19 Ağustos 2014 Salı

Η (μετα)νεωτερική κοινωνία και ο συρρικνωμένος χρόνος / αναδημοσιευση απο tvxs

Η (μετα)νεωτερική κοινωνία και ο συρρικνωμένος χρόνος


08:55 | 08 Αυγ. 2014
Πέτρος Θεοδωρίδης
«Και στο μεταξύ, ο χρόνος
συνεχίζει το πανάρχαιο έργο του
να κάνει τους πάντες να μοιάζουν,
αλλά και να νιώθουν, σαν σκατά».[1]
Στη μετανεωτερική πλανητική εποχή μας, η νεωτερική ανοδική συνέχεια του χρόνου (η διάκριση σε παρελθόν, παρόν και μέλλον) παύει σιγά σιγά να υφίσταται. Ο παράγοντας “χρόνος” «χάνει την πρωταρχική του σημασία, την οποία είχε στο πλαίσιο της αστικής πίστης προς την ιστορία και την πρόοδο»’[2]. Σήμερα ο χρόνος συρρικνώνεται, γίνεται ένας παροντικός-πλανητικός χρόνος. Η χρονικότητα σήμερα, θυμίζει την χρονική αίσθηση του (χωροθέτη) Κ στον “Πύργο”του Κάφκα: μια διαρκής αναβολή, όπου τα πάντα ξεθωριάζουν μόλις πας να τα φτάσεις, ένα ατελείωτο σημειωτόν στηn κινούμενη άμμο του παρόντος.
Στην εποχή μας η ταχύτητα έχει γίνει εθιστικό ναρκωτικό. Γεμίζουμε τα αργά κενά μιλώντας στο κινητό τηλέφωνο ενώ περπατάμε στο δρόμο τρομοκρατημένοι ή πιάνουμε τους εαυτούς μας στον κινηματογράφο να ψάχνουν ψηλαφητά το πλήκτρο fastforward.«Ζούμε σε μια εποχή όπου το emailαντικαθιστά΄ την επιστολογραφία, όπου τα άρθρα στις εφημερίδες γίνονται όλο και μικρότερα, οι εναλλαγές εικόνων στις οθόνες συχνότερες[3]». Το αεικίνητο και μεταβαλλόμενο ύφος της επικοινωνίας, που εισήχθη με το MTV, απεικονίζει επακριβώς το πνεύμα της εποχής. Ό,τι χαρακτηρίζει τη σύγχρονη εποχή είναι η αδυναμία να παραμείνεις στη θέση σου. «Δεν επιλέγεις να είσαι σε κίνηση, τίθεσαι σε κίνηση. Πρέπει να επιταχύνουμε-να γίνουμε «ευκίνητοι», «εύκαμπτοι», «να δείξουμε περισσότερη “ευελιξία”», να «προσαρμοσθούμε»[4].
Στην εποχή μας, η αιώνια επανάληψη συνυπάρχει μαζί με την αίσθηση ενός χρόνου που δε θυμάται το παρελθόν ούτε προσβλέπει στο μέλλον, ενός χρόνου που ανακυκλώνεται σε ένα αιώνιο παρόν: μια μόδα που εκθειάζει τις χαρές της αιώνιας επανάληψης που ανακαλύπτεται και στον κινηματογράφο. Στην ταινία "50 FirstDates" η ηρωίδα υποφέρει από μια διαταραχή που την κάνει να μη μπορεί να συγκρατήσει τίποτα στη βραχυπρόθεσμη μνήμη της. Ξεκινά κάθε πρωί χωρίς αναμνήσεις των προηγούμενων ημερών, γοητεύει έναν κυνηγό του ωραίου φύλου, σε σημείο που να αφιερώνει τη ζωή του στο να την κατακτά κάθε μέρα από την αρχή. Καταλήγουν σε ένα καράβι που πλέει στην ηλιόλουστη θάλασσα να ξεχνούν και να υπενθυμίζουν χαρούμενοι την αγάπη τους ο ένας στον άλλον, κάθε μέρα που ξημερώνει.
Σε μια άλλη ταινία, “η αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού”, δύο εραστές αποφασίζουν να διαγράψουν από το μυαλό τους, ο ένας τον άλλο, έπειτα από έναν οδυνηρό χωρισμό. Έτσι ένα ζευγάρι που τα έχει περάσει όλα -τους καυγάδες, την πλήξη, τον χωρισμό- στρέφεται ο ένας στον άλλο με νέο ενθουσιασμό και με την ελπίδα ότι το νέο αυτό πρόσωπο θα εκπληρώσει όνειρα και προσδοκίες[5]. Στις ταινίες αυτές είναι χαρακτηριστική η επιδίωξη της «επαναληπτικής» ανανέωσης. Μετά την αρχική ευφορία, υπάρχει ένα ασφυκτικό αίσθημα déjàvu στην πλοκή τους καθώς όλα ανακυκλώνονται ξανά και ξανά σαν ένα αδιάκοπο καθρέφτισμα του Νάρκισσου στο νερό της λίμνης. Αυτή είναι η χαρακτηριστική αίσθηση του χρόνου της εποχής μας: ένα παρόν τέρας, ως πελώριο “Μάτριξ” ή “Τρούμαν Σώου” χωρίς δυνατότητες διαφυγής.
Ο Maurizio Lazzarato αποδίδει αυτή την αίσθηση του ανακυκλώσιμου χρόνου στην επέκταση της χρηματοπιστωτικής οικονομίας. Ενώ στο Μεσαίωνα ο χρόνος άνηκε στον Θεό, σήμερα, ως δυνατότητα, δημιουργία επιλογή και απόφαση, είναι το πρώτο αντικείμενο της καπιταλιστικής ιδιοποίησης. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα φροντίζει ώστε οι μόνες δυνατές επιλογές και αποφάσεις να είναι αυτές του χρήματος που γεννά χρήμα, της παραγωγής για την παραγωγή.
«Ενώ στις βιομηχανικές κοινωνίες διατηρούνταν ακόμη ένας "ανοιχτός χρόνος" -με τη μορφή της προόδου ή της επανάστασης- σήμερα το μέλλον και οι δυνατότητές του, συντριμμένες από τα κολοσσιαία ποσά χρήματος που κινητοποιούνται από το χρηματοπιστωτικό σύστημα φαίνεται να έχουν μπλοκαριστεί: το χρέος εξουδετερώνει πλήρως το χρόνο, το χρόνο ως δημιουργία νέων δυνατοτήτων, δηλαδή την πρώτη ύλη κάθε ε πολιτικής, κοινωνικής η αισθητικής αλλαγής»[6].
 «Όλη η χρηματοπιστωτική καινοτομία -γράφει ο Lazzarato- δεν έχει παρά ένα σκοπό: να διαθέτει προκαταβολικά το μέλλον αντικειμενοποιώντας το. Η αντικειμενοποίηση αυτή είναι εντελώς άλλου τύπου από εκείνη του χρόνου εργασίας: αντικειμενοποίηση του χρόνου, προκαταβολική διάθεσή του σημαίνει υπαγωγή κάθε δυνατότητας επιλογής και απόφασης, την οποία κρύβει το μέλλον, στην αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων εξουσίας. Έτσι το χρέος όχι μόνο ιδιοποιείται τον παρόντα χρόνο απασχόλησης των μισθωτών και του πληθυσμού στο σύνολο του, αλλά προαγοράζει επίσης τον μη χρονολογικό χρόνο, το μέλλον καθενός και το μέλλον της κοινωνίας στο σύνολο της. Η αλλόκοτη αίσθηση ότι ζούμε σε μια κοινωνία χωρίς χρόνο, χωρίς δυνατότητα, χωρίς ορατή ρήξη βρίσκει την κυριότερη εξήγηση της στο χρέος»[7].
Τι απομένει από τις παραδόσεις στη (μετα)νεωτερική κοινωνία; Απομένουν, ή μάλλον επιπλέουν, διάχυτες και απογυμνωμένες από το ιερό και τελετουργικό νόημα που είχαν στις προνεωτερικές κοινωνίες ως συνήθειες -που με την κανονική επανάληψή τους προσφέρουν ένα υποκατάστατο της “οντολογικής ασφάλειας”, δηλαδή ενός πλαισίου ερμηνείας του κόσμου[8]. Απομένει η «παράδοση που είναι απογυμνωμένη από το περιεχόμενο της και εμπορευματοποιημένη μετατρέπεται είτε σε πολιτιστική κληρονομιά είτε σε κραυγαλέα κακογουστιά-μπιχλιμπίδι προς πώληση στα καταστήματα των αεροδρομίων. Η βιομηχανία της παράδοσης την πακετάρει και την ξαναπαρουσιάζει ως θέαμα»[9].
Στην μετανεωτερική κοινωνία η νεωτερική διάσπαση του χρόνου σε παρελθόν -παρόν και μέλλον παύει σιγά να υφίσταται, ο χρόνος συρρικνώνεται, γίνεται ένας παροντικός-πλανητικός χρόνος. «Είτε πρόκειται για μια μεταβατική συγκυρία είτε για μια διαρκή κατάσταση, εκείνο που παραμένει είναι πως τούτο το παρόν είναι ο καιρός της μνήμης και του χρέους, της αμνησίας στην καθημερινότητα και των προσδοκιών»[10].

