκ χρησιμοποιεί δεweird church signκάδες αναφορές: σε βασικά έργα των Χέγκελ, Λακάν, Αγκάμπεν, Μπαντιού, Μπατάιγ, Μπλοχ, στα γραπτά του Τσε και στα διδάγματα του … Ζεν, στην λογοτεχνία των G.K. Chesterton, J. Le Carre, A. Huxley, H. Kureishi, M. Duras, C.S. Lewis, στον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών και στην Μελωδία της Ευτυχίας, σε ποιήματα όπως «Ο άλλος» της Sylvia Plath, σε ταινίες όπως η Περσόνα του Bergman ή το … Enigma. Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και όταν μοιάζει να επιθυμεί να βγάλει έξω απ’ τα ρούχα του κάθε θεοσεβούμενο ή θρησκόληπτο αναγνώστη, η γραφή του είναι έξυπνη και διασκεδαστική, ενίοτε χαοτική και αυθαίρετη, συχνά βαθιά φιλοσοφημένη και πάντα ερεθιστική.
street-art-murals-13Tι μένει τώρα σε άθρησκους και άθεους; Ίσως αυτό που ο Αλαίν Μπαντιού προσδιόρισε ως βασικό χαρακτηριστικό του εικοστού αιώνα: το πάθος για το Πραγματικό. Σε αντίθεση με τον δέκατο ένατο αιώνα των ουτοπικών εγχειρημάτων και ιδανικών και των σχεδίων για το μέλλον, ο εικοστός αιώνας στόχευε στο να προσφέρει το ίδιο το πράγμα, την άμεση πραγματοποίηση μιας νέας ζωής, ή όπως το έθεσε ο Φερνάντο Πεσσόα μην ποθείς να κατασκευάσεις στο χώρο / που φαίνεται ότι θα σου ανοιχτεί στο μέλλον / και που σου υπόσχεται κάποιου είδους αύριο. Πραγμάτωσε τον εαυτό σου σήμερα, μην καθυστερείς / Μόνο εσύ είσαι η δική σου ζωή.
Εκδ. Scripta, 2005, μτφ. Κώστας Περεζούς, επιμ. ΓιάννηςΣταυρακάκης, σελ. 259 [The Puppet and the Dwarf – The Perverse Core of Christianity, 2003].
Πρώτη δημοσίευση: mic.gr / Bιβλιοπανδοχείο, 152.

