Η νεωτερική κοινωνία ήταν (και είναι ακόμα σε μεγάλο βαθμό) μια ‘’έντυπη’’ κοινωνία, μια κοινωνία όπου εμφανίζεται και κυριαρχεί η τυπογραφία, η εφημερίδα’’ (αυτή η «νεώτερη καθημερινή προσευχή» με τα λόγια του Χέγκελ) και το τυπωμένο βιβλίο. Με τη μαζική έντυπη επικοινωνία κυριαρχεί ο γραπτός λόγος, το κείμενο. Γίνεται δυνατή η επικοινωνία με ανθρώπους πού βρίσκονται σε άλλο τόπο και σε άλλο χρόνο, διασπάται δηλαδή η προηγούμενη συμπόρευση χώρου και χρόνου. Ακόμα ο χρόνος θεωρείται (και γίνεται) ανοδικός, προοδευτικός. Η αξία της παράδοσης εγκαταλείπεται και λατρεύεται το μέλλον, η πρόοδος. Η νεωτερικότητα επέφερε “μια βαθιά αλλαγή στην χρονική δομή της ανθρώπινης εμπειρίας, στην οποία το μέλλον γίνεται ένας πρωταρχικός προσανατολισμός για την φαντασία και δραστηριότητα”[1].
Αν στην παραδοσιακή (μεσαιωνική) αντίληψη επικρατούσε η “ταυτοχρονία”, δηλαδή η αξεδιάλυτη συνύφανση παρελθόντος και μέλλοντος εντός του παρόντος, στην νεώτερη κατανόηση του χρόνου, παρελθόν, παρόν και μέλλον σαφώς διαχωρίζονται, ως τμήματα μιας διαδοχικής προοδευτικής ανέλιξης. Αρχικά το μέλλον (ως ουτοπία) και αργότερα το παρελθόν (ως παράδοση) γίνονται πεδία αναφοράς, σκηνοθεσίας, νοηματοδότησης του παρόντος. Αυτή η διπλή ανάδυση του ομοιογενούς «άδειου» χώρου και χρόνου ήταν η προϋπόθεση και το αποτέλεσμα μαζί της νέας καπιταλιστικής οικονομίας όπου κυριαρχεί η αφαίρεση του εμπορεύματος. Η οικονομία αυτή αναπτύχθηκε (και) χάρη στην παρέμβαση του νεωτερικού κράτους.
Ο νέος ενοποιημένος χώρος-διάστημα εννοήθηκε και ως χώρος ανταλλαγής εμπορευμάτων, ως αγορά. Και ο νέος ομοιογενής, άδειος χρόνος εννοήθηκε ως χρόνος πραγμάτων, εμπορευμάτων πού παράγονται ομοιόμορφα, σε σειρές. “Αυτή η παράσταση του χρόνου ως ομοιογενούς ευθύγραμμου και κενού -γράφει ο GiorgioAgamben- γεννιέται από την εμπειρία της εργασίας… και κατακυρώνεται από τη νεωτερική μηχανική που παγιώνει το πρωτείο της ομοιόμορφης ευθύγραμμης κίνησης έναντι της κυκλικής […]”[2]Και όπως έγραφε ο Παναγιώτης Κονδύλης “η αστική αίσθηση του χρόνου ανταποκρίνονταν στην νευτώνεια διδασκαλία για τον χρόνο: ο χρόνος υφίσταται ως μέγεθος [..]κενό περιεχομένου, είναι επομένως μέγεθος διαθέσιμο και όλο το ζήτημα είναι το τι κάνει καθ ένας μαζί του, δηλαδή πώς τον γεμίζει και πώς τον διαμορφώνει”[3].