Ο Πέτρος Θεοδωρίδης είναι συγγραφέας-δοκιμιογράφος. Κατεβάστε ελεύθερα την τελευταία του συλλογή  «Ακόμα και η Αριάδνη ήταν ψέμα» ή διαβάστε την online

[1]  Μάρτιν Άμις «Λονδρέζικα χωράφια» αναφέρεται στο LarsSvendsen: Η φιλοσοφία της βαρεμάρας, μτφ Παναγιώτης Καλαμαράς, εκδ.  Σαββάλας (1η έκδοση 1999) 2006, σ. 98.
[2] Π. Κονδύλης,H Παρακμή του Αστικού Πολιτισμού, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα1991, σ. 317.
[3] Thomas Eriksen, η τυραννία της στιγμής, μτφ Αθηνά Σιμογλου, εκδ. Σαββάλας, Αθήνα 2005, σ. 99.
[4] Pierre Andre Taguieff, Παγκοσμιοποίηση και Δημοκρατία, μτφ Νίκος Κούρκουλος, εκδ.  Εικοστού Πρώτου (2001) 2002, σ. 81- 83.
[5]  βλ άρθρο της NatashaWalter [TheGuardian] «Αγωνιώδης αναζήτηση μιας άσπιλης μνήμης, η δυστυχία να ζούμε χωρίς ιστορία και αναμνήσεις», Καθημερινή, 4-8-2004 σ. 4.
[6]  Maurizιo Lazzarato η κατασκευή του χρεωμένου ανθρώπου δοκίμιο για την νεοφιλελεύθερη κατάσταση(2011), μτφ Γιώργος Καράμπελας, εκδ.Αλεξάνδρεια 2014,σ. 71.
[7]  ό.π., σ. 69.
[8]  Giddens A in Beck U., Giddens A Lah S, Reflexive Modernization, Politics, Tradition And Aesthetics In The Modern Social Ryder, Oxford, Polity Press, 1994, p. 100-101.
[9]  Giddens A, ο κόσμος των ραγδαίων αλλαγών, μτφ ΚωνσταντινοςΓεώρμας, Μεταιχμιο 2002, σ. 86.
[10] Francois Hartog, καθεστωτικά ιστορικότητας, παραγοντισμός και εμπειρίες του χρόνου, μτφ. Δημήτρης Κουσουρής, εκδ. Αλεξάνδρεια 2014.

είστε εργαζόμενοι στον κλάδο του Τουρισμού; Δίπλα στη θάλασσα; Την έχετε βαρεθεί; ..Οργανώστε από τώρα τις διακοπές σας στο Βουνό , στο εκπληκτικό Καρπενήσι. ......

είστε εργαζόμενοι στον κλάδο του Τουρισμού;  Δίπλα στη θάλασσα;  Την έχετε  βαρεθεί;  ..Οργανώστε από τώρα τις διακοπές  σας   στο Βουνό , στο εκπληκτικό Καρπενήσι.   Ρωτήστε για τις προσφορές  του ξενοδοχείου Ελβετία  σε   εργαζόμενους στον κλάδο του Τουρισμού

ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΡΠΕΝΗΣΙ ΣΤΟΝ ΠΡΟΥΣΟ 

https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgr9KZtbN3zONzylLwz7aiDiUjORbUA7qX84Hb0e9oaCfw3SpQbyrAaKXsNhHmOp2wFgEE6nrlJ2DmasFbNFPnkVSWKBxscMhyphenhyphenDnq8NYStc8FjEvswHIAZnp6i9kY6k7MGboem3MKliHf4/s1600/karpenisi1.jpg

Περα απο την Ελβετια ...Υπάρχει και το ΕΛΒΕΤΙΑ . (καρπενησίου) .

 