Paul Ricoeur – Η μνήμη, η ιστορία, η λήθη αναδημοσίευση απο το pandoxeio

Paul Ricoeur – Η μνήμη, η ιστορία, η λήθη

Ο Γάλλος φιλόσοφος ΠοRicoeur COVERλ Ρικέρ είναι ένας από τους σπουδαιότερους σύγχρονους στοχαστές και το εν λόγω έργο αποτελεί ορόσημο για την σύγχρονη φιλοσοφία. Πρόκειται για έκδοση πολύτιμη, ένα βιβλίο σαφώς εξαντλητικό στη γραφή του και εξουθενωτικό στην ανάγνωση, πυκνό και συχνά δύσκολο, που όμως ανταμείβει τον υπομονετικό αναγνώστη με τα πιο ευπρόσδεκτα δώρα που μπορεί να δεχτεί: μια σειρά από κλειδιά κατανόησης, ερμηνείας και στοχασμού πάνω στο δίπολο που αποτελεί απόλυτα κοινό κτήμα των εαυτών μας και των κοινωνιών όπου ζούμε: στη μνήμη και την λήθη, αλλά και στην αντίληψη της ιστορικής εμπειρίας και την παραγωγή της ιστορικής αφήγησης.
ricoeur_webΤο πρώτο μέρος αφιερώνεται στην μνήμη και στα μνημονικά φαινόμενα. Η προτεινόμενη φαινομενολογία δομείται γύρω από το τι της ενθύμησης και το ποιός της μνήμης. Η «αντικειμενικότροπη» αυτή προσέγγιση έχει την αφετηρία της στο πνεύμα του Husserl και γνωρίζει την μακρά φιλοσοφική παράδοση που καθιστά την μνήμη μια περιοχή της φαντασίας, σ’ ένα παρελθόν καχύποπτης μεταχείρισης από τον Montaigne ως τον Pascal. Απέναντι στην παράδοση του υποβιβασμού της μνήμης σε επικράτειες του φανταστικού, του μη πραγματικού ή της μυθοπλασίας τίθεται το εγχείρημα ακριβώς της σχετικής αποσύζευξης και την ανάδειξης των ειδοποιών στοιχείων της φαντασίας και της ενθύμησης.
PaulRicoeur-par-Isabelle-Levy-LehmannΑναπόφευκτα η εκκίνηση γίνεται από τις ελληνικές απαρχές της προβληματικής και δη την πλατωνική και αριστοτελική θεωρία· οι δυο Έλληνες δάσκαλοι προτυπώνουν αυτό που θα ονομαστεί «προσπάθεια μνήμης» από τον Bergson και «εργασία αναμνημόνευσης» από τον Freud. Ακολουθεί μια απόπειρα τυπολογίας των μνημονικών φαινομένων, η κατά Sartre αναθεώρηση της θεματικής του φαντασιακού, η κατά Bergson διάκριση μεταξύ «κοπιώδους ανάκλησης» και «στιγμιαίας ανάκλησης» αλλά και η διάκριση του Husserl μεταξύ συγκράτησης ή πρωτογενούς ενθύμησης και αναπαραγωγής κα δευτερεύουσας ενθύμησης. Η ars memoriae, η τέχνη της μνήμης που πρότεινε ο Frances Yates στο μνημειώδες βιβλίο του, η σχετική αναγωγή στο έργο του Giordano Bruno, η μνήμη των τόπων και η διαδικασία της εικονοποίησης της μνήμης ανοίγουν περισσότερο τα πεδία του σχετικού προβληματισμού.
John LockeΣτη συνέχεια αναπτύσσονται οι καταχρήσεις της φυσικής μνήμης: η εμποδισμένη, η χειραγωγούμενη και η καταχρηστικά επιβεβλημένη μνήμη. Κομβικό σημείο εδώ αποτελεί η θεωρία του Locke κατά την οποία η μνήμη ανάγεται σε κριτήριο ταυτότητας. Ο συγγραφέας ανατρέχει και σε σύγχρονα έργα, όπως το δοκίμιο του Todorov Οι καταχρήσεις την μνήμης, ένα αυστηρό κατηγορητήριο κατά της σύγχρονης φρενίτιδα των αναμνηστικών τελετών με το πλήθος των μύθων που τις συνοδεύουν. Δεν είναι ειδικότητα μόνο των ολοκληρωτικών καθεστώτων να απλώνουν το χέρι πάνω στη μνήμη, αλλά ίδιον των ζηλωτών της δόξας. Τα διακυβεύματα της μνήμης είναι πολύ μεγάλα για τα αφεθούν στον ενθουσιασμό ή στην οργή. Το γεγονός ότι υπήρξατε θύμα σας δίνει το δικαίωμα να παραπονιέστε, να διαμαρτύρεστε, να απαιτείτε έγραφε ο Todorov· πρόκειται για μια γνωστή και σήμερα στάση που γεννά ένα υπέρμετρο προνόμιο και φέρνει τον υπόλοιπο κόσμο σε θέση χρεοφειλέτη.
Frances Yates’ reconstruction of Giordano Bruno’s memory wheel from `De Umbris Idearum’1Συχνά η ίδια η εργασία του ιστορικού είναι κατ’ ανάγκη προσανατολισμένη στην αναζήτηση όχι της αλήθειας αλλά του καλού – και είναι αμέτρητες οι καταχρήσεις της μνήμης που υπάγονται στην αναζήτηση της δικαιοσύνης και μόνο. Στο ηθικό – πολιτικό επίπεδο θριαμβεύει η υποχρεωτική μνήμη. Ο Henry Rousso στο Σύνδρομο του Βισύ γνωρίζει καλά τις κατηγορίες που υπάγονται σε μια παθολογία της μνήμης: τραυματισμός, απώθηση, στοιχείωμα, εξορκισμός. Το καθήκον μνήμης λειτουργεί ως απόπειρα εξορκισμού σε μια ανεπιθύμητη ιστορική κατάσταση – στην προκείμενη περίπτωση την περίπτωση των Γάλλων στα χρόνια 1940 – 1945. Στον αντίποδα ο Pierre Nora μίλησε για αναμνηστική ιδεοληψία της εποχής και τους «τόπους της μνήμης».
Husserl10Προσωπική μνήμη: ο ιδιωτικός χαρακτήρας της είναι πρωτογενής, αρχέγονος και θεμελιώδης. Καταρχήν η μνήμη εμφανίζεται ριζικά ενική: οι αναμνήσεις μου δεν είναι δικές σας. Η μνήμη είναι ένα μοντέλο δικότητας, ένα κτήμα ιδιωτικό. Κατόπιν εδώ βρίσκεται ο καταγωγικός δεσμός της συνείδησης με το παρελθόν: η μνήμη είναι του παρελθόντος και το παρελθόν είναι εκείνο των εντυπώσεών μου. Στην μνήμη, τέλος, συνάπτεται η αίσθηση προσανατολισμού μέσα το πέρασμα του χρόνου. Από τη σχετική διδασκαλία του Αυγουστίνου μέχρι την θεωρία του Locke και του Husserl ο συγγραφέας ερευνά διεξοδικά την παράδοση του εσωτερικού βλέμματός της μνήμης.
maurice_halbwachs_by_ludilozezanje-d5eqw8xΌσον αφορά το εξωτερικό της βλέμμα, ο Maurice Halbwachs στο έργο του Συλλογική Μνήμη (ένα άλλο σπουδαίο έργο με το οποίο θα ασχοληθούμε σύντομα) απέδωσε άμεσα την μνήμη σε μια συλλογική οντότητα που ονόμασε ομάδα ή κοινωνία. Για να θυμηθεί κανείς έχει ανάγκη τους άλλους. Εδώ όμως μια αόρατη γραμμή που χωρίζει τη θέση «δεν θυμάται κανείς ποτέ μόνος» από τη θέση «δεν είμαστε ένα αυθεντικό υποκείμενο απόδοσης ενθυμημάτων». Διατρέχοντας τα τρία υποκείμενα απόδοσης της ενθύμησης [εαυτός, συλλογικότητες, οικείοι] βουτάμε στα βαθιά νερά της φαινομενολογίας του συνανήκειν, από τον Weber, στην κοινωνιολογία του οποίου ο προσανατολισμός προς τον άλλον αποτελεί μια αρχέγονη κοινωνική δομή, μέχρι της πολιτική φιλοσοφία της Arendt.
Marc Bloch, Lucien Febvre, Fernand BraudelΤο δεύτερο μέρος έχει ως ευρύτερη αναφορά έχει ιστορία και ακολουθεί μια επιστημολογική διαδρομή στον κατοικημένο χώρο (από τον πλατωνικό Φαίδρο στην Υπερβατολογική αισθητική του Kant και της Φαινομενολογία της αντίληψης του Merleau – Ponty), στον ιστορικό χρόνο (εστιάζοντας στις θέσεις του de Certeau και του Bloch) και στις τρεις φάσεις της ιστοριογραφικής διεργασίας: την μαρτυρία, το αρχείο (η γραπτότητα της ιστορίας, ο ιστορικός ως αναγνώστης), την τεκμηριακή απόδειξη, την προαγωγή της ιστορίας των νοοτροπιών (Braudel, Foucault, Elias και πάλι de Certeau και [Marc] Bloch). Η χρήση του «γιατί» και τα διάφορα εξηγητικά και κατανοητικά σχήματα, οι διαλεκτικές της αφήγησης, της αναπαράστασης και της ρητορικής, η μαγεία της εικόνας στην ιστορική αναπαράσταση και πλήθος άλλων κομβικών η παραπληρωματικών ζητημάτων ερευνώνται εξονυχιστικά μέσα από το έργο πολλών στοχαστών (Ginzburg, Barthes, Marin, Revel κ.ά.)
imageΤο τρίτο μέρος εστιάζει πάνω στην ερμηνευτική της ιστορικής συνθήκης και επιχειρεί να στοχαστεί πάνω στην επικράτεια της λήθης που χάσκει κάτω από τη μνήμη και την ιστορία. Ερευνώνται το φαινόμενο της υποτίμησης της ιστορίας και ειδικότερα η αύξηση του αισθήματος αποστασιοποίησης που τείνει να εξαλείψει το αίσθημα του χρέους των συγχρόνων απέναντι στους προγενέστερους, η κατά Kosseleck ιστορίκευση του χρόνου, η νεωτερικότητα της ιστορικής διήγησης, η [αν]αντιστοιχία ιστορικού και δικαστή, η ιστορικότητα και ιστοριογραφία, η μνήμη ως απλή περιοχή της ιστορίας. Η εξάλειψη των ιχνών υπέρ της λήθης, η οργάνωση της λήθης, η κατ’ επιταγήν λήθη (αμνηστία), οι όψεις της συγχώρησης και του συγχωρητικού πνεύματος, η ποινική και πολιτική ενοχή, η ευτυχής μνήμη και η ατυχής ιστορία, αποτελούν το αντικείμενο των ύστατων προβληματισμών του τελευταίου κεφαλαίου σε αυτό το μείζον γραπτό έργο πάνω στα μείζονα άγραφα και δύσγραφα πεδία. Όλα έχουν θέση σε τούτη τη μεγάλη μνημονική επικράτεια, ακόμα και το αιώνιο ερώτημα του Breton στο L’ amour fou: Ποιος θα μας μάθει να μεταγγίζουμε την χαρά της ενθύμησης;
Εκδ. Ίνδικτος, 2013, μτφ. Ξενοφών Κομνηνός, 845 σελ. Με ευρετήριο έργων και ονομάτων [La mémoire, L’ Histoire, L’ Oubli, 2000].
Στις εικόνες: Paul Ricoeur δις, John Locke, ο κατά Frances Yates μνημονικός τροχός του Giordano Bruno, Edmund Husserl, Maurice Halbwachs, Marc Bloch – Lucien Febvre – Fernand Braudel και ξανά ο συγγραφέας.