Σ’ όλη τη διαδρομή του 19ου και στο μεγάλο μέρος του 20ου αιώνα η νεωτερικότητα θριαμβεύει μαζί με το μύθο της: μύθο φαουστικό, μύθο της καινοτομίας που αντιμετωπίζει και θριαμβεύει στον αγώνα της με τη φύση, τη δεισιδαιμονία, τη σπάνι. Απαξιώνει την παράδοση, ως οπισθοδρόμηση, πρόληψη, Κινείται με λόγους σχεδόν πολεμικούς, με πρόγραμμα να αναπτύξει μια αντικειμενική επιστήμη, μια οικουμενική ηθική και λογική[4]. Ο λόγος της είναι λόγος της προόδου, λόγος της ορθολογικής γνώσης, της βασισμένης σε επιχειρήματα γνώσης που αποτελούσε εν τέλει δύναμη σύμφωνα και με τον περίφημο αφορισμό του Αυγούστου Κοντ “savoir pour prevoir pour pouvoir”.Λόγος της γνώσης-αξίας στο βαθμό που επέτρεπε στις ανθρώπινες υπάρξεις να αποκτήσουν συνείδηση του εαυτού τους αλλά και γνώσης-εργαλείου στο βαθμό που τους επέτρεπε να ελέγχουν το φυσικό και το κοινωνικό τους περιβάλλον “Ο διαφωτισμός συμπεριφέρεται στα πράγματα όπως ένας δικτάτορας στους ανθρώπους. Τους γνωρίζει στο βαθμό που μπορεί να τους χειραγωγήσει’”[5].
Η διαλεκτική της νεωτερικότητας και του διαφωτισμού της «απομυθοποίησης» σημαίνεται και από την εξορία τουφόβου. Τίποτε πια δεν έπρεπε να υπάρχει “έξω”, γιατί η απλή ιδέα του “έξω” έγινε η καθαυτή πηγή του τρόμου. Ο νεωτερικός κόσμος οικοδομήθηκε πάνω στην εξορία του φόβου, του ανοίκειου. Οι συλλογικές ταυτότητες εξάγνιζαν τα μέλη των κοινωνικών ομαδώσεων από την απειλητική μυρωδιά του άγνωστου: Για το νεωτερικό κόσμο το παράξενο και ο φόβος, που αυτό ενέπνεε, εξορίστηκαν κατ’ αρχήν στον παρελθόντα χρόνο μαζί με την πρόληψη και την άγνοια. Η νεωτερική ουτοπία δεν επέτρεπε σκοτεινές γωνίες στον αισιόδοξο ολοφώτεινο κόσμο της
Η νεωτερική κοινωνία
Κυρίαρχος τύπος κοινωνικής οργάνωσης στη νεωτερικότητα δεν ήταν πια η κοινότητα, αλλά η κοινωνία, η πόλη. Από τον 19ο αιώνα η κοινωνία αναδεικνύεται -όλο και πιο βαθιά- σε πεδίο αναφοράς της πολιτικής, καθημερινής πολιτικής νομιμοποίησης. η “κοινωνία” έγινε ο τόπος της ιδέας της προόδου, της φυγής προς τα εμπρός. Κι αυτή η κοινωνία που ατέρμονα διεκδικούσε από το κράτος παραχωρήσεις, χώρο για την ανάπτυξή της, που φαντάζεται τον εαυτό της σφριγηλά νεανικό, θεωρείται πάνω από όλα μια κοινωνία παραγωγών, που βάσιζε το ήθος της στις επιτυχίες της βιομηχανικής επανάστασης. Το σύμβολο της τελευταίας, το τρένο, με την ασταμάτητη δύναμή του, έγινε και ο νέος’’ μύθος’’ της κοινωνίας του 19ου αιώνα, που αντικατέστησε τις παλαιότερες ’’φυσικές’’ μεταφορές της ‘’θύελλας’ ’’ορμής’’ ή ‘’λάβας’’ των επαναστατικών κινημάτων του 18ου αιώνα Όπως έγραφε ο Χάινε (“ο αιώνας μας”) “τρέχει πάνω σε σιδερένιες ράγες προς έναν ακτινοβόλο, υπέροχο σκοπό”[6].
Αυτή η κοινωνία έβλεπε τον εαυτό της να βρίσκεται κάτω από ένα κράτος -παράσιτο, μηχανικό, στεγνό, στυγνό, ξένο εν τέλει ως κάτι άχρηστο, δυσκίνητο απομεινάρι καταναγκασμού. Η ανάπτυξη της κοινωνίας σήμαινε ανάμεσα στα άλλα και την απορρόφηση, κατάργηση ή ελαχιστοποίηση του κράτους από την κοινωνία. Από τη φιλελεύθερη πρόταση του κράτους-νυχτοφύλακα, τη μαρξιστική ουτοπία του μαρασμού του κράτους, ως την προυντονική αναρχική-ομοσπονδιακή πρότασή του, ο κρατικός Λεβιάθαν αντιμετωπίζεται σαν ένα ημιθανές κήτος που πρέπει να τεμαχισθεί, και να καταβροχθιστεί από τη ζωντανή-παραγωγική κοινωνία. Και όσο αυτό δεν ήταν ακόμα δυνατό, γιατί οι σπασμοί του το έκαναν ακόμα επικίνδυνο, το θηρίο έπρεπε να ημερωθεί, αλυσοδεθεί (όπως ο Γκιούλιβερ από τους Λιλιπούτειους), με νόμους, συμβόλαια, περιορισμούς και ελέγχους. Το κράτος όφειλε να γίνει ‘’νυχτοφύλακας ‘’ ή ‘’τροφός’’ της κοινωνίας πριν οριστικά σβήσει.