Η κοινωνία ως "μηχανή αποκλεισμού". Της Κατερίνας Μάτσα αναδημοσιεσυη απο ΤVXS

18:12 | 08 Απρ. 2012
Τελευταία ανανέωση 15:40 | 28 Νοε. 2013
Στην καρδιά της ορθολογικότητας της δικιάς μας κουλτούρας βρίσκεται ένας αποκλεισμός, που προηγείται οποιουδήποτε άλλου, πιο ριζικός από τον αποκλεισμό των τρελών, των παιδιών ή των κατώτερων φυλών, ένας αποκλεισμός που προηγείται όλων αυτών και χρησιμεύει ως πρότυπό τους, ο αποκλεισμός του νεκρού και του θανάτου».
[...] Προέρχονται από όλα τα κοινωνικά στρώματα, σιωπηλοί μάρτυρες μιας χωρίς προηγούμενο κρίσης της κοινωνίας και του πολιτισμού.
Ένας πραγματικός μικρόκοσμος που βιώνει καθημερινά το θάνατο, ζώντας στο κοινωνικό περιθώριο, μέσα σ’ έναν κόσμο που γεννά και συσσωρεύει καταστροφές.
Η χρήση των ναρκωτικών γι’ αυτά τα νέα παιδιά γίνεται ένα παιχνίδι ρώσικης ρουλέτας, μια διαρκής αναμέτρηση με το θάνατο.
Αναζητούν απελπισμένα τη δόση τους, γνωρίζοντας ότι κάθε δόση μπορεί να είναι η μοιραία δόση.
Ζουν μέσα στην εξαθλίωση, γνωρίζοντας ότι αυτός ο τρόπος ζωής τους εκθέτει σε μυριάδες κινδύνους (λοιμώξεις, ατυχήματα, αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές κ.α.).
Παρ’ όλα αυτά επιμένουν.
Το κάνουν όχι από ευχαρίστηση, όπως πιστεύουν πολλοί, αλλά από ανάγκη.
Τα ναρκωτικά δεν αποτελούν αντικείμενο επιθυμίας αλλά ανάγκης.
Η εξάρτηση δεν είναι παρά ένας τυραννικός καταναγκασμός, καθημερινό μαρτύριο, που μετατρέπει τη ζωή σε κόλαση.
Για τους τοξικομανείς η προβληματική της επιθυμίας έχει μετατεθεί στο πεδίο της ανάγκης, ο θάνατος κυριαρχεί στην ψυχική σκηνή.
«Μέσα από τη χρήση των ναρκωτικών», λέει η Sylvie Le Poulichet, «επιτελείται μια διαρκής προσομοίωση θανάτου».
Η έναρξη της χρήσης ουσιών γίνεται, συνήθως, στην αρχή της εφηβείας.
Είναι η ηλικία της ανακάλυψης της άγνωστης, ακόμα, ηπείρου της σεξουαλικότητας και της συνάντησης του υποκειμένου με το ζήτημα του θανάτου.
Είναι η εποχή της αναμέτρησής του με το άγνωστο, το τυχαίο, το αβέβαιο, μέσα σε ένα φαντασιωτικό παιχνίδι, όπου το επίδικο είναι η ζωή του ή ο θάνατός του.
Από την ικανότητά του να «επιβιώσει» ψυχικά μέσα από αυτή την αναμέτρηση, από την ικανότητά του, δηλαδή, να βρει το δικό του πέρασμα προς τη ζωή, θα εξαρτηθεί το ίδιο το ψυχικό του γίγνεσθαι.
Στις περιπτώσεις όμως που υπάρχουν βαθιά ελλείμματα στον ψυχισμό του και συνθήκες κρίσης στο οικογενειακό και στο κοινωνικό περιβάλλον, τότε αυτό το πέρασμα προς τη ζωή δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί ικανοποιητικά για το άτομο και το παιχνίδι με το θάνατο γίνεται τρόπος ζωής, που μπορεί να πάρει τη μορφή της τοξικομανίας. […]
Το βέβαιο όμως είναι ότι σ’ αυτό το μακάβριο παιχνίδι η διαρκής πρόκληση του θανάτου αποσκοπεί, βασικά στην ακύρωσή του. […]

Όταν κάνουν χρήση δεν έχουν στο μυαλό τους το θάνατο, δεν επιδιώκουν – εκτός από συγκεκριμένες ιδιαίτερες περιπτώσεις όπου συνυπάρχει ψυχοπαθολογία – να αυτοκτονήσουν. Ρισκάρουν το θάνατο για να κερδίσουν τη ζωή.
Επιδιώκουν, βασικά, να αποδείξουν –στον εαυτό τους, πρώτα απ’ όλα- ότι μπορούν να ακυρώσουν το θάνατο και να βγουν νικητές.
Κρύβουν την τρομακτική τους ανασφάλεια πίσω από την επίδειξη της –φαντασιωσικής- παντοδυναμίας που δίνουν τα ναρκωτικά. […]

Γι’ αυτό η λήψη υπερβολικής δόσης (OD) είναι τόσο συνήθης πρακτική, στην οποία ο ίδιος ελάχιστες, σχετικά, φορές δίνει το χαρακτήρα της απόπειρας αυτοκτονίας. […]
Όταν κάνει χρήση δεν υπάρχει γι’ αυτόν ο Άλλος, ως ζωντανή παρουσία στη ζωή του.
Υπάρχει μόνο το χάσμα της απουσίας, που δίνει τραγική διάσταση στη μοναξιά του.
Ο θάνατος, λοιπόν, σφραγίζει την καθημερινότητα της μίζερης ζωής τους, γιατί έχει ήδη σφραγίσει, από πριν, τον εσωτερικό ψυχικό τους κόσμο.
Μέσα σ’ αυτόν βρίσκεται, συχνά, κλεισμένος ένας αγαπημένος νεκρός που δεν μπόρεσαν να τον πενθήσουν, εγκιβωτισμένος σε μία «κρύπτη» στο εσωτερικό του Εγώ.
Το πένθος αυτού του νεκρού ήταν ανέφικτο μέσα στις συνθήκες που συντελέστηκε η μεγάλη απώλεια.
Αυτός ο ψυχικός τραυματισμός, που δεν έγινε δυνατό να μεταβολιστεί ψυχικά, μπορεί να συνδέεται με προσωπικά βιώματα, μπορεί όμως και να μεταδόθηκε από προηγούμενες γενιές και να αφορά συλλογικές εμπειρίες (της κοινότητας, του έθνους, της κουλτούρας στην οποία ανήκει η οικογένεια του συγκεκριμένου ατόμου).
Αυτό το τραύμα διαμορφώνει με πολύπλοκο και κρυπτικό, συνήθως, τρόπο τα δυναμικά της ψυχικής ζωής του ίδιου αλλά και της οικογένειάς του.
Γεννά κρύπτες και «φαντάσματα» που «στοιχειώνουν» τους ζωντανούς. […]
Η κλινική μας εμπειρία επιβεβαιώνει την παρουσία όλων αυτών των φαινομένων σε πολλούς τοξικομανείς, που προσήλθαν στον Συμβουλευτικό Σταθμό του 18 ΑΝΩ και ζήτησαν να ενταχθούν σε κάποιο από τα θεραπευτικά προγράμματα που υλοποιούνται στη Μονάδα.
Παρατηρήσαμε αρχικά ότι στο ιστορικό της οικογένειας των τοξικομανών αναφέρονται πολλοί θάνατοι, συνήθως πρόωροι και απροσδόκητοι.
Το πένθος γι αυτούς τους νεκρούς δεν έγινε εφικτό, για πολλούς λόγους, ιδιαίτερους για τον καθέναν.
Η έναρξη της χρήσης ουσιών τοποθετείται, συνήθως, χρονικά, μετά την τραυματική απώλεια και το αδύνατο πένθος της. […]
Παρατηρήσαμε στην κλινική πράξη ότι στις περιπτώσεις που υπήρχε αδύνατο πένθος η θεραπευτική διαδικασία ήταν ιδιαίτερα δύσκολη και οι υποτροπές συχνές, ακόμα και μετά την επιτυχή ολοκλήρωση του θεραπευτικού προγράμματος.
Σ’ αυτά τα άτομα αναπτυσσόταν, συχνά, μετά την απεξάρτησή τους από τα ναρκωτικά, μια εξαρτητική σχέση με το αλκοόλ, η οποία προηγούνταν της υποτροπής στα ναρκωτικά και στη συνέχεια εξελισσόταν παράλληλα. […]
Η επιθυμία να φωτιστούν και να διερευνηθούν διεξοδικά όλα αυτά τα ζητήματα υπαγορεύτηκε βασικά από την ανάγκη να συμβάλουμε, ως 18 ΑΝΩ και στο μέτρο των δυνατοτήτων μας, στο να γίνει η θεραπευτική διαδικασία της απεξάρτησης πληρέστερη, να προχωρήσει σε μεγαλύτερο βάθος και να είναι πιο αποτελεσματική.
Μ’ άλλα λόγια, διερευνήσαμε το πεδίο του θανάτου για να υπηρετήσουμε τη ζωή.