ο εαυτος ειναι θνητος



αποσπασμα απο το : ''Ερωτας Θνητος -απωθημενος Θανατος ''

του Πετρου Θεοδωριδη

το δοκιμιο περιλαμβανεται στο

η απατηλή Υπόσχεση της αγάπης

η απατηλή  Υπόσχεση της αγάπης





Ο εαυτός είναι θνητός
. Η έννοια «χρόνος» είναι ούτως ή άλλως μια αφαίρεση:κανένα ζωντανό όν δεν υπάρχει μέσα στον απόλυτο χρόνο.


Και ,βέβαια ,οι άνθρωποι είναι θνητοί:« Και στο μεταξύ, ο χρόνος συνεχίζει το πανάρχαιο έργο του να κάνει τους πάντες να μοιάζουν, αλλά και να νιώθουν ,σαν σκατά ».


Κάποια αρχαία ελληνική παράδοση, που διηγείται ο Nietzsche, λέει πως, ο βασιλιάς Μίδας ,κάποτε ,κυνήγησε πολλή ώρα στο δασός το γερο Σειληνό, τον σύντροφο του Διόνυσου, χωρίς να μπορέσει να τον φτάσει. Όταν επιτέλους κατόρθωσε να τον πιάσει, ο βασιλιάς τον ερώτησε τι είναι για τον άνθρωπο το πιο επιθυμητό και πιο πολύτιμο αγαθό. Ακίνητος και πεισμωμένος ο δαίμων έμενε άφωνος, έως ότου, εξαναγκασμένος από τον νικητή του, ξέσπασε στα γέλια και άφησε να του ξεφύγουν αυτά τα λόγια :« φυλή άθλια κι εφήμερη , παιδί της τύχης και της οδύνης, γιατί με αναγκάζεις να σου αποκαλύψει πράγμα που θα ήταν καλύτερα για σένα να μη γνωρίσεις ποτέ; Ο,τι περισσότερο απ όλα πρέπει να επιθυμείς, σου είναι αδύνατον να τα αποκτήσεις: το καλύτερο για σένα είναι να μην έχεις ποτέ γεννηθεί , να μην υπάρχεις, να πέσεις στην ανυπαρξία. Ύστερα από αυτό ο,τι περισσότερο πρέπει να επιθυμείς, είναι να πεθάνεις το γρηγορότερο» Ο θάνατος ,όπως και η γέννηση , συμβαίνουν μόνο μια φορά; δεν υπάρχει τρόπος να μάθει κανείς «να το κάνει σωστά την επόμενη φορά» από ένα συμβάν που δεν πρόκειται να το ξαναζήσει


Λίγα πράγματα πλησιάζουν τόσο πολύ το θάνατο –λέει ο Ζ Μπαουμαν -όσο ο έρωτας: «Κανείς δεν μπορεί να μπει στον έρωτα ή στο θάνατο δυο φορές, είναι και οι δυο πιο μοναδικοί ακόμα και από τον ηρακλείτειο ρου. Είναι ,πράγματι, και κεφάλι και ουρά αποκλείουν και αγνοούν καθετί άλλο» .
Κάθε εμφάνιση του ενός από τους δυο είναι φαινόμενο μοναδικό και παντοτινό, ανεπίδεκτο, επανάληψης, ανάκλησης ή αναστολής. Κάθε εμφάνιση οφείλει να υφίσταται αφ εαυτής: γεννιέται για πρώτη φορά ή ξαναγεννιέται, όποτε συμβαίνει , ερχόμενη πάντα από το πουθενά, από το έρεβος μιας ανυπαρξίας χωρίς παρελθόν ή μέλλον.
Η ακινητοποίηση του χρόνουΚαθώς ξετυλίγεται ο χρόνος, το αναπόφευκτο των αλλαγών ,η πίεση των πάμπολλων ερεθισμάτων μας οδηγούν σε μια τάση σταματήματος του. Επιθυμούμε να σταματήσουμε τον χρόνο να τον ακινητοποιήσουμε, να τον εντάξουμε σε προκαθορισμένα σχήματα. Αναπολούμε, νοσταλγούμε και εκλαμβάνουμε το παρελθόν και το μέλλον ως πάγιες οντότητες, ακλόνητες, αδιαπέραστες από τον ρυθμό των μεταβολών.


Αυτή η τάση οντοποίησης του χρόνου, ως νοσταλγία του παρελθόντος ή ως θεοποίηση του μέλλοντος, ξεκινά από το φόβο της εξαφάνισης , του θανάτου. Όμως όπως μας προειδοποιεί ο Richard Rorty η έκφραση «φόβος της εξαφάνισης» δεν μας βοηθάει. Δεν υπάρχει φόβος της ανυπαρξίας σαν τέτοιος ,παρά μόνο φόβος μιας συγκεκριμένης απώλειας. «Θάνατος » και «ανυπαρξία» είναι όροι εξίσου ηχηροί και εξίσου κενοί. Το να λέμε πως μας φοβίζουν είναι το ίδιο αδέξιο όσο και η προσπάθεια του Επίκουρου να πει γιατί δεν θα έπρεπε να μας φοβίζουν.



Ο Επίκουρος έλεγε: «όταν μεν ημείς ωμεν, ο θάνατος ου πάρεστιν , όταν δε ο θάνατος παρη τοθ ημείς ουκ εσμέν »(όσο υπάρχουμε, ο θάνατος δεν είναι παρών κι ¨όταν πάλι είναι παρών, τότε εμείς δεν υπάρχουμε)
περνώντας από την μια κενότητα στην άλλη. Διότι η λέξη «ημείς» είναι το ίδιο κούφια με τη λέξη «θάνατος»Για να ξεδιαλύνει κανείς τέτοιες λέξεις ,πρέπει να συμπληρώσει όλες τις λεπτομέρειες που αφορούν το εν λόγω «ημείς» να ορίσει επακριβώς τι είναι εκείνο που θα πάψει να είναι , να κάνει τον φόβο του συγκεκριμένο »


Αντίθετα από ότι πίστευε ο Επίκουρος εμείς υπάρχουμε χάρη στο θάνατο.


Ο Θάνατος, ως περιρρέον τίποτε ,δίνει μορφή ,σχήμα και νόημα στη πεπερασμένη ζωή μας . Ο Θάνατος είναι παρών , εδώ ,τώρα τη στιγμή που ζούμε. Δεν βρίσκεται στο τέρμα της ζωής –όπως χαζοχαρούμενα υποθέτουμε αλλά παραμονεύει κάτω της ,ως το υπόστρωμα της ή το βάθρο της


Ο προσανατολισμός΄ προς τον θάνατο -έλεγε ο Μαξ Σελερ - υπονοείται ουσιωδώς από την εμπειρία κάθε ζωής,και βέβαια της δικής μας. Ο θάνατος ανήκει στη μορφή και στην υφή όπου κάθε ζωή, δική μας η ξένη, μας έχει δοθεί , και τούτο ένδοθεν όσο και έξωθεν . Είναι ένα πλαίσιο το οποίο δεν προστίθεται τυχαία στην εικόνα, χωρίς την οποία δεν θα υπήρχε η εικόνα μιας ζωής.« Ας σβήσουμε με τη σκέψη μιας όποια φάσεως της ζωής μας την ενορατική βεβαιότητα του θανάτου παρευθύς θα προέκυπτε μέσα στο μέλλον μια ριζικά διαφορετική στάση από την πραγματική μας στάση. Θα βλέπαμε τότε μπροστά μας την ίδια μας τη ζωή να εκτυλίσσεται σαν μια διαδικασία ατελεύτητη και εκ φύσεως ατέρμονη ΅λόγω της απουσίας προοπτικής μέσα στη σφαίρα αναμονής, κάθε μια από τις έμπειρες μας θα έπαιρνε άλλη όψη και κάθε συμπεριφορά μας θα ήταν διαφορετική από ότι είναι στη πραγματικότητα»