Νεωτερικότητα: Η επινόηση της παράδοσης
Η νεωτερική κοινωνία είναι εκείνη που επινοεί την παράδοση. Ο όρος ''επινοημένη παράδοση’’ αναφέρεται στην παράδοση που σχηματίζεται με μια διαδικασία τυποποίησης, που χαρακτηρίζεται από αναφορά στο παρελθόν, που επιβάλλεται με την επανάληψη[7], η οποία αυτόματα υπαινίσσεται συνέχεια με το παρελθόν μιας επιλεγμένης ιστορικής περιόδου. Η ιδιαιτερότητα των επινοημένων παραδόσεων είναι ότι αυτή η συνέχεια με το παρελθόν είναι σε μεγάλο βαθμό τεχνητή. «Το ετήσιο χριστουγεννιάτικο διάγγελμα του μονάρχη στη Βρετανία αποτελεί πια παράδοση. Ωστόσο εγκαινιάστηκε μόλις το 1932» «Αυτός που επινόησε την κοντή φούστα κιλτ δεν ήταν κάποιος αρχαίος Σκοτσέζος αλλά ένας Άγγλος βιομήχανος, ο Τόμας Ρόλινσον, που ζούσε στο Λανκασάιρ στις αρχές του 19ου αιώνα. Ήθελε να αλλάξει τις φορεσιές των ορεσίβιων Σκότων, για να τις κάνει πιο άνετες για τους εργαζόμενους»[8].
*Ο Πέτρος Θεοδωρίδης είναι συγγραφέας των δοκιμίων «οι μεταμορφώσεις της ταυτότητας: έθνος, νεωτερικότητα, εθνικιστικός λόγος» και «η απατηλή υπόσχεση της αγάπης: πάθη, εαυτός, έθνος» και των συλλογών «όταν συναντηθούμε ξανά» και «Ακόμα και η Αριάδνη ήταν ψέμα»
*Ο Πέτρος Θεοδωρίδης είναι συγγραφέας των δοκιμίων «οι μεταμορφώσεις της ταυτότητας: έθνος, νεωτερικότητα, εθνικιστικός λόγος» και «η απατηλή υπόσχεση της αγάπης: πάθη, εαυτός, έθνος» και των συλλογών «όταν συναντηθούμε ξανά» και «Ακόμα και η Αριάδνη ήταν ψέμα»
[1] Peter Berger,Towards a critique of Modernity, in Facing up to Modernity, ed. Penguin, 1979 σ 9
[2] GiorgioAgamben, Χρόνος και Ιστορία, Κριτική του Στιγμιαίου και του Συνεχούς, μτφ Δημήτρης Αρμάος, εκδ. Ίνδικτος, Αθήνα 2003, σ. 24.
[3] ΠαναγιωτηςΚονδυλης, Η Παρακμή του Αστικού Πολιτισμού, εκδ. Θεμέλιο, 1991, σ. 88.
[4] J. Habermas, οp. citστο HarveyD, The condition of post modernity, Blackwell Cambridge 1989, p. 12.
[5] Αντόρνο& Χορκχάιμερ η διαλεκτική του διαφωτισμού, εκδ. Ύψιλονσ. 24.
[6] στοEckartPankoke, Social movement, Εconomy and Society, Vol 11 Number 3 August 1982 σ. 320.
[7] Eric Hobsbawm, Introduction, Inventing Tradition, στο E.Hobsbawm,T Ranger Inventing Tradition,CambridgeUniversity Press, 1984, p. 4.
[8] A. Giddens, O κόσμος των ραγδαίων αλλαγών, πώς επιδρά η παγκοσμιοποίηση στη ζωή ας, μτφ Κωνσταντίνος Γεώρμας, εκδ. Μεταίχμιο σ. 78, 82-83.
Hiç yorum yok:
Yorum Gönder