Η απώθηση του θανάτου και του πένθους
[…] Η διαδικασία του πένθους πραγματοποιείται στον τόπο της συνάντησης του ψυχικού με το κοινωνικό.
Η έκφραση του πένθους παίρνει πολλές μορφές (θρήνος, παράπονο, θλίψη, άγχος, οργή, αγανάκτηση, κ.α.).
Στους περισσότερους πολιτισμούς ο θρήνος αποτελεί την πρώτη αντίδραση στο θάνατο.
Σε όλους τους τύπους κοινωνιών οι τιμές στο νεκρό αποδίδονται μέσα από επιθανάτιες τελετές.
Πάντως ο τρόπος που εκφράζεται το πένθος σε μια κοινωνία συναρτάται στενά με την κουλτούρα της, με τον τρόπο που αφήνει ελεύθερα, προβάλλει και νοηματοδοτεί ή αντίθετα καταπνίγει και απαγορεύει να εκφραστούν τα αρνητικά συναισθήματα που γεννά η απώλεια.
Στις παραδοσιακές, τις προκαπιταλιστικές, κοινωνίες η εργασία του πένθους είχε κοινωνικό χαρακτήρα και αποτελούσε μέρος ενός τελετουργικού, στο πλαίσιο μια κοινωνικής πρακτικής, που περιελάμβανε ένα υποστηρικτικό κοινωνικό δίκτυο γύρω από τον πενθούντα και μία διαδικασία από κοινού συμμετοχής της κοινότητας στο πένθος για τον νεκρό. […]
Ο άνθρωπος σ’ εκείνες τις κοινωνίες ήταν βαθιά και άμεσα κοινωνικός και δεν διαχώριζε τον εαυτό του από τη φύση.
Η οικειότητα με το θάνατο ήταν μια μορφή παραδοχής της τάξης και της φύσης.
Από τις αρχές του 19ου αιώνα μέχρι και σήμερα, οι δημογραφικές μεταβολές, η βιομηχανική επανάσταση και η πρόοδος της Ιατρικής άλλαξαν τη στάση των ανθρώπων απέναντι στο θάνατο.
Ο θάνατος καθενός, καθώς και ο θάνατος των οικείων του, εσωτερικεύεται, απωθείται και εκδιώκεται από την καθημερινότητά του.
Η απώλεια ενός οικείου και ο χρόνος του πένθους δεν αποτελούν πλέον μια εμπειρία στην οποία συμμετέχει και το κοινωνικό σώμα.
Το πένθος στις κοινωνίες της νεωτερικότητας έχει χάσει το κοινωνικό του χαρακτήρα και έχει γίνει μια στενά ατομική υπόθεση, μια ατομική ψυχική διεργασία.
Αυτό που κυριαρχεί σε κοινωνικό επίπεδο είναι η απώθηση του θανάτου μέσα σε συνθήκες ακραίας εξατομίκευσης.
«Η σύγχρονη κοινωνία», λέει ο Αρίες, «στερεί τον άνθρωπο από το θάνατό του και δεν του τον επιστρέφει παρά μόνο εφόσον δεν πρόκειται να ταράξει τους ζωντανούς. Από την άλλη μεριά, απαγορεύει στους ζωντανούς να δείχνουν συγκινημένοι από το θάνατο του άλλου, δεν τους επιτρέπει ούτε να κλάψουν τους νεκρούς, ούτε να κάνουν ότι τους νοσταλγούν».
Σε μια κοινωνία η οποία μέσα στην κρίση της λειτουργεί ως «μηχανή αποκλεισμού», δημιουργώντας όρους κοινωνικού αποκλεισμού για ένα ευρύτατο και διαρκώς διευρυνόμενο φάσμα ατόμων και κοινωνικών ομάδων, ο μεγαλύτερος αποκλεισμός είναι αυτός του νεκρού και του θανάτου.

«Στην καρδιά της ορθολογικότητας της δικιάς μας κουλτούρας βρίσκεται ένας αποκλεισμός, που προηγείται οποιουδήποτε άλλου, πιο ριζικός από τον αποκλεισμό των τρελών, των παιδιών ή των κατώτερων φυλών, ένας αποκλεισμός που προηγείται όλων αυτών και χρησιμεύει ως πρότυπό τους, ο αποκλεισμός του νεκρού και του θανάτου».

Οι σύγχρονες πόλεις είναι χτισμένες σαν να μην υπάρχει θάνατος. Το φέρετρο είναι πολύ δύσκολο να φτάσει στον τελευταίο όροφο της πολυκατοικίας ή του ουρανοξύστη.
Κανείς πια δεν είναι διαθέσιμος για να «ξενυχτήσει» τον νεκρό στο σπίτι του το τελευταίο βράδυ πριν από την ταφή και να συμπαρασταθεί στους πενθούντες συγγενείς του. […]
Σ’ αυτές τις δύσκολες στιγμές απουσιάζει τραγικά ένα υποστηρικτικό δίκτυο ανθρώπων γύρω από τους πενθούντες, για να μοιραστεί μαζί τους τον πόνο της απώλειας και να θρηνήσει τον νεκρό.
Όμως η εμπειρία του πένθους χρειάζεται, οπωσδήποτε, έναν συνομιλητή για να βιωθεί και να εκφραστεί με λόγια, να μιληθεί. […]
Ο θάνατος του προσφιλούς προσώπου πρέπει να εγγραφεί κοινωνικά, να πάρει το χαρακτήρα μιας κοινής «μαρτυρίας», μιας από κοινού συμμετοχής στον πόνο της απώλειας, ενός συλλογικού θρήνου.
Η απουσία αυτού του κοινωνικού συνομιλητή που μπορεί να λειτουργήσει για τους πενθούντες ως υποστηρικτικό δίκτυο οδηγεί στην αποκοινωνικοποίηση και τελικά στην απώθηση του πένθους.
Ο βαθμός της απώθησης του πένθους σε κοινωνικό επίπεδο αποτελεί δείκτη του βαθμού αποξένωσης των ανθρώπων, μέτρο της κοινωνικής αλλοτρίωσης.
Μέσα στις συνθήκες που ορίζονται από την κυρίαρχη σήμερα ιδεολογία του ατομικισμού διαμορφώνεται ο ψυχισμός της νέας γενιάς, της γενιάς «χωρίς μέλλον» (generation no future”) και εμφανίζεται πολύμορφα η αδυναμία της, σε συλλογικό επίπεδο, να επιτελέσει το πένθος της για ένα καλύτερο μέλλον, που δικαιούται, αλλά της το στερούν.
Μήπως, λοιπόν, αυτό το αδύνατο πένθος των νέων της εποχής μας γίνεται ένας από τους παράγοντες που πυροδοτούν, σε τόσο μεγάλη έκταση, τις αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές τους; Μήπως η σημερινή κοινωνία του θεάματος είναι ανίκανη να πενθήσει επειδή έχει μετατρέψει και τον ίδιο το θάνατο σε θέαμα;
Ακόμα και οι μαζικοί θάνατοι των πολέμων, των βομβαρδισμών, των μαζικών καταστροφών δεν αντιπροσωπεύουν για τον θεατή τους – που τους παρακολουθεί στην τηλεόραση, αμέτοχος, με το αίσθημα της ασφάλειας που παρέχει ο ιδιωτικός του χώρος- παρά απλές τηλεοπτικές εικόνες που συντηρούν την ψευδαίσθηση ότι ο θάνατος δεν τον αφορά προσωπικά, είναι κάτι ξένο προς αυτόν, δεν επηρεάζει την καθημερινότητά του.
Πίσω από αυτή την αδυναμία του μέσου ανθρώπου της εποχής μας να αποδεχτεί το θάνατο και να μιλήσει ανοιχτά για αυτόν, βρίσκεται η αδυναμία του να πενθήσει τους νεκρούς του.
Βρίσκεται η ανικανότητά του να επεξεργαστεί ψυχικά τον τραυματισμό της απώλειας και να τον επουλώσει.
Βρίσκεται μια βαθιά ελλειμματική λειτουργία συμβολοποίησης και μετουσίωσης.
Γι’ αυτό δεν αντέχει τον ψυχικό πόνο και προσπαθεί με κάθε τρόπο να τον ναρκώνει.
Ακόμα και στις κορυφαίες στιγμές του αποχαιρετισμού του νεκρού, κατά την τελετή της ταφής του, οι πενθούντες, συγγενείς και φίλοι, παρευρίσκονται συνήθως με ναρκωμένες τις αισθήσεις από τα ηρεμιστικά που καταναλώνουν.
Μ’ αυτόν τον τρόπο, βέβαια, μπλοκάρουν ακόμα περισσότερο τη διαδικασία του πένθους, τη στιγμή ακριβώς που θα έπρεπε να αρχίσει.
«Τελικά», λέει ο Αρίες, «καταλήγει κανείς να αναρωτηθεί αν μεγάλο μέρος της σημερινής κοινωνικής παθολογίας πηγάζει από την τοποθέτηση του θανάτου έξω από την καθημερινή ζωή, από την απαγόρευση του πένθους και του δικαιώματος να πενθούμε τους νεκρούς μας».