.
.Η αθανασίαΣτ¨ αλήθεια ,τι άλλο μπορεί να ήταν η αθανασία των θεών, πάρα εκείνη η αιώνια βαρεμάρα ,«η ήμερη λαχτάρα χωρίς συγκεκριμένο στόχο »όπως την περιέγραφε ο Σοπενχάουερ: Σύμφωνα με τον Κιρκεργκορ « Οι θεοί βαριόταν και γι¨ αυτό έφτιαξαν τα ανθρώπινα όντα


Η μονότονη πλήξη , μοιάζει συχνά επουράνια. Είναι, λες και το άπειρο ήρθε σε αυτό τον κόσμο από το υπερπέραν. Αλλά αυτό το άπειρο ,η μονοτονία ,διαφέρει από αυτό που περιγράφουν οι μυστικιστές:Όπως γράφει η Simon Weil: «Η μονοτονία είναι ταυτοχρόνως το πιο όμορφο και το πιο αποκρουστικό πράγμα που υπάρχει. Είναι το πιο όμορφο αν αντανακλά την αιωνιότητα και το πιο αποκρουστικό αν είναι ένδειξη κάτι ατέλειωτου και απαράλλακτου[...] Το σύμβολο της όμορφης μονοτονίας είναι ο κύκλος. Το σύμβολο της άσπλαχνης μονοτονίας είναι ο χτύπος του εκκρεμούς »



Στο διήγημα του Μπόρχες «ο Αθάνατος », ο Ιωσήφ Καρτάφιλος από τη Σμύρνη ,φτάνει στη Πολιτεία των Αθανάτων. Καθώς περιπλανιέται στο λαβυρινθώδες ανάκτορο, πού αποτελούσε τη πολιτεία, καταπλήσσεται από την εντύπωση μιας παλαιότητας που κόβει την ανάσα, και από την εντύπωση του ημιτελούς, το απροσδιόριστου, του απολύτως άνευ νοήματος. «Το πρώτο ,που μου έκανε εντύπωση-διηγείται ο Ιωσηφ Καρταφιλος - σ ¨εκείνο το απίστευτο μνημείο, ήταν η παλαιότητα του .Αισθάνθηκα ότι ήταν αρχαιότερο των ανθρώπων, αρχαιότερο της γης .Αυτή η πανηγυρική του παλαιότητα(παρόλο που , κατά κάποιο τρόπο , τρόμαζε το βλέμμα ) μου φάνηκε απολύτως ταιριαστή για έργο που έφτιαξαν αθάνατοι τεχνίτες. Στην αρχή με προφυλάξεις, ύστερα με αδιαφορία και στο τέλος με απόγνωση , περιπλανήθηκα στις κλίμακες και στα πλακόστρωτα του ανεξιχνίαστου ανακτόρου. … Αυτό το ανάκτορο είναι έργο των θεών, σκέφτηκα στην αρχή. Όταν εξερεύνησα το ακατοίκητο εσωτερικό του διόρθωσα την σκέψη μου:Οι θεοί που το έχτισαν έχουν πεθάνει . Όταν πρόσεξα τις παραδοξότητες του, αποφάνθηκα : Οι θεοί που το έχτισαν ήταν τρελοί »


Το ανάκτορο ήταν γεμάτο αδιέξοδους διαδρόμους: πανύψηλα απροσπέλαστα παράθυρα, φανταχτερές πόρτες που έβγαζαν σε ένα κελί ή ένα πηγάδι, απίστευτες ανάστροφες σκάλες ή κρεμαστές στο πλάι ενός μνημειώδους τοίχου που δεν κατέληγαν πουθενά. Στο ανάκτορο που το έχτισαν αθάνατοι, τίποτε δεν είχε νόημα , τίποτε δεν υπηρετούσε κάποιο σκοπό. Επρόκειτο για μια πολιτεία όχι των οποιωνδήποτε αθανάτων αλλά κάποιων που γνώρισαν την εμπειρία του να είναι θνητοί, διδάχθηκαν δεξιότητες που αντιστοιχούσαν με μια τέτοια εμπειρία και μετά ,κατά κάποιο τρόπο, απέκτησαν την αθανασία. Εκείνη την στιγμή, ένιωθαν ακόμη την ανάγκη να εκφράσουν την συνταρακτική ανακάλυψη ότι όλα όσα είχαν μάθει έγιναν ξαφνικά άχρηστα και εντελώς κενά νοήματος .Τώρα όμως είχαν εγκαταλείψει ακόμη και τα ανάκτορο που έχτισαν την στιγμή της ανακάλυψης , και ο Ιωσήφ τους βρήκε μέσα σε αβαθή πηγάδια στην άμμο :«από εκείνες τις άθλιες τρύπες ξεπρόβαλλαν κάτι άνθρωποι γυμνοί , με γκρίζο δέρμα , με ατημέλητες γενειάδες.δεν μιλούσαν και καταβρόχθιζαν φίδια »


Τα συμπεράσματα είναι διαυγή:τα πάντα στην ανθρώπινη ζωή έχουν σημασία, επειδή οι άνθρωποι είναι θνητοί και το ξέρουν. Όσα κάνουν οι θνητοί άνθρωποι ,έχουν νόημα ,εξαιτίας αυτής της επίγνωσης. Αν νικιόταν κάποτε ο θάνατος, δεν θα είχαν πια νόημα όλα αυτά, που με τόσο μόχθο συνέθεσαν οι άνθρωποι ,προκειμένου να ενσταλάξουν κάποιο σκοπό στην τόσο σύντομη ζωή τους. Ο ανθρώπινος πολιτισμός –«συνελήφθη στον τόπο της τραγικής κι ωστόσο αποφασιστικής συνάντησης, ανάμεσα στην πεπερασμένη έκταση της σωματικής ανθρώπινης ύπαρξης και στην απεραντοσύνη της ανθρώπινης πνευματικής ζωής» Το μηδέν ,το κενό ,ο θάνατος ,είναι συστατική διάρθρωση του υπάρχοντος Ζούμε μόνο μια φορά. Το όριο το μηδενός ,(ή του θανάτου) ,την περιορίζει και ορίζει την πεπερασμένη μοναδική ζωή μας:όπως το κενό στο κέντρο ενός δακτυλιδιού ,συγκροτεί και το ίδιο το δαχτυλίδι.

Ο Richard Rorty εννοεί τον εαυτό ως μια «ιδιοσυγκρασιακή «φορτωτική» ως ατομική αίσθηση όλων των δυνατών και σημαντικών πραγμάτων. Αυτό είναι που κάνει το εγώ διαφορετικό από όλα τα άλλα εγώ.»