Αποσπάσματα από το νέο βιβλίο της Κατερίνας Μάτσα, «Το αδύνατο πένθος και η κρύπτη» Ο τοξικομανής και ο θάνατος, των εκδ. Άγρα.

Η ψυχίατρος Κατερίνας Μάτσα γεννήθηκε το 1947 στη Νέα Αρτάκη Ευβοίας. Σπούδασε Ιατρική στην Αθήνα και Ψυχιατρική στο Παρίσι και την Αθήνα. Είναι η γυναίκα του Σάββα Μιχαήλ.
Εργάζεται στο Ε.Σ.Υ., στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής, το γνωστό Δαφνί, από το 1974 μέχρι σήμερα. Είναι η επιστημονική υπεύθυνη της Μονάδας Απεξάρτησης Τοξικομανών Ψ.Ν.Α. - 18 ΑΝΩ και εκδότρια του περιοδικού "Τετράδια Ψυχιατρικής".
Το 2001 κυκλοφόρησε στις Εκδόσεις "Άγρα" το βιβλίο της "Ψάξαμε ανθρώπους και βρήκαμε σκιές... Το αίνιγμα της τοξικομανίας" το 2006 "Η περίπτωση Ευρυδίκη - Κλινική της τοξικομανίας" και "Ψυχοθεραπεία και τέχνη στην απεξάρτηση - Το "παράδειγμα" του 18 Άνω (2008).

---

18 Ağustos 2014 Pazartesi

Νεωτερικότητα και χρόνος tvxs.gr


Νεωτερικότητα και χρόνος

09:23 | 26 Ιουλ. 2014
Πέτρος Θεοδωρίδης
Η νεωτερική κοινωνία ήταν (και είναι ακόμα σε μεγάλο βαθμό) μια ‘’έντυπη’’ κοινωνία, μια κοινωνία όπου εμφανίζεται και κυριαρχεί η τυπογραφία, η εφημερίδα’’ (αυτή η «νεώτερη καθημερινή προσευχή» με τα λόγια του Χέγκελ) και το τυπωμένο βιβλίο. Με τη μαζική έντυπη επικοινωνία κυριαρχεί ο γραπτός λόγος, το κείμενο. Γίνεται δυνατή η επικοινωνία με ανθρώπους πού βρίσκονται σε άλλο τόπο και σε άλλο χρόνο, διασπάται δηλαδή η προηγούμενη συμπόρευση χώρου και χρόνου. Ακόμα ο χρόνος θεωρείται (και γίνεται) ανοδικός, προοδευτικός. Η αξία της παράδοσης εγκαταλείπεται και λατρεύεται το μέλλον, η πρόοδος. Η νεωτερικότητα επέφερε “μια βαθιά αλλαγή στην χρονική δομή της ανθρώπινης εμπειρίας, στην οποία το μέλλον γίνεται ένας πρωταρχικός προσανατολισμός για την φαντασία και δραστηριότητα”[1].
Αν στην παραδοσιακή (μεσαιωνική) αντίληψη επικρατούσε η “ταυτοχρονία”, δηλαδή η αξεδιάλυτη συνύφανση παρελθόντος και μέλλοντος εντός του παρόντος, στην νεώτερη κατανόηση του χρόνου, παρελθόν, παρόν και μέλλον σαφώς διαχωρίζονται, ως τμήματα μιας διαδοχικής προοδευτικής ανέλιξης. Αρχικά το μέλλον (ως ουτοπία) και αργότερα το παρελθόν (ως παράδοση) γίνονται πεδία αναφοράς, σκηνοθεσίας, νοηματοδότησης του παρόντος. Αυτή η διπλή ανάδυση του ομοιογενούς «άδειου» χώρου και χρόνου ήταν η προϋπόθεση και το αποτέλεσμα μαζί της νέας καπιταλιστικής οικονομίας όπου κυριαρχεί η αφαίρεση του εμπορεύματος. Η οικονομία αυτή αναπτύχθηκε (και) χάρη στην παρέμβαση του νεωτερικού κράτους.
Ο νέος ενοποιημένος χώρος-διάστημα εννοήθηκε και ως χώρος ανταλλαγής εμπορευμάτων, ως αγορά. Και ο νέος ομοιογενής, άδειος χρόνος εννοήθηκε ως χρόνος πραγμάτων, εμπορευμάτων πού παράγονται ομοιόμορφα, σε σειρές. “Αυτή η παράσταση του χρόνου ως ομοιογενούς ευθύγραμμου και κενού -γράφει ο GiorgioAgamben- γεννιέται από την εμπειρία της εργασίας… και κατακυρώνεται από τη νεωτερική μηχανική που παγιώνει το πρωτείο της ομοιόμορφης ευθύγραμμης κίνησης έναντι της κυκλικής […]”[2]Και όπως έγραφε ο Παναγιώτης Κονδύλης “η αστική αίσθηση του χρόνου ανταποκρίνονταν στην νευτώνεια διδασκαλία για τον χρόνο: ο χρόνος υφίσταται ως μέγεθος [..]κενό περιεχομένου, είναι επομένως μέγεθος διαθέσιμο και όλο το ζήτημα είναι το τι κάνει καθ ένας μαζί του, δηλαδή πώς τον γεμίζει και πώς τον διαμορφώνει”[3].
Σ’ όλη τη διαδρομή του 19ου και στο μεγάλο μέρος του 20ου αιώνα η νεωτερικότητα θριαμβεύει μαζί με το μύθο της: μύθο φαουστικό, μύθο της καινοτομίας που αντιμετωπίζει και θριαμβεύει στον αγώνα της με τη φύση, τη δεισιδαιμονία, τη σπάνι. Απαξιώνει την παράδοση, ως οπισθοδρόμηση, πρόληψη, Κινείται με λόγους σχεδόν πολεμικούς, με πρόγραμμα να αναπτύξει μια αντικειμενική επιστήμη, μια οικουμενική ηθική και λογική[4]. Ο λόγος της είναι λόγος της προόδου, λόγος της ορθολογικής γνώσης, της βασισμένης σε επιχειρήματα γνώσης που αποτελούσε εν τέλει δύναμη σύμφωνα και με τον περίφημο αφορισμό του Αυγούστου Κοντ “savoir pour prevoir pour pouvoir”.Λόγος της γνώσης-αξίας στο βαθμό που επέτρεπε στις ανθρώπινες υπάρξεις να αποκτήσουν συνείδηση του εαυτού τους αλλά και γνώσης-εργαλείου στο βαθμό που τους επέτρεπε να ελέγχουν το φυσικό και το κοινωνικό τους περιβάλλον “Ο διαφωτισμός συμπεριφέρεται στα πράγματα όπως ένας δικτάτορας στους ανθρώπους. Τους γνωρίζει στο βαθμό που μπορεί να τους χειραγωγήσει’”[5].
Η διαλεκτική της νεωτερικότητας και του διαφωτισμού της «απομυθοποίησης» σημαίνεται και από την εξορία τουφόβου. Τίποτε πια δεν έπρεπε να υπάρχει “έξω”, γιατί η απλή ιδέα του “έξω” έγινε η καθαυτή πηγή του τρόμου. Ο νεωτερικός κόσμος οικοδομήθηκε πάνω στην εξορία του φόβου, του ανοίκειου. Οι συλλογικές ταυτότητες εξάγνιζαν τα μέλη των κοινωνικών ομαδώσεων από την απειλητική μυρωδιά του άγνωστου: Για το νεωτερικό κόσμο το παράξενο και ο φόβος, που αυτό ενέπνεε, εξορίστηκαν κατ’ αρχήν στον παρελθόντα χρόνο μαζί με την πρόληψη και την άγνοια. Η νεωτερική ουτοπία δεν επέτρεπε σκοτεινές γωνίες στον αισιόδοξο ολοφώτεινο κόσμο της
Η νεωτερική κοινωνία
Κυρίαρχος τύπος κοινωνικής οργάνωσης στη νεωτερικότητα δεν ήταν πια η κοινότητα, αλλά η κοινωνία, η πόλη. Από τον 19ο αιώνα η κοινωνία αναδεικνύεται -όλο και πιο βαθιά- σε πεδίο αναφοράς της πολιτικής, καθημερινής πολιτικής νομιμοποίησης. η “κοινωνία” έγινε ο τόπος της ιδέας της προόδου, της φυγής προς τα εμπρός. Κι αυτή η κοινωνία που ατέρμονα διεκδικούσε από το κράτος παραχωρήσεις, χώρο για την ανάπτυξή της, που φαντάζεται τον εαυτό της σφριγηλά νεανικό, θεωρείται πάνω από όλα μια κοινωνία παραγωγών, που βάσιζε το ήθος της στις επιτυχίες της βιομηχανικής επανάστασης. Το σύμβολο της τελευταίας, το τρένο, με την ασταμάτητη δύναμή του, έγινε και ο νέος’’ μύθος’’ της κοινωνίας του 19ου αιώνα, που αντικατέστησε τις παλαιότερες ’’φυσικές’’ μεταφορές της ‘’θύελλας’ ’’ορμής’’ ή ‘’λάβας’’ των επαναστατικών κινημάτων του 18ου αιώνα Όπως έγραφε ο Χάινε (“ο αιώνας μας”) “τρέχει πάνω σε σιδερένιες ράγες προς έναν ακτινοβόλο, υπέροχο σκοπό[6].
 Αυτή η κοινωνία έβλεπε τον εαυτό της να βρίσκεται κάτω από ένα κράτος -παράσιτο, μηχανικό, στεγνό, στυγνό, ξένο εν τέλει ως κάτι άχρηστο, δυσκίνητο απομεινάρι καταναγκασμού. Η ανάπτυξη της κοινωνίας σήμαινε ανάμεσα στα άλλα και την απορρόφηση, κατάργηση ή ελαχιστοποίηση του κράτους από την κοινωνία. Από τη φιλελεύθερη πρόταση του κράτους-νυχτοφύλακα, τη μαρξιστική ουτοπία του μαρασμού του κράτους, ως την προυντονική αναρχική-ομοσπονδιακή πρότασή του, ο κρατικός Λεβιάθαν αντιμετωπίζεται σαν ένα ημιθανές κήτος που πρέπει να τεμαχισθεί, και να καταβροχθιστεί από τη ζωντανή-παραγωγική κοινωνία. Και όσο αυτό δεν ήταν ακόμα δυνατό, γιατί οι σπασμοί του το έκαναν ακόμα επικίνδυνο, το θηρίο έπρεπε να ημερωθεί, αλυσοδεθεί (όπως ο Γκιούλιβερ από τους Λιλιπούτειους), με νόμους, συμβόλαια, περιορισμούς και ελέγχους. Το κράτος όφειλε να γίνει ‘’νυχτοφύλακας ‘’ ή ‘’τροφός’’ της κοινωνίας πριν οριστικά σβήσει.
Νεωτερικότητα: Η επινόηση της παράδοσης
Η νεωτερική κοινωνία είναι εκείνη που επινοεί την παράδοση. Ο όρος ''επινοημένη παράδοση’’ αναφέρεται στην παράδοση που σχηματίζεται με μια διαδικασία τυποποίησης, που χαρακτηρίζεται από αναφορά στο παρελθόν, που επιβάλλεται με την επανάληψη[7], η οποία αυτόματα υπαινίσσεται συνέχεια με το παρελθόν μιας επιλεγμένης ιστορικής περιόδου. Η ιδιαιτερότητα των επινοημένων παραδόσεων είναι ότι αυτή η συνέχεια με το παρελθόν είναι σε μεγάλο βαθμό τεχνητή. «Το ετήσιο χριστουγεννιάτικο διάγγελμα του μονάρχη στη Βρετανία αποτελεί πια παράδοση. Ωστόσο εγκαινιάστηκε μόλις το 1932» «Αυτός που επινόησε την κοντή φούστα κιλτ  δεν ήταν κάποιος αρχαίος Σκοτσέζος αλλά ένας Άγγλος βιομήχανος, ο Τόμας Ρόλινσον, που ζούσε στο Λανκασάιρ στις αρχές του 19ου αιώνα. Ήθελε να αλλάξει τις φορεσιές των ορεσίβιων Σκότων, για να τις κάνει πιο άνετες για τους εργαζόμενους»[8].