O Rorty θεωρεί επίσης τον εαυτό ένα «τυφλό αποτύπωμα»(σύμφωνα με τον ποιητή Φίλιπ Λάρκιν που έγραφε «Μονάχα με τον καιρό /μισοαναγνωρίζουμε το τυφλό αποτύπωμα /που φέρουν όλες μας οι συμπεριφορές»[….]« Μα κι αν ομολογήσουμε,/ εκείνο το άωρο απόγευμα που αρχίζει ο θάνατος μας ,/τι ακριβώς ήταν ,μικρή παρηγοριά,/ Γιατί αφορούσε μόνο έναν άνθρωπο μια φορά, Και τούτον στο κατώφλι του θανάτου


Και τι απομένει από τον εαυτό στο κατώφλι του θανάτου; «Όταν το τέλος πλησιάζει ,έγραψε ο Καρτάφιλος στο Διηγημα του Μπόρχες , δεν μένουν πια αναμνήσεις εικόνων μένουν μόνο λέξεις. Λέξεις ,δάνειες και ακρωτηριασμένες λέξεις, λέξεις άλλων, να ποια ήταν η ισχνή ελεημοσύνη που του άφησαν οι ώρες και οι αιώνες »
....

2 Kasım 2014 Pazar

όταν ανακαλύπτεις την έλλειψη νοήματος του κόσμου ......

όταν ανακαλύπτεις την έλλειψη νοήματος του κόσμου αισθάνεσαι μια   τρύπα στο στομάχι ...Έπειτα την ξεχνάς η μάλλον την απωθείς .. Και ο κόσμος ξαναγεμίσει νόημα και είναι σαν να κλείνει προς στιγμήν η ..Τρύπα.. Το ξέρεις ότι είναι απατηλό το νόημα αλλά ξέρεις επίσης οτι ετσι πορεύεται ο κόσμος και ότι δεν γίνεται αλλιώς . Πρέπει να πιστεύουμε ότι ο κόσμος έχει νόημα ακόμα και ένα μας κομμάτι έχει διαρκώς την επίγνωση πως εκείνο που χαρακτήριζε πάντοτε τον κόσμο ήταν και είναι η Α-νοησία.

Σκέψεις για τον Φασισμό: Ο Καντ κι ο Άιχμαν του Πέτρου Θεοδωρίδη- ΚΑΙ Καρασαρίνης Μάρκος | Ο Αϊχμαν πριν από την Ιερουσαλήμ.



Σκέψεις για τον Φασισμό: Ο Καντ κι ο Άιχμαν
του Πέτρου Θεοδωρίδη
Μετά την εποχή του «τέλους της ιστορίας» και του «τέλους των ιδεολογιών» (κυρίαρχες θεωρίες της δεκαετίας του ’90) μπαίνουμε σε μια εποχή όπου συμπυκνώνεται τρομαχτικά ο χρόνος. Τα τελευταία χρόνια δεν έχουμε μια επιτάχυνση του χρόνου; Έναν χρόνο τόσο πυκνό σε γεγονότα και αλλαγές ώστε να μην προλαβαίνουμε καν να τις συνειδητοποιήσουμε; Και όχι μόνο επιτάχυνση του χρόνου αλλά και μια παράξενη αλλαγή πλεύσης, μια οπισθοδρόμηση: είμαστε πολύ πιο κοντά στο Μεσοπόλεμο παρά -ας πούμε- στη Μεταπολίτευση. Η Ψυχοπαθολογία του Φασισμού είναι -και το αισθανόμαστε πια όλοι- πολύ πιο κοντά στη σημερινή εποχή. Με κάποια παράξενη έννοια ,με κάποια τρύπα στον Χρόνο είμαστε πολύ κοντά στο 1933.
 Και εδώ μπορούμε να κάνουμε μερικές παρατηρήσεις:
 1ον Η ψυχοπαθολογία του Φασισμού εκφράζεται πολύ καλά με την αντίληψη του Carl Schmitt 1: η έννοια του Πολιτικού αφορά στη διάκριση μεταξύ Φίλου και εχθρού και  στη κατάσταση έκτακτης ανάγκης ως «αναστολή του νόμου από τον ίδιο το νόμο». .
2ον Την φασιστική ψυχοπαθολογία χαρακτηρίζει η νοσταλγία μιας υποτιθεμένης μυθικής κοινότητας απαλλαγμένης από ατέλειες και το κακό, αλλά και μια αισθητική αντίληψη της πολιτικής.Να σημειώσουμε εδώ πως δεν υπάρχει χειρότερη πολιτική πρόταση από την αισθητικοποίηση της πολιτικής.2.Όταν αναζητάς το αισθητικά ενδιαφέρον, το συγκλονιστικό, αυτό που θα σε βγάλει οριστικά από την πλήξη, τότε, υποκύπτοντας στην γοητεία του θεάματος, σκηνοθετείς την ιδία σου την πραγματικότητα με ένα σκηνικό θανάτου. ο φασισμός του μεσοπολέμου ήταν κι ένα αποτέλεσμα της μετατόπισης του σκηνικού: «να κάνουμε την ζωή μας τέχνη», φουτουρισμός, ο πόλεμος ως θέαμα και "λύτρωση" ο Μουσολίνι ως προσωποποίηση του ... «ανδρισμού», η λατρεία της δράσης, κλπ.
3ον Ο φασισμός δεν είναι άκρο, είναι μέσο, μετριότητα, η εξουσία της κοινοτοπίας
Θεωρούμε συχνά τον φασισμό ως ακρότητα όμως η Χάνα Άρρεντ μας έδειξε ότι αποτελεί την κοινοτοπία του κάκου. Σύμφωνα με την Άρρεντ -η οποία παρακολούθησε και κατέγραψε με εμβόλιμες παρατηρήσεις την δίκη του- ο Άιχμαν δεν ήταν τέρας: «Μισή δωδεκάδα ψυχίατροι βεβαίωναν πως ήταν φυσιολογικός[...] Ο ιερέας που τον επισκεπτόταν τακτικά, βεβαίωνε τους πάντες ότι ήταν «άνθρωπος με πολύ θετικές ιδέες», «δεν έθρεφε παράφορο μίσος για τους Εβραίους» ,«δεν σκότωσε ποτέ κανένα Εβραίο ή μη Εβραίο, ούτε έδωσε εντολή να σκοτώσουν Εβραίο ή μη Εβραίο» ενώ όμως «δεν άφηνε αμφιβολία ότι θα σκότωνε ακόμα και τον πατέρα του αν τον είχαν διατάξει»3. Το πρόβλημα με τον Άιχμαν -κατά τη Χάνα Άρρεντ - έγκειται στο ότι υπήρχαν πολλοί σαν κι αυτόν: ούτε διεστραμμένοι ούτε σαδιστές, αλλά «φοβερά και τρομερά φυσιολογικοί»4.
 Ακόμα πιο εντυπωσιακό: Ο Άιχμαν -κατά Άρρεντ - θεωρούσε πως ήταν, κατά κάποιο τρόπο ...”Καντιανός”. Θυμίζω πως ο Καντ εισήγαγε την έννοια του νόμου ως καθαρή μορφή και την έννοια της ηθικότητας ως ιδιότητα του έλλογου όντος να ενεργεί χάριν των νόμων 5. «Για τον Καντ, μια πράξη επιτρέπεται, εάν είναι δυνατόν να πράττουν όλοι με τον ίδιο τρόπο. Ως κριτήριο της ηθικότητας μιας πράξης, αναγνωρίζεται το να μπορεί κανείς να θέλει να γίνει ο γνώμονας, που διέπει την πράξη τούτη, μια αντικειμενική καθολική αρχή («νόμος») η οποία ισχύει για όλους στις ίδιες ή ανάλογες και παρόμοιες περιπτώσεις6.
Προς γενική κατάπληξη, ο Άιχμαν στη δίκη του, δήλωσε με μεγάλη έμφαση πως είχε ζήσει όλη του τη ζωή σε συμφωνία με τους ηθικούς κανόνες του Καντ. Η Άρρεντ θεώρησε πως ο Άιχμαν παραποίησε την καντιανή διατύπωση ως εξής: «να ενεργείς έτσι ώστε η βασική αρχή στην οποία βασίζονται οι ενέργειες σου να είναι η ίδια βασική αρχή με του νομοθέτη ή του νόμου της χώρας» ή-πιο απλά- «να ενεργείς έτσι ώστε αν ο Φύρερ γνώριζε την πράξη σου να την ενέκρινε»7. «Είναι αλήθεια -σχολιάζει η Άρρεντ- ότι η ασυνείδητη παραποίηση του Άιχμαν συμφωνεί μ’ εκείνο που ονομάστηκε «ο Καντ διασκευασμένος για το νοικοκυριό του απλού ανθρωπάκου». Σ’ αυτή την χρήση στο νοικοκυριό, το μόνο που απομένει από το πνεύμα του Καντ, είναι η απαίτηση να κάνει ο άνθρωπος κάτι περισσότερο από το να υπακούει απλώς στο νόμο, πρέπει να υπερβαίνει το στάδιο της απλής υπακοής και να ταυτίζει τη θέληση του με την πηγή από την οποία πηγάζει ο Νόμος. «Στη φιλοσοφία του Καντ η πηγή αυτή ήταν ο πρακτικός λόγος[…] Στη χρήση στο νοικοκυριό κατά Άιχμαν, η πηγή αυτή ήταν η θέληση του Χίτλερ.» Σε μεγάλο μέρος, η φρικτά φιλόπονη επιμέλεια με την οποία εφαρμόστηκε η Τελική Λύση ανάγεται στην παλιά άποψη, που ήταν πράγματι πολύ διαδεδομένη στη Γερμανία: το να είσαι νομοταγής, δε σημαίνει απλώς να υπακούεις στους νόμους αλλά «να ενεργείς σαν να έχεις εσύ θεσπίσει τους νόμους με βάση τους οποίους ενεργείς. Από κει προέρχεται και η πεποίθηση ότι πρέπει να κάνουμε ακόμα περισσότερα από όσα λέει η φωνή του καθήκοντος» 8.
 Και η Άρρεντ καταλήγει σε μια ανατριχιαστικά ειρωνική όσο και γεμάτη αλήθεια παρατήρηση: όπως ακριβώς το δίκαιο στις πολιτισμένες χώρες προϋποθέτει πως η φωνή της συνείδησης λέει στον κάθε πολίτη «ου φονεύσεις» αν και μερικές φορές ο άνθρωπος έχει φονικές διαθέσεις και επιθυμίες, έτσι το δίκαιο στη χώρα του Χίτλερ απαιτούσε από τη φωνή της συνείδησης να λέει σε όλους «να φονεύσεις», αν και οι οργανωτές των σφαγών ήξεραν πολύ καλά ότι ο φόνος εναντιώνεται στις έμφυτες κλίσεις και επιθυμίες των περισσότερων ανθρώπων.[…]Πολλοί Γερμανοί και πολλοί Ναζί, θα πρέπει να ένοιωθαν τον πειρασμό να μη σκοτώσουν, να μη ληστέψουν, να μην αφήσουν τους πλησίον τους να θανατωθούν.Αλλά ένας Θεός ξέρει πως κατάφεραν να αντισταθούν στον πειρασμό τους» 9.
Στον πραγματικό φασισμό και ναζισμό στα στρατόπεδα συγκέντρωσης-εξόντωσης πολύ λίγοι ήσαν αυτοί που εξόντωναν ή βασάνιζαν από ιδεολογία.Οι περισσότεροι γίνονταν βασανιστές και δολοφόνοι από κομφορμισμό ή (και ) καριερισμό: έκαναν απλώς την δουλειά τους, εκτελούσαν διαταγές -επιπλέον είχαν βρει διαφόρους τρόπους για να δικαιολογούν τον εαυτό τους: «δεν ήξερα», «απλώς εκτελούσα διαταγές»…
 Τον φασισμό δεν τον παράγουν τέρατα, αλλά ο Προκρούστης μιας πολύ βολικής συνταγής, ο ευνουχισμός της ηθικής επιταγής ώστε να συνταιριάζει με τον καριερισμό-κομφορμισμό του μικροαστού, ο τρόπος με τον οποίο ερμηνεύουν τις μεγάλες φιλοσοφίες και τα μεγάλα ηθικά συστήματα τα μικρά καθημερινά ανθρωπάκια, οι «φοβερά και τρομερά φυσιολογικοί» άνθρωποι της διπλανής πόρτας σύμφωνα με τα συμφέροντα και την μικρόνοια τους. Γι’ αυτό και παραμένει πάντα επικίνδυνος.



βιβλιογραφικές αναφορές:
[1] Για την πολιτική φιλοσοφία του Carl Schmitt, βλ. μεταξύ άλλων, Γιώργου Πάσχου, Κράτος δικαίου και Πολιτική, Πολιτειολογικές θεωρίες 1900 -1940, εκδ. ο Πολίτης, Αθήνα 1991, σ. 231, κ.ε.
2 Ας μην πάει το μυαλό μας μόνο στον …Βάγκνερ. Και το Κιτς συνιστά μια αισθητικοποίηση της πολιτικής.
3 Χάνα Άρρεντ, ο ’Αιχμαν στην Ιερουσαλήμ έκθεση για την κοινοτοπία του κακού, μτφ. Βασίλης Τομάνας, εκδ. Νησίδες, σ. 26-28.
4 Χάνα Άρρεντ, ό.π, σ. 215.
5 Μυρτώ Ρήγου, Εκδοχές του Νόμου, Kant, Sade, Kafka, εκδ. Πλέθρον, 201, σ. 15.
6 Κώστας Ανδρουλιδακης, επιλεγόμενα, στο Ιμμανουέλ Καντ, Κριτική του πρακτικού λόγου, Εστία, μτφ σχόλια επιλεγόμενα, Κώστας Ανδρουλιδακης, Αθήνα 2006 σ. 262.
7 Χάνα Άρρεντ, ό.π, σ. 111.
8 Χάνα Άρρεντ, ό.π, σ. 111.
9 Χάνα Άρρεντ, ό.π, σ. 121.