*Ο Πέτρος Θεοδωρίδης είναι συγγραφέας των δοκιμίων «οι μεταμορφώσεις της ταυτότητας: έθνος, νεωτερικότητα, εθνικιστικός λόγος» και «η απατηλή υπόσχεση της αγάπης: πάθη, εαυτός, έθνος» και των συλλογών «όταν συναντηθούμε ξανά» και «Ακόμα και η Αριάδνη ήταν ψέμα»
[1]    Peter Berger,Towards a critique of Modernity, in Facing up to Modernity, ed. Penguin, 1979 σ 9
[2]    GiorgioAgamben, Χρόνος και Ιστορία, Κριτική του Στιγμιαίου και του Συνεχούς, μτφ Δημήτρης Αρμάος, εκδ. Ίνδικτος, Αθήνα 2003, σ. 24.
[3]    ΠαναγιωτηςΚονδυλης, Η Παρακμή του Αστικού Πολιτισμού, εκδ. Θεμέλιο, 1991, σ. 88.
[4]   J. Habermas, οp. citστο HarveyD, The condition of post modernity, Blackwell Cambridge 1989, p. 12.
[5]   Αντόρνο& Χορκχάιμερ η διαλεκτική του διαφωτισμού, εκδ. Ύψιλονσ. 24.
[6]   στοEckartPankoke, Social movement, Εconomy and Society, Vol 11 Number 3 August 1982 σ. 320.
[7]   Eric Hobsbawm, Introduction, Inventing  Tradition, στο E.Hobsbawm,T Ranger Inventing  Tradition,CambridgeUniversity Press, 1984, p. 4.
[8]   A. Giddens, O κόσμος των ραγδαίων αλλαγών, πώς επιδρά η παγκοσμιοποίηση στη ζωή ας, μτφ Κωνσταντίνος Γεώρμας, εκδ. Μεταίχμιο σ. 78, 82-83.

Δυσφορία στη Δημοκρατία..



Αποσπασμα από το κειμενο του Πέτρου Θεοδωρίδη που δημοσιεύτηκε στο τευχος 18 του περιοδικου ΕΝΕΚΕΝ  και περιεχεται  στο Βιβλιο Η ΑΠΑΤΗΛΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ ΤΗς ΑΓΑΠΗΣ 


.........................................
http://enekenperiodiko.blogspot.com/2010/11/blog-post_02.html
..................................... .
...........................

Ως ο τελευταίος κρίκος της μακραίωνης δημοκρατικής  περιπέτειας θεωρήθηκε η Μόδα που με την επιλογή και τη συνεχή αλλαγή μας εκπαιδεύει στην ελευθερία. Όμως σ’ έναν κόσμο με τη μόδα ως αρχή, έχουμε περισσότερα κίνητρα αλλά και περισσότερη βαρεμάρα, μεγαλύτερη χειραφέτηση αλλά και αντίστοιχα μεγαλύτερη σκλαβιά, μεγαλύτερη εξατομίκευση αλλά και αποπροσωποποίηση.
Στις μελαγχολικές μετά Δημοκρατίες μας ο Δήμος διατήρησε την δυνατότητα επιλογής . Έχασε την δύναμη και την ικανότητα της απόφασης. Διακρίνουμε μια μάρκα ρούχων από μια άλλη, ένα τύπο ουίσκι από κάποιον άλλο, μια σεξουαλική στάση από μια άλλη. Ψάχνουμε απελπισμένα για διαφορές. Αυτό που μετρά είναι η διάκριση, όχι το περιεχόμενο, καθώς η ύπαρξη τέτοιων διαφορών μας κάνει να ελπίζουμε ότι υπάρχουν ακόμη  στον κόσμο ιδιότητες:[1]

Μάταια συγκαλύπτουμε-μας λέει ο Ζιζεκ - τον βαθια ανορθολογικό χαρακτήρα της αποκαλούμενης «τυπικής δημοκρατίας» Μόνο η αποδοχή μια τέτοιας διακινδύνευσης, να παραδώσουμε τη μοίρα μας στην «ανορθολογική τυχαιοτητα  καθιστά δυνατή την Δημοκρατία[2]

Και ο Γιαννης Σταυρακακης  μας προτείνει μια νέα δημοκρατική ηθική μια ηθική χωρίς ιδεώδη: την θέση του ιδεώδους καταλαμβάνει η η αναγνώριση της ανταγωνιστικής φύσης της καταστατικής διαίρεσης στη καρδιά της κοινωνίας[3] 

O Σταυρακάκης προτείνει να στραφούμε στην ηθική τη ψυχανάλυσης  ώστε να βρεθεί το έρεισμα για μια νέα ηθική της Δημοκρατίας .Και αναφέρει ως παράδειγμα αυτής της ηθικής την φροϋδική έννοια της μετουσίωσης καθώς « η μετουσίωση δημιουργεί έναν δημόσιο χώρο». Το έργο τέχνης είναι καταρχήν ατομικό συνδέεται με τη λίμπιντο του καλλιτέχνη . Αλλά απευθύνεται επίσης στο κοινό : παράγει ένα διαφορετικό είδος δεσμού μεταξύ μας που συνδέει το ατομικό και το κοινό,: αναγνωρίζει την έλλειψη  καθώς η ίδια η έλλειψη λειτουργεί ως οργανωτική αρχή  του δημόσιου , κοινού χώρου που παράγει η μετουσίωση. [4] 


Μπορούμε όμως να αντικρίσουμε κατάματα την έλλειψη; Είναι σαν να αντικρίζαμε το ίδιο μας το Τραύμα  Προτού ο Πέρσεας αντιμετωπίσει τη Μέδουσα, η Αθηνά τον προειδοποίησε να μη κοιτάξει ευθέως τη γοργόνα. Στον μύθο  οποιοσδήποτε κοιτούσε την Μέδουσας κατάματα μεταμορφωνόταν σε πέτρα..


Και μπορούμε να μη διακρίνουμε την προϊούσα σήμερα εμπορευματοποίηση της Τέχνης; Τι άλλο είναι σήμερα ο Δημόσιος  χώρος που παράγει υποτίθεται η Τέχνη  παρά μια αισθητική Ουτοπία που συγκαλύπτει σε δεύτερο βαθμό τον φετιχισμό του εμπορεύματος;.