Καρασαρίνης Μάρκος   AΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΒΗΜΑ

Ο Αϊχμαν πριν από την Ιερουσαλήμ

Μια νέα ιστορική έρευνα ανατρέπει την εικόνα του γερμανού ναζιστή ως γραφειοκράτη που εκτελούσε εντολές. Η ανασκευή της έννοιας της «κοινοτοπίας του κακού», που είχε διατυπώσει η φιλόσοφος Χάνα Αρεντ μετά την παρακολούθηση της δίκης του συνταγματάρχη των Ες Ες στο Ισραήλ το 1961
Ο Αϊχμαν πριν από την Ιερουσαλήμ
Ο Αντολφ Αϊχμαν στη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας παράτασης της κράτησής του πριν από την έναρξη της δίκης το 1961

10
εκτύπωση 
 
Bettina Stangneth
Eichmann before Jerusalem.
The Unexamined Life of a Mass Murderer
Εκδόσεις Knopf, 2014,
σελ. 610,  τιμή 35 δολάρια ΗΠΑ

Το 1963 η Χάνα Αρεντ τάραξε τα νερά της δυτικής διανόησης με ένα βιβλίο που επρόκειτο να συμβάλει στην ίδρυση ενός ολόκληρου πεδίου και να συζητείται επί δεκαετίες. «Ο Αϊχμαν στην Ιερουσαλήμ. Εκθεση για την κοινοτοπία του κακού» (εκδ. Νησίδες), καρπός της παρακολούθησης της δίκης του Αντολφ Αϊχμαν, υπευθύνου σε οργανωτικό επίπεδο για την εξόντωση εκατομμυρίων εβραίων στα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, υπήρξε μία από τις πρώτες απόπειρες επιστημονικής ερμηνείας των κινήτρων των αυτουργών του Ολοκαυτώματος. Αποσυνδέοντας τη ναζιστική γενοκτονία από οποιαδήποτε αιτιολογία ψυχοπάθειας, η Αρεντ απέρριπτε τη ριζοσπαστική φύση του κακού χάριν της «κοινοτοπίας» του: οι δράστες ήταν άτομα σαν τον Αϊχμαν, γκρίζοι γραφειοκράτες, διανοητικές μετριότητες, «κανονικοί» Γερμανοί, οι οποίοι υιοθέτησαν το ναζιστικό συνονθύλευμα ιδεών εγκαταλείποντας κάθε προσωπική αξιολογική κρίση ή ηθική επιλογή και απεκδυόμενοι οποιασδήποτε ευθύνης για τις πράξεις τους. Προκλητική στην εποχή της, η θέση αυτή άσκησε ιδιαίτερη επίδραση και δέχθηκε κατά καιρούς σκληρή κριτική για τη φιλοσοφική της τεκμηρίωση ή τις πιθανές προεκτάσεις της για τα ίδια τα θύματα. Πενήντα σχεδόν χρόνια αργότερα, η γερμανίδα φιλόσοφος Μπετίνα Στάνγκνετ αμφισβητεί για πρώτη φορά τον ίδιο τον πυρήνα της συλλογιστικής της Αρεντ. Στο συναρπαστικό βιβλίο της που μόλις κυκλοφόρησε στα αγγλικά με τίτλο «Eichmann before Jerusalem. The Unexamined Life of a Mass Murderer», όπου γίνεται λεπτομερής επανεξέταση της βιογραφίας και της εσωτερικής ζωής του Αϊχμαν, η κριτική ανάγνωση του χειμαρρώδους λόγου του αναδεικνύει όχι πια την κοινοτοπία, αλλά την ιδιοτυπία του.

Το αρχείο της Αργεντινής
Η Στάνγκνετ επιδίδεται σε έναν κριτικό διάλογο με το έργο της Αρεντ, το οποίο αντιλαμβάνεται ως «αναπόσπαστο διανοητικό συνοδό» του δικού της. Δεν αποδομεί την έννοια της «κοινοτοπίας του κακού», καταρρίπτει όμως την ισχύ της όσον αφορά το πρόσωπο που την ενσάρκωσε. Με βάση τα στοιχεία που είχε στη διάθεσή της η γερμανοαμερικανίδα πολιτική θεωρητικός, χωρίς δηλαδή την ευχέρεια της αντιπαραβολής της εικόνας πριν και μετά τη σύλληψη του Αϊχμαν, η εξήγησή της τον ανήγαγε σε έναν ιδεότυπο που, δίχως να τον αθωώνει, ενσωμάτωνε την αυτοπροβολή του ως μετριότητας. Ωστόσο, η Στάνγκνετ αποδύεται σε μια επανατοποθέτηση του ναζί εγκληματία στα συμφραζόμενα του βίου του προκειμένου να θέσει το ερώτημα αν ο Αϊχμαν υπήρξε όντως πρότυπο κοινοτοπίας. Για τον σκοπό αυτό  προβαίνει σε εξαντλητική έρευνα και αντιπαράθεση δεδομένων σε περισσότερα από 30 αρχεία. Συλλέγοντας ένα διάσπαρτο εδώ και δεκαετίες υλικό (κυρίως το λεγόμενο «αρχείο της Αργεντινής»), το οποίο αφορά πλήθος τεκμηρίων χρονολογουμένων πριν από την απαγωγή του από πράκτορες της ισραηλινής κυβέρνησης στο Μπουένος Αϊρες όπου είχε καταφύγει μεταπολεμικά, τη δίκη του στην Ιερουσαλήμ το 1961 και την εκτέλεσή του στις 31 Μαΐου 1962, αποφαίνεται ότι ο ασήμαντος γραφειοκράτης υπήρξε μόνο το προσωπείο που ένας πολύπλοκος χαρακτήρας φόρεσε ελπίζοντας να αποφύγει τις συνέπειες της ενοχής του.

Η Στάνγκνετ προσφεύγει στις μαρτυρίες τόσο εκείνων που γνώριζαν τον Αϊχμαν επί εθνικοσοσιαλισμού όσο και του κύκλου των ναζί που κατέφυγαν στην Αργεντινή. Και στις δύο περιπτώσεις, όπως και στις εκατοντάδες σελίδες των αυτοβιογραφικών του κειμένων προτού συλληφθεί, ο «τσάρος των Eβραίων» κάθε άλλο παρά ως «γρανάζι μιας γραφειοκρατικής μηχανής» παρουσιάζεται. Ο ίδιος κομπάζει ότι το «διάσημο όνομα Αϊχμαν» είχε καταστεί «σύμβολο», μιλά ανοικτά και με αριθμούς για τη δράση του στο Ολοκαύτωμα, υπογράφει αυτόγραφα με το κανονικό του όνομα και τον βαθμό του («Συνταγματάρχης SS εν αποστρατεία Αϊχμαν»). Σε πλήρη αντίθεση με την εικόνα που φιλοτέχνησε στη δίκη του, εκείνη του μεταπολεμικού φιλειρηνικού εκτροφέα κουνελιών, ο οποίος εξαναγκάστηκε από πράγματα και καταστάσεις, ακολουθώντας διαταγές, να συμμετάσχει στην εξόντωση ενός λαού, δηλώνει υπερήφανος για το έργο του. Αντί του αφανούς διαχειριστή «καθαρά τεχνικών ζητημάτων μεταφοράς» διεκδικεί την αναγνώρισή του ως επιφανούς οργανωτικού εγκεφάλου της διαδικασίας εκτοπισμού και εξόντωσης των Eβραίων στην Ευρώπη. Το αποτέλεσμα ήταν να καταστεί τελικά αποσυνάγωγος από τη σέχτα των χιτλερικών νοσταλγών της εξορίας: αυτοί ήλπιζαν να χρησιμοποιήσουν την αυθεντία του για να αποκαθάρουν τον ναζισμό από το υποτιθέμενο ψέμα της εβραϊκής γενοκτονίας («το ψεύδος των έξι εκατομμυρίων»), εκείνος επέμενε να καυχιέται ότι «αν είχαμε εξοντώσει 10,3 εκατομμύρια, θα είχαμε ολοκληρώσει την αποστολή μας».

Ο υποτιθέμενα χαμηλού προφίλ Αϊχμαν επιδιώκει ήδη από το 1956 την έκδοση ενός βιβλίου για τα δικά του πεπραγμένα προκειμένου να προσδιορίσει τον ρόλο του στο Ολοκαύτωμα. Ερχεται σε επαφή με τον φιλοναζιστή εκδότη Εμπερχαρντ Φριτς και τον ολλανδό πρώην πολεμικό ανταποκριτή και προπαγανδιστή του ναζιστικού καθεστώτος Βίλεμ Σάσεν και οι τρεις τους συνάπτουν ένα συμβόλαιο στο πλαίσιο του οποίου ο Αϊχμαν παραχωρεί στον Σάσεν μια σειρά μακρών συνεντεύξεων ενώπιον μιας ομάδας πρώην ναζιστών και νοσταλγών του καθεστώτος. Ηδη, πριν από αυτές έχει συγγράψει ένα χειρόγραφο έκτασης 107 σελίδων με τον τίτλο «Οι άλλοι μίλησαν, τώρα είναι η σειρά μου», ενώ αργότερα θα ολοκληρώσει ένα ημι-μυθιστορηματικό κείμενο 260 σελίδων, το οποίο παραμένει ακόμη σε γνώση μόνο των κληρονόμων του. Στη διάρκεια της φυλάκισής του στην Ιερουσαλήμ το 1961 συντηρεί την ψευδαίσθηση της δημοσίευσης ενός αυτοβιογραφικού γραπτού 1.000 σελίδων με δυνητικό τίτλο «Γνώθι σαυτόν» και σχεδιάζει τις λεπτομέρειες της έκδοσης: «η ράχη και το εξώφυλλο πρέπει να είναι μονόχρωμα, μπεζ ή γκρίζα ίσως, με καθαρή, γραμμική και ελκυστική γραμματοσειρά. Είναι σαφές ότι δεν επιθυμώ ψευδώνυμο, καθότι δεν προσήκει στη φύση του πράγματος».

Κυνικός και ανελέητος
Η γλώσσα του Αϊχμαν στην Αργεντινή, όπως την παραθέτει η Στάνγκνετ, διαφέρει εντελώς από εκείνη της Ιερουσαλήμ. Η «αδυναμία ομιλίας» και «αδυναμία σκέψης» που εντοπίζει η Αρεντ έρχονται σε αντίθεση με τον συστηματικό τρόπο έκθεσης των απόψεών του. Κυνικός, ανελέητος, μισάνθρωπος, αυτός ο Αϊχμαν μπορεί να επιδεικνύει αδιάντροπα τον αντισημιτισμό και τον εθνικοσοσιαλισμό του. Η τεχνική γλώσσα συνδυάζεται με την ανοικτή αποδοχή των όσων συνέβαιναν: τα στρατόπεδα «τροφοδοτούνταν με υλικό», αλλά και «για μένα δεν υπήρχε καμία διαφορά για το πού θα πήγαιναν οι Eβραίοι, στη Μαδαγασκάρη, στο Αουσβιτς, στα στρατόπεδα του (υψηλόβαθμου SS) Γκλόμποτσνικ για να εξοντωθούν με αέρια». Το ιδεολογικό περιεχόμενο εξακολουθεί να αφορά εν έτει 1957 την υπεράσπιση μιας διεστραμμένης κοσμοθεωρίας στην οποία εμμένει ως ιδανικό. Στην ερώτηση μιας κυρίας του κύκλου του Σάσεν «τι χειρότερο μπορούσε να συμβεί στη Γερμανία από την ανάληψη της εξουσίας από τους ναζί το 1933» εξανίσταται και μετά βίας συγκρατεί την οργή του: «Γι' αυτό τα δώσαμε όλα, τα νιάτα, την ελευθερία μας, κι άλλοι ακόμη περισσότερα, τη ζωή τους. Δεν αντέχω να ακούω κάτι τέτοιο [...], θα εκραγώ!».

Πεπεισμένος εθνικοσοσιαλιστής
Η αντεστραμμένη ηθική του Αϊχμαν είναι αυτή ενός πεπεισμένου εθνικοσοσιαλιστή - οι φυλετικές και βιολογικές κατηγορίες υπερβαίνουν τις πολιτισμικές, το αίμα ακυρώνει τις αξίες, η εξόντωση των Εβραίων αποβαίνει καθήκον, αποστολή, νομοτέλεια: «το αίσθημα της αυτοσυντήρησης είναι ισχυρότερο από κάθε αυτοαποκαλούμενη ηθική απαίτηση». Το ενδιαφέρον είναι ότι οι απόπειρες φιλοσοφικής τεκμηρίωσης των λεγομένων του δεν εξαντλούνται πάντα σε έναν χυδαίο κοινωνικό δαρβινισμό. Σε κάποιες επιστολές του χρησιμοποιεί όχι χωρίς δεξιότητα δάνεια από τον Καντ, τον Νίτσε, τον Πλάτωνα, τον Σοπενχάουερ, ακόμη και τον (εβραϊκής καταγωγής) Σπινόζα, σημειώνει η Στάνγκνετ. Πίσω από το υποτιθέμενο ανθρωπάκι-δέσμιο των μηχανισμών, όπως παρουσίαζε τον εαυτό του στη δίκη, δεν κρύβεται ωστόσο ένας διανοούμενος. Η χρήση των φιλοσοφικών εργαλείων αποδεικνύεται επιφανειακή και εργαλειακή, ανάλογα με τον συνομιλητή και τη συγκυρία. Η ιδιόμορφη χρήση της γλώσσας, η επινόηση αταίριαστων μεταφορών («νιώθω σαν ανώνυμος περιπατητής υποβρυχίως»), οι ακυρολεξίες, υποδηλώνουν τα όρια της σκέψης του. «Πολύ έξυπνος, πολύ πανούργος» κατά τον ισραηλινό ανακριτή του, όχι μετριότητα αλλά ούτε και προσωποποίηση του μέσου όρου, ο Αϊχμαν δεν μπορεί να αποτελέσει μέτρο των αυτουργών του Ολοκαυτώματος με τον τρόπο της Αρεντ, υποδεικνύει τελικά η Μπετίνα Στάνγκνετ. Οπως σημειώνει ο εξέχων αμερικανός ιστορικός του ναζισμού Κρίστοφερ Μπράουνινγκ στους «New York Times», ο Αντολφ Αϊχμαν ταίριαζε στο πορτρέτο της Χάνα Αρεντ μόνο κατά το ήμισυ: αποτελούσε συνώνυμο του κακού, όχι όμως της κοινοτοπίας του.  

δειτε και