 Τι άλλο θαυμάζει σήμερα το κοινό του καλλιτεχνικού έργου παρά  την μυστική ουσία του σύγχρονου καπιταλισμού δηλαδή αυτή που παράγει πλεόνασμα, υπεραξία;


 Ο Zizek μας θυμίζει :το σοκολατένιο αυγό Κίντερ-έκπληξη:όταν ξετυλίγεις το σοκολατένιο κέλυφος, βρίσκεις στο εσωτερικό του ένα μικρό πλαστικό παιχνίδι. Το παιδί συχνά το ξετυλίγει νευρικά, χωρίς να μπαίνει στον κόπο να φάει τη σοκολάτα, ενδιαφερόμενος μόνο για το παιχνίδι στο εσωτερικό του. Έτσι «το αυγό της Κιντερ μας παρέχει τη φόρμουλα για κάθε προϊόν που υπόσχεται «περισσότερα» Γιατί «το εμπόρευμα είναι ένα συγκεκριμένο αντικείμενο που ικανοποιεί  μια συγκεκριμένη ανάγκη, αλλά ταυτόχρονα υπόσχεται και «κάτι περισσότερο» μια απύθμενη απόλαυση που ο αληθινός της τόπος είναι η φαντασίωση»,[5]


«Τι μας υπόσχονται οι δημοκρατίες μας;-αναρωτιόταν ο Πασκαλ Μπρυκνέρ - Την ευτυχία τον πλούτο την προσωπική ολοκλήρωση. Με άλλα λόγια , το αδύνατο. Γι αυτό και αποτελούν το κατ¨ εξοχήν  πολίτευμα των παραπόνων, της διαμαρτυρίας του ατόμου γα την τύχη του. Θα έπρεπε μάλιστα να ιδρύσουμε στις χώρες μας ένα υπουργεία της Δυσαρέσκειας που θα έστελνε  προς όλες τις κατευθύνσεις Μεγάλους Παρηγορητές επιφορτισμένους να ακούν τα παράπονα μας  και ιδιαίτερα  αυτό που λέει  κατ ¨ιδίαν ο καθένας μας με σιγανή φωνή: « Αξίζω περισσότερα»[6]


Όμως σήμερα οι παγκοσμιοποιημένες Δημοκρατίες  μας σε συνθήκες οικολογικής και οικονομικής Κρίσης απειλούνται  από ολοκληρωτικές αλλά και παρτικουλαριστικές τασεις : ‘’Οι δυο απειλές γα τη δημοκρατία διαμορφώνουν ένα φαύλο κύκλο : η απειλή του κατακερματισμού προκαλούνται αισθήματα μνησικακίας η εξάρθρωση ανοίγει επίσης το δρόμο για κύματα παρτικουλαρισμου που αντιτίθενται σε τάσεις ενοποίησης. Ο Ολοκληρωτισμός κατηγορεί την δημοκρατία ότι διαλύει την κοινωνική ενότητα ,ο παρτικουλαρισμος της προσάπτει ότι προσπαθεί να αρθρώσει μι ενότητα που θεωρεί ολοκληρωτικη [7]


Και τι θα απογίνει τωρα,στην εποχη της παγκοσμιας οικονομικης και οικολογικής κρισης  η διεκδίκηση του δικαιώματος  της απόλαυσης δισεκατομμυρίων ανθρώπων που ζουν ή νομίζουν ότι ζουν στην πλανητική δημοκρατία;


Η δεκαετία του 90-φαινόταν να είναι η δεκαετία του θριάμβου της Φιλελευθερης Δημοκρατιας   σφραγίσθηκε από την lingua franca της παγκόσμιας ηθικής σκέψης την «παγκόσμια κοσμική θρησκεία» των Ανθρωπίνων δικαιωμάτων Ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ Κοφι Αναν ,(το 1999)αποκάλεσε την Διακήρυξη το «μέτρο σύγκρισης με το οποίο μετρούμε την ανθρώπινη πρόοδο ».και η νομπελίστρια Ναντίν Γκόρντιμερ την περιέγραψε ως «το ουσιαστικό ντοκουμέντο , τη Λυδία λίθο ,το πιστεύω της ανθρωπότητας» [8].


Όμως όπως έγραφε (σχεδόν προφητικά)ήδη από το 1991 ο Π.Κονδύλης «Τα ανθρώπινα δικαιώματα θα μπορούσαν να γίνουν υπόθεση εκρηκτική ,αν π.χ κάτω από δύσκολες οικολογικές συνθήκες εμπεριείχαν και το δικαίωμα για αέρα και νερό.»[9] 

Η ανεκτικότητα, η πίστη στα δικαιώματα γίνεται σχεδόν αβάσταχτη. στις συνθήκες παγκοσμιοποίημενης  ύστερης Δημοκρατιας  Συχνά τα άτομα μπροστά στη διαρκή κατάσταση αμφιθυμίας και αγωνίας, βρίσκουν  καταφύγιο στην ''κατασκευασμένη, ενεργητική ,συνειδητή εγκατάλειψη της αμφιβολίας''[10] εγκαταλείπονται στη θαλπωρή ενός κόσμου αμυντικής αναδίπλωσης στην ψυχαναγκαστική παραγωγή  ταυτότητας: «η γειτονιά μου, Η κοινότητα μου η πόλη μου ,το σχολείο μου το δέντρο μου ,ο ποταμός μου, η παραλία μου, το εκκλησάκι μου, το περιβάλλον μου»».[11] μιας και   το ‘’να ζεις ως άτομο σε αυτόν τον συγκεχυμένο κόσμο είναι ένας ατέλειωτος εφιάλτης». [12]


O σύγχρονος  μετανεωτερικος  πολίτης της Ύστερης παγκοσμιοποιημενης δημοκρατίας ‘’ ταλαντεύεται συνεχώς ανάμεσα στις παντόφλες και το οδόφραγμα» [13] και,ίσως, να νοσταλγεί την ‘’εποχή των άκρων ‘’,όπως θα προτιμούσε κάποιος να ενθυμείται την Δημοκρατία ως Τραγωδία παρά την ατέρμονη επανάληψη της ως Φάρσα ή να ‘’τελειώσει ο κόσμος με μια έκρηξη παρά με ένα άθλιο μικρό λυγμό» . [14]



[1] lars svendsen ο.πσ 65 «σ 67-68
[2] Ζιζεεκ  , Το υψηλό αντικείμενο 2006 :243
[3] Γιάννης Σταυρακάκης , Ο Λακάν και το Πολιτικό, (1999 )Εκδόσεις Ψυχογιός  Αθήνα 2008 σ 232 250, 268

[4] Γιάννης Σταυρακάκης  ο.π, σ 258
[5] Zizek , η μαριονέτα και ο Νανος ,ο.π   σ218-219
[6] Πασκάλ Μπρυκνέρ Η Μελαγχολική Δημοκρατία,(1990  ,μτφ Μαρίνα Λώμη , Αστάρτη. 1990 σ 160
[7] Γιάννης Σταυρακάκης  ο.π,248
[8] αναφ στο Μαικλ  Ιγκνατιεφ , Τα ανθρώπινα δικαιώματα  ως πολιτική και ως ειδωλολατρία , μτφ Ελένη Αστερίου, εκδ Καστανιωτη, (2001)2004 σ 100
[9] Παναγιώτης Κονδύλης . Η Παρακμή του Αστικού Πολιτισμού, Από τη μοντέρνα στη μεταμοντέρνα  εποχή  κι από τον φιλελευθερισμό στη μαζική Δημοκρατία , Θεμέλιο, 1991 σ 333,334
[10] Beck, U.1996: 142).
[11] ΡΕΥΣΤΟΙ ΚΑΙΡΟΙ, 2008 σ 142
[12] Αλέν Μπαντιού ( συνέντευξη) : Η συνάντηση ως αρχή μιας πιθανής περιπέτειας, Ελευθεροτυπία  11-8 2010
[13] Πασκάλ Μπρυκνέρ Η Μελαγχολική Δημοκρατία,(1990  ,μτφ Μαρίνα Λώμη , Αστάρτη. 1990 σ 161
[14] lars Svendsen  Η φιλοσοφία της βαρεμάρας σ